Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ ΣΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ ΠΥΡΗΝΑΙΑ, ΙΣΠΑΝΙΑ ΚΑΙ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ ...(2016)


ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ ΣΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ ΠΥΡΗΝΑΙΑ ΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ ΔΥΟ ΦΙΛΩΝ ΚΑΡΔΙΑΚΩΝ ΚΑΙ ΑΤΑΙΡΙΑΣΤΩΝ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥΣ ΜΕΣΑ Σ' ΕΝΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΕΠΙ 21 ΜΕΡΕΣ, ΑΠΟ 31 ΙΟΥΛΙΟΥ ΕΩΣ 21 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2016 Ή ΜΕ ΑΛΛΑ ΛΟΓΙΑ ΕΝΑ ΠΕΙΡΑΜΑ ΠΟΥ ΠΕΤΥΧΕ ΚΑΙ ΑΠΕΤΥΧΕ


31/7 Κυριακή (Προοίμιο)

Δεν είναι λάφυρο το ταξίδι. Κανένα από τα μέρη που ταξίδεψα δεν έγινε δικό μου. Πόσο θα το ήθελα! Στη φάτσα ανέκφραστος, φαίνεσθαι της χάρτινης πανοπλίας μου, μα το μέσα έβραζε, η καρδιά σκιρτούσε, τα πόδια τρέμανε από τη γλυκιά προσμονή. Σε κάθε μέρος. Το ένα φαίνονταν ωραιότερο από το άλλο, οι ασχήμιες ως δια μαγείας εξαφανίζονταν από τα μάτια μου. Κάποια αφήσανε πιο βαθιές χαρακιές στη καρδούλα μου, σε κάποια δάκρυσα. Κι' όταν έφτανε η ώρα του γυρισμού έδινα υπόσχεση επιστροφής και παντοτινής αγάπης, σαν αυτή τού φαντάρου που πάει για το μέτωπο στην αγαπημένη του. Θα τη ξανάβλεπα; Κι’ αν τη ξανάβλεπα θα ’ταν ίδια με εκείνη που ήξερα; Μα μήπως κι’ εγώ θα ’μουνα ίδιος; Τι σημασία είχε; μάτια που δε βλέπονται γρήγορα ξεχνιούνται… Και αποζητούσα κάποιαν άλλη να γλυκάνω την απουσία, με τη ξεθωριασμένη στο χρόνο εικόνα τής παλιάς στη θύμησή μου, μέχρι να γίνει η καινούργια παλιά… Έμειναν όλες αγαπημένες.
Δεν είναι λάφυρο το ταξίδι να το επιδεικνύεις, σα τον αρκουδιάρη το ζωντανό, στην ομήγυρη. Αν το κάνεις δεν κατάλαβες τίποτα. Γιατί αν κάτι μένει από δαύτο - ευχής έργο θα 'τανε δηλαδή - μια σταλιά σοφίας παραπάνω. Δεν είναι λάφυρο το ταξίδι, ανάμνηση, και μάλιστα βραδυφλεγής, ναι. Τίποτα δεν καίγεται πιο αργά απ' αυτό. Κι' η φλόγα του εσαεί γλυκιά θαλπωρή στη πορεία του βίου μέχρι να σβήσουνε παρέα. Απ' αυτή τη σκοπιά, και μετά λόγου γνώσεως ως ειδικός, είναι η μόνη εξασφαλισμένη, άξια λόγου επένδυση. Πιάνουν τόπο τα λεφτά που ξόδεψες για πάρτη του. Μαθαίνεις για να ξεχνάς, τις αναμνήσεις ποτέ.
Δεν είναι λάφυρο το ταξίδι. Ακόμα και οι μεγάλοι θαλασσοπόροι, που από μικρό παιδί βάζανε μπουρλότο στη φαντασία μου, δεν βρήκαν σπιθαμή γης για πάρτη τους. Κι' οι τρομεροί και φοβεροί κονκισταδόρες κατακτητές, λίγες φτυαριές χώμα αξιώθηκαν. Κι’ όμως ο κόσμος όλος ήταν κάποτε δικός τους. Είχε ανοίξει διάπλατα την αγκαλιά του και τους περίμενε μ' ανοιγμένα σκέλια. Έλα! Έλα σε θέλω πολύ!… Δεν είναι λάφυρο το ταξίδι, κάβλα ναι. Κάθε φορά ανέραστος ξεκινάω να βρω τη γυναίκα του πόθου μου. Η φαντασία μου άτι φτερωτό που καλπάζει. Μια φωνή ακούγεται εντός: Ένας καινούργιος υπέροχος κόσμος περιμένει και σένα, ρούφηξε τους χυμούς του ως το μεδούλι! Ιδανικός κι’ ανάξιος κονκισταδόρ των μακρυσμένων πόντων για μια θέση στην αθανασία. Τη χαμένη από καιρό.
Δεν είναι λάφυρο το ταξίδι, δεν πιάνονται λάφυρο οι καρδιές που καίνε. Γιατί ταξίδι είναι οι άνθρωποι. Μέσα στο χώρο τους. Αυτά τα δύο πάνε πακέτο, το ένα καθορίζει το άλλο - δε χωρίζονται. Η γυναίκα του πόθου μου είναι στη πόλη. Εκεί μένει. Στους δρόμους της, στα μαγαζιά της, στις μυρωδιές της, πίσω απ’ τις γρίλιες, στο απέναντι μπαλκόνι…  Στη πόλη πάντα πηγαίνω. Να ’βρω μαζεμένες σ’ αυτή τις μνήμες και τα χνάρια των ανθρώπων. Καλά τα δέντρα, τα βουνά, οι λίμνες, τα ποτάμια… μα χωρίς ανθρώπους δε μού λένε απολύτως τίποτα. Αν κάποτε γίνω κι’ εγώ φυτό, θα πιάσω στασίδι με θέα δίπλα τους να πεθάνω.
Δεν είναι λάφυρο το ταξίδι. Αναλογίσου το πριν σαράντα χρόνια. Τότε που ξεροστάλιαζες να τη πάρεις με τη μηχανή. Κολλούσε πάνω σου βδέλλα «Μη τρέχεις σε παρακαλώ, φοβάμαι…» κι’ ο πούτσος πύραυλος. Κι' έτρεχες σα δαιμονισμένος μη σού κάτσει. Είχες κλείσει και δωμάτιο στο… ξενοδοχείο: το τελευταίο πλατύσκαλο της σκάλας πριν τη πόρτα της ταράτσας, εκεί όπου ήταν σκοτεινά και δεν περνούσε κανένας άλλος εκτός από τη μάνα σου όταν άπλωνε τη μπουγάδα. Στο λεβητοστάσιο σάς έπιασε ο θυρωρός στα πράσα - πάντα ταξίδευες γυρεύοντας… Σου 'μεινε λάφυρο ο διάδοχος, σε λίγο θα έχεις κι' εγγονάκια… Κι' εσύ ακόμα βρε αθεόφοβε ξεροσταλιάζεις το ταξίδι πριν σαράντα χρόνια σα να μη πέρασε μια μέρα!… Πριν μού πεις οτιδήποτε αναλογίσου μόνο πώς ήσουνα τότε και πώς είσαι τώρα…

1/8 Δευτέρα

Στο πλοίο. Σκούρος, λιπόσαρκος, γλυκός, με μεγάλα μάτια: «Πόση ώρα είναι για το Venice;» «Θα φτάσουμε αύριο το πρωί κατά τις οκτώ.» «Άι σι…»
Πηγαίνουμε αργά να μη ταράξουμε τη γαλήνη του πρωινού. Μπουνάτσα. Ο αρχηγός κοιμάται ακόμα, κι' εγώ δεν έχω ξυπνήσει καλά καλά. Η Μουτσουνίτσα διαβάζει τη συνέντευξη του Μάριου Βουτσινά στο μπαρ. Ο καφές βαπορίσιος. Έλα Δημήτρη να βάλουμε όλοι ένα χεράκι να πάμε μια ώρα αρχύτερα στο Venice. Το ταξίδι μάς περιμένει!
Ο Δημήτρης είναι ύπαρχος του πλεούμενου. Τον γνωρίσαμε χτες βράδυ στο λιμάνι. Κοντά δυό μέτρα ψηλός, συμπαθής, και πολυλογάς. Πιάσαμε κουβέντα και τα είπαμε όλα, ακόμα και για τη θητεία μας στο ναυτικό, και ανανεώσαμε το ραντεβού μας για σήμερα μήπως ξεχάσαμε κάτι. Προηγουμένως είχαμε φάει τι άλλο; Σουβλάκια! Στο Ρίο, όχι το Βραζιλιάνικο όπου γίνεται η Ολυμπιακή μπίζινα, το κοντοΠατρινό. Ωραία σουβλάκια, μπουκιά και ταξίδι…
«Νύχτα αγωνίας στη Βόρειο Εύβοια! Καίγεται η Λίμνη!» λέει η τι-βι. Τι πρωτότυπο! Αναλογίζομαι τις νύχτες αγωνίας του κόσμου όλου και ησυχάζω. Μικρό το κακό… Μακριά από το σπίτι όλα φαίνονται διαφορετικά, αποκτούν τη διάσταση που τους αρμόζει: Τοσοδούλικα. Μοναδική έγνοια τα παιδάκια μου που αφήνω πίσω. Κι' η μάνα μου που έχει έγνοια το παιδάκι της, δέσανε οι έγνοιες ταιριαστό ζευγαράκι.
Η Ελενίτσα είναι τρίτος καπετάνιος. Όταν ανεβήκαμε με τον αρχηγό στη γέφυρα είχε βάρδια. Σουρούπωνε. Μπλε θαλασσινό ίσαμε τη γραμμή του ορίζοντα με πορτοκαλί ανταύγειες που γλύκαιναν το χώρο. Δεξιά στο βάθος ένας βράχος μοναχός, φυτρωμένος καταμεσής στο πέλαο. Πώς βρέθηκε εκεί; «Βρίσκονται…» είπε η Ελενίτσα, και μάς κατατόπισε με ζέση νεοφώτιστης στα όργανα πλοήγησης και τα λοιπά του πλοίου. Η γλυκιά καπετάνισσα έλαμπε και πως να μη λάμπει; Κοτζάμ πλεούμενο, τόσες ψυχές ήταν αφημένα στα χέρια της. Θηλυκό και  ναυτοσύνη, ένας ακαταμάχητος συνδυασμός.

2/8 Τρίτη

Έχει μια γλύκα η Ιταλία. Ακόμα και η βιομηχανική περιοχή του Mestre όπου δέσαμε έχει μια γλύκα. Έβγαλα μπόλικες φωτογραφίες. Οι πρώτες.
Μόλις ανακάλυψε ο αρχηγός ότι στο GPS δεν είναι καταχωρημένος ο χάρτης της Γαλλίας. Και τώρα χωρίς Γαλλία στο GPS τι θα κάνουμε; Oh mon dieu! Κατήφεια. Η Μουτσουνίστα μου πρέπει ν' αναλάβει την ευθύνη, απορώ πως δεν το έχει κάνει ακόμα. Το ξέρω, επιτελεί ανεκτίμητης αξίας κοινωνικό έργο: αίρει τις ευθύνες όλων, κάτι σαν Ιησούς του 2016. Πριν της το πούνε οι άλλοι το λέει μόνη της: εγώ φταίω! Την αγαπάω πολύ και γι' αυτό το λόγο.
Ήδη περιμένουμε πάνω από μισή ώρα στην ουρά μέσα στο αυτοκίνητο για έλεγχο διαβατηρίων. Από τη μία οι τρομοκράτες από την άλλοι οι φευγάτοι, σφίξανε τα πράματα. Ευτυχώς που λόγω χρώματος δεν μοιάζουμε για μετανάστες, τουλάχιστον προς το παρόν. Ο αρχηγός που είναι συγχυσμένος λόγω GPS, το 'ριξε στη πολυλογία για να χαλαρώσει. Η συνοδηγός σιγοντάρει, η Μουτσουνίτσα διασκεδάζει με τα λεγόμενά του, εγώ γράφω και , γνωστός αντιρρησίας, επιμένω ότι χάρτης Ευρώπης χωρίς αυτόν της Γαλλίας δεν νοείται και κάπου θα' ναι μέσα στο διαολομηχάνημα μα δε τον βλέπουμε.
Ξεκινήσαμε. Πλατύς ο ουρανός, συννεφιασμένος, και δροσούλα. Ιδανικός καιρός για τα ταξίδι. Να γίνονταν τα σύννεφα οτοστράτα - χαλί να μάς πήγαιναν! Κι' αυτή πάντως που πηγαίνουμε είναι σούπερ.
Μόλις φτάσαμε στα διόδια. Η λυπητερή Βενετία - Μιλάνο; 19 ευρώ για 270 χιλιόμετρα. Η λυπητερή για το rollercoaster του τρόμου Κόρινθος - Πάτρα των 100 χιλιομέτρων; 4,30. Μπήκα στο πειρασμό να κάνω τη σύγκριση. Ελλαδίτσα μου πόσο φτηνή είσαι!…
Ο πολύτιμος συνταξιδιώτης μας ονομάζεται Ολυμπία. Α ξέχασα, το GPS στη Γαλλία δουλεύει, τσάμπα η στεναχώρια του αρχηγού. Η Ολυμπία λοιπόν είναι αυτή που μάς δίνει οδηγίες στο GPS. Έχει ζεστή φωνή, σχεδόν ερωτική. Δε την έχω δει μα θα πρέπει να είναι ωραία γκόμενα. Ελπίζω η Μουτσουνίτσα μου να μη ζηλεύει.
Βενετία - Μιλάνο - Τορίνο η διαδρομή από την οτοστράτα και μετά στα βουνά. Στάση στη Briancon, μια γραφική τουριστική πόλη στις Γαλατικές Άλπεις.
Από το τοπίο των Άλπεων κατηφορίσαμε σ' αυτό της Aix En Provence που θυμίζει πατρίδα και συνέχεια Savines le Lac, Gap, Sisteron, Arles, Narbonne όπου θα διανυκτερεύσουμε.
Από Βενετία μέχρι Narbonne κάναμε 1.000 χιλιόμετρα μονορούφι! Ο αρχηγός μας ξεθεώθηκε στο τιμόνι, τού αξίζουν συγχαρητήρια, όχι γιατί ξεθεώθηκε μα, γιατί είναι άξιος οδηγός. Τα τελευταία χιλιόμετρα δεν κυλούσαν με τίποτα…

3/8 Τετάρτη

Ξύπνησα στις 2.30 από το φως και το θόρυβο. Η Μουτσουνίτσα ξερνοβολούσε, πονούσε η κοιλιά της και ζαλιζότανε. Τι ωραία!… Μέχρι να βγάλει από εντός της ότι είχε και δεν είχε και ηρεμήσει κάπως, σκέψεις πιο μαύρες απ' τη νύχτα στοίχειωσαν το μυαλό μου. Κατέληξα ότι πιο βολική, για να πετάξουμε πίσω στη πατρίδα εγκαταλείποντας άδοξα το όνειρο, ήταν η Βαρκελώνη, καμιά 300αριά χιλιόμετρα απ' το κρεβάτι μας, μετά από το τοπικό νοσοκομείο βεβαίως! Η νύχτα δίνει στις σκέψεις εφιαλτικές διαστάσεις. Αν υπάρχει ένας και μόνος λόγος για λοβοτομή, είναι σ' αυτούς που επιμένουν να βασανίζουν ξάγρυπνοι τη σκέψη τους το βράδυ. Το πρωί ήτανε περδίκι!
Ξεκινήσαμε για Carcassone προς Πυρηναία μεριά, μια καστροπολιτεία, όπως και     η χτεσινή Briancon, με περιφερόμενους ιππότες του 21ου, σορτσάκια, σαγιονάρες, σακίδια, φωτογραφικές μηχανές… Γραφική δε λέω. Το εμπόριο βέβαια έχει όπως πάντα τη τιμητική του με πρώτες και καλύτερες τις σιδερόφρακτες  πανοπλίες. Ακολουθούν περικεφαλαίες, σπαθιά, ασπίδες και ό,τι σχετικό με ιπποτικά    σύνεργα ανάμεσα σε παγωτατζίδικα και φαγάδικα, οι ιππότες φαίνεται αγαπούν το παγωτό μα και το φαΐ. Από κοντά και οι άλλοι ναοί του εμπορίου, αυτοί με τους σταυρούς, τις πέτρινες μύτες ως τον ουρανό και τα περίτεχνα βιτρώ. Ακόμα κι' έτσι, ιππότες ξε-ιππότες, προτιμάω τα έμψυχα των πόλεων, ειδικά αν είναι όμορφες παρουσίες. Αλλά περί ορέξεως ουδείς λόγος.
Διασχίζουμε χωράφια με ηλιοτρόπια, πολλά ηλιοτρόπια, αμέτρητα, με στραμμένα τα κεφάλια τους προς μία κατεύθυνση, τον ήλιο. Χαμηλώνουν, χαμογελάνε και μάς χαιρετούν. Ο δρόμος μας προς τις λίμνες των Πυρηναίων. Επαρχιακός, με στροφές και ανώμαλο οδόστρωμα. Φαίνεται τον διάλεξε ο αρχηγός για να σταματήσω τη πολυλογία… αστειεύομαι. Σταματάω το γράψιμο γιατί ζαλίζομαι.
Να τες και οι λίμνες. Lac Bastide de Serou, και στάση στη Lac de Mondely.
Λίγα για τους λουόμενους στη λίμνη Mondely: Άσπροι ξέξασπροι κι' απ' τον ήλιο ξεξασπρώτεροι πασχίζουν να πάρουν χρώμα ξαπλωμένοι στο γκαζόν δίπλα στο νερό. Κάποιοι κάνουν πικνίκ. Τα παιδάκια τσαλαβουτάνε και παίζουν στα ρηχά λασπόνερα. Δυο τρία «λιμνίσια»ποδήλατα στα ανοιχτά, στο νερό μέσα κανείς. Κι' όμως από μακριά η λίμνη, όλες οι λίμνες, φαίνεται μαγευτική. Είναι σα στη πατρίδα: βλέπεις από ψηλά μια παραλία ζωγραφιά να τη πιεις στο ποτήρι, κι' όταν φτάσεις κοντά ανακαλύπτεις ότι είναι γεμάτη πίσσες
Φτάσαμε στο St. Lizier όπου διασταυρωθήκαμε με άλογα και αναβάτες να καλπάζουν στο οδόστρωμα - η εδώ «άγρια δύση», και προχωράμε προς St. Bernard de Comminges και από κει Tarbes όπου και θα περάσουμε το βράδυ.
Πυρηναία, η γαλλική πλευρά τους. Αγροτική περιοχή, γλυκιά, αγαπησιάρικη, που έχει τα πάντα. Μικροκαμωμένα χωριουδάκια, αγροικίες, ηλιοτρόπια, καλαμπόκια, αμπέλια, θημωνιές, αγελάδες, λιβάδια, ξέφωτα, οροπέδια, δάση, λίμνες, ποτάμια … και στο βάθος νότια, για φόντο, ο κύριος όγκος της οροσειράς.
Βραδινό στη Lourdes, την ιερή Λούρδη των καθολικών, με τη χάρη της Παναγίας. Το φαγητό πάντως δεν είχε τη χάρη της.
Το ξενοδοχείο στη Tarbes έχει κοινόχρηστο μπάνιο και χάλασε τη Μουτσουνίτσα μου. Εμένα καθόλου. Ό,τι πληρώνεις παίρνεις…

4/8 Πέμπτη

Ό,τι πληρώνεις παίρνεις, έλεγα για το ξενοδοχείο. Πάντως τα λεφτά του τα άξιζε με το παραπάνω. Κι' η κακόμοιρη κοπελίτσα που έτρεχε σα το Βέγγο και έκανε όλες τις δουλειές, ρεσεψιονίστ, καμαριέρα, καθαρίστρια, σερβιτόρα… άξιζε, υποθέτω, τα λεφτά που έπαιρνε με το παραπάνω. Η Γαλλία είναι παράδεισος της ευέλικτης εργασίας…
Καιρός βροχερός και δροσιά. Ξεκινήσαμε τραβώντας δυτικά. Χωριά χωρίς ανθρώπους αλλά με όρια ταχύτητας και κάμερες για τους παραβάτες. Μπήκαμε στη γαλλική πλευρά της χώρας των Βάσκων. Οι Βάσκοι, μάς λέει ο αρχηγός, είναι γενετικά «πυρήνας Νεάτερνταλ», η γλώσσα τους δε μοιάζει με καμιά άλλη. Ένας πυρήνας υπάρχει - μάς λέει - στη χώρα των Βάσκων, κι' ένας δεύτερος στο… Κριεκούκι, πουθενά αλλού.
Πρώτη στάση Laruns, χτισμένη σε μια κοιλάδα με τα σύννεφα να ξεκουράζονται στις τριγύρω βουνοκορφές, ορμητήριο για φυσιολάτρες.
Σκαρφαλώνουμε φιδίσιο ανηφορικό δρόμο προς Gorges de Kakueta. Η θέα προς τη κοιλάδα είναι φανταστική. Πάχνη και υγρασία. Αν δεν ήξερα ότι ήμασταν μέσα στο κατακαλόκαιρο θα στοιχημάτιζα πως είναι περασμένο Φθινόπωρο. Να κι' ένα άλλο ξέφωτο με χαμηλή βλάστηση που θυμίζει Highlands. Ομίχλη. Ποδηλάτες και περιπατητές.
Πέρασε κάπου μια ώρα. Πάμε παράλληλα με τα σύνορα. Πράσινο παντού, σε όλες τις αποχρώσεις, σε όλους τους τόνους, σε όλες τις παραλλαγές, για όλα τα γούστα. Αγροικίες και κοιλάδες. Άνθρωποι ούτε με κιάλι. Ευτυχώς η ομίχλη πήγε περίπατο κι' έτσι μπορούμε να απολαμβάνουμε την ομορφιά της φύσης. Χορτάσαμε το στροφιλίκι. Πλάι ένας χείμαρρος με γάργαρα νερά, άλλος ένας από τους τόσους που περάσαμε.
Εδώ, στα μέρη των κουτόφραγκων, κάθε πόλη, μικρή ή μεγαλύτερη, έχει το ποτάμι της. Σημείο αναφοράς της πόλης και πόλος έλξης, έχει ενταχθεί αρμονικά στον οικιστικό ιστό και ομορφαίνει το χώρο. Βοηθάει το ανάγλυφο του εδάφους  και το κλίμα με τα χιόνια και τις βροχές, θα πείτε. Εμείς οι ξύπνιοι, στο κλεινό άστυ που δεν έχουμε και τόσες βροχές, δυο χείμαρρους έχουμε όλους κι' όλους κι' αντί να τους διαφυλάξουμε σα κόρη οφθαλμού, τους μπαζώσαμε να τους κάνουμε οχετούς, δρόμους και πολυκατοικίες. Ο δημόσιος χώρος δε μάς αφορά, είναι «των άλλων», ουδέποτε ήταν δικός μας, το σπιτάκι μας να' ναι καλά κι' ας είναι μέσα στα σκατά!… Αχ, δε με χωράει το μίζερο σπίτι μου, δε με χωράει ο κόσμος όλος!
Χειμερινοί κολυμβητές, το soundtrack του ταξιδιού. Τους έχουμε ακούσει μέχρι τώρα σε φουλ βερσιόν δύο φορές, και έπεται συνέχεια. Τους έχω μάθει απόξω, τους τραγουδάω ακόμα και στον ύπνο μου. Από το πάρκο στη Μυροβόολο το μηχανάκι αστράφτει στον ήηλιοοο…
Τα τοπωνύμια εδώ είναι γραμμένα στις πινακίδες σε δύο γλώσσες, γαλλικά και βασκικά. Τα δεύτερα μοιάζουν ακαταλαβίστικα, δεν διαβάζονται με τίποτα! Ενώ τα πρώτα… ας είναι καλά τα άψογα γαλλικά μου. Γράφω, γράφω και τριγύρω μου το πράσινο οργιάζει! Πηγαίνουμε χαμηλά, κατά μήκος ενός βαθιού φαραγγιού.           
Gorges de Kakueta - βασκικά Kakuetako Arroilak, κοντά στα σύνορα με την Ισπανία, φαράγγι υπερπαραγωγή. Σα το ergasimosblog τα έχει όλα! Μνημείο της φύσης, απ' αυτά που υποκλίνεσαι στο μεγαλείο της. Δύο ώρες ποδαρόδρομος για να το διασχίσουμε, διαδρομή γλιστερή και κατά τόπους απότομη που ήθελε προσοχή. Ξεποδαριαστήκαμε μα χαλάλι του.
Ο αρχηγός φωνάζει «πεινάω!» Είναι το συνθηματικό. Η ομάδα ενεργοποιείται. Ψάχνουμε επειγόντως χώρο κατάλληλο για πικνίκ. Τον βρήκαμε στο Larrau, ένα χωριό λίγα χιλιόμετρα απ' τα σύνορα.
Ο δρόμος στενός, συνέχεια ανηφορικός και όλο στροφιλίκια. Πράσινο και πάλι πράσινο. Δέντρα ψηλά με κορμοστασιά λαμπάδα, το ένα δίπλα στο άλλο στη σειρά σα στρατιωτάκια. Στα 1.600 μέτρα ψηλά είναι τα σύνορα, τι σύνορα δηλαδή, αυτά είναι των ανθρώπων - η φύση δε καταλαβαίνει από τέτοια. Βίγλα. Η θέα στις γύρω βουνοκορφές σαν από αεροπλάνο. Τα Πυρηναία πιο ψηλά απ' τα σύννεφα. Γυμνά στη μανία των αέρηδων. Άγρια η ομορφιά τους. Αφήσαμε τις αγελάδες και ήρθαμε στα πρόβατα, πρόβατα πολλά. Κάποια τα' χουν μαρκάρει με κόκκινη μπογιά, άλλα με μπλε. Τι να σημαίνει; Βγήκα, σα να' θελα να τα ρωτήσω, και έβγαλα φωτογραφία. Ψύχρα!
Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε. Ομίχλη. Ευτυχώς γρήγορα διαλύθηκε για να βλέπουμε τη μύτη μας. Το πράσινο είναι ξανά εδώ, το ίδιο και τα δέντρα λαμπάδες. Κατηφορίζουμε προς Pamplona. Το τοπίο γίνεται «μεσογειακό», βλάστηση αραιή και χαμηλή, χωράφια με στάρια και θημωνιές.
Pamplona, βασκικά Iruna, πρωτεύουσα της επαρχίας Navara. Πόλη όμορφη, απλόχωρη, ζωντανή. Ωραία διατηρημένα παλιά κτίρια, πάρκα, πλατείες, ποτάμι, γέφυρες, έχει και κάστρο μα δεν το είδαμε. Μόνο μια μυρουδιά πήραμε, το βραδάκι,  σ΄ ένα μπιστρό στο κέντρο. Και ήταν μεθυστική!   
Ξέχασα να σάς πω ότι ο αρχηγός και οι άλλοι μού έχουν αναθέσει το κομμάτι των διαπραγματεύσεων και τις δημόσιες σχέσεις μας, λόγω γλωσσομάθειας. Δεν παραπονιέμαι, μ' αρέσει αυτή η δουλειά - καίτοι η δουλειά δεν είναι το φόρτε μου. Όμως στις διαπραγματεύσεις με τους ξενοδόχους, πολύ φοβάμαι πως, είμαστε χαμένοι από χέρι. Και τούτο γιατί όπως φτάνουμε εξουθενωμένοι από τα χιλιόμετρα και πάντα πεινασμένοι, παραδινόμαστε αμαχητί στον κάθε ξενοδόχο που έχει διαθέσιμα δωμάτια, αρκεί να είναι «οικονομικά». Χτες και σήμερα σταθήκαμε «τυχεροί».
Μια γεμάτη μέρα.

5/8 Παρασκευή  

Άφησα στην ωραία Παμπλόνα ένα κομμάτι μου. Πάντα έτσι γίνεται. Παμπλόνα, όμορφη Σπανιόλα, σε χάνω πριν να σε γνωρίσω.
Τα κεφάλια μέσα. Στο αυτοκίνητο εννοώ.
Ισπανικά Πυρηναία, πάρκο Aralar στο βουνό Lizarrusti. Αλλιώς τα «βασκικά Highlands». Μιάμιση ώρα πεζοπορία σε βατό και σηματοδοτημένο μονοπάτι. Έβγαλα και φωτογραφίες Μα πώς να φυλακίσεις φωτογράφε της πυρκαγιάς την ομορφιά της φύσης σ' ένα κάδρο;
Πλησιάζουμε τον Ατλαντικό, μυρίζομαι θαλασσινό αεράκι.
Θάλαττα!  Θάλαττα! και San Sebastian, βασκικά Donostia. Η κοσμοπολίτικη αύρα του μάς πήρε από τα περίχωρα. Το Rio de Janeiro του Βισκαϊκού. Πλατειά χρυσαφένια αμμουδιά, κόσμος πολύς, κύματα για σέρφερς, ψηλά κτίρια, λεωφόροι, πλατείες, μαγαζιά, και για φόντο περιμετρικά της πόλης καταπράσινα βουνά. Δεν λείπει ούτε το άγαλμα του Χριστού λυτρωτή, ή κάτι σαν αυτό, σ' ένα λόφο στο βάθος.
Προχωράμε παραλιακά έχοντας δίπλα μας τον Βισκαϊκό. Deba, Ondarroa, Lekeitio και στάση για ξεμούδιασμα. Όλα κάποτε ψαροχώρια, τώρα θέρετρα. Εδώ τα «ψαροχώρια» έχουν πολυκατοικίες, παρ' όλα αυτά κρατάνε μία κάποια γραφικότητα.
Ακρωτήρι Gaztelugatxe, τι όνομα κι΄αυτό!, με το νησάκι και το εκκλησάκι του San Juan πάνω του. Βίγλα στο γαλάζιο του Βισκαϊκού. Κατηφόρισα ως τα μισά του δρόμου μόνος, για μια φωτογραφία.
Bilbao, βασκικά Bilbo, η μεγαλύτερη πόλη της χώρας των Βάσκων που δεν είδαμε. Εδώ υπολογίζαμε να διανυκτερεύσουμε, μα δωμάτιο πουθενά! Αποκαμωμένοι καταλήξαμε νότια, στο Llodio, μια άχρωμη κωμόπολη, όπου τελικά βρήκαμε ξενοδοχείο με τα χίλια ζόρια. Ο αρχηγός είναι νευρικός και εριστικός. Όλοι είμαστε κουρασμένοι και περισσότερο απ' όλους αυτός, μα κάτι τέτοιο θα έπρεπε να το περιμένουμε και να το διαχειριστούμε νηφάλια.  
Η μέρα δεν τελείωσε κατά το καλύτερο δυνατό.

6/8 Σάββατο  

Μια φορά κι' ένα καιρό ο Φερδινάνδος, βασιλιάς της Καστίλης και Λεόν, έδωσε στη νιόπαντρη κορασίδα του προίκα το κάστρο της Ζαμόρα, στον ένα γιο του το βασίλειο της Αστούριας, στον άλλο αυτό της Λεόν, και στο πρωτότοκο και διάδοχό του στο θρόνο τη Καστίλη και τη Ναβάρα. Τα τέσσερα, κάποτε αγαπημένα, αδέρφια δεν έμειναν ικανοποιημένα και έβγαλαν τα μάτια τους στη μοιρασιά. Ήταν η ώρα τού από μηχανής θεού Ελ - από το Έλληνας - Σι, γνωστός και ως Ελ Σιντ, ιππότη γενναίου και ονομαστού καλοφαγά, να βάλει τα πράματα στη θέση τους. Πολύτιμος αρωγός του στο εγχείρημα ο ιππότης Ελ Εργ, Έλληνας κι' αυτός, γνωστός και ως Εργάσιμος. Κοντά 2.000 χιλιόμετρα τούς χώριζαν από το πεπρωμένο τους
Ξύπνησα μ' ένα βάρος. Η μέρα δεν ξεκίνησε καλά. Βρήκαμε χρόνο και, κυρίως, διάθεση να τριγυρίσουμε βουνά και ρουμάνια, και δεν βρήκαμε λίγη ώρα για μια ματιά στη τέχνη των ανθρώπων! Μιλάω για το σήμα κατατεθέν του Μπιλμπάο, την «Ακρόπολή» του, το μουσείο Guggenheim. Μα όχι. Βρήκαμε! Αυτό έλειπε! Να' μαστε λοιπόν στον ονομαστό ναό της, λεγόμενης μοντέρνας, τέχνης με τον εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και εκθέματα αντάξια της φήμης του. Από πού ν' αρχίσω και πού να τελειώσω; Ματίς, Λεζέ, Μπρανκ, Σαγκάλ, Κατίνσκι, Μοντιλιάνι, Πικάσο  Μα όλα τα λεφτά ήταν οι «άγνωστοι», ονόματα που δεν ήξερα ούτε θυμάμαι ν' αναφέρω, συνθέσεις συγκλονιστικές: Μνήμες, συναισθήματα και βαθιά μελαγχολία για το διαχρονικά ατελές και φθαρτό της ανθρώπινης φύσης.
Αφήσαμε το Bilbao και συνεχίζουμε δυτικά με αναπτερωμένη διάθεση και τη θάλασσα πάντα δεξιά μας. Μποτιλιάρισμα και βήμα σημειωτόν. Μέρα ηλιόλουστη.
Η χώρα των βάσκων είναι καταπράσινη. Οι πόλεις και οι άνθρωποί της δίνουνε εικόνα ευμάρειας και πάντως όχι κρίσης. Πόλεις ζωντανές, κάποιες όμορφες, με παλιά καλοσυντηρημένα κτίρια, πλατείες, πάρκα, νερά, πολύ πράσινο Σκέφτομαι το κέντρο της Αθήνας, πώς το καταντήσαμε το καημένο!  Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνειΚάποιοι κατηγόρησαν τον Σεφέρη ανθέλληνα δυσφημιστή της πατρίδας θαρρείς και είχαμε ανάγκη τον μακαρίτη να μάς δυσφημήσει.
Ήδη μπήκαμε στη Κανταβρία. Περνάμε από τον αυτοκινητόδρομο έξω από τη Santander, πρωτεύουσα της Κανταβρίας. Δεν θα σταματήσουμε, έχουμε να βγάλουμε πολλά χιλιόμετρα. Σ' αυτό το ταξίδι η ματιά μας είναι αναγκαστικά κινηματογραφική. Βουνά, πεδιάδες, ποτάμια, πόλεις, χωριά και άνθρωποι φεύγουν μπροστά απ' τα μάτια μας καρέ κινηματογραφικής ταινίας με πρωταγωνιστές εαυτούς. Καθένας παίρνει το ρόλο που θέλει, φτιάχνει το σενάριο στο μυαλό του, φαντάζεται ό,τι θέλει, όπως το θέλει. Μα σκηνοθέτης ο χρόνος, ο χρόνος που τρέχει και μάς πιέζει. Σάμπως πάντα κάπως έτσι δε γίνεται;
Παράκαμψη για Santillana del Mar, διατηρητέου παραδοσιακού οικισμού της Κανταβρίας. Λιθόστρωτα καλντερίμια, πέτρινα σπιτάκια, λουλουδιαστοί εξώστες, φαγάδικα, τουριστικά… 
Σειρά του Comillas, ψαροχώρι κατά τον τουριστικό οδηγό, κάτι σα Λούτσα κατ’ εμέ. Πάντως φάγαμε αξιοπρεπώς και φτηνά κι’ ο ομιλητικότατος σερβιτόρος μας συμπαθέστατος.
Όταν οι άνθρωποι εδώ ακούνε πως είμαστε από την Ελλάδα χαίρονται, δεν ξέρω γιατί. Ίσως από συμπάθεια γι’ αυτά που ακούνε πως περνάμε και δεν περνάνε εκείνοι. Ίσως να τους φαινόμαστε μυστήριο φρούτο, μοναδικό, ποικιλία ανάδελφη. Ίσως να νομίζουν ότι είμαστε απλά για γέλια… Πάντως μάς αντιμετωπίζουν με χαμόγελο, είναι εξυπηρετικοί, ομιλητικοί, γενικά εξωστρεφείς.
Οι γυναίκες, αχ αυτές οι γυναίκες! Είναι χοντροκώλες, υποστηρίζει ο αρχηγός μας. Δεν θα διαφωνήσω, ουδέποτε διαφωνώ με τον αρχηγό, μα οι γενικεύσεις, θα τολμήσω να πω, δεν μού αρέσουν. Είναι κάτι «χοντροκώλες» μπουκιά και συχώριο! Μοιάζουν με τις δικές μας στο πιο σταρένιο, «μελανούρια» θα τις προτιμούσα εγώ και, ως γνωστό, το μελανούρι είναι νόστιμο ψάρι.
Παραλία Cuevas del Mar στο Βισκαϊκό και «μπάνιο» μέχρι τη μέση. Πλατειά και πλούσια αμμουδιά, χοντρόκοκκη άμμος που δεν κολλάει πάνω σου, νερό παγωμένο, θολό και με βρωμιές. Το αδιαχώρητο από λουόμενους και αυτοκίνητα. Όπως και στις υπόλοιπες παραλίες που είδαμε, όλοι λιάζονταν αλλά μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού ήταν μέσα στο νερό και ακόμα λιγότεροι κολυμπούσαν. «Ποιοι είναι δαύτοι με τη παράξενη γλώσσα;» αναρωτιόντουσαν σίγουρα για μάς οι διπλανοί. Τους αφήσαμε με την απορία.
Βρήκαμε ξενοδοχείο στο Cangas de Onis. Κάθομαι στο μπαλκονάκι του δωματίου μας και γράφω. Ακριβώς μπροστά ο επαρχιακός δρόμος που οδηγεί στο κέντρο του χωριού, τι χωριό δηλαδή – πόλη μού φάνηκε και μάλιστα πολύ τουριστική. Εδώ είναι η είσοδος για το εθνικό πάρκο Picos de Europa, μία ορεινή περιοχή, κατά τον οδηγό μας, απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς με λίμνες και απολαυστική θέα στις γύρω χιονισμένες βουνοκορφές. Θα το περπατήσουμε αύριο το πρωί να διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασι του οδηγού το αληθές.
Έχουμε βγει ήδη έξω από τον προγραμματισμό μας κατά μία μέρα αλλά δεν γίνεται αλλιώς, πρέπει να ικανοποιηθούν κατά το δυνατό όλα τα γούστα. Έτσι είχαμε συμφωνήσει, έτσι είναι σωστό.
Στη περιοχή μάθαμε ότι γίνονται αγώνες κανόε καγιάκ, είναι και Σάββατο και υπάρχουν πολλοί επισκέπτες. Σταθήκαμε φαίνεται τυχεροί που βρήκαμε ξενοδοχείο, γιατί αυτό το χθεσινιβραδυνό που περάσαμε ψάχνοντας, να πάει και να μη ξαναγυρίσει!

7/8 Κυριακή      

Σύντομη επίσκεψη στη Basilica de Covadonga, στην είσοδο του πάρκου, με τον εντυπωσιακό ναό και την ομώνυμη σπηλιά. Η Covadonga είναι σύμβολο της reconquista, της χριστιανικής ανακατάληψης της Ιβηρικής από τους μουσουλμάνους. Εδώ δόθηκε το 722 μ.χ. η πρώτη νικηφόρα μάχη των χριστιανών κατά της μουσουλμανικής φρουράς των Αστουριών. Όσο για τα Picos de Europa ατυχήσαμε. Δεν μπορέσαμε να πάμε για πεζοπορία στη περιοχή των λιμνών γιατί ο δρόμος ήταν κλειστός.
Είμαστε στο Oviedo, πρωτεύουσα του πριγκιπάτου της Αστούριας. Αφήσαμε το αυτοκίνητο για βόλτα στο κέντρο. Κυριακή, έρημη πόλη; Τι λέω; Φτάσαμε στο «γιουσουρούμ» του Οβιέδο. Κοσμοπλημμύρα! Και να παρακάτω στην «Αδριανού», βγήκαμε και στη πλατεία στο «Μοναστηράκι». Να και η ορχήστρα με τις τσαμπούνες, τα σουραύλια και τα νταούλια, κι’ οι νέοι, αγόρια και κοριτσάκια σα τα κρύα νερά, με τις παραδοσιακές στολές στήσανε τρελό χορό! Μείναμε αποσβολωμένοι και ρουφάμε εικόνες. Η μαγεία του απρογραμμάτιστου που μόνο η στιγμή μπορεί να φέρει.
Φύγαμε άρον άρον για δυτικά γιατί έφτασε ήδη μεσημέρι και τα χιλιόμετρα είναι μπροστά μας. Ο αρχηγός με βλέπει που γράφω και αναρωτιέται: «Θα ’ναι fiction ή αλήθεια;» «Υπάρχει αλήθεια;» τον ρωτάω. Θα δώσει μόνος του απάντηση όταν διαβάσει.
Είμαστε ακόμα άνθρωποι τροφοσυλλέκτες. Κάθε μεσημέρι ψάχνουμε τροφή, κατά προτίμηση στα σουπερμάρκετ. Σήμερα Κυριακή ατυχήσαμε, τα πάντα είναι κλειστά. Οι ναοί της κατανάλωσης κλειστοί; Δεν μπορώ να το πιστέψω! Εκτός από τροφή ψάχνουμε και μέρος για κατούρημα. Σωματική ανάγκη σε πρόγραμμα! Κι’ όμως τα’ χουμε καταφέρει. Κατούρημα! το πρόσταγμα, κι’ όλοι τις πετάμε όξω – όσοι μπορούμε δηλαδή, καταλάβατε νομίζω – και κατουράμε με το ζόρι όπου βρούμε. Καλύτερα έτσι παρά πάνω μας. Αυτά τα δύο ψάχνουμε.
Guidillero. Γραφικό τουριστικό ψαροχώρι και δημοφιλής, κατά τα φαινόμενα, προορισμός των ντόπιων για ψαροφαγία. Μία καλαμαράκια φρέσκα τηγανιτά, μία χταπόδι ψητό με γαρνιτούρα πατάτες βραστές με σκόρδο, καλομαγειρεμένα, νόστιμα και γαλαντόμες μερίδες, νερό και κουβέρ, 37 ευρώ. Δεν ήταν φτηνά μα άξιζαν τα λεφτά τους.
Συνεχίζουμε δυτικά, παραθαλάσσια προς Ribadeo. Η διαδρομή καταπράσινη. Λιακάδα. Μετά το φαγητό μ’ έχει πιάσει μουργέλα, ελπίζω όχι και τον αρχηγό που οδηγάει.
Μπήκαμε στη Γαλικία, Praia de Catedrais  κοντά στο ψαροχώρι Ribadeo, εκεί όπου η στεριά σβήνει στον ωκεανό σχηματίζοντας εντυπωσιακό ανάγλυφο. Μαύρα βράχια υψώνονται κάθετα στον ουρανό, θεριά ανήμερα κόντρα στ' αγριεμένα κύματα. Ξανθή αμμουδιά καλεί τον επισκέπτη να ξαπλώσει στην αγκαλιά της μα, αλίμονο, ο γκρεμός καραδοκεί να τον καταπιεί. Κι' από πάνω λιβάδια περιφραγμένα με σύρματα ηλεκτροφόρα κι' αγελάδες πολλές εντός τους, κι΄ ένας ουρανός μολυβένιος ίσαμε τη γης κι' ακόμα παρακάτω. Κάθισα ψηλά στο βράχο ν' απολαύσω τη θέα, ν' αφουγκραστώ το βουητό του ανέμου. «Ο τρελοέλληνας στη θάλασσα!» ακούστηκε μια φωνή. Ποιος άλλος Έλληνας θα μπορούσε να βρίσκεται εδώ πέρα από αυτόν που ήξερα; Οι υποψίες μου δυστυχώς επιβεβαιώθηκαν: Ο αρχηγός μας πάλευε με τα κύματα! Πώς βρέθηκε σ' αυτά δεν είδα. Είδα μόνο ένα ταλαίπωρο ναυαγοσώστη που βούτηξε στο κατόπι του μα ήταν πολύ αργός για να τον φτάσει. «Griego loco!» τσίριζαν υστερικά μαμάδες και γυναικόπαιδα. Δεν δίστασα ούτε στιγμή μα βούτηξα στο κενό κι' απ' το κενό στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Δύο τρεις απλωτές, απ' αυτές που μόνο Έλληνες μπορούν, και τον έφτασα: «Φίλε μην ανησυχείς, εγώ ειμ' εδώ!» Ο αρχηγός μου έκλεισε το μάτι με νόημα: «Πλάκα κάνω. Ήθελα να δω τις αντιδράσεις αυτών των ξενέρωτων!» Θεός ο αρχηγός μας, μεγαλοφυές το σχέδιο του! Εκείνος έκανε πως κολύμπαγε και πνιγότανε, εγώ πως κολύμπαγα και τον έσωνα παλεύοντας με τα κύματα, κι' οι δυο μαζί πως ζοριζόμασταν κομματάκι… τέλειοι ηθοποιοί στο έργο της κακιάς στιγμής! Να μη πολυλογώ, όταν πατήσαμε το πόδι μας στην αμμουδιά οι ξενέρωτοι μάς υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα και ιαχές θαυμασμού, οι αγελάδες με μουγκρητά χαράς κουνώντας τις ουρές τους, τα ηλεκτροφόρα σύρματα με βραχυκυκλωμένα εντυπωσιακά πυροτεχνήματα, ακόμα κι' ο μολυβένιος ουρανός άλλαξε το μολυβί και φόρεσε τη γιορτινή ηλιόφωτη φορεσιά του. «Έχασες που δεν έκανες μπάνιο» μού είπε ο αρχηγός σαν απομακρυνθήκαμε από το αλαλάζον πλήθος. Τι είχα χάσει, ειλικρινά δεν κατάλαβα.    
Μετά τη «περιπέτειά» μας στη Praia de Catedrais τραβάμε νοτιοδυτικά για Lugo. Εδώ θα διανυκτερεύσουμε.


8/8 Δευτέρα

Το Lugo σύμφωνα με τον οδηγό θεωρείται η ομορφότερη πόλη της Γαλικίας. Δεν εντυπωσιάστηκα. Η παλιά πόλη περικλείεται από ρωμαικά τείχη του 3ου μ.χ. αιώνα άψογα διατηρημένα. Εντός τους πλατείες, δημόσια κτίρια, εκκλησίες, εμπορικά καταστήματα, μπαρ και φαγάδικα, το πιο τουριστικό κομμάτι της πόλης. Πρόκειται για μια πόλη μέσα στην υπόλοιπη πόλη, αυτή εκτός των τειχών, η οποία σε σύγκριση με ότι έχουμε δει μέχρι τώρα μού φάνηκε μάλλον άχρωμη.
Πηγαίνουμε βορειοδυτικά προς A Coruna. Διαδρομή καταπράσινη.
Θέλω να σας εξομολογηθώ κάτι. Δεν ξέρω γιατί, μα συνέχεια πεινάμε! Μήπως πρέπει να πάμε σε κανένα γιατρό; Φαίνεται πως το ταξίδι ανοίγει την όρεξη, όχι ότι το είχαμε ανάγκη δηλαδή, ανοιγμένη ήταν. Δεν προλαβαίνει να τελειώσει το πρωινό και μελετάμε τι θα φάμε το μεσημέρι, πάντα «κάτι ελαφρύ» εννοείται. Τρώμε το ελαφρύ και μέσα στη μουργέλα συζητάμε το κανονικό βραδινό. Και το βράδυ ξεκοιλιαζόμαστε γιατί δε φάγαμε τίποτα μέσα στη μέρα. Το φαγητό απορροφάει μεγάλο μέρος της σκέψης, της ενέργειας και του χρόνου μας: Να πούμε τις ορέξεις μας, να λιγουρευτούμε, να συμφωνήσουμε τι θα φάμε, να βρούμε πού θα το ψωνίσουμε και πού θα το φάμε. Γκραν σουξέ έχουν τα κινέζικα, μάς αρέσουν βρε αδερφάκι μου! Εξάλλου είναι πανκοίνως γνωστό ότι στην Ιβηρική οι πάντες τρώνε τσάινιζ φουντ. Επειδή στη Κίνα μάλλον δεν προβλέπεται να πάω σύντομα, ανυπομονώ να γυρίσουμε στη πατρίδα για να φάω καμιά παέγια. Είναι τρελοί αυτοί οι Έλληνες… Η «ολιγοφαγία» μας πέραν του ότι ελαφραίνει το πορτοφόλι, έχει και ένα επιπλέον, διόλου αμελητέο, αποτέλεσμα: Σταματάμε πιο συχνά για κατούρημα και όχι μόνο, και χάνουμε πολύτιμο χρόνο.
Ήδη είμαστε στο κέντρο της A Coruna και οδεύουμε προς τον περίφημο φάρο Torre de Hercules, χτισμένο στο σημείο που σμίγει ο Βισκαϊκός με τον Ατλαντικό. Έχουμε φτάσει στη «μύτη» του χάρτη, από δω και πέρα θ’ αρχίσουμε να κατηφορίζουμε. Τι ωραία που θα’ τανε να μπαρκάραμε σ’ ένα αλιευτικό, η Coruna είναι γνωστή για τον αλιευτικό στόλο της, ν’ ανοιγόμαστε στον ωκεανό για την απέναντι μεριά, κι’ όπου μάς έβγαζε… Α Coruna λοιπόν, η μεγαλύτερη πόλη της Γαλικίας, λιμάνι και ψαρόπολη. Ευρύ παραλιακό μέτωπο, ψηλά κτίρια που δε θα τα’ λεγα όμορφα, λεωφόροι, πολυσύχναστη αμμουδιά δίχως κολυμβητές… και ο φάρος του Ηρακλή, όλα όσα είδαμε.
Προχωράμε νοτιοδυτικά. Ο αυτοκινητόδρομος είναι φρεσκοφτιαγμένος και η Ολυμπία, φαίνεται, δεν έχει ενημερωθεί για την ύπαρξη του και δείχνει πως πηγαίνουμε στο πουθενά!… Η διαδρομή εξακολουθεί καταπράσινη μα η βλάστηση είναι πιο χαμηλή και πιο αραιή. Ο δρόμος πηγαίνει παράλληλα στην ακτογραμμή, την Costa da Morte, ο δρόμος του θανάτου, μια ακτογραμμή που αρχίζει από την    A Coruna και τελειώνει στο Cabo Fisterra, το δυτικότερο άκρο της Ισπανίας. Λέγεται έτσι εξ αιτίας των δεκάδων ναυαγίων που είναι σπαρμένα στα ανεμοδαρμένα βράχια της.
Φτάσαμε στο χωρίο Fistera. Το τοπίο θυμίζει έντονα Ελλάδα. Τα πεύκα έκαναν την εμφάνισή τους. Cabo Fisterra με τον ομώνυμο φάρο. Εδώ όλοι κάνουν μιαν ευχή και αφήνουν κάτι από τα υπάρχοντά τους, για παράδειγμα «να έρθει ειρήνη στο κόσμο» ή «να πεθάνουν οι αρρώστιες»… Να και μία κάποιου συμπατριώτη μας: «να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα»! πλάκα κάνω. Από εδώ και πέρα θα πηγαίνουμε συνέχεια νότια, πλάι στον Ατλαντικό.
Κατηφορίζουμε. Cel, Ezaro, Caldebarcos, Lira, Muros, Noia… όλα παραθαλάσσια χωριά, αβαθή νερά σα λιμνοθάλασσα που φουσκώνουν με τη παλίρροια, έρημες αμμουδιές, χαμηλή βλάστηση «ελληνική». Ηλιοφάνεια και ζέστη, πολύ ζέστη.
Αφήσαμε τη θάλασσα και τραβάμε μεσόγεια προς τον αυτοκινητόδρομο και Santiago de Compostela. Ως δια μαγείας η βλάστηση επανήλθε στα πλούσια γνώριμά της. Στο Santiago de Compostela βρίσκεται, διαβάζω, ο ιερότερος καθεδρικός ναός της Ιβηρικής με ένα από τα μεγαλύτερα λιβανιστήρια στο κόσμο! Ήθελα να πάμε, να λιβανίσω τις αμαρτίες μου, μα το λιβάνι φέρνει ζαλάδα στην ομήγυρη και γι’ αυτό θα το παρακάμψουμε να γλυτώσουμε και λίγα χιλιόμετρα.
Pontevedra,  παραθαλάσσια πόλη χτισμένη στο μυχό του ομώνυμου κόλπου. Την προσπερνάμε και τραβάμε προς Vigo, τη τελευταία μεγάλη πόλη της Γαλικίας πριν τα σύνορα με τη Πορτογαλία. Αποχαιρετάμε και το Vigo από μακριά, σε λίγο θα αποχαιρετίσουμε προσωρινά, μέχρι να τη ξανασυναντήσουμε, και την Ισπανία. Απέχουμε από τα σύνορα μόνο 20 χιλιόμετρα. Το Porto απέχει από τα σύνορα άλλα 140 χιλιόμετρα, κουράγιο… Εκεί λέμε να διανυκτερεύσουμε.
Ζέστη! Ανοίγω το παράθυρο να δροσιστώ και ζεστός αέρας με παίρνει απ’ το πρόσωπο. Σκέφτομαι τη συνέχεια, αν συνεχίσει έτσι ο καιρός στην Ανδαλουσία θα λιώσουμε! Μόλις περάσαμε τα σύνορα. Όλες τις μέρες τρεχαλητό, μα σήμερα δώσαμε τα ρέστα μας! «Πορτογαλία σού ερχόμαστε!» φωνάζει η συνοδηγός μας να αναπτερωθεί το ηθικό. Και πράγματι, το ηθικό αναπτερώνεται. «Θα φάμε κινέζικο μπακαλιάρο!» λέει ο αρχηγός.
Ο αυτοκινητόδρομος χειρότερος από της Ισπανίας, της Ισπανίας ήταν χειρότερος από της Γαλλίας, όσο πηγαίνουμε προς νότο νοιώθουμε και πιο οικεία… Να το και το soundtrack του ταξιδιού, τους είχα πεθυμήσει, ώπα ώπα! Στο βάθος κάτι καίγεται. Μάλλον το εθνικό πάρκο Peneda-Geres που λέγαμε να πάμε. Μυρίζει καμένο. Πυροσβεστικά πάντως δε βλέπω, σα να έχουν αφήσει τη φωτιά στη τύχη της. Τραβάμε ντουγρού στους καπνούς, θα περάσουμε από μέσα. Κωλώνουμε εμείς οι Έλληνες; Ρε μπας και γυρίσαμε στη πατρίδα και δεν το ’χω καταλάβει;
Αφήσαμε τους καπνούς πίσω μας. Η διαδρομή, ακόμα, καταπράσινη. Πευκοειδή και όχι μόνο. Στο βάθος καμένα. Γυρίσαμε τα ρολόγια μας άλλη μία ώρα πίσω. Κερδίσαμε μια ώρα, τι αστείο! Οι γυναίκες εννοούν να συζητάνε για κέρδη και χασούρες: «Στην Ισπανία θα χάσουμε μία ώρα» λέει η μία, «Στη Γαλλία θα ’ναι τα δύσκολα που θα χάσουμε άλλη μία» η άλλη. Κι’ άλλη φωτιά στο βάθος! Φωτιά και πυκνοί μαύροι καπνοί. Κι’ άλλη παρακάτω! Μα τι γίνεται; Η Πορτογαλία καίγεται! Πονάει η καρδιά μου.
Είχε νυχτώσει όταν φτάσαμε στο Amarante, κωμόπολη 60 χιλιόμετρα από το Porto, όπου βρήκαμε ξενοδοχείο. Τρεις ώρες ψάχναμε στο Porto και τα περίχωρά του και δεν υπήρχε δωμάτιο ούτε για δείγμα! Φαίνεται πως όλοι έχουμε έρθει στη Πορτογαλία! Να βάλουμε κι’ ένα χεράκι να σβήσουμε τις φωτιές… Το  Amarante είναι χτισμένο στα χαμηλά μιας καταπράσινης κοιλάδας. Κατεβαίνοντας βλέπαμε να λαμπυρίζουν στα γύρω βουνά πυροκόκκινα φαναράκια. Ο ξενοδόχός μας πάντως δεν έδειξε θορυβημένος. Όταν έμαθε πως είμαστε από Ελλάδα έδειξε να συμμερίζεται τα βάσανά μας με τη τρόικα γιατί, όπως είπε, την έχουν νοιώσει και αυτοί σκληρά στο πετσί τους. Ήταν ο πρώτος απ’ όσους μιλήσαμε στο ταξίδι που έκανε τέτοιο σχόλιο.
Τελικά το Amarante είναι όμορφο και δεν του φαινότανε! Έχει ενδιαφέροντα και καλοδιατηρημένα παλιά κτίρια, λιθόστρωτα σοκάκια, και ένα πανέμορφο ποταμάκι που το κόβει στη μέση, έχει πράσινο και δροσούλα. Η νύχτα γλυκιά. Περατζάδα στην ευχάριστη έκπληξη που λέγεται Amarante και τραπεζάκια έξω για φαγητό. Στο τελείωμα της μέρας ξεχάσαμε τη κούραση.

9/8 Τρίτη       

Μέρα αφιερωμένη στο Porto. Δημαρχείο – Camara Municipal, Praca da Liberdade και εμπορικό κέντρο, βόλτα στο πεζόδρομο Cais de Ribeira μέχρι τη γέφυρα Dom Luis I πλάι στον Rio Douro που διασχίζει τη πόλη, Praca da Ribeira στη καρδιά της πιο παλιάς γειτονιάς της πόλης, γεμάτη φαγάδικα, Igreja de Santo Ildefonso με τα azulezos, τα ονομαστά πολύχρωμα πλακάκια, καθεδρικός ναός - Se Catedral… ξεποδαριαστήκαμε! Το Πόρτο αναμφίβολα έχει χρώμα και στυλ. Τα azulejos καλύπτουν τους τοίχους παντού, από αξιοθέατα και εκκλησίες μέχρι μαγαζιά και κοινά σπίτια, δημιουργώντας χρωματική πανδαισία και δίνοντάς του ξεχωριστή γοητεία. Έχει και το υγρό στοιχείο, ποτάμι και θάλασσα, στην αγκαλιά του, έχει ζωή. Όμως τα σημάδια της κρίσης είναι εδώ, παντού, από τα εγκαταλειμμένα, τα ασυντήρητα και βρώμικα κτίρια μέχρι τα πρόσωπα των ανθρώπων του που θύμιζαν Αθήνα…
Περίμενα κάτι περισσότερο απ’ αυτή τη πόλη, δεν ξέρω τι, ούτε γιατί. Έφταιγε και η αφόρητη ζέστη, η βαριά ατμόσφαιρα απ’ τις φωτιές, το λευκό πέπλο που είχε καλύψει τον ορίζοντα και έπνιγε ματιά και διάθεση. Ίσως δεν έφταιγε το Πόρτο μα οι δικές μου αντοχές που μεγαλώνοντας δεν είναι αυτές που ήταν παλιά.
Οι Λουζιτανοί μοιάζουν μ’ εμάς. Είναι εξωστρεφείς και συμπαθείς, δείχνουν ζορισμένοι και να το παλεύουν, μα η κούραση δεν κρύβεται. Άνθρωποι τσαλακωμένοι με μια διάχυτη μελαγχολία. Μ’ άρεσε η μελαγχολία τους, δε μ’ άρεσε το τσαλάκωμά τους. Στο τιμόνι τα πηγαίνουν λίγο καλύτερα από εμάς, τηρούν λίγο περισσότερο τα σήματα της τροχαίας από εμάς, είναι λιγότερο μάγκες και πιο ευγενείς από εμάς.
Οι φωτιές καλά κρατούν, μία σβήνει άλλη ανάβει. Στη τι-βι είναι το πρώτο θέμα των ειδήσεων. Γυρνώντας πίσω στο ξενοδοχείο βλέπαμε τις εστίες διάσπαρτες μέσα στο δάσος. Θα περιδιαβούμε πάλι το Amarante να πάμε, λέει ο αρχηγός, νωρίς για ύπνο.


10/8 Τετάρτη

Κάθε μέρος που ταξιδεύω είναι πρώτα οι άνθρωποί του, αυτοί το ζουν, αυτοί το ξέρουν, αυτοί το έκαναν όπως είναι. Η ρεσεψιονίστ, η σπιτονοικοκυρά, ο σερβιτόρος, ο ταξιτζής, ο μαγαζάτορας, ο περαστικός στο δρόμο… Χωρίς επαφή μαζί τους το ταξίδι μού φαίνεται λειψό. Επιζητώ σε κάθε ευκαιρία αυτή την επαφή. Ένα χαμόγελο, ένα βλέμμα, μια πληροφορία, δυο λέξεις παραπάνω, μια κουβέντα… Η γλώσσα δεν είναι πρόβλημα. Όλοι την ίδια γλώσσα μιλάμε, οι λέξεις αλλάζουν. Αν κάπου διαφέρουμε είναι στο ότι κάποιοι διψάνε και κάποιοι άλλοι θεωρούν περιττό να ανοίξουν το στόμα τους. Απορώ μ’ αυτούς τους «μουγγούς» που μ’ ένα χάρτη στο χέρι, ή και χωρίς αυτόν, πηγαίνουν σα κουρδισμένοι, περίκλειστοι στη πανοπλία τους, στον αξιοθέατο προορισμό τους. Γιατί μπήκαν στο κόπο να έρθουν ως εδώ; Υπάρχει το ίντερνετ που’ χει και τού πουλιού το γάλα!… Ξενίστηκε λοιπόν η Μουτσουνίτσα μου, μού το’ πε, το είδα και στα μάτια της, όταν χτες στο Πόρτο ζήτησα τα φώτα από ένα νέο με σακίδιο στη πλάτη, ταξιδιώτη όπως εμείς, από την Αργεντινή παρακαλώ. «Μα τόσοι άνθρωποι, αυτόν βρήκες να ρωτήσεις;» με πήρε στο ψιλό. Μουτσουνίτσα συμπάθα με. Και διψασμένος, και αόμματος! Μερικές φορές, είναι αλήθεια, το παρακάνω.
Δώσαμε φιλάκια στο Amarante και φύγαμε νότια προς Aveiro. Η ατμόσφαιρα εξακολουθεί βαριά απ’ τις φωτιές. Χαλί πράσινο η διαδρομή με κατά τόπους μαύρες τούφες από τις φωτιές και αναδασωμένα κομμάτια. Διψασμένα δεντράκια μάς χαιρετούν στο διάβα μας.
Aveiro, αλλιώς η Βενετία της Πορτογαλίας, ή μάλλον ο φτωχός συγγενής της. Έχει πάντως ενδιαφέροντα σημεία και κάτι γαϊδουρογόνδολες να, με πολύχρωμες ναίφ ζωγραφιές.
Προχωράμε μεσόγεια από τον αυτοκινητόδρομο. Το κεφάλι μου βαρύ. η ατμόσφαιρα βαριά, ο ουρανός βαρύς. Πότε θα καθαρίσει;
Φτάσαμε στη Coimbra, τη τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Πορτογαλίας, γνωστή για το πανεπιστήμιό της, ένα από τα παλαιότερα στην Ευρώπη. Χαζεύω από το αυτοκίνητο. Σε πρώτη επαφή μού φαίνεται μια πόλη σα το Βόλο, κι’ ας μην έχει λιμάνι, πιο μεγάλη απ’ αυτόν και πιο απλωμένη. Αν σάς αρέσει ο Βόλος θα σάς αρέσει κι’ η Coimbra, εμένα μ’ αρέσει. Πρόλαβα μόνο μια φωτογραφία, το μπρούτζινο λιοντάρι με την επιγραφή LOUIS CAMOES, έτσι εις ανάμνησιν. Αποχαιρετάω τη Coimbra, μια πόλη που δεν είδα. 
Η διαδρομή συνεχίζει καταπράσινη. Ξέφωτα με αγροτόσπιτα, αποθήκες, ελιές και αμπέλια εναλλάσσονται με δάσος. Μπόλικα πευκοειδή. Εδώ το δάσος δείχνει κουρασμένο σα τους ανθρώπους. Τα δεντράκια διψάνε. Πάλι προς παραλία.
Nazare, γραφικό ψαροχώρι κατά τον οδηγό. Θέρετρο με πολυκατοικίες, μεζονέτες, ενοικιαζόμενα διαμερίσματα καρμπόν, και αρένα, ναι καλά διαβάσατε αρένα! Φοβηθήκαμε τον αφηνιασμένο ταύρο και φύγαμε για τη κοντινή επιβλητική παραλία Praia Nova με τη πλούσια χοντρόκοκκη χρυσοκίτρινη αμμουδιά και τα αφρισμένα κύματα του Ατλαντικού. Ο τρελλοέληνας ετοιμάστηκε για βουτιές και, τι σύμπτωση!, ήταν ίδιος με εκείνον που είχα «σώσει» πριν τρεις μέρες στη Praia de Catedrais, θυμάστε; μα δεν υπήρχε ψυχή στο νερό και τα κύματα βγάζανε φίδια! «Πατριώτη άστο καλύτερα… λυπήσου τους ξενέρωτους, μη τους δημιουργήσουμε κανένα ψυχικό λαλά…» τού είπα και με άκουσε. Έβρεξα τις πατούσες μου στο νερό ατενίζοντας το απέραντο γαλάζιο ως εκεί που το κατάπινε ο ουρανός.
Ξανά προς το νοτιά. Μασουλάμε τα χιλιόμετρα σα στραγάλια.
Obidos. Να ένα χωριό που αξίζει. Σα φωτογραφία. Σπιτάκια, καλντερίμια, βουκαμβίλιες, τείχη, θέα, χρώμα… Και μια έκπληξη: Η παλιά εκκλησία στα ριζά του κάστρου ήταν μέσα γουστόζικο βιβλιοπωλείο! Ομορφούλικο Obidos, θα μείνεις στις καρτ-ποστάλ της καρδιάς μου.
Απέχουμε μόνο 70 χιλιόμετρα από τη Λισσαβόνα και τα καλύτερα είναι μπροστά μας.
Ώρα 10, βράδυ. Ταξί από το ξενοδοχείο για Praca do Commercio και βόλτα στο κέντρο της πόλης. Φτάσαμε. Άνοιξα τη πόρτα και πάτησα στις μαρμάρινες πλάκες της πλατείας. Ζεστό και δροσερό μαζί αεράκι με συνεπήρε. Χωρίς να θέλω συγκινήθηκα. Κι' η Μουτσουνίτσα το ίδιο. Κοιταχτήκαμε. Είμαστε στη Λισσαβόνα των ονείρων μας!  Η πλατεία σκοτεινή μα γεμάτη κόσμο. Στο τοίχο του Ministerio da Justica που δεσπόζει στο χώρο, κάτι προβάλλονταν. Παιχνίδι με φως σε άσπρο - μαύρο και ρυθμική μουσική. Περπατήσαμε στη τετράγωνη αλάνα παρέα και αντίθετα με μαύρες φιγούρες. Στην άκρη της φως, τραπεζάκια έξω, γεμάτα κόσμο. Rua de Agusta, πεζόδρομος, τη φαντάστηκα κάτι σα τη δικιά μας Ερμού, και περπάτημα προς Chiado, τη νεανική πλευρά της πόλης – μα νοιώθαμε νέοι!, Rua Garret, café a Brasileira, Praca de Camoes. Χαμός! Κυρίως νεαρόκοσμος μα όχι μόνο, κυρίως τουρίστες μα και ντόπιοι. Αυτοσχέδια στημένα happenings στο δρόμο και μουσικές. Λίγο παραπάνω, προς Bairro Alto μεριά, ζωντανή μουσική, γλυκιά, «βραζιλιάνικη», στ’ αυτιά μου. Κοντοσταθήκαμε. Πάμε; Πάμε! Ένα παλιό κτίριο, στενή ξύλινη σκάλα που έτριζε για τον πάνω όροφο, ένα μεγάλο δωμάτιο όπου επικρατούσε το αδιαχώρητο, νέοι, μόνο νέοι στην ηλικία των παιδιών μας, άλλοι σε πάγκους άλλοι κατάχαμα καθισμένοι, ατμόσφαιρα μπουάτ μα όχι κατανυκτική – το αντίθετο – ζωντανή, δροσερή σα τα νιάτα, γέλια, κουβεντολόι, φλερτ, ατμόσφαιρα ερωτική πάνω απ’ όλα, και στο αυτοσχέδιο πάλκο δύο μουσικοί, νέοι κι’ αυτοί, βαθύ σοκολατί, μαλλιά μακριά ράστα, τού ενός πιασμένα κότσο πίσω σαν ουρά πετεινού, με μια κιθάρα κι’ ένα ντέφι τραγουδούσαν μπόσα νόβα, τι ακριβώς δεν ήξερα μα ήταν τόσο ωραία! κι’ εμείς εκεί, δίπλα στην είσοδο κι’ ένα βήμα παραμέσα, βρήκαμε όρθιοι μια γωνίτσα, σα τη μύγα μέσα στο γάλα, ποιοι είναι αυτοί; θ’ αναρωτιούνταν, μα γίναμε ένα, νοιώθαμε ένα, τίποτα δεν χωρίζει τους ανθρώπους αν οι ίδιοι το θέλουν, η μποέμ πλευρά της πόλης σε live, μιας πόλης αγαπησιάρικης. Πρώτη επαφή με τη Λισσαβόνα: Κεραυνοβόλος έρωτας!    

11/8 Πέμπτη

Λισσαβόνα όλη μέρα. Ποδαρόδρομος από Chiado μέχρι Alfama, τη παλιά πόλη, κι’ από Bairro Alto και Baixa, το νεώτερο κομμάτι της, μέχρι Belem, το λιμάνι. Στη σειρά: Miradouro de Santa Catarina (τα miradouros είναι σημεία σε ύψωμα - «παρατηρητήρια» της πόλης με θέα), Praca de Camoes με το άγαλμα του εθνικού τους ποιητή, café a Brasileira από τα τέλη του 19ου αιώνα με το πανέμορφο εσωτερικό, όπου σύχναζε ο Πεσσόα, Elevator de Santa Justa, Praca Rossio, Praca Figueira, Rua Agusta και οι τριγύρω δρόμοι του εμπορικού κέντρου, Se de Lisboa ο καθεδρικός ναός, Miradouros de Santa Lucia, με live fado!, και Portas de Sol, Castelo de Sao Jorge, και από την Alfama πίσω ξανά στη Praca Rossio, πρόχειρο φαγητό απέναντι από το Theatro D. Maria II, Av. da Liberdade μέχρι Parque Eduardo VII για ξεκούραση, ξανά πίσω στη Praca Figueira και τραμ για Belem, Monasteiro de Jeronimos, Padrao dos Descobrimentos το μνημείο φόρος τιμής στους θαλασσοπόρους, περατζάδα πλάι στον Rio Tajo ως το Torre de Belem, και πίσω Centro Cultural, Pasteis de Belem ο ονομαστός φούρνος με τα καλύτερα pasteis – γλύκισμα σφολιάτα με γέμιση κρέμα - στη Πορτογαλία, πράγματι εξαιρετικά, βραδινό δύο τετράγωνα πιο πέρα τι άλλο; μπακαλιάρο ψητό σε ελαιόλαδο με βραστές πατάτες σκορδάτες, επίσης εξαιρετικός, και ταξί πίσω για το ξενοδοχείο. Έβγαλε το πόδι μου φουσκάλα από το περπάτημα μα, αλήθεια λέω, θα περπατούσα άλλο τόσο. Και πόσα δεν είδαμε ή είδαμε επί τροχάδην, στο πόδι… Ήθελα κι’ άλλο!
Γοητευτική η Λισσαβόνα, έχει δύο πρόσωπα: Το ένα, αυτό της θλιμμένης κυρίας που έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι και αναπολεί περασμένα μεγαλεία, και το άλλο, τού ανέμελου δροσερού κοριτσόπουλου που ζει το τώρα σα να μην υπάρχει αύριο. Και οι δύο είναι έτοιμες να σού δοθούν αρκεί να το ζητήσεις.

         
12/8 Παρασκευή

Πρωινή βόλτα στη Sintra, το πάρκο και τα παλάτια της. 40 χιλιόμετρα από τη Λισσαβόνα, καταπράσινη, γραφική, τουριστική, πολύς κόσμος, μεγάλο μποτιλιάρισμα. Εδώ έχτισαν τα παλάτια – θερινές κατοικίες τους οι Πορτογάλοι βασιλιάδες. Πεζοπορική ανάβαση στο λόφο του πάρκου da Pena με το ομώνυμο παλάτι στη κορφή του, μια πανέμορφη διαδρομή μέσα από δρομάκια στους κήπους του πάρκου με δέντρα και φυτά απ’ όλο τον κόσμο, Castelo dos Mouros, Μαυριτανικό κάστρο του 10ου αιώνα με εκπληκτική θέα σε όλη τη περιοχή, και κάθοδος από τον ίδιο δρόμο.
Στο ψηλότερο προμαχώνα του κάστρου ήμουνα ο μεγαλύτερος. Τρεις νεαρές, Ισπανιδούλες, μού ζήτησαν να τις βγάλω φωτογραφία. «Gracias senior» με ευχαρίστησαν με πατρικό βλέμμα. Με έβλεπαν, και δικαιολογημένα, σα μπαμπά τους! Πού να ήξεραν εκείνες πώς τις έβλεπα εγώ! Μα όσο να’ ναι η ματιά τού άλλου σ’ επηρεάζει… Έπεσα τόσο, που βούτηξα από τις επάλξεις στο κενό!
Σ’ ένα τοίχο της Sintra οι ερωτευμένοι χαράζουν καρδούλες και όρκους παντοτινής αγάπης. Μέχρι να’ ρθουν ο σοβατζής κι’ ο μπογιατζής να τους καλύψουν. Και νέοι όρκοι, νέες υποσχέσεις πιο δυνατές, πιο αληθινές, πιο παντοτινές από τις προηγούμενες. Και πάλι το ίδιο βιολί. Ήθελα να’ ξερα, δεν έχουν καρδιά που αγαπάει αυτά τα μαστόρια;
Τα παλάτια της Sintra έχουν ενδιαφέρον μα μεγαλύτερο οι ιστορίες τους. Για παράδειγμα, διαβάζω, στο Palacio National, στο κέντρο της παλιάς πόλης, λείπει η τραπεζαρία γιατί οι βασιλιάδες έτρωγαν, όχι μόνο ότι και όταν, αλλά και, όπου τους έκανε κέφι! Κι’ εγώ προς στιγμή νόμιζα πώς δεν έτρωγαν… Κάτι άλλο: Το βασιλικό κρεβάτι είναι υπερβολικά κοντό. Όχι γιατί ήταν ζουμπάδες οι βασιλιάδες τους, αλλά γιατί κοιμόντουσαν καθιστοί επειδή πίστευαν ότι ξαπλωτοί είναι μόνο οι πεθαμένοι! Αν κάποιοι κοιμόντουσαν και όρθιοι, ο οδηγός δεν αναφέρει.
Και λίγα για τα μικρά των κοινών θνητών: Αγοράσαμε στη Πορτογαλία το μπουκαλάκι νερό από 20 λεπτά, στο σουπερμάρκετ, μέχρι 1,50 ευρώ, το πιο ακριβό στη Sintra. Αναμενόμενο από μια άποψη. Πώς να ξεχάσουν οι άνθρωποι τα βασιλικά μεγαλεία;
Μια μέρα πέρασε χωρίς αυτοκίνητο και χαρμανιάσαμε. Μετά τη Sintra δεν πήραμε το δρόμο της επιστροφής, μα αδράξαμε την ευκαιρία και ξεχυθήκαμε στον αυτοκινητόδρομο να πάρουμε τη τζούρα μας. Σα τους καβαλάρηδες του Τζέκις Χαν με τ’ άλογά τους, έτσι κι’ εμείς στ’ αυτοκινητάκι μας καβάλα, προσκυνάμε το θεό του ταξιδιού. Έχουμε γίνει άνθρωποι αυτοκινούμενοι! Νοιώθουμε πλέον πιο άνετα μέσα στ’ αυτοκίνητο παρά έξω. Αν μπορούσαμε να ξεμουδιάζουμε κατά ένα μαγικό τρόπο, θα τρώγαμε και θα κοιμόμαστε σ’ αυτό! Η πλάτη και τα κωλομέρια μας έχουν πάρει το σχήμα του καθίσματος, το νιονιό μας, όσο διαθέτουμε, χορεύει στο ρυθμό των αμορτισέρ, τα ψωμάκια μας το ίδιο. Αρχηγός μας και τιμόνι έχουν γίνει ένα, το ιδανικό ζευγαράκι, πλασμένοι ο ένας για τον άλλο. Δεν θα εκπλησσόμουν, ούτε θα ένοιωθα τη παραμικρή ανασφάλεια, αν έριχνε και κανένα υπνάκο στη θέση του οδηγού και το αυτοκίνητο συνέχιζε υπάκουο να πηγαίνει…
Βρουμ βρουμ λοιπόν και φτάσαμε στη Marfa, 25 μόνο χιλιόμετρα από τη Sintra – ούτε που θα’ πρεπε να το αναφέρω, με το εντυπωσιακό κτίσμα στη μέση της πλατείας που δεν ξέρουμε τι είναι.
Φύγαμε όπως ήρθαμε. Προς τα πίσω και Cabo de la Roca. Η βλάστηση έχει αλλάξει, μοιάζει με της πατρίδας, ψηλά δέντρα σπάνια, χωράφια με στάρια, αμπέλια, ελιές και αδιάφοροι αγροτικοί οικισμοί.
Φτάσαμε στο Cabo de la Roca, το δυτικότερο άκρο της Ευρώπης. Ανέκαθεν τα άκρα ήταν μαγνήτης για τους ανθρώπους, διψούσανε να πάνε πέρα απ’ αυτά. Για πολλούς αιώνες ο βράχος αυτός ήταν η άκρη του κόσμου. Πέρα από δω η απεραντοσύνη του άγνωστου, ανθρωποφάγοι θαλάσσιοι δράκοι και μαύρο χάος. Ανέκαθεν τα άκρα αποχαλίνωναν τη φαντασία μας. Το δικό μου Cabo de la Roca δεν έχει καμία σχέση με αυτό που είδα. Σμήνη Κινέζων τουριστών είχαν πέσει πάνω του όπως οι σφήκες στο ψοφίμι, να το κατασπαράξουν! Φύγαμε άρον άρον.
Σειρά είχαν το Cascais, κάτι σα Γλυφάδα, και το Estoril, κάτι σα Καβούρι, αμφότερα παραθαλάσσια θέρετρα της καλής κοινωνίας της Λισσαβόνας. Τα μυρίσαμε απλώς απ’ τ’ αυτοκίνητο δίχως να σταματήσουμε.
Επιστροφή στο ξενοδοχείο και από εκεί με ταξί στο κέντρο για φαί και βόλτα.
Δύο λόγια για τους ταξιτζήδες της θλιμμένης κυρίας, γνωρίσαμε έξι τον αριθμό: Ομιλητικοί, κάποιοι πολυλογάδες, κουτσομιλάνε εγγλέζικα, και, πέρα από τις συνηθισμένες – υποθέτω – ερωτήσεις των τουριστών, δεν διστάζουν να μιλούν επί παντός, και επί προσωπικού, ένας μάλιστα μάς είπε «…Για μένα τέλος οι γυναίκες. Σημασία έχει μόνο το meditation

13/8 Σάββατο

When I fall in love it will last forever παίζει το ραδιόφωνο και δε μπορεί να’ ναι σύμπτωση, για τη Λισσαβόνα μιλάει. Περνάμε τη μεγάλη γέφυρα του Τάγου καθώς βλέπω τη πόλη πίσω μου να απομακρύνεται. Το ραδιόφωνο το βιολί του, λες κι’ είναι βαλτό: Everytime we say goodbye. Και μου ’ρχεται να βουρκώσω! Φεύγω από τη Λισσαβόνα ερωτευμένος με αίσθηση ανικανοποίητου και λύπης, όχι επειδή αφήνω μια γυναίκα γοητευτική – πάντα υπάρχει ένα τέλος, αλλά γιατί νοιώθω ότι αυτές τις δύο μέρες που έζησα κοντά της δεν έκανα όσα θα μπορούσα και ήθελα να κάνω. Να τριγυρίσω στα σοκάκια της που δεν τριγύρισα, να γευτώ τα φαγητά της που δεν έφαγα, να ανακαλύψω τις κρυφές γωνιές της, αυτές που κάθε πόλη κρατάει ζηλότυπα καλά κρυμμένες από τους τουρίστες και ξέρουν οι ντόπιοι, που δεν ανακάλυψα, να δω τα’ αξιοθέατά της που δεν είδα, ν’ ακούσω τις μουσικές της που δεν άκουσα. Είναι που το ξενοδοχείο μας ήταν μακριά από το κέντρο, οι αδικαιολόγητα βιαστικές και υπό πίεση επιλογές, οι διαφορετικές προτεραιότητες και θέλω του καθένα, οι διαφορετικές αντοχές… Αλλά αυτά ισχύουν για όλο το ταξίδι, ήταν γνωστά, τα ήξερα κι’ αν δεν τα ήξερα τα υποψιαζόμουνα, απλά στη Λισσαβόνα με πόνεσαν. Σε πρώτη ευκαιρία θα επιστρέψω.
Προχωράμε ανατολικά προς Evora. Μποτιλιάρισμα. Βγήκαμε από τον αυτοκινητόδρομο. Δρόμος επαρχιακός όλα σαμαράκια. Να και τα φελλόδεντρα, ένα είδος βελανιδιάς, από το φλοιό του οποίου βγαίνει ο φελλός. Τα κακόμοιρα, έτσι όπως είναι απογυμνωμένος ο κεραμιδί κορμός από το φλοιό μοιάζουν σα ξεβράκωτα!
Ο φελλός είναι το εθνικό προϊόν της Πορτογαλίας. Μαζί με τον μπακαλιάρο και τις σαρδέλες Lucas - πεντανόστιμες! Να άλλο ένα κοινό που έχουμε με τους Πορτογάλους: Κι' εμείς βγάζουμε μπόλικους φελλούς. Κι' όχι μόνο βγάζουμε μα και τους ψηφίζουμε! οι Πορτογάλοι δεν ξέρω.
Όμορφη, γλυκιά και ήσυχη η Evora. Περπατήσαμε τα γραφικά σοκάκια, χαζέψαμε τα κάλλη της. Θα ξαναρχόμουνα.
Χρυσοκίτρινη πεδιάδα. Καθόλου δέντρα. Στάρια και καλαμπόκια, που και που κάνα δυο αγελάδες. Τραβάμε προς Requengos de Monsaraz.
Φτάσαμε με τα πεπονάκια μας τα ωραία. Requengos ή Κυκλάδες, το ίδιο κάνει. Κυκλάδες με κεραμίδια, δίχως θάλασσα, μόνο μια λίμνη στο βάθος του ορίζοντα υπενθυμίζει το υγρό στοιχείο. Λιοπύρι, 38 βαθμούς δείχνει το θερμόμετρο, ψήνεις αυγό στη πέτρα. Τριγύρω καφεκίτρινο χαλί με πιτσιλιές ελαιόδεντρα. Ησυχία. Απαθανάτισα και τους ευτυχισμένους αυτού του κόσμου, εν προκειμένω του Requengos, στα ριζά του κάστρου.
Έρημη Povoa St. Miguel. Όλοι έχουν μεσημεριανή σιέστα!
Έρημα Moura, χωριουδάκι δίπλα στα σύνορα, κι' εδώ η σιέστα καλά κρατεί. Πηγαίνουμε νότια, παράλληλα με τη συνοριογραμμή. Όπου να' ναι θα περάσουμε ξανά στην Ισπανία. Με μουσική Ελλάδας: Χειμερινοί κολυμβητές! Τι άλλο; Το είπαμε, είναι το soundtrack του ταξιδιού. Αυτό που δεν είπαμε είναι ότι ο επίζηλος τίτλος του φρούτου του ταξιδιού ανήκει δικαιωματικά στο πεπόνι. Σε κάθε ευκαιρία αναζητούμε πεπόνια στα σουπερμάρκετ. Μάς αρέσουν. Τα σουπερμάρκετ δεν συγκαταλέγονται στα αξιοθέατα του ταξιδιού, θα μπορούσαν όμως. Κι' αυτό κυρίως χάρη στη πεπονοαγάπη μας.
Από το πάρκο στη Μυροβόολο το μηχανάκι αστράφτει στον ήηλιοοο… η φωνή του Μπακιρτζή μ' έχει στοιχειώσει, θα κάνω τουλάχιστον μία δεκαετία να τον ξανακούσω. Τώρα τραγουδάει όταν θα ρθει το Καλοκαίρι… και σε λίγο θα χτυπήσει 40άρι! Άρχισα να έχω παραισθήσειςΏπα, και πάλι ώπα!
Ελιές, μόνο ελιές. Αποχαιρετάμε τη Πορτογαλία με εικόνες Ελλάδας.
Ανδαλουσία, 155 χιλιόμετρα για Sevilla.
Παλιά μου τέχνη κόσκινο: Θα ξαναρχίσω τις «διαπραγματεύσεις» με τους ξενοδόχους. Τι ωραία που ήμουνα αραχτός τρεις μέρες τώρα! Στα πορτογαλικά πάντως έδωσα ρέστα: ντο πορτουγκέζου εδωσάου ρέστου. Ξανάρθε η ώρα των Ισπανικών
Σεβίλλη. Ευτυχώς βρήκαμε ξενοδοχείο πολύ κοντά στο κέντρο της πόλης.

14/8 Κυριακή

Λούζεται η αγάπη μου στον Γουαλδακιβίρ Φλογερή Σεβιλλιάνα σε είχα ξεχάσει, 40 χρόνια πέρασαν από τότε. Και τώρα ξανά μαζί να θυμηθώ τις ομορφιές σου, να χαρώ τα κάλλη σου. Και συ με ξέχασες. Το κατάλαβα από τη πρώτη στιγμή που σε είδα χτες το βράδυ να μοιράζεσαι απλόχερα την αγκαλιά σου με κάθε περαστικό. Μα δε με νοιάζει. Περαστικός είμαι και γω, μια νύχτα μόνο
Κοιμήθηκα σα πουλάκι σε κρεβάτι - πλατεία και πρωινό τρεχαλητό σε Plaza de Espana, Real Alcazar, Catedral y Giralda, Barrio de Santa Cruz - την Εβραϊκή συνοικία με τα δαιδαλώδη σοκάκια της  δεκάδες εικόνες, πανέμορφες. Αποχαιρέτησα τη ξελογιάστρα Σεβίλλη μ' ένα καυτό φιλί.
Καταμεσήμερο, ο ήλιος καίει. Carmona κι' από κει ανατολικά για Granada. Πεδιάδα, απέραντα χωράφια. Τοπίο φαρ-ουέστ. Να κι' ένας καβαλάρης με το σομπρέρο του. Καλπάζει. Καλπάζει κι' ο αρχηγός μας με το καθαρόαιμο, μα ο δρόμος έχει σαμαράκια κι' οι νεφραμιές μας υποφέρουν, άσε που δε μπορώ να γράψω. Λέτε να το κάνει επίτηδες;
La Roda de Andalusia. Κάτι θα πρέπει να υπάρχει εδώ και δεν το βλέπουμε, ο χάρτης το δείχνει αξιοθέατο. Η Μουτσουνίτσα βλέπει στο βάθος του ορίζοντα τον Δον Κιχώτη να έρχεται προς το μέρος μας. Πίσω του σύννεφο σκόνης. Από μέσα ξεπροβάλλει ο πιστός Σάντσο καβάλα στο γαϊδουράκι του. Μάς πλησιάζει και ανεβάζει το κάλυμμα της περικεφαλαίας του. «Τι ψάχνετε;» Ούτε πού ξέραμε. Δυο φλογισμένα μάτια που πέταγαν σπίθες, πρόσωπο ηλιοκαμένο με βαθιές τις χαρακιές του χρόνου. «Μήπως είδατε τη Δουλτσινέα μου;» συνέχισε. Μα εμείς δε ξέραμε ούτε τι ψάχναμε ούτε σπανιόλικα, λίγα φραγκολεβαντίνικα μόνο κι' αυτά με το ζόρι. Τι να τού λέγαμε; Η Μουτσουνίτσα μου τον θυμάται να ξεμακραίνει αργά και να χάνεται. Η πανοπλία του λαμπύριζε στον ήλιο.
Πηγαίνουμε προς Granada. Ελιές, μόνο ελιές και μακριά βουνά. Θεόξερα βουνά με ανεμογεννήτριες.
Είμαι θυμωμένος με τον εαυτό μου. Γιατί ήρθαμε στη Γρανάδα και δεν θα δούμε το σύμβολο της πόλης με τα αραβουργήματα, το ανάκτορο της Αλάμπρα. Είναι σα να ερχόμασταν από τη Γρανάδα στην Αθήνα και να μη βλέπαμε τον Παρθενώνα. Από το ταξίδι μου στην Ισπανία πριν 40 χρόνια δύο χαράχτηκαν στη μνήμη: Ένα φλαμένγκο στη Σεβίλλη και η Αλάμπρα. Και το φλαμένγκο, λόγω τρεχαλητού αλλά και ότι απευθύνεται σε ειδικά γούστα, πες δε βγαίνει. Αλλά η Αλάμπρα; Κι' όμως. Έχουν εξαντληθεί τα εισιτήρια! Λόγω περιορισμένου χώρου στο μνημείο, κάθε μέρα διατίθεται περιορισμένος αριθμός. Έπρεπε να είχαμε φροντίσει λίγες μέρες πριν να τα κλείσουμε μέσω ίντερνετ. Μα, ακόμα κι' αν το ξέραμε, πώς να τα κλείναμε όταν δεν ξέραμε πότε θα είμαστε στη Γρανάδα; Είμαι θυμωμένος με τον εαυτό μου που δεν το έψαξα. Που επαναπαύτηκα στο «όπως βγει» ενώ ψυχανεμιζόμουνα πως κάποια δεν έβγαιναν. Είμαι θυμωμένος που άφησα στη τύχη αυτά που ήθελα. Γιατί σα να ήρθα στην Αλάμπρα για να λέω ότι ήρθα. Είμαι θυμωμένος γιατί βολεύτηκα με τ' ασήμαντα και φύγαν τα σημαντικά μέσα απ’ τα χέρια μου, υπερβάλλω μα έτσι είναι. Είμαι θυμωμένος με τον εαυτό μου μόνο και με κανέναν άλλον.

15/8 Δευτέρα

Καινούργια μέρα καινούργια διάθεση. Ωραίος περίπατος στο περιβάλλοντα χώρο του ανάκτορου και σε κάποια από τα αξιοθέατα. Οι αθεόφοβοι, 20 ευρώ το parking μαύρα!
Πηγαίνουμε στην Αραβική συνοικία Albayzin. Plaza de San Nicolas με πανοραμική θέα στην Αλάμπρα και φλαμένγκο live! Φλαμένγκο live είχαμε και χτες βράδυ περπατώντας στους δρόμους της πόλης. Η μαγεία της στιγμής.
Jaen καταμεσήμερο, μια πόλη από το αυτοκίνητο. Τραβάμε ξανά δυτικά προς Cordoba. 90 χιλιόμετρα ακόμα. Πάμε, πάμε… Κουράστηκα, βαρέθηκα το αυτοκίνητο. Θέλω να γυρίσω για να ξαναφύγω.
Το ραδιόφωνο παίζει Joao Gilberto και ευωδιαστό αεράκι φυσάει από το aircondition αλλάζοντας τη διάθεσή μου. Σαμαράκια. Αχ να βρισκόταν στο διάβα μας ένα μεγάλο, κι’ απ’ το ντουντούνισμα ν’ ανοίξει διάπλατα η σκεπή που δεν ανοίγει και να εκτοξευτώ, να φύγω παρέα του.
Η Μουτσουνίτσα τον έχει πάρει. Άλλο δέντρο από ελιά δεν υπάρχει εδώ. Είμαι βέβαιος πως ο αρχηγός μας θα νοσταλγεί τη πράσινη πανδαισία των βουνών.
Φτάσαμε Cordoba νωρίς απόγευμα και καπαρώσαμε δωμάτια στο πρώτο ξενοδοχείο που ρώτησα. Αυτό που κάνουμε πάντα. Δεν υπάρχει όρεξη για ψάξιμο από κανένα, ούτε από μένα, και να σκεφτείτε πως η σημερινή μέρα ήταν ξεκούραστη σε σχέση με προηγούμενες. Τέρμα οι «διαπραγματεύσεις».
Το βράδυ μυρίζομαι κινέζικο.

16/8 Τρίτη 

Καινούργια μέρα καινούργια διάθεση, αλήθεια! Σήμερα όλα μού φαίνονται διαφορετικά, ο αέρας της Cordoba φαίνεται μου ’κανε καλό. Α να μη ξεχάσω: Ανακαλώ και ανασκευάζω τα χτεσινά και προχθεσινά ως λεγόμενα εν βρασμώ. Ήμουν μεροληπτικός, υποκειμενικός, υπερβολικός, καταθλιπτικός, ακραίος, ο γνωστός παλιοχαρακτήρας που ξέρετε. Κοιτάζω το πλάνο του ταξιδιού. Σε πόσα μέρη πήγαμε, πόσα περάσαμε! και σε πόσα ακόμα απομένει να πάμε! Δεν είναι κι’ άσχημα! Πρέπει όχι μόνο να είμαι ευχαριστημένος, να νοιώθω προνομιούχος! Έτσι είναι. Άλλοι δεν μπορούν να πάνε μια μέρα λίγα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι τους, κι’ εγώ ο αχάριστος γκρινιάζω. Θα πέσει φωτιά να με κάψει… 
Η αλλαγή στη διάθεσή μου ξεκίνησε χτες βράδυ. Είχαμε πάει που λέτε στο κινέζικο που μυριζόμουνα. Στο μαγαζί δεν υπήρχε ψυχή, τού κάναμε σεφτέ. Ωραία, ησυχία! είπαμε, απολαμβάνοντας τη δροσιά του κλιματιστικού και τη - συνηθισμένη στα κινέζικα - γουστόζικη ντεκορέισον του μαγαζιού, όταν είδα μπροστά μου ένα κινέζο. Και μετά κι’ άλλον, κι’ άλλον… κινέζοι, κινέζες, κινεζάκια. Δε μπορεί, κάνουν πουλάκια τα μάτια μου, σκέφτηκα, μα ήταν αλήθεια. «Πλακώσαν οι κινέζοι!» ξεφώνησα ενθυμούμενους αυτούς στο Cabo de la Roca και πήγα να τη κάνω, μα με συγκράτησε ο αρχηγός που ήθελε κινέζικο. Σε λιγότερο από ένα λεφτό είχε γεμίσει το μαγαζί κινέζους! Και να μιλάνε όλοι μαζί… Τη νεκρική ησυχία διαδέχτηκε η χάβρα. Τι κάζο κι’ αυτό! Οι κινέζοι λοιπόν, δεν το ήξερα, τρώνε πολύ γρήγορα. Απορώ, τόσο γρήγορα που τρώνε, πώς δεν τους πέφτει το φαί απ’ τα ξυλάκια, είναι πολύ καταφερτζήδες! Αλλά τρώνε λίγο. Για να καταλάβετε τι εννοώ, αρχίσαμε μαζί, αυτοί φάγανε, φάγανε και το φρούτο τους, σηκώθηκαν, φύγανε, κι’ εμείς συνεχίζαμε ακόμα να τρώμε λες κι’ είχαμε ταινία! Εμείς ανοίξαμε το μαγαζί, εμείς το κλείσαμε. Η σερβιτόρα έτριβε τα χέρια της από ικανοποίηση. Τι πελάτες! Θα ’ναι μέρες νηστικοί…  
Μετά από τέτοια γαστριμαργική πανδαισία πώς να μη φτιάξει η διάθεσή μου; Η βραδινή βόλτα όμως στο ιστορικό κέντρο της πόλης ήταν όλα τα λεφτά, εξυπακούεται μετά το κινέζικο. Ανήμερα δεκαπενταύγουστο περιφέρουν εν πομπή τη Παναγία, σαν επιτάφιο, συνοδεία μπάντας. Τύχαμε αυτόπτες μάρτυρες της σκηνής μέσα στα σοκάκια της Εβραϊκής συνοικίας La Juderia! Ένας «επιτάφιος» στολισμένος υπερπαραγωγή, σαν τανκ, που τον σήκωναν τουλάχιστον δέκα κρυμμένοι - φαίνονταν μόνο τα πόδια τους - νοματαίοι, και από πίσω εν πομπή παπάδες, παπαδοπαίδια, λαϊκοί με τα καλά τους, άντρες και γυναίκες, φορώντας περιδέραια και καπελίνα, πολυπληθής μπάντα παιανίζουσα και πλήθος κόσμου. Από τη μια ο αργός βηματισμός της πομπής και το «πένθιμο» παιάνισμα, κι’ από την άλλη η κοσμική εκδήλωση, ευκαιρία για κοινωνικές συναναστροφές, και το χαρούμενο εν τέλει ταρατατζούμ δημιουργούσαν σκηνικό σουρεαλιστικό! Εικόνες μοναδικές, ανεπανάληπτες, που μένουν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη.
Σήμερα με το φως της μέρας περιηγηθήκαμε ξανά το ιστορικό κέντρο της πατρίδας του Σενέκα: Mesquita, το καμάρι της πόλης, το μεγαλύτερο τέμενος στο δυτικό κόσμο και χριστιανικός ναός σε ένα, γοητευτικό χαρμάνι πολιτισμών - όπως άλλωστε όλη η Ανδαλουσία, Catedral, Puerta και Puente Romano πάνω από τον Γουαλδακιβίρ, La Juderia
Αφήσαμε την Ανδαλουσία και πηγαίνουμε βόρεια προς Καστίλλη λα Μάντσα και Toledo. Από τις τρεις Ανδαλουσιανές κυρίες πιο φλογερή η Σεβίλλη, πιο απέριττη ομορφιά η Κόρδοβα, τρίτη η νεανική Γρανάδα γιατί αρνήθηκε τον έρωτά μου…
Έχουμε τέσσερις μέρες ν’ αγοράσουμε πεπόνι, το τελευταίο ήταν στη Πορτογαλία, και άρχισε το στερητικό. Το θυμήθηκα γιατί στο δρόμο υπαίθριοι μανάβηδες πουλάνε πεπόνια μα δε σταματήσαμε. Φαίνεται δεν ήταν της προκοπής.
Τοπίο ίδιο και απαράλλακτο. Ελιές και πάλι ελιές. Που και που λίγα αμπέλια. Ο αρχηγός μας μάς έχει πεθάνει στο χασμουρητό, η συνοδηγός μας ρωτάει μα απάντηση δεν παίρνει, η Μουτσουνίτσα έχει γλαρώσει. Consuegra. Θα ψάξουμε να κοιμηθούμε; Όχι βέβαια! Από δω πέρασε πριν από μας ο ιππότης της Mancha! Αυτός που συναντήσαμε πριν λίγες μέρες! Εδώ βρίσκονται και οι ανεμόμυλοί του! Τους επισκεφθήκαμε. Ρώτησα, μα δεν έμαθα αν βρήκε τη Δουλτσινέα του.
Φτάσαμε Toledo.

17/8 Τετάρτη

Toledo η πόλη του El Greco. Πρώτη επαφή χτες το απόγευμα. Την θυμήθηκα. Η παλιά πόλη μια καστροπολιτεία, καλντερίμια, στενά σοκάκια, παλιά κτίρια καλοδιατηρημένα, μαγαζιά με σουβενίρ, πολύ χρώμα, πολλοί τουρίστες. Οι Ισπανοί, σε αντίθεση μ’ εμάς, ξέρουν να πουλάνε το τουριστικό προϊόν τους, χαρακτηριστικό δείγμα το Τολέδο. Iglesia de San Tome με τον περίφημο πίνακα του Greco «η ταφή του κόμητα Οργκάθ» και βόλτα στα σοκάκια: Sinagoga de El Transito, Catedral Primada, Plaza Zacodover, Puente de Aclandara στον Rio Tajo, και για βραδινό cervezaria El Trebol, ένα μαγαζάκι όπου συχνάζουν ντόπιοι κρυμμένο πίσω από την πολύβουη Plaza Zacodover. Τάπας, τα Ισπανικά μεζεδάκια, και μπύρα. Ό, τι πήραμε ήταν εξαιρετικό. Το καταευχαριστηθήκαμε.
Ήταν μία από τις λίγες φορές  που το ψάξαμε και γευθήκαμε τοπικές γεύσεις σε μαγαζί που συχνάζουν ντόπιοι, το τελευταίο είναι το ασφαλέστερο κριτήριο για το ποιόν του μαγαζιού. Συνήθως τρώμε για να χορτάσουμε… Το φαγητό, το τι, πού, και πώς τρώνε είναι κομμάτι της κουλτούρας των ανθρώπων όπως τα μνημεία τους, οι πόλεις τους, τα ήθη και έθιμά τους, και αναπόσπαστο μέρος του ταξιδιού. Ταξίδι χωρίς μυρουδιά τοπικής κουζίνας δεν λέει.
Το πρωί επισκεφθήκαμε τα Museo de El Greco και Catedral Primada, αμφότερα άκρως ενδιαφέροντα με έργα του Greco και πολλά άλλα. Φύγαμε από το Toledo μεσημεράκι.
Γράφω μέσα στο αυτοκίνητο όπως συνήθως, αυτή τη φορά θα έχω μπόλικο χρόνο στη διάθεσή μου αφού ToledoBarcelona είναι 800 χιλιόμετρα. Λέμε να διανυκτερεύσουμε πριν τη πρωτεύουσα της Καταλονίας για να μοιράσουμε τη διαδρομή μέχρι τη Γαλλία.
Ο αρχηγός κάποια στιγμή εξέφρασε παράπονο, εγώ τουλάχιστον σα τέτοιο το εξέλαβα, ότι δεν μιλάμε. Έχει δίκιο. Θα μπορούσαμε να μιλάμε περισσότερο, τύχαμε βλέπετε κι’ οι δύο ολιγομίλητοι. Τι να πούμε όμως; Το ταξίδι μιλάει από μόνο του! 17 ολόκληρες μέρες τώρα. Εμένα ενδιαφέρει, στο λιγοστό συνήθως χρόνο που έχω στη διάθεσή μου, να καταγράψω εικόνες, σκέψεις, συναισθήματα. Στην ατάκα, μη πετάξουν και φύγουν! Να πω την αλήθεια μου, σωστή ή λάθος δεν ξέρω, ξέρω πως είναι από καρδιάς. Η Μουτσουνίτσα μου πάντως είναι, για τα στάνταρ της, υπερ-ομιλιτική. Το ίδιο νομίζω κι’ η συνοδηγός μας. 
Πηγαίνουμε βορειοανατολικά. Ήδη περάσαμε έξω από τη Μαδρίτη. Αυτή από μόνη της είναι ένα ξεχωριστό ταξίδι. Χειμερινοί κολυμβητές στο σιντι. Απαράλλακτο και το τοπίο, χρυσοκίτρινη πεδιάδα, ελιές… Α τώρα βλέπω και ηλιοτρόπια. Ο ανέφελος ουρανός των προηγούμενων ημερών απόκτησε συννεφάκια. Σα ζαλισμένα πηγαίνουν… ωραία είναι! Λοξοδρομήσαμε για Siguenza. Δεν ξέρω τι έχει εκεί. Στροφές. Σταματάω προς το παρόν το γράψιμο γιατί ζαλίζομαι.
Siguenza λοιπόν, μια γραφική πόλη με κάστρο και ξενοδοχείο εντός του. Σ’ αυτά τα μέρη, όπως θα’ χετε καταλάβει, όλες οι πόλεις, τουλάχιστον αυτές που ο χάρτης επισημαίνει ως αξιοθέατες, είναι γραφικές και έχουν κάστρο. Όλες χωρίς παραφωνίες, πολεοδομικές αυθαιρεσίες και ασχήμιες, όλες καθαρές, με παλιά καλοδιατηρημένα κτίσματα και νέα εναρμονισμένα με τα παλιά στο ίδιο χρώμα και ύφος, όπως, για παράδειγμα, αυτή που είμαστε τώρα. Και να σκεφτείτε πως δεν είναι κι’ από τις πρώτες στη τουριστική βιτρίνα… Η αναπόφευκτη σύγκριση με τα δικά μας μόνη θλίψη μπορεί να προκαλέσει. Κάπως έτσι εξηγείται το ότι η Ισπανία είναι κορυφαίος τουριστικός προορισμός παγκοσμίως.
Συνεχίζουμε βορειοανατολικά. Η συνοδηγός μας μελετάει τα ψώνια: «Να βρίσκαμε ένα εμπορικό κέντρο να ψωνίζαμε…», ο αρχηγός δεν απαντά, η Μουτσουνίτσα σιωπά.
Medinaceli, άλλη μία γραφική πόλη σαν την προηγούμενη. Σε λίγο θα μού φαίνονται όλες ίδιες! Σα να τρώμε χρόνο! Φύγαμε χωρίς να κατεβούμε απ’ τ’ αυτοκίνητο. Πάμε στην ίδια κατεύθυνση, προς Zaragoza.
Έχουμε πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Η επιστροφή από τη φύση της έχει κάτι μελαγχολικό.
Χαμηλά γυμνά βουνά. Ο δρόμος σχίζει στα δύο τα σωθικά τους. Οριζόντιες επάλληλες κιτρινοκόκκινες στοιβάδες. Χολή και αίμα.
Έλεγα για τη μελαγχολία της επιστροφής. Είναι ωραία η μελαγχολία, πρωτοξάδερφο της ευαισθησίας. Στο σι ντι «κλασσική» μουσική, γιατί τη λένε έτσι ουδέποτε κατάλαβα. Μουσική, μόνο. Ιδανική για μελαγχολικό απόγευμα.
Κοκκινόχωμα και υποτυπώδης βλάστηση που θυμίζουν καουμπόικα.
Η πεδιάδα τέλειωσε. Από δω και πέρα μόνο βουνά. Το κόκκινο έδωσε τη σκυτάλη στο γκρίζο.
Έχουμε περάσει στην Αραγονία και είμαστε έξω από τη Zaragoza. Ο αρχηγός ψάχνει εναγωνίως εμπορικό κέντρο να κατουρήσουμε. Αλλά και η επιθυμία της συνοδηγού είναι διαταγή γι’ αυτόν. Και πολύ σωστά. Τι άλλο καλύτερο θα μπορούσαμε να κάνουμε δηλαδή έτσι όπως είμαστε μπαϊλντισμένοι τόσες ώρες μέσα στ’ αυτοκίνητο από το να το ρίξουμε στα ψώνια; Ώρα για shopping!
Τζίφος το καρπούζι! Το εμπορικό κέντρο που σταματήσαμε ήταν έρημο! Ελάχιστα μαγαζιά ήταν ανοιχτά. Και τούτο επειδή, όπως μού εξήγησε ένας ομιλητικότατος πωλητής, μεταστεγάστηκε σε άλλο. Μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας. Και τώρα τι θα κάναμε; Πώς θα εκπληρώναμε, ως οφείλουμε, το καταναλωτικό μας καθήκον; Κάναμε τόσες χιλιάδες χιλιόμετρα για να μη ψωνίσουμε; Να μη πολυλογώ, κάπως βολέψαμε το πράμα με τα εναπομείναντα ανοιχτά μαγαζιά. Και φύγαμε ικανοποιημένοι μεν, με αίσθημα πικρίας δε –εγώ τουλάχιστον – γιατί δεν αξιοποιήσαμε τον – καταναλωτικό – χρόνο μας κατά το καλύτερο δυνατό…
Πηγαίνουμε ανατολικά προς Lleida, άλλα 150 χιλιόμετρα, όπου και σκοπεύουμε να διανυκτερεύσουμε.
Και ολίγα περί κρίσης στην Ισπανία: Σύμφωνα με τον ομιλητικότατο πωλητή που σας είπα, τα πράματα εδώ χρόνο με το χρόνο πηγαίνουν προς το καλύτερο. Ο κόσμος αρχίζει να νοιώθει ασφαλής και ξοδεύει ξανά, η αγορά κινείται, η ανεργία, παρότι βρίσκεται ακόμα σε πολύ ψηλά επίπεδα – ιδίως στους νέους, μειώνεται αργά μα σταθερά. Οι μισθοί δεν έχουν μειωθεί, μοναχά στο δημόσιο κόψανε τα δώρα μα τώρα τα επαναφέρουν. Σα πολύ ωραία ακούγονταν τα λεγόμενά του στ’ αυτιά μου… Πάντως είναι αλήθεια ότι στις πόλεις δεν είδαμε τα λουκέτα που βλέπεις στην Αθήνα. Άστεγους είδαμε κι’ αυτοί μετρημένοι στα δάχτυλα. «Στην Ελλάδα πώς τα πάτε;» με ρώτησε. Τού απάντησα. «Οι κυβερνήσεις σας τι κάνουν;» Τού απάντησα. «Γιατί δεν λένε την αλήθεια;» Τού απάντησα. «Δεν αρέσει στο κόσμο η αλήθεια;» συνέχισε απτόητος. Αυτός ο πωλητής ήταν χειρότερος από μένα, με πέθανε στις ερωτήσεις! Έκανα πώς δεν άκουσα. Τον ευχαρίστησα για τη συζήτηση και τον αποχαιρέτησα. 

18/8 Πέμπτη

Η Lleida βρίσκεται στη Καταλονία πολύ κοντά στα σύνορα με την Αραγονία. Θα μπορούσε να ήταν μια νέα γυναίκα, μελανούρι με αδρά χαρακτηριστικά. Θα φορούσε στο κεφάλι μαντίλα και στο κορμί αραχνοΰφαντο λουλουδιαστό φόρεμα ν' άνθιζαν από μέσα οι καμπύλες της. Θα μίλαγε σπαστά ισπανικά με γαλλοαραβική προφορά. Θα έβγαινε τ' απογεύματα βόλτα στη γειτονική πλατεία κοντά στο ξενοδοχείο μας. Θα κάθονταν στο ίδιο πάντα παγκάκι που έχει ποτίσει από το άρωμά της, και τα παιδάκια της θα έπαιζαν στο πλακόστρωτο. Η Lleida θα μπορούσε να υπόσχεται πολλά μα δεν υπόσχεται απολύτως τίποτα. Ξέρει ν' ανάβει τη φαντασία των αντρών και να τη σβήνει την ίδια στιγμή. Ξέρει πώς ο καλύτερος τρόπος να τηρήσει τις υποσχέσεις της είναι να μην υποσχεθεί ποτέ. Και με το σούρουπο θα μάζευε τα παιδάκια της και θα χάνονταν σαν αερικό στα σκοτεινά καντούνια της παλιάς πόλης.
Δεν θα είχα κάτι παραπάνω να πω για τη πόλη όπου περάσαμε το βράδυ μας, αν δεν συνέβαινε κάτι που ισοδυναμεί με το πρώτο λαχνό του λαχείου: Αφού τακτοποιηθήκαμε στο ξενοδοχείο βγήκαμε ως συνήθως να βρούμε κάπου να βάλουμε κάτι στο στόμα μας. Μετά από ολιγόλεπτο υγιεινό περίπατο ο οποίος, ως γνωστό, ανοίγει την όρεξη, φτάσαμε στη φαγαδογειτονιά της πόλης. Τότε συνέβη το εξής εκπληκτικό: Εμείς, οι ορκισμένοι κρεατοφάγοι, απ' όλα τα φαγάδικα βρήκαμε να κάτσουμε στο μοναδικό vegeterian φαγάδικο της πόλης με τις μίνιμαλ bio-μερίδες! Σπεύδω να αποποιηθώ κάθε ευθύνη. Η επιλογή ήταν τού αρχηγού. Ο καημένος όταν κατάλαβε παραλίγο να πάθει εγκεφαλικό! Το τι γέλιο ρίξαμε δεν περιγράφεται. 
Barcelona. Καταμεσήμερο. Ζέστη και υγρασία. Δίωρο περπάτημα στους δρόμους της πόλης. Τι να πρωτοδούμε; Πάμε να φύγουμε! Την είδαμε κι' αυτή… Ο Gaudi θα έχει τη τιμητική του. Sagrada Familia, τα εισιτήρια έχουν εξαντληθεί - θα 'πρεπε να τα 'χουμε κλείσει, τα πόδια στον ώμο και Av. Paseo de Gracia για Casa Mila. Στάζουμε. Αποφασίζουμε να γυρίσουμε στο αυτοκίνητο. Έτσι κι' αλλιώς, λέει ο αρχηγός, δύο η ώρα το αργότερο πρέπει να' μαστε φευγάτοι για να βγουν τα χιλιόμετρα… Ένα τελευταίο δωράκι της στιγμής και φύγαμε. Δύο αξιοθέατα στο πόδι και κάμποσες φωτογραφίες ο απολογισμός. Καλύτερα να μην ερχόμαστε καθόλου… Άλλη μια πόλη που δεν είδαμε, άλλο ένα ταξίδι στα υπ' όψιν Ταξιδεύω και σκέφτομαι τα επόμενα ταξίδια στα μέρη που ταξιδεύω! Τι να σημαίνει άραγε; Μελαγχόλησα.
Ξανά τα ίδια. Η Μουτσουνίτσα με κατηγορεί ότι υπερτονίζω τα αρνητικά και αγνοώ τα θετικά του ταξιδιού. Μπορεί να έχει δίκιο. Σίγουρα έχει πιο καθαρό μάτι από εμένα. Και πιο στρογγυλεμένο βλέμμα, με λιγότερες γωνίες. Μα για μένα οι γωνίες και το μάτι της καρδιάς έχουν ενδιαφέρον.
Διασχίζουμε τη παραλιακή λεωφόρο της πόλης. Τραβάω φωτογραφίες στη τύχη. Μπήκαμε στον αυτοκινητόδρομο. 200 χιλιόμετρα ακόμα μέχρι τα σύνορα με τη Γαλλία. Θα φύγουν κι' αυτά σα νερό.
Το τοπίο πρασίνισε. Εγκαταλείπουμε αργά αργά την Ιβηρική και αρχίζει να μυρίζει Ευρώπη. Και ο αυτοκινητόδρομος σα να έγινε καλύτερος, αρχίζουν να λείπουν οι μικροατέλειες που σε κάνουν να μη πλήττεις. Ευκαιρία να γράψω. Τι όμως; Τώρα είν' αργά.   
Μουγκαμάρα. Επόμενος σταθμός; Πριν τα σύνορα για κατούρημα και ντίζελ. Επόμενο αξιοθέατο; Το σπίτι μας. Εκεί όπου, λένε πώς, είναι η καρδιά, τα παιδάκια μας. Τα πεθύμησα. Ο αρχηγός μας στο στοιχείο του. Δώσ' του τιμόνι και πάρ' του τη καρδιά. Η οδήγηση, μου' χε πει κάποτε, τον ξεκουράζει. Δεν ξέρω τότε, μα τώρα ούτε κατά διάνοια. Στο τέλος της μέρας, κάθε μέρα, ήταν πτώμα από τη κούραση. Περάσαν και τα χρόνια. Πάντως, θα το ξαναπώ, εξακολουθεί να είναι εξαιρετικός οδηγός. Οδηγός ναι, πεζός όχι. Το κεφάλι κάτω και τρεχαλητό σα να τον κυνηγάνε. Ο Σταμάτης κι' ο Γρηγόρης σα να μην υπάρχουν! Στο οδόστρωμα και βουρ…
Τελευταίο κατούρημα στην Ισπανία. Επόμενος σταθμός κάπου Γαλλία.
Ξύπνησα. Είμαστε έξω από το Montpellier. Μποτιλιάρισμα. Αφήσαμε τον αυτοκινητόδρομο για καλύτερα. Από το Montpellier μέχρι τη Nimes πηγαίνουμε βήμα σημειωτόν. Ξαναμπήκαμε στον αυτοκινητόδρομο. Πάμε βόρεια προς Valence για φαΐ και ύπνο.   

19/8 Παρασκευή

Πήραμε τον αυτοκινητόδρομο για Grenoble. Στο βάθος οι Άλπεις. Τοπίο καταπράσινο, θυμίζει αυτό των Πυρηναίων. Η γαληνεύτρα φύση που ξεκουράζει το μάτι και κατευνάζει τα οξυμένα πνεύματα. Το οδόστρωμα βελούδινο, ότι πρέπει για μένα. Το θέμα είναι ότι είχα το έγραψα, απομένει μοναχά ο επίλογος. Θα τον γράψω βελούδινο! Στο ραδιόφωνο ο Γάλλος εκφωνητής τρέχει γλώσσα ροδάνι. Δεν καταλαβαίνω γρι αλλά μ' αρέσει! Μια υπενθύμιση διαρκείας πως ταξιδεύουμε στην ωραία Γαλλία. Όλα τα μέρη είναι ωραία , αρκεί να έχεις μάτια να τα δεις έτσι, αρκεί να έχεις διάθεση να βάλεις λίγο νερό στο κρασί των συνηθειών σου, αρκεί να θέλεις να αποδεχτείς το διαφορετικό, αρκεί να μπορείς να χαίρεσαι τα πράματα όπως έρχονται κι' ας μην είναι όπως τα 'χεις φτιάξει στο μυαλό σου. Δεν είναι εύκολο. Δεν είναι εύκολο το ταξίδι…
Aznavour στο ράδιο. Τι φωνή! Είμαστε έξω από τη Grenoble. Οι διπλανές βουνοκορφές χαϊδεύουν τα σύννεφα.
Βγήκαμε από τη πόλη. Πηγαίνουμε στη μέση μιας πλατιάς καταπράσινης κοιλάδας. Δεξιά κι' αριστερά γκριζωποί γίγαντες οι Άλπεις. Τοπίο καρτ-ποστάλ.  Συνεχίζουμε βόρεια προς Alberville. Ο αυτοκινητόδρομος ασφάλτινο μονοπάτι μέσα στο δάσος. Ξέφωτα με ποτάμια και λίμνες. Πινακίδα: Γενεύη 120 Km. Εμείς λοξοδρομούμε βορειοανατολικά. Το τοπίο ίδια υπέροχο, ιδανικό για πεζοπορικές διαδρομές. Διαβάζω το χάρτη. Λίγο πιο πέρα από το σημείο όπου βρισκόμαστε είναι το ονομαστό Chamonix, το θέρετρο των επωνύμων και των πλουσίων. Σκέφτομαι πως τους έλαχε να παραθερίζουν σ' αυτό τον ευλογημένο από τη φύση τόπο. Όπου πλούσιος κι' η μοίρα του… Για τους φτωχούς το ξέραμε.
Μπήκαμε στην Alberville. Κατευθείαν σουπερμάρκετ για τα γνωστά. Πεπονάκι στο δρόμο και το 'χα πεθυμήσει!
Αφήσαμε, οι προλετάριοι, το δρόμο για το θέρετρο των μπουρζουάδων και στρίψαμε νοτιοανατολικά προς Cevins  στον ορεινό επαρχιακό δρόμο, κι' από κει συνέχεια για Ιταλία. Καταπράσινα. Ένα χωριουδάκι δίπλα στο ποτάμι, σα ζωγραφιά, κι' άλλο, κι' άλλο…  Ο αρχηγός μας διαβάζει τον χάρτη και επεξηγεί τη διαδρομή. Το βλέπω, λάμπει! Πράσινο είναι ο παράδεισός του, στη φύση η καρδιά του.
Moutiers, κωμόπολη κρυμμένη καλά στο βάθος της κοιλάδας. Τα βουνά μπάστακες πάνω απ' τα κεφάλια μας, άλλοτε φύλακες άγγελοι, άλλοτε σκυθρωποί γίγαντες έτοιμοι να μάς πλακώσουν. Άνθρωποι πουλιά αιωρούνται πάνω από τη κοιλάδα.
St. Bourg Maurice και αρχίζουμε να σκαρφαλώνουμε στη πλαγία του βουνού. Δρόμος φιδίσιος και στενός. Από κάτω γκρεμνός και θέα. Η κοιλάδα, το ποτάμι, το χωριό… όλα στο πιάτο μας. Οι τριγύρω βουνοκορφές με τα κατάλευκα καπελάκια μάς κοντράρουν. Θα τις ξεπεράσουμε; Θα μπούμε Ιταλία από το ορεινό πέρασμα Petit St.Bernard.
Εδώ και μια ώρα συνεχίζουμε το σκαρφάλωμα. Μαζί και οι ποδηλάτες στο δρόμο μας. Πολλοί ποδηλάτες. Και μοτοσικλετιστές. Οργανωμένοι, με τα κράνη τους, τα ολόσωμα πέτσινά τους, τις μπότες τους… πάνω στα άγρια άτια τους, «πάνοπλοι» ιππότες των καιρών μας. Ένα φορτηγό μπροστά. Αναγκαστικά καροτσάκι. Η θέα είναι μαγευτική. Σε λίγο θα νικήσουμε την απέναντι βουνοκορφή με τον παγετώνα. Μπορούμε πιο ψηλά απ' τα σύννεφα!
Τα δέντρα βαρέθηκαν το σκαρφάλωμα. Μείναμε μόνοι στην αλπική ζώνη. Με το φορτηγό κι' άλλους τέσσερις νοματαίους πίσω μας. Όχι! Φτάσαμε στη δική μας Αράχοβα, La Rosiere τ' όνομά της! Χιονοπέδιλα, μπατόν, στολές, jet σκι, σαλέ, restaurant, bar… πού βρέθηκαν όλα αυτά εδώ πάνω; Σε οχτώ χιλιόμετρα περνάμε Ιταλία.
Petit St.Bernard. Υψόμετρο 2.160 μέτρα. Τοπίο Highlands. Δεκάδες μονοπάτια, ο παράδεισος των περιπατητών.
Ιταλία. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε. Συνεχείς φουρκέτες. La Thulle, Reverse, La Balme, Pie Saint Didier… Ιταλικά χωριά με Γαλλικά ονόματα. Πάμε ανατολικά προς Aosta και μετά στην οτοστράτα προς Torino, Milano, Venezia, άλλα 450 χιλιομετράκια τρεχαλητό ως το ξενοδοχείο. Λαχάνιασα να προλάβω τις εικόνες, μα χαλάλι τους. Ήταν πανέμορφες! 'Ώρα να πάρω λίγες ανάσες και να κλείσω τα μάτια μου.
«Παντρεύτηκα μια πουτάνα!» Ποιος; Τι έγινε; Ξύπνησα. Μποτιλιαρισμένοι. Στο διπλανό αυτοκίνητο κάποιος Έλληνας ήταν εκτός εαυτού! Και, δε σάς κρύβω, θορυβήθηκα μη μάς πάρουν κι’ εμάς τα σκάγια. Ο αρχηγός τον διπλάρωσε από το κατεβασμένο τζάμι: «Όλες οι γυναίκες είναι πουτάνες φίλε…» Έμεινε άφωνος. Τώρα θα τον χιμήξει… σκέφτηκα. Μα όχι, ευτυχώς θεούλη μου, το πρόσωπό του γαλήνεψε. Βγήκε έξω και τον αγκάλιασε. «Σ’ ευχαριστώ!» είπε με ανυπόκριτη ζεστασιά. Ένοιωσε πως δεν ήταν μόνος στο ταξίδι αλλά είχε πλάι του ένα φίλο, άσε πού κατάλαβε ότι αυτό που είχε καρφωθεί ανεξήγητα στο μυαλό του και τον βασάνιζε δεν ήταν παρά το αυτονόητο…  Δεν προλάβανε να ανταλλάξουνε άλλη κουβέντα. Καθένας μπήκε στο αυτοκίνητό του γιατί η ουρά ευτυχώς άρχισε να κινείται. «Ξύπνησες;» με ρώτησε ο αρχηγός. «Τον πήρα λιγάκι…» αποκρίθηκα. Το ταξίδι μας συνεχίστηκε δίχως άλλα απρόοπτα κι' εγώ συνέχισα τον ύπνο μου.
Παρατηρούσα τους Αφγανούς στο πάρκινγκ έξω από το Μιλάνο. Κατέβηκαν από το πούλμαν, ιταλιάνικο, που έγραφε COSMOS TOURS. Οι περισσότεροι νέοι άντρες, αλλά και κάποιες γυναίκες, και παιδάκια. Έδειχναν ταλαιπωρημένοι από μακρύ ταξίδι. Κάποιος, ο οδηγός μάλλον, τσουβάλιασε στην άσφαλτο μια πλαστική σακούλα. Σάντουιτς και πορτοκαλάδες. Ένας ένας πήρε τα δικά του. Τα παιδάκια έμειναν παραπονεμένα. Παιδάκια μια σταλιά, όλο κι' όλο δυό μεγάλα μαύρα μάτια το καθένα. Περίεργα. Απορημένα. Φοβισμένα. Πού πήγαιναν όλοι αυτοί άραγε; Για τουρισμό; Μάλλον… COSMOS περίεργων, απορημένων, φοβισμένων τουριστών.
San Martino di Lupari στο Veneto, 40 χιλιόμετρα από τη Βενετία, για διανυκτέρευση.

20/8 Σάββατο  

Subito prego! μου' κανε νεύμα να βιαστώ. Βγήκα από τον έλεγχο των διαβατηρίων και προχώρησα στον διάδρομο που σχημάτιζαν δυο παράλληλες σειρές μεταλλικά κολωνάκια ενωμένα με σχοινί. Κοντοστάθηκα. Έβγαλα από το τσαντάκι μου τη μηχανή να απαθανατίσω το πλοίο της επιστροφής και προχώρησα λίγα βήματα πριν τον καταπέλτη. Μια τελευταία ματιά πίσω πατώντας το χώμα του αποχωρισμού. Πάντα έτσι κάνω. Από μπροστά μου πέρασε αστραπή ο εγκάρδιος αποχαιρετισμός του Δον Κάρλος, του τελευταίου σπιτονοικοκύρη μας, και της γυναίκας του. Καλοί άνθρωποι.
Bella Venezia, σ' έβλεπα ώρα από το κατάστρωμα κι' έτσι να έκανα το χέρι μου έφτανα το τρούλο του San Marco που λαμπύριζε στον ήλιο και τις γόνδολες στα νερά των στεναγμών μου, μα το πλοίο ολοένα ξεμάκραινε και μ' έφερνε πιο κοντά σε θύμησες κι' αναπολήσεις των στιγμών του ταξιδιού μας. Τα σύννεφα του πρωινού είχαν αποτραβηχτεί στο βάθος του ορίζοντα και μάς άνοιγαν ευγενικά το δρόμο. Ο ήλιος ζέσταινε τις μελαγχολικές καρδιές μας. Ιταλιάνοι με τα μπανιερά τους πάνω σε ταχύπλοα είχαν βαλθεί να κοντράρουν τον σιδερένιο γίγαντα που πήγαινε σα κάβουρας μέσα στο κανάλι, ζουζούνιζαν, έκαναν πιρουέτες, μάς χαιρετούσαν και μετά γκάζι να προλάβουν τις βουτιές. Μία ολόκληρη ώρα κράτησε το βαλς του αποχωρισμού. Και μετά τα όργανα σίγησαν. Ανοιχτή θάλασσα.
Η Μουτσουνίτσα δεν θέλει να πάει για ύπνο στη καμπίνα και με περιμένει να πάμε μαζί. Α τώρα που το θυμήθηκα, βρήκαμε καμπίνα 4κλινη, εξωτερική, παρακαλώ δωρεάν! κι' αυτό χάρη στο καπετάν Δημήτρη, τον ύπαρχο. Βλέπετε βγήκαμε κοντοχωριανοί, εκείνος απ' το Ληξούρι, εγώ από τ' Αργοστόλι… Ο άγιος Γεράσιμος έκανε το θαύμα του! Να τον έχει καλά τον άνθρωπο. Τελικά το F/B ΑΣΤΕΡΙΟΝ μάς βγήκε το καλύτερο ξενοδοχείο!
Γράφω βραδιάτικα στο μπαρ του πλοίου. Αν κάτι επιβεβαιώθηκε σ' αυτό το ταξίδι είναι το πόσο διαφορετικοί είμαστε με τον αξιαγάπητο φίλο μου, συγνώμη αν έγινα υπέρ του δέοντος οικείος, με τον αρχηγό μας ήθελα να πω. Η στενή πολυήμερη συμβίωση και η κούραση του ταξιδιού τόνισε τις διαφορές. Πάντως σ' ένα συμφωνήσαμε: Το περιττό για μένα είναι θέμα προτεραιότητας γι' αυτόν, το σημαντικό για μένα είναι περιττή θεωρία για εκείνον. Το ταξίδι αυτό προέκυψε προσπαθώντας να συγκεράσουμε διαφορετικά θέλω. Στη πράξη αποδείχτηκε ότι ήτανε λάθος.
Ο απολογισμός; Με μια λέξη, χορταστικός! Ένα μόνο: Πολύ αυτοκίνητο βρε αδερφάκι μου! Στραγγίξαμε στο αυτοκίνητο! Το αναπόφευκτο ενός ταξιδιού δρόμου; Ναι. Μα πολλά χιλιόμετρα, πολλά μέρη, χωρίς τη φλόγα του ποθητού προορισμού που λειτουργεί σα φάρος, δίνει φτερά, μαζί και κουράγιο να συνεχίζεις. Δεν πειράζει. Σημασία έχει το ταξίδι…

21/8 Κυριακή (Επιμύθιο)

Όλες οι εικόνες μια σαλάτα στο κεφάλι μου, πάει να σπάσει. Προσπαθώ να τις βάλω σε μια σειρά μα ζορίζομαι. Τι να πρωτοθυμηθώ; Πόλεις; Χωριά; Βόλτες; Στιγμές; Μουσεία; Μονοπάτια; Φαγητά; Σοκάκια; Κουβέντες; Ματιές; Δάση; Λαγκάδια; Βουνά; Λαχανητά; Πεδιάδες; Ξέφωτα; Φαράγγια; Ανθρώπους; Πλοία; Ποτάμια; Λίμνες; Τραμ; Πλατείες; Σύννεφα; Γέφυρες; Ιστορίες; Παλάτια; Αστεία; Σοβαρά; Θάλασσες; Ψαροχώρια; Αμμουδιές; Κύματα; Γέλια; Εκκλησίες; Δρόμους; Πάρκα; Τρεχαλητά; Ξενοδοχεία; Μποτιλιαρίσματα; Λιμάνια; Κάστρα; Φάρους; Μουσικές; Τραγούδια; Χορούς; Συναισθήματα πολλά και διάφορα;…  7.500 χιλιόμετρα ήταν αυτά. Παραιτούμαι. Τις αφήνω έτσι όπως είναι, μια σαλάτα. Να τσιμπολογάω όποτε κάνω κέφι και να δροσίζομαι.
Εδώ τελειώνει το ταξίδι. Χορτάτοι, δυο τρία κιλά πιο θρεφτάρια ο καθένας απ' όταν ξεκινήσαμε, επιστρέφουμε στη πατρίδα, ελπίζω και λίγο σοφότεροι. Μα η καρδιά μου ακόμα στα μέρη εκείνα βρίσκεται, σ' ένα θηλυκό. Λέγεται Παμπλόνα, μπορεί Λισσαβόνα, Σεβίλλη… Τα θερμά συγχαρητήριά μου στο φίλο μου, αρχηγό μας, οργανωτικό νου και οδηγό, στη πολυαγαπημένη του συνοδηγό, πολύπειρη πλοηγό και δεξί του μάτι στο τιμόνι, στη Μουτσουνίτσα μου, δεύτερη τη τάξει πλοηγό και πολύτιμων γενικών καθηκόντων, στη καυλιάρα Ολυμπία, χωρίς αυτή κάπου στα Πυρηναία ακόμα θα βολοδέρναμε, στο αυτοκινητάκι, που μάς πήγε και έφερε αδιαμαρτύρητα, και τέλος στον έτερο οργανωτικό νου και χρονικογράφο του ταξιδιού αυτού, το πόνημα του οποίου αν καταφέρατε να φτάσετε ως εδώ και δεν σας έχει πάρει προ πολλού ο ύπνος, ε τότε θερμά συγχαρητήρια και σ΄ εσάς!
Και τω ταξιδιάρη Θεώ δόξα.