30/12
Μία παράγραφος αρκεί. Μία γραμμή. Μια λέξη μόνο μπας και κάτι μείνει. Σαν ανάσα. Σαν αναφιλητό. Σα σφυγμός. Τίποτα περιττό. Σα γροθιά στο στομάχι, η γροθιά δεν είναι ποτέ περιττή. Κουλουριάζεσαι. Πνίγεσαι. Σφαδάζεις. Δε σκέφτεσαι. Θέλεις να ανταποδώσεις. Ή κάτι να κάνεις. Μέχρι να φας την επόμενη. Τότε σε πιάνει το παράπονο. Βουρκώνεις. Έλα τώρα, οι άντρες δεν κλαίνε… (παύση) Πάμε πάλι από την αρχή. Μία… Μόνο μία μπας… (βαυκαλίζεσαι πως κάτι θα μείνει - όλα στάχτη και μπούλμπερη!) Πάμε και στη γροθιά. Γροθιά! Τα κατάφερες! Είναι πεσμένος στα πόδια σου. Σε εκλιπαρεί. «Ας πρόσεχες φίλε» τού λες. Τού δίνεις κι' άλλη. Κι' άλλη. Αίμα βγαίνει απ' τα μηνίγγια του. Και τώρα; Έτσι θα φτιάξεις τον κόσμο; (για να μείνει κάτι δηλαδή). Σκέφτεσαι πως μπορεί να ήταν καλύτερα πριν. (παύση) Σούρνομαι στον υπολογιστή και γράφω. Δε μπορώ πολλά. Δε μ' αρέσουν οι φλυαρίες. Είπαμε μια λέξη μόνο μπας και κάτι μείνει. Αν μπορούσα να διαλέξω μια λέξη απ' όλες θα διάλεγα τη λέξη «τέλος». Και θα 'κλεινα το γραφτό. Σήμερα όλοι κάτι γράφουν. Όλο και κάτι καλό θα' βρουν να γράψουν οι άλλοι. Εγώ θα είχα το καλύτερο φινάλε! (παύση) Έχω παραισθήσεις. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Το κορμί μου μπαλνταδιασμένο. Αυτή η γρίπη μ' έχει τσακίσει. Όχι, δε θα ρίξω τους αναγνώστες μου εξαιτίας της χρονιάρες μέρες. Βλέπω ανθρώπους, μόνο ανθρώπους, που λέτε. Με τις γυναίκες και τα παιδάκια τους. Ανθρώπους καλοζωισμένους, καθαρούς, ροδαλούς, καλοσυνάτους, χαμογελαστούς… Ανθρώπους ευτυχισμένους. Με τα γιορτινά τους. Ανταλλάσσουν δώρα και ευχές. Περιμένουν να υποδεχτούν τον καινούργιο χρόνο που θα 'ρθει…
29/12
Δε φιλώ στο στόμα. Θα 'ταν ασφαλές διαβατήριο για τη μετοικεσία της γρίπης μου. Από μια μεριά γιατί όχι; να ξεκουμπιστεί ήθελα. Να 'βρισκα κάποιον που τον έχω άχτι… Εκείνο τον δάσκαλο από το Δημοτικό, ας πούμε, που μου ’χε μπλαβίσει τα χέρια απ’ τις ξυλιές! Μα τι λέω, αυτός τώρα θα πρέπει να' χει γίνει πίπες… Κάποιον άλλο αντιπαθητικό, κακεντρεχή, κακότροπο, μοχθηρό… χάθηκαν τα ευωδιαστά λουλούδια στο πλανήτη τούτο; Να τον κολλήσω και να απαλλαγώ από δαύτη - μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Αλλά πού τέτοιο χαΐρι… Ούτε ένα κακό δεν ήμουν ικανός να' βρω! Όλοι μού φαίνονταν καλοί. Όλοι στο προσκεφάλι μου με γλυκονανουρίζαν: Κάνε υπομονή θα σού περάσει… Ο γιατρός με διαβεβαίωσε πως θα κάνει το κύκλο της. Ανακουφισμένος γύρισα σπίτι μαύρα χάλια. Έκλεισα τη πόρτα κι' έπεσα στο κρεβάτι. Ώρα για σεξ! είπε. Δε φιλώ στο στόμα, είπα. Έλα χωρίς φιλιά - έτσι όπως σ' αρέσει… Παράτα με! Δε θα γεμίσω το κόσμο με μικρόβια σκλάβος των ποταπών ορμέφυτών μου! Κουκουλώθηκα απ' το κεφάλι. Τι λες χαρά μου; εσύ είσαι πολύ άσχημα… Έτσι ασυμβίβαστος πάντα ήμουν, σήκωνα παντιέρα σε ότι με βασάνιζε. Πάντα μπροστάρης στο αχαλίνωτο όργιο από καταβολής κόσμου, μοναχός με αμέτρητες γρίπες ζουμερές σα τα ουρί του παραδείσου, τι φιλιά στο στόμα, τι γλωσσόφιλα βαθιά σα το Καιάδα, τι… Θεέ μου κάνε αυτή η γρίπη να κρατήσει για πάντα, να 'μαι εγώ ο ταγμένος να φυλάσσει Θερμοπύλες, εγώ σα τον Προμηθέα, εγώ, ΜΟΝΟ ΕΓΩ Ω Ω Ω! ξεφώνησα κάθιδρος.
28/12
Παλιά οι γιαγιάδες πλέκανε τσουράπια, άκουγαν
ραδιόφωνο, δεν πάει πολύς καιρός που βλέπανε τι-βι. Στις μέρες μας ολοένα και
περισσότερες έχουν από ένα τάμπλετ και σερφάρουν στο διαδίκτυο! Αυτό δεν είναι
κατ’ ανάγκη κακό. Και λέω «κατ’ ανάγκη» γιατί σε κάθε πρόβλημα που
παρουσιάζεται, και παρουσιάζονται συχνά τα ρημάδια, τρέχουμε εμείς οι νεώτεροι
ως «επαίοντες» να το επιλύσουμε. Αλήθεια, πόσο χαίρομαι καμαρώνοντάς τες διαβατάρικα
τζόβενα στις ψηφιακές λεωφόρους! Πόσο θαυμάζω το κουράγιο μα και το θάρρος τους
που αψηφούν λογής κακοτοπιές όπως ιούς και ιώσεις, μα και πάσγουορντς και
κόντρα πάσγουορντς και συνθηματικά, άι ντι νάμπερς, ι μέιλς και δώστου ξανά
πάσγουορντς (συμπαθάτε με που τα γράφω στα φραγκολεβαντίνικα αλλά μήπως και ’γω
τα ξέρω;) πασχίζοντας να τα θυμούνται - βάσανο για το κουρασμένό τους μυαλό. Τα
καταφέρνουν μια χαρά, και για την ηλικία τους – παρακαλώ – πετάνε! Είναι
βλέπετε σήμερα όλα στο διαδίκτυο τόσο μανιτζέβελα! Κι’ όλοι μικροί θεοί που
παίζουν στα δάχτυλά τους τον κόσμο παιχνίδι σε μία οθόνη! (και μη μού πείτε ότι
εύκολα μπορεί να μείνει ασυγκίνητος όποιος θνητός το αποτολμήσει…) Είναι αυτά
τα μαραφέτια και συντροφιά πρώτης. Δε έχουν όρεξη για κουβέντα; Πιάνει στασίδι
η μία γιαγιά στη μία πολυθρόνα και τσίτα τα γκάζια - το άι παντ της γίνεται
Φερράρι, το ίδιο και η άλλη στη διπλανή, καλωδιώνονται και με τ’ ακουστικά
τους… κι' όλα μέλι γάλα! Οι δικές μου πάντως την έχουν καταβρεί! Ένας υπέροχος
θαυμαστός κόσμος ξανοίχτηκε στα έκπληκτα μάτια των γιαγιάδων μας και δεν τον
χορταίνουν - είναι βλέπετε ο χρόνος σ’ αυτές τις ηλικίες γλυκό μπιζουδάκι. Όσο
για μάς τους υπόλοιπους τον παλεύουμε…
25/12
Άλλοι δύο μπόμπιρες μπούκαραν στο ασανσέρ.
Εκείνος ήταν ο μικρότερος. «Πάτησε
πέμπτο, έχει φράγκα.» Σταμάτησε, βγήκαν, έκανε να βγει κι’ εκείνος. «Εσύ
εδώ. Δεν θα βγεις!» τού είπε ο ένας, ο πιο μάγκας - και στήθηκε στη πόρτα
μπροστά να τον εμποδίσει. «Καλήν ημέρα άρχοντες…» Τους περίμενε κλεισμένος στο
θάλαμο να τελειώσουν γιατί, σκέφτηκε, αν έφευγε θα τον πλάκωναν στο ξύλο. Τέλειωσαν
κατσουφιασμένοι: «Ρε μαλάκα είπες πως έχει φράγκα…» «Έχει.» «Αρχίδια!» «Έχει
σού λέω, το ξέρω.» «Ε τότε γιατί μας έδωσε κουραμπιέδες;» «Δε ξέρω…» «Άμα
ξεκινάμε έτσι μαλάκα μου με τους φραγκάτους δε πάμε καλύτερα σπίτι;» Εκείνος
τούς άκουγε αμίλητος. «Εσύ φίλε τι λες;» «Εγώ… Εγώ πρώτη φορά βγαίνω - δε
ξέρω…» «Ωραίο καμπανέλι έχεις… » «Μού το πήρε ο πατέρας μου.» «Ξοδεύτηκε ο
γέρος… Αλλάζουμε;» Και άλλαξαν. Τους έδωσε το ολοκαίνουργιο καμπανέλι του και
πήρε το παλιό το στραβωμένο. Είχαν φτάσει στο ισόγειο. Άνοιξε τη πόρτα του
ασανσέρ κι' έπεσε φάτσα με κάποιον. «Παιδιά θα τα πείτε;» «Εγώ θα φύγω…»
είπε κι’ έγινε καπνός - δεν ήθελε να
τους ξαναδεί - οι άλλοι τα είπαν βαριεστημένα. Έφτασε σπίτι κλαμένος. Η
τηλεόραση ανοιχτή - έπαιζε τα κάλαντα. Πήρε το
καμπανέλι να τα πει κι’ εκείνος - πρώτη φορά ήταν - με ξένο καμπανέλι,
παρέα με το γυαλί… Τα ’πιασε αρχινημένα: «Χριστός γεννάται ση». Τον έκοψε το
κουδούνι. Άνοιξε. Μπροστά του αυτοί οι δύο. Αμίλητοι. Εκείνος καρφωμένο το μάτι
στο καμπανέλι του - άστραφτε στον ήλιο! «Θα τα πείτε;» είπε για να πει κάτι.
«Φίλε αλλάζουμε καμπανέλι;» ο άλλος. Ο πιο μάγκας παρέμεινε σιωπηλός. Τούς
έδωσε το παλιό το στραβωμένο και πήρε πίσω το δικό του. Φύγαν σφαίρα: «Μαλάκα μου
εκείνο το καμπανέλι ήταν άφωνο! Το δικό μας είναι και γαμώ!…» Κάθισαν στο απέναντι
παγκάκι κι' έπεσαν στους κουραμπιέδες. Εκείνος αγκάλιασε το καμπανέλι του - το
πιο γλυκόλαλο καμπανέλι του κόσμου - και το φίλησε.
22/12
Λαμπάκια πολύχρωμα. Πώς μ’ αρέσουν! Α κι’
οι βουτυράτοι κουραμπιέδες - που σάς έδωσα ΤΗ συνταγή - μ’ αρέσουν, κι οι
χριστουγεννιάτικες μελωδίες που διψάνε για πείραγμα στη κιθάρα και γίνονται
κάθε φορά ωραιότερες. Τελικά δεν μ' αρέσουν και λίγα στις γιορτές…. Κατά τ'
άλλα τέτοιες μέρες βαριέμαι. Δεν ξέρω γιατί. Σα να περιμένω κάτι, κάτι σπέσιαλ
εννοώ, να τον Άη Βασίλη ας πούμε να μού φέρει… Σαχλαμάρες… τα έχω όλα! Λαμπάκια
πολύχρωμα λοιπόν… Όχι ότι μού λείπουν τις άλλες μέρες τού χρόνου - έχω γεμίσει
το σπίτι με λαμπάκια πολύχρωμα. Κάθε βράδυ τ' ανάβω. Δίνουν γλύκα στις νύχτες μου.
Και τα χριστουγεννιάτικα όμως δεν ξεχνάει η κιθαρούλα μου - τα' χει παντός
καιρού. Και τους κουραμπιέδες τιμάω, αφθονούν όλο το χρόνο. Τελικά τι μένει; Τι
τις θέλουμε τις γιορτές; Μόνο για να φωτίζουμε τους δρόμους και τις πλατείες;
Άντε και κάποια μπαλκόνια, και παράθυρα. Ωραία που είναι φωτισμένα! Αρκεί να
μην είναι με αυτό το παγωμένο λευκό - της οικονομίας - που φοριέται πολύ
τελευταία. Παρά τέτοιο, καλύτερα γιορτές κατασκότεινα! Μα στα λαμπάκια βρήκαν
να κάνουν οικονομία; Άγιες μέρες και οικονομία είναι πράματα ασυμβίβαστα. Στις
γιορτές - πάει τέλειωσε - χαλάμε λεφτά! Γι' αυτό τις έχουμε. Τσιφουτιές δεν
χωράνε. Το θέμα είναι, αν δεν έχεις τι χαλάς… Ένας λόγος παραπάνω γι' αυτό προτείνω
να καταργήσουμε τις γιορτές. Τα πολύχρωμα λαμπάκια μπορεί βεβαίως να
παραμείνουν στους δρόμους όλο το χρόνο. Και, εξυπακούεται, ο καθένας σπίτι του μπορεί
να κάνει ό, τι γουστάρει, κουραμπιέδες; κουραμπιέδες, μελομακάρουνα;
μελομακάρουνα, να στολίσει δέντρο; και δε στολίζει… Έτσι χωρίς γιορτές θα'
χουμε γιορτή κάθε μέρα. Δίχως αυτό το ξόδεμα, τη πιλάλα, τις υποχρεώσεις, τους εξαναγκασμούς,
το μποτιλιάρισμα στους δρόμους. Γιορτές - ξεγιορτές, ο καινούργιος χρόνος θα
έρθει…
19/12
Σαββατόβραδο. Πέφτει η αυλαία, ανάβουν τα
φώτα - σκυτάλη στη πραγματική ζωή. Σηκώνομαι, φοράω μπουφάν, τυλίγω στο λαιμό
το κασκόλ. Ψοφόκρυο. Θεατής στη σκοτεινή αίθουσα του δρόμου. Η Ελβίρα περιμένει
ξημέρωμα μιας καλύτερης μέρας που ποτέ δεν έρχεται. Χρονιά γαρ με δεκατρία
φεγγάρια η φετινή. Κι΄ η περσινή, κι' αυτή που έρχεται… Πάλι καλά να λέμε…
Κοιταζόμαστε. Δεν τελείωσε το σινεμά; Μάλλον όχι. Όμορφε ξένε, κάποτε θα 'ρθει
η ώρα που όλα τα όνειρά μου θα γίνουν πραγματικότητα, κοντοζυγώνει ένας
ζητιάνος. Ψιλή κουβεντούλα - σού άρεσε μού άρεσε… Μα πώς μπορεί να σού άρεσε;
Είναι ωραία η δυστυχία; Η απονιά; Η εκμετάλλευση; Οι προσωπικοί δαίμονες του
καθενός; Εμένα μ' αρέσουν οι δυστυχισμένες ταινίες γιατί κάνω ευτυχισμένη ζωή -
μ' αυτές έρχομαι στα ίσα μου! τολμώ. Δεκάδες Ελβίρες με ζυγώνουν: Όμορφε ξένε,
σε ικετεύω δώσε και σε μένα κάτι! Τέτοιες ώρες τέτοια λόγια… Λίγα ψίχουλα
αγάπης ίσως… Στο μυαλό φέρνω τον Φασμπίντερ: Όλοι κάνουμε την ίδια ταινία ξανά
και ξανά, η δικιά μου έχει θέμα την εκμετάλλευση των συναισθημάτων - όποιος κι'
αν είναι ο δυνάστης. Δίκιο είχε. Όλοι την ίδια ταινία κάνουμε. Ξανά και ξανά. Χέρι
χέρι τα βήματα αργά. Η πόλη φόρεσε τα γιορτινά της. Όπου να' ναι ο κούκος θα
χτυπήσει μεσάνυχτα.
17/12
Τύχη, μόνο τύχη μετράει. Τύχη το αλεύρι,
τύχη γλυκιά η ζάχαρη, τύχη μυρωδάτη το βούτυρο κι έτοιμη η συνταγή. Οι
κουραμπιέδες θέλουν τύχη για να πετύχουν, επιμένω, μόνο τύχη. Αν θέλετε, όταν
κρυώσουν, τους πασπαλίζετε με μπόλικα όνειρα -
ζεστά ξεθωριάζουν με το πρώτο φως της μέρας. Αλλά και χωρίς δαύτα
τρώγονται μια χαρά, μη σάς πω πως είναι καλύτεροι. Βλέπω χρονιάρες μέρες τους
ζαχαροπλάστες του κόσμου να πιλαλούν συνταγές, χαρτιά, βαθμολογίες, διακρίσεις,
γλώσσες, μεταπτυχιακά, επιδιώξεις, προσδοκίες - αφήστε εκείνες τις προσδοκίες
των άλλων… για να φτιάξουν τον καλύτερο κουραμπιέ. Τι αστείο! Θα μού πείτε: Και
τι έγινε που 'γινες ο καλύτερος κουραμπιές; θα σε κάνουν οι άλλοι μια χαψιά!
Δεν ξέρω - με μπερδέψατε, ίσως έχετε δίκιο. Εμένα πάντως μ' αρέσουν οι
κουραμπιέδες - όχι αυτοί του «παλιού καλού καιρού», της «γιαγιάς» κι' άλλες
τέτοιες σαχλαμάρες - οι σημερινοί, οι κουραμπιέδες της κρίσης. Βουρ να τούς
φτιάξουμε με τη μοναδική, αξεπέραστη συνταγή. Και καλή τύχη.
15/12
«Γεια σου ρε Εργάσιμε αθάνατε!» Σε μένα το
είπε; Κοίταξα τριγύρω. Μόνο εγώ κι’ αυτός, άλλος κανείς. Άρα σε μένα το είπε.
Ξανακοίταξα να σιγουρευτώ. Ναι, δεν είχα κάνει λάθος, το είπε σε μένα! Η μαύρη
διάθεσή μου ντύθηκε πολύχρωμη, φωτεινή. Όχι βέβαια για το «γεια σου», για το
«αθάνατε». Για να το είπε κάτι θα ξέρει, σκέφτηκα. Ξεράδια! αυτό ξέρει ο
κακομοίρης… σκέφτηκα καπάκι, κι’ ήρθα στα ίσα μου. Μα για βάστα, κι’ αν; Αν
λέω. Ουδέποτε για τίποτα και σε κανένα να κλείνεις πόρτες… «Γεια σου Θανάση!…»
- το «αθάνατε» δεν μού βγήκε. Τα ’βαλα με τον δυσκοίλιο εαυτό μου: Πες και συ
καμιά πατσανάτσα, όλα τοις μετρητοίς που να πάρει… «…Αθάνατε!» φώναξα για
να μ’ ακούσει, ήθελα πολύ να μ’ ακούσει κι’ ας ακούστηκε ξεκάρφωτο για να μη πω
ψεύτικο. Μόλις είχαν διασταυρωθεί οι αντίθετες πορείες μας και κοντοστάθηκε. Γύρισε
προς το μέρος μου: «Πλάκα μού κάνεις Εργάσιμε;» Τι το ’θελα; πήγα να τα κάνω
καλύτερα και τα ’κανα σκατά! Προσπάθησα άρον άρον με το πιο τσίπικο ραφτικό που
είχα διαθέσιμο, τη κολακεία, να μπαλώσω μια διαφαινόμενη παρεξήγηση: «Αθανάσιε
έχεις το ωραιότερο όνομα, το μόνο με άλφα κεφαλαίο στερητικό του θανάτου! Αλήθεια
σε ζηλεύω.» Σιωπήσαμε. Με κοίταξε. Τον κοίταξα. Με κατάλαβε; Τον κατάλαβα; Γιατί
όλο αυτό; Δεν ήξερα. Μια σαχλαμάρα είπε ο άνθρωπος απ’ αυτές που λέγονται
συνήθως, ένα χαζό αστειάκι, κι’ εγώ το έκανα ολόκληρο σενάριο - όπως πάω θα το
φτάσω βιβλίο…
8/12
Σα σήμερα δολοφονήθηκε ο Λένον - θυμάμαι ήμουνα
με τον Γιάννη σπίτι του όταν το έμαθα και καταστεναχωρήθηκα σα να είχα χάσει
κάποιο δικό μου. Από τότε κάθε χρόνο τέτοια μέρα τύπος, ερτζιανά και ίντερνετ κατακλύζονται
με αφιερώματα, και να θες να ξεχάσεις την επέτειο δεν μπορείς. Σα σήμερα πέθανε
κι' ο Θανάσης ο γείτονας, καλός άνθρωπος. Δεν είχε σχέση με τη μουσική, είναι
ζήτημα αν είχε ακουστά τον Λένον, η ζωή όμως τα 'φερε έτσι να συναντηθούν. Ο
Θανάσης κάθε τέτοια μέρα είναι απαρηγόρητος: «Δεν με θυμάται κανείς, ούτε καν'
η γυναίκα και τα παιδιά μου.» Ο Λένον κάνει φιλότιμες προσπάθειες να τον
παρηγορήσει: «Να ’ξερες τι τραβάω εγώ με δαύτους, καλύτερα να μη σε θυμάται
κανένας. Λουλούδια, ραβασάκια, καντήλια, θυμιατά… έλεος πια! Πέρασαν τριάντα
έξι χρόνια από τότε κι' ακόμα δεν το’ χουν χωνέψει. Πέθανα! αφήστε με στην
ησυχία μου!» «Τριάντα έξι χρόνια και δε σ' έχουν ξεχάσει, εγώ χτεσινός και με
ξέχασαν…» μονολογεί ο Θανάσης. «Είναι ντιπ μαλάκες φίλε! Νομίζουν πως απ’ τη
δική μου δήθεν αθανασία θα τους μείνει κάνα κόκαλο να γλείψουν… Να ’ξερες πόσο
τυχερός είσαι Θανάση… Πέθανες - σε ξέχασαν, τελεία και παύλα! Και τα τραγούδια
μου που λένε ότι θα ζήσουν για πάντα κι' άλλες τέτοιες σαχλαμάρες… να
’ξερες πόσα πολύ καλύτερα από δαύτα
ξεχάστηκαν…» επιμένει ο Λένον. «Δε βαριέσαι… πάντα ήταν άδικη η ζωή… Μα δεν θα
τ' αφήσω εγώ έτσι, θα πάω παραπάνω» επιμένει ο Θανάσης. Και πράγματι το έκανε:
«Προς τον μεγάλο κουμανταδόρο (όποιος είναι αυτός) πάνω και κάτω. Αξιότιμε
κύριε, … είναι μεγάλο το παράπονό μου. Δεν είναι άδικο να μη σε θυμάται κανείς
όταν πεθάνεις; Κι’ εγώ το ίδιο καλά έκανα τη δουλειά μου, κι' εμένα μ'
αγάπησαν… άσχετα αν δεν στάθηκα τόσο τυχερός. Σάμπως ήξερα από πριν πως θα
πήγαιναν τα πράματα; όλοι εκεί κάτω νομίζουμε πως δεν θα πεθάνουμε ποτέ… Σε
παρακαλώ να κάνεις ότι περνάει από το χέρι σου προκειμένου να αποκατασταθεί η
αδικία.» Την επόμενη έλαβε λακωνική απάντηση: «Λόγος για παράπονο
ουδείς. Σημασία έχει να σε θυμούνται και να σε νοιάζονται όσο ζεις. Μετά πέταξε
το πουλί…»7/12
3/12
Δεν ξέρω τι μ' είχε πιάσει μα ήθελα κάτι
να διαβάσω (εγώ που ούτε εφημερίδα ανοίγω και η καλύτερή μου στο διάβασμα είναι
οι Εγκύκλιοι της Υπηρεσίας και το πρόγραμμα της τι βι) και ζήτησα από ένα
διαβαστερό φίλο τα φώτα του. «Πάρε αυτό…» είπε και μού έδωσε ένα ματζαφλάρι
χοντρό σα τούβλο πυκνογραμμένο τού κερατά με ψιλά - τοσοδούλικα - γραμματάκια
γραμμένο για γερακίσια μάτια και όχι ανθρώπινα και μάλιστα κάποιας ηλικίας όπως
τα δικά μου. «…Είναι υπέροχο» συνέχισε και ντράπηκα να ρωτήσω τι διάολο λέει,
μένοντας με την απορία τί μπορεί να λέει κάποιος σε τόσες πολλές σελίδες
πυκνογραμμένες με ψιλά γραμματάκια χωρίς να επαναλαμβάνεται (δε θα το πιστέψετε
έψαχνα με το κιάλι να' βρω μία παράγραφο!), ντράπηκα ίσως επειδή νόμιζα πως ο
φίλος μου είναι εγνωσμένης εγκυρότητας βιβλιοφάγος. Και οφείλω εδώ να παραδεχτώ
(για να μη παρεξηγηθώ και με θεωρήσετε ντιπ για ντιπ τούβλο σαν αυτό που
υποτίθεται θα διάβαζα) ότι τα γράμματα δεν είναι φασόλια ή ρύζι για να
πηγαίνουν με τη σέσουλα και να κάθονται στο στομάχι (αν και τώρα που το καλοσκέφτομαι
ίσως καλύτερα να ήταν τέτοια κι' ας ξεκοιλιαζόμασταν), μπορεί να' ναι πολλά και
καλά και το φαγητό χορταστικό μα συνάμα ελαφρύ σα πούπουλο. Αλλά κι' αυτός ο
αθεόφοβος τόσο πολύ δεν με ξέρει, να σκεφτεί πως αυτό που μού πρότεινε δεν
είναι για μένα τον φτωχό στο πνεύμα παρά για υψηλές διάνοιες του δυσθεόρατου
μεγέθους του;… Τι να πω… Το τούβλο δεν προχωρούσε ούτε με σφαίρες! Αφήστε που
από τις λίγες σελίδες που κατόρθωσα, μετά πολλών κόπων και βασάνων, να διαβάσω
δεν καταλάβαινα Χριστό! Απορώ αυτός ο κύριος που το έγραψε το 'γραψε για να το
καταλάβει μόνο ο ίδιος; Και ο φίλος μου! τον ξέχασα αυτόν, ρε μπας και δεν το
άνοιξε καν' ο κατεργάρης και μού πουλάει μούρη ότι μπορεί και διαβάζει ακόμα
και τούβλα; δεν θέλω να το πιστέψω μα, ας με συγχωρέσει, αυτό πέρασε από το
μυαλό μου και αυθόρμητα το είπα. Άφησα που λέτε το βιβλίο κατά μέρος (μεταξύ
μας θα το γκουγκλάρω να μάθω μέσες άκρες τι σκατά πραγματεύεται και θα τού πω
ότι το διάβασα) και είπα να βγω από το σπίτι να ξεσκάσω, να πάω κανα σινεμαδάκι
(η εικόνα ανέκαθεν μού πήγαινε περισσότερο από τις αράδες) έτσι για αλλαγή, «κάτι
καλό θα παίζεται» είπα που να μη το' λεγα. Τηλεφώνησα λοιπόν σε έναν άλλο φίλο
πωρωμένο σινεφίλ, βλέπετε εγώ δεν είμαι ψωνισμένος ότι τα ξέρω όλα και δεν μού
πέφτει η μύτη να ζητήσω τα φώτα αυτών που, λένε ότι, ξέρουν. «Μη το χάσεις!» με
συμβούλεψε. Ε λοιπόν άλλο κρέμασμα - μού 'φυγε το σαγόνι από το χασμουρητό! Τι
γούστα έχουν οι άνθρωποι!… μα περί
ορέξεως ουδείς λόγος οφείλω να ομολογήσω. Αν καθόμουνα τουλάχιστον σπίτι (θα 'μεναν
στη τσέπη μου και τα ωραία μου λεφτάκια) θα 'βλεπα κάτι στη τι βι, κι' αν δεν
έλεγε θα την έπεφτα στο κρεβατάκι μου. Κάτι ξέρω εγώ που κάνω αυτό που μ'
αρέσει, το γνωστό, το δοκιμασμένο, και κλείνω τ΄ αυτιά μου στα διάφορα. «Απ' αυτά
που βλέπεις πίστευε τα μισά κι απ' αυτά που ακούς τίποτα» έλεγε η γιαγιά μου
κι είχε φαίνεται δίκιο.
28/11
«Η αποστολή - ανάμνηση από μιαν
επανάσταση» τιτλοφορείται το θεατρικό του Χάινερ Μύλλερ που παίζεται στο «Νέο
Άττις» και ένα καπρίτσιο του χρόνου έκανε να το δω ανήμερα τού θανάτου τού Επαναστάτη
με Ε κεφαλαίο. Γιατί ο Φιντέλ ενσάρκωνε όσο κανείς τη λέξη και το θυμικό της. Επανάσταση
που εκείνος ξεκίνησε κι' εμείς πιστέψαμε, αγαπήσαμε, ονειρευτήκαμε, παραμυθιαστήκαμε
μα, πάνω απ' όλα, κράτησε ζωντανή - όχι ως καρικατούρα - να δικαιώσει την ύπαρξή
της. Το θεατρικό βέβαια εκτυλίσσεται σε μιαν άλλη επανάσταση, τη Γαλλική, όμως το
ζητούμενο παραμένει: Τρεις απεσταλμένοι της επαναστατικής κυβέρνησης πηγαίνουν στη
Τζαμάικα, αποικία των Άγγλων, για να μεταλαμπαδεύσουν την εξέγερση στους
σκλάβους. «Πατρίδα των σκλάβων είναι η εξέγερση. Πάω στον αγώνα οπλισμένος με
τις ταπεινώσεις της ζωής μου…» Επαναστατικά ιδανικά, αλληλεγγύη, αφοσίωση,
θυσία, δισταγμός, προδοσία, ματαίωση, όλα μπερδεμένα ένα κουβάρι, μέσα από την
επώδυνη αυτογνωσία, γιατί θέλει κότσια ν' απαρνηθείς τη βολή - ακόμα κι' αν
αυτή είναι οι αλυσίδες σου, με φόντο την αποικιοκρατική δυστοπία και προβληματισμό
τραγικά επίκαιρο. «Η επανάσταση είναι μάσκα θανάτου, ο θάνατος είναι μάσκα
επανάστασης» επαναλαμβάνει ο Μύλλερ. Είχε πέσει η αυλαία κι’ ένας γέρος
γενειοφόρος μεταξύ των θεατών με χακί αμπέχονο, εν μέσω χειροκροτημάτων και
επευφημιών παρέμεινε στήλη άλατος, ανέκφραστος, σκεφτικός. Διέκρινα και μίαν ανεπαίσθητη
μελαγχολία.
27/11
Ήμουνα στο χωριό όταν διάβασα τα δυσάρεστα
μαντάτα: Πεθαίνει! Ουδέποτε είχα πολλά πάρε δώσε μαζί της. Θυμάμαι μού άρεσε η μικρή
αδερφή της - κάποτε μάλιστα ήμουνα ερωτευμένος μαζί της. Τα χρόνια κύλησαν κι'
η ζωή πήρε το δρόμο της ερήμην των δικών μας επιθυμιών. Άκουγα γι' αυτή συχνά
πυκνά στις ειδήσεις και βλεπόμαστε σε κάθε ευκαιρία, η σχέση μας όμως παρέμενε
όπως παλιά: τυπική με δόση αμοιβαίας συμπάθειας. Τώρα βρίσκεται καθηλωμένη στο
κρεβάτι. Το ήξερα, ατύχησε η κακομοίρα να πέσει σε γιατρούς σκιτζήδες - ο ένας
τής έλεγε το κοντό του ο άλλος το μακρύ του. Κι' όλοι την κοιτούσαν στη τσέπη…
Ήταν κι' εκείνοι οι άξεστοι χωριάτες στο δίπλα κρεβάτι που είχαν κάνει τον
θάλαμο κέντρο διερχομένων - φωνές, χαχανητά… λες και βρίσκονταν σπίτι τους. Πώς
να τη σκαπουλάρει το κορίτσι; Κορίτσι δηλαδή τρόπος του λέγειν. Μεγαλοκοπέλα, από
σπίτι - δε λέω - παλιό αρχοντικό. Γερό τούβλο, άντεξε ουκ ολίγα, τι να το
κάνεις όμως; δεν μπορεί να κρύψει τα χρονάκια του - όπως η σπιτονοικοκυρά του.
Το κοινό μας σπίτι δεν θα το αφήσουμε ποτέ να καταρρεύσει… λένε οι γιατροί. Τι
ωραία!… χτυπάω παλαμάκια να τής δώσω κουράγιο. Είμαι μόνος. Κόσμος και ντουνιάς
κάποτε στη δούλεψή της - την κοπάνησαν όλοι για τα μικρο-υποστατικά τους μπας
και σώσουν τίποτα. Κακομοίρηδες σέμπροι μια ζωή… Από το παράθυρο μαζί με αλαλαγές
θριάμβου και εμβατήρια ακούω «ο παλιός κόσμος πέθανε!…» Σκύβω και τι να δω. Εκείνοι
από το παρελθόν: Νεκροζώντανοι με χέρια βουτηγμένα στο αίμα, ξεκοιλιασμένοι,
ακρωτηριασμένοι, μυαλά χυμένα!… Ήμαρτον! Η φρίκη είναι ο νέος κόσμος που πέθανε
τον παλιό; Κλείνω το παράθυρο σφραγίζω τα πατζούρια - να περάσει τουλάχιστον τις
τελευταίες ώρες της ειρηνικά. Οι σκιτζήδες συσκέπτονται - λέει - να μοιράσουν
τις θέσεις των επισήμων στη κηδεία! προσκάλεσαν και τον παλιό έρωτά μου -
μαθαίνω - είναι στο δρόμο. Κρατάω το, ίδιο με άψυχο, χέρι της. Είναι κάτασπρη
σα το πανί, αυτή που κάποτε έλαμπε κι' όλοι - ακόμα κι' εκείνοι - τρέχανε στο
κατόπι για ένα βλέμμα της! Αλίμονο και
τώρα τρέχουν - ακούω το ποδοβολητό τους, έρχονται…
22/11
Ας μιλήσουμε για συνωμοσίες της ξεφωνημένης
πραγματικότητας, συνωμοσίες που μάς φτιάχνουν. Σα σήμερα φάγανε τον Κέννεντυ.
Ήμουνα μικρό παιδάκι και θυμάμαι το τηλεφώνημα της θείας μου απ’ το Αμέρικα όταν
περίλυπη μάς ανήγγειλε την είδηση. Τον πιάσανε τον δολοφόνο μαμά; Αμέ! Ένας
σαλεμένος ήταν, κάποιος Λη Χάρβεϊ Όσβαλντ. Ποιανού καλούμενου δάχτυλο θα
πατούσε τη σκανδάλη να φάει τον καλό πρόεδρο; Ο ίδιος πάντως αρνήθηκε τη
κατηγορία. Δεν είχε προλάβει να καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός κι' ο δολοφόνος δολοφονήθηκε.
Ένας ρουφιάνος τής αστυνομίας ονόματι Τσακ Ρούμπι ήταν ο δράστης. Πέρασε
ανενόχλητος τον αστυνομικό κλοιό και τού τη μπουμπούνισε μπροστά στις κάμερες! Να
εκδικηθεί για τη δολοφονία του προέδρου ισχυρίστηκε. Αυτόν πρόλαβαν και τον
δίκασαν, τον καταδίκασαν και μέσα σε δυό χρονάκια τον πέθαναν - έτσι ειπώθηκε -
στη ψειρού από καρκίνο. Κι’ όταν τούς τέλειωσαν όλοι οι ζωντανοί ήρθε καπάκι η
σειρά του Ρόμπερτ, αδερφού του Τζον… Θυμάμαι το δεύτερο τηλεφώνημα από την
περίλυπη πάλι και ταραγμένη θεία. Τι τρέχει επιτέλους στη γη της ελευθερίας;
Ποιοι είναι αυτοί οι κακοί που απεργάζονται τη δυστυχία και εξυφαίνουν
συνωμοσίες να φάνε όσους καλούς έχουν απομείνει; Το όνειρο είχε αρχίσει στα
μάτια της να θολώνει… Το ίδιο βλέπω και στα φοβισμένα μάτια τής Μαρίνας Όσβαλντ
κοιτώντας φωτογραφίες τής εποχής στο διαδίκτυο. Σε τι καμίνι βρέθηκα άθελά μου από
τη παγωμένη Ρώσικη πατρίδα… ποιος τη ζωή μου ποιος τη κυνηγά; μοιάζει να λέει.
21/11
Δέκα χιλιάδες εξήντα δύο ήταν το νούμερο
που ζήλευα. Το μοναδικό. Γενικά δεν ζηλεύω και ειδικά δεν ζηλεύω νούμερα. Όμως
με δαύτο, τι παράξενο, με έπιανε ζήλια, ζήλια και των γονέων σάς λέω! Και
ξέρετε, είμαι σε μία ηλικία που ζηλιάρης δείχνεις φαιδρός - το λέω αυτό με κάθε επιείκεια προς τον εαυτό
μου για να μη πω τίποτα πιο βαρύ. Θα το πω λοιπόν για να ξαλαφρώσω. Είχα
καταντήσει έρμαιο της ζήλιας μου, φυλακισμένος σε ορθάνοιχτο κελί, εμμονικός ανθρωπάκος,
γυρολόγος του εφήμερου - προς άγρα επιβεβαίωσης, «νούμερο» (σαν αυτό που
ζήλευα) στα μάτια των άλλων! Για να γλυκάνω την απόγνωση πήρα σβάρνα τους
ειδικούς. Ψυχολόγοι και ψυχαναλυτές ήταν οι πρώτοι που επισκέφθηκα. Όλοι
ανεξαιρέτως απορούσαν μαζί μου ισχυριζόμενοι ότι το μοναδικό υπαρκτό πρόβλημά
μου ήταν πως ταλανιζόμουν με κάτι παντελώς ανάξιο λόγου. «Μα ακόμα κι’ έτσι να
είναι όπως τα λέτε, δεν είναι πρόβλημα;» ρωτούσα. Αυτοί κατηγορηματικοί:
«Είσαστε απολύτως υγιής. Τόσο υγιής όσο όλοι οι άλλοι…» «Μα εγώ βρε παιδιά
ζηλεύω τρελά το καταραμένο νούμερο!» κουράστηκα να επαναλαμβάνω. Τίποτα, το
ίδιο βιολί εκείνοι. Ένοιωθα ότι μιλούσα σε κουφούς και - αμφιβολία δεν έχω - το
ίδιο ένοιωθαν και εκείνοι για μένα. Είχα απελπιστεί. Τελευταίο αποκούμπι βρήκα στις
μάγισσες και στις χαρτορίχτρες, ένας φίλος μού μίλησε γι’ αυτές, εγώ σοβαρός
άνθρωπος (που λέει ο λόγος) ουδέποτε πίστευα σε τέτοιες σαχλαμάρες αλλά και δεν
είχα τίποτα να χάσω. Δε θα το πιστέψετε, εκεί βρήκα την υγειά μου. Λοιπόν, να
μη πολυλογώ, το νούμερο αυτό με είχε μαγέψει! Με ρωτούσαν και στην αρχή δεν
καταλάβαινα: «Αγαπάτε;» «Έχει σημασία; Δεν θυμάμαι…» απαντούσα παπαγαλίζοντας
με ερώτηση, μισο-αληθινά μισο-κουτοπόνηρα. «Αγάπη δείχνει η γυάλινη σφαίρα» μού
λέγανε σιβυλλικά. Ο γρίφος λύθηκε στα χαρτιά όταν άκουσα αυτό που είχα αρχίσει
να υποψιάζομαι μα διψούσα να το επιβεβαιώσω: «Το νούμερο που σάς έχει μαγέψει
είναι απόδειξη ότι εκείνη σάς αγαπάει». Δέκα χιλιάδες εξήντα δύο σκιρτήματα χαράς
σε κλάσματα δευτερολέπτου συντάραξαν το κορμί μου! «Κι' εγώ, κι' εγώ πολύ!» έκανα
έξω φωνή και ως δια μαγείας τα μάγια λύθηκαν, η ζήλια μέσα μου εξαφανίστηκε και
η καρδιά φτερούγισε απαλλαγμένη από το βάρος.
20/11
Ο Αλ Ντιμέολα είναι ο Αλ Καπόνε της κιθάρας,
αρχηγός, αδιαφιλονίκητος, δαιμόνιος, αδίστακτος, επαγγελματίας, ταγμένος
εξολοθρευτής της μετριότητας! Είναι αυτοσχεδιαστής με Α κεφαλαίο, κιθαρίστας με
Κ κεφαλαίο, μουσικός με Μ κεφαλαίο, οι νότες κυλάν στις φλέβες του, μελωδία είναι
η ανάσα του, αρμονία η σκέψη του, ρυθμός ο χτύπος της καρδιάς του. Είναι όλα
αυτά και, υποκλινόμενος στο μέγεθος του μουσικού επιτρέψτε μου, αμετροεπής.
Χάνει το μέτρο. Όχι το μουσικό, το άλλο. Και είναι κρίμα γιατί οι φράσεις του
κάθε άλλο από κενές περιεχομένου ή έλλειψη πρωτοτυπίας και φαντασίας
διακρίνονται, το αντίθετο μάλιστα. Ακούγοντάς τον χτες το βράδυ αγαλλίασα και
κουράστηκα. Κουράστηκα γιατί σα να μην ήξερε που να βάλει φρένο, σα να μην
ήθελε να βάλει φρένο στην ακατάσχετη επίδειξη δεξιοτεχνίας χάριν των επευφημιών
τού εκστασιασμένου ακροατηρίου: Τι παίζει ο άνθρωπος! παπάδες! Αν με διαβάζεις
Αλ, πίστεψέ με, η άνευ λόγου επίδειξη βιρτουοζιτέ, αυτά τα συνεχόμενα ατέλειωτα
«μακαρόνια» προς κατανάλωση πεινασμένων ακροατών, αποδυναμώνει τη τέχνη σου.
Είναι σα ξεκοίλιασμα με γκουρμεδιά μακαρονάδα που την ευχαρίστηση χαλάει η
δυσφορία…
17/11
Ας μιλήσουμε για επετείους. Ο γέρος ακούει
Πολυτεχνείο και πωρώνεται! Τότε ήταν Πατησίων και Στουρνάρη γωνία. Σήμερα δεν
είναι εκεί. Έφυγε. Νομίζω ότι πήγε προς Ζωγράφου μεριά. Έχει Πολυτεχνείο και
στη Θεσσαλονίκη. Και στη Πάτρα, και στη Κρήτη, και δε ξέρω γω πού αλλού. Ένα -
δύο - τρία - πολλά Πολυτεχνεία! Τότε φαίνεται πως δεν ήμασταν της μπολικαδούρας
όπως σήμερα. Λίγα και καλά. Στο Πολυτεχνείο που λέτε είχαν κλειστεί μέσα
φοιτητές. Φώναζαν ψωμί - παιδεία - ελευθερία. Σήμερα έχουμε λίγο κι' απ' τα τρία.
Τότε είχαμε χούντα. Η χούντα τα πήρε μαζί τους στο κρανίο κι' έστειλε τα τανκς
να καθαρίσουν. Ήταν βράδυ. Ένα γκρέμισε τη πύλη του Πολυτεχνείου όπου ήταν
ανεβασμένοι τσούρμο. Πέσανε σα τα σταφύλια! Το είδα αυτό που σάς λέω στη
τηλεόραση. Έγινε χαμός! Μπουκάραν οι μπάτσοι και βαρούσαν στο ψαχνό. Πολλοί
σκοτώθηκαν. Άλλοι φάγανε το ξύλο της
αρκούδας. Στο Πολυτεχνείο, λέει ο γέρος, φύσηξε το αεράκι της λευτεριάς που
σάρωσε τη χούντα. Από τότε γιορτάζουμε την επέτειο. Έτσι να το θυμόμαστε γιατί
φαίνεται μάς λείπει. Τότε επαναστατούσανε. Σήμερα; Κόβουν φλέβα από τη
βαρεμάρα! Όπως ο γέρος μου. «Πέρασαν τα χρόνια και αλλάξαμε, κάποιοι από μάς
πέθαναν» μού είπε χτες. Ρε μπας έχει κι' αυτός πεθάνει και δεν το 'χει
καταλάβει; Το Πολυτεχνείο επιμένει. Ακόμα ζει. Εγώ κάθε επέτειο κατεβαίνω και
το γλεντάω με τους μπάτσους. Από τους κολλητούς μου πάντως είναι ζήτημα αν ένας
δύο ξέρουν τι έγινε. Δε πειράζει. Κι’ έτσι καλό κάνει. Τι θα κάναμε χωρίς αυτό;
Μάθημα… Γι' αυτό σού λέω: Άστο εκεί μια
φορά το χρόνο να το γιορτάζουμε. Γουστάρω τις επετείους. Μάς θυμίζουν πράγματα
που έχουμε ξεχάσει. Γιατί είμαστε άνθρωποι ξεχασιάρηδες. Ξεχνάμε γαμώτο πολύ
και γρήγορα.
15/11
Ας μιλήσουμε για ελπίδα. Απ’ αυτή
ξεκίνησαν όλα. Ένας την ενσάρκωσε όσο κανένας άλλος. Ο Ομπάμα. Τον ακούω ήδη να
βγάζει λόγο μα η φωνή του χάνεται στη βουή του χρόνου μαζί με τις κατάρες και
τα αναφιλητά των ζωντανών του πολέμου, τις γκρεμισμένες προσδοκίες των
απόκληρων. Τον βλέπω κάθιδρο να αγωνιά για την υστεροφημία του. Τον νοιώθω μόνο,
απελπιστικά μόνο. Πού πήγαν όλοι; Τρέχουν να προϋπαντήσουν τον νεοεκλεγέντα
Τραμπ; μέρα γιορτής δεν τού άξιζε. Τη δημοκρατία γιορτάζουμε που ξεκίνησε απ’
αυτόν εδώ τον τόπο, ακούγεται απ’ τα μεγάφωνα. Χειροκροτούν οι στημένοι, διαγκωνίζονται
οι καμεραμάν, τρελαίνονται τα φλας. Καλά, δεν έχει ψυλλιαστεί κανένας τι
γίνεται; Θεέ ήμαρτον! Κάνε αυτός ο λόγος να’ ναι ο τελευταίος… Το κάποτε λαμπερό
χαμόγελό του βγαίνει με το ζόρι. Τα χέρια του τρέμουν. Θέλει όσο τίποτα να
κάνει τσιγάρο μα η πολιτίκαλυ κορέκτ εικόνα το απαγορεύει. Είναι κάτασπρος σα
το πανί. Τού φέρνουν ένα ποτήρι νερό, ακόμα ένα. Να πάνε τα φαρμάκια κάτω, να
καταπιεί ότι δεν καταπίνεται. Κάποιος φωνάζει: Ο πρόεδρος δεν είναι καλά!
Πέφτουν αστραπιαία πάνω του δεκάδες νοματαίοι και τον εξαφανίζουν σηκωτό.
Αναταραχή στο κόσμο. Λένε πως μάλλον δεν θα ξαναβγεί στο βήμα. Διαδίδεται ότι
είναι βαριά, ίσως πέθανε. Μερικοί ελπίζουν ακόμα.
13/11
Ο Ντόναλντ είναι ένας Αλέξης στο πιο
γκλάμουρους. Κι’ οι δύο δηλωμένοι αντισυστημικοί, κι’ οι δύο κόντρα στο
κατεστημένο. Και το κυριότερο που κάνει τη διαφορά από τους αντιπάλους τους:
Κι’ οι δύο εξπέρ στο χάιδεμα των αυτιών του κοσμάκη. Βέβαια τα μεγέθη του
ακροατηρίου διαφέρουν, το ίδιο κι’ η δυναμική τους, η ουσία όμως παραμένει ίδια
και στους δύο. Κάθε εξουσία, «συστημική» ή «αντισυστημική», κόφτεται να ’ναι
ευχάριστη και η κωλοτούμπα είναι
μονόδρομος. Ο Αλέξης μετεκλογικά έκανε θεαματική κωλοτούμπα σε σχέση με τις
προεκλογικές εξαγγελίες του. Το ίδιο θα κάνει κι’ ο Ντόναλντ. Και οι δύο δεν
νοιώθουν υπόλογοι στο ακροατήριό τους. Γιατί ξέρουν πως τα αυτιά έχουν ένα
κοινό χαρακτηριστικό: Μπορεί να χαϊδεύονται στο διηνεκές! Αρκεί να βρεις το
πώς. Και αυτοί το ’χουν! Φουσκώνουν σα τα κοκόρια από αυτοπεποίθηση γιατί έχουν
πιστέψει πως, επειδή το ’χουν, πάντα θα τους βγαίνει. Αμ δε… Όσο ψηλά κι’ αν
ανεβάσουν τον πήχη άλλοι παραμυθάδες, καλύτεροι απ’ αυτούς, θα τους
ακολουθήσουν στο κατόπι. Κι’ όταν νοιώσουν τη καυτή ανάσα τους στο σβέρκο θα τη
κάνουν μ’ ελαφρά πηδηματάκια αφήνοντας πίσω τους συντρίμμια. Οι ίδιοι βέβαια άλλα λένε. Μα αυτός είναι κομουνιστής, εγώ είμαι φιλελεύθερος! φωνάζει ο Ντόναλντ… Μα αυτός είναι καπιταλιστής, εγώ είμαι αριστερός! φωνάζει ο Αλέξης… Και, οφείλω να παραδεχτώ, έχουν το δίκιο τους. Και το να εξισώνεις τον μισαλλόδοξο, ρατσιστή και σεξιστή Ντόναλντ με τον Αλέξη το βρίσκεις σωστό; ρωτάτε δικαιολογημένα. Απαντάω λοιπόν: Εγώ όχι, οι Αμερικάνοι που τον ψήφισαν ναι. Στα μάτια των περισσοτέρων ο Ντόναλντ δεν είναι τίποτα απ' αυτά. Είναι ο δυναμικός, ικανός και πετυχημένος πατερούλης που θα τους τραβήξει από την ανέχεια. Είναι αυτός που δεν περίμενε να πάρει το γκουβέρνο για να λαδώσει τ' άντερό του, που αξίζει να δοκιμάσει ο βρεγμένος γιατί τη βροχή δεν τη φοβάται, αυτός που έχει άστρο και ήρθε η ώρα του. Ο Ντόναλντ, γι' αυτούς που τον ψήφισαν, είναι ο Αμερικάνος Αλέξης - τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Έπειτα αυτά τα «συντρίμμια» τι υπερβολή! Εξαρτάται πως θα τα δεις: Τα «συντρίμμια» για κάποιους, είναι «έργο» για κάποιους άλλους. Και βέβαια αυτοί οι «κάποιοι άλλοι» σπάνια είναι ο κοσμάκης. Αυτός ψήφισε; Τελείωσε! Θα τον θυμηθούν ξανά στις επόμενες εκλογές. Μα μέχρι τότε θα χαϊδεύουν τ’ αυτιά του σε κάθε ευκαιρία για να ’ναι ζεστά στη «μεγάλη μάχη» της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης. Τα παραμύθια σε όλους αρέσουν και δεν γίνεται διαφορετικά. Χωρίς παραμύθια ο βίος θα ’ταν αβίωτος…
Απέχουμε πολύ από το να μπορούμε δίχως Ντόναλντ και Αλέξηδες. Αμφιβάλλω αν θα τα καταφέρουμε ποτέ.
12/11
Είχα βρει ένα μπλε μπουφάν στα
παλιατζίδικα όταν καρφώθηκε στο μυαλό μου εκείνο το μπλε αδιάβροχο που
τραγούδαγε ο Λέοναρντ Κοέν και πως κάπου εκεί κοντά θα πρέπει να βρίσκεται. Και
ταξίδεψα πολύ πίσω, τότε που πρωτάκουσα την ιστορία του, κι' είχα κλάψει όχι
για τη χαμένη γυναίκα μα για τη μοναξιά, γιατ' ήμουνα κι' εγώ πολύ μόνος. Θα ήταν
σήμερα ένα κλασσικό αντρικό αδιάβροχο με τη πατίνα του χρόνου στο γιακά και τα
μανίκια, φθαρμένο πολύ αν το είχαν μονοφόρι. Ποιος άραγε ο τελευταίος
ιδιοκτήτης του; Εκείνος, ο αντίζηλος, ο «δολοφόνος αδερφός» του τραγουδιού; Μήπως
κάποια γυναίκα που τής θύμιζε τη μυρωδιά του; Αν το εύρισκα, μπορεί και να
μάθαινα… Βγήκα στο δρόμο με το μπλε παλιομπουφάν μου στο χέρι, να ψάξω, και τριγύρισα,
ρώτησα, απόκαμα από τον ποδαρόδρομο, μα χωρίς αποτέλεσμα. Κι' όσο δεν το '
βρισκα τόσο η μοναξιά με πλημμύριζε όπως τότε. Βράδιασε, τα παλιατζίδικα ένα
ένα κατέβαζαν ρολά. Μέσα Νοέμβρη κι' ο καιρός ακόμα ζεστός. Είχα βαρεθεί το
άρρωστο Καλοκαίρι. Ας έβρεχε τουλάχιστον να 'βγαιναν τ’ αδιάβροχα στους δρόμους,
να 'πνιγε τη μοναξιά στο δάκρυ ο ουρανός, να λαμπύριζαν - αναπτήρες αναμμένοι -
οι σταγόνες της βροχής, να 'ταν υγρά τα βλέμματα, μοναχικά τα βήματα, μπορεί και
να στεκόμουνα τυχερός… Κι’ αν δεν εύρισκα το ονομαστό εκείνο μπλε αδιάβροχο που
είχα αγαπήσει δε πειράζει, όλο και κάποιος μπορεί να το φορούσε. Αρνιόμουνα να
πιστέψω πως δεν υπάρχει.
9/11
Πάνε κι’ οι εκλογές στο Αμέρικα. Να’ χαμε
κι’ άλλες να βγάζαμε και τη κακομοίρα τη Χίλαρυ που έφτασε καταϊδρωμένη μέχρι τη
πηγή μα νερό δεν ήπιε… Ο πρέζιντεντ θα ’χει χεστεί απ’ τη χαρά του. Μ’ αρέσει ο
Ντόναλντ ο μουρντάρης. Δεν πάω το γούστο του, μα περί ορέξεως ουδείς λόγος. Αναμφίβολα
όμως ο άνθρωπος σε τούτες τις εκλογές είχε κάτι να παρουσιάσει. Από την άλλη η
Χίλαρυ τι είχε; Τον γερο - Μπιλ;… Αυτός όταν ήταν μπάνικος έγινε πλανητάρχης. Κάθε
πράγμα στο καιρό του που λέει ο σοφός λαός - και ο Αμερικάνικος δεν αποτελεί
εξαίρεση. Σήμερα οι καιροί θέλουν Ντόναλντ… Το γιατί είναι από άλλο ανέκδοτο.
Μα αυτός, ο απαίσιος, να γίνει πλανητάρχης; λένε οι πολιτικάντηδες. Γιατί όχι παρακαλώ;
Αυτός ο απαίσιος τούς πήρε και τα σώβρακα! Ας κοιταχτούν στο καθρέφτη μπας και
δούνε τη γύμνια τους. Στη χώρα των ίσων ευκαιριών όλοι έχουν δικαίωμα στο
όνειρο… Το Αμέρικα με τα καμώματά του εξακολουθεί
να μάς γεμίζει φόβο, μαζί και ελπίδα. Με τον Τραμπ στο τιμόνι δείχνει πλοίο που
μακραίνει - κι’ οι ναυαγοί τού κόσμου ακόμα πιο μόνοι. Μάς κοψοχόλιασε, μα θα
γυρίσει.
7/11
Δυστυχισμένες υπάρξεις οι φωτογραφίες. Κι’
όμως, ξεκίνησαν με ενθουσιασμό και μίαν αύρα αθανασίας τιθασεύοντας τον χρόνο
προς δόξα τής στιγμής. Γρήγορα κατάλαβαν το μάταιο τού εγχειρήματος και
περιέπεσαν σε κατάθλιψη. Οι ευχάριστες στιγμές στη ζωή τους έγιναν μετρημένες.
Μια φορά στο τόσο, όταν άκουγαν φράσεις όπως «ωραία είναι αυτή… θυμάσαι;…» Και
γρήγορα το σκοτάδι της λησμονιάς τις πλάκωνε ξανά. Όταν πόζαραν στις
γαριασμένες σελίδες των φωτοάλμπουμς τις ροκάνιζαν βασανιστικά τα τρωκτικά και
η χωματερή φάνταζε στα μάτια τους λύτρωση. Στη καλύτερη, περίμεναν τον παλιατζή
να καταλήξουν σε μια αντικερί παρέα με αμέτρητες αδελφούλες τους μήπως και
εκτιμήσει τα κάλλη τους κάποιος συλλέκτης. Σήμερα λίγα έχουν αλλάξει γι' αυτές.
Το χαρτί που ξεφυλλίζονταν κι’ είχε μια ζεστασιά, το 'τρωγαν και τα ποντίκια, έδωσε
τη θέση του στο γυαλί της οθόνης. Κάποιες από συνήθεια εξακολουθούν να
ξεφυλλίζονται με το έτσι θέλω, σα κουρδισμένες, σε κορνιζωμένες οθόνες δίκην
διακοσμητικού μπιμπελό στα σαλόνια. Οι υπόλοιπες περιμένουν τη λύτρωση ξεχασμένες
σε στικάκια και σκληρούς δίσκους. 6/11
1/11
Ο μικρός Δημοσθένης είναι σκέτη γλύκα. Δεν
ξέρω αν στο διάβα τού βίου του και λόγω ονόματος αγαπήσει τη ρητορική,
ασχοληθεί με τη πολιτική, ή την δικηγορία, δεν ξέρω αν οι άλλοι θα κρέμονται
από τα χείλη του, ξέρω όμως ότι σαν μεγαλώσει θα κάψει καρδιές. Μαλλί κατάξανθο
μεταξένιο, μάτια γαλανό τού ανέφελου ουρανού, χέρια και πόδια μοσχομυριστά
μπουρεκάκια, δάχτυλα ακριβές μινιατούρες. Και κλάμα καθόλου! Μοναχά αναγνώριση
διαρκείας. Περιεργάζονταν εξονυχιστικά τους πάντες και τα πάντα. Τόσες φάτσες άγνωστες,
τόσες αγκαλιές, τόσος σαματάς, τόσες φαλτσαδούρες δεν τον πτόησαν ούτε στιγμή.
Αντίθετα, έδειχνε να διασκεδάζει! Απορίες βέβαια το παιδί θα είχε μπόλικες, τις
μαζεύει μια και καλή γι' αργότερα. Προς το παρόν περιορίστηκε σε γελάκια και συλλαβές,
κουνώντας χέρια πόδια στο ρυθμό των τραγουδιών. Το «δέκα μικρά αραπάκια» ήταν,
αφιερωμένο εξαιρετικά, για τον Δημοσθένη που βάλθηκε να με ακομπανιάρει μπερδεύοντας
τα δαχτυλάκια του στις χορδές της κιθάρας. «Τού αρέσει, θα γίνει κιθαρίστας!» είπε
ένας φίλος. Αγαπούλα μου Δημοσθένη, με κιθάρα ή χωρίς, πάντα να κλέβεις τη
παράσταση!
31/10
Μ’ αρέσει ο μονόλογος. Είναι τόσο ευρύχωρος!
Αρχίζεις να λες, να λες… Κι’ ο άλλος, κατά βούληση, ακούει ή δεν ακούει. Κι’ αν
ακούει μα τον χαλάνε τα λεγόμενά σου, βάζει το καπελάκι του στραβά και
αποχωρεί. Ή αρχίζει να λέει κι' αυτός. Τα δικά του, αυτό που γίνεται πάντα
δηλαδή. Ούτε άκουσε με το έτσι θέλω, ούτε απάντησε ντε και καλά. Μονόλογος να’
ναι, ερωτήσεων ή απαντήσεων το ίδιο κάνει. Αν και εγώ με τις απαντήσεις από
μικρό παιδί είχα ένα θέμα. Όλες μού φαίνονταν κάπως. Δεν με ικανοποιούσε καμία
- ακόμα κι’ αυτές που βόλευαν. Προτιμούσα τις ερωτήσεις, οι ερωτήσεις τα λένε
όλα. Να μένουν στη μοναξιά τους αναπάντητες, κάποτε παραπονεμένες, κάποτε
χαρούμενες, κάποτε δικαιωμένες με ανεπαίσθητο ειρωνικό χαμόγελο στο χειλάκι
τους. Μ’ αρέσει ο μονόλογος και για έναν επιπλέον λόγο. Είναι αληθινός! Σα το
χιόνι, σα τη φωτιά, όπως λέει ένας φίλος. Αληθινός ακόμα και στο ψέμα του. Δεν
παριστάνει, δεν υποκρίνεται, δεν κάνει νάζια, ούτε κόνξες. Και, κυρίως, δεν
έχει αυταπάτες ότι διαλέγεται. Ξέρει πως θα παραμείνει μόνος, έτσι όπως ήρθε κι’
όπως κάποτε θα φύγει. Και έχει γλυκά συμφιλιωθεί μ’ αυτό.
29/10
Έναν έναν χάνω τους πολυπληθείς αναγνώστες
μου και μάλλον θα πρέπει να αρχίσω να σκέφτομαι σοβαρά να ασχοληθώ με κάτι
άλλο. Χτες μια φίλη καρδιακή μού μήνυσε θυμωμένη ότι δεν πρόκειται να με
ξαναδιαβάσει γιατί το μόνο που με νοιάζει είναι να γράφω τις «σοφίες» μου. Επιπλέον,
απαξιώ να απαντάω στα σχόλια των άλλων. Δεν έχει άδικο. Σίγουρα ως προς το
πρώτο. Βέβαια με νοιάζουν και άλλα. Η κιθάρα ας πούμε με νοιάζει και με παρανοιάζει.
Και το χαζολόι με νοιάζει - τελευταία τη βρίσκω να χαζεύω τα σύννεφα και να
ταξιδεύω μαζί τους. Ως προς το δεύτερο, επίσης δεν έχει άδικο. Θα το σχολιάσω
με μία δημόσια εκμυστήρευση: Τι να απαντήσω; Να μπορούσα να' λεγα κάτι, να
υπερασπιζόμουνα τα λεγόμενά μου, να αντέκρουα τα επιχειρήματα των άλλων, να φαινόμουνα
μαχητικός - κοτζαμ' άντρας, να τα 'παιρνα στο κρανίο, γιατί όχι να' ριχνα και
με το δίκιο μου που και που καμία χριστοπαναγία όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος.
Έτσι θα 'δινα έτσι σκυτάλη για βήμα στους αναγνώστες μου, θα ερχόμασταν πιο
κοντά, θα πιάναμε κουβεντούλα στη κουτσομπόλα, θα έμπαιναν κι' άλλοι στη
κουβεντούλα μας, θα γινόμασταν όλοι στη παρέα φιλαράκια, θ' ανέβαινε η αναγνωσιμότητα του μπλογκ μου. Μακάρι
να μπορούσα… Είναι να «το' χεις» πού λένε.
28/10
Αντιγράφω από το ποντικοφαγωμένο ημερολόγιο
τοκετών τού μαιευτηρίου:«Λυκαυγές ημέρας Πέμπτης μηνός Οκτωβρίου του τρέχοντος έτους προσήλθον επειγόντως εις το μαιευτήριον κατόπιν συστάσεώς μου η κυρία και ο κύριος ...(δυσδιάκριτο όνομα) και ακολούθως η εγκυμονούσα εισήχθη πάραυτα εις τον προθάλαμον τοκετών. Αι ωδίναι τού τοκετού είχον αρχίσει από την πρωίαν τής προηγουμένης βαίνουσαι σταδιακώς εντονότεραι. Εκτιμών ότι ο τοκετός ήτο θέμα ολίγου χρόνου, έδωσα εντολήν εις την μαίαν όπως προβεί εις τα δέοντα προκαταρτικά. Όμως, προς έκπληξιν μου, ο χρόνος παρήρχετο και τοκετός δεν διεφαίνετο παρά ωδίναι και μόνον ωδίναι. Ουδέποτε συνήντησα κατά την διάρκειαν της μακράς επαγγελματικής σταδιοδρομίας μου παρομοίου μεγέθους χρονικήν υστέρησιν εις υπερ ώριμον τοκετόν. Περί την μεσημβρίαν της Παρασκευής, ανήμερα της εθνικής επετείου, διαπίστωσα το πρωτοφανές: Το έμβρυον είχεν επιστρέψει εις τα ενδότερα τής μητρικής κοιλίας ευρισκόμενο εις θέσιν εκ διαμέτρου αντίθετον από την αναμενομένην ωσάν να μην επιθυμούσε να εξέλθει. Επιπροσθέτως αντελήφθην ότι ο ομφάλιος λώρος είχεν περιελιχθεί δίκην βρόγχου εις τον λαιμόν τού εμβρύου. Θα ήμουν απολύτως βέβαιος δια το απευκταίον εάν δεν επέμενεν ο κτύπος της παλλόμενης καρδίας του. Ταυτοχρόνως αφουγκράσθην απροσδιόριστον τινα ήχον ο οποίος την μίαν ομοίαζεν με κλαθμόν γοερόν, απαρηγόρητον τολμώ να είπω, την άλλην ως επίμονος φλογερά διαμαρτυρία. Μία λέξις ηκούετο ευκρινώς: Όχι. Ίδιον με το πάνδημον όχι των Ελλήνων εις τον κατακτητήν, ωσάν ο πατριωτικός οίστρος της ημέρας και τα παιανίζοντα εκ τού ραδιοφώνου εμβατήρια να μην το είχον αφήσει ανεπηρέαστον. Καίτοι αντίθετος προς την ιατρικήν δεοντολογίαν, η πεποίθησίς μου εδραιώθη: Εις τον εν λόγω τοκετόν το έμβρυον εφαίνετο πράττον το κατά δύναμιν ίνα μη εξήρχετο εκ τής κοιλίας τής μητρός του! Ακολούθως ενημέρωσα τον γεννήτορα διακινδυνεύων την πρόβλεψιν ότι μηδαμιναί ελπίδαι υπήρχον όπως γεννηθεί εν ζωή, λέγων επί λέξει: Η επιστήμη εις παρομοίους περιπτώσεις υψώνει τας χείρας υψηλά καταθέτουσα τα όπλα και εναποθέτουσα την ελπίδαν εις τον Παντοδύναμον. Ειλικρινώς δεν γνωρίζω εάν εις την εν λόγω, μοναδικήν διά τα ιατρικά χρονικά, περίπτωσιν τοκετού εξήλθεν νικήτρια η επιστήμη ή ετέρα ανωτέρα δύναμις, καθότι τελικώς ολίγον προ τού μεσονυκτίου εγεννήθη δια καισαρικής τομής, ως εκ θαύματος και τονίζω παρά την θέλησιν του, έν υγιέστατον άρρεν νεογνόν. Δια την ιστορίαν αναφέρω ότι δεν είχον εξέλθει εκ της κοιλίας της μητρός του παρά μόνον τα οπισθιά του όταν, αντί καλημερίσματος, αφόδευσεν εις χείρας της μαίας.»
22/10
Σε άφησα και νοιώθω τύψεις. Χωρίς τη
συντροφιά σου έχω μαραζώσει. Περιδιαβαίνω χαζεύοντας την έρημο της κουτσομπόλας
σα να μη έχω κάτι καλύτερο να κάνω, σα να' χω άφθονο χρόνο για ξόδεμα στις
εικονικές συναναστροφές των καιρών. Και να πεις αγάπη μου ότι το φχαριστιέμαι;
Αμ δε. Ένα λάικ και με το ζόρι. Μια μουσική πού πόσταρε ο Δημήτρης με συγκίνησε.
Είχε θέμα, μελωδία, συναίσθημα και ανάσες, κυρίως ανάσες. Τι να κάνω δηλαδή, να
πατάω λάικ και καρδούλες και ουάου με τη σέσουλα για να μη στεναχωρήσω τους
φίλους μου και να αρέσω στους φίλους των φίλων μου για να κάνω κι' άλλους
φίλους; Και λοιπόν; Τους φίλους μου τούς στεναχωρώ δια ζώσης έτσι κι' αλλιώς μ'
αυτά που λέω. Και τα λέω όχι για να τους στεναχωρήσω μα γιατί τα πιστεύω, αφού
φίλος ανειλικρινής με μάσκα ευχάριστου διαρκείας - νομίζω - δε λέει και, είμαι
βέβαιος, ούτε οι ίδιοι θα τον ήθελαν. Τους άλλους, τους πολυπληθείς εικονικούς
φίλους μου - καλά να' ναι οι άνθρωποι, μήπως θα τούς δω ποτέ; Και πάντοτε
αναρωτιόμουνα, υπάρχει φιλία χωρίς επαφή; Εσύ τι λες αγάπη μου; Έρωτας ναι. Μακριά
σου έχω γίνει ένας αποσυνάγωγος, ένας ξένος παράξενος. Ένας απροσάρμοστος γραφικός
στα μάτια των άλλων. Μα ούτε μ' ενδιαφέρει, ούτε έχω μάτια για άλλους πέρα από
τα δικά σου. Και μέχρι να τα ξαναδώ θα παραμείνω άπατρις βεδουίνος, γυρολόγος
χωρίς αιτία στη ρημάδα ερημιά που εξαφανίζει εντός της ό,τι αξίζει. Γιατί - δε
μπορεί - κάτι αξίζει, αλίμονο αν πιστέψουμε το αντίθετο.
14/10
— H χαρά
μου δεν περιγράφεται. The times they are a-changin'!… — Νόμπελ ειν' αυτό… πως κάνεις έτσι;
— Έλα ντε, ούτε ο ίδιος θα χαίρεται!
— Βλέπω τον νομπελίστα να γρατζουνάει τη κιθάρα του βαριεστημένα και να σκαρώνει τραγούδι αφιερωμένο στη Σουηδική ακαδημία: It ain't me baby II. Εξάλλου ο ίδιος ουδέποτε δήλωσε λογοτέχνης, ούτε ποιητής, ούτε καν' μουσικός: Δεν θα 'θελα καθόλου να΄μαι ο Μπαχ, ο Μότζαρτ, ο Τολστόι, ο Τζο Χιλ ή ο Τζέιμς Ντην, έχουν όλοι πεθάνει.
— Εγώ πάντως, επιμένω, χαίρομαι. Χαίρομαι κι' ας ξέρω, είναι δικός μου άνθρωπος, πως δεν το είχε ανάγκη. Τον γνωρίζω καλά πάνω από σαράντα χρόνια. Τόσο καλά όσο τον εαυτό μου. Έχουμε κάνει παρέα ατέλειωτες συζητήσεις που μάς βρήκαν το ξημέρωμα, έχουμε τραγουδήσει παρέα την άμμο της θάλασσας, έχουμε ερωτευτεί, έχουμε ονειρευτεί, έχουμε κλάψει παρέα.
— Πάρ' το χαμπάρι, αυτό που φοβότανε έχει γίνει: Ο κολλητός σου έχει προ πολλού πεθάνει! Αυτό το νόμπελ μοιάζει περισσότερο με μνημόσυνο…
— Forever young! Ίσως το νόμπελ της καρδιάς, αν υπήρχε τέτοιο, θα τού ταίριαζε περισσότερο.
…
8/10
Μα τι κάνουν οι πολιτικοί; αναρωτηθήκαμε
συζητώντας με ένα παλιόφιλο και συμφωνήσαμε: Αυτοί καλά είναι… Εμείς;… Δεν
ξέρω, όπως νοιώθει ο καθένας. Συμφωνήσαμε και σε κάτι άλλο: Αυτή η συζήτηση μάς
προξενούσε δυσανεξία. Ουδεμία έκπληξη. Κάποτε συζητούσαμε, θέλαμε να συζητάμε,
πρώτα για τη πολιτική, κι' ύστερα για τους πολιτικούς που πίστευαν σ' αυτή, όσο
πίστευαν, και την έκαναν πράξη. Τώρα κάνουμε το αντίθετο. Φταίει η συγκυρία; Η
ζοφερή περιρρέουσα ατμόσφαιρα που δύσκολα σε αφήνει ανεπηρέαστο; Το ότι
μεγαλώσαμε και βλέπουμε τα πράματα από διαφορετική σκοπιά; Δυσανεκτούντες λοιπόν
τραβήξαμε τη συζήτηση όσο πήγαινε μέχρι που πέσαμε σε μποτιλιάρισμα και
σταματήσαμε. Σταματημένη και η πολιτική, μποτιλιαρισμένη κι' αυτή. Μα, ευτυχώς,
ο δρόμος άνοιξε να πάμε παρακάτω. Βιαζόμαστε, είχαμε κλείσει ραντεβού. Εξαίσια
μουσική μάς περίμενε. Στη σκέψη της και μόνο η δυσανεξία εξαφανίστηκε και μάς κυρίευσε ευφρόσυνη
προσμονή. Όπως κάποτε που συζητούσαμε για πολιτική! Σύμπτωση; Ασφαλώς όχι. Ήταν
η επιλογή μας πολιτική πράξη.
5/10
Ανωνυμία τέλος! Αν πληκτρολογήσετε την
αφεντομουτσουνάρα μου στο γκουγκλ θα δείτε ότι βγαίνει κάτι άξιο λόγου, ε κοτζαμ'
διευθυντής επί των οικονομικών υπηρεσιών δεν κρύβεται με τίποτα. Φουσκώνω σα
κοκόρι από περηφάνια. Ένα απωθημένο των τελευταίων πενήντα, και βάλε, χρόνων εξαφανίστηκε.
Το μυστικό; Σκληρή δουλειά! Ας είναι καλά και η τεχνολογία που βάζει με το έτσι
θέλω τα πράματα στη θέση τους. Βγαίνουν βέβαια, ακόμα, και κάποιοι άλλοι
άγνωστοι τύποι, κάτι ερευνητές κάτι ποδηλάτες… και πάντως όχι διευθυνταί. Θα
φροντίσω να εξαφανιστούν και αυτοί όπως το απωθημένο μου, τώρα που έκανα την
αρχή δεν κρατιέμαι με τίποτα. Θέλω να΄ μαι μόνος στο ψαχτήρι, ΜΟ-ΝΟΣ. Τόσο καιρό
δηλαδή που έλαμπα δια της απουσίας μου και αυτοί αλώνιζαν ήτανε καλά; Η επωνυμία αγαπητοί έχει όρια, πέντε λεφτά -
είπε ο Γουόρχολ - είναι υπέρ αρκετά. Εσείς κατσικωθήκατε στο σβέρκο της και δεν
λέτε να ξεκουμπιστείτε! Ήρθε η σειρά μας μάγκες, αρκετά χαρήκατε τα καλούδια
της… Τι είναι αυτά που λες μπαμπά; πας καλά; με ρωτάει η κόρη μου που διαβάζει αυτά
που γράφω. Δες εδώ αγαπούλα μου, τής λέω και δείχνω στο γυαλί το λάφυρο των
κόπων μου. Πφφ… κάνει με μορφασμό απαξίωσης …Σαν αυτόν να φαν κι' οι κότες… Έγινα
Τούρκος μα δεν το έδειξα για ευνόητους, αντιλαμβάνεσθε, λόγους. Εξ' οικείων τα
βέλη γαμώτο; Ε αυτό δεν το περίμενα. Άμα ούτε η κόρη σου δεν σε καταλαβαίνει
άντε να σε καταλάβουν οι άλλοι…
1/10
Περνάνε οι Παρασκευές χτυπώντας κάρτα στο
Γιώργο, το ψητοπωλείο, στη Ροδόπολη που κάποτε μύριζαν ρόδα και τώρα τσίκνα. Με
αστεία, ευφυολογήματα, χαχανητά… περνάνε ευχάριστα οι Παρασκευές μας. Κι' είναι
εκεί όλη η παρέα να επιβεβαιώσει με τη παρουσία της το πέρασμά τους, σα να
καταγράφει εν είδει απουσιολόγου το καλώς τρέχειν του χρόνου. Έτσι έγινε και τη
τελευταία. Ασφαλώς ήμουνα κι' εγώ εκεί. Ένα σουβλάκι, μία πατάτες και μια μπύρα
στη μέση, το τίμημα της παρουσίας μου. Είναι φορές που νοιώθω ότι έχω κάτι
καλύτερο να κάνω τις Παρασκευές μου, αλλά το καθήκον με καλεί. Ποιο είναι αυτό;
Μα να υπογράψω κι' εγώ το παρουσιολόγιο. Γιατί οι Παρασκευές τρέχουν και δεν
περιμένουν εμάς να τις καταγράψουμε, παρά το μόνο που τελικά κάνουμε στο Γιώργο
είναι να καταγράφουμε ανελλιπώς τη δική μας παρουσία. Άμα λείπει κάποιος
αναρωτιόμαστε: Καλά, πού είναι ο τάδε;
τον ψάχνουμε. Απουσιάζει δικαιολογημένα; Κι' αν ναι, τι τού συμβαίνει; τον
νοιαζόμαστε. Μια δυο τρεις αδικαιολόγητες να κάνει, ε δικαίως τότε θα ξεχαστεί,
θα διαγραφεί από τη λίστα. Και μετά άντε να' βρει άλλο Γιώργο, άλλους
συμμαθητές, άλλο παρουσιολόγιο. Άλλες Παρασκευές…
30/9
Αν απέμενε μόνο μια λέξη σ' ένα κόσμο
χωρίς λόγο, ποια θα θέλατε να είναι; Το ερώτημα αυτό απευθύνθηκε σε 14χρονους
μαθητές. Η «αγάπη» κέρδισε με βραχεία κεφαλή την «ελευθερία» και ακολούθησαν από
μία ψήφο η καθεμιά οι λέξεις «πολιτισμός», «πατρίδα», «δικαίωμα», «αμφιβολία»,
«ευτυχία», «χαρά», «φιλότιμο», «ευχαριστώ», «ευγνωμοσύνη», «αρχηγός», «έλεος»
και «εντάξει». Ενδιαφέρουσες οι απαντήσεις των νέων μα το «εντάξει» είναι, κατά
τη γνώμη μου, όλα τα λεφτά. Ιδού πως επιχειρηματολόγησε ο μαθητής για την
επιλογή του: «Είναι μια λέξη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πολλές έννοιες,
ανάλογα με το χρώμα που τής βάζουμε, π.χ. ερωτηματικά, καταφατικά, προστακτικά
κ.α., άρα θα μπορούσαμε να επικοινωνούμε με κάποιο τρόπο, χωρίς να παραβαίνουμε
τον κανόνα της μιας λέξης.» Εσείς τι θα απαντούσατε; Μία απ' αυτές; Κάποια άλλη; Δεν ξέρω / Δεν απαντώ; Εγώ πάντως, μετά από αυτό, σκέφτομαι μήπως τα τόσα «εντάξει», οι καθ' ημάς λογής «ενταξιότητες» όπως τις λέω και τις οποίες δεν χάνω ευκαιρία να περιγελώ, δεν είναι τίποτ' άλλο παρά έκφραση προσπάθειας για μεταξύ μας επικοινωνία. Γιατί λέμε «εντάξει…» στα άβολα, ζορισμένοι, όταν θέλουμε να ξεφύγουμε, να πάμε τη κουβέντα παρακάτω χωρίς όμως να γκρεμίσουμε τις γέφυρες, να ζητήσουμε συμφωνία, συγκατάθεση, να δηλώσουμε αποδοχή, σύγκλιση, συνεννόηση, συμβιβασμό με τον άλλο. Ένα επίρρημα λοιπόν είναι η κιβωτός της επικοινωνίας μας, η τελευταία σανίδα να πιαστούμε; Γιατί όχι; Αφού τα ουσιαστικά φαίνεται πως στέγνωσαν από ουσία στα μάτια ενός 14χρονου, εγώ, ο πενήντα φεύγα, αντί άλλης πρότασης το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να σιωπήσω. Ή άντε να πω άλλο ένα «εντάξει…»
28/9
Στα μάτια μου έπεσε το αλφαβητάρι του
Δημοτικού υπό τον τίτλο «Τα καλά παιδιά», έτσι τα γούσταρε το καλό αλφαβητάρι, σε
αυτά απευθύνονταν, αυτά διαφήμιζε. Καίτοι αρχαίο, τίποτα δεν έχει αλλάξει από
τότε μέχρι σήμερα. Αχ αυτά τα «καλά» παιδιά των μπαμπάδων και των μαμάδων τους…
Πού δεν αντιμιλάνε και κάνουν αδιαμαρτύρητα αυτό που τους λένε, που πνίγουν το
θέλω μέσα στα πρέπει. Πόσο βολεύουν! Σήμερα τους ίδιους τους γονιούς, τις
γιαγιάδες, τους παππούδες . Αύριο φίλους, συγγενείς, γνωστούς, δασκάλους, γκόμενους, συζύγους,
προϊστάμενους, αφεντικά, αρχηγούς… σχοινί κορδόνι πάει το βασίλειο. Κι’ εμείς,
οι γονιοί, τα διαφημίζουμε με καμάρι, «καλό», «σεβαστικό», «υπάκουο», «ευγενικό»,
«καλόβολο»…! Κι’ οι υπόλοιποι παπαγαλάκια, από δίπλα σιγοντάρουν εν χορώ: τι
καλό παιδί! Και τα ίδια ασφυκτιούν από τις προσδοκίες των άλλων για πάρτη τους,
φυλακισμένα μέσα στην «ατσαλάκωτη» εικόνα τους. Θέλουν κάποτε να σταματήσουν επιτέλους
να είναι τόσο «καλά» για τους άλλους, παρά μόνο για τον εαυτό τους, αλλά… Πώς
να το καταφέρουν; Βάρος ασήκωτο η «καλοσύνη»…
24/9
Ποια είναι η καλύτερη θέση να κάθεσαι στο
τραίνο; Αυτή προς τη φορά που πηγαίνει ή αντίθετα; Το ερώτημα αυτό με
απασχόλησε χτες στον ηλεκτρικό πηγαίνοντας προς κέντρο. Καθόμουνα αντίθετα, με
πλάτη στο προορισμό μου, κι΄ έβλεπα τη Κηφισιά να ξεμακραίνει. Αυτό δεν ήθελα;
Να φτάσω μια ώρα αρχύτερα στο Θησείο να ιδώ την έκθεση ζωγραφικής της φίλης μου.
Μα κι' αλλιώς να καθόμουνα πάλι ωραία θα ήτανε, θα έβλεπα το θέλω μου να
ζυγώνει. Τελικά τι είναι προτιμότερο, να κοιτάμε αυτά που αφήνουμε ή αυτά που
περιμένουμε να βρούμε; Κάποιοι λένε το δεύτερο μα δεν είμαι σίγουρος, είναι
βλέπετε συνήθως τα οικεία που μένουν πίσω. Από την άλλη απ' τα ίδια και τα ίδια
ζητάμε να ξεφύγουμε. Μπροστά μας τ' άγνωστα πολλά υποσχόμενα που εξάπτουν τη
φαντασία, μάς φτιάχνουν, και κάνουν τη καρδιά να χτυπάει δυνατά στη γλυκιά
προσμονή… Ο χρόνος πέρασε πιο γρήγορα κι' απ' το τραίνο που με πήγαινε. Έφτασα
στο Θησείο, πήγα στο χώρο της έκθεσης, μα τη βρήκα κλειστή, τηλεφώνησα στη φίλη
να της πω το πάθημά μου, με παρηγόρησε, τής είπα ίσως θα ξαναπάω σήμερα, ίσως αύριο,
ίσως ποτέ, και να' μαι στο τραίνο της επιστροφής. Κάθισα πάλι με πλάτη στο
προορισμό. Κι' έβλεπα να ξεμακραίνει ολοένα και περισσότερο κάτι που πριν από
λίγο ήθελα πολύ, μα τώρα δεν ήταν τίποτα περισσότερο παρά ανάμνηση μιας ατυχούς
συγκυρίας. Ήμουνα ευχαριστημένος.
23/9
Tης Ξανθίππης σήμερα. Άγια γυναίκα, καλή
της ώρα όπου βρίσκεται. Δύο κουβέντές της έχουν μείνει στο μυαλό μου: «όποιος
δεν παίζει χαρτιά δεν πάει στο παράδεισο» και «καλή η τύχη, μα αν δεν την
βοηθήσεις λιγάκι έχασες…» Δεινή περί τα χαρτοπαιχτικά η γιαγιά μου και
εξαιρετική στο να κάνει αυτό που ήθελε. Πάντα έκανε αυτό που ήθελε και δεν το
έβαζε κάτω. Θυμάμαι κάποτε με ρώτησε: «Ψιψί (αυτός ήμουν’ εγώ) τι θέλεις να
μαγειρέψω για να φάμε το μεσημέρι;» και συνέχισε «ψύχρα έχει, λέω να φτιάξω
κάνα όσπριο». Εγώ τη ψυλλιάστηκα τη δουλειά: «Ότι θέλεις γιαγιά εκτός από
φακές». Ε το μεσημέρι με περίμεναν φακές! Έμεινα σύξυλος. Φακές που εκείνη
υπεραγαπούσε κι’ εγώ μισούσα, το μοναδικό, κυριολεκτώ, φαί που δεν έτρωγα και
το ήξερε. Και φυσικά δεν φάγαμε μαζί. «Φάτες μόνη σου τις φακές!» τής είπα κι' έφυγα. Μετά
από λίγο η Ξανθίππη: «Ψιψί μου… δεν το κατάλαβα… έλα να σε φιλήσω… εσύ είσαι το
αγαπημένο μου εγγόνι…» Ήμουνα το αγαπημένό της εγγόνι; Ίσως. Μα και το λιγότερο
«σεβαστικό», έτσι έλεγε. Πώς συνδυάζονταν αυτά τα δύο; Άβυσσος η ψυχή του
ανθρώπου… Όπως και να' χε, κι’ εγώ αγαπούσα τη γιαγιάκα μου. Κι’ ας ήτανε φορές
που μ’ έκανε Τούρκο…
18/9
Ξεφύλλιζα τις φωτογραφίες στο γυαλί του
υπολογιστή, αυτές απ’ το ταξίδι στην Ισπανία, όταν έπεσε μπροστά μου το ποίημα
του Auden «Ισπανία» γραμμένο τον Απρίλη του 1937 στη
δίνη του εμφύλιου, μεταφρασμένο από τον Σεφέρη:
…
Αύριο για τους νέους οι ποιητές ξεσπώντας
σα τις μπόμπες,
Οι περίπατοι στη λίμνη, κι οι
εβδομάδες τέλειας επικοινωνίας·
Αύριο οι
ποδηλατοδρομίες
Τα καλοκαιρινά βράδια στα περίχωρα. Αλλά
σήμερα ο αγώνας.
Σήμερα η αυτόβουλη αύξηση των
κινδύνων του θανάτου,
Η συνειδητή παραδοχή της ενοχής στον
αναπόφευκτο φόνο·
Σήμερα το ξόδεμα
δυνάμεων
Στο ανούσιο εφήμερο έντυπο και στο
βαρετό συλλαλητήριο.
Σήμερα οι ψευτοπαρηγοριές: το
μοιρασμένο τσιγάρο,
Τα τραπουλόχαρτα στο μισοφώτιστο
αχερώνα, η ξεγδαρμένη μουσική,
Κι οι βωμολοχίες·
σήμερα το
Ψηλάφισμα για τ’ άχαρο αγκάλιασμα
προτού βγεις να χτυπήσεις.
Πέθαναν τ’ άστρα. Τα ζώα δεν
κοιτάζουν.
Μονάχοι με το μεροκάματό μας, κι
είναι ο καιρός μετρημένος
Κι η Ιστορία
στους νικημένους
Μπορεί να λέει Ουαί, αλλά μήτε βοηθά
μήτε σχωρνάει.
Τι σύμπτωση! Έψαχνα την καλύτερη
φωτογραφία από την Ισπανία και βρήκα το καλύτερο ποίημα για την Ισπανία.
Σήμερα, ογδόντα χρόνια μετά, η Ισπανία του Auden, ή σωστότερα η αύρα της,
παραμένει ανέπαφη. «Νικητές» και «νικημένοι» βέβαια αποτελούν παρελθόν, το ίδιο
και οι μπόμπες. Μα ο ηλεκτρισμός στα βλέμματα, στην ομιλία, στις κινήσεις, στον
αέρα, είναι πανταχού παρών. Λες κι’ ο εμφύλιος δεν τελείωσε μα συνεχίζεται
αόρατος, λες και παλεύει να’ βγει από το χρονοντούλαπο της ιστορίας. Είναι
γιατί το φάντασμα του Λόρκα και των ποιητών που έφυγαν στον ανθό της νιότης, δε
λέει να ησυχάσει; Είναι η υποθήκη του Χέμινγουεϊ και του Όργουελ που διατηρεί
τη σπίθα ζωντανή; Είναι ότι έχει απομείνει από τους φλογερούς λόγους της Πασιονάρια;
Τα ασίγαστα πάθη; Ο άδικος πόνος που στέγνωσε και διψάει δικαίωση; Είναι ο
ψυχισμός των Ισπανών; Δεν ξέρω. Φαίνεται πως η λήθη δεν ξεχνάει!
…
Τι μού προτείνετε; Να χτίσουμε τη Δίκαιη Πολιτεία; Μπρος,
Συμφωνώ. Ή μήπως το αυτοκτονικό συμβόλαιο, το ρομαντικό
Θάνατο; Λαμπρά,
το δέχομαι,
Γιατί 'μαι ό,τι διαλέξετε, ό,τι αποφασίσετε. Ναι, είμαι η Ισπανία.
…
16/9
Τρέχω και δε φτάνω. Με τα διάφορα. Τα
τετριμμένα. Αυτά που δεν κάνω κέφι. Τα ασήμαντα. Τα σημαντικά έχουν μείνει στο
περίμενε. Η παλιοκιθαρίτσα μου το ίδιο. Κάθεται παράμερα λυπημένη. Γιατί μ'
έχεις παρατήσει; Δεν σ' έχω παρατήσει,
δεν έχω κέφι. Κατάλαβα… Μού γυρνάει πλάτη και συνεχίζει τη κουβέντα με τη διπλανή
της. Η άλλη την παρηγορεί. Μη στεναχωριέσαι, έτσι κυκλοθυμικός πάντα ήτανε…
Είναι κι' αυτή λυπημένη. Το βλέπω κι' ας μη θέλει να το δείχνει. Βλέπετε
ψηλομύτα, από σόι και φίρμα… Ενώ η άλλη φτωχούλα και ταλαιπωρημένη. Με
κουτσουρεμένο ηχείο και μονοφόρι μανίκι φαγωμένο. Αλλά γλυκόλαλη. Το ίδιο και
περισσότερο από τη ψηλομύτα. Τα όργανα έχουν φτιαχτεί για να τραγουδούν
ειδάλλως μαραζώνουν. Κι' εμείς το ίδιο. Κι' ας το' χουμε ξεχάσει. Κι' ας
νομίζουμε αλλιώτικα… Τρέχω και δε φτάνω λοιπόν. Τα διάφορα Σεπτεμβριάτικα με
τραβάνε απ' το μανίκι. Σ' αυτά σμίξανε και τα έκτακτα, έκτακτα τρόπος του
λέγειν. Όλα γνωστά κι' όλα γραμμένα μοιάζουν. Έτσι είναι, εσύ να τ' ακούς
αγαπητό μπλογκ μου. Μη νομίζεις ότι κομίζεις γλαύκας εις Αθήνας και ξιπάζεσαι.
Ξέρω, κι' εσένα έχω παραμελήσει. Κάθε τέτοιο καιρό συνήθως έκανα σχέδια. Πού
ουδέποτε εφάρμοζα αλλά μ' άρεσε να τα κάνω. Ήταν κάθε φορά μια πολλά υποσχόμενη
νέα αρχή. Σε μια ατέλειωτη σειρά παλιών. Φέτος δεν έχω κάνει. Μπορεί αργότερα… Είναι
φορές που φαντάζομαι τη κιθαρίτσα μου, τα τραγούδια, το μπλογκ, τις λέξεις… όλα
να γίνονται ένα και να ξεσηκώνονται να' ρθουν να με ξυλοφορτώσουν. Τόσες
μαγικές στιγμές ξεχασμένες γαμώτο; Τόση αγάπη πήγε στο βρόντο; Ησυχάστε. Κάντε
λιγάκι υπομονή, θα φτιάξουν τα πράματα. Χωρίς τη συντροφιά σας πού θ' αναζητήσω
παρηγοριά;
10/9
Sing street είναι η ζωή μέσα από τα μάτια ενός έφηβου,
που τρέχει σα τραίνο ακυβέρνητο. Είναι το όνομα της μπάντας που στήνει για να
ρίξει τον έρωτά του. Είναι η Ιρλανδία των 80s σα
γλυκόπικρο παραμύθι. Είναι και το όνομα της ταινίας κάποιου John
Carney
που με άγγιξε. Αναμνήσεις και νοσταλγία, τραγουδιστό δρομάκι στου Γκύζη, libido
και δωματιάκι με αυγουλιέρες στους τοίχους για μόνωση, μπάτσοι
κάθε τόσο απ' έξω «τι γίνεται εδώ; ενοχλείτε τους γείτονες…», το μικροκαμωμένο
γλυκό μελανουράκι που δε θυμάμαι τ΄ όνομά του με το σκισμένο τζιν κάθε απόγεμα,
«θα μού μάθεις κιθάρα; …» κι' εγώ να καρδιοχτυπάω, να ξεχνάω τ' ακόρντα που δεν
ήξερα, να καθυστερώ στις πρόβες, κι' ο κολλητός μου να τα παίρνει στο κρανίο,
μα η μπάντα μας ήταν «οι λίμπιντο», όλα ήταν λίμπιντο. Και να' τος σήμερα ο
τραγουδιστός δρόμος στο σινεμά, πολύχρωμος, ευαίσθητος, ονειροπόλος,
ερωτευμένος, να' τος και ο μπάτσος στημένος στη γωνία «πηγαίνατε αντίθετα στο
ρεύμα, τρελαθήκατε; θα σκοτώσετε κανέναν…», και πράγματι, αφηρημένος όπως
σκεφτόμουνα τη ταινία, πήγαινα αντίθετα στο ρεύμα, σα τραίνο ακυβέρνητο,
ευτυχώς που το κατάλαβε η Μουτσουνίτσα μου, μα με κατάλαβε κι' ο καλός μπάτσος
και μου' πε να φύγω. «Δεν ήμουν εγώ που πήγαινα τρελά κύριε πόλισμαν, είναι η
ζωή που πάει έτσι…» ήθελα να του πω μα δεν του είπα, κι' έφυγα.
5/9
Ανησυχώ. Συνέχεια βρίσκω λόγους να
ανησυχώ. Τι να κάνω δηλαδή, να γίνω αναίσθητος; Δεν ζω μέσα στο κόσμο; Δεν
βλέπω τριγύρω μου; Όλοι ανησυχούν. Τα πράματα πάνε από το κακό στο χειρότερο.
Εδώ που τα λέμε πάντα έτσι πήγαιναν. Με κάποια φωτεινά διαλείμματα. Πού τώρα
διάλειμμα ν’ ανασαίναμε λίγο… Να σκαγε ένα χαμόγελο στο πικραμένο χειλάκι μας… Overdose
πίκρας βλέπετε. Πίκρα διαρκείας. Κι’ overdose ανησυχίας.
Έμαθα να ζω ανησυχώντας. Όπως ανασαίνω και τρώω για να κρατηθώ στη ζωή. Κατά τ’
άλλα καλά είμαι.
Κι’ οι φίλοι συμμερίζονται την ανησυχία μου. Και οι φίλοι των φίλων μου. Έχουμε γίνει τόσοι πολλοί που λέμε να μαζευτούμε και να φτιάξουμε σύλλογο ανησυχούντων πολιτών. Ιδρυτικός σκοπός του η εμπέδωση της αξίας της ανησυχίας στη συνείδηση κάθε υπευθύνου πολίτη. Να νοιώσει ο καθένας από μας πώς δεν είναι ούτε μόνος, ούτε προβληματικός. Το αντίθετο, όσοι δεν ανησυχούν έχουν πρόβλημα. Εγώ πάντως δεν ξέρω κανένα τέτοιον.
Μη παρεξηγηθώ, έχω κι’ άλλα καλύτερα να κάνω στη ζωή μου από το ν’ ανησυχώ. Και θα τα κάνω. Μόλις καταλαγιάσει η ανησυχία μου. Δε μπορεί, κάποτε θα καταλαγιάσει. Τότε θ’ ανοίξω τα ψαλιδισμένα από την ανησυχία φτερά μου. Τότε θ’ απογειωθώ. Μέχρι τότε όμως υπομονή. Κάθε λογικός, σοβαρός, υπεύθυνος, μυαλωμένος και ρεαλιστής άνθρωπος το ίδιο θα έκανε. Και μη νομίζετε πώς ανήκω στους παραπάνω. Εγώ απλώς ανησυχώ.
Είναι και το άλλο: Η ανησυχία τραβάει τη δυστυχία σα μαγνήτης! Αυτό βέβαια δεν αφορά εμένα. Δεν έχω κανέναν απολύτως λόγο να είμαι δυστυχής. Απεναντίας. Σπίτι, δουλειά, υγεία, λεφτά, οικογένεια… όλα καλά. Μα, χωρίς να θέλω, συνεχώς σα να φλερτάρω με τη δυστυχία. Μιλάω συνέχεια για δυστυχία, σκέφτομαι συνέχεια τη δυστυχία. Λες και έτσι νοιώθω καλύτερα. Τα ευχάριστα περνάνε μπροστά από τα μάτια μου απαρατήρητα. Μού φαίνονται κυριολεκτικά ασήμαντα. Ενώ τα δυσάρεστα! Τι ηδονή θεέ μου, μιλάω γι αυτά κι’ ανατριχιάζω! Δε ξέρω τι να πω… Ανησυχώ… Ανησυχώ πως μού αρέσει να ζω δυστυχισμένος.
Προβληματισμοί αργόσχολου θα πείτε. Και με το δίκιο σας. Αφού οι πάντες το γνωρίζουν: Ο δυστυχής δεν έχει τη πολυτέλεια να διαφημίζει τη δυστυχία του. Τη βιώνει κάθε στιγμή. Μα σάμπως εγώ αυτό δε κάνω; Αυτό που βιώνω εγώ πώς λέγεται; Ευτυχία; Ελάτε καλοί μου άνθρωποι, ελεήστε τον συνεχώς ανησυχούντα δυστυχή. Φορέστε την ανήσυχη και δυστυχισμένη μουστσούνα σας για να με καταλάβετε. Να νοιώσετε κι' εσείς όπως εγώ. Να παρηγορηθώ. Ένα μυαλουδάκι έχω, κοντεύει να τρελαθεί, τα ματάκια μου τα βλέπουν όλα μαύρα κι' η καρδούλα μου είναι ακόμα πιο μαύρη. Τι είπατε; Όχι να το επαναλάβετε δυνατά, να το ακούσουν όλοι. Νομίζετε δηλαδή ότι καλαμπουρίζω; Τέτοια αναισθησία στο πόνο του συνάνθρωπου δεν έχω ξανασυναντήσει…
Δεν είναι λάφυρο το ταξίδι. Κανένα από τα μέρη που ταξίδεψα δεν έγινε δικό μου. Πόσο θα το ήθελα! Στη φάτσα ανέκφραστος, φαίνεσθαι της χάρτινης πανοπλίας μου, μα το μέσα έβραζε, η καρδιά σκιρτούσε, τα πόδια τρέμανε από τη γλυκιά προσμονή. Σε κάθε μέρος. Το ένα φαίνονταν ωραιότερο από το άλλο, οι ασχήμιες ως δια μαγείας εξαφανίζονταν από τα μάτια μου. Κάποια αφήσανε πιο βαθιές χαρακιές στη καρδούλα μου, σε κάποια δάκρυσα. Κι' όταν έφτανε η ώρα του γυρισμού έδινα υπόσχεση επιστροφής και παντοτινής αγάπης, σαν αυτή τού φαντάρου που πάει για το μέτωπο στην αγαπημένη του. Θα τη ξανάβλεπα; Κι’ αν τη ξανάβλεπα θα ’ταν ίδια με εκείνη που ήξερα; Μα μήπως κι’ εγώ θα ’μουνα ίδιος; Τι σημασία είχε; μάτια που δε βλέπονται γρήγορα ξεχνιούνται… Και αποζητούσα κάποιαν άλλη να γλυκάνω την απουσία, με τη ξεθωριασμένη στο χρόνο εικόνα τής παλιάς στη θύμησή μου, μέχρι να γίνει η καινούργια παλιά… Έμειναν όλες αγαπημένες.
Δεν είναι λάφυρο το ταξίδι να το
επιδεικνύεις, σα τον αρκουδιάρη το ζωντανό, στην ομήγυρη. Αν το κάνεις δεν
κατάλαβες τίποτα. Γιατί αν κάτι μένει από δαύτο - ευχής έργο θα 'τανε δηλαδή -
μια σταλιά σοφίας παραπάνω. Δεν είναι λάφυρο το ταξίδι, ανάμνηση, και μάλιστα
βραδυφλεγής, ναι. Τίποτα δεν καίγεται πιο αργά απ' αυτό. Κι' η φλόγα του εσαεί
γλυκιά θαλπωρή στη πορεία του βίου μέχρι να σβήσουνε παρέα. Απ' αυτή τη σκοπιά,
και μετά λόγου γνώσεως ως ειδικός, είναι η μόνη εξασφαλισμένη, άξια λόγου
επένδυση. Πιάνουν τόπο τα λεφτά που ξόδεψες για πάρτη του. Μαθαίνεις για να
ξεχνάς, τις αναμνήσεις ποτέ.
Δεν είναι λάφυρο το ταξίδι. Ακόμα και οι
μεγάλοι θαλασσοπόροι, που από μικρό παιδί βάζανε μπουρλότο στη φαντασία μου,
δεν βρήκαν σπιθαμή γης για πάρτη τους. Κι' οι τρομεροί και φοβεροί
κονκισταδόρες κατακτητές, λίγες φτυαριές χώμα αξιώθηκαν. Κι’ όμως ο κόσμος όλος
ήταν κάποτε δικός τους. Είχε ανοίξει διάπλατα την αγκαλιά του και τους περίμενε
μ' ανοιγμένα σκέλια. Έλα! Έλα σε θέλω πολύ!… Δεν είναι λάφυρο το ταξίδι, κάβλα
ναι. Κάθε φορά ανέραστος ξεκινάω να βρω τη γυναίκα του πόθου μου. Η φαντασία
μου άτι φτερωτό που καλπάζει. Μια φωνή ακούγεται εντός: Ένας καινούργιος
υπέροχος κόσμος περιμένει και σένα, ρούφηξε τους χυμούς του ως το μεδούλι!
Ιδανικός κι’ ανάξιος κονκισταδόρ των μακρυσμένων πόντων για μια θέση στην
αθανασία. Τη χαμένη από καιρό.
Δεν είναι λάφυρο το ταξίδι, δεν πιάνονται
λάφυρο οι καρδιές που καίνε. Γιατί ταξίδι είναι οι άνθρωποι. Μέσα στο χώρο
τους. Αυτά τα δύο πάνε πακέτο, το ένα καθορίζει το άλλο - δε χωρίζονται. Η
γυναίκα του πόθου μου είναι στη πόλη. Εκεί μένει. Στους δρόμους της, στα
μαγαζιά της, στις μυρωδιές της, πίσω απ’ τις γρίλιες, στο απέναντι μπαλκόνι… Στη πόλη πάντα πηγαίνω. Να ’βρω μαζεμένες σ’
αυτή τις μνήμες και τα χνάρια των ανθρώπων. Καλά τα δέντρα, τα βουνά, οι
λίμνες, τα ποτάμια… μα χωρίς ανθρώπους δε μού λένε απολύτως τίποτα. Αν κάποτε
γίνω κι’ εγώ φυτό, θα πιάσω στασίδι με θέα δίπλα τους να πεθάνω.
Δεν είναι λάφυρο το ταξίδι. Αναλογίσου το
πριν σαράντα χρόνια. Τότε που ξεροστάλιαζες να τη πάρεις με τη μηχανή. Κολλούσε
πάνω σου βδέλλα «Μη τρέχεις σε παρακαλώ, φοβάμαι…» κι’ ο πούτσος πύραυλος. Κι'
έτρεχες σα δαιμονισμένος μη σού κάτσει. Είχες κλείσει και δωμάτιο στο…
ξενοδοχείο: το τελευταίο πλατύσκαλο της σκάλας πριν τη πόρτα της ταράτσας, εκεί
όπου ήταν σκοτεινά και δεν περνούσε κανένας άλλος εκτός από τη μάνα σου όταν
άπλωνε τη μπουγάδα. Στο λεβητοστάσιο σάς έπιασε ο θυρωρός στα πράσα - πάντα
ταξίδευες γυρεύοντας… Σου 'μεινε λάφυρο ο διάδοχος, σε λίγο θα έχεις κι'
εγγονάκια… Κι' εσύ ακόμα βρε αθεόφοβε ξεροσταλιάζεις το ταξίδι πριν σαράντα
χρόνια σα να μη πέρασε μια μέρα!… Πριν μού πεις οτιδήποτε αναλογίσου μόνο πώς
ήσουνα τότε και πώς είσαι τώρα…
Αυτή που δεν ήξερα και ακόμα πασχίζω να μάθω είναι τη - σκέτη - πραγματικότητα, χωρίς φτιασίδια και επιθετικούς προσδιορισμούς. Δεν ταιριάζουν φαίνεται τα χνώτα μας. Μού φαίνεται κομμάτι ψωνισμένη, ότι καλά κι' έτσι περνιέται για αυθεντία κι' οι άλλες μπροστά της παρακατιανές, θυμίζει πουτάνα που θέλει να δείχνει καθωσπρέπει κυρία. Η - σκέτη – πραγματικότητα έχει πολλά πρόσωπα. Στην αρχή εμφανίζεται αμείλικτη. Γρήγορα γίνεται σοβαρή, πρόσωπο εμπιστοσύνης. Μετά αλλάζει βιολί, το παίζει μυξοπαρθένα, κάνει νάζια, κωλοτρίβεται… Και στο τέλος πριν το φχαριστηθείς τσεπώνει τα φράγκα και μη την είδες. Είναι «καρα-πουτάνα πραγματικότητα», «εικονική» και «επαυξημένη» και δεν ξέρω ποια άλλη ακόμα μαζί. Γιατί και οι άλλες δύο πουτανίτσες είναι, εντάξει ξεφωνημένες, κατέχουν όμως το άθλημα και γιατί να το κρύψουν; - οι πελάτες κάνουν ουρά! Αυτά σκέφτομαι και διασκεδάζω με τους δημοσιολογούντες επαΐοντες κινδυνολόγους , κοινωνιολόγους, συμπεριφοριστές, ανθρωπολόγους, ψυχολόγους, γκουρού της τεχνολογίας και κάθε πικραμένο, που ξορκίζουν τη «μη πραγματικότητα» για χάρη της μίας, μόνης και αληθινής. Τι καλά που θα ΄τανε να μάς λέγανε τουλάχιστον πώς την έχουν φανταστεί… «Γιατί μάς τραβάνε οι ξεφωνημένες και όχι οι «καθωσπρέπει» κυρίες; Πώς θα προφυλάξουμε τα παιδάκια μας από αυτές τις εξώλης και προώλης; Πού πηγαίνουμε επιτέλους;…» αναρωτιούνται και εξανίστανται οι εν λόγω κύριοι. Ψυχραιμία παρακαλώ… «Πηγαίνουμε όπου πηγαίναμε πάντα» είναι η απάντηση. Και τα παιδάκια μας μια χαρά είναι, και σίγουρα καλύτερα απ' όταν ήμαστε εμείς παιδάκια ή οι μπαμπάδες μας. Άλλαξαν οι καιροί κι' εμείς γαντζωμένοι, ίδιοι…
«Πήρα κόκκινα γυαλιά κι’ όλα γύρω σινεμά τα βλέπω» τραγουδούσε μια φορά κι’ ένα καιρό πρόωρος εραστής τής «μη πραγματικότητας» που ούτε ήξερε πώς να ζει, ούτε και πώς ν' αγαπάει. Πόσο επίκαιρη η άγνοιά του! Εμείς ούτε ξέρουμε ούτε προλαβαίνουμε! Ένα κουβάρι ήμαστε στους δρόμους τής τεχνολογίας που πάει με χίλια. Μπήκα λοιπόν κι’ εγώ στο γέρικο πασχαλινό αυγό μου, έβαλα μονοφόρι τ' αγαπημένα μαρόν γυαλιά, έπιασα το τραγουδάκι στο ραδιόφωνο, και ξεχύθηκα στους δρόμους της. Τίποτα δε με σταματάει! Έξυπνο κινητό - μού είπαν - έχω, θα πάρω κι’ ένα ζευγάρι γυαλιά της google να επαυξήσω τη πραγματικότητά μου στο πρώτο μαγαζί που θα 'βρω στο διάβα μου, κι’ όπου με βγάλει ο δρόμος. Τώρα αν μπερδευτώ ακόμα περισσότερο στο κουβάρι που λέγαμε, ε έχει ο θεός… Αφού δε γίνεται αλλιώς. Είπαμε: παιδί του καιρού μου κι’ εγώ θέλω να είμαι… Τουλάχιστον παρηγοριέμαι με τη σκέψη ότι ο τύπος που τραγουδούσε κάποτε θα έμαθε.
15/7
Εκείνο το βράδυ δεν έλεγε να τον πιάσει ύπνος. Παρά να στριφογυρνάει στο κρεβάτι άνοιξε το ραδιοφωνάκι. «Θα σε θυμηθώ σα τρελό φορτηγό, με τα φρένα σπασμέν…» Το 'κλεισε. Βραδιάτικα δεν ήθελε να ακούει δυσάρεστα. Σηκώθηκε και πήγε στον υπολογιστή μήπως χαλάρωνε σερφάροντας. Σύνδεση ανεπιτυχής - εδώ και μέρες ήταν ανεπιτυχής, το είχε ξεχάσει. Ξάπλωσε πάλι. Ξανάρχισε τα κοκορέτσια στο σεντόνι. Έκλεισε με το ζόρι τα μάτια και ξεκίνησε να μετράει προβατάκια που 'χαν την όψη φορτηγού κι' έτρεχαν δαιμονισμένα μήπως τον έπαιρνε ο ύπνος. Χάσιμο χρόνου. Σηκώθηκε. Άλλαξε σταθμό. «Σα τρελό φορτηγό με τα φρένα σπασμένααα…» Όλοι το ίδιο τραγούδι έπαιζαν. Αυτό το καταραμένο φορτηγό είχε στοιχειώσει τον ύπνο του! Δεν ήξερε τι να κάνει. Κι' όμως, ό,τι ήταν να γίνει είχε γίνει. Μακριά του. Κατέληξε πως δεν είχε λόγο να μένει ξάγρυπνος. Μα σκέψεις πιο μαύρες κι' απ' τη νύχτα τον ζώσανε ξανά. Αν το κακό έρχονταν κατά κει; Αν ο ψυχάκιας που καβαλούσε το τρόκι βρισκότανε στο διάβα του; Πάγωσε. Και τα πήρε μαζί στο κρανίο. «Τι θέλουν δηλαδή; Να κλειστούμε ελεύθεροι πολιορκημένοι μέσα στα σπίτια μας;» Για καλό και για κακό πήγε στην εξώπορτα να βεβαιωθεί ότι είχε διπλοκλειδώσει. Ξανά πίσω στο κρεβάτι. Ξανά το μάτι γαρίδα. Ξανά αγκαλιά με το ραδιοφωνάκι, τη συντροφιά του. Ν' ακούσει άλλη μια φορά το τρελό φορτηγό που είχε μάθει απέξω και άρχιζε να του αρέσει. Μα όχι, δεν ήταν εκεί, το ’κλεισαν στο τρελάδικο του κόσμου! «Σταυροφορία κατά των τρομοκρατών από όλο το πολιτισμένο κόσμο…» Δεν κρατήθηκε «Καλύτερα το φορτηγό!…» Η ώρα περνούσε κι' ο κούκος ξεκίνησε το δικό του λυπητερό τραγούδι. Φόρεσε το παντελόνι. Θα έβγαινε έξω να πάρει τουλάχιστον λίγο φρέσκο αέρα. Η φωνή τού εκφωνητή τού έκοψε τη φόρα. «Έκτακτη ανακοίνωση: Επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος! Απαγορεύεται η κυκλοφορία, μείνετε κλεισμένοι στα σπίτια σας…»
14/7
Αργόσχολος ναι, μα να πεις ότι είμαι άθεος θεός φυλάξει! «Τα ιερά λείψανα των αγίων Λουκά του ιατρού και Σεραφείμ Σαρώφ είναι στο ναό της αγίας Μαρίνας Εκάλης έως τις 17 Ιουλίου» διάβασα στο αναρτημένο απ' άκρη σ' άκρη της κεντρικής λεωφόρου πανό και δεν πίστευα στα μάτια μου. Λόγω κεκτημένης ταχύτητας το προσπέρασα. Άναψα τα φλας, σταμάτησα λίγα μέτρα πιο πέρα, ανέβηκα μισός πάνω στο πεζοδρόμιο να μην έχουμε κάνα ατύχημα, και γύρισα το κεφάλι 180 μοίρες έξω από το τζάμι να σιγουρευτώ. Δεν είχα κάνει λάθος! Τρόπος του λέγειν δηλαδή, αφού η νταλίκα που ερχότανε ξυστά χραπ μού πήρε το κεφάλι. Δεν πάρκαρα τουλάχιστον σαν άνθρωπος, να πεταχτώ στην εκκλησία να προσκυνήσω και ν' ανάψω ένα κεράκι στη χάρη τους; Γιατί άθεος για ν' αξίζω τέτοια νίλα, σάς είπα δεν είμαι. Κι' έμεινα, το κεφάλι μου δηλαδή, καταμεσής στην άσφαλτο με μάτια απλανή και στόμα ορθάνοιχτο να περιεργάζομαι το πανό όσο χρόνο μού απέμενε - και δεν ήταν πολύς. Αυτά παθαίνουν οι αργόσχολοι…
«Αυτά παθαίνουν οι περίεργοι!» είπε ο γενειοφόρος γιατρός στο προσκεφάλι μου. Είχα μόλις ανοίξει τα μάτια σε ένα άδειο δωμάτιο με φως ψυγείου. «Δεν είναι απλώς περίεργος, τον κόβω για άπιστο συνάδελφε!» Άπιστος εγώ; Γύρισα το κεφάλι να δω ποιος ήταν αυτός που έλεγε τέτοια πράματα για μένα και μιλούσε με βαριά ξενική προφορά, μα δε τα κατάφερα. Κατρακύλησα, το κεφάλι μου δηλαδή, και βρέθηκα στο πάτωμα. «Που πάς κακομοίρη…» είπε ο γιατρός. Με σήκωσε και με απίθωσε στο κρεβάτι, στη θέση μου - κολλητά στο σώμα. «…Ευκαιρία να κάνουμε κάνα θαύμα». Τότε κατάλαβα την οικτρή κατάστασή μου: περίμενα μόνο ένα θαύμα… Δεν ήξερα ούτε πού βρισκόμουν ούτε ποιοι ήταν τού λόγου τους, για να μιλάνε όμως για θαύματα σίγουρα δεν ήταν τυχαίοι. «Γύρισε το χρόνο πίσω γιατρέ» τόλμησα να ψελλίσω. Μια στιγμιαία λάμψη, μια αστραπή, και να ’μαι πίσω ξανά στο αυτοκινητάκι μου να οδηγώ. Όταν είδα το πανό με τα λείψανα των αγίων στο διάβα μου έκανα το σταυρό μου.
«Τι θέλεις;»
«Να σου πω μια καλημέρα.»
«Τι; Δεν ακούω…» Πέρασε σα σίφουνας ένα διοβολο-μηχανάκι με χαλασμένη εξάτμιση. «…Κατεβαίνω…» Έκλεισε το συρταρωτό τζαμιλίκι του γραφείου και κατηφόρισε βαριεστημένα τη σιδερένια γυριστή σκάλα. Ήρθε δίπλα μου. «…Πες μου.»
«Μια καλημέρα.»
«Καλημέρα. Τι θα’ θελες;»
«Να σου πω μόνο μια καλημέρα Νίκο, γι’ αυτό πέρασα.»
«Καλημέρα…» είπε ξανά και με κοίταξε καλύτερα. «…Δεν σε θυμάμαι γαμώτο.»
«Που να με θυμάσαι, βλεπόμαστε μια στα πέντε χρόνια! …Το λαδί φόρεστερ…»
Τα μάτια του έφυγαν από πάνω μου και καρφώθηκαν στο ταβάνι. Έκανε σα να' φερνε τα πίσω μπρος και ζοριζόταν. Έξυσε το αξύριστο πηγούνι. Το τριβείο πήρε μπροστά και σήκωσε σύννεφο άσπρης σκόνης. Σα τη Πυθία εν μέσω αναθυμιάσεων με θυμήθηκε.
«Ναι… με το φόρεστε που χτύπαγε η ηλιοροφή… Τι πέντε χρόνια μου λες μωρέ, αυτό ήταν τότε που' μασταν καλά!»
Γιατί τώρα τι έχουμε; (Είπα να κάνω χιούμορ μα κρατήθηκα. Δεν ήμουνα κι' εγώ στα καλύτερά μου.)
«Μπορεί.»
«Που να σε θυμηθώ έτσι όπως έχουμε γίνει… Αλαλιάσαμε φίλε!»
«Όλος ο κόσμος.»
«Κάθισε, να σε κεράσω ένα καφεδάκι.»
«Δεν θέλω, σ’ ευχαριστώ. Ήδη έχω πιει δύο. Απλά πέρασα για μια καλημέρα στο συμπατριώτη μου.»
«Όπως αγαπάς».
«Τι κάνει το νησί;»
«Που να ξέρω… Λες να βούλιαξε κι' αυτό;»
«Δε πας κατά κει;»
«Πλάκα μου κάνεις; Έχω να πατήσω πέντε χρόνια. Αν βγεις απ' το σπίτι σου λεφτά θέλεις. Πούντα; Μήπως τα είδες εσύ; Μέχρι σήμερα μάς πηγαίνει γαμιώντας!»
«Κύριε Νίκο θα το δεις;» μπήκε σφήνα το μαστόρι.
Ο Νίκος είπε μισό ναι και συνέχισε.
«Ξέρεις τι καίει αυτός ο διάολος; Τον φούρνο ήδη τον σταμάτησα. ΔΕΗ χρωστάω, ΙΚΑ χρωστάω, ΤΕΒΕ χρωστάω, εφορία χρωστάω, τα ανταλλακτικά είναι πανάκριβα, κι' οι ασφαλιστικές σου λένε: εγώ τόσα δίνω, αν θέλεις φτιάξτο, αν δε θέλεις κόψ' τον λαιμό σου. Ορίστε, όλα αυτά εδώ που βλέπεις κάθονται και περιμένουν… Και τι να πεις στο πελάτη, δε στο φτιάχνω γιατί δε βγαίνω; Κύριε, σού λέει, εγώ έχω ασφάλεια. Γι' αυτό πληρώνω! Πού να ξέρει…, αλλά ούτε και τον ενδιαφέρει εδώ που τα λέμε»…
Το τριβείο γκάζωσε και τρύπησε τ' αυτιά. Ένας κοπρίτης σκέτη γλύκα φάνηκε στο κατώφλι. Έκανε γαβ, φταρνίστηκε, και πήρε δρόμο. Αυτή η σκόνη είναι τοξική… σκέφτηκα και ο γλύκας γύρισε πίσω κουνώντας πέρα δώθε την ουρά του. Στο κατόπι του ένα διαλυμένο τρίκυκλο - «όλα τα παλιά αγοράζωωω…» τσίριζε το βραχνιασμένο μεγάφωνο - με δυο γύφτους καβάλα. Κατέβηκαν και φόρτωσαν από τα σκουπίδια τη μεταλλική ταμπέλα που έγραφε με μεγάλα ξεθωριασμένα γράμματα «ΦΑΝΟΠΟΙΕΙΟ». Και από κάτω με μικρότερα «ΟΛΕΣ ΟΙ ΜΑΡΚΕΣ», εκεί όπου κάποτε έγραφε «ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΜΕΝΟ ΣΟΥΜΠΑΡΟΥ».
Έλεγα «πού θα πάει δε μπορεί, θα φτιάξουν τα πράματα…» όταν το άσπρο σύννεφο απ' το τριβείο βγήκε από τη τζαμόπορτα θεόρατο τζίνι κι’ έσμιξε με το καυσαέριο. Μάς αγκάλιασε και σα σε μπαλόνι πάνω, απ' αυτά τα ασημένια με τις πολύχρωμες παιδικές φιγούρες και τη μακριά κορδέλα που άμα φύγει απ' το χέρι χάνονται στον ουρανό, σηκωθήκαμε απαλά να πάμε αλλού ν’ ανασάνουμε λίγο καθαρό αέρα.
Κι’ οι φίλοι συμμερίζονται την ανησυχία μου. Και οι φίλοι των φίλων μου. Έχουμε γίνει τόσοι πολλοί που λέμε να μαζευτούμε και να φτιάξουμε σύλλογο ανησυχούντων πολιτών. Ιδρυτικός σκοπός του η εμπέδωση της αξίας της ανησυχίας στη συνείδηση κάθε υπευθύνου πολίτη. Να νοιώσει ο καθένας από μας πώς δεν είναι ούτε μόνος, ούτε προβληματικός. Το αντίθετο, όσοι δεν ανησυχούν έχουν πρόβλημα. Εγώ πάντως δεν ξέρω κανένα τέτοιον.
Μη παρεξηγηθώ, έχω κι’ άλλα καλύτερα να κάνω στη ζωή μου από το ν’ ανησυχώ. Και θα τα κάνω. Μόλις καταλαγιάσει η ανησυχία μου. Δε μπορεί, κάποτε θα καταλαγιάσει. Τότε θ’ ανοίξω τα ψαλιδισμένα από την ανησυχία φτερά μου. Τότε θ’ απογειωθώ. Μέχρι τότε όμως υπομονή. Κάθε λογικός, σοβαρός, υπεύθυνος, μυαλωμένος και ρεαλιστής άνθρωπος το ίδιο θα έκανε. Και μη νομίζετε πώς ανήκω στους παραπάνω. Εγώ απλώς ανησυχώ.
Είναι και το άλλο: Η ανησυχία τραβάει τη δυστυχία σα μαγνήτης! Αυτό βέβαια δεν αφορά εμένα. Δεν έχω κανέναν απολύτως λόγο να είμαι δυστυχής. Απεναντίας. Σπίτι, δουλειά, υγεία, λεφτά, οικογένεια… όλα καλά. Μα, χωρίς να θέλω, συνεχώς σα να φλερτάρω με τη δυστυχία. Μιλάω συνέχεια για δυστυχία, σκέφτομαι συνέχεια τη δυστυχία. Λες και έτσι νοιώθω καλύτερα. Τα ευχάριστα περνάνε μπροστά από τα μάτια μου απαρατήρητα. Μού φαίνονται κυριολεκτικά ασήμαντα. Ενώ τα δυσάρεστα! Τι ηδονή θεέ μου, μιλάω γι αυτά κι’ ανατριχιάζω! Δε ξέρω τι να πω… Ανησυχώ… Ανησυχώ πως μού αρέσει να ζω δυστυχισμένος.
Προβληματισμοί αργόσχολου θα πείτε. Και με το δίκιο σας. Αφού οι πάντες το γνωρίζουν: Ο δυστυχής δεν έχει τη πολυτέλεια να διαφημίζει τη δυστυχία του. Τη βιώνει κάθε στιγμή. Μα σάμπως εγώ αυτό δε κάνω; Αυτό που βιώνω εγώ πώς λέγεται; Ευτυχία; Ελάτε καλοί μου άνθρωποι, ελεήστε τον συνεχώς ανησυχούντα δυστυχή. Φορέστε την ανήσυχη και δυστυχισμένη μουστσούνα σας για να με καταλάβετε. Να νοιώσετε κι' εσείς όπως εγώ. Να παρηγορηθώ. Ένα μυαλουδάκι έχω, κοντεύει να τρελαθεί, τα ματάκια μου τα βλέπουν όλα μαύρα κι' η καρδούλα μου είναι ακόμα πιο μαύρη. Τι είπατε; Όχι να το επαναλάβετε δυνατά, να το ακούσουν όλοι. Νομίζετε δηλαδή ότι καλαμπουρίζω; Τέτοια αναισθησία στο πόνο του συνάνθρωπου δεν έχω ξανασυναντήσει…
21/8 Κυριακή (Επιμύθιο)
Όλες οι εικόνες μια σαλάτα στο κεφάλι μου,
πάει να σπάσει. Προσπαθώ να τις βάλω σε μια σειρά μα ζορίζομαι. Τι να
πρωτοθυμηθώ; Πόλεις; Χωριά; Βόλτες; Στιγμές; Μουσεία; Μονοπάτια; Φαγητά;
Σοκάκια; Κουβέντες; Ματιές; Δάση; Λαγκάδια; Βουνά; Λαχανητά; Πεδιάδες; Ξέφωτα;
Φαράγγια; Ανθρώπους; Πλοία; Ποτάμια; Λίμνες; Τραμ; Πλατείες; Σύννεφα; Γέφυρες;
Ιστορίες; Παλάτια; Αστεία; Σοβαρά; Θάλασσες; Ψαροχώρια; Αμμουδιές; Κύματα;
Γέλια; Εκκλησίες; Δρόμους; Πάρκα; Τρεχαλητά; Ξενοδοχεία; Μποτιλιαρίσματα;
Λιμάνια; Κάστρα; Φάρους; Μουσικές; Τραγούδια; Χορούς; Συναισθήματα πολλά και
διάφορα;… 7.500 χιλιόμετρα ήταν αυτά.
Παραιτούμαι. Τις αφήνω έτσι όπως είναι, μια σαλάτα. Να τσιμπολογάω όποτε κάνω
κέφι και να δροσίζομαι.
Εδώ τελειώνει το ταξίδι. Χορτάτοι, δυο
τρία κιλά πιο θρεφτάρια ο καθένας απ' όταν ξεκινήσαμε, επιστρέφουμε στη
πατρίδα, ελπίζω και λίγο σοφότεροι. Μα η καρδιά μου ακόμα στα μέρη εκείνα
βρίσκεται, σ' ένα θηλυκό. Λέγεται Παμπλόνα, μπορεί Λισσαβόνα, Σεβίλλη… Τα θερμά
συγχαρητήριά μου στο φίλο μου, αρχηγό μας, οργανωτικό νου και οδηγό, στη
πολυαγαπημένη του συνοδηγό, πολύπειρη πλοηγό και δεξί του μάτι στο τιμόνι, στη
Μουτσουνίτσα μου, δεύτερη τη τάξει πλοηγό και πολύτιμων γενικών καθηκόντων, στη
καυλιάρα Ολυμπία, χωρίς αυτή κάπου στα Πυρηναία ακόμα θα βολοδέρναμε, στο
αυτοκινητάκι, που μάς πήγε και έφερε αδιαμαρτύρητα, και τέλος στον έτερο
οργανωτικό νου και χρονικογράφο του ταξιδιού αυτού, το πόνημα του οποίου αν
καταφέρατε να φτάσετε ως εδώ και δεν σας έχει πάρει προ πολλού ο ύπνος, ε τότε
θερμά συγχαρητήρια και σ΄ εσάς! Και τω ταξιδιάρη Θεώ δόξα.
20/8 Σάββατο
Subito prego! μου' κανε
νεύμα να βιαστώ. Βγήκα από τον έλεγχο των διαβατηρίων και προχώρησα στον
διάδρομο που σχημάτιζαν δυο παράλληλες σειρές μεταλλικά κολωνάκια ενωμένα με
σχοινί. Κοντοστάθηκα. Έβγαλα από το τσαντάκι μου τη μηχανή να απαθανατίσω το
πλοίο της επιστροφής και προχώρησα λίγα βήματα πριν τον καταπέλτη. Μια
τελευταία ματιά πίσω πατώντας το χώμα του αποχωρισμού. Πάντα έτσι κάνω. Από
μπροστά μου πέρασε αστραπή ο εγκάρδιος αποχαιρετισμός του Δον Κάρλος, του
τελευταίου σπιτονοικοκύρη μας, και της γυναίκας του. Καλοί άνθρωποι.
Bella Venezia, σ' έβλεπα
ώρα από το κατάστρωμα κι' έτσι να έκανα το χέρι μου έφτανα το τρούλο του San Marco που λαμπύριζε στον ήλιο και τις γόνδολες στα νερά των στεναγμών
μου, μα το πλοίο ολοένα ξεμάκραινε και μ' έφερνε πιο κοντά σε θύμησες κι'
αναπολήσεις των στιγμών του ταξιδιού μας. Τα σύννεφα του πρωινού είχαν
αποτραβηχτεί στο βάθος του ορίζοντα και μάς άνοιγαν ευγενικά το δρόμο. Ο ήλιος
ζέσταινε τις μελαγχολικές καρδιές μας. Ιταλιάνοι με τα μπανιερά τους πάνω σε
ταχύπλοα είχαν βαλθεί να κοντράρουν τον σιδερένιο γίγαντα που πήγαινε σα
κάβουρας μέσα στο κανάλι, ζουζούνιζαν, έκαναν πιρουέτες, μάς χαιρετούσαν και
μετά γκάζι να προλάβουν τις βουτιές. Μία ολόκληρη ώρα κράτησε το βαλς του
αποχωρισμού. Και μετά τα όργανα σίγησαν. Ανοιχτή θάλασσα.
Η Μουτσουνίτσα δεν θέλει να πάει για ύπνο
στη καμπίνα και με περιμένει να πάμε μαζί. Α τώρα που το θυμήθηκα, βρήκαμε
καμπίνα 4κλινη, εξωτερική, παρακαλώ δωρεάν! κι' αυτό χάρη στο καπετάν Δημήτρη,
τον ύπαρχο. Βλέπετε βγήκαμε κοντοχωριανοί, εκείνος απ' το Ληξούρι, εγώ από τ'
Αργοστόλι… Ο άγιος Γεράσιμος έκανε το θαύμα του! Να τον έχει καλά τον άνθρωπο.
Τελικά το F/B ΑΣΤΕΡΙΟΝ
μάς βγήκε το καλύτερο ξενοδοχείο!
Γράφω βραδιάτικα στο μπαρ του πλοίου. Αν
κάτι επιβεβαιώθηκε σ' αυτό το ταξίδι είναι το πόσο διαφορετικοί είμαστε με τον
αξιαγάπητο φίλο μου, συγνώμη αν έγινα υπέρ του δέοντος οικείος, με τον αρχηγό
μας ήθελα να πω. Η στενή πολυήμερη συμβίωση και η κούραση του ταξιδιού τόνισε
τις διαφορές. Πάντως σ' ένα συμφωνήσαμε: Το περιττό για μένα είναι θέμα προτεραιότητας
γι' αυτόν, το σημαντικό για μένα είναι περιττή θεωρία για εκείνον. Το ταξίδι
αυτό προέκυψε προσπαθώντας να συγκεράσουμε διαφορετικά θέλω. Στη πράξη
αποδείχτηκε ότι ήτανε λάθος.
Ο απολογισμός; Με μια λέξη, χορταστικός!
Ένα μόνο: Πολύ αυτοκίνητο βρε αδερφάκι μου! Στραγγίξαμε στο αυτοκίνητο! Το
αναπόφευκτο ενός ταξιδιού δρόμου; Ναι. Μα πολλά χιλιόμετρα, πολλά μέρη, χωρίς
τη φλόγα του ποθητού προορισμού που λειτουργεί σα φάρος, δίνει φτερά, μαζί και
κουράγιο να συνεχίζεις. Δεν πειράζει. Σημασία έχει το ταξίδι…
19/8 Παρασκευή
Πήραμε τον αυτοκινητόδρομο για Grenoble. Στο βάθος οι Άλπεις. Τοπίο καταπράσινο, θυμίζει αυτό των
Πυρηναίων. Η γαληνεύτρα φύση που ξεκουράζει το μάτι και κατευνάζει τα οξυμένα
πνεύματα. Το οδόστρωμα βελούδινο, ότι πρέπει για μένα. Το θέμα είναι ότι είχα
το έγραψα, απομένει μοναχά ο επίλογος. Θα τον γράψω βελούδινο! Στο ραδιόφωνο ο
Γάλλος εκφωνητής τρέχει γλώσσα ροδάνι. Δεν καταλαβαίνω γρι αλλά μ' αρέσει! Μια
υπενθύμιση διαρκείας πως ταξιδεύουμε στην ωραία Γαλλία. Όλα τα μέρη είναι ωραία
, αρκεί να έχεις μάτια να τα δεις έτσι, αρκεί να έχεις διάθεση να βάλεις λίγο
νερό στο κρασί των συνηθειών σου, αρκεί να θέλεις να αποδεχτείς το διαφορετικό,
αρκεί να μπορείς να χαίρεσαι τα πράματα όπως έρχονται κι' ας μην είναι όπως τα
'χεις φτιάξει στο μυαλό σου. Δεν είναι εύκολο. Δεν είναι εύκολο το ταξίδι…
Aznavour στο ράδιο. Τι φωνή! Είμαστε έξω από τη Grenoble. Οι διπλανές βουνοκορφές χαϊδεύουν τα σύννεφα.
Βγήκαμε από τη πόλη. Πηγαίνουμε στη μέση
μιας πλατιάς καταπράσινης κοιλάδας. Δεξιά κι' αριστερά γκριζωποί γίγαντες οι
Άλπεις. Τοπίο καρτ-ποστάλ. Συνεχίζουμε
βόρεια προς Alberville. Ο αυτοκινητόδρομος ασφάλτινο μονοπάτι μέσα στο δάσος. Ξέφωτα
με ποτάμια και λίμνες. Πινακίδα: Γενεύη 120 Km.
Εμείς λοξοδρομούμε βορειοανατολικά. Το τοπίο ίδια υπέροχο, ιδανικό για
πεζοπορικές διαδρομές. Διαβάζω το χάρτη. Λίγο πιο πέρα από το σημείο όπου
βρισκόμαστε είναι το ονομαστό Chamonix,
το θέρετρο των επωνύμων και των πλουσίων. Σκέφτομαι πως τους έλαχε να
παραθερίζουν σ' αυτό τον ευλογημένο από τη φύση τόπο. Όπου πλούσιος κι' η μοίρα
του… Για τους φτωχούς το ξέραμε.
Μπήκαμε στην Alberville. Κατευθείαν σουπερμάρκετ για τα γνωστά. Πεπονάκι στο δρόμο και
το 'χα πεθυμήσει!
Αφήσαμε, οι προλετάριοι, το δρόμο για το
θέρετρο των μπουρζουάδων και στρίψαμε νοτιοανατολικά προς Cevins στον ορεινό επαρχιακό δρόμο, κι' από κει
συνέχεια για Ιταλία. Καταπράσινα. Ένα χωριουδάκι δίπλα στο ποτάμι, σα ζωγραφιά,
κι' άλλο, κι' άλλο… Ο αρχηγός μας
διαβάζει τον χάρτη και επεξηγεί τη διαδρομή. Το βλέπω, λάμπει! Πράσινο είναι ο
παράδεισός του, στη φύση η καρδιά του.
Moutiers, κωμόπολη κρυμμένη καλά στο βάθος της κοιλάδας. Τα βουνά
μπάστακες πάνω απ' τα κεφάλια μας, άλλοτε φύλακες άγγελοι, άλλοτε σκυθρωποί
γίγαντες έτοιμοι να μάς πλακώσουν. Άνθρωποι πουλιά αιωρούνται πάνω από τη
κοιλάδα.
St. Bourg Maurice
και αρχίζουμε να σκαρφαλώνουμε στη πλαγία του βουνού. Δρόμος φιδίσιος και
στενός. Από κάτω γκρεμνός και θέα. Η κοιλάδα, το ποτάμι, το χωριό… όλα στο
πιάτο μας. Οι τριγύρω βουνοκορφές με τα κατάλευκα καπελάκια μάς κοντράρουν. Θα
τις ξεπεράσουμε; Θα μπούμε Ιταλία από το ορεινό πέρασμα Petit St.Bernard.
Εδώ και μια ώρα συνεχίζουμε το σκαρφάλωμα.
Μαζί και οι ποδηλάτες στο δρόμο μας. Πολλοί ποδηλάτες. Και μοτοσικλετιστές.
Οργανωμένοι, με τα κράνη τους, τα ολόσωμα πέτσινά τους, τις μπότες τους… πάνω
στα άγρια άτια τους, «πάνοπλοι» ιππότες των καιρών μας. Ένα φορτηγό μπροστά.
Αναγκαστικά καροτσάκι. Η θέα είναι μαγευτική. Σε λίγο θα νικήσουμε την απέναντι
βουνοκορφή με τον παγετώνα. Μπορούμε πιο ψηλά απ' τα σύννεφα!
Τα δέντρα βαρέθηκαν το σκαρφάλωμα. Μείναμε
μόνοι στην αλπική ζώνη. Με το φορτηγό κι' άλλους τέσσερις νοματαίους πίσω μας.
Όχι! Φτάσαμε στη δική μας Αράχοβα, La Rosiere τ'
όνομά της! Χιονοπέδιλα, μπατόν, στολές, jet
σκι, σαλέ, restaurant, bar… πού βρέθηκαν όλα αυτά εδώ πάνω; Σε οχτώ
χιλιόμετρα περνάμε Ιταλία.
Petit St.Bernard. Υψόμετρο 2.160 μέτρα. Τοπίο Highlands.
Δεκάδες μονοπάτια, ο παράδεισος των περιπατητών.
Ιταλία. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε. Συνεχείς
φουρκέτες. La Thulle, Reverse,
La Balme, Pie Saint Didier… Ιταλικά χωριά
με Γαλλικά ονόματα. Πάμε ανατολικά προς Aosta και μετά στην οτοστράτα προς Torino, Milano, Venezia,
άλλα 450 χιλιομετράκια τρεχαλητό ως το ξενοδοχείο. Λαχάνιασα να προλάβω τις
εικόνες, μα χαλάλι τους. Ήταν πανέμορφες! 'Ώρα να πάρω λίγες ανάσες και να
κλείσω τα μάτια μου.
«Παντρεύτηκα μια πουτάνα!» Ποιος; Τι
έγινε; Ξύπνησα. Μποτιλιαρισμένοι. Στο διπλανό αυτοκίνητο κάποιος Έλληνας ήταν
εκτός εαυτού! Και, δε σάς κρύβω, θορυβήθηκα μη μάς πάρουν κι’ εμάς τα σκάγια. Ο
αρχηγός τον διπλάρωσε από το κατεβασμένο τζάμι: «Όλες οι γυναίκες είναι
πουτάνες φίλε…» Έμεινε άφωνος. Τώρα θα τον χιμήξει… σκέφτηκα. Μα όχι, ευτυχώς
θεούλη μου, το πρόσωπό του γαλήνεψε. Βγήκε έξω και τον αγκάλιασε. «Σ’
ευχαριστώ!» είπε με ανυπόκριτη ζεστασιά. Ένοιωσε πως δεν ήταν μόνος στο ταξίδι
αλλά είχε πλάι του ένα φίλο, άσε πού κατάλαβε ότι αυτό που είχε καρφωθεί
ανεξήγητα στο μυαλό του και τον βασάνιζε δεν ήταν παρά το αυτονόητο… Δεν προλάβανε να ανταλλάξουνε άλλη κουβέντα.
Καθένας μπήκε στο αυτοκίνητό του γιατί η ουρά ευτυχώς άρχισε να κινείται.
«Ξύπνησες;» με ρώτησε ο αρχηγός. «Τον πήρα λιγάκι…» αποκρίθηκα. Το ταξίδι μας
συνεχίστηκε δίχως άλλα απρόοπτα κι' εγώ συνέχισα τον ύπνο μου.
Παρατηρούσα τους Αφγανούς στο πάρκινγκ έξω
από το Μιλάνο. Κατέβηκαν από το πούλμαν, ιταλιάνικο, που έγραφε COSMOS TOURS. Οι
περισσότεροι νέοι άντρες, αλλά και κάποιες γυναίκες, και παιδάκια. Έδειχναν ταλαιπωρημένοι
από μακρύ ταξίδι. Κάποιος, ο οδηγός μάλλον, τσουβάλιασε στην άσφαλτο μια
πλαστική σακούλα. Σάντουιτς και πορτοκαλάδες. Ένας ένας πήρε τα δικά του. Τα
παιδάκια έμειναν παραπονεμένα. Παιδάκια μια σταλιά, όλο κι' όλο δυό μεγάλα
μαύρα μάτια το καθένα. Περίεργα. Απορημένα. Φοβισμένα. Πού πήγαιναν όλοι αυτοί
άραγε; Για τουρισμό; Μάλλον… COSMOS περίεργων, απορημένων, φοβισμένων τουριστών.
San Martino di Lupari στο Veneto, 40 χιλιόμετρα από τη Βενετία, για
διανυκτέρευση.
18/8 Πέμπτη
Η Lleida
βρίσκεται στη Καταλονία πολύ κοντά στα σύνορα με την Αραγονία. Θα μπορούσε να
ήταν μια νέα γυναίκα, μελανούρι με αδρά χαρακτηριστικά. Θα φορούσε στο κεφάλι
μαντίλα και στο κορμί αραχνοΰφαντο λουλουδιαστό φόρεμα ν' άνθιζαν από μέσα οι
καμπύλες της. Θα μίλαγε σπαστά ισπανικά με γαλλοαραβική προφορά. Θα έβγαινε τ'
απογεύματα βόλτα στη γειτονική πλατεία κοντά στο ξενοδοχείο μας. Θα κάθονταν
στο ίδιο πάντα παγκάκι που έχει ποτίσει από το άρωμά της, και τα παιδάκια της
θα έπαιζαν στο πλακόστρωτο. Η Lleida θα μπορούσε να υπόσχεται πολλά μα δεν υπόσχεται απολύτως
τίποτα. Ξέρει ν' ανάβει τη φαντασία των αντρών και να τη σβήνει την ίδια
στιγμή. Ξέρει πώς ο καλύτερος τρόπος να τηρήσει τις υποσχέσεις της είναι να μην
υποσχεθεί ποτέ. Και με το σούρουπο θα μάζευε τα παιδάκια της και θα χάνονταν
σαν αερικό στα σκοτεινά καντούνια της παλιάς πόλης.
Δεν θα είχα κάτι παραπάνω να πω για τη
πόλη όπου περάσαμε το βράδυ μας, αν δεν συνέβαινε κάτι που ισοδυναμεί με το
πρώτο λαχνό του λαχείου: Αφού τακτοποιηθήκαμε στο ξενοδοχείο βγήκαμε ως συνήθως
να βρούμε κάπου να βάλουμε κάτι στο στόμα μας. Μετά από ολιγόλεπτο υγιεινό
περίπατο ο οποίος, ως γνωστό, ανοίγει την όρεξη, φτάσαμε στη φαγαδογειτονιά της
πόλης. Τότε συνέβη το εξής εκπληκτικό: Εμείς, οι ορκισμένοι κρεατοφάγοι, απ'
όλα τα φαγάδικα βρήκαμε να κάτσουμε στο μοναδικό vegeterian φαγάδικο της πόλης με τις μίνιμαλ bio-μερίδες!
Σπεύδω να αποποιηθώ κάθε ευθύνη. Η επιλογή ήταν τού αρχηγού. Ο καημένος όταν κατάλαβε
παραλίγο να πάθει εγκεφαλικό! Το τι γέλιο ρίξαμε δεν περιγράφεται.
Barcelona. Καταμεσήμερο. Ζέστη και υγρασία. Δίωρο περπάτημα στους
δρόμους της πόλης. Τι να πρωτοδούμε; Πάμε να φύγουμε! Την είδαμε κι' αυτή… Ο Gaudi θα
έχει τη τιμητική του. Sagrada Familia, τα εισιτήρια έχουν εξαντληθεί - θα 'πρεπε να τα 'χουμε
κλείσει, τα πόδια στον ώμο και Av. Paseo de Gracia για
Casa Mila. Στάζουμε.
Αποφασίζουμε να γυρίσουμε στο αυτοκίνητο. Έτσι κι' αλλιώς, λέει ο αρχηγός, δύο
η ώρα το αργότερο πρέπει να' μαστε φευγάτοι για να βγουν τα χιλιόμετρα… Ένα
τελευταίο δωράκι της στιγμής και φύγαμε. Δύο αξιοθέατα στο πόδι και κάμποσες
φωτογραφίες ο απολογισμός. Καλύτερα να μην ερχόμαστε καθόλου… Άλλη μια πόλη που
δεν είδαμε, άλλο ένα ταξίδι στα υπ' όψιν Ταξιδεύω και σκέφτομαι τα επόμενα
ταξίδια στα μέρη που ταξιδεύω! Τι να σημαίνει άραγε; Μελαγχόλησα.
Ξανά τα ίδια. Η Μουτσουνίτσα με κατηγορεί
ότι υπερτονίζω τα αρνητικά και αγνοώ τα θετικά του ταξιδιού. Μπορεί να έχει
δίκιο. Σίγουρα έχει πιο καθαρό μάτι από εμένα. Και πιο στρογγυλεμένο βλέμμα, με
λιγότερες γωνίες. Μα για μένα οι γωνίες και το μάτι της καρδιάς έχουν
ενδιαφέρον.
Διασχίζουμε τη παραλιακή λεωφόρο της
πόλης. Τραβάω φωτογραφίες στη τύχη. Μπήκαμε στον αυτοκινητόδρομο. 200
χιλιόμετρα ακόμα μέχρι τα σύνορα με τη Γαλλία. Θα φύγουν κι' αυτά σα νερό.
Το τοπίο πρασίνισε. Εγκαταλείπουμε αργά
αργά την Ιβηρική και αρχίζει να μυρίζει Ευρώπη. Και ο αυτοκινητόδρομος σα να
έγινε καλύτερος, αρχίζουν να λείπουν οι μικροατέλειες που σε κάνουν να μη
πλήττεις. Ευκαιρία να γράψω. Τι όμως; Τώρα είν' αργά.
Μουγκαμάρα. Επόμενος σταθμός; Πριν τα
σύνορα για κατούρημα και ντίζελ. Επόμενο αξιοθέατο; Το σπίτι μας. Εκεί όπου,
λένε πώς, είναι η καρδιά, τα παιδάκια μας. Τα πεθύμησα. Ο αρχηγός μας στο
στοιχείο του. Δώσ' του τιμόνι και πάρ' του τη καρδιά. Η οδήγηση, μου' χε πει
κάποτε, τον ξεκουράζει. Δεν ξέρω τότε, μα τώρα ούτε κατά διάνοια. Στο τέλος της
μέρας, κάθε μέρα, ήταν πτώμα από τη κούραση. Περάσαν και τα χρόνια. Πάντως, θα
το ξαναπώ, εξακολουθεί να είναι εξαιρετικός οδηγός. Οδηγός ναι, πεζός όχι. Το
κεφάλι κάτω και τρεχαλητό σα να τον κυνηγάνε. Ο Σταμάτης κι' ο Γρηγόρης σα να
μην υπάρχουν! Στο οδόστρωμα και βουρ…
Τελευταίο κατούρημα στην Ισπανία. Επόμενος
σταθμός κάπου Γαλλία.
Ξύπνησα. Είμαστε έξω από το Montpellier. Μποτιλιάρισμα. Αφήσαμε τον αυτοκινητόδρομο για καλύτερα. Από
το Montpellier μέχρι
τη Nimes πηγαίνουμε βήμα σημειωτόν. Ξαναμπήκαμε στον αυτοκινητόδρομο.
Πάμε βόρεια προς Valence για
φαΐ και ύπνο.
17/8 Τετάρτη
Toledo η πόλη του El Greco. Πρώτη επαφή χτες το απόγευμα. Την θυμήθηκα. Η παλιά πόλη μια
καστροπολιτεία, καλντερίμια, στενά σοκάκια, παλιά κτίρια καλοδιατηρημένα,
μαγαζιά με σουβενίρ, πολύ χρώμα, πολλοί τουρίστες. Οι Ισπανοί, σε αντίθεση μ’
εμάς, ξέρουν να πουλάνε το τουριστικό προϊόν τους, χαρακτηριστικό δείγμα το
Τολέδο. Iglesia de San Tome με τον περίφημο πίνακα του Greco
«η ταφή του κόμητα Οργκάθ» και βόλτα στα σοκάκια: Sinagoga de El Transito, Catedral Primada, Plaza Zacodover, Puente de Aclandara στον
Rio Tajo, και για
βραδινό cervezaria El Trebol, ένα μαγαζάκι όπου συχνάζουν ντόπιοι κρυμμένο πίσω από την
πολύβουη Plaza Zacodover.
Τάπας, τα Ισπανικά μεζεδάκια, και μπύρα. Ό, τι πήραμε ήταν εξαιρετικό. Το
καταευχαριστηθήκαμε.
Ήταν μία από τις λίγες φορές που το ψάξαμε και γευθήκαμε τοπικές γεύσεις
σε μαγαζί που συχνάζουν ντόπιοι, το τελευταίο είναι το ασφαλέστερο κριτήριο για
το ποιόν του μαγαζιού. Συνήθως τρώμε για να χορτάσουμε. Δεν υπάρχει διάθεση,
συνήθως και κουράγιο για ψάξιμο. Και αυτό δεν έχει τόσο να κάνει με τον
περιορισμένο χρόνο. Χρόνος πάντα βρίσκεται αν υπάρχει διάθεση να βρεθεί, όλα
είναι θέμα επιλογών. Το φαγητό, το τι, πού, και πώς τρώνε είναι κομμάτι της
κουλτούρας των ανθρώπων όπως τα μνημεία τους, οι πόλεις τους, τα ήθη και έθιμά
τους, και αναπόσπαστο μέρος του ταξιδιού. Ταξίδι χωρίς μυρουδιά τοπικής
κουζίνας δεν λέει.
Το πρωί επισκεφθήκαμε τα Museo de El Greco και Catedral Primada, αμφότερα άκρως ενδιαφέροντα με έργα του Greco και πολλά άλλα. Φύγαμε από το Toledo μεσημεράκι.
Γράφω μέσα στο αυτοκίνητο όπως συνήθως,
αυτή τη φορά θα έχω μπόλικο χρόνο στη διάθεσή μου αφού Toledo
– Barcelona είναι
800 χιλιόμετρα. Λέμε να διανυκτερεύσουμε πριν τη πρωτεύουσα της Καταλονίας για
να μοιράσουμε τη διαδρομή μέχρι τη Γαλλία.
Ο αρχηγός κάποια στιγμή εξέφρασε παράπονο,
εγώ τουλάχιστον σα τέτοιο το εξέλαβα, ότι δεν μιλάμε. Έχει δίκιο. Θα μπορούσαμε
να μιλάμε περισσότερο, τύχαμε βλέπετε κι’ οι δύο ολιγομίλητοι. Τι να πούμε
όμως; Το ταξίδι μιλάει από μόνο του! 17 ολόκληρες μέρες τώρα. Εμένα ενδιαφέρει,
στο λιγοστό συνήθως χρόνο που έχω στη διάθεσή μου, να καταγράψω εικόνες,
σκέψεις, συναισθήματα. Στην ατάκα, μη πετάξουν και φύγουν! Να πω την αλήθεια
μου, σωστή ή λάθος δεν ξέρω, ξέρω πως είναι από καρδιάς. Η Μουτσουνίτσα μου
πάντως είναι, για τα στάνταρ της, υπερ-ομιλιτική. Το ίδιο νομίζω κι’ η
συνοδηγός μας.
Πηγαίνουμε βορειοανατολικά. Ήδη περάσαμε
έξω από τη Μαδρίτη. Αυτή από μόνη της είναι ένα ξεχωριστό ταξίδι. Χειμερινοί
κολυμβητές στο σιντι. Απαράλλακτο και το τοπίο, χρυσοκίτρινη πεδιάδα, ελιές… Α
τώρα βλέπω και ηλιοτρόπια. Ο ανέφελος ουρανός των προηγούμενων ημερών απόκτησε
συννεφάκια. Σα ζαλισμένα πηγαίνουν… ωραία είναι! Λοξοδρομήσαμε για Siguenza. Δεν ξέρω τι έχει εκεί. Στροφές. Σταματάω προς το παρόν το
γράψιμο γιατί ζαλίζομαι.
Siguenza λοιπόν, μια γραφική πόλη με κάστρο και ξενοδοχείο εντός του.
Σ’ αυτά τα μέρη, όπως θα’ χετε καταλάβει, όλες οι πόλεις, τουλάχιστον αυτές που
ο χάρτης επισημαίνει ως αξιοθέατες, είναι γραφικές και έχουν κάστρο. Όλες χωρίς
παραφωνίες, πολεοδομικές αυθαιρεσίες και ασχήμιες, όλες καθαρές, με παλιά
καλοδιατηρημένα κτίσματα και νέα εναρμονισμένα με τα παλιά στο ίδιο χρώμα και
ύφος, όπως, για παράδειγμα, αυτή που είμαστε τώρα. Και να σκεφτείτε πως δεν
είναι κι’ από τις πρώτες στη τουριστική βιτρίνα… Η αναπόφευκτη σύγκριση με τα
δικά μας μόνη θλίψη μπορεί να προκαλέσει. Κάπως έτσι εξηγείται το ότι η Ισπανία
είναι κορυφαίος τουριστικός προορισμός παγκοσμίως.
Συνεχίζουμε βορειοανατολικά. Η συνοδηγός
μας μελετάει τα ψώνια: «Να βρίσκαμε ένα εμπορικό κέντρο να ψωνίζαμε…», ο
αρχηγός δεν απαντά, η Μουτσουνίτσα σιωπά.
Medinaceli, άλλη μία γραφική πόλη σαν την προηγούμενη. Σε λίγο θα μού
φαίνονται όλες ίδιες! Σα να τρώμε χρόνο! Φύγαμε χωρίς να κατεβούμε απ’ τ’
αυτοκίνητο. Πάμε στην ίδια κατεύθυνση, προς Zaragoza.
Έχουμε πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Η
επιστροφή από τη φύση της έχει κάτι μελαγχολικό.
Χαμηλά γυμνά βουνά. Ο δρόμος σχίζει στα
δύο τα σωθικά τους. Οριζόντιες επάλληλες κιτρινοκόκκινες στοιβάδες. Χολή και
αίμα.
Έλεγα για τη μελαγχολία της επιστροφής.
Είναι ωραία η μελαγχολία, πρωτοξάδερφο της ευαισθησίας. Στο σι ντι «κλασσική»
μουσική, γιατί τη λένε έτσι ουδέποτε κατάλαβα. Μουσική, μόνο. Ιδανική για
μελαγχολικό απόγευμα.
Κοκκινόχωμα και υποτυπώδης βλάστηση που
θυμίζουν καουμπόικα.
Η πεδιάδα τέλειωσε. Από δω και πέρα μόνο
βουνά. Το κόκκινο έδωσε τη σκυτάλη στο γκρίζο.
Έχουμε περάσει στην Αραγονία και είμαστε
έξω από τη Zaragoza. Ο αρχηγός ψάχνει εναγωνίως εμπορικό κέντρο να κατουρήσουμε.
Αλλά και η επιθυμία της συνοδηγού είναι διαταγή γι’ αυτόν. Και πολύ σωστά. Τι
άλλο καλύτερο θα μπορούσαμε να κάνουμε δηλαδή έτσι όπως είμαστε μπαϊλντισμένοι
τόσες ώρες μέσα στ’ αυτοκίνητο από το να το ρίξουμε στα ψώνια; Ώρα για shopping!
Τζίφος το καρπούζι! Το εμπορικό κέντρο που
σταματήσαμε ήταν έρημο! Ελάχιστα μαγαζιά ήταν ανοιχτά. Και τούτο επειδή, όπως
μού εξήγησε ένας ομιλητικότατος πωλητής, μεταστεγάστηκε σε άλλο. Μ’ έλουσε
κρύος ιδρώτας. Και τώρα τι θα κάναμε; Πώς θα εκπληρώναμε, ως οφείλουμε, το καταναλωτικό
μας καθήκον; Κάναμε τόσες χιλιάδες χιλιόμετρα για να μη ψωνίσουμε; Να μη
πολυλογώ, κάπως βολέψαμε το πράμα με τα εναπομείναντα ανοιχτά μαγαζιά. Και
φύγαμε ικανοποιημένοι μεν, με αίσθημα πικρίας δε –εγώ τουλάχιστον – γιατί δεν
αξιοποιήσαμε τον – καταναλωτικό – χρόνο μας κατά το καλύτερο δυνατό…
Πηγαίνουμε ανατολικά προς Lleida, άλλα 150 χιλιόμετρα, όπου και σκοπεύουμε να διανυκτερεύσουμε.
Και ολίγα περί κρίσης στην Ισπανία:
Σύμφωνα με τον ομιλητικότατο πωλητή που σας είπα, τα πράματα εδώ χρόνο με το χρόνο
πηγαίνουν προς το καλύτερο. Ο κόσμος αρχίζει να νοιώθει ασφαλής και ξοδεύει
ξανά, η αγορά κινείται, η ανεργία, παρότι βρίσκεται ακόμα σε πολύ ψηλά επίπεδα
– ιδίως στους νέους, μειώνεται αργά μα σταθερά. Οι μισθοί δεν έχουν μειωθεί,
μοναχά στο δημόσιο κόψανε τα δώρα μα τώρα τα επαναφέρουν. Σα πολύ ωραία
ακούγονταν τα λεγόμενά του στ’ αυτιά μου… Πάντως είναι αλήθεια ότι στις πόλεις
δεν είδαμε τα λουκέτα που βλέπεις στην Αθήνα. Άστεγους είδαμε κι’ αυτοί
μετρημένοι στα δάχτυλα. «Στην Ελλάδα πώς τα πάτε;» με ρώτησε. Τού απάντησα. «Οι
κυβερνήσεις σας τι κάνουν;» Τού απάντησα. «Γιατί δεν λένε την αλήθεια;» Τού
απάντησα. «Δεν αρέσει στο κόσμο η αλήθεια;» συνέχισε απτόητος. Αυτός ο πωλητής
ήταν χειρότερος από μένα, με πέθανε στις ερωτήσεις! Έκανα πώς δεν άκουσα. Τον
ευχαρίστησα για τη συζήτηση και τον αποχαιρέτησα.
16/8 Τρίτη
Καινούργια μέρα καινούργια διάθεση,
αλήθεια! Σήμερα όλα μού φαίνονται διαφορετικά, ο αέρας της Cordoba φαίνεται μου ’κανε καλό. Α να μη ξεχάσω: Ανακαλώ και
ανασκευάζω τα χτεσινά και προχθεσινά ως λεγόμενα εν βρασμώ. Ήμουν μεροληπτικός,
υποκειμενικός, υπερβολικός, καταθλιπτικός, ακραίος, ο γνωστός παλιοχαρακτήρας
που ξέρετε. Κοιτάζω το πλάνο του ταξιδιού. Σε πόσα μέρη πήγαμε, πόσα περάσαμε!
και σε πόσα ακόμα απομένει να πάμε! Δεν είναι κι’ άσχημα! Πρέπει όχι μόνο να
είμαι ευχαριστημένος, να νοιώθω προνομιούχος! Έτσι είναι. Άλλοι δεν μπορούν να
πάνε μια μέρα λίγα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι τους, κι’ εγώ ο αχάριστος
γκρινιάζω. Θα πέσει φωτιά να με κάψει…
Η αλλαγή στη διάθεσή μου ξεκίνησε χτες
βράδυ. Είχαμε πάει που λέτε στο κινέζικο που μυριζόμουνα. Στο μαγαζί δεν υπήρχε
ψυχή, τού κάναμε σεφτέ. Ωραία, ησυχία! είπαμε, απολαμβάνοντας τη δροσιά του
κλιματιστικού και τη - συνηθισμένη στα κινέζικα - γουστόζικη ντεκορέισον του
μαγαζιού, όταν είδα μπροστά μου ένα κινέζο. Και μετά κι’ άλλον, κι’ άλλον…
κινέζοι, κινέζες, κινεζάκια. Δε μπορεί, κάνουν πουλάκια τα μάτια μου, σκέφτηκα,
μα ήταν αλήθεια. «Πλακώσαν οι κινέζοι!» ξεφώνησα ενθυμούμενους αυτούς στο Cabo de la Roca και πήγα να
τη κάνω, μα με συγκράτησε ο αρχηγός που ήθελε κινέζικο. Σε λιγότερο από ένα
λεφτό είχε γεμίσει το μαγαζί κινέζους! Και να μιλάνε όλοι μαζί… Τη νεκρική
ησυχία διαδέχτηκε η χάβρα. Τι κάζο κι’ αυτό! Οι κινέζοι λοιπόν, δεν το ήξερα,
τρώνε πολύ γρήγορα. Απορώ, τόσο γρήγορα που τρώνε, πώς δεν τους πέφτει το φαί
απ’ τα ξυλάκια, είναι πολύ καταφερτζήδες! Αλλά τρώνε λίγο. Για να καταλάβετε τι
εννοώ, αρχίσαμε μαζί, αυτοί φάγανε, φάγανε και το φρούτο τους, σηκώθηκαν,
φύγανε, κι’ εμείς συνεχίζαμε ακόμα να τρώμε λες κι’ είχαμε ταινία! Εμείς
ανοίξαμε το μαγαζί, εμείς το κλείσαμε. Η σερβιτόρα έτριβε τα χέρια της από
ικανοποίηση. Τι πελάτες! Θα ’ναι μέρες νηστικοί…
Μετά από τέτοια γαστριμαργική πανδαισία
πώς να μη φτιάξει η διάθεσή μου; Η βραδινή βόλτα όμως στο ιστορικό κέντρο της
πόλης ήταν όλα τα λεφτά, εξυπακούεται μετά το κινέζικο. Ανήμερα
δεκαπενταύγουστο περιφέρουν εν πομπή τη Παναγία, σαν επιτάφιο, συνοδεία
μπάντας. Τύχαμε αυτόπτες μάρτυρες της σκηνής μέσα στα σοκάκια της Εβραϊκής
συνοικίας La Juderia!
Ένας «επιτάφιος» στολισμένος υπερπαραγωγή, σαν τανκ, που τον σήκωναν
τουλάχιστον δέκα κρυμμένοι - φαίνονταν μόνο τα πόδια τους - νοματαίοι, και από
πίσω εν πομπή παπάδες, παπαδοπαίδια, λαϊκοί με τα καλά τους, άντρες και
γυναίκες, φορώντας περιδέραια και καπελίνα, πολυπληθής μπάντα παιανίζουσα και
πλήθος κόσμου. Από τη μια ο αργός βηματισμός της πομπής και το «πένθιμο»
παιάνισμα, κι’ από την άλλη η κοσμική εκδήλωση, ευκαιρία για κοινωνικές
συναναστροφές, και το χαρούμενο εν τέλει ταρατατζούμ δημιουργούσαν σκηνικό
σουρεαλιστικό! Εικόνες μοναδικές, ανεπανάληπτες, που μένουν βαθιά χαραγμένες
στη μνήμη.
Σήμερα με το φως της μέρας περιηγηθήκαμε
ξανά το ιστορικό κέντρο της πατρίδας του Σενέκα: Mesquita,
το καμάρι της πόλης, το μεγαλύτερο τέμενος στο δυτικό κόσμο και χριστιανικός
ναός σε ένα, γοητευτικό χαρμάνι πολιτισμών - όπως άλλωστε όλη η Ανδαλουσία, Catedral, Puerta και
Puente Romano πάνω από τον
Γουαλδακιβίρ, La Juderia…
Αφήσαμε την Ανδαλουσία και πηγαίνουμε
βόρεια προς Καστίλλη λα Μάντσα και Toledo. Από τις
τρεις Ανδαλουσιανές κυρίες πιο φλογερή η Σεβίλλη, πιο απέριττη ομορφιά η
Κόρδοβα, τρίτη η νεανική Γρανάδα γιατί αρνήθηκε τον έρωτά μου…
Έχουμε τέσσερις μέρες ν’ αγοράσουμε
πεπόνι, το τελευταίο ήταν στη Πορτογαλία, και άρχισε το στερητικό. Το θυμήθηκα
γιατί στο δρόμο υπαίθριοι μανάβηδες πουλάνε πεπόνια μα δε σταματήσαμε. Φαίνεται
δεν ήταν της προκοπής.
Τοπίο ίδιο και απαράλλακτο. Ελιές και πάλι
ελιές. Που και που λίγα αμπέλια. Ο αρχηγός μας μάς έχει πεθάνει στο χασμουρητό,
η συνοδηγός μας ρωτάει μα απάντηση δεν παίρνει, η Μουτσουνίτσα έχει γλαρώσει. Consuegra. Θα ψάξουμε να κοιμηθούμε; Όχι βέβαια! Από δω πέρασε πριν από
μας ο ιππότης της Mancha! Αυτός που συναντήσαμε πριν λίγες μέρες!
Εδώ βρίσκονται και οι ανεμόμυλοί του! Τους επισκεφθήκαμε. Ρώτησα, μα δεν έμαθα
αν βρήκε τη Δουλτσινέα του.
Φτάσαμε Toledo.
15/8 Δευτέρα
Καινούργια μέρα καινούργια διάθεση. Ωραίος
περίπατος στο περιβάλλοντα χώρο του ανάκτορου και σε κάποια από τα αξιοθέατα.
Οι αθεόφοβοι, 20 ευρώ το parking
μαύρα!
Πηγαίνουμε στην Αραβική συνοικία Albayzin. Plaza de San Nicolas με πανοραμική θέα στην Αλάμπρα και φλαμένγκο live! Φλαμένγκο live είχαμε και
χτες βράδυ περπατώντας στους δρόμους της πόλης. Η μαγεία της στιγμής.
Jaen καταμεσήμερο,
μια πόλη από το αυτοκίνητο. Τραβάμε ξανά δυτικά προς Cordoba.
90 χιλιόμετρα ακόμα. Πάμε, πάμε… Κουράστηκα, βαρέθηκα το αυτοκίνητο. Θέλω να
γυρίσω για να ξαναφύγω.
Το ραδιόφωνο παίζει Joao Gilberto και ευωδιαστό αεράκι φυσάει από το aircondition αλλάζοντας τη διάθεσή μου. Σαμαράκια. Αχ
να βρισκόταν στο διάβα μας ένα μεγάλο, κι’ απ’ το ντουντούνισμα ν’ ανοίξει
διάπλατα η σκεπή που δεν ανοίγει και να εκτοξευτώ, να φύγω παρέα του.
Η Μουτσουνίτσα τον έχει πάρει. Άλλο δέντρο
από ελιά δεν υπάρχει εδώ. Είμαι βέβαιος πως ο αρχηγός μας θα νοσταλγεί τη
πράσινη πανδαισία των βουνών.
Φτάσαμε Cordoba
νωρίς απόγευμα και καπαρώσαμε δωμάτια στο πρώτο ξενοδοχείο που ρώτησα. Αυτό που
κάνουμε πάντα. Δεν υπάρχει όρεξη για ψάξιμο από κανένα, ούτε από μένα, και να
σκεφτείτε πως η σημερινή μέρα ήταν ξεκούραστη σε σχέση με προηγούμενες. Τέρμα
οι «διαπραγματεύσεις».
Το βράδυ μυρίζομαι κινέζικο.
14/8 Κυριακή
Λούζεται η αγάπη μου στον Γουαλδακιβίρ…
Φλογερή Σεβιλλιάνα σε είχα ξεχάσει, 40 χρόνια πέρασαν από τότε. Και τώρα ξανά
μαζί να θυμηθώ τις ομορφιές σου, να χαρώ τα κάλλη σου. Και συ με ξέχασες. Το
κατάλαβα από τη πρώτη στιγμή που σε είδα χτες το βράδυ να μοιράζεσαι απλόχερα
την αγκαλιά σου με κάθε περαστικό. Μα δε με νοιάζει. Περαστικός είμαι και γω,
μια νύχτα μόνο…
Κοιμήθηκα σα πουλάκι σε κρεβάτι - πλατεία
και πρωινό τρεχαλητό σε Plaza de Espana, Real Alcazar, Catedral y Giralda, Barrio de Santa Cruz - την Εβραϊκή
συνοικία με τα δαιδαλώδη σοκάκια της…
δεκάδες εικόνες, πανέμορφες. Αποχαιρέτησα τη ξελογιάστρα Σεβίλλη μ' ένα
καυτό φιλί.
Καταμεσήμερο, ο ήλιος καίει. Carmona κι'
από κει ανατολικά για Granada.
Πεδιάδα, απέραντα χωράφια. Τοπίο φαρ-ουέστ. Να κι' ένας καβαλάρης με το
σομπρέρο του. Καλπάζει. Καλπάζει κι' ο αρχηγός μας με το καθαρόαιμο, μα ο
δρόμος έχει σαμαράκια κι' οι νεφραμιές μας υποφέρουν, άσε που δε μπορώ να
γράψω. Λέτε να το κάνει επίτηδες;
La Roda de Andalusia.
Κάτι θα πρέπει να υπάρχει εδώ και δεν το βλέπουμε, ο χάρτης το δείχνει
αξιοθέατο. Η Μουτσουνίτσα βλέπει στο βάθος του ορίζοντα τον Δον Κιχώτη να
έρχεται προς το μέρος μας. Πίσω του σύννεφο σκόνης. Από μέσα ξεπροβάλλει ο
πιστός Σάντσο καβάλα στο γαϊδουράκι του. Μάς πλησιάζει και ανεβάζει το κάλυμμα
της περικεφαλαίας του. «Τι ψάχνετε;» Ούτε πού ξέραμε. Δυο φλογισμένα μάτια που
πέταγαν σπίθες, πρόσωπο ηλιοκαμένο με βαθιές τις χαρακιές του χρόνου. «Μήπως
είδατε τη Δουλτσινέα μου;» συνέχισε. Μα εμείς δε ξέραμε ούτε τι ψάχναμε ούτε
σπανιόλικα, λίγα φραγκολεβαντίνικα μόνο κι' αυτά με το ζόρι. Τι να τού λέγαμε;
Η Μουτσουνίτσα μου τον θυμάται να ξεμακραίνει αργά και να χάνεται. Η πανοπλία
του λαμπύριζε στον ήλιο.
Πηγαίνουμε προς Granada.
Ελιές, μόνο ελιές και μακριά βουνά. Θεόξερα βουνά με ανεμογεννήτριες.
Είμαι θυμωμένος με τον εαυτό μου. Γιατί
ήρθαμε στη Γρανάδα και δεν θα δούμε το σύμβολο της πόλης με τα αραβουργήματα,
το ανάκτορο της Αλάμπρα. Είναι σα να ερχόμασταν από τη Γρανάδα στην Αθήνα και
να μη βλέπαμε τον Παρθενώνα. Από το ταξίδι μου στην Ισπανία πριν 40 χρόνια δύο
χαράχτηκαν στη μνήμη: Ένα φλαμένγκο στη Σεβίλλη και η Αλάμπρα. Και το
φλαμένγκο, λόγω τρεχαλητού αλλά και ότι απευθύνεται σε ειδικά γούστα, πες δε
βγαίνει. Αλλά η Αλάμπρα; Κι' όμως. Έχουν εξαντληθεί τα εισιτήρια! Λόγω
περιορισμένου χώρου στο μνημείο, κάθε μέρα διατίθεται περιορισμένος αριθμός.
Έπρεπε να είχαμε φροντίσει λίγες μέρες πριν να τα κλείσουμε μέσω ίντερνετ. Μα,
ακόμα κι' αν το ξέραμε, πώς να τα κλείναμε όταν δεν ξέραμε πότε θα είμαστε στη
Γρανάδα; Είμαι θυμωμένος με τον εαυτό μου που δεν το έψαξα. Που επαναπαύτηκα
στο «όπως βγει» ενώ ψυχανεμιζόμουνα πως κάποια δεν έβγαιναν. Είμαι θυμωμένος
που άφησα στη τύχη αυτά που ήθελα. Γιατί σα να ήρθα στην Αλάμπρα για να λέω ότι
ήρθα. Είμαι θυμωμένος γιατί βολεύτηκα με τ' ασήμαντα και φύγαν τα σημαντικά
μέσα απ’ τα χέρια μου, υπερβάλλω μα έτσι είναι. Είμαι θυμωμένος με τον εαυτό
μου μόνο και με κανέναν άλλον.
13/8 Σάββατο
When I fall in love it will last forever παίζει
το ραδιόφωνο και δε μπορεί να’ ναι σύμπτωση, για τη Λισσαβόνα μιλάει. Περνάμε
τη μεγάλη γέφυρα του Τάγου καθώς βλέπω τη πόλη πίσω μου να απομακρύνεται. Το
ραδιόφωνο το βιολί του, λες κι’ είναι βαλτό: Everytime we say goodbye. Και μου ’ρχεται να βουρκώσω! Φεύγω από τη Λισσαβόνα
ερωτευμένος με αίσθηση ανικανοποίητου και λύπης, όχι επειδή αφήνω μια γυναίκα
γοητευτική – πάντα υπάρχει ένα τέλος, αλλά γιατί νοιώθω ότι αυτές τις δύο μέρες
που έζησα κοντά της δεν έκανα όσα θα μπορούσα και ήθελα να κάνω. Να τριγυρίσω
στα σοκάκια της που δεν τριγύρισα, να γευτώ τα φαγητά της που δεν έφαγα, να
ανακαλύψω τις κρυφές γωνιές της, αυτές που κάθε πόλη κρατάει ζηλότυπα καλά
κρυμμένες από τους τουρίστες και ξέρουν οι ντόπιοι, που δεν ανακάλυψα, να δω
τα’ αξιοθέατά της που δεν είδα, ν’ ακούσω τις μουσικές της που δεν άκουσα.
Είναι που το ξενοδοχείο μας ήταν μακριά από το κέντρο, οι αδικαιολόγητα
βιαστικές και υπό πίεση επιλογές, οι διαφορετικές προτεραιότητες και θέλω του
καθένα, οι διαφορετικές αντοχές… Αλλά αυτά ισχύουν για όλο το ταξίδι, ήταν
γνωστά, τα ήξερα κι’ αν δεν τα ήξερα τα υποψιαζόμουνα, απλά στη Λισσαβόνα με
πόνεσαν. Σε πρώτη ευκαιρία θα επιστρέψω.
Προχωράμε ανατολικά προς Evora. Μποτιλιάρισμα. Βγήκαμε από τον αυτοκινητόδρομο. Δρόμος
επαρχιακός όλα σαμαράκια. Να και τα φελλόδεντρα, ένα είδος βελανιδιάς, από το
φλοιό του οποίου βγαίνει ο φελλός. Τα κακόμοιρα, έτσι όπως είναι απογυμνωμένος
ο κεραμιδί κορμός από το φλοιό μοιάζουν σα ξεβράκωτα!
Ο φελλός είναι το εθνικό προϊόν της
Πορτογαλίας. Μαζί με τον μπακαλιάρο και τις σαρδέλες Lucas
- πεντανόστιμες! Να άλλο ένα κοινό που έχουμε με τους Πορτογάλους: Κι' εμείς
βγάζουμε μπόλικους φελλούς. Κι' όχι μόνο βγάζουμε μα και τους ψηφίζουμε! οι
Πορτογάλοι δεν ξέρω.
Όμορφη, γλυκιά και ήσυχη η Evora. Περπατήσαμε τα γραφικά σοκάκια, χαζέψαμε τα κάλλη της. Θα
ξαναρχόμουνα.
Χρυσοκίτρινη πεδιάδα. Καθόλου δέντρα.
Στάρια και καλαμπόκια, που και που κάνα δυο αγελάδες. Τραβάμε προς Requengos de Monsaraz.
Φτάσαμε με τα πεπονάκια μας τα ωραία. Requengos ή Κυκλάδες, το ίδιο κάνει. Κυκλάδες με κεραμίδια, δίχως
θάλασσα, μόνο μια λίμνη στο βάθος του ορίζοντα υπενθυμίζει το υγρό στοιχείο.
Λιοπύρι, 38 βαθμούς δείχνει το θερμόμετρο, ψήνεις αυγό στη πέτρα. Τριγύρω
καφεκίτρινο χαλί με πιτσιλιές ελαιόδεντρα. Ησυχία. Απαθανάτισα και τους
ευτυχισμένους αυτού του κόσμου, εν προκειμένω του Requengos,
στα ριζά του κάστρου.
Έρημη Povoa St. Miguel.
Όλοι έχουν μεσημεριανή σιέστα!
Έρημα Moura,
χωριουδάκι δίπλα στα σύνορα, κι' εδώ η σιέστα καλά κρατεί. Πηγαίνουμε νότια,
παράλληλα με τη συνοριογραμμή. Όπου να' ναι θα περάσουμε ξανά στην Ισπανία. Με
μουσική Ελλάδας: Χειμερινοί κολυμβητές! Τι άλλο; Το είπαμε, είναι το soundtrack του
ταξιδιού. Αυτό που δεν είπαμε είναι ότι ο επίζηλος τίτλος του φρούτου του
ταξιδιού ανήκει δικαιωματικά στο πεπόνι. Σε κάθε ευκαιρία αναζητούμε πεπόνια
στα σουπερμάρκετ. Μάς αρέσουν. Τα σουπερμάρκετ δεν συγκαταλέγονται στα
αξιοθέατα του ταξιδιού, θα μπορούσαν όμως. Κι' αυτό κυρίως χάρη στη πεπονοαγάπη
μας.
Από το πάρκο στη Μυροβόολο το μηχανάκι
αστράφτει στον ήηλιοοο… η φωνή του
Μπακιρτζή μ' έχει στοιχειώσει, θα κάνω τουλάχιστον μία δεκαετία να τον
ξανακούσω. Τώρα τραγουδάει όταν θα ρθει το Καλοκαίρι… και σε λίγο θα χτυπήσει
40άρι! Άρχισα να έχω παραισθήσεις… Ώπα, και πάλι ώπα!
Ελιές, μόνο ελιές. Αποχαιρετάμε τη
Πορτογαλία με εικόνες Ελλάδας.
Ανδαλουσία, 155 χιλιόμετρα για Sevilla.
Παλιά μου τέχνη κόσκινο: Θα ξαναρχίσω τις
«διαπραγματεύσεις» με τους ξενοδόχους. Τι ωραία που ήμουνα αραχτός τρεις μέρες
τώρα! Στα πορτογαλικά πάντως έδωσα ρέστα: ντο πορτουγκέζου εδωσάου ρέστου. Ξανάρθε
η ώρα των Ισπανικών…
Σεβίλλη. Ευτυχώς βρήκαμε ξενοδοχείο πολύ
κοντά στο κέντρο της πόλης.
12/8 Παρασκευή
Πρωινή βόλτα στη Sintra,
το πάρκο και τα παλάτια της. 40 χιλιόμετρα από τη Λισσαβόνα, καταπράσινη,
γραφική, τουριστική, πολύς κόσμος, μεγάλο μποτιλιάρισμα. Εδώ έχτισαν τα παλάτια
– θερινές κατοικίες τους οι Πορτογάλοι βασιλιάδες. Πεζοπορική ανάβαση στο λόφο
του πάρκου da Pena με το ομώνυμο παλάτι στη κορφή του, μια πανέμορφη διαδρομή μέσα
από δρομάκια στους κήπους του πάρκου με δέντρα και φυτά απ’ όλο τον κόσμο, Castelo dos Mouros, Μαυριτανικό κάστρο του 10ου αιώνα με εκπληκτική
θέα σε όλη τη περιοχή, και κάθοδος από τον ίδιο δρόμο.
Στο ψηλότερο προμαχώνα του κάστρου ήμουνα
ο μεγαλύτερος. Τρεις νεαρές, Ισπανιδούλες, μού ζήτησαν να τις βγάλω φωτογραφία.
«Gracias senior» με
ευχαρίστησαν με πατρικό βλέμμα. Με έβλεπαν, και δικαιολογημένα, σα μπαμπά τους!
Πού να ήξεραν εκείνες πώς τις έβλεπα εγώ! Μα όσο να’ ναι η ματιά τού άλλου σ’
επηρεάζει… Έπεσα τόσο, που βούτηξα από τις επάλξεις στο κενό!
Σ’ ένα τοίχο της Sintra οι ερωτευμένοι χαράζουν καρδούλες και
όρκους παντοτινής αγάπης. Μέχρι να’ ρθουν ο σοβατζής κι’ ο μπογιατζής να τους
καλύψουν. Και νέοι όρκοι, νέες υποσχέσεις πιο δυνατές, πιο αληθινές, πιο
παντοτινές από τις προηγούμενες. Και πάλι το ίδιο βιολί. Ήθελα να’ ξερα, δεν
έχουν καρδιά που αγαπάει αυτά τα μαστόρια;
Τα παλάτια της Sintra
έχουν ενδιαφέρον μα μεγαλύτερο οι ιστορίες τους. Για παράδειγμα, διαβάζω, στο Palacio National,
στο κέντρο της παλιάς πόλης, λείπει η τραπεζαρία γιατί οι βασιλιάδες έτρωγαν,
όχι μόνο ότι και όταν, αλλά και, όπου τους έκανε κέφι! Κι’ εγώ προς στιγμή
νόμιζα πώς δεν έτρωγαν… Κάτι άλλο: Το βασιλικό κρεβάτι είναι υπερβολικά κοντό.
Όχι γιατί ήταν ζουμπάδες οι βασιλιάδες τους, αλλά γιατί κοιμόντουσαν καθιστοί
επειδή πίστευαν ότι ξαπλωτοί είναι μόνο οι πεθαμένοι! Αν κάποιοι κοιμόντουσαν
και όρθιοι, ο οδηγός δεν αναφέρει.
Και λίγα για τα μικρά των κοινών θνητών: Αγοράσαμε
στη Πορτογαλία το μπουκαλάκι νερό από 20 λεπτά, στο σουπερμάρκετ, μέχρι 1,50
ευρώ, το πιο ακριβό στη Sintra. Αναμενόμενο
από μια άποψη. Πώς να ξεχάσουν οι άνθρωποι τα βασιλικά μεγαλεία;
Μια μέρα πέρασε χωρίς αυτοκίνητο και
χαρμανιάσαμε. Μετά τη Sintra δεν πήραμε το δρόμο της επιστροφής, μα αδράξαμε την ευκαιρία
και ξεχυθήκαμε στον αυτοκινητόδρομο να πάρουμε τη τζούρα μας. Σα τους
καβαλάρηδες του Τζέκις Χαν με τ’ άλογά τους, έτσι κι’ εμείς στ’ αυτοκινητάκι
μας καβάλα, προσκυνάμε το θεό του ταξιδιού. Έχουμε γίνει άνθρωποι
αυτοκινούμενοι! Νοιώθουμε πλέον πιο άνετα μέσα στ’ αυτοκίνητο παρά έξω. Αν
μπορούσαμε να ξεμουδιάζουμε κατά ένα μαγικό τρόπο, θα τρώγαμε και θα κοιμόμαστε
σ’ αυτό! Η πλάτη και τα κωλομέρια μας έχουν πάρει το σχήμα του καθίσματος, το νιονιό
μας, όσο διαθέτουμε, χορεύει στο ρυθμό των αμορτισέρ, τα ψωμάκια μας το ίδιο.
Αρχηγός μας και τιμόνι έχουν γίνει ένα, το ιδανικό ζευγαράκι, πλασμένοι ο ένας
για τον άλλο. Δεν θα εκπλησσόμουν, ούτε θα ένοιωθα τη παραμικρή ανασφάλεια, αν
έριχνε και κανένα υπνάκο στη θέση του οδηγού και το αυτοκίνητο συνέχιζε υπάκουο
να πηγαίνει…
Βρουμ βρουμ λοιπόν και φτάσαμε στη Marfa, 25 μόνο χιλιόμετρα από τη Sintra
– ούτε που θα’ πρεπε να το αναφέρω, με το εντυπωσιακό κτίσμα στη μέση της
πλατείας που δεν ξέρουμε τι είναι.
Φύγαμε όπως ήρθαμε. Προς τα πίσω και Cabo de la Roca. Η βλάστηση
έχει αλλάξει, μοιάζει με της πατρίδας, ψηλά δέντρα σπάνια, χωράφια με στάρια,
αμπέλια, ελιές και αδιάφοροι αγροτικοί οικισμοί.
Φτάσαμε στο Cabo de la Roca, το δυτικότερο άκρο της Ευρώπης. Ανέκαθεν τα άκρα ήταν
μαγνήτης για τους ανθρώπους, διψούσανε να πάνε πέρα απ’ αυτά. Για πολλούς
αιώνες ο βράχος αυτός ήταν η άκρη του κόσμου. Πέρα από δω η απεραντοσύνη του
άγνωστου, ανθρωποφάγοι θαλάσσιοι δράκοι και μαύρο χάος. Ανέκαθεν τα άκρα αποχαλίνωναν
τη φαντασία μας. Το δικό μου Cabo de la Roca δεν έχει καμία σχέση με αυτό που είδα. Σμήνη Κινέζων τουριστών
είχαν πέσει πάνω του όπως οι σφήκες στο ψοφίμι, να το κατασπαράξουν! Φύγαμε
άρον άρον.
Σειρά είχαν το Cascais,
κάτι σα Γλυφάδα, και το Estoril,
κάτι σα Καβούρι, αμφότερα παραθαλάσσια θέρετρα της καλής κοινωνίας της
Λισσαβόνας. Τα μυρίσαμε απλώς απ’ τ’ αυτοκίνητο δίχως να σταματήσουμε.
Επιστροφή στο ξενοδοχείο και από εκεί με
ταξί στο κέντρο για φαί και βόλτα.
Δύο λόγια για τους ταξιτζήδες της
θλιμμένης κυρίας, γνωρίσαμε έξι τον αριθμό: Ομιλητικοί, κάποιοι πολυλογάδες,
κουτσομιλάνε εγγλέζικα, και, πέρα από τις συνηθισμένες – υποθέτω – ερωτήσεις
των τουριστών, δεν διστάζουν να μιλούν επί παντός, και επί προσωπικού, ένας
μάλιστα μάς είπε «…Για μένα τέλος οι γυναίκες. Σημασία έχει μόνο το meditation!»
11/8 Πέμπτη
Λισσαβόνα όλη μέρα. Ποδαρόδρομος από Chiado μέχρι Alfama, τη παλιά
πόλη, κι’ από Bairro Alto και Baixa, το νεώτερο κομμάτι της, μέχρι Belem, το λιμάνι. Στη σειρά: Miradouro de Santa Catarina (τα miradouros
είναι σημεία σε ύψωμα - «παρατηρητήρια»
της πόλης με θέα), Praca de Camoes με
το άγαλμα του εθνικού τους ποιητή, café a Brasileira
από τα τέλη του 19ου αιώνα με το πανέμορφο εσωτερικό, όπου σύχναζε ο
Πεσσόα, Elevator de Santa Justa, Praca Rossio, Praca Figueira, Rua Agusta και οι
τριγύρω δρόμοι του εμπορικού κέντρου, Se de Lisboa ο καθεδρικός ναός, Miradouros
de Santa Lucia, με live fado!, και Portas de Sol, Castelo de Sao Jorge, και από την Alfama πίσω ξανά στη Praca Rossio, πρόχειρο φαγητό απέναντι από το Theatro D. Maria II, Av. da Liberdade
μέχρι Parque Eduardo VII για ξεκούραση, ξανά πίσω στη Praca Figueira και τραμ για Belem,
Monasteiro de Jeronimos, Padrao dos Descobrimentos το
μνημείο φόρος τιμής στους θαλασσοπόρους, περατζάδα πλάι στον Rio Tajo ως το Torre de Belem, και πίσω Centro Cultural, Pasteis de Belem ο
ονομαστός φούρνος με τα καλύτερα pasteis – γλύκισμα σφολιάτα με γέμιση κρέμα - στη Πορτογαλία, πράγματι
εξαιρετικά, βραδινό δύο τετράγωνα πιο πέρα τι άλλο; μπακαλιάρο ψητό σε
ελαιόλαδο με βραστές πατάτες σκορδάτες, επίσης εξαιρετικός, και ταξί πίσω για
το ξενοδοχείο. Έβγαλε το πόδι μου φουσκάλα από το περπάτημα μα, αλήθεια λέω, θα
περπατούσα άλλο τόσο. Και πόσα δεν είδαμε ή είδαμε επί τροχάδην, στο πόδι…
Ήθελα κι’ άλλο!
Γοητευτική η Λισσαβόνα, έχει δύο πρόσωπα:
Το ένα, αυτό της θλιμμένης κυρίας που έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι και
αναπολεί περασμένα μεγαλεία, και το άλλο, τού ανέμελου δροσερού κοριτσόπουλου
που ζει το τώρα σα να μην υπάρχει αύριο. Και οι δύο είναι έτοιμες να σού δοθούν
αρκεί να το ζητήσεις.
10/8 Τετάρτη
Κάθε μέρος που ταξιδεύω είναι πρώτα οι
άνθρωποί του, αυτοί το ζουν, αυτοί το ξέρουν, αυτοί το έκαναν όπως είναι. Η
ρεσεψιονίστ, η σπιτονοικοκυρά, ο σερβιτόρος, ο ταξιτζής, ο μαγαζάτορας, ο
περαστικός στο δρόμο… Χωρίς επαφή μαζί τους το ταξίδι μού φαίνεται λειψό.
Επιζητώ σε κάθε ευκαιρία αυτή την επαφή. Ένα χαμόγελο, ένα βλέμμα, μια
πληροφορία, δυο λέξεις παραπάνω, μια κουβέντα… Η γλώσσα δεν είναι πρόβλημα.
Όλοι την ίδια γλώσσα μιλάμε, οι λέξεις αλλάζουν. Αν κάπου διαφέρουμε είναι στο
ότι κάποιοι διψάνε και κάποιοι άλλοι θεωρούν περιττό να ανοίξουν το στόμα τους.
Απορώ μ’ αυτούς τους «μουγγούς» που μ’ ένα χάρτη στο χέρι, ή και χωρίς αυτόν,
πηγαίνουν σα κουρδισμένοι, περίκλειστοι στη πανοπλία τους, στον αξιοθέατο
προορισμό τους. Γιατί μπήκαν στο κόπο να έρθουν ως εδώ; Υπάρχει το ίντερνετ
που’ χει και τού πουλιού το γάλα!… Ξενίστηκε λοιπόν η Μουτσουνίτσα μου, μού το’
πε, το είδα και στα μάτια της, όταν χτες στο Πόρτο ζήτησα τα φώτα από ένα νέο
με σακίδιο στη πλάτη, ταξιδιώτη όπως εμείς, από την Αργεντινή παρακαλώ. «Μα
τόσοι άνθρωποι, αυτόν βρήκες να ρωτήσεις;» με πήρε στο ψιλό. Μουτσουνίτσα
συμπάθα με. Και διψασμένος, και αόμματος! Μερικές φορές, είναι αλήθεια, το
παρακάνω.
Δώσαμε φιλάκια στο Amarante και φύγαμε νότια προς Aveiro.
Η ατμόσφαιρα εξακολουθεί βαριά απ’ τις φωτιές. Χαλί πράσινο η διαδρομή με κατά
τόπους μαύρες τούφες από τις φωτιές και αναδασωμένα κομμάτια. Διψασμένα
δεντράκια μάς χαιρετούν στο διάβα μας.
Aveiro, αλλιώς η Βενετία της Πορτογαλίας, ή μάλλον ο φτωχός συγγενής
της. Έχει πάντως ενδιαφέροντα σημεία και κάτι γαϊδουρογόνδολες να, με
πολύχρωμες ναίφ ζωγραφιές.
Προχωράμε μεσόγεια από τον
αυτοκινητόδρομο. Το κεφάλι μου βαρύ. η ατμόσφαιρα βαριά, ο ουρανός βαρύς. Πότε
θα καθαρίσει;
Φτάσαμε στη Coimbra,
τη τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Πορτογαλίας, γνωστή για το πανεπιστήμιό της, ένα
από τα παλαιότερα στην Ευρώπη. Χαζεύω από το αυτοκίνητο. Σε πρώτη επαφή μού
φαίνεται μια πόλη σα το Βόλο, κι’ ας μην έχει λιμάνι, πιο μεγάλη απ’ αυτόν και
πιο απλωμένη. Αν σάς αρέσει ο Βόλος θα σάς αρέσει κι’ η Coimbra, εμένα μ’ αρέσει. Πρόλαβα μόνο μια φωτογραφία, το μπρούτζινο
λιοντάρι με την επιγραφή LOUIS CAMOES, έτσι εις ανάμνησιν. Αποχαιρετάω τη Coimbra,
μια πόλη που δεν είδα.
Η διαδρομή συνεχίζει καταπράσινη. Ξέφωτα
με αγροτόσπιτα, αποθήκες, ελιές και αμπέλια εναλλάσσονται με δάσος. Μπόλικα
πευκοειδή. Εδώ το δάσος δείχνει κουρασμένο σα τους ανθρώπους. Τα δεντράκια
διψάνε. Πάλι προς παραλία.
Nazare, γραφικό ψαροχώρι κατά τον οδηγό. Θέρετρο με πολυκατοικίες,
μεζονέτες, ενοικιαζόμενα διαμερίσματα καρμπόν, και αρένα, ναι καλά διαβάσατε
αρένα! Φοβηθήκαμε τον αφηνιασμένο ταύρο και φύγαμε για τη κοντινή επιβλητική
παραλία Praia Nova με τη πλούσια
χοντρόκοκκη χρυσοκίτρινη αμμουδιά και τα αφρισμένα κύματα του Ατλαντικού. Ο
τρελλοέληνας ετοιμάστηκε για βουτιές και, τι σύμπτωση!, ήταν ίδιος με εκείνον
που είχα «σώσει» πριν τρεις μέρες στη Praia de Catedrais,
θυμάστε; μα δεν υπήρχε ψυχή στο νερό και τα κύματα βγάζανε φίδια! «Πατριώτη
άστο καλύτερα… λυπήσου τους ξενέρωτους, μη τους δημιουργήσουμε κανένα ψυχικό
λαλά…» τού είπα και με άκουσε. Έβρεξα τις πατούσες μου στο νερό ατενίζοντας το
απέραντο γαλάζιο ως εκεί που το κατάπινε ο ουρανός.
Ξανά προς το νοτιά. Μασουλάμε τα
χιλιόμετρα σα στραγάλια.
Obidos. Να ένα χωριό που αξίζει. Σα φωτογραφία. Σπιτάκια,
καλντερίμια, βουκαμβίλιες, τείχη, θέα, χρώμα… Και μια έκπληξη: Η παλιά εκκλησία
στα ριζά του κάστρου ήταν μέσα γουστόζικο βιβλιοπωλείο! Ομορφούλικο Obidos, θα μείνεις στις καρτ-ποστάλ της καρδιάς μου.
Απέχουμε μόνο 70 χιλιόμετρα από τη
Λισσαβόνα και τα καλύτερα είναι μπροστά μας.
Ώρα 10, βράδυ. Ταξί από το ξενοδοχείο για Praca do Commercio και
βόλτα στο κέντρο της πόλης. Φτάσαμε. Άνοιξα τη πόρτα και πάτησα στις μαρμάρινες
πλάκες της πλατείας. Ζεστό και δροσερό μαζί αεράκι με συνεπήρε. Χωρίς να θέλω
συγκινήθηκα. Κι' η Μουτσουνίτσα το ίδιο. Κοιταχτήκαμε. Είμαστε στη Λισσαβόνα
των ονείρων μας! Η πλατεία σκοτεινή μα
γεμάτη κόσμο. Στο τοίχο του Ministerio
da Justica που δεσπόζει στο χώρο, κάτι προβάλλονταν. Παιχνίδι με φως σε
άσπρο - μαύρο και ρυθμική μουσική. Περπατήσαμε στη τετράγωνη αλάνα παρέα και
αντίθετα με μαύρες φιγούρες. Στην άκρη της φως, τραπεζάκια έξω, γεμάτα κόσμο. Rua de Agusta, πεζόδρομος, τη φαντάστηκα κάτι σα τη δικιά μας Ερμού, και
περπάτημα προς Chiado, τη νεανική πλευρά της πόλης – μα
νοιώθαμε νέοι!, Rua Garret, café a Brasileira, Praca de Camoes. Χαμός! Κυρίως νεαρόκοσμος μα όχι μόνο, κυρίως τουρίστες μα
και ντόπιοι. Αυτοσχέδια στημένα happenings
στο δρόμο και μουσικές. Λίγο παραπάνω,
προς Bairro Alto μεριά, ζωντανή μουσική, γλυκιά, «βραζιλιάνικη», στ’ αυτιά μου.
Κοντοσταθήκαμε. Πάμε; Πάμε! Ένα παλιό κτίριο, στενή ξύλινη σκάλα που έτριζε για
τον πάνω όροφο, ένα μεγάλο δωμάτιο όπου επικρατούσε το αδιαχώρητο, νέοι, μόνο
νέοι στην ηλικία των παιδιών μας, άλλοι σε πάγκους άλλοι κατάχαμα καθισμένοι,
ατμόσφαιρα μπουάτ μα όχι κατανυκτική – το αντίθετο – ζωντανή, δροσερή σα τα
νιάτα, γέλια, κουβεντολόι, φλερτ, ατμόσφαιρα ερωτική πάνω απ’ όλα, και στο
αυτοσχέδιο πάλκο δύο μουσικοί, νέοι κι’ αυτοί, βαθύ σοκολατί, μαλλιά μακριά
ράστα, τού ενός πιασμένα κότσο πίσω σαν ουρά πετεινού, με μια κιθάρα κι’ ένα
ντέφι τραγουδούσαν μπόσα νόβα, τι ακριβώς δεν ήξερα μα ήταν τόσο ωραία! κι’
εμείς εκεί, δίπλα στην είσοδο κι’ ένα βήμα παραμέσα, βρήκαμε όρθιοι μια
γωνίτσα, σα τη μύγα μέσα στο γάλα, ποιοι είναι αυτοί; θ’ αναρωτιούνταν, μα
γίναμε ένα, νοιώθαμε ένα, τίποτα δεν χωρίζει τους ανθρώπους αν οι ίδιοι το
θέλουν, η μποέμ πλευρά της πόλης σε live, μιας πόλης
αγαπησιάρικης. Πρώτη επαφή με τη Λισσαβόνα: Κεραυνοβόλος έρωτας!
9/8 Τρίτη
Μέρα αφιερωμένη στο Porto. Δημαρχείο – Camara Municipal, Praca da Liberdade και εμπορικό κέντρο, βόλτα στο πεζόδρομο Cais de Ribeira μέχρι τη γέφυρα Dom Luis I πλάι στον Rio Douro που διασχίζει
τη πόλη, Praca da Ribeira στη καρδιά της πιο παλιάς γειτονιάς της πόλης, γεμάτη
φαγάδικα, Igreja de Santo Ildefonso
με τα azulezos, τα ονομαστά πολύχρωμα πλακάκια, καθεδρικός ναός - Se Catedral…
ξεποδαριαστήκαμε! Το Πόρτο αναμφίβολα έχει χρώμα και στυλ. Τα azulejos καλύπτουν τους τοίχους παντού, από αξιοθέατα και εκκλησίες
μέχρι μαγαζιά και κοινά σπίτια, δημιουργώντας χρωματική πανδαισία και δίνοντάς
του ξεχωριστή γοητεία. Έχει και το υγρό στοιχείο, ποτάμι και θάλασσα, στην
αγκαλιά του, έχει ζωή. Όμως τα σημάδια της κρίσης είναι εδώ, παντού, από τα
εγκαταλειμμένα, τα ασυντήρητα και βρώμικα κτίρια μέχρι τα πρόσωπα των ανθρώπων
του που θύμιζαν Αθήνα…
Περίμενα κάτι περισσότερο απ’ αυτή τη
πόλη, δεν ξέρω τι, ούτε γιατί. Έφταιγε και η αφόρητη ζέστη, η βαριά ατμόσφαιρα
απ’ τις φωτιές, το λευκό πέπλο που είχε καλύψει τον ορίζοντα και έπνιγε ματιά
και διάθεση. Ίσως δεν έφταιγε το Πόρτο μα οι δικές μου αντοχές που μεγαλώνοντας
δεν είναι αυτές που ήταν παλιά.
Οι Λουζιτανοί μοιάζουν μ’ εμάς. Είναι
εξωστρεφείς και συμπαθείς, δείχνουν ζορισμένοι και να το παλεύουν, μα η κούραση
δεν κρύβεται. Άνθρωποι τσαλακωμένοι με μια διάχυτη μελαγχολία. Μ’ άρεσε η
μελαγχολία τους, δε μ’ άρεσε το τσαλάκωμά τους. Στο τιμόνι τα πηγαίνουν λίγο
καλύτερα από εμάς, τηρούν λίγο περισσότερο τα σήματα της τροχαίας από εμάς,
είναι λιγότερο μάγκες και πιο ευγενείς από εμάς.
Οι φωτιές καλά κρατούν, μία σβήνει άλλη
ανάβει. Στη τι-βι είναι το πρώτο θέμα των ειδήσεων. Γυρνώντας πίσω στο
ξενοδοχείο βλέπαμε τις εστίες διάσπαρτες μέσα στο δάσος. Θα περιδιαβούμε πάλι
το Amarante να πάμε, λέει ο αρχηγός, νωρίς για ύπνο.
8/8 Δευτέρα
Το Lugo σύμφωνα με τον οδηγό θεωρείται η
ομορφότερη πόλη της Γαλικίας. Δεν εντυπωσιάστηκα. Η παλιά πόλη περικλείεται από
ρωμαικά τείχη του 3ου μ.χ. αιώνα άψογα διατηρημένα. Εντός τους πλατείες,
δημόσια κτίρια, εκκλησίες, εμπορικά καταστήματα, μπαρ και φαγάδικα, το πιο
τουριστικό κομμάτι της πόλης. Πρόκειται για μια πόλη μέσα στην υπόλοιπη πόλη,
αυτή εκτός των τειχών, η οποία σε σύγκριση με ότι έχουμε δει μέχρι τώρα μού
φάνηκε μάλλον άχρωμη.
Πηγαίνουμε βορειοδυτικά προς A Coruna. Διαδρομή
καταπράσινη.
Θέλω να σας εξομολογηθώ κάτι. Δεν ξέρω
γιατί, μα συνέχεια πεινάμε! Μήπως πρέπει να πάμε σε κανένα γιατρό; Φαίνεται πως
το ταξίδι ανοίγει την όρεξη, όχι ότι το είχαμε ανάγκη δηλαδή, ανοιγμένη ήταν.
Δεν προλαβαίνει να τελειώσει το πρωινό και μελετάμε τι θα φάμε το μεσημέρι,
πάντα «κάτι ελαφρύ» εννοείται. Τρώμε το ελαφρύ και μέσα στη μουργέλα συζητάμε
το κανονικό βραδινό. Και το βράδυ ξεκοιλιαζόμαστε γιατί δε φάγαμε τίποτα μέσα
στη μέρα. Το φαγητό απορροφάει μεγάλο μέρος της σκέψης, της ενέργειας και του
χρόνου μας: Να πούμε τις ορέξεις μας, να λιγουρευτούμε, να συμφωνήσουμε τι θα
φάμε, να βρούμε πού θα το ψωνίσουμε και πού θα το φάμε. Γκραν σουξέ έχουν τα
κινέζικα, μάς αρέσουν βρε αδερφάκι μου! Εξάλλου είναι πανκοίνως γνωστό ότι στην
Ιβηρική οι πάντες τρώνε τσάινιζ φουντ. Επειδή στη Κίνα μάλλον δεν προβλέπεται
να πάω σύντομα, ανυπομονώ να γυρίσουμε στη πατρίδα για να φάω καμιά παέγια. Είναι
τρελοί αυτοί οι Έλληνες… Η «ολιγοφαγία» μας πέραν του ότι ελαφραίνει το
πορτοφόλι, έχει και ένα επιπλέον, διόλου αμελητέο, αποτέλεσμα: Σταματάμε πιο
συχνά για κατούρημα και όχι μόνο, και χάνουμε πολύτιμο χρόνο.
Ήδη είμαστε στο κέντρο της A Coruna και οδεύουμε
προς τον περίφημο φάρο Torre de Hercules,
χτισμένο στο σημείο που σμίγει ο Βισκαϊκός με τον Ατλαντικό. Έχουμε φτάσει στη
«μύτη» του χάρτη, από δω και πέρα θ’ αρχίσουμε να κατηφορίζουμε. Τι ωραία που
θα’ τανε να μπαρκάραμε σ’ ένα αλιευτικό, η Coruna είναι γνωστή για τον αλιευτικό στόλο της,
ν’ ανοιγόμαστε στον ωκεανό για την απέναντι μεριά, κι’ όπου μάς έβγαζε… Α Coruna λοιπόν, η μεγαλύτερη πόλη της Γαλικίας, λιμάνι και ψαρόπολη.
Ευρύ παραλιακό μέτωπο, ψηλά κτίρια που δε θα τα’ λεγα όμορφα, λεωφόροι,
πολυσύχναστη αμμουδιά δίχως κολυμβητές… και ο φάρος του Ηρακλή, όλα όσα είδαμε.
Προχωράμε νοτιοδυτικά. Ο αυτοκινητόδρομος
είναι φρεσκοφτιαγμένος και η Ολυμπία, φαίνεται, δεν έχει ενημερωθεί για την
ύπαρξη του και δείχνει πως πηγαίνουμε στο πουθενά!… Η διαδρομή εξακολουθεί
καταπράσινη μα η βλάστηση είναι πιο χαμηλή και πιο αραιή. Ο δρόμος πηγαίνει
παράλληλα στην ακτογραμμή, την Costa da Morte, ο δρόμος του
θανάτου, μια ακτογραμμή που αρχίζει από την
A Coruna και τελειώνει στο Cabo Fisterra, το δυτικότερο άκρο της Ισπανίας. Λέγεται έτσι εξ αιτίας των
δεκάδων ναυαγίων που είναι σπαρμένα στα ανεμοδαρμένα βράχια της.
Φτάσαμε στο χωρίο Fistera.
Το τοπίο θυμίζει έντονα Ελλάδα. Τα πεύκα έκαναν την εμφάνισή τους. Cabo Fisterra
με τον ομώνυμο φάρο. Εδώ όλοι κάνουν μιαν ευχή και αφήνουν κάτι από τα
υπάρχοντά τους, για παράδειγμα «να έρθει ειρήνη στο κόσμο» ή «να πεθάνουν οι
αρρώστιες»… Να και μία κάποιου συμπατριώτη μας: «να ψοφήσει η κατσίκα του
γείτονα»! πλάκα κάνω. Από εδώ και πέρα θα πηγαίνουμε συνέχεια νότια, πλάι στον
Ατλαντικό.
Κατηφορίζουμε. Cel, Ezaro, Caldebarcos, Lira, Muros, Noia… όλα παραθαλάσσια χωριά, αβαθή νερά σα
λιμνοθάλασσα που φουσκώνουν με τη παλίρροια, έρημες αμμουδιές, χαμηλή βλάστηση
«ελληνική». Ηλιοφάνεια και ζέστη, πολύ ζέστη.
Αφήσαμε τη θάλασσα και τραβάμε μεσόγεια
προς τον αυτοκινητόδρομο και Santiago de Compostela.
Ως δια μαγείας η βλάστηση επανήλθε στα πλούσια γνώριμά της. Στο Santiago de Compostela βρίσκεται, διαβάζω, ο ιερότερος καθεδρικός ναός της Ιβηρικής
με ένα από τα μεγαλύτερα λιβανιστήρια στο κόσμο! Ήθελα να πάμε, να λιβανίσω τις
αμαρτίες μου, μα το λιβάνι φέρνει ζαλάδα στην ομήγυρη και γι’ αυτό θα το
παρακάμψουμε να γλυτώσουμε και λίγα χιλιόμετρα.
Pontevedra, παραθαλάσσια πόλη
χτισμένη στο μυχό του ομώνυμου κόλπου. Την προσπερνάμε και τραβάμε προς Vigo, τη τελευταία μεγάλη πόλη της Γαλικίας πριν τα σύνορα με τη
Πορτογαλία. Αποχαιρετάμε και το Vigo από μακριά,
σε λίγο θα αποχαιρετίσουμε προσωρινά, μέχρι να τη ξανασυναντήσουμε, και την
Ισπανία. Απέχουμε από τα σύνορα μόνο 20 χιλιόμετρα. Το Porto
απέχει από τα σύνορα άλλα 140 χιλιόμετρα, κουράγιο… Εκεί λέμε να
διανυκτερεύσουμε.
Ζέστη! Ανοίγω το παράθυρο να δροσιστώ και
ζεστός αέρας με παίρνει απ’ το πρόσωπο. Σκέφτομαι τη συνέχεια, αν συνεχίσει
έτσι ο καιρός στην Ανδαλουσία θα λιώσουμε! Μόλις περάσαμε τα σύνορα. Όλες τις
μέρες τρεχαλητό, μα σήμερα δώσαμε τα ρέστα μας! «Πορτογαλία σού ερχόμαστε!»
φωνάζει η συνοδηγός μας να αναπτερωθεί το ηθικό. Και πράγματι, το ηθικό
αναπτερώνεται. «Θα φάμε κινέζικο μπακαλιάρο!» λέει ο αρχηγός.
Ο αυτοκινητόδρομος χειρότερος από της
Ισπανίας, της Ισπανίας ήταν χειρότερος από της Γαλλίας, όσο πηγαίνουμε προς
νότο νοιώθουμε και πιο οικεία… Να το και το soundtrack του ταξιδιού, τους είχα πεθυμήσει, ώπα
ώπα! Στο βάθος κάτι καίγεται. Μάλλον το εθνικό πάρκο Peneda-Geres που λέγαμε να πάμε. Μυρίζει καμένο. Πυροσβεστικά πάντως δε
βλέπω, σα να έχουν αφήσει τη φωτιά στη τύχη της. Τραβάμε ντουγρού στους
καπνούς, θα περάσουμε από μέσα. Κωλώνουμε εμείς οι Έλληνες; Ρε μπας και
γυρίσαμε στη πατρίδα και δεν το ’χω καταλάβει;
Αφήσαμε τους καπνούς πίσω μας. Η διαδρομή,
ακόμα, καταπράσινη. Πευκοειδή και όχι μόνο. Στο βάθος καμένα. Γυρίσαμε τα
ρολόγια μας άλλη μία ώρα πίσω. Κερδίσαμε μια ώρα, τι αστείο! Οι γυναίκες
εννοούν να συζητάνε για κέρδη και χασούρες: «Στην Ισπανία θα χάσουμε μία ώρα»
λέει η μία, «Στη Γαλλία θα ’ναι τα δύσκολα που θα χάσουμε άλλη μία» η άλλη. Κι’
άλλη φωτιά στο βάθος! Φωτιά και πυκνοί μαύροι καπνοί. Κι’ άλλη παρακάτω! Μα τι
γίνεται; Η Πορτογαλία καίγεται! Πονάει η καρδιά μου.
Είχε νυχτώσει όταν φτάσαμε στο Amarante, κωμόπολη 60 χιλιόμετρα από το Porto,
όπου βρήκαμε ξενοδοχείο. Τρεις ώρες ψάχναμε στο Porto
και τα περίχωρά του και δεν υπήρχε δωμάτιο ούτε για δείγμα! Φαίνεται πως όλοι
έχουμε έρθει στη Πορτογαλία! Να βάλουμε κι’ ένα χεράκι να σβήσουμε τις φωτιές…
Το Amarante είναι χτισμένο στα χαμηλά μιας
καταπράσινης κοιλάδας. Κατεβαίνοντας βλέπαμε να λαμπυρίζουν στα γύρω βουνά
πυροκόκκινα φαναράκια. Ο ξενοδόχός μας πάντως δεν έδειξε θορυβημένος. Όταν
έμαθε πως είμαστε από Ελλάδα έδειξε να συμμερίζεται τα βάσανά μας με τη τρόικα
γιατί, όπως είπε, την έχουν νοιώσει και αυτοί σκληρά στο πετσί τους. Ήταν ο
πρώτος απ’ όσους μιλήσαμε στο ταξίδι που έκανε τέτοιο σχόλιο.
Τελικά το Amarante
είναι όμορφο και δεν του φαινότανε! Έχει ενδιαφέροντα και καλοδιατηρημένα παλιά
κτίρια, λιθόστρωτα σοκάκια, και ένα πανέμορφο ποταμάκι που το κόβει στη μέση,
έχει πράσινο και δροσούλα. Η νύχτα γλυκιά. Περατζάδα στην ευχάριστη έκπληξη που
λέγεται Amarante και τραπεζάκια έξω για φαγητό. Στο τελείωμα της μέρας ξεχάσαμε
τη κούραση.
7/8 Κυριακή
Σύντομη επίσκεψη στη Basilica de Covadonga, στην είσοδο του πάρκου, με τον εντυπωσιακό ναό και την
ομώνυμη σπηλιά. Η Covadonga είναι σύμβολο της reconquista, της χριστιανικής ανακατάληψης της Ιβηρικής από τους
μουσουλμάνους. Εδώ δόθηκε το 722 μ.χ. η πρώτη νικηφόρα μάχη των χριστιανών κατά
της μουσουλμανικής φρουράς των Αστουριών. Όσο για τα Picos de Europa ατυχήσαμε. Δεν μπορέσαμε να πάμε για πεζοπορία στη περιοχή των
λιμνών γιατί ο δρόμος ήταν κλειστός.
Είμαστε στο Oviedo,
πρωτεύουσα του πριγκιπάτου της Αστούριας. Αφήσαμε το αυτοκίνητο για βόλτα στο
κέντρο. Κυριακή, έρημη πόλη; Τι λέω; Φτάσαμε στο «γιουσουρούμ» του Οβιέδο.
Κοσμοπλημμύρα! Και να παρακάτω στην «Αδριανού», βγήκαμε και στη πλατεία στο
«Μοναστηράκι». Να και η ορχήστρα με τις τσαμπούνες, τα σουραύλια και τα
νταούλια, κι’ οι νέοι, αγόρια και κοριτσάκια σα τα κρύα νερά, με τις παραδοσιακές
στολές στήσανε τρελό χορό! Μείναμε αποσβολωμένοι και ρουφάμε εικόνες. Η μαγεία
του απρογραμμάτιστου που μόνο η στιγμή μπορεί να φέρει.
Φύγαμε άρον άρον για δυτικά γιατί έφτασε
ήδη μεσημέρι και τα χιλιόμετρα είναι μπροστά μας. Ο αρχηγός με βλέπει που γράφω
και αναρωτιέται: «Θα ’ναι fiction ή αλήθεια;» «Υπάρχει αλήθεια;» τον ρωτάω. Θα δώσει μόνος του
απάντηση όταν διαβάσει.
Είμαστε ακόμα άνθρωποι τροφοσυλλέκτες.
Κάθε μεσημέρι ψάχνουμε τροφή, κατά προτίμηση στα σουπερμάρκετ. Σήμερα Κυριακή
ατυχήσαμε, τα πάντα είναι κλειστά. Οι ναοί της κατανάλωσης κλειστοί; Δεν μπορώ
να το πιστέψω! Εκτός από τροφή ψάχνουμε και μέρος για κατούρημα. Σωματική
ανάγκη σε πρόγραμμα! Κι’ όμως τα’ χουμε καταφέρει. Κατούρημα! το πρόσταγμα, κι’
όλοι τις πετάμε όξω – όσοι μπορούμε δηλαδή, καταλάβατε νομίζω – και κατουράμε
με το ζόρι όπου βρούμε. Καλύτερα έτσι παρά πάνω μας. Αυτά τα δύο ψάχνουμε.
Guidillero. Γραφικό τουριστικό ψαροχώρι και δημοφιλής, κατά τα φαινόμενα,
προορισμός των ντόπιων για ψαροφαγία. Μία καλαμαράκια φρέσκα τηγανιτά, μία
χταπόδι ψητό με γαρνιτούρα πατάτες βραστές με σκόρδο, καλομαγειρεμένα, νόστιμα
και γαλαντόμες μερίδες, νερό και κουβέρ, 37 ευρώ. Δεν ήταν φτηνά μα άξιζαν τα
λεφτά τους.
Συνεχίζουμε δυτικά, παραθαλάσσια προς Ribadeo. Η διαδρομή καταπράσινη. Λιακάδα. Μετά το φαγητό μ’ έχει
πιάσει μουργέλα, ελπίζω όχι και τον αρχηγό που οδηγάει.
Μπήκαμε στη Γαλικία, Praia de Catedrais κοντά στο ψαροχώρι Ribadeo, εκεί όπου η στεριά σβήνει στον ωκεανό σχηματίζοντας
εντυπωσιακό ανάγλυφο. Μαύρα βράχια υψώνονται κάθετα στον ουρανό, θεριά ανήμερα
κόντρα στ' αγριεμένα κύματα. Ξανθή αμμουδιά καλεί τον επισκέπτη να ξαπλώσει
στην αγκαλιά της μα, αλίμονο, ο γκρεμός καραδοκεί να τον καταπιεί. Κι' από πάνω
λιβάδια περιφραγμένα με σύρματα ηλεκτροφόρα κι' αγελάδες πολλές εντός τους, κι΄
ένας ουρανός μολυβένιος ίσαμε τη γης κι' ακόμα παρακάτω. Κάθισα ψηλά στο βράχο
ν' απολαύσω τη θέα, ν' αφουγκραστώ το βουητό του ανέμου. «Ο τρελοέλληνας στη
θάλασσα!» ακούστηκε μια φωνή. Ποιος άλλος Έλληνας θα μπορούσε να βρίσκεται εδώ
πέρα από αυτόν που ήξερα; Οι υποψίες μου δυστυχώς επιβεβαιώθηκαν: Ο αρχηγός μας
πάλευε με τα κύματα! Πώς βρέθηκε σ' αυτά δεν είδα. Είδα μόνο ένα ταλαίπωρο
ναυαγοσώστη που βούτηξε στο κατόπι του μα ήταν πολύ αργός για να τον φτάσει. «Griego loco!» τσίριζαν
υστερικά μαμάδες και γυναικόπαιδα. Δεν δίστασα ούτε στιγμή μα βούτηξα στο κενό
κι' απ' το κενό στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Δύο τρεις απλωτές, απ' αυτές που
μόνο Έλληνες μπορούν, και τον έφτασα: «Φίλε μην ανησυχείς, εγώ ειμ' εδώ!» Ο
αρχηγός μου έκλεισε το μάτι με νόημα: «Πλάκα κάνω. Ήθελα να δω τις αντιδράσεις
αυτών των ξενέρωτων!» Θεός ο αρχηγός μας, μεγαλοφυές το σχέδιο του! Εκείνος
έκανε πως κολύμπαγε και πνιγότανε, εγώ πως κολύμπαγα και τον έσωνα παλεύοντας
με τα κύματα, κι' οι δυο μαζί πως ζοριζόμασταν κομματάκι… τέλειοι ηθοποιοί στο
έργο της κακιάς στιγμής! Να μη πολυλογώ, όταν πατήσαμε το πόδι μας στην
αμμουδιά οι ξενέρωτοι μάς υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα και ιαχές θαυμασμού, οι
αγελάδες με μουγκρητά χαράς κουνώντας τις ουρές τους, τα ηλεκτροφόρα σύρματα με
βραχυκυκλωμένα εντυπωσιακά πυροτεχνήματα, ακόμα κι' ο μολυβένιος ουρανός άλλαξε
το μολυβί και φόρεσε τη γιορτινή ηλιόφωτη φορεσιά του. «Έχασες που δεν έκανες
μπάνιο» μού είπε ο αρχηγός σαν απομακρυνθήκαμε από το αλαλάζον πλήθος. Τι είχα
χάσει, ειλικρινά δεν κατάλαβα.
Μετά τη «περιπέτειά» μας στη Praia de Catedrais τραβάμε νοτιοδυτικά για Lugo.
Εδώ θα διανυκτερεύσουμε.
6/8 Σάββατο
Μια φορά κι' ένα καιρό ο Φερδινάνδος,
βασιλιάς της Καστίλης και Λεόν, έδωσε στη νιόπαντρη κορασίδα του προίκα το
κάστρο της Ζαμόρα, στον ένα γιο του το βασίλειο της Αστούριας, στον άλλο αυτό
της Λεόν, και στο πρωτότοκο και διάδοχό του στο θρόνο τη Καστίλη και τη Ναβάρα.
Τα τέσσερα, κάποτε αγαπημένα, αδέρφια δεν έμειναν ικανοποιημένα και έβγαλαν τα
μάτια τους στη μοιρασιά. Ήταν η ώρα τού από μηχανής θεού Ελ - από το Έλληνας -
Σι, γνωστός και ως Ελ Σιντ, ιππότη γενναίου και ονομαστού καλοφαγά, να βάλει τα
πράματα στη θέση τους. Πολύτιμος αρωγός του στο εγχείρημα ο ιππότης Ελ Εργ,
Έλληνας κι' αυτός, γνωστός και ως Εργάσιμος. Κοντά 2.000 χιλιόμετρα τούς
χώριζαν από το πεπρωμένο τους…
Ξύπνησα μ' ένα βάρος. Η μέρα δεν ξεκίνησε
καλά. Βρήκαμε χρόνο και, κυρίως, διάθεση να τριγυρίσουμε βουνά και ρουμάνια,
και δεν βρήκαμε λίγη ώρα για μια ματιά στη τέχνη των ανθρώπων! Μιλάω για το
σήμα κατατεθέν του Μπιλμπάο, την «Ακρόπολή» του, το μουσείο Guggenheim. Μα όχι. Βρήκαμε! Αυτό έλειπε! Να' μαστε λοιπόν στον ονομαστό
ναό της, λεγόμενης μοντέρνας, τέχνης με τον εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό σχεδιασμό
και εκθέματα αντάξια της φήμης του. Από πού ν' αρχίσω και πού να τελειώσω;
Ματίς, Λεζέ, Μπρανκ, Σαγκάλ, Κατίνσκι, Μοντιλιάνι, Πικάσο… Μα όλα τα λεφτά ήταν οι «άγνωστοι», ονόματα
που δεν ήξερα ούτε θυμάμαι ν' αναφέρω, συνθέσεις συγκλονιστικές: Μνήμες,
συναισθήματα και βαθιά μελαγχολία για το διαχρονικά ατελές και φθαρτό της
ανθρώπινης φύσης.
Αφήσαμε το Bilbao
και συνεχίζουμε δυτικά με αναπτερωμένη διάθεση και τη θάλασσα πάντα δεξιά μας.
Μποτιλιάρισμα και βήμα σημειωτόν. Μέρα ηλιόλουστη.
Η χώρα των βάσκων είναι καταπράσινη. Οι
πόλεις και οι άνθρωποί της δίνουνε εικόνα ευμάρειας και πάντως όχι κρίσης.
Πόλεις ζωντανές, κάποιες όμορφες, με παλιά καλοσυντηρημένα κτίρια, πλατείες,
πάρκα, νερά, πολύ πράσινο… Σκέφτομαι το κέντρο της Αθήνας, πώς το
καταντήσαμε το καημένο!… Όπου και
να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει… Κάποιοι κατηγόρησαν τον Σεφέρη
ανθέλληνα δυσφημιστή της πατρίδας θαρρείς και είχαμε ανάγκη τον μακαρίτη να μάς
δυσφημήσει.
Ήδη μπήκαμε στη Κανταβρία. Περνάμε από τον
αυτοκινητόδρομο έξω από τη Santander,
πρωτεύουσα της Κανταβρίας. Δεν θα σταματήσουμε, έχουμε να βγάλουμε πολλά
χιλιόμετρα. Σ' αυτό το ταξίδι η ματιά μας είναι αναγκαστικά κινηματογραφική.
Βουνά, πεδιάδες, ποτάμια, πόλεις, χωριά και άνθρωποι φεύγουν μπροστά απ' τα
μάτια μας καρέ κινηματογραφικής ταινίας με πρωταγωνιστές εαυτούς. Καθένας
παίρνει το ρόλο που θέλει, φτιάχνει το σενάριο στο μυαλό του, φαντάζεται ό,τι
θέλει, όπως το θέλει. Μα σκηνοθέτης ο χρόνος, ο χρόνος που τρέχει και μάς
πιέζει. Σάμπως πάντα κάπως έτσι δε γίνεται;
Παράκαμψη για Santillana del Mar, διατηρητέου
παραδοσιακού οικισμού της Κανταβρίας. Λιθόστρωτα καλντερίμια, πέτρινα σπιτάκια,
λουλουδιαστοί εξώστες, φαγάδικα, τουριστικά…
Σειρά του Comillas,
ψαροχώρι κατά τον τουριστικό οδηγό, κάτι σα Λούτσα κατ’ εμέ. Πάντως φάγαμε
αξιοπρεπώς και φτηνά κι’ ο ομιλητικότατος σερβιτόρος μας συμπαθέστατος.
Όταν οι άνθρωποι εδώ ακούνε πως είμαστε
από την Ελλάδα χαίρονται, δεν ξέρω γιατί. Ίσως από συμπάθεια γι’ αυτά που
ακούνε πως περνάμε και δεν περνάνε εκείνοι. Ίσως να τους φαινόμαστε μυστήριο
φρούτο, μοναδικό, ποικιλία ανάδελφη. Ίσως να νομίζουν ότι είμαστε απλά για
γέλια… Πάντως μάς αντιμετωπίζουν με χαμόγελο, είναι εξυπηρετικοί, ομιλητικοί,
γενικά εξωστρεφείς.
Οι γυναίκες, αχ αυτές οι γυναίκες! Είναι
χοντροκώλες, υποστηρίζει ο αρχηγός μας. Δεν θα διαφωνήσω, ουδέποτε διαφωνώ με
τον αρχηγό, μα οι γενικεύσεις, θα τολμήσω να πω, δεν μού αρέσουν. Είναι κάτι
«χοντροκώλες» μπουκιά και συχώριο! Μοιάζουν με τις δικές μας στο πιο σταρένιο,
«μελανούρια» θα τις προτιμούσα εγώ και, ως γνωστό, το μελανούρι είναι νόστιμο
ψάρι.
Παραλία Cuevas del Mar στο Βισκαϊκό
και «μπάνιο» μέχρι τη μέση. Πλατειά και πλούσια αμμουδιά, χοντρόκοκκη άμμος που
δεν κολλάει πάνω σου, νερό παγωμένο, θολό και με βρωμιές. Το αδιαχώρητο από
λουόμενους και αυτοκίνητα. Όπως και στις υπόλοιπες παραλίες που είδαμε, όλοι
λιάζονταν αλλά μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού ήταν μέσα στο νερό και
ακόμα λιγότεροι κολυμπούσαν. «Ποιοι είναι δαύτοι με τη παράξενη γλώσσα;»
αναρωτιόντουσαν σίγουρα για μάς οι διπλανοί. Τους αφήσαμε με την απορία.
Βρήκαμε ξενοδοχείο στο Cangas de Onis. Κάθομαι στο μπαλκονάκι του δωματίου μας και γράφω. Ακριβώς
μπροστά ο επαρχιακός δρόμος που οδηγεί στο κέντρο του χωριού, τι χωριό δηλαδή –
πόλη μού φάνηκε και μάλιστα πολύ τουριστική. Εδώ είναι η είσοδος για το εθνικό
πάρκο Picos de Europa, μία ορεινή περιοχή, κατά τον οδηγό μας, απαράμιλλης φυσικής
ομορφιάς με λίμνες και απολαυστική θέα στις γύρω χιονισμένες βουνοκορφές. Θα το
περπατήσουμε αύριο το πρωί να διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασι του οδηγού το αληθές.
Έχουμε βγει ήδη έξω από τον προγραμματισμό
μας κατά μία μέρα αλλά δεν γίνεται αλλιώς, πρέπει να ικανοποιηθούν κατά το
δυνατό όλα τα γούστα. Έτσι είχαμε συμφωνήσει, έτσι είναι σωστό.
Στη περιοχή μάθαμε ότι γίνονται αγώνες
κανόε καγιάκ, είναι και Σάββατο και υπάρχουν πολλοί επισκέπτες. Σταθήκαμε
φαίνεται τυχεροί που βρήκαμε ξενοδοχείο, γιατί αυτό το χθεσινιβραδυνό που
περάσαμε ψάχνοντας, να πάει και να μη ξαναγυρίσει!
5/8 Παρασκευή
Άφησα στην ωραία Παμπλόνα ένα κομμάτι μου.
Πάντα έτσι γίνεται. Παμπλόνα, όμορφη Σπανιόλα, σε χάνω πριν να σε γνωρίσω.
Τα κεφάλια μέσα. Στο αυτοκίνητο εννοώ.
Ισπανικά Πυρηναία, πάρκο Aralar στο
βουνό Lizarrusti. Αλλιώς τα «βασκικά Highlands».
Μιάμιση ώρα πεζοπορία σε βατό και σηματοδοτημένο μονοπάτι. Έβγαλα και
φωτογραφίες… Μα πώς να φυλακίσεις φωτογράφε της πυρκαγιάς την ομορφιά
της φύσης σ' ένα κάδρο;
Πλησιάζουμε τον Ατλαντικό, μυρίζομαι
θαλασσινό αεράκι.
Θάλαττα!
Θάλαττα! και San Sebastian,
βασκικά Donostia. Η κοσμοπολίτικη αύρα του μάς πήρε από τα περίχωρα. Το Rio de Janeiro του
Βισκαϊκού. Πλατειά χρυσαφένια αμμουδιά, κόσμος πολύς, κύματα για σέρφερς, ψηλά
κτίρια, λεωφόροι, πλατείες, μαγαζιά, και για φόντο περιμετρικά της πόλης
καταπράσινα βουνά. Δεν λείπει ούτε το άγαλμα του Χριστού λυτρωτή, ή κάτι σαν
αυτό, σ' ένα λόφο στο βάθος.
Προχωράμε παραλιακά έχοντας δίπλα μας τον
Βισκαϊκό. Deba, Ondarroa, Lekeitio
και στάση για ξεμούδιασμα. Όλα κάποτε ψαροχώρια, τώρα θέρετρα. Εδώ τα
«ψαροχώρια» έχουν πολυκατοικίες, παρ' όλα αυτά κρατάνε μία κάποια γραφικότητα.
Ακρωτήρι Gaztelugatxe, τι όνομα κι΄αυτό!, με το νησάκι και το εκκλησάκι του San Juan πάνω του. Βίγλα στο γαλάζιο του Βισκαϊκού. Κατηφόρισα ως τα
μισά του δρόμου μόνος για μια φωτογραφία.
Bilbao, βασκικά Bilbo, η μεγαλύτερη
πόλη της χώρας των Βάσκων που δεν είδαμε. Εδώ υπολογίζαμε να διανυκτερεύσουμε,
μα δωμάτιο πουθενά! Αποκαμωμένοι καταλήξαμε νότια, στο Llodio,
μια άχρωμη κωμόπολη, όπου τελικά βρήκαμε ξενοδοχείο με τα χίλια ζόρια. Ο
αρχηγός είναι νευρικός και εριστικός. Όλοι είμαστε κουρασμένοι και περισσότερο
απ' όλους αυτός, μα κάτι τέτοιο θα έπρεπε να το περιμένουμε και να το
διαχειριστούμε νηφάλια. Η μέρα δεν τελείωσε κατά το καλύτερο δυνατό.
4/8 Πέμπτη
Ό,τι πληρώνεις παίρνεις, έλεγα για το
ξενοδοχείο. Πάντως τα λεφτά του τα άξιζε με το παραπάνω. Κι' η κακόμοιρη
κοπελίτσα που έτρεχε σα το Βέγγο και έκανε όλες τις δουλειές, ρεσεψιονίστ,
καμαριέρα, καθαρίστρια, σερβιτόρα… άξιζε, υποθέτω, τα λεφτά που έπαιρνε με το
παραπάνω. Η Γαλλία είναι παράδεισος της ευέλικτης εργασίας…
Καιρός βροχερός και δροσιά. Ξεκινήσαμε
τραβώντας δυτικά. Χωριά χωρίς ανθρώπους αλλά με όρια ταχύτητας και κάμερες για
τους παραβάτες. Μπήκαμε στη γαλλική πλευρά της χώρας των Βάσκων. Οι Βάσκοι, μάς
λέει ο αρχηγός, είναι γενετικά «πυρήνας Νεάτερνταλ», η γλώσσα τους δε μοιάζει
με καμιά άλλη. Ένας πυρήνας υπάρχει - μάς λέει - στη χώρα των Βάσκων, κι' ένας
δεύτερος στο… Κριεκούκι, πουθενά αλλού.
Πρώτη στάση Laruns,
χτισμένη σε μια κοιλάδα με τα σύννεφα να ξεκουράζονται στις τριγύρω
βουνοκορφές, ορμητήριο για φυσιολάτρες.
Σκαρφαλώνουμε φιδίσιο ανηφορικό δρόμο προς
Gorges de Kakueta. Η θέα προς τη κοιλάδα είναι φανταστική. Πάχνη και υγρασία. Αν
δεν ήξερα ότι ήμασταν μέσα στο κατακαλόκαιρο θα στοιχημάτιζα πως είναι περασμένο
Φθινόπωρο. Να κι' ένα άλλο ξέφωτο με χαμηλή βλάστηση που θυμίζει Highlands. Ομίχλη. Ποδηλάτες και περιπατητές.
Πέρασε κάπου μια ώρα. Πάμε παράλληλα με τα
σύνορα. Πράσινο παντού, σε όλες τις αποχρώσεις, σε όλους τους τόνους, σε όλες
τις παραλλαγές, για όλα τα γούστα. Αγροικίες και κοιλάδες. Άνθρωποι ούτε με
κιάλι. Ευτυχώς η ομίχλη πήγε περίπατο κι' έτσι μπορούμε να απολαμβάνουμε την
ομορφιά της φύσης. Χορτάσαμε το στροφιλίκι. Πλάι ένας χείμαρρος με γάργαρα
νερά, άλλος ένας από τους τόσους που περάσαμε.
Εδώ, στα μέρη των κουτόφραγκων, κάθε πόλη,
μικρή ή μεγαλύτερη, έχει το ποτάμι της. Σημείο αναφοράς της πόλης και πόλος
έλξης, έχει ενταχθεί αρμονικά στον οικιστικό ιστό και ομορφαίνει το χώρο.
Βοηθάει το ανάγλυφο του εδάφους και το
κλίμα με τα χιόνια και τις βροχές, θα πείτε. Εμείς οι ξύπνιοι, στο κλεινό άστυ
που δεν έχουμε και τόσες βροχές, δυο χείμαρρους έχουμε όλους κι' όλους κι' αντί
να τους διαφυλάξουμε σα κόρη οφθαλμού, τους μπαζώσαμε να τους κάνουμε οχετούς,
δρόμους και πολυκατοικίες. Ο δημόσιος χώρος δε μάς αφορά, είναι «των άλλων»,
ουδέποτε ήταν δικός μας, το σπιτάκι μας να' ναι καλά κι' ας είναι μέσα στα
σκατά!… Αχ, δε με χωράει το μίζερο σπίτι μου, δε με χωράει ο κόσμος όλος!
Χειμερινοί κολυμβητές, το soundtrack του
ταξιδιού. Τους έχουμε ακούσει μέχρι τώρα σε φουλ βερσιόν δύο φορές, και έπεται
συνέχεια. Τους έχω μάθει απόξω, τους τραγουδάω ακόμα και στον ύπνο μου. Από
το πάρκο στη Μυροβόολο το μηχανάκι αστράφτει στον ήηλιοοο…
Τα τοπωνύμια εδώ είναι γραμμένα στις
πινακίδες σε δύο γλώσσες, γαλλικά και βασκικά. Τα δεύτερα μοιάζουν
ακαταλαβίστικα, δεν διαβάζονται με τίποτα! Ενώ τα πρώτα… ας είναι καλά τα άψογα
γαλλικά μου. Γράφω, γράφω και τριγύρω μου το πράσινο οργιάζει! Πηγαίνουμε
χαμηλά, κατά μήκος ενός βαθιού φαραγγιού.
Gorges de Kakueta - βασκικά Kakuetako
Arroilak, κοντά στα σύνορα με την Ισπανία, φαράγγι υπερπαραγωγή. Σα το ergasimosblog τα
έχει όλα! Μνημείο της φύσης, απ' αυτά που υποκλίνεσαι στο μεγαλείο της. Δύο
ώρες ποδαρόδρομος για να το διασχίσουμε, διαδρομή γλιστερή και κατά τόπους
απότομη που ήθελε προσοχή. Ξεποδαριαστήκαμε μα χαλάλι του.
Ο αρχηγός φωνάζει «πεινάω!» Είναι το
συνθηματικό. Η ομάδα ενεργοποιείται. Ψάχνουμε επειγόντως χώρο κατάλληλο για
πικνίκ. Τον βρήκαμε στο Larrau, ένα χωριό
λίγα χιλιόμετρα απ' τα σύνορα.
Ο δρόμος στενός, συνέχεια ανηφορικός και
όλο στροφιλίκια. Πράσινο και πάλι πράσινο. Δέντρα ψηλά με κορμοστασιά λαμπάδα,
το ένα δίπλα στο άλλο στη σειρά σα στρατιωτάκια. Στα 1.600 μέτρα ψηλά είναι τα
σύνορα, τι σύνορα δηλαδή, αυτά είναι των ανθρώπων - η φύση δε καταλαβαίνει από
τέτοια. Βίγλα. Η θέα στις γύρω βουνοκορφές σαν από αεροπλάνο. Τα Πυρηναία πιο
ψηλά απ' τα σύννεφα. Γυμνά στη μανία των αέρηδων. Άγρια η ομορφιά τους. Αφήσαμε
τις αγελάδες και ήρθαμε στα πρόβατα, πρόβατα πολλά. Κάποια τα' χουν μαρκάρει με
κόκκινη μπογιά, άλλα με μπλε. Τι να σημαίνει; Βγήκα, σα να' θελα να τα ρωτήσω,
και έβγαλα φωτογραφία. Ψύχρα!
Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε. Ομίχλη. Ευτυχώς
γρήγορα διαλύθηκε για να βλέπουμε τη μύτη μας. Το πράσινο είναι ξανά εδώ, το
ίδιο και τα δέντρα λαμπάδες. Κατηφορίζουμε προς Pamplona.
Το τοπίο γίνεται «μεσογειακό», βλάστηση αραιή και χαμηλή, χωράφια με στάρια και
θημωνιές.
Pamplona, βασκικά Iruna, πρωτεύουσα
της επαρχίας Navara. Πόλη όμορφη, απλόχωρη, ζωντανή. Ωραία διατηρημένα παλιά
κτίρια, πάρκα, πλατείες, ποτάμι, γέφυρες, έχει και κάστρο μα δεν το είδαμε.
Μόνο μια μυρουδιά πήραμε, το βραδάκι, σ΄
ένα μπιστρό στο κέντρο. Και ήταν μεθυστική!
Ξέχασα να σάς πω ότι ο αρχηγός και οι
άλλοι μού έχουν αναθέσει το κομμάτι των διαπραγματεύσεων και τις δημόσιες
σχέσεις μας, λόγω γλωσσομάθειας. Δεν παραπονιέμαι, μ' αρέσει αυτή η δουλειά -
καίτοι η δουλειά δεν είναι το φόρτε μου. Όμως στις διαπραγματεύσεις με τους
ξενοδόχους, πολύ φοβάμαι πως, είμαστε χαμένοι από χέρι. Και τούτο γιατί όπως
φτάνουμε εξουθενωμένοι από τα χιλιόμετρα και πάντα πεινασμένοι, παραδινόμαστε
αμαχητί στον κάθε ξενοδόχο που έχει διαθέσιμα δωμάτια, αρκεί να είναι
«οικονομικά». Χτες και σήμερα σταθήκαμε «τυχεροί».
Μια γεμάτη μέρα.
3/8 Τετάρτη
Ξύπνησα στις 2.30 από το φως και το
θόρυβο. Η Μουτσουνίτσα ξερνοβολούσε, πονούσε η κοιλιά της και ζαλιζότανε. Τι
ωραία!… Μέχρι να βγάλει από εντός της ότι είχε και δεν είχε και ηρεμήσει κάπως,
σκέψεις πιο μαύρες απ' τη νύχτα στοίχειωσαν το μυαλό μου. Κατέληξα ότι πιο
βολική, για να πετάξουμε πίσω στη πατρίδα εγκαταλείποντας άδοξα το όνειρο, ήταν
η Βαρκελώνη, καμιά 300αριά χιλιόμετρα απ' το κρεβάτι μας, μετά από το τοπικό
νοσοκομείο βεβαίως! Η νύχτα δίνει στις σκέψεις εφιαλτικές διαστάσεις. Αν
υπάρχει ένας και μόνος λόγος για λοβοτομή, είναι σ' αυτούς που επιμένουν να
βασανίζουν ξάγρυπνοι τη σκέψη τους το βράδυ. Το πρωί ήτανε περδίκι!
Ξεκινήσαμε για Carcassone προς Πυρηναία μεριά, μια καστροπολιτεία, όπως και η χτεσινή Briancon,
με περιφερόμενους ιππότες του 21ου, σορτσάκια, σαγιονάρες, σακίδια, φωτογραφικές
μηχανές… Γραφική δε λέω. Το εμπόριο βέβαια έχει όπως πάντα τη τιμητική του με
πρώτες και καλύτερες τις σιδερόφρακτες
πανοπλίες. Ακολουθούν περικεφαλαίες, σπαθιά, ασπίδες και ό,τι σχετικό με
ιπποτικά σύνεργα ανάμεσα σε
παγωτατζίδικα και φαγάδικα, οι ιππότες φαίνεται αγαπούν το παγωτό μα και το
φαΐ. Από κοντά και οι άλλοι ναοί του εμπορίου, αυτοί με τους σταυρούς, τις
πέτρινες μύτες ως τον ουρανό και τα περίτεχνα βιτρώ. Ακόμα κι' έτσι, ιππότες
ξε-ιππότες, προτιμάω τα έμψυχα των πόλεων, ειδικά αν είναι όμορφες παρουσίες.
Αλλά περί ορέξεως ουδείς λόγος.
Διασχίζουμε χωράφια με ηλιοτρόπια, πολλά
ηλιοτρόπια, αμέτρητα, με στραμμένα τα κεφάλια τους προς μία κατεύθυνση, τον
ήλιο. Χαμηλώνουν, χαμογελάνε και μάς χαιρετούν. Ο δρόμος μας προς τις λίμνες
των Πυρηναίων. Επαρχιακός, με στροφές και ανώμαλο οδόστρωμα. Φαίνεται τον
διάλεξε ο αρχηγός για να σταματήσω τη πολυλογία… αστειεύομαι. Σταματάω το
γράψιμο γιατί ζαλίζομαι.
Να τες και οι λίμνες. Lac Bastide de Serou,
και στάση στη Lac de Mondely.
Λίγα για τους λουόμενους στη λίμνη Mondely: Άσπροι ξέξασπροι κι' απ' τον ήλιο ξεξασπρώτεροι πασχίζουν να
πάρουν χρώμα ξαπλωμένοι στο γκαζόν δίπλα στο νερό. Κάποιοι κάνουν πικνίκ. Τα
παιδάκια τσαλαβουτάνε και παίζουν στα ρηχά λασπόνερα. Δυο τρία
«λιμνίσια»ποδήλατα στα ανοιχτά, στο νερό μέσα κανείς. Κι' όμως από μακριά η
λίμνη, όλες οι λίμνες, φαίνεται μαγευτική. Είναι σα στη πατρίδα: βλέπεις από
ψηλά μια παραλία ζωγραφιά να τη πιεις στο ποτήρι, κι' όταν φτάσεις κοντά
ανακαλύπτεις ότι είναι γεμάτη πίσσες…
Φτάσαμε στο St. Lizier όπου
διασταυρωθήκαμε με άλογα και αναβάτες να καλπάζουν στο οδόστρωμα - η εδώ «άγρια
δύση», και προχωράμε προς St. Bernard de Comminges και από κει Tarbes όπου και θα περάσουμε το βράδυ.
Πυρηναία, η γαλλική πλευρά τους. Αγροτική
περιοχή, γλυκιά, αγαπησιάρικη, που έχει τα πάντα. Μικροκαμωμένα χωριουδάκια,
αγροικίες, ηλιοτρόπια, καλαμπόκια, αμπέλια, θημωνιές, αγελάδες, λιβάδια,
ξέφωτα, οροπέδια, δάση, λίμνες, ποτάμια … και στο βάθος νότια, για φόντο, ο
κύριος όγκος της οροσειράς.
Βραδινό στη Lourdes,
την ιερή Λούρδη των καθολικών, με τη χάρη της Παναγίας. Το φαγητό πάντως δεν
είχε τη χάρη της.
Το ξενοδοχείο στη Tarbes
έχει κοινόχρηστο μπάνιο και χάλασε τη Μουτσουνίτσα μου. Εμένα καθόλου. Ό,τι
πληρώνεις παίρνεις…
2/8 Τρίτη
Έχει μια γλύκα η Ιταλία. Ακόμα και η
βιομηχανική περιοχή του Mestre όπου δέσαμε έχει μια γλύκα. Έβγαλα μπόλικες φωτογραφίες. Οι
πρώτες.
Μόλις ανακάλυψε ο αρχηγός ότι στο GPS δεν είναι καταχωρημένος ο χάρτης της Γαλλίας. Και τώρα χωρίς
Γαλλία στο GPS τι θα κάνουμε; Oh mon dieu! Κατήφεια. Η
Μουτσουνίστα μου πρέπει ν' αναλάβει την ευθύνη, απορώ πως δεν το έχει κάνει
ακόμα. Το ξέρω, επιτελεί ανεκτίμητης αξίας κοινωνικό έργο: αίρει τις ευθύνες
όλων, κάτι σαν Ιησούς του 2016. Πριν της το πούνε οι άλλοι το λέει μόνη της:
εγώ φταίω! Την αγαπάω πολύ και γι' αυτό το λόγο.
Ήδη περιμένουμε πάνω από μισή ώρα στην
ουρά μέσα στο αυτοκίνητο για έλεγχο διαβατηρίων. Από τη μία οι τρομοκράτες από
την άλλοι οι φευγάτοι, σφίξανε τα πράματα. Ευτυχώς που λόγω χρώματος δεν
μοιάζουμε για μετανάστες, τουλάχιστον προς το παρόν. Ο αρχηγός που είναι
συγχυσμένος λόγω GPS, το 'ριξε στη πολυλογία για να χαλαρώσει.
Η συνοδηγός σιγοντάρει, η Μουτσουνίτσα διασκεδάζει με τα λεγόμενά του, εγώ
γράφω και , γνωστός αντιρρησίας, επιμένω ότι χάρτης Ευρώπης χωρίς αυτόν της
Γαλλίας δεν νοείται και κάπου θα' ναι μέσα στο διαολομηχάνημα μα δε τον
βλέπουμε.
Ξεκινήσαμε. Πλατύς ο ουρανός,
συννεφιασμένος, και δροσούλα. Ιδανικός καιρός για τα ταξίδι. Να γίνονταν τα
σύννεφα οτοστράτα - χαλί να μάς πήγαιναν! Κι' αυτή πάντως που πηγαίνουμε είναι
σούπερ.
Μόλις φτάσαμε στα διόδια. Η λυπητερή
Βενετία - Μιλάνο; 19 ευρώ για 270 χιλιόμετρα. Η λυπητερή για το rollercoaster του
τρόμου Κόρινθος - Πάτρα των 100 χιλιομέτρων; 4,30. Μπήκα στο πειρασμό να κάνω
τη σύγκριση. Ελλαδίτσα μου πόσο φτηνή είσαι!…
Ο πολύτιμος συνταξιδιώτης μας ονομάζεται
Ολυμπία. Α ξέχασα, το GPS στη Γαλλία
δουλεύει, τσάμπα η στεναχώρια του αρχηγού. Η Ολυμπία λοιπόν είναι αυτή που μάς
δίνει οδηγίες στο GPS. Έχει ζεστή φωνή, σχεδόν ερωτική. Δε την
έχω δει μα θα πρέπει να είναι ωραία γκόμενα. Ελπίζω η Μουτσουνίτσα μου να μη
ζηλεύει.
Βενετία - Μιλάνο - Τορίνο η διαδρομή από
την οτοστράτα και μετά στα βουνά. Στάση στη Briancon,
μια γραφική τουριστική πόλη στις Γαλατικές Άλπεις.
Από το τοπίο των Άλπεων κατηφορίσαμε σ'
αυτό της Aix En Provence που
θυμίζει πατρίδα και συνέχεια Savines le Lac, Gap, Sisteron, Arles, Narbonne όπου
θα διανυκτερεύσουμε.
Από Βενετία μέχρι Narbonne
κάναμε 1.000 χιλιόμετρα μονορούφι! Ο αρχηγός μας ξεθεώθηκε στο τιμόνι, τού
αξίζουν συγχαρητήρια, όχι γιατί ξεθεώθηκε μα, γιατί είναι άξιος οδηγός. Τα
τελευταία χιλιόμετρα δεν κυλούσαν με τίποτα…
1/8 Δευτέρα
Στο πλοίο. Σκούρος, λιπόσαρκος, γλυκός, με
μεγάλα μάτια: «Πόση ώρα είναι για το Venice;» «Θα
φτάσουμε αύριο το πρωί κατά τις οκτώ.» «Άι σι…»
Πηγαίνουμε αργά να μη ταράξουμε τη γαλήνη
του πρωινού. Μπουνάτσα. Ο αρχηγός κοιμάται ακόμα, κι' εγώ δεν έχω ξυπνήσει καλά
καλά. Η Μουτσουνίτσα διαβάζει τη συνέντευξη του Μάριου Βουτσινά στο μπαρ. Ο
καφές βαπορίσιος. Έλα Δημήτρη να βάλουμε όλοι ένα χεράκι να πάμε μια ώρα
αρχύτερα στο Venice. Το ταξίδι μάς περιμένει!
Ο Δημήτρης είναι ύπαρχος του πλεούμενου.
Τον γνωρίσαμε χτες βράδυ στο λιμάνι. Κοντά δυό μέτρα ψηλός, συμπαθής, και
πολυλογάς. Πιάσαμε κουβέντα και τα είπαμε όλα, ακόμα και για τη θητεία μας στο
ναυτικό, και ανανεώσαμε το ραντεβού μας για σήμερα μήπως ξεχάσαμε κάτι.
Προηγουμένως είχαμε φάει τι άλλο; Σουβλάκια! Στο Ρίο, όχι το Βραζιλιάνικο όπου
γίνεται η Ολυμπιακή μπίζινα, το κοντοΠατρινό. Ωραία σουβλάκια, μπουκιά και
ταξίδι…
«Νύχτα αγωνίας στη Βόρειο Εύβοια! Καίγεται
η Λίμνη!» λέει η τι-βι. Τι πρωτότυπο! Αναλογίζομαι τις νύχτες αγωνίας του
κόσμου όλου και ησυχάζω. Μικρό το κακό… Μακριά από το σπίτι όλα φαίνονται
διαφορετικά, αποκτούν τη διάσταση που τους αρμόζει: Τοσοδούλικα. Μοναδική
έγνοια τα παιδάκια μου που αφήνω πίσω. Κι' η μάνα μου που έχει έγνοια το
παιδάκι της, δέσανε οι έγνοιες ταιριαστό ζευγαράκι.
Η Ελενίτσα είναι τρίτος καπετάνιος. Όταν
ανεβήκαμε με τον αρχηγό στη γέφυρα είχε βάρδια. Σουρούπωνε. Μπλε θαλασσινό
ίσαμε τη γραμμή του ορίζοντα με πορτοκαλί ανταύγειες που γλύκαιναν το χώρο.
Δεξιά στο βάθος ένας βράχος μοναχός, φυτρωμένος καταμεσής στο πέλαο. Πώς
βρέθηκε εκεί; «Βρίσκονται…» είπε η Ελενίτσα, και μάς κατατόπισε με ζέση
νεοφώτιστης στα όργανα πλοήγησης και τα λοιπά του πλοίου. Η γλυκιά καπετάνισσα
έλαμπε και πως να μη λάμπει; Κοτζάμ πλεούμενο, τόσες ψυχές ήταν αφημένα στα
χέρια της. Θηλυκό και ναυτοσύνη, ένας
ακαταμάχητος συνδυασμός.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ ΣΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ
ΠΥΡΗΝΑΙΑ ΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ ΔΥΟ ΦΙΛΩΝ ΚΑΡΔΙΑΚΩΝ ΚΑΙ ΑΤΑΙΡΙΑΣΤΩΝ ΜΑΖΙ
ΜΕ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥΣ ΜΕΣΑ Σ' ΕΝΑ
ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΕΠΙ 21 ΜΕΡΕΣ, ΑΠΟ 31 ΙΟΥΛΙΟΥ
ΕΩΣ 21 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2016
Ή ΜΕ ΑΛΛΑ ΛΟΓΙΑ ΕΝΑ ΠΕΙΡΑΜΑ ΠΟΥ ΠΕΤΥΧΕ ΚΑΙ
ΑΠΕΤΥΧΕ
31/7 Κυριακή (Προοίμιο)
Δεν είναι λάφυρο το ταξίδι. Κανένα από τα μέρη που ταξίδεψα δεν έγινε δικό μου. Πόσο θα το ήθελα! Στη φάτσα ανέκφραστος, φαίνεσθαι της χάρτινης πανοπλίας μου, μα το μέσα έβραζε, η καρδιά σκιρτούσε, τα πόδια τρέμανε από τη γλυκιά προσμονή. Σε κάθε μέρος. Το ένα φαίνονταν ωραιότερο από το άλλο, οι ασχήμιες ως δια μαγείας εξαφανίζονταν από τα μάτια μου. Κάποια αφήσανε πιο βαθιές χαρακιές στη καρδούλα μου, σε κάποια δάκρυσα. Κι' όταν έφτανε η ώρα του γυρισμού έδινα υπόσχεση επιστροφής και παντοτινής αγάπης, σαν αυτή τού φαντάρου που πάει για το μέτωπο στην αγαπημένη του. Θα τη ξανάβλεπα; Κι’ αν τη ξανάβλεπα θα ’ταν ίδια με εκείνη που ήξερα; Μα μήπως κι’ εγώ θα ’μουνα ίδιος; Τι σημασία είχε; μάτια που δε βλέπονται γρήγορα ξεχνιούνται… Και αποζητούσα κάποιαν άλλη να γλυκάνω την απουσία, με τη ξεθωριασμένη στο χρόνο εικόνα τής παλιάς στη θύμησή μου, μέχρι να γίνει η καινούργια παλιά… Έμειναν όλες αγαπημένες.
30/7
Ο μικρός φίλος μου μ’ έχει στεναχωρήσει.
Πίνει, καπνίζει, κάνει τη νύχτα μέρα, αδιαφορεί και - το κυριότερο - δεν
αγαπάει. Τι φουρτούνες μπορεί να έχει ο εικοσάρης για να το βάζει κάτω; Άνοιξα
το λεξικό της καρδιάς, σκονισμένο κάτι χρονάκια στο ράφι της βιβλιοθήκης: «Εικοσάρης:
Φουρτούνες… φουρτούνες παντού! Καράβι καρυδότσουφλο μα αβύθιστο. Καπετάνιος
ατρόμητος φοβιτσιάρης. Συναισθήματα από το ζενίθ στο ναδίρ: αισιοδοξία - ματαιότητα,
χαρά – νταούνιασμα, γαλήνη – οργή, πίστη – απογοήτευση… Κι’ ο έρωτας που δίνει
φτερά, φουρτούνα είναι, όσο μεγαλύτερη η ανάγκη του τόσο πιο δύσκολος! Στα
είκοσι ''είμαι'' και ''δεν είμαι'', ''μπορώ'' και ''δεν μπορώ'', ''αξίζω'' και
''δεν αξίζω'', ''θέλω'' και ''πρέπει'' είναι μπλεγμένο κουβάρι. Κι’ ο προορισμός
αδιάφορος. Όλα φουρτουνιασμένο ταξίδι…» Σκέφτηκα
πως μάλλον θα 'πρεπε να στεναχωριέμαι αν δεν έκανε αυτά που κάνει και όχι
επειδή τα κάνει. Μα δε μπορώ - με χωρίζουν κοντά τέσσερις δεκαετίες από το
κόσμο του. Και δε σάς κρύβω, τον ζηλεύω, αλλά… Μα τι λέω; Πώς είναι δυνατόν να
ζηλεύω ένα κόσμο προβληματικό; Εξάλλου, ο ίδιος μού το είπε, δεν είναι
ευτυχισμένος. Ευτυχισμένος!… Ευτυχώς που είχα το λεξικό: «Ευτυχία: Άπιαστο
όνειρο…»
28/7
Ο σκληρός Ιούλης του 16 θα λένε κάποτε. Θα
κυκλοφορούνε κι’ αναμνηστικά. Κονκάρδες, μπρελόκ, καπέλα, μπλουζάκια… Θα γράφονται
τραγούδια λυπημένα που θα’ ναι χαρούμενα. Αλλά και εμβατήρια. Να συνεγείρουν το
πλήθος και να το εμψυχώνουν. «Τίποτα δεν χάθηκε γιατί εμείς οι ίδιοι δεν το θέλουμε
χαμένο» θα ακούνε στα ραδιόφωνα, τις τηλεοράσεις, τα σάιτ στο διαδίκτυο. Οι
απαισιόδοξοι θα 'ναι ντεμοντέ. Όλοι θα
περιμένουν την ανατολή τής νέας εποχής. Ενός απροσδιόριστα καλύτερου κόσμου. Σαν
αυτόν που περίμεναν και παλιά. Τζιχαντιστές, φονταμενταλιστές, σταυροφόροι, και
κάθε λογής θρησκόληπτοι βέβαια δεν θα υπάρχουν. Μόνο ληστές, κλέφτες και
απατεώνες, άντε και κάνα βαποράκι θα έχουν απομείνει απ’ τους κακούς. Οι
φονιάδες θα είναι είδος προς εξαφάνιση. Αραιά και πού μοναχά κανένας σαλεμένος
από χτύπημα του έρωτα. Οι υπόλοιποι θα έχουν μετανοήσει για τα φριχτά που
κάνανε. Η λέξη φρίκη εξάλλου θα 'χει προ πολλού διαγραφεί από τα λεξικά. Και από
τη μνήμη των ανθρώπων. Τίποτα δεν θα θυμίζει τα περασμένα. Ουδείς θα ’χει λόγο
να θυμάται. Τα δυσάρεστα από τις αναμνήσεις των παλαιότερων θα 'χουν κλειστεί στο
σκοτεινό μπαλαούρο του χρόνου. Και το καλύτερο: Ουδέποτε θα ξαναβγούν.
21/7
Ήξερα την «πέμπτη αυξημένη» στη κιθάρα μου,
αργότερα έμαθα και την «εικονική πραγματικότητα» - αυτή τη ψεύτικη δηλαδή με τα
άβαταρ και τα ρέστα, τελευταία έμαθα και για την «επαυξημένη πραγματικότητα» -
τη ντεμί αληθινή ή ντεμί ψεύτικη αν προτιμάτε. Παιδί του καιρού μου κι’ εγώ
θέλω να είμαι, να ξέρω. Αυτή που δεν ήξερα και ακόμα πασχίζω να μάθω είναι τη - σκέτη - πραγματικότητα, χωρίς φτιασίδια και επιθετικούς προσδιορισμούς. Δεν ταιριάζουν φαίνεται τα χνώτα μας. Μού φαίνεται κομμάτι ψωνισμένη, ότι καλά κι' έτσι περνιέται για αυθεντία κι' οι άλλες μπροστά της παρακατιανές, θυμίζει πουτάνα που θέλει να δείχνει καθωσπρέπει κυρία. Η - σκέτη – πραγματικότητα έχει πολλά πρόσωπα. Στην αρχή εμφανίζεται αμείλικτη. Γρήγορα γίνεται σοβαρή, πρόσωπο εμπιστοσύνης. Μετά αλλάζει βιολί, το παίζει μυξοπαρθένα, κάνει νάζια, κωλοτρίβεται… Και στο τέλος πριν το φχαριστηθείς τσεπώνει τα φράγκα και μη την είδες. Είναι «καρα-πουτάνα πραγματικότητα», «εικονική» και «επαυξημένη» και δεν ξέρω ποια άλλη ακόμα μαζί. Γιατί και οι άλλες δύο πουτανίτσες είναι, εντάξει ξεφωνημένες, κατέχουν όμως το άθλημα και γιατί να το κρύψουν; - οι πελάτες κάνουν ουρά! Αυτά σκέφτομαι και διασκεδάζω με τους δημοσιολογούντες επαΐοντες κινδυνολόγους , κοινωνιολόγους, συμπεριφοριστές, ανθρωπολόγους, ψυχολόγους, γκουρού της τεχνολογίας και κάθε πικραμένο, που ξορκίζουν τη «μη πραγματικότητα» για χάρη της μίας, μόνης και αληθινής. Τι καλά που θα ΄τανε να μάς λέγανε τουλάχιστον πώς την έχουν φανταστεί… «Γιατί μάς τραβάνε οι ξεφωνημένες και όχι οι «καθωσπρέπει» κυρίες; Πώς θα προφυλάξουμε τα παιδάκια μας από αυτές τις εξώλης και προώλης; Πού πηγαίνουμε επιτέλους;…» αναρωτιούνται και εξανίστανται οι εν λόγω κύριοι. Ψυχραιμία παρακαλώ… «Πηγαίνουμε όπου πηγαίναμε πάντα» είναι η απάντηση. Και τα παιδάκια μας μια χαρά είναι, και σίγουρα καλύτερα απ' όταν ήμαστε εμείς παιδάκια ή οι μπαμπάδες μας. Άλλαξαν οι καιροί κι' εμείς γαντζωμένοι, ίδιοι…
«Πήρα κόκκινα γυαλιά κι’ όλα γύρω σινεμά τα βλέπω» τραγουδούσε μια φορά κι’ ένα καιρό πρόωρος εραστής τής «μη πραγματικότητας» που ούτε ήξερε πώς να ζει, ούτε και πώς ν' αγαπάει. Πόσο επίκαιρη η άγνοιά του! Εμείς ούτε ξέρουμε ούτε προλαβαίνουμε! Ένα κουβάρι ήμαστε στους δρόμους τής τεχνολογίας που πάει με χίλια. Μπήκα λοιπόν κι’ εγώ στο γέρικο πασχαλινό αυγό μου, έβαλα μονοφόρι τ' αγαπημένα μαρόν γυαλιά, έπιασα το τραγουδάκι στο ραδιόφωνο, και ξεχύθηκα στους δρόμους της. Τίποτα δε με σταματάει! Έξυπνο κινητό - μού είπαν - έχω, θα πάρω κι’ ένα ζευγάρι γυαλιά της google να επαυξήσω τη πραγματικότητά μου στο πρώτο μαγαζί που θα 'βρω στο διάβα μου, κι’ όπου με βγάλει ο δρόμος. Τώρα αν μπερδευτώ ακόμα περισσότερο στο κουβάρι που λέγαμε, ε έχει ο θεός… Αφού δε γίνεται αλλιώς. Είπαμε: παιδί του καιρού μου κι’ εγώ θέλω να είμαι… Τουλάχιστον παρηγοριέμαι με τη σκέψη ότι ο τύπος που τραγουδούσε κάποτε θα έμαθε.
15/7
Εκείνο το βράδυ δεν έλεγε να τον πιάσει ύπνος. Παρά να στριφογυρνάει στο κρεβάτι άνοιξε το ραδιοφωνάκι. «Θα σε θυμηθώ σα τρελό φορτηγό, με τα φρένα σπασμέν…» Το 'κλεισε. Βραδιάτικα δεν ήθελε να ακούει δυσάρεστα. Σηκώθηκε και πήγε στον υπολογιστή μήπως χαλάρωνε σερφάροντας. Σύνδεση ανεπιτυχής - εδώ και μέρες ήταν ανεπιτυχής, το είχε ξεχάσει. Ξάπλωσε πάλι. Ξανάρχισε τα κοκορέτσια στο σεντόνι. Έκλεισε με το ζόρι τα μάτια και ξεκίνησε να μετράει προβατάκια που 'χαν την όψη φορτηγού κι' έτρεχαν δαιμονισμένα μήπως τον έπαιρνε ο ύπνος. Χάσιμο χρόνου. Σηκώθηκε. Άλλαξε σταθμό. «Σα τρελό φορτηγό με τα φρένα σπασμένααα…» Όλοι το ίδιο τραγούδι έπαιζαν. Αυτό το καταραμένο φορτηγό είχε στοιχειώσει τον ύπνο του! Δεν ήξερε τι να κάνει. Κι' όμως, ό,τι ήταν να γίνει είχε γίνει. Μακριά του. Κατέληξε πως δεν είχε λόγο να μένει ξάγρυπνος. Μα σκέψεις πιο μαύρες κι' απ' τη νύχτα τον ζώσανε ξανά. Αν το κακό έρχονταν κατά κει; Αν ο ψυχάκιας που καβαλούσε το τρόκι βρισκότανε στο διάβα του; Πάγωσε. Και τα πήρε μαζί στο κρανίο. «Τι θέλουν δηλαδή; Να κλειστούμε ελεύθεροι πολιορκημένοι μέσα στα σπίτια μας;» Για καλό και για κακό πήγε στην εξώπορτα να βεβαιωθεί ότι είχε διπλοκλειδώσει. Ξανά πίσω στο κρεβάτι. Ξανά το μάτι γαρίδα. Ξανά αγκαλιά με το ραδιοφωνάκι, τη συντροφιά του. Ν' ακούσει άλλη μια φορά το τρελό φορτηγό που είχε μάθει απέξω και άρχιζε να του αρέσει. Μα όχι, δεν ήταν εκεί, το ’κλεισαν στο τρελάδικο του κόσμου! «Σταυροφορία κατά των τρομοκρατών από όλο το πολιτισμένο κόσμο…» Δεν κρατήθηκε «Καλύτερα το φορτηγό!…» Η ώρα περνούσε κι' ο κούκος ξεκίνησε το δικό του λυπητερό τραγούδι. Φόρεσε το παντελόνι. Θα έβγαινε έξω να πάρει τουλάχιστον λίγο φρέσκο αέρα. Η φωνή τού εκφωνητή τού έκοψε τη φόρα. «Έκτακτη ανακοίνωση: Επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος! Απαγορεύεται η κυκλοφορία, μείνετε κλεισμένοι στα σπίτια σας…»
Αργόσχολος ναι, μα να πεις ότι είμαι άθεος θεός φυλάξει! «Τα ιερά λείψανα των αγίων Λουκά του ιατρού και Σεραφείμ Σαρώφ είναι στο ναό της αγίας Μαρίνας Εκάλης έως τις 17 Ιουλίου» διάβασα στο αναρτημένο απ' άκρη σ' άκρη της κεντρικής λεωφόρου πανό και δεν πίστευα στα μάτια μου. Λόγω κεκτημένης ταχύτητας το προσπέρασα. Άναψα τα φλας, σταμάτησα λίγα μέτρα πιο πέρα, ανέβηκα μισός πάνω στο πεζοδρόμιο να μην έχουμε κάνα ατύχημα, και γύρισα το κεφάλι 180 μοίρες έξω από το τζάμι να σιγουρευτώ. Δεν είχα κάνει λάθος! Τρόπος του λέγειν δηλαδή, αφού η νταλίκα που ερχότανε ξυστά χραπ μού πήρε το κεφάλι. Δεν πάρκαρα τουλάχιστον σαν άνθρωπος, να πεταχτώ στην εκκλησία να προσκυνήσω και ν' ανάψω ένα κεράκι στη χάρη τους; Γιατί άθεος για ν' αξίζω τέτοια νίλα, σάς είπα δεν είμαι. Κι' έμεινα, το κεφάλι μου δηλαδή, καταμεσής στην άσφαλτο με μάτια απλανή και στόμα ορθάνοιχτο να περιεργάζομαι το πανό όσο χρόνο μού απέμενε - και δεν ήταν πολύς. Αυτά παθαίνουν οι αργόσχολοι…
«Αυτά παθαίνουν οι περίεργοι!» είπε ο γενειοφόρος γιατρός στο προσκεφάλι μου. Είχα μόλις ανοίξει τα μάτια σε ένα άδειο δωμάτιο με φως ψυγείου. «Δεν είναι απλώς περίεργος, τον κόβω για άπιστο συνάδελφε!» Άπιστος εγώ; Γύρισα το κεφάλι να δω ποιος ήταν αυτός που έλεγε τέτοια πράματα για μένα και μιλούσε με βαριά ξενική προφορά, μα δε τα κατάφερα. Κατρακύλησα, το κεφάλι μου δηλαδή, και βρέθηκα στο πάτωμα. «Που πάς κακομοίρη…» είπε ο γιατρός. Με σήκωσε και με απίθωσε στο κρεβάτι, στη θέση μου - κολλητά στο σώμα. «…Ευκαιρία να κάνουμε κάνα θαύμα». Τότε κατάλαβα την οικτρή κατάστασή μου: περίμενα μόνο ένα θαύμα… Δεν ήξερα ούτε πού βρισκόμουν ούτε ποιοι ήταν τού λόγου τους, για να μιλάνε όμως για θαύματα σίγουρα δεν ήταν τυχαίοι. «Γύρισε το χρόνο πίσω γιατρέ» τόλμησα να ψελλίσω. Μια στιγμιαία λάμψη, μια αστραπή, και να ’μαι πίσω ξανά στο αυτοκινητάκι μου να οδηγώ. Όταν είδα το πανό με τα λείψανα των αγίων στο διάβα μου έκανα το σταυρό μου.
9/7
«Αξίζει να χαίρεσαι περισσότερο» λέει το
διαφημιστικό της καλής εταιρίας και αναπτερώνεται το ηθικό μου. «Τώρα θα
χαίρομαι περισσότερο γιατί το αξίζω!» φωνάζω κι' ο κόσμος με κοιτάζει παράξενα.
«Τι ζόρι τραβάει τούτος…» σκέφτονται, το βλέπω στη μάπα τους - το καθρέφτη τού
μέσα. «Τριαλαρί τριαλαρό γιούπι!…» συνεχίζω εγώ απτόητος μόνο και μόνο για να 'μπω
στο μάτι των άχαρων. Και επειδή στη βράση κολλάει το σίδερο, τρέχω στο πρώτο
μαγαζί που βρίσκω μπροστά μου: «Ήρθα!» «Καλημέρα σας, πώς μπορούμε να σάς
εξυπηρετήσουμε;» καρμπόν η εισαγωγή. «Εσείς πέστε μου. Εγώ το μόνο που ξέρω
είναι ότι θέλω να χαίρομαι περισσότερο. Ξέρετε πόσο έχουμε ανάγκη λίγη χαρά
σήμερα…» Στην αρχή πάντα κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν τι τους λέω. Τους εξηγώ,
μεσολαβεί παύση λίγων δευτερολέπτων, και αρχίζουν να απαγγέλλουν τα προγράμματα
κινητής και σταθερής, ντάμπλ πλέι, τριπλ πλέι, δωρεάν χρόνους ομιλίας, δωρεάν
μεγκαμπάιτ για να σερφάρω σαν άνεμος στα κύματα του διαδίκτυου, και πάει
λέγοντας. «Μαζί μας έχετε κάθε λόγο να είσαστε περισσότερο χαρούμενος!» είναι η
μόνιμη επωδός. Αυτή με χαλάει. Καλά να' ναι οι άνθρωποι, δεν έχω λόγο να
αμφισβητώ τις αγαθές προθέσεις τους, «μαζί τους» εντάξει. Μα με όλους τους
άλλους τι γίνεται; ρωτάω. Και περιμένοντας μία απάντηση η χαρά τής προσμονής να
χαίρεσαι περισσότερο δίνει τη θέση της στη χαρμολύπη. «Μη περιμένεις να σού
απαντήσουν» ισχυρίστηκε φίλος που, όπως λέει ο ίδιος, είναι καλά ενημερωμένος.
Ίσως έχει δίκιο. Ίσως όλο αυτό δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα κακόγουστο
διαφημιστικό τρυκ. Μα αρνούμαι να το πιστέψω. Γιατί ακόμα κι' έτσι να 'ναι,
λίγη χαρά σήμερα, έστω ψεύτικη, είναι κάτι. Σάμπως όλα τ' άλλα για πούληση, τα «αληθινά»
και ακριβοπληρωμένα, αξίζουν τα λεφτά τους; Αύριο θα ξαναπάω στο μαγαζί να δω
αν έχουν κανένα νέο. Θα πάρω μαζί και το φίλο μου που κατέχει το θέμα.
7/7
Νοιώθω την ανάγκη να ευχαριστήσω από
καρδιάς το σταθερό πυρήνα των πιστών αναγνωστών μου. Όλοι τους καλοί,
αγαπημένοι φίλοι – μήπως δε θέλουν να με στεναχωρήσουν; Μπορεί να μην είναι
πολλοί - μόνο πέντ’ έξι, άντε τέσσερις, κάποιες φορές δυό τρεις, πάντως κάτω
από έναν δεν έχουν πέσει ποτέ – μα δεν παύει να είμαστε μια σφιχτοδεμένη ομάδα,
κάτι σα γκουερίλος της ενημέρωσης σ’ ένα τόπο άτοπο, άχρονο, τής φαντασίας μας.
Σύντροφοι δεν πιστεύω να σάς πτοούν τα στατιστικά της «κουτσομπόλας»! Όλα κάπως
έτσι ξεκίνησαν. Βέβαια και κάπως έτσι τελείωσαν, το ξέρετε, αλλά τι να κάνουμε;
αυτά έχει η ζωή. Εγώ το χαβά μου κι' εσείς το δικό σας: τα λάικ σας, τις
καρδούλες σας, τις χαμογελαστές φατσούλες σας, άντε που και που και κάνα σχόλιο
τού στυλ «ουαου ωραία τα λες μεγάλε!»… VENCEREMOS!
6/7
Ουουου ιιι ουιουιουι… Τι τρέχει, φωτιά; Πάω
στο μπαλκόνι να δω. Φωτιά! Κάπου εδώ κοντά έπιασε. Να, το πυροσβεστικό πέρασε απ'
τον δρόμο μας! Ουουου ιιι ουιουιουι… Πέρασε κι' άλλο! Μα που είναι; Δε βλέπω
καπνό. Κάτι καμένο μυρίζει. Δε μπορεί, κάτι καίγεται. Να δεις θα 'ναι στο λόφο
από τη πίσω πλευρά γι' αυτό δε φαίνεται. Ουουου ιιι ουιουιουι… Ρε συ ποιο λόφο; Εδώ δίπλα μας πρέπει να
είναι. Μυρίζει. Εσένα δε σου μυρίζει; Όχι; Μπουκωμένος είσαι; Εμένα τώρα μού
μυρίζει πολύ. Για να μη βλέπω καπνό θα έπιασε μόλις τώρα και φουντώνει. Τρέχουν
να τη προλάβουν… Ορίστε ξύπνησαν κι' οι γείτονες. Είναι αλαφιασμένοι. Εσείς
είδατε κάτι; Ακούσατε κάτι; Το είπανε οι ειδήσεις! Άνοιξε τη τηλεόραση. Και το
ράδιο. Κάθε Καλοκαίρι έχουμε το ίδιο βιολί… Ουουου ιιι ουιουιουι… Καλά, είναι η
ώρα κατάλληλη για να κάνεις πλάκα; Είσαι εντελώς αναίσθητος γαμώτο; Ουουου ιιι
ουιουιουι… Σκάσε επιτέλους ν' ακούσω! Τώρα δεν ακούω κάτι. Πού πήγαν οι σειρήνες;
Ούτε καπνό βλέπω. Και μυρίζει λιγότερο. Καθόλου; Σώπα, σώπα, κάτι λέει. Τι, φωτιά
στα μπατζάκια μας;…
3/7
Το «φραπέ» ή «φραπές» ή «φραπεδιά», το πολυαγαπημένο
μας «φραπεδάκι» είναι καφές Ελληνικός, πιο Ελληνικός δεν γίνεται. Είναι και
εθνικό μας σύμβολο παντός καιρού και ιδία Καλοκαιρινό, καθότι συγκινεί και
συνενώνει τους απανταχού συμπατριώτες. Η συνταγή απλή. Ένα κοινό ποτήρι με
πώμα, λίγος στιγμιαίος καφές, ζάχαρη κατά βούληση, κρύο νερό, παγάκια, πωμάτισμα,
καλό χτύπημα στο χέρι πάνω κάτω όπως τραβάς μαλακία, κι' έτοιμος! Απαραίτητο
και ένα καλαμάκι για να ρουφάς και να ανακατεύεις κάθε τόσο το περιεχόμενο - αν
θέλεις κάνεις και μπουρμπουλήθρες. Γάλα προαιρετικά. Καμία άλλη πατρίδα δεν
είχε την ευτυχία, διότι περί ευτυχίας πρόκειται και όχι απλώς περί τύχης, να
βλέπει τα παιδιά της ενωμένα - όπου στρίψεις κι΄ όπου βρεθείς - με ένα φραπέ χέρι
χέρι. Χάριν της εθνικής μας πατέντας και για ακόμα μεγαλύτερη απόλαυσή της,
κυκλοφορεί στο εμπόριο πλήθος ευφάνταστων ευρεσιτεχνιών. Καλοκαιράκι έχουν τη
τιμητική τους. Μία εξ αυτών ο «επιπλέων φραπές», ειδικά σχεδιασμένη για τους
κολυμβητές - να μην αποχωρίζονται ούτε στιγμή την αγαπημένο τους φραπεδάκι,
κάτι σα σωσίβιο με ενσωματωμένη θήκη για το ποτήρι. Μία άλλη, μπεστ σέλερ αυτή,
η πλιάν «φραπεδοπολυθρόνα» για τη παραλία, μα και η «φραπεδοξαπλώστρα». Κι' άλλες
πολλές, ουκ έστι τελειωμός. Αφήνω όμως κατά μέρος τα εγκυκλοπαιδικά που εξάλλου
τα ξέρετε όλοι, και προχωράω στο πάθημά μου: Πήγα για μπάνιο στο παράδεισο και γύρισα
άρον άρον… Τι χρυσαφένια αμμουδιά πεντακάθαρη! Τι γαλαζοπράσινα νερά να τα
πιεις στο ποτήρι! Τι απίθανοι λουόμενοι, άρχοντες πραγματικοί, διακριτικοί,
ήσυχοι, ευγενείς! Τι ομορφιά, γραμμωμένα
σώματα, καλλίπυγες υπάρξεις! Όμως αναλογιστείτε, τι λειψά που θα ήταν
όλα αυτά αν δεν συνδυάζονταν μ΄ ένα παγωμένο φραπεδάκι. Τελεία και παύλα: Μπάνιο
και παραλία δίχως φραπεδάκι δεν νοείται. Οι πάντες είχαν - ακόμα και οι
αθλητικοί ρακετοπαίκτες κρατούσαν στο' να χέρι τη ρακέττα στ' άλλο χέρι τον
φραπέ! Να πω ότι δεν το ήξερα; Το ήξερα. Κι' εγώ, ο ξεχασιάρης, είχα πάει στο
παράδεισο με άδεια χέρια! Δεν σάς κρύβω ότι ένοιωθα σα τη μύγα μεσ' στο γάλα.
Παρακατιανός. Σχεδόν αποσυνάγωγος ανάμεσα σε συμπατριώτες! Ας πρόσεχα… Έκανα
μια βουτιά στα γρήγορα και απήλθα ντροπιασμένος.
2/7
Ο καλός ο μύλος τα πάντα αλέθει! Να βγάλει
λίγες σταγόνες ουσία. Βάσανο κάποιοι λένε αυτόν το μύλο. Είναι μοντέλο ακριβό.
Περίεργο. Εμφανίζεται εκεί που δε το περιμένεις και εξαφανίζεται εκεί που τον θέλεις.
Βγάζει γλώσσα. Είναι μόνιμα οργισμένος. Αγαπάει τρελά ή αδιαφορεί, δρόμος στη
μέση γι' αυτόν δεν υπάρχει. Είναι και πεισματάρης. Όσοι τον ξέρουν προσέχουν.
Να μη πάθουν αυτό που έπαθε κάποτε ένας φίλος: Άλεσε το δάχτυλό του! Την
επομένη τον πούλησε μπιρ παρά. Ουδέποτε κατάλαβε πως ήταν καλός ο μύλος. Έχω
κι' εγώ έναν τέτοιο και τον προσέχω σα κόρη οφθαλμού. Δε τον αφήνω ποτέ μόνο. Παντού
μαζί. Στο σπίτι, στη δουλειά, στο δρόμο, στη βόλτα, στα μαγαζιά, στην εκδρομή,
στις φιλικές μαζώξεις… Δεν φαίνεται; Είναι τόσο μικροσκοπικός που χωράει σχεδόν
παντού! Περνάει απαρατήρητος. Βέβαια ένα εξασκημένο μάτι θα τον δει. Στα
βλέμματα, στις σιωπές, στη σκιά, στο αεράκι που φύσηξε, στην αύρα που χάθηκε…
30/6
Δεκατρείς χιλιάδες «Μαρινόπουλοι» στοιχειώνουν
τα όνειρά μας. Κι' η διαδρομή σπίτι δουλειά - δουλειά σπίτι γίνεται πένθιμη σα
σε κηδεία. Κλείνω τον μαντατοφόρο των κακών και συνεχίζω τ' όνειρο. Η κόρνα του
συμπατριώτη με ξυπνάει. Διπλαρώνει στα δεξιά και κατεβάζει το τζάμι. «Ε ξύπνα!
Δεκατρείς χιλιάδες κινδυνεύουν να μείνουν στο δρόμο! Και τα λεφτά από τα χρόνια
της αστακομακαρονάδας πήγαν σε οφσόρ…» Γκαζώνει και φεύγει. Ναι πτωχεύσαμε
κύριος. Τι θέλεις δηλαδή; Αυτά έχει η ζωή. Τα πάνω της και τα κάτω της. Ώπα,
τώρα είμαστε στα κάτω. Μετά θα' ρθουν τα πάνω. Σα τραμπάλα. Γελάς ε; Κι όμως, θυμάμαι τα πρισουνίκ στα πολύ χάι
τους. Κάποτε έπαιζαν στη μοναξιά χωρίς αντίπαλο. Και τώρα στη μοναξιά τους
είναι. Τι έγινε δηλαδή; Γιατί δηλαδή να στεναχωριέται ο φίλος μου μην απολύσουν
τη γυναικούλα του; Γιατί εμένα αυτό με νοιάζει, να μη στεναχωριέται. Δεν θέλω
να στεναχωριέται ο φίλος μου! Κατάλαβες; Για τους άλλους, σα την αφεντιά σου,
λυπάμαι… Μονολογούσα μέχρι το σπίτι.
28/6
Ο μεγάλος νερουλάς ρίχνει ασταμάτητα.
Ξεχαρμανιάζει και βήχει. Καρφιά με βαράνε. Η ομπρέλα διακοσμητική. Τη κλείνω. Παπί.
Ωραία που είναι! Ωραία που είναι χωρίς ομπρέλα! Τώρα νύχτωσε. Τι τώρα δηλαδή… Και
πριν σα νύχτα ήταν. Πριν την ώρα της. Μια ανηφόρα ακόμα και φτάνω σπίτι. Η
τελευταία. Η μεγάλη. Τσαλαβουτάω στα ρυάκια του δρόμου. Στη φόρα του νερού πάω
κόντρα. Κι αυτό διαμαρτύρεται. Κάνει κράτει. Αρχίζει δίνες γύρω απ' το πόδι
μου. Να με ρουφήξει. Χα! Ύστερα να επανέρθει ορμητικότερο. Σα να κόπασε κάπως. Συνεχίζει
μ' ένα ψιλό. Μια ηλιαχτίδα τρεμοπαίζει. Μα όχι. Ξαναβήχει. Υγρός βήχας με αίμα.
Του φυματικού. Σπιθουριάζει τ' άλικο στο μαύρο πάνωθε μου. Κι αρχίζει πάλι να
ρίχνει. Πιο δυνατά. Χειρότερα από πριν. Ή καλύτερα, δε ξέρω. Η φωτιά στη
Πάρνηθα θα έχει σβήσει, σκέφτομαι. Θα ξεπλύθηκαν τ' αποκαΐδια.
26/6
Αυτό κι' αν είναι ιεροσυλία! Άγνωστοι
ανήμερα της θλιβερής επετείου, στις 23 Ιουνίου, έγραψαν το ανείπωτο στο τάφο
του Αντρέα: Η Ελλάδα ΔΕΝ ανήκει στους Έλληνες! Τον είδα να σηκώνεται
σα τον Λάζαρο, σιχτιρισμένος, και να στολίζει με μπινελίκια όποιον έβλεπε
μπροστά του. Τους συγκατοίκους του δηλαδή, γιατί περασμένα μεσάνυχτα δεν υπήρχε
στο χώρο ψυχή. Τώρα αν τον ακούγανε και, αν τον ακούγανε, τι τού απαντούσαν,
αυτό είναι από άλλη ιστορία. Ο νυχτοφύλακας πάντως φαίνεται πως κάτι πήρε
χαμπάρι. Έκανε το σταυρό του και τράβηξε μαγκωμένος κατά κει που έρχονταν οι
φωνές. Φοβότανε ο δόλιος, μετά τις τελευταίες απολύσεις που επιβάλλανε οι
δανειστές είχε μείνει μόνος. Ένας ζωντανός για να φυλάει ένα κάρο πεθαμένους
στο καλύτερο νεκροταφείο της χώρας… και τι πεθαμένους! Εξέχοντες! Στο φεγγαρόφωτο
πρόλαβε να δει δύο φιγούρες να πηδάνε το μαντρότοιχο. Το ανοσιούργημα έγινε
αντιληπτό την άλλη μέρα το πρωί. Τα
όργανα της τάξης έπιασαν δουλειά. Ανέκυπτε θέμα και μάλιστα σοβαρό: Πύρινοι
λόγοι, πόθοι, ελπίδες, εθνικό φρόνημα αλλά και βεβαιότητες δεκαετιών κινδύνευαν
να περιπέσουν σε απαξία εν μία νυκτί! Επρόκειτο για οργανωμένο σχέδιο
παραπλάνησης του λαού; Αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης; Ήταν Έλληνες, αν
μπορεί να χαρακτηριστούν τέτοιοι, οι δράστες; Ή μήπως ήταν δάκτυλος των ξένων;
Των Τούρκων μήπως; Τρομοκρατών; Του εξωαποδώ; Μήπως αντιφρονούντες συγκάτοικοι
του μακαρίτη είχαν βάλει το χεράκι τους; Ή μήπως ο ίδιος ο μακαρίτης, απελπισμένος
και πικραμένος; Παρά την εξονυχιστική και επισταμένη έρευνα των αρχών
απαντήσεις στα ερωτήματα δεν δόθηκαν. Το θέμα έκλεισε με άνωθεν εντολή μακριά
από τα φώτα της δημοσιότητας και ο βανδαλισμός αποκαταστάθηκε μέσα σε λίγες
ώρες.
24/6
Τα 'λεγα εγώ. Τη ψυλλιαζόμουνα τη δουλειά.
Το 'χα ρίξει στα πιασάρικα σεξίστικα μπας και με διαβάσει κανένας αρμόδιος και
ιδρώσει τ' αυτί του αλλά που… Γιατί από αχάριστο άνθρωπο μόνο τα χειρότερα
μπορείς να περιμένεις. Πώς τα φέρνει η ζωή: Είναι ο χαϊδεμένός σου, τον έχεις
μη στάξει και μη βρέξει, στα πούπουλα, και τη κάνει πρώτος με το έτσι θέλω
κοπανώντας πίσω του με δύναμη τη πόρτα. Σιγά άνθρωπέ μου μάς ξεκούφανες! Θα το
γκρεμίσεις το σπίτι! Τρόπος τού λέγειν δηλαδή, γιατί όπως σάς είπα δε φοβάμαι.
Άντε, στη χειρότερη, από έπαυλη χλιδάτη υπερπαραγωγή, να μάς μείνει ένα αξιοπρεπέστατο
πεντάρι. Ή ένα τεσσαράκι. Τι έγινε δηλαδή; Τα δωμάτια και οι καμπινέδες κάνουν
τα σπίτια ή οι άνθρωποι που μένουν σ' αυτά; Κι΄ εγώ προσωπικά τα 'χω πάρει στη
κράνα με τους Εγγλέζους. Μία αυτοί; Δέκα εγώ! Δε γουστάρω συγκατοίκηση με
αχάριστους. Θα σφυρηλατήσουμε την ενότητα της Ευρωπαϊκής μας οικογένειας! Αυτό
δεν το λέω εγώ, το άκουσα. Και πόσο χάρηκα δε λέγεται! Ειδικά εμείς που είμαστε
μοναδική περίπτωση, κάτι μεταξύ απροσάρμοστου, κακομαθημένου και εξαρτημένου
που γυρεύει τη δόση του, το 'χουμε πραγματικά ανάγκη. Αλήθεια, γιατί δε τη σφυρηλατούσαμε
τόσο καιρό και περιμέναμε τα καμώματά τους; Δεν πειράζει. Κάλιο αργά παρά ποτέ…
Πάντως τίποτα ακόμα δεν έχει τελειώσει. Και το λέω αυτό μετά λόγου γνώσεως επειδή
ήδη κάποιοι φόρεσαν μαύρες πλερέζες. Ευτυχώς έχουμε χρυσή εφεδρεία τον δικό μας,
τον Αλέξη. Έστω και τώρα στο και πέντε, προτείνω να τον στείλουμε στα μέρη τους
να κάνει το θαύμα του και το Brexit να γίνει Brentry. Έχει τον
τρόπο!
19/6
Brexit
και κάτι τρέχει στα γύφτικα! Αν θέλουν να φύγουν, να πάνε στο καλό και να μάς
γράφουν. Εμείς θα μείνουμε εδώ, σπίτι μας. Ενωμένοι σα μια γροθιά. Τίποτα δεν
μπορεί να χωρίσει την οικογένειά μας. Την ευτυχία μας. Ζηλεύουν οι κουνημένοι
νησιώτες, για να μη πω τίποτα βαρύτερο, εμάς τους βαρβάτους στεριανούς και
κάνουνε τσαλίμια. Έλα δω αγοράκι μου να ιδείς τι θα πει Ενωμένη Ευρώπη! Έλα στο
θείο… Άμα πια! Το σπίτι μας είναι φτιαγμένο με τα πιο γερά υλικά:
Αλληλοβοήθεια, ειλικρίνεια, ανιδιοτέλεια. Δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε. Ελάτε
αδέρφια όλοι μαζί να τους τραγουδήσουμε μπας και συνέλθουν. «Το Μανωλιό τον
βάλανε σ' ένα καράβι μούτσο, μα κείνος τη κοπάνησε, και βγήκ' ενά σκυλόψαρο και
του' κοψε το πούτσο!» Χα χα χα αυτό θα πάθετε ξανθόψειρες. Όποιος φεύγει απ' το
μαντρί τον τρών' οι λύκοι! Τώρα, θα πείτε, κι' εμείς που' μαστε στο μαντρί τι
καταλάβαμε; Είδαμε κανένα χαΐρι; Πέντε χρόνια βολοδέρνουμε σε φουρτουνιασμένη
θάλασσα κι' είναι και κλειστή η ρημάδα σα λίμνη. Σκεφτείτε τους καψερούς εκεί ψηλά,
πλάι στους πάγους και τα φίδια του μεγάλου ωκεανού, τι κουπί έχουν να
τραβήξουν. Ούτε ψύλλος στο κόρφο τους! Λέω να στείλουμε μια αντιπροσωπεία,
εθνική ας την ονομάσουμε, υπό τον αρχηγό μας Αλέξη, ή κάποιον άλλο καλύτερο
τέλος πάντων, να τους γυρίσει τα μυαλά. Να τους λογικέψει. Τόσα χρόνια μαζί,
στο ίδιο τραπέζι, στο ίδιο κρεβάτι, αγκαλίτσα… Όχι ρε γαμώτο! Συγκινήθηκα…
18/6
Διαβάζω άρθρο εν όψει επικείμενων εκλογών στο
Αμέρικα περί της αδιαφορίας του κατεστημένου για τον μικρό (ψηφοφόρο) άνθρωπο. Μού
άρεσε, κι' ας μη το κατάλαβα. Ποιος είναι μικρός άνθρωπος; Και ποιο κατεστημένο
εννοεί; τα πρώτα ερωτήματα. Κι' ένας σκασμός από δαύτα στη συνέχεια. Είναι μικρός
ο φτωχός; Ο κακομοίρης; Ο αμόρφωτος; Ο απαίδευτος; Ο αγενής; Ο χυδαίος; Ο
φρικαλέος; Ο εγωκεντρικός; Ο εαυτούλης; Ο συμφεροντολόγος; Ο ξερόλας; Μήπως ο ψεύτικος;
Ο ετερόφωτος; Ο οσφυοκάμπτης; Ο μη έχων το θάρρος της γνώμης του; Ο φοβισμένος;
Ο γραψαρχίδης; Ο ανήθικος; Ή καλύτερα ο στερούμενος κώδικα αξιών; Μήπως ο
οπορτουνιστής; Είναι για παράδειγμα ο υποψήφιος πλανητάρχης Ντόναλντ μικρός
άνθρωπος; Η Χίλαρυ; Κι' όλοι οι παραπάνω (και όσοι ξέχασα και να με συγχωρήσουν
γι' αυτό) δεν είναι κατεστημένο και μάλιστα ζοφερό; Κι' αν υποτεθεί ότι υπάρχει
κι' ένα άλλο καλό κατεστημένο, γιατί παρακαλώ να ενδιαφερθούν για δαύτους;
Επειδή το υπαγορεύουν η ηθική και οι αξίες τους; Τώρα που το καλοσκέφτομαι ναι.
Θα έπρεπε! Αλλά φαίνεται πως κι' αυτοί είναι μικροί, μικρότεροι απ' τους άλλους…
Γιατί ενώ ξέρουν και μπορούν να βάλουν πλάτη, αδιαφορούν - έγκλημα εν πλήρει
συνειδήσει για να μη πω εκ προμελέτης! Είναι λοιπόν η αδιαφορία το κλειδί στο DNA των μικρών
ανθρώπων; Ίσως, αν το ενδιαφέρον των μεγάλων είναι ανυστερόβουλο και
ανιδιοτελές. Εύρηκα! Βρήκα τον μεγάλο άνθρωπο! Τον ανυστερόβουλο, ανιδιοτελή,
αρωγό, συντρέχτη, συμπονιάρη, συμπάσχοντα με τους άλλους. Που θέλει να αλλάξει
τους μικρούς κι' από μικρούς να τους κάνει μεγάλους, μαζί τους και τα κακώς
κείμενα. Κάτι από άγιος εν ζωή κι' επαναστάτης μαζί. Εγώ τουλάχιστον δεν ξέρω
κάποιον τέτοιο. Εσείς; Δεν περιμένω να απαντήσετε. Είμαι σίγουρος για την
απάντησή σας. Προχωράω λοιπόν, τραβώντας το συλλογισμό μου στα άκρα. Ο μόνος
μεγάλος άνθρωπος που ξέρω στο κόσμο τον ανθρώπινο είναι ο βλαξ! Διότι καίτοι
δεν έχει το ακαταλόγιστο, όλα του καλά καμωμένα! Παρεμπιπτόντως είναι και
ευτυχής. Με μία μόνο υποσημείωση: Είναι κι' αυτός κατεστημένο.
13/6
Θα μπορούσε να ήταν παιδί μου. «Αυτή είναι
η γνώμη μου αλλά αν δε σάς κάνει έχω κι' άλλη» είπε! Κάπου το είχε ακούσει αυτό
ο μπαγάσας. Έτεινε τα χέρια του ανοιχτή αγκαλιά προς το μέρος μου. Χαμογέλασε
συγκρατημένα. Με κοίταξε στα μάτια με νόημα. Είναι ειλικρινής, σκέφτηκα. Είχα
απηυδήσει με τους ομοίους του. Λέγαν και ξελέγαν. Τούτος τουλάχιστον, το ήξερα,
θα έκανε τη ζωή μου πατίνι μα θα το φχαριστιώμουνα. Εκεί που είχαν φτάσει τα
πράματα μού αρκούσε. Τι άλλο ν' άκουγα; Μπροστά στο γυαλί με διπλάρωσε ο ύπνος.
Αφέθηκα στη γλύκα του μ' ένα βάρος στη καρδιά …«Θα πάθω εγκεφαλικό παιδί μου!»
«Πατέρα εσύ μου ’μαθες στραβή περπατησιά και τώρα δε ξεμαθαίνω σού λέω στον
αιώνα τον άπαντα! » «Παιδί μου λογικέψου.» «Γίνεται πιο λογικός;» «Και μετά;»
«Μετά χέστηκα!» «Έτσι ονειρεύεσαι να πορευτείς στη ζωή σου;» «Πώς πορεύτηκες
εσύ δηλαδή; Έτσι και χειρότερα»… «Κοιμάσαι; Πήγαινε στο κρεβάτι». «Εε βλέπω…»
έκανα. Τα μάτια μου κουμπότρυπες. Ήταν ακόμα εκεί και έλεγε. Στο πάνελ των
καλεσμένων είχαν προστεθεί καμιά δεκαριά νοματαίοι. Έπαιζαν τα κοκόρια. «…Κι'
αν δε σάς κάνει έχω κι' άλλη» επανέλαβε. Φαίνεται πως ήταν το μόνο που ήξερε να
λέει μα το’ λεγε καλά. Η φωνή του σίγουρο μέταλλο. Χτύπησε και το χέρι στο
τραπέζι. Σιγή ιχθύος στην ομήγυρη. Ξύπνησα. «Γυναίκα είναι θεός! Επιτέλους να
κάποιος που μπορεί να επιβάλλει στη Βαβέλ μια γνώμη κι' ας είναι σκατά!… Αυτός
είναι η τελευταία μας ελπίδα!» «Πήγαινε να ξαπλώσεις…» Πάτησε το κουμπί. Μαύρο.
Κοιμήθηκα σα πουλάκι.
11/6
Τρούμαν είναι ο σκύλος. Ο Χούλιαν, το
αφεντικό του, έχει καρκίνο. Στο τελικό στάδιο. Ξέρει ότι θα πεθάνει. Σταματάει
τη τσάμπα θεραπεία. Θέλει να ζήσει τις μέρες που απομένουν μακριά από
νοσοκομεία. Τελευταία και μόνη έννοια του πού θ' αφήσει το σκύλο. Ψάχνει
επειγόντως ανάδοχη οικογένεια. Μάταια. Ο Τρούμαν είναι γέρος. Δεν τον θέλει
κανείς. Ο Τομάς έρχεται από μακριά να δει τον παιδικό του φίλο. Για τελευταία
φορά. Η φιλία είναι το θέμα. Φουντώνει σα σπίθα στα ξερά. Φιλία ίσον ζωή. Το
αναπόδραστο στη σκιά, η ζωή στο φως. Για τέσσερις μέρες. Όσο θα κάτσει ο Τομάς.
Κι' όταν φύγει θα πάρει μαζί του και τον Τρούμαν. Ταινία που μιλάει στη καρδιά.
Γι' αυτό μου άρεσε. Τομάς και Χουλιάν παίζουν με βλέμματα και σιωπές. Ο λατίνος
Σεσκ Γκάι στα χνάρια των βόρειων Σερκ και Φασμπίντερ. Και λίγο μελόδραμα στο
φινάλε. Όπως η ζωή.
9/6
Τι γίνεται με τα πολιτικά; Σα να τα
ξέχασα. Σωθήκαμε; Αμέ! έτσι λένε. Και εμείς και αυτοί που κατσικωθήκανε στο
γκουβέρνο. Μέχρι το Φθινόπωρο δηλαδή και μετά έχει ο θεός. Σκέφτομαι ότι ουδέν
μονιμότερο του προσωρινού και αναθαρρώ. Τόσο που λογαριάζω να πάω ένα ταξιδάκι
να αλλάξω αέρα. Θα γυρίσω ρέστος, αλλά τι πειράζει; Τότε θα έχουμε πάρει νέα
παράτα. Λίγο ακόμα προσωρινό που έχει γίνει μόνιμο. Έτσι θα το τσουλήσουμε,
μέχρι πότε δε ξέρω. Μέχρι να φανούν οι επενδυτές; Άκουσα πως είναι καθ' οδόν
για το Ελντοράντο της Μεσογείου να ρίξουνε τα ωραία τους λεφτάκια. Το Φθινόπωρο
υποθέτω θα' χουν φτάσει. Άκουσα και πως θα αλλάξει ο εκλογικός νόμος επί το
αναλογικότερο χωρίς όμως να επηρεαστεί η κυβερνησιμότητα της χώρας. Ευτυχώς!
Σκεφτείτε να επηρεάζονταν! Άκουσα και πως οι θυσίες του λαού σήμερα, με τη
κυβέρνηση της αριστεράς, επιμερίζονται δικαιότερα. Ίσως να' ναι έτσι γιατί δεν
ακούω τη φτωχολογιά να διαμαρτύρεται (ρε μπας και τα' χει κακαρώσει;) Μόνο οι
συντεχνίες κάνουν παιχνίδι, ότι γίνονταν πάντα δηλαδή, ασφαλώς για πάρτη τους.
Τι να πω… Στη πολιτική ανάλυση δεν είμαι καλός. Ούτε μπορώ να μιλήσω σοβαρά
(δηλαδή δεν ξέρω αν μπορώ να μιλήσω σοβαρά για κάτι). Ένα ξέρω: Τα σοβαρά των
σοβαρών δεν παίζονται! Δε μπορείς να κρατήσεις τη κοιλιά σου απ' τα γέλια! Ή τα
κλάματα… Πάντως χαίρομαι τους έγκριτους αναλυτές παντός καιρού. Κι' ας πλήττω
κομμάτι μαζί τους. Είναι φανερό πως δεν απευθύνονται σε τύπους σαν εμένα. Και
ποιος το λέει αυτό παρακαλώ; Ένας κοτζάμ κονομολόγος που παίζει τις αναλύσεις
στα δάχτυλα! Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου…
7/6
Τι σόι σκάλα είναι αυτή που σε ανεβάζει
στη ζωή; Από τι χαρμάνι είναι φτιαγμένη; Πόσα σκαλιά έχει; Κι’ αν τα προηγούμενα
έχουν απαντηθεί, πού τη πουλάνε να τρέξω ν’ αγοράσω τρεις; Δύο king
size,
μία για κάθε κόρη μου, και μία σκαλίτσα για μένα. Για τις δύο πρώτες, υποθέτω
ουδεμία έχετε απορία. Για τη τρίτη όμως δημιουργούνται εύλογα ερωτηματικά όπως:
Τι να τη κάνω κατόπιν εορτής; Ή το καλύτερο: Ακόμα πιο ψηλά; Οφείλω μία
απάντηση επ’ αυτών πριν πάω παρακάτω. Σουβενίρ τη θέλω λοιπόν! (Που πήγε το
μυαλό σας;) Μία μινιατούρα, να τη βάλω σε περίοπτη θέση στο σαλόνι. Μέσα στη
προθήκη με τα οικογενειακά κειμήλια, τα πτυχία, τα παράσημα και τις χρυσές
λίρες. Σε ανάμνηση μεγαλείων του παρελθόντος. Να τη βλέπω και να μη χορταίνω!
Πάω παρακάτω λοιπόν. Κάποιοι πράγματι έχουν τις απαντήσεις! Ξέρουν, κι’ όχι
μόνο ξέρουν αλλά έφτιαξαν και manual με οδηγίες
κατασκευής. Δίνουν και συμβουλές. Ως ειδήμονες! Υπολήπτομαι τις βεβαιότητές
τους. Τούτου δεδομένου, μία τελευταία συμβουλή και από μένα: Τώρα που ζόρισαν
τα πράματα κρατήστε και μια πισινή… Κυρίως όμως κατεβάστε ταχύτητα. Το θέμα
είναι ν’ ανεβαίνεις και να το απολαμβάνεις. Αργά, αργά…
6/6
Χαζεύω τα βιντεάκια του φίλου μου στο Athens
Art Walk με τα τοτέμ, την αλληλουχία της
ευαισθησίας του σε φόντο μαύρο. Και όλων όσων τεντώνονται στα ακροδάχτυλά τους
να φτάσουν μια σταλιά παραπάνω μέσα στο διαδικτυακό ωκεανό του σκουπιδαριού. Αφουγκράζομαι
την ανάγκη της τέχνης τους, την αγωνία τους ν’ ανασάνουν, κι ένα παράπονο
φωλιάζει εντός μου. Γιατί δεν αξίζουν καταδίκη σε αφάνεια, έστω σ’ ένα κόσμο άτεχνο
και φτηνιάρικο, όταν αλαλάζοντα κύμβαλα ματαιοδοξίας, κυριολεκτικώς τιποτένια
τσακλοκούδουνα απολαμβάνουν δημοσιότητας, ευαρέσκειας και πλήθος ακολούθων!
Σκουπιδαριό, αυτός είναι ο πολιτισμός μας. Και σ’ όποιον αρέσει! μοιάζουμε να
λέμε. Σα μαριονέτες κάποιας καταχθόνιας υπερδύναμης που βάλθηκε να μας κάνει στρατιωτάκια
μπανιστιρτζήδικα, κουτσομπόλικα, με καρδιά στεγνή, μυαλό λοβοτομημένο και λαλιά
κοκόρου.
3/6
Πώς χώρεσε εκεί μέσα; Και πώς ανέχεται στο
«κουδούνι» να γράφει μόνο τ’ όνομά της; Αμ’ το άλλο; Η φωτογραφία μόστρα, από την
εποχή που ήταν στα ντουζένιά της και μύγα δε σήκωνε στο σπαθί της; Η δικιά του
λάμπει δια της απουσίας της! Δεν θα έπρεπε να είναι εκεί; όχι παρέα της μα
απέναντι μια ζωή. Κι’ ας πούμε πως καταπίνεται η στενωσιά κι’ ας βγάζουνε δρωτσίλα.
Ήθελα να ξέρω δεν καταπιέζεται από την αναγκαστική συμβίωση; Άραγε λένε
καλημέρα; Πολύ αμφιβάλλω… Τελικά τι δύσκολη που’ ναι η ζωή! Και αυτή και η
άλλη. Βέβαια, είμαι βέβαιος, εκείνη θα ισχυρίζονταν πως ήρθε πρώτη. Σπίτι μου
είναι! ακούς εκεί, ήρθανε τα άγρια να διώξουν τα ήμερα! αν δε σ’ αρέσει να πας
αλλού να κάτσεις… τρόπος του λέγειν δηλαδή. Κι’ εκείνος θ’ απαντούσε: πάντα
έτσι ήσουνα, συμφεροντολόγα, μονόχνωτη κι’ αχώνευτη… Ε ρε γλέντια! Ομηρικοί
καυγάδες θα γίνονται… Να’ χαν μιλιά οι γειτόνοι να μαθαίναμε…
1/6
Το μαγαζί μού φάνηκε παρατημένο μα ήταν
ανοιχτό. Ένα αμούστακο μαστόρι πάλευε με τις λαμαρίνες. Με το που μπήκα με
έκοψε απ’ το παράθυρο του παταριού. «Τι θέλεις;»
«Να σου πω μια καλημέρα.»
«Τι; Δεν ακούω…» Πέρασε σα σίφουνας ένα διοβολο-μηχανάκι με χαλασμένη εξάτμιση. «…Κατεβαίνω…» Έκλεισε το συρταρωτό τζαμιλίκι του γραφείου και κατηφόρισε βαριεστημένα τη σιδερένια γυριστή σκάλα. Ήρθε δίπλα μου. «…Πες μου.»
«Μια καλημέρα.»
«Καλημέρα. Τι θα’ θελες;»
«Να σου πω μόνο μια καλημέρα Νίκο, γι’ αυτό πέρασα.»
«Καλημέρα…» είπε ξανά και με κοίταξε καλύτερα. «…Δεν σε θυμάμαι γαμώτο.»
«Που να με θυμάσαι, βλεπόμαστε μια στα πέντε χρόνια! …Το λαδί φόρεστερ…»
Τα μάτια του έφυγαν από πάνω μου και καρφώθηκαν στο ταβάνι. Έκανε σα να' φερνε τα πίσω μπρος και ζοριζόταν. Έξυσε το αξύριστο πηγούνι. Το τριβείο πήρε μπροστά και σήκωσε σύννεφο άσπρης σκόνης. Σα τη Πυθία εν μέσω αναθυμιάσεων με θυμήθηκε.
«Ναι… με το φόρεστε που χτύπαγε η ηλιοροφή… Τι πέντε χρόνια μου λες μωρέ, αυτό ήταν τότε που' μασταν καλά!»
Γιατί τώρα τι έχουμε; (Είπα να κάνω χιούμορ μα κρατήθηκα. Δεν ήμουνα κι' εγώ στα καλύτερά μου.)
«Μπορεί.»
«Που να σε θυμηθώ έτσι όπως έχουμε γίνει… Αλαλιάσαμε φίλε!»
«Όλος ο κόσμος.»
«Κάθισε, να σε κεράσω ένα καφεδάκι.»
«Δεν θέλω, σ’ ευχαριστώ. Ήδη έχω πιει δύο. Απλά πέρασα για μια καλημέρα στο συμπατριώτη μου.»
«Όπως αγαπάς».
«Τι κάνει το νησί;»
«Που να ξέρω… Λες να βούλιαξε κι' αυτό;»
«Δε πας κατά κει;»
«Πλάκα μου κάνεις; Έχω να πατήσω πέντε χρόνια. Αν βγεις απ' το σπίτι σου λεφτά θέλεις. Πούντα; Μήπως τα είδες εσύ; Μέχρι σήμερα μάς πηγαίνει γαμιώντας!»
«Κύριε Νίκο θα το δεις;» μπήκε σφήνα το μαστόρι.
Ο Νίκος είπε μισό ναι και συνέχισε.
«Ξέρεις τι καίει αυτός ο διάολος; Τον φούρνο ήδη τον σταμάτησα. ΔΕΗ χρωστάω, ΙΚΑ χρωστάω, ΤΕΒΕ χρωστάω, εφορία χρωστάω, τα ανταλλακτικά είναι πανάκριβα, κι' οι ασφαλιστικές σου λένε: εγώ τόσα δίνω, αν θέλεις φτιάξτο, αν δε θέλεις κόψ' τον λαιμό σου. Ορίστε, όλα αυτά εδώ που βλέπεις κάθονται και περιμένουν… Και τι να πεις στο πελάτη, δε στο φτιάχνω γιατί δε βγαίνω; Κύριε, σού λέει, εγώ έχω ασφάλεια. Γι' αυτό πληρώνω! Πού να ξέρει…, αλλά ούτε και τον ενδιαφέρει εδώ που τα λέμε»…
Το τριβείο γκάζωσε και τρύπησε τ' αυτιά. Ένας κοπρίτης σκέτη γλύκα φάνηκε στο κατώφλι. Έκανε γαβ, φταρνίστηκε, και πήρε δρόμο. Αυτή η σκόνη είναι τοξική… σκέφτηκα και ο γλύκας γύρισε πίσω κουνώντας πέρα δώθε την ουρά του. Στο κατόπι του ένα διαλυμένο τρίκυκλο - «όλα τα παλιά αγοράζωωω…» τσίριζε το βραχνιασμένο μεγάφωνο - με δυο γύφτους καβάλα. Κατέβηκαν και φόρτωσαν από τα σκουπίδια τη μεταλλική ταμπέλα που έγραφε με μεγάλα ξεθωριασμένα γράμματα «ΦΑΝΟΠΟΙΕΙΟ». Και από κάτω με μικρότερα «ΟΛΕΣ ΟΙ ΜΑΡΚΕΣ», εκεί όπου κάποτε έγραφε «ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΜΕΝΟ ΣΟΥΜΠΑΡΟΥ».
Έλεγα «πού θα πάει δε μπορεί, θα φτιάξουν τα πράματα…» όταν το άσπρο σύννεφο απ' το τριβείο βγήκε από τη τζαμόπορτα θεόρατο τζίνι κι’ έσμιξε με το καυσαέριο. Μάς αγκάλιασε και σα σε μπαλόνι πάνω, απ' αυτά τα ασημένια με τις πολύχρωμες παιδικές φιγούρες και τη μακριά κορδέλα που άμα φύγει απ' το χέρι χάνονται στον ουρανό, σηκωθήκαμε απαλά να πάμε αλλού ν’ ανασάνουμε λίγο καθαρό αέρα.
29/5
Γωνία Αναγνωσταρά και Γρυπάρη στη Καλλιθέα
βρίσκεται κρυμμένο ένα μαγαζάκι τόσο δα που με δυσκολία χωράνε μέσα τρεις όρθιοι,
χωρίς όνομα, με χαμηλό φωτισμό, που αν δεν γνωρίζεις το προσπερνάς νομίζοντας
ότι είναι κλειστό. Η πόρτα του όμως είναι ανοιχτή και σε περιμένει για να φας το
καλύτερο σουβλάκι με πίττα της Αθήνας! Το ξέρω χρόνια και όποτε βρεθώ από εκείνα
τα μέρη δεν παραλείπω να το τιμήσω. Πίτα χωρίς ίχνος λαδιού ψημένη την ίδια
στιγμή με μαεστρία στα κάρβουνα όσο πρέπει ώστε να διατηρείται αφράτη, καλαμάκι
αληθινά χειροποίητο από καθαρό χοιρινό κρέας χωρίς λίπος, τρυφερό και πάντα
καυτό, ντομάτα ώριμη σε θερμοκρασία δωματίου και όχι άγουρη και παγωμένη
κατευθείαν από το ψυγείο, ψιλοκομμένο κρεμμύδι, και μια κουταλιά (ναι μόνο μία
- η ακριβής δοσολογία έχει τη σημασία της) σάλτσα κόκκινη ελαφριά πικάντικη, τίποτα
το εξεζητημένο δηλαδή. Κι' όμως. Εξαιρετικά υλικά σε θαυμαστή μεταξύ τους ισορροπία
και εκτέλεση ακριβείας πάντα της ώρας, το γευστικό αποτέλεσμα απογειώνει. Λαϊκή
γκουρμεδιά! Το μαγαζάκι είναι γνωστό στους μυημένους ως «οι Ρωσίδες». Παλιά το
δούλευαν πράγματι δύο ευτραφείς κυρίες από κείνα τα μέρη, μάλλον αδελφές, πάντα
με το χαρακτηριστικό μαντήλι στο κεφάλι. Τα τελευταία χρόνια βλέπω μόνο τη μία.
Εκτός από το σουβλάκι το κατάστημα διαθέτει και εξαιρετικό πιροσκί σε δύο γεύσεις,
κυμά-τυρί ή πατάτα, στη τιμή των 1,5 ευρώ! Δε σας λέω τίποτα… Λιχουδιά! Αλλά
παχαίνει γαμώτο.
Έχουν οι συναθροίσεις φίλων κάτι το
σουρεαλιστικό θα έλεγα. Φαίνεται πως γι' αυτό είναι ωραίες! Στη δικιά μας
σήμερα για παράδειγμα, κάναμε καθυστερημένα Πάσχα. Τι παιδάκια, τι κοτόπουλα,
τι λουκάνικα, τι πιοτί, τι δημοτικά, τι λαϊκά, τι γλέντι και χορός! Έλειπαν
μοναχά τα κόκκινα αυγά, να τσουγκρίσουμε. Οι γειτόνοι ασφαλώς θα μάς σιχτίριζαν
που ώρα κοινής ησυχίας δεν τους αφήσαμε να κλείσουν μάτι - πάντως έδειξαν
ανεκτικοί μαζί μας. Ίσως γιατί σκέφτονταν πως είμαστε κάποιοι φανατικοί
θρησκευτικής σέχτας παλαιο-παλαιοημερολογιτών, ή κάποιοι κακόμοιροι τρομοκράτες
που βάζουν καταμεσήμερο Κυριακής μπουρλότο στα γλυκά όνειρά τους, ή κάποιοι απλώς
τρελοί για δέσιμο. Πού να μπλέξουμε τώρα… θα είπαν. Περασμένες πέντε το
απόγευμα, με τη λήξη της κοινής ησυχίας, εμείς ησυχάσαμε. Τα γλεντζέδικα έδωσαν
τη θέση τους σε απαλή μουσική φαγητού, ο χορός, οι γκαριξιές και τα χαχανητά,
σε διαλογική συζήτηση (μόνο το φαγητό και το πιοτί δεν παραχώρησαν τη θέση τους
αλλού μα συνεχίστηκαν με αμείωτη την αρχική ζέση και ορμή). Συζήτηση
πολιτισμένων ανθρώπων διανθισμένη με γουστόζικες πικάντικες πινελιές! Το κακό
παράγινε, αυτοί είναι επικίνδυνοι!… θα σκέφτηκαν έντρομοι οι γειτόνοι και
κάλεσαν την αστυνομία. Μέχρι να έρθει το είχαμε διαλύσει.
25/5
Μια βδομάδα χωρίς ίντερνετ είναι μια
βδομάδα ζωής χαμένη! Ισχυρίστηκε ότι υπερβάλλω μα δεν υπερέβαλλα καθόλου. Χωρίς
γιουτιούμπ, χωρίς φέισμπουκ, χωρίς χαζολόι, χωρίς κουτσομπολιό, και προπάντων χωρίς
μάτι, είχα μαραζώσει. Αυτοί εκεί στο πάροχο δουλεύουν «αυστηρώς εντός ωραρίου και
μόνον τας καθημερινάς, εξαιρέσει Κυριακών, αργιών και λοιπών εορτών». Σαν εμένα
δηλαδή. Μα που ζουν, στο προηγούμενο
αιώνα; Βρε τι έπαθα… Κάποιοι επιτέλους πρέπει να δουλέψουνε σ' αυτό το τόπο! Ουαου!
Ας σοβαρευτούμε. Μου ζήτησε συγνώμη για την αναστάτωση και με διαβεβαίωσε ότι η
αποκατάσταση της βλάβης χαρακτηρίστηκε «επείγουσα», και εγώ «άτυχος» γιατί συνέπεσε
με συνεχόμενες αργίες. Ο ένας εαυτός μου τα πήρε στο κρανίο: τι μού λέτε, σκεφτείτε
και να μη την είχατε χαρακτηρίσει επείγουσα! Ο άλλος σκέφτηκε: τι να σου κάνουν
κι' αυτοί οι δόλιοι τεχνικοί χρονιάρες μέρες; να μη πάνε λίγο πιο νωρίς στα
σπιτάκια τους, να τις περάσουν με τις γυναικούλες τους, τα παιδάκια τους; ανθρώπινα
πράματα, αληθινά, όχι φρικιά της εικονικής ζωής αγκαλιά με την οθόνη! Δίκιο
έχετε κύριε… μου είπε. Μα μήπως με ειρωνευότανε; Κόντευα να τρελαθώ! Δεν ήξερα
τι ήθελα; Τα ήθελα όλα; Μέχρι να αποφασίσω έκλεισα το τηλέφωνο.
24/5
Σα σήμερα πριν 42 χρόνια πέθανε ο άνθρωπος
που πίστευε πως δεν είχε ιδιαίτερη κλίση στη μουσική. Τ' όνομά του; Ντιουκ
Έλινγκτον. Ακούω το διαμάντι της verve με τον μακαρίτη
στο πιάνο και τον άλλο μακαρίτη Τζόνυ Χότζες να κελαηδάει στο σαξόφωνο, αυτό
που τους έχει στο εξώφυλλο να κάθονται με γυρισμένη τη πλάτη ο ένας στον άλλο
σα τσακωμένοι. Δεν το κατέχουν ιδιαίτερα το άθλημα… σκέφτομαι, ο πρώτος το
ομολόγησε ευθαρσώς, για τον δεύτερο - αν δεν το ομολόγησε - το λέω εγώ. Κι' αναρωτιέμαι
τι περισσότερο θα' κανε ο μακαρίτης αν η κλίση του στη μουσική ήταν ιδιαίτερη.
Μα απάντηση δεν δίνω και αντ' αυτής τον ξαναβάζω στο πικάπ, με τον επίσης μακαρίτη
Μπεν Γουέμπστερ στο σαξόφωνο αυτή τη φορά, να ικανοποιήσει τα μαζοχιστιστικά
βίτσια των αυτιών μου. Κι έπειτα κλείνω τα μάτια και ταξιδεύω αναλογιζόμενος πως
τα φέρνει η ρουφιάνα η ζωή. Που ανεβάζει στα ουράνια τους «μέτριους», σα το
μακαρίτη, και καταδικάζει στη λησμονιά τα άτυχα πεφταστέρια.
23/5
Με ρώτησαν γιατί δεν ασχολούμαι με το
νιτερέσο, το πιασάρικο, το σκαμπρόζο: «Αφού τα λες που τα λες, γιατί δε τα
γράφεις;» Και υπέθεσαν πως δεν θέλω να σκανδαλίζω εσάς που με διαβάζετε. Συμβαίνει
ακριβώς το αντίθετο. Θέλω! Μα όχι ως αυτοσκοπό. Απλά και μόνο δεν έτυχε. Θα
μπορούσα να ασχοληθώ με οτιδήποτε, κυριολεκτώ. Αρκεί να τσιγκλήσει τη ματιά. Η
ματιά είναι το κριτήριο. Σ' ένα κόσμο βαρετό, συνεχώς επαναλαμβανόμενο, αυτή ανέκαθεν
έκανε τη διαφορά. Και μια που μιλάμε για ματιά, απόρησε η κόρη μου για τη ματιά
μου στη παράσταση. «Απορώ που σου άρεσε περισσότερο η περσινή γιατί φέτος όλοι
μιλάνε με ιδιαίτερα κολακευτικά λόγια… όλοι λένε πως είναι καλύτερη.» Αιφνιδιάστηκα.
Πώς να έλυνα την απορία της δεν ήξερα. «Έτσι είναι ο μπαμπάς σου, μυστήριος…» βρήκα
να πω. Αγάπη μου, μιά λοξή είναι η ματιούλα μου μέσα σε τόσες ίσες που διεκδικεί
μιας σπιθαμής χώρο… και ειδικός δεν είμαι. Που κάνει συνέχεια καπρίτσια γιατί βρίσκεται
σε απευθείας σύνδεση με τη καρδιά…
20/5
«Ελάτε!
Ελάτε, καλοί μου άνθρωποι! Ελάτε στο Mistero Buffo! Εκεί που το θείο συναντά το
κωμικό, εκεί που θρησκευτικά δράματα του Μεσαίωνα μετατρέπονται σε μονόπρακτα
και ηθοποιοί μεταμφιέζονται σε Γελωτοποιούς, Παναγίες, Ιησούδες, Τρελούς και
Θανάτους. Ο Ντάριο Φο συγκέντρωσε μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές κωμικές
σκηνές που αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος των εν λόγω θρησκευτικών δραμάτων και
τις ξανάγραψε, μετατρέποντας τες σε αριστουργήματα σατιρικής ποίησης. Το Mister…o
Buffo χάρισε στον Ντάριο Φο το Νόμπελ Λογοτεχνίας και εμείς αναλαμβάνουμε να
σας το παρουσιάσουμε ολόκληρο για πρώτη φορά. Ελάτε! Ελάτε να σας δείξουμε πώς
τα λόγια γίνονται ταμπούρλα για να ξυπνάνε απ’ τον ύπνο τους μυαλά που
αποκοιμήθηκαν.» Αυτά γράφει η πρόσκληση των «Άφαντων», της θεατρικής ομάδας του
Πανεπιστήμιου στην οποία συμμετέχει η κόρη μου. Μυστήρια αστεία! Για ποιους αποκοιμισμένους
μιλάει; Κι' αν είναι έτσι, γιατί να ξυπνήσουν από τον γλυκό τους ύπνο; Ποιος ο
λόγος; Αξίζει; Γιατί ο ύπνος είναι γλυκός! μιλάω εκ πείρας. Ξέχασε φαίνεται ο ένας
ποιητής τι είπε ο άλλος: «…Γι αυτό σου λέω, μη κοιμάσαι! είναι
επικίνδυνο… Μη ξυπνάς! θα μετανιώσεις…»17/5
Κοιτάζω τα σημάδια του χρόνου και χαίρομαι… Δεν μ' έχει ξεχάσει. Αλήθεια, ποιος είναι πιο πιστός από δαύτον; Γέροι, γυναίκα, παιδιά, φίλοι και συγγενείς έρχεται η στιγμή που παίρνουν το δρόμο τους. Ενώ αυτός εδώ, μπάστακας. Παντοτινή, τρόπος του λέγειν, συντροφιά. Δε λέω, εκτιμάω χρόνε την αφοσίωσή σου. Μα το' χεις παρακάνει με τα κωλοσημάδια σου! Βρες και κάποιον άλλο παρέα να σημαδέψεις. Να ξεχαστώ εγώ λιγάκι. Μπας και με χαϊδέψει, έστω για μια στιγμή, η αύρα της χαμένης νιότης.
9/5
Συγκινήθηκα με τα συγκινητικά λόγια των
συγκινημένων πολιτικών μας επ ευκαιρία της γιορτής της μητέρας. Φαντάζομαι πως
και οι μητέρες τους, όσες από αυτές βρίσκονται εν ζωή, συγκινήθηκαν. Φαντάζομαι
επίσης ότι και οι μητέρες ψηφοφόροι όλου του κόσμου, όσες τύχει να τα
διαβάσουν, θα συγκινηθούν. Γενικά συγκινούμαι με κάτι τέτοια. Οι αυθόρμητες, ανυστερόβουλες,
βαθιά ανθρώπινες κουβέντες δείχνουν το ποιόν του ανθρώπου. Συγκινήθηκε και η
μητέρα μου μα θα μπορούσε να την είχε πάρει το παράπονο. Γιατί να μη ξέρουν
όλοι, ή όσοι ενδιαφέρονται βρε αδερφέ, τα συγκινητικά λόγια που της είπε ο γιόκας της στη
γιορτή της μητέρας; Ο μεταξύ μας διάλογος θα μπορούσε να ήταν κάπως έτσι: - Μάνα εγώ δεν είμαι δημόσιο πρόσωπο. Ούτε με ψηφίζει κανείς. Ποιος νοιάζεται; Αφού το ξέρεις, οι πολιτικοί κάνουν τη δουλειά τους…
- Να πολιτευτείς!, εκείνοι είναι καλύτεροι από σένα;
- Άμα γίνω πρωθυπουργός θα καταργήσω όλες αυτές τις σαχλαμαρο-γιορτές που τις έχουνε μόνο και μόνο για να κάνουν τζίρο οι ανθοπώλες και οι ζαχαροπλάστες…
- Τότε να κάτσεις καλύτερα στ΄ αυγά σου, δεν κάνεις εσύ για πρωθυπουργηλίκια!
- Το φανταζόμουνα… Χρόνια πολλά, να' σαι καλά μητέρα.
6/5
Είναι η κοινοτοπία, το τετριμμένο, το
επαναλαμβανόμενο, το ανούσιο, το λέγειν επί παντός επιστητού, το μπουρδολογείν,
το συμφωνείν επειδή «έτσι λένε όλοι» και διαφωνείν χάριν της διαφωνίας, εντέλει
το να ετερο-προσδιορίζεσαι μόνιμα με βάση τις επιταγές των μέσων, της μόδας, των
άλλων…, αυτό το τόσο οικείο της καθημερινότητάς μας, είναι αυτό το πράμα τέχνη;
Και αν ναι, κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί να λειτουργήσει στο σανίδι; Προβοκάροντας
τον ανυποψίαστο και «συνυπεύθυνο» θεατή; Αυτό πάντως ισχυρίζεται η πολυπράγμων
Λένα Κιτσοπούλου στο θεατρικό πόνημά της «Μία μέρα, όπως κάθε μέρα, σε ένα
διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας, αυτά με τα κουφώματα
ασφαλείας και τους βολικούς καναπέδες τους, σε κατάσταση αμόκ. Ή η ανουσιότητα
του να ζεις» όπου πρωταγωνιστεί η ίδια παρέα με τον εξαιρετικό Γιάννη Κότσιφα.
Παράσταση σκόπιμα προβοκατόρικη από τον τίτλο ως το φινάλε, αναμφισβήτητα
ενδιαφέρουσα μα και επιμέρους άνιση.
5/5
Γεννιέται στις 2 Ιουλίου του 1939.
Παιδικές μνήμες του ο πόλεμος και η πείνα. Ακολουθεί ο εμφύλιος και τα πέτρινα
χρόνια. Νοιώθει την ελευθερία ως υπέρτατη αξία και μόνιμα ζητούμενο. Το 60, δεκατρία
χρόνια πριν τον ξεσηκωμό, φοιτητής στο πολυτεχνείο. Το 67 η δικτατορία τον
βρίσκει φαντάρο. Αρνείται να φοράει την ίδια στολή μ' εκείνους που αθέτησαν τον
όρκο τους στη πατρίδα. Δραπετεύει στο εξωτερικό. Το 68, μόνος του, στήνει
καρτέρι να σκοτώσει τον αρχιδικτάτορα. Αποτυγχάνει και τον πιάνουν. Μετατρέπει
τη δίκη του σε δημόσιο βήμα για να ξεμπροστιάσει τη δικτατορία. Καταδικάζεται
σε θάνατο. Λόγω της διεθνούς κατακραυγής η εκτέλεση της ποινής αναστέλλεται έπ'
αόριστο. Υπομένει φριχτά βασανιστήρια. Κρατάει το στόμα του κλειστό. Το 69
δραπετεύει δεύτερη φορά. Συλλαμβάνεται. Βασανιστηρίων συνέχεια. Γράφει ποιήματα
στη φυλακή για ν' αντέξει. Αρνείται να ζητήσει χάρη. Τον Αύγουστο του 73
αφήνεται ελεύθερος με γενική αμνηστία. Δραπετεύει, τρίτη φορά, στο εξωτερικό. Να
οργανώσει αντίσταση κατά της δικτατορίας. Τα γεγονότα τον προλαβαίνουν.
Πολυτεχνείο, χούντα Ιωαννίδη, τραγωδία στη Κύπρο. Η δικτατορία γκρεμίζεται αφήνοντας
συντρίμμια. Επιστρέφει. Στις εκλογές του 74 εκλέγεται βουλευτής. Το μέλλον του
διαγράφεται «λαμπρό» σα τόσων άλλων… Μαθημένος
ασυμβίβαστος δεν επαναπαύεται στις δάφνες του αντιστασιακού. Ούτε τις έχει για
εξαργύρωση. Το βουλευτικό κουστούμι τού πέφτει στενό. Το κομματικό μαντρί δεν
τον χωράει. Ο αγώνας συνεχίζεται. Μόνος ξανά. Και ξέρει από μοναξιά… Κόντρα στη
γραμμή που βολεύει το νέο καθεστώς. Κόντρα και στους «δικούς του». Ζητάει κάθαρση
με έργα κι' όχι στα λόγια. Να οδηγήσει τους συνεργάτες της χούντας στη
δικαιοσύνη. Αποκτάει πρόσβαση στα χαρακτηρισμένα «άκρως απόρρητα» αρχεία της
ΕΣΑ. Τον νόμιζαν γραφικό… Τώρα γίνεται επικίνδυνος. Μπαίνει υπό παρακολούθηση.
Πρωτομαγιά του 76 ένα αυτοκίνητο βγαίνει στο διάβα του. Φεύγει από το δρόμο και
πέφτει σ' ένα τοίχο. Αφήνει τη τελευταία του πνοή σφηνωμένος στις τσαλακωμένες
λαμαρίνες. Η αστυνομία βιάζεται να το χαρακτηρίσει ατύχημα. Η εμπλοκή τρίτου
αυτοκίνητου στο συμβάν σκόπιμα αποσιωπάται. Σαράντα χρόνια πριν, σαν σήμερα, κηδεύεται.
Πάνδημη οργή και θλίψη. Και μετά λησμονιά… Τ' όνομα του Αλέξανδρος Παναγούλης.
Ο τελευταίος Έλληνας επαναστάτης.
1/5
Χριστός
Ανέστη! Και του χρόνου. «Το αναστάσιμο
φώς είθε να φωτίσει τον δρόμο σας, αφού
όσων τον δρόμο φωτίζει περπατούν στο
φως κι' όσων δεν τον φωτίζει – για την
ακρίβεια, δεν το αφήνουν να τον φωτίζει
– περπατούν στο σκοτάδι.» Αυτά είπε ο
παπάς, κάθε χρόνο τα ίδια λέει και δεν
τον κατηγορώ, πιστεύει προφανώς ο
άνθρωπος πως κάτι πρέπει να πει. Εγώ θα
προτιμούσα τη σιωπή που μ' αρέσει. Άντε
αν είχα κέφι να αυτοσχεδίαζα πάνω στο
ίδιο πολυφορεμένο μοτίβο, το δίπολο φως
– σκοτάδι, με ευσεβή πόθο να κεντρίσω
τη προσοχή του χριστεπώνυμου ακροατηρίου
πρωτοτυπώντας με επιχειρήματα σαν το
«όποιος σκοτάδι περπατεί λάσπες και
σκατά πατεί» από τη λαϊκή σοφία. Μα που
όρεξη για χιούμορ… Όταν πεινάς το μόνο
που σκέφτεσαι είναι πως να βουλώσεις
τ' άντερό σου. Έτσι και εμείς μετά το
χαρμόσυνο γεγονός φύγαμε άρον άρον προς
αναζήτηση τροφής. Άνθρωπος τροφοσυλλέκτης!
Νόμιζα πως είχαμε πάει ένα βήμα παραπέρα…
Τώρα που το βασανίζω, κάθε χρόνο το ίδιο
κάνουμε. Τελικά αυτές οι άγιες μέρες
είναι τόσο ίδιες, τόσο πληκτικές! Τόσο
δήθεν! Δεν το είπα εγώ αυτό – θου φυλακή
το στόματί μου – το είπε η μεγάλη μου
κόρη που κριτικάρει και αμφισβητεί τα
πάντα, ακόμα και τον μπαμπά της. Κάτσε
καλά… πήγα να της πω. Μα αντ' αυτού της
έβγαλα λογύδριο περί απευκταίου και
πένθους για αυτούς που αγαπήσαμε και
φύγαν από κοντά μας ως αφορμή για
ενδοσκόπηση και στοχασμό, περί προσωπικού
γολγοθά του καθενός… «…Περιμένουμε
το αναστάσιμο άρθρο σου. Προσοχή μη σε
προλάβει ο Άνθιμος!» μού έστειλε μήνυμα
ένας φίλος. Έχει δίκιο. Τελικά γονείς
και παπάδες λέμε τα ίδια… Του το αφιερώνω.
30/4
Συσχετίζουν
την ανάσταση του θεανθρώπου με αυτή της
πατρίδας οι αφελείς ξοδεύοντας μελάνι
και σάλιο με το κιλό! Ανησυχούν ή, ακόμα
χειρότερο, καμώνονται πως ανησυχούν
αυτοί που κάνουν το ακριβώς αντίθετο
από αυτά που όφειλαν να κάνουν… Πατριώτες
και εν Χριστώ αδερφοί: Ουδείς λόγος
ανησυχίας κοινή γαρ η μοίρα μας. Η σειρά
είναι νομοτελειακώς καθορισμένη.
Προηγείται σταύρωση διαρκείας και το
μοιραίο, έπεται ο επιτάφιος και τελευταία
η ανάσταση. Το μοναδικό ζητούμενο είναι
ποιος από εμάς θα παρακολουθήσει τι. Σε
αυτό το γκρανγκινιόλ μόνοι αμέτοχοι
είναι οι πεθαμένοι. Καλότυχοι! Τουλάχιστον
έχουνε κάτι να προσδοκούν.
24/4
Δεκαπέντε
ευρώ το κεφάλι για μια μπύρα συνοδεία καραόκι! Καραόκι όμως από κουαρτέτο επαγγελματιών
τραγουδιστών - όχι ν' ανεβαίνει στη πίστα ο κάθε ψωνισμένος και να ταλαιπωρεί
τα καλά σου αυτάκια. Κονσέρβα ποτ πουρί λοιπόν αλλά με ονοματεπώνυμο!
Καραοκίστες οι κύριοι Ρόμπερτ Ουίλιαμς, Γιώργος Πολυχρονιάδης, Λάκης
Τζορντανέλι, και μια κυρία της οποίας μου διαφεύγει το όνομα. Οι δύο πρώτοι
κρατούσαν και από μια κιθάρα ανά χείρας. Αν την έπαιζαν κιόλας ή όχι ουδεμία
σημασία είχε, αφού καλύπτονταν παντελώς από το διόλου διακριτικό ηχογραφημένο
μουσικό χαλί που συνόδευε το τραγούδι τους. Από κάτω ο κόσμος φαίνονταν να
διασκεδάζει. Ο μόνος που δεν διασκέδαζε φαίνεται πως ήμουν εγώ! Μάλλον είχα
πάει σε λάθος μέρος. Ομολογώ πως ήμουν κακά πληροφορημένος. Περίμενα πως θα
άκουγα κάποιους, λίγο παραπάνω σιτεμένους από εμένα, να παίζουν, οι ίδιοι ή
μαζί με άλλους, και να τραγουδάνε τα τελευταία χιτάκια - όχι άγρια πράματα
δηλαδή, τα γλυκανάλατα που μ' αρέσουν. Αυτό που λέμε λάιβ βρε αδερφέ! Ήταν βέβαια
λάιβ - ζωή να' χουν τα παιδιά να μάς διασκεδάζουν - αλλά κάπως διαφορετικό από
τα συνηθισμένα… Ο Ρόμπερτ, που παρεμπιπτόντως μού έδινε την εντύπωση ότι
βαριόταν αφάνταστα, παρακινούσε τους φαν του να σηκωθούν απ' τις καρέκλες τους.
Δηλαδή να χορέψουν επί τόπου, καθότι πίστα στο μαγαζί δεν υπήρχε. Μέχρι το
διάλειμμα, που αποχώρησα, δεν τα είχε καταφέρει. Σκέφτηκα ότι το καραόκι σόου
απευθύνεται σε πάρτυ άνιμαλς που θέλουν να ξεδώσουν και τους αφήνει παγερά
αδιάφορους η δική μου μεμψιμοιρία. «Φεύγετε; Τόσο νωρίς;» με ρώτησε στην έξοδο.
«Αρκεί… Τα μικρά παιδιά πηγαίνουν νωρίς
στα κρεβάτια τους».
23/4
Ανέβασα στη «κουτσομπόλα» σε κοινή θέα φωτογραφημένα πονήματα του παρελθόντός μου που θα μπορούσα κάλλιστα να' χω φτιάξει και σήμερα. Κεντρική θέση σε αυτά κατέχει ο φιλόσοφος Διογένης. Ένας τύπος είρων και αυτοσαρκαζόμενος, φύσει πειραχτήρι, που τη βρίσκει να χώνει τη μύτη του εκεί όπου δεν τον σπέρνουν, ένας δάσκαλος που τα ξέρει όλα και τίποτα - προπάντων μόνιμα ενοχλητικός. Μαζί, σε άλλο άλμπουμ, μικροί πίνακες - καδράκια που θα μπορούσε να' χει κρεμάσει ο Διογένης στο σπίτι του, αν αντί πιθάρι είχε σπίτι με ντουβάρια. Μαζί κι' ένα τρίτο άλμπουμ με υποθήκες άσχετων που θα μπορούσαν να' τανε του Διογένη μα, λόγω φόρτου εργασίας τότε, δεν του βγήκε.
18/4
Ποιος
κοροϊδεύει ποιον; Ο Αλέξης τους δανειστές; Οι δανειστές εμάς; Ο Αλέξης εμάς; Εμείς
τον εαυτό μας; Διαπραγμάτευσης ανάγνωσμα χωρίς τελειωμό. Αυτό λέγεται στα
ελληνικά κοροϊδία με κεφαλαία! Μα ο
Αλέξης φταίει; Κι' οι προηγούμενοι απ' αυτόν τα ίδια δεν έκαναν; Ναι χωρίς
αμφιβολία. Ο Αλέξης ακολουθεί την πεπατημένη της τελευταίας εξαετίας
τουλάχιστον, για να μη πάω κάνα δυο αιώνες πίσω… Με μία όμως διαφορά: Είναι η πρώτη φορά από ιδρύσεως του νεοελληνικού
κράτους που έχουμε κυβέρνηση αυτοαποκαλούμενη αριστερή. Με τον Αλέξη πρωθυπουργό
και εν δυνάμει «σωτήρα» στη συλλογική φαντασίωση των νεοελλήνων, από τους
ακρο-δεξιούς του Καμμένου μέχρι τους ακρο-αριστερούς. «Αλίμονο στις χώρες που
έχουν ανάγκη από ήρωες» είπε ο Μπρεχτ. Και από «σωτήρες»… Δεν μπορεί, κάποτε η κοροϊδία θα τελειώσει - η
ιστορία δείχνει - ως τραγωδία. Δύο μήνες μάς χωρίζουν από το δημοψήφισμα των
Βρετανών για τη παραμονή ή όχι της χώρας τους στην Ευρωζώνη. Μήπως και από το
δικό μας με το ίδιο ζητούμενο; Ο αριστερός, στα λόγια μέχρι τώρα, Αλέξης έχει
μια πρώτης τάξης ευκαιρία να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία εμφανιζόμενος ως ο «αριστερός
στα έργα» από μηχανής θεός…
17/4
Μέτρησα τα χρόνια της κρίσης και δεν έβγαλα λογαριασμό. Τόσα έχω ζήσει… αν τα αφαιρέσω από το προσδόκιμο… συν… ή μήπως μείον; τα χαμένα κι’ αυτά που ήμουν μικρούλης και δεν θυμάμαι… Τα χρόνια είναι σαν τις καραμέλες. Γλυκά και αρέσουν γι’ αυτό τελειώνουν γρήγορα. Αλλά αν πολυκαιρίσουν ζαχαρώνουν και κολλάνε. Εγώ διάολε κόλλησα στο μέτρημα! Λίγη βοήθεια παρακαλώ, έχω μια αδυναμία στις καραμέλες. Ειδικά γι’ αυτές με κανέλλα τρελαίνομαι. Ακόμα και σήμερα αν πέσουν μπροστά μου τις τσακίζω! Είναι φορές που αναρωτιέμαι: Πενήντα φεύγα χρονώ γάιδαρος και να μ’ αρέσουν οι καραμέλες; Ρε μπας και δεν έχω μεγαλώσει ακόμα; Δε βαριέσαι… χαλάλι στους μεγάλους, λέω. Θαυμάζω τα μεγάλα τέλεια κουσούρια τους και τη βρίσκω να τα παρατηρώ (όπως εκείνοι - φαντάζομαι - τα μικρά ατελή δικά μου). Πιάνω λοιπόν πρώτη θέση παγκάκι στη περατζάδα με τις μυρωδάτες καραμέλες μου ανά χείρας και τους χαζεύω που παρελαύνουν κορδωτοί και φουσκωμένοι με τα καλά τους. Κι’ όταν τελειώνουν οι καραμέλες μου τρέχω και παίρνω άλλες δίπλα στο περίπτερο. Καλά να είμαστε όσο υπάρχουν στο περίπτερο καραμέλες. Για μετά βλέπουμε… Δε βιάζομαι. Γιατί να βιάζομαι παρακαλώ; Κάποια στιγμή ο περιπτεράς σου λέει: «Κύριε τελείωσαν οι καραμέλες, δεν θα ξαναφέρουμε». Και πάνε οι βιασύνες και πάνε όλα.
Μέτρησα τα χρόνια της κρίσης και δεν έβγαλα λογαριασμό. Τόσα έχω ζήσει… αν τα αφαιρέσω από το προσδόκιμο… συν… ή μήπως μείον; τα χαμένα κι’ αυτά που ήμουν μικρούλης και δεν θυμάμαι… Τα χρόνια είναι σαν τις καραμέλες. Γλυκά και αρέσουν γι’ αυτό τελειώνουν γρήγορα. Αλλά αν πολυκαιρίσουν ζαχαρώνουν και κολλάνε. Εγώ διάολε κόλλησα στο μέτρημα! Λίγη βοήθεια παρακαλώ, έχω μια αδυναμία στις καραμέλες. Ειδικά γι’ αυτές με κανέλλα τρελαίνομαι. Ακόμα και σήμερα αν πέσουν μπροστά μου τις τσακίζω! Είναι φορές που αναρωτιέμαι: Πενήντα φεύγα χρονώ γάιδαρος και να μ’ αρέσουν οι καραμέλες; Ρε μπας και δεν έχω μεγαλώσει ακόμα; Δε βαριέσαι… χαλάλι στους μεγάλους, λέω. Θαυμάζω τα μεγάλα τέλεια κουσούρια τους και τη βρίσκω να τα παρατηρώ (όπως εκείνοι - φαντάζομαι - τα μικρά ατελή δικά μου). Πιάνω λοιπόν πρώτη θέση παγκάκι στη περατζάδα με τις μυρωδάτες καραμέλες μου ανά χείρας και τους χαζεύω που παρελαύνουν κορδωτοί και φουσκωμένοι με τα καλά τους. Κι’ όταν τελειώνουν οι καραμέλες μου τρέχω και παίρνω άλλες δίπλα στο περίπτερο. Καλά να είμαστε όσο υπάρχουν στο περίπτερο καραμέλες. Για μετά βλέπουμε… Δε βιάζομαι. Γιατί να βιάζομαι παρακαλώ; Κάποια στιγμή ο περιπτεράς σου λέει: «Κύριε τελείωσαν οι καραμέλες, δεν θα ξαναφέρουμε». Και πάνε οι βιασύνες και πάνε όλα.
12/4
Αλήθεια,
γιατί η Μαρία που ξέρει είναι κουτσή; Είναι η αναπηρία της το τίμημα τής
γνώσης; Ή πρόκειται απλώς για κάποιο ατύχημα ή αρρώστια; Μήπως κάποια εκ
γενετής ανωμαλία; Όπως και να’ χει το πράμα κάτι τρέχει με τη Μαίρη. Γιατί
ξέρει αυτό που πριν από αυτήν έχει μάθει όλος ο κόσμος. Είναι τραγικό πρόσωπο.
Πάντα έρχεται δεύτερη. Πάντα πίσω απ’ όλους τους άλλους. Φτάνει στο νήμα της
γνώσης κι’ είναι μόνιμα κομμένο. Κι’ όταν κάποτε μάθει είναι αργά. Γιατί οι
άλλοι ξέρουν ήδη κάτι παραπάνω. Δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τη γνώση της για
ίδιο όφελος. Ούτε καν’ για να κάνει το κομμάτι της. Γι’ αυτό ουδέποτε μιλάει. Μιλάνε
για αυτή οι γνωρίζοντες. Πάντα υποτιμητικά. Μα τουλάχιστον ακούγεται το όνομά της.
Από το τίποτα, φρονώ πως είναι μία κάποια ικανοποίηση. Τη βλέπω να κάθεται
αποκομμένη από τη παρέα με το κεφάλι σκυμμένο. Δίπλα της η γνώση δίνει μάχη.
Μάχη οπισθοφυλακών. Να περισώσει ο καθένας την αλήθεια του. Περιμένει
υπομονετικά την έκβασή της. Για να μάθει. Να λένε οι άλλοι ότι ξέρει. Έχει
κουραστεί. Τα μηλίγγια της πάνε να σπάσουν. Μέσα στο σαματά ακούει ν’
αναφέρονται σ’ αυτή: «Το ξέρει και η κουτσή Μαρία!» Τα παίρνει στο κρανίο. «Δεν
ξέρω τίποτα. Ουδέποτε ήξερα. Εσείς τα ξέρετε όλα!» ξεσπαθώνει.
11/4
10/4
Ωραία
τα φυτά μα ουδέποτε με ενδιέφεραν. Στην ανθρωποχλωρίδα μου μοναδική θέση
κατέχει αυτή του γραφείου μου. Τρία φυτά όλα κι' όλα που τα φροντίζω. Στο ένα
μάλιστα άλλαξα γλάστρα πρόσφατα. Ασφυκτιούσε στη παλιά. Όπως κι' εγώ.
Αιστάνθηκα αλληλέγγυος… Ένα από τα φυτά μου το φροντίζω δεκαπέντε χρόνια!
Είμαστε σα παντρεμένοι. Το τι έχει δει και ακούσει δεν περιγράφεται. Πάντως έχω
να λέω για την εχεμύθειά του. Το τρίτο προέκυψε από τύχη. Κάτι σαν απρόβλεπτη
εγκυμοσύνη δηλαδή. Είχα ένα άλλο στη γλάστρα του και μέσα φύτρωσε κι' αυτό.
Φαίνεται ζητούσε και βρήκε με το έτσι θέλω ζωτικό χώρο. Ένα πρωί ο νοικοκύρης ξεράθηκε
απ' το κακό του και έμεινε νοικοκύρης ο επισκέπτης. Τι σου είναι η ζωή! Ακόμα
και στα φυτά. Εδώ τελειώνει η ενασχόλησή μου μαζί τους. Ανέκαθεν με ενδιέφεραν
τα ζώα. Οι γάτες, οι σκύλοι… Στην ανθρωποπανίδα της ζωής μου πρωτεύουσα θέση
κατέχει η γυναίκα μου. Και εξέχουσα. Εν ενεργεία και τιμητική. Κατά πόδα
ακολουθούν τα τέκνα. Έπονται οι φίλοι κι' οι υπόλοιποι. Μα το ενδιαφέρον μου
δεν εξαντλείται σ' αυτούς. Και όχι μόνο δεν εξαντλείται, αλλά φουντώνει με τους
άγνωστους. Τους άγνωστους πολλά υποσχόμενους. Που η τύχη τους χαμογέλασε. Ή
τους γύρισε τη πλάτη. Τους άγνωστους κατώτερους των περιστάσεων. Τους πάντοτε
νέους. Τους μελαγχολικούς. Τους αινιγματικούς. Τους ολιγόλογους. Τους
καλλιτέχνες. Την αφεντιά μου. Άφησα
κανέναν απέξω;
4/4
Στη
μακριά ατζέντα των περιπάτων μας πήρε σειρά κι’ ένας υγιεινός περίπατος - όπως
τον λέγαν οι παλιοί - στον Βοτανικό κήπο προς Δαφνί μεριά, πλάι στο τρελοκομείο.
Λαμπρή μάς φάνηκε η ιδέα, όπως και η μέρα που διαλέξαμε. Ιδανική για
περίπατο. Δεν κρατιόμαστε! Ευθύς μόλις φτάσαμε και διαβήκαμε τη κεντρική είσοδο
πήραμε ποδαρόδρομο το μονοπάτι δίπλα στην εξωτερική περίφραξη με την Ιερά Οδό
στ΄ αριστερά μας. Πηγαίναμε χαζεύοντας καθ’ οδό τα φυτά και τα γραμμένα στις μεταλλικές
ταμπελίτσες ονόματά τους. Ο κήπος είναι ο παράδεισος του φυσιολάτρη. Δέντρα και
φυτά απ' όλο το κόσμο. «Κυπαρίσσια», «πεύκα», «βελανιδιές», «εληές», «αμπέλια»,
«παπαρούνες»,«μαργαρίτες»… και κάποια σπάνια
με δύσκολα ονόματα που δεν τα θυμάμαι. Στο τέλος του μονοπατιού, ένα νταμάρι με
κάτι κυψέλες, ανακρούσαμε πρύμνα καθότι αδιέξοδο. «Μια ταμπέλα δεν μπορούσαν να
βάλουν να μη τρώγαμε την ανηφόρα μέσα στο λιοπύρι;» Και χάλασε προς στιγμή η
διάθεσή μας για να ξαναφτιάξει ευθύς αμέσως. Στα μισά του δρόμου αποφασίσαμε να
λοξοδρομήσουμε προς αρωματικών φυτών μεριά και μια «λίμνη» δίχως σταγόνα νερό.
«Προσοχή νερό» έγραφε η προειδοποιητική πινακίδα. Και πιο κάτω να, μια δεύτερη
λίμνη με πινακίδα και νερό αυτή τη φορά. Και ένα ζευγάρι χελώνες που μιά αναδύονταν
στην επιφάνεια και μιά βουλιάζαν βγάζοντας μπουρμπουλήθρες. Τις περιεργαστήκαμε
τουλάχιστον πέντε λεφτά συζητώντας και σχολιάζοντας. «Κοίταξέ τες, παίζουν!»
«Μπα νευρικές τις βλέπω, μάλλον φοβούνται.» «Πόπω μακροβούτι!» «Πού πήγε; Είναι
πολλή ώρα κάτω από το νερό.» «Λες να πνίγηκε;» «Να τη! Βγήκε!» Λίγο πιο πέρα άλλες
χελώνες λιάζονταν στη παραλία. Συνεχίσαμε το ίδιο βιολί. «Κακάσχημες είναι!»
«Βαριούνται που ζούνε…» «Γι’ αυτό ζουν πολλά χρόνια.» Μία μάλιστα, μέσα στο
νερό, προσπαθούσε να βγει έξω, αλλά δεν έβρισκε βολικό σημείο να σκαρφαλώσει το
τσιμεντένιο τοιχίο. Παρακολουθήσαμε με ενδιαφέρον και ελαφρώς σκωπτική διάθεση
την άκαρπη προσπάθειά της. «Γιατί δεν ζητάει χέρι βοήθειας από της άλλες;» «Σιγά
μη την βοηθήσουν! Δεν τις βλέπεις; Αφασία…» «Πού πάει; Μπροστά της είναι το
σκαλοπάτι.» «Είναι χαζή.» «Όλες χαζές μού φαίνονται.» «Ας προχωρήσουμε, βγάλαμε
ρίζες εδώ…» μίλησε μέσα μας η φωνή του περιπατητή. Ξεριζωθήκαμε για λίγα βήματα
παρακάτω μοναχά. Ίσαμε τις γούρνες που’ χαν νούφαρα και βάτραχους. Τα βγάλαμε και
φωτογραφία. Τότε ήταν που στο βάθος του οπτικού μας πεδίου εμφανίστηκε μία
ευτραφής νεαρά ξεναγός με μαύρο κολάν και σακίδιο στη πλάτη. Την ακολουθούσε κατά
πόδας ένα κοπάδι με γηραιές κυρίες και έναν -μόνο - κύριο για δείγμα. Στην αρχή,
έτσι όπως κουνούσε τα χέρια της κοιτάζοντας προς το μέρος μας νομίσαμε ότι
έδειχνε εμάς τους ριζωμένους. Ως αξιοθέατο. Σαν πλησιάσαμε κι’ ακούσαμε τη τσιριχτή
φωνούλα της καταλάβαμε πως κάναμε λάθος. «Πριν από λίγο καιρό γλύτωσα από
βέβαιο θάνατο μια κυρία - σαν εσάς καλή ώρα - που μάζευε χόρτα στο κήπο για να
φτιάξει χορτόπιτα. Προσοχή μη το βάλετε αυτό στη χορτόπιτα, δεν τρώγεται!» αγόρευε
με πάθος δείχνοντας το κώνειο, το φυτό. Φαίνεται μία αξιόπιστη επιλογή για τους
απελπισμένους, αν όχι του κόσμου ολόκληρου - σίγουρα αυτού του κήπου. Κοτζάμ
Σωκράτης κάτι θα ήξερε, σκέφτηκα. Τι καλά! Ωραία περνούσαμε. Μ' αυτά και μ'
αυτά όμως και η ώρα είχε περάσει. Μεσημέριαζε και η κοιλιές μας άρχιζαν να
γουργουρίζουν. Τι άλλο θα μάς επιφύλασσε ο περίπατός μας δεν μάθαμε. Πήραμε το
δρόμο του γυρισμού. «Μιραμπίλις ζαλάπε» είπα στην Αλεξάνδρα. Με κοίταξε
απορημένη. «Τι είναι αυτό;» «Το νυχτολούλουδο. Το μόνο φυτό που θυμάμαι την
επιστημονική ονομασία του κι’ αυτό από τα σχολικά χρόνια, στο μάθημα της βιολογίας…»
«Δεν το συναντήσαμε στο περίπατο μας.» «Ναι. Να το ψάξουμε την άλλη φορά».
3/4
«Τσουλατσάκι»
είναι στη τοπική διάλεκτο των ιθαγενών του Αμαζονίου ο κενός άνθρωπος, αυτός με
σάρκα και οστά μα χωρίς μνήμη. Ο Καραμακάτε - ανέστιος νομάς στο ίδιο του το
σπίτι, το δάσος που αργά μα σταθερά «εκπολιτίζεται»
ανεπιστρεπτί - είναι ένας δυνάμει τσουλατσάκι, είναι και το κεντρικό πρόσωπο
στο φιλμ του Κολομβιανού Σίρο Γκουέρα «Στην αγκαλιά του φιδιού». Όντας νέος, εν
έτει 1909, τα βήματά του σμίγουν με αυτά ενός ετοιμοθάνατου Γερμανού
ανθρωπολόγου στο δρόμο για την αναζήτηση θεραπευτικού φυτού υπό εξαφάνιση.
Τριάντα χρόνια αργότερα, την θέση του Γερμανού παίρνει ένας Αμερικάνος
βιολόγος. Η πορεία του και με τους δύο κοινή - ίδια με αυτές του κονκισταδόρ
Αγκίρε στη «Μάστιγα του Θεού» και του λοχαγού Γουίλαρντ στο «Αποκάλυψη τώρα», πορεία
στην αυτογνωσία με βουτιά στη Κόλαση. Φόντο της, το πιο απάνθρωπο πρόσωπό τής αποικιοκρατίας
- γενοκτονία, ξεριζωμός των ντόπιων, στυγνή εκμετάλλευση, βιασμός της φύσης και
της ψυχής των ανθρώπων - στη παρθένα, ακόμα, αγκαλιά του Αμαζόνιου που σα
θεόρατο ανακόντα γητεύει και καταπίνει μέσα του τα πάντα. Ταινία πέρα από το
καλή - κακή, ωραία – άσκημη, υπέροχη – απαίσια…
Απλά μεγάλη.
31/3
Περιστοιχίζομαι
από φίλους. Και όλοι νοιάζονται για μένα. Θα ξεκινήσω από τον γιατρό, να’ χω
βίο ανώδυνο. Τον γαλονά, για να’ ναι κι’ ειρηνικός. Τον πολιτευτή, να προφυλάσσω
εαυτό απ’ τους αναίσχυντους. Τον οικονομολόγο - σα την αφεντιά μου, να’ χω το
κάτι τι μου στα γεράματα. Τον λογιστή, να μη χάνω το λογαριασμό. Τον
μαγαζάτορα, να ψωνίζω τα απολύτως απαραίτητα. Τον ηλεκτρολόγο και τον υδραυλικό
- αχρείαστοι να’ ναι, να παίζουμε καμιά πρέφα της ώρες της σχόλης. Τον ηθοποιό,
αντί για καθρέφτη. Τον γραφιά, να μού θυμίζει πως όλα είναι γραμμένα.
30/3
Ο
Ζαρρύ, ο Ιονέσκο κι' όλη η απίθανη παρέα των «παράλογων» θα έλαμπαν από
ευχαρίστηση εκεί ψηλά. Μαζί τους κι' εγώ κι’ η Ελένη που είχαμε, οι ευτυχείς, την
τύχη να παρακολουθήσουμε την εξαιρετική παράσταση της «Ομάδας ΑΤΟΝΑλ» σε
σκηνοθεσία της Σοφίας Μαραθάκη, στο θεατράκι 104 στο Γκάζι. Τέσσερα μονόπρακτα
του Αμερικάνου Ντέιβιντ Άιβς που, διαβάζω, πρωτοπαρουσιάστηκαν στη Νέα Υόρκη off
Broadway το 1993. Στο πρώτο, «Λόγια, λόγια, λόγια», τρεις χιμπατζήδες
προσπαθούν να ξαναγράψουν τον Άμλετ. Στο δεύτερο, «Παραλλαγές σχετικά με τον
θάνατο του Τρότσκυ», η επανάσταση - με το σκαλιστήρι καρφωμένο στο κρανίο της -
συνδιαλέγεται με το πεπρωμένο. Στο τρίτο, «Κανένα πρόβλημα», δύο ζευγάρια
αποδομούν και επανευρίσκουν την – ερωτική; τους - σχέση. Στο τέταρτο – ένα
πολυφωνικό κομψοτέχνημα - «Ο Φίλιπ Γκλας αγοράζει μία φρατζόλα ψωμί», τον τίτλο
του οποίου δανείστηκε η παράσταση, η παρτιτούρα είναι ήχοι και σιωπές
γοητευτικά επαναλαμβανόμενα. Ο Άιβς δεν αφήνει τίποτα όρθιο, πατώντας στέρεα
στα χνάρια των δασκάλων του, προκρίνει το κωμικό τού υπαρξιακού στο «παράλογο»
του βίου, διατηρώντας εντούτοις ζηλευτή ισορροπία. Σκηνοθέτης και συντελεστές
κυριολεκτικά κέντησαν. Στιγμές απόλαυσης από ένα κρυμμένο διαμάντι στην έρημο
της θεατρικής υπερπροσφοράς των ημερών μας.
27/3
Η
επιλογή, η δυνατότητα να επιλέγεις. Μεγάλο πράμα… Ακόμα κι' αν επιλέγεις να
κάθεσαι ολημερίς μπροστά στο χαζοκούτι να χαζεύεις ότι σου σερβίρουν, τα
πρωινάδικα, τους λόρδους, τους πολυκαταστηματάρχες, τις μοδίστρες, τα
τηλεπαράθυρα… «Διακρίνω μία ειρωνεία στα λεγόμενά σου» μού είπε ο γείτονας που
έχει τη μύγα και μυγιάζεται. Οφείλω να το ξεκαθαρίσω: Καμία απολύτως. Όλοι
επιλέγουμε από αυτά που μάς σερβίρουν. Ίσως είναι το σερβίρισμα που ανέκαθεν
έκανε τη διαφορά… Μα σήμερα, στης κρίσης το καιρό, που όλα φαίνονται πανάκριβα,
ακόμα και τα πιο τσίπικα, το τζάμπα είναι που κάνει τη διαφορά. Τζάμπα, η
μαγική λέξη που βγάζει από κάθε δίλημμα! Θυμήθηκα μια παροιμία που μ' αρέσει
και συχνά τη μνημονεύω: «Είμαι φτωχός γι' αυτό επιλέγω ακριβά!» Στις μέρες μας
δείχνει πιο επίκαιρη από ποτέ.
26/3
Η
Λεά, 14 χρονών, έφυγε από το σπίτι της στη Γαλλία για να συναντήσει κάπου στο
Χαλιφάτο τον μελλοντικό σύζυγό της. «Εμένα η ευτυχία μου είναι να κάνω τη
θρησκεία ζωή μου, χωρίς περιορισμούς» έγραψε στους γονείς της στο
αποχαιρετιστήριο γράμμα. Η φιλενάδα της Φατιμά, 17 χρονών, ονειρεύεται να φύγει
κι' αυτή, αλλά οι άπιστοι δεν την αφήνουν. «Αγαπώ τον θάνατο όπως εσείς αγαπάτε
τη ζωή» τούς δήλωσε. Το ίδιο και η 15χρονη Καμίλ, η 14χρονη Ζουλιέτ… «Νέες,
Γαλλίδες, νύφες της τζιχάντ» τιτλοφορείται η αναδημοσίευση άρθρου της Le
Monde απ' όπου αντιγράφω τα παραπάνω. Κάποτε, κορίτσια σα τα κρύα τα
νερά έφευγαν κι' άφηναν πίσω τους τη μιζέρια για να παντρευτούν στα ξένα
κάποιον άγνωστο που ζήτημα είναι να είχαν δει σε φωτογραφία, γίνονταν μάρτυρες
της ελπίδας για το καλύτερο, παίρναν τα ρίσκα τους. Άλλα παντρεύονται το Χριστό
και τη Παναγία, κλείνονται δια βίου σ' ένα μοναστήρι μάρτυρες της ελπίδας για
τη μετά θάνατον ζωή, παίρνουν κι' αυτά τα ρίσκα τους. Μα μάρτυρες της τζιχάντ
να παίρνουν στο λαιμό τους τούς άλλους που δε φταίνε; «Γιατί απορείς;» μού λένε
η Λεά, η Φατιμά, η Καμίλ, η Ζουλιέτ… με μια φωνή. «Πόσοι και πόσοι στ' όνομα
του θεού - Χριστού ή Αλλάχ - δε κάναν τα χειρότερα εγκλήματα; Άνοιξε ένα βιβλίο
ιστορίας να διαβάσεις και θα φρίξεις!» Ήξερα πως είναι έτσι όπως τα λένε, μα -
εγώ ρωτάω: Ως πότε αυτό το δράμα θα
πηγαίνει σκοινί κορδόνι; Το ανθρώπινο δράμα που λέγαμε…
25/3
Χρονιάρα
μέρα εθνικής ανάτασης η σημερινή και επ' ευκαιρία ανέσυρα από το χρονοντούλαπό
μου έναν πανηγυρικό: «Επληθύνθησαν εσχάτως αι αποδράσεις, αι αποφάσεις και
αι επιδράσεις των λιβανιζόντων τα Θεία. Επερωτήθησαν ωσαύτως και επί τούτω οι
προύχοντες, οι δημογέροντες και οι επί τω ευκόλω κέρδει διεγείροντες
συνειδήσεις. Δεν υφίσταντο πλέον φιρμάνια και παρόμοιαι προσβολαί, φενάκαι και
ταπειναί διεκδικήσεις, μειώνοντα το Έθνος εις τα όμματα της Ευρώπης. Μία κλαγγή
ηκούσθη, μία ελπίς έλαμψεν: Αξιωματικός τις, κατόπιν επιτυχώς εκτελεσθέντος
σχεδίου, ετσάκωσεν τον Κολοκοτρωνέικον σουγιάν. Και υπό το απαλόν σεληνόφως τον
εμβάθυνεν εις τον πρωκτόν του». (ακολουθούν χειροκρότημα και εναλλάξ τα
συνθήματα «ζήτω το έθνος» και «ζήτω ο στρατός»)17/3
Το ανθρώπινο δράμα είναι παντού. Τώρα το διαφημίζουν στα κανάλια με πλάνα από την Ειδομένη, που έχει τη τιμητική της, και τα Διαβατά. Κι' η κάμερα πυροβολεί ότι βρίσκει στο διάβα της: Πρόσφυγες, εθελοντές, ντόπιους, ανευθυνο-υπεύθυνους, αξιοπρέπεια, κοινή λογική… Για ποιο ανθρώπινο δράμα μιλάνε; Έχω μπερδευτεί. Αλλάζω κανάλι μπας και διαφωτιστώ. Μια από τα ίδια. Μάταιος κόπος. Στο τέλος κλείνω το κουμπί (ουφ γλίτωσα παρά τρίχα!) Κλείνω και τα μάτια μου να αφουγκραστώ το ανθρώπινο δράμα, όταν θέλω να ξεκαθαρίσω τα εντός μου τα καταφέρνω καλύτερα με κλειστά τα μάτια. Μα κι’ έτσι τζίφος η υπόθεση. Δεν μπορεί να εξαφανίστηκε, ήταν εκεί, στης γης την Ειδομένη, τα Διαβατά… το είδα, ουδέποτε εξαφανίστηκε ούτε πρόκειται. Σα να έγινε κι’ αυτό πρόσφυγας, πήρε των ομματιών του κι’ έριξε μαύρη πέτρα πίσω του…
16/3
Μου λέει ο Κλουζώ, καθάρισε! Έβαλε κάθε κατεργάρη στο πάγκο του. Οδήγησε τους δράστες σιδηροδέσμιους στη ψειρού, και οι συγχωριανοί του πλέον κοιμούνται ήσυχοι. Μόνο που κάποιοι ροχαλίζουν υπερβολικά και παρενοχλούν τον ύπνο τον δικό του και των άλλων – αυτών που δεν ροχαλίζουν, μα και σ' αυτό θα δώσει λύσει ο επιθεωρητής - είμαι βέβαιος. Στο μικρό μας χωριό ο ύπνος ήταν ανέκαθεν σταθερή αξία. Ο Κλουζώ έχει κρεμάσει στο γραφείο, πάνω από το προσκεφάλι του, την εμβληματική εικόνα του 1927 με τους κοιμούμενους συγχωριανούς του μέσα στις χειράμαξες εν ώρα εργασίας. Την είχαν παραπεταμένη κάπου σ' ένα υπόγειο να την τρώει η μούχλα, και εκείνος την περιμάζεψε, την φρόντισε, και της έδωσε τη θέση που της αξίζει. Ο συμβολισμός της είναι προφανής: Τίποτα δεν άλλαξε από τότε μέχρι σήμερα. Έτσι είναι η ζωή στο μικρό μας χωριό, ίδια όπως παντού: όλα αλλάζουν κι’ όλα τα ίδια μένουν. Μια απροσδιόριστη μελαγχολία κυρίευσε τον Κλουζώ. Οι παλιές φωτογραφίες ανέκαθεν τον μελαγχολούσαν. Πόσοι και πόσοι σα την αφεντομουτσουνάρα του, ξεχασμένοι πια στον αιώνιο ύπνο, αγωνίστηκαν για να απολαμβάνουν σήμερα στο μικρό χωριό τον βαθύ ύπνο των ζωντανών; αναλογίστηκε. 15/3
10/3
Να καταρρεύσουμε επιτέλους να τελειώνουμε! Να γυρίσουμε στη δραχμή, στο φοίνικα, στη σόλιδο, στη μνα… Να μάς πάρει τα λεφτά ο Ντράγκης, τα σπίτια η Χριστίνα, τις ταβέρνες ο Ντάζεμπλουμ, τα σώβρακα ο Σόιμπλε… Ας είναι και να πεθάνουμε να ησυχάσουμε! Αυτοί που θα μείνουνε - γιατί, δεν μπορεί, κάποιοι πεισματάρηδες θα μείνουνε - θα΄ χουν μηδενίσει το κοντέρ και θα πιάσουν το αφήγημα από την αρχή. Έξι χρόνια τώρα καταρρέουμε - βρισκόμαστε σε κατάρρευση διαρκείας υπό εξέλιξη! Έλεος! Και το χειρότερο: έτσι όπως πάμε θα συνεχίσουμε το ίδιο βιολί άλλα τόσα, για να μη πω τα διπλάσια και λίγα είναι. Όταν θα γελάσει πάλι το χειλάκι μας υπολογίζω να' μαι γύρω στα ενενήντα. Με μέσο προσδόκιμο επιβίωσης - σε λίγα χρόνια - τα εκατό, θα μού μένουν δέκα χρονάκια ξεγνοιασιάς. Αυτή η σκέψη είναι η μόνη παρηγόρια μου. Γιατί η ξενοιασιά είναι το ύψιστο των αγαθών! Και όταν βρίσκεσαι διαρκώς υπό κατάρρευση μόνο ξένοιαστος δεν μπορείς να νοιώσεις… ο φόβος είναι πανταχού παρών, ο φόβος του επερχόμενου τέλους που κόβει τα γόνατα. Κάποιοι τρίβουν τα χέρια τους από ικανοποίηση - o φοβισμένος είναι καλύτερος από τον πεθαμένο. Ο φοβισμένος είναι του χεριού τους, ο πεθαμένος όχι.
9/3
Φιλανθρωπία και ανθρωπισμός έχουν πέραση. Και πουλάνε ποικιλοτρόπως… Όλοι πασχίζουν να φαίνονται φιλάνθρωποι - όπως λέμε φιλόζωοι - και ανθρωπιστές, ουδείς μισάνθρωπος. Τουλάχιστον στα λόγια. Γιατί βεβαίως τα έργα άλλα δείχνουν, ίσως γι' αυτό είμαστε φιλάνθρωποι - γιατί αν τα έργα μας ήταν αλλιώτικα η λέξη φιλάνθρωπος δεν θα είχε λόγο ύπαρξης μια και θα εννοούσε το αυτονόητο. Αυτά βέβαια για τους άλλους - μια ματιά στα media για το προσφυγικό αρκεί να πιστέψω πως στης a la carte φιλανθρωπίας το ανάγνωσμα αποτελούμε εξαίρεση. Εμείς δεν είμαστε σαν εκείνους, τους Αυστριακούς για παράδειγμα, που βγάζουν σπυράκια με τους κατατρεγμένους. Ή τους Πολωνούς, τους Κροάτες, τους Σλοβένους, τους Ούγγρους, τους Τσέχους, τους Σλοβάκους… ακόμα και τους αδερφούς μας Σέρβους. Εμείς είμαστε ίδιοι με τους άσπονδους φίλους μας τους Τούρκους που, διαπνεόμενοι από τα ίδια με τα δικά μας φιλάνθρωπα και ανθρωπιστικά αισθήματα, τους στέλνουν καραβιές στα μέρη μας. Τι παράξενα επιφυλάσσει η ζωή! Και τι καλά που θα' τανε αν μπορούσαμε να τους προωθούμε χωρίς χρονοτριβή ανεμπόδιστα στο παράδεισο που ονειρεύονται να φτάσουν, ένα είδος transit φιλανθρωπίας. Αμ δε… Φοβάμαι ότι, έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράματα, φιλανθρωπία και ανθρωπισμός θα δοκιμάσουν πολύ γρήγορα τις αντοχές μας.
8/3
Μου λέει ο Κλουζώ τα πηγαίνει απίθανα! Οι καινούργιοι φακοί τού δώσανε φτερά - είναι πλέον θέμα χρόνου να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Ήδη έπιασε στα πράσα τον ένα από τους δράστες και είναι στο κατόπι των άλλων. Κάποιος θρασύτατος συγχωριανός του τού μήνυσε - άκουσον άκουσον - να σταματήσει τον διωγμό αθώων («διωγμό» αποκάλεσε ο ξεδιάντροπος την έρευνα), αθώων που έχουν χεσμένη τη φωλιά τους, κατηγορώντάς τον πως κάνει ότι κάνει για να αποπροσανατολίσει τους συγχωριανούς του από τα πραγματικά προβλήματα του λαού! Δεν ίδρωσε το αυτί του. Με αποφασιστικές και συντονισμένες κινήσεις επαναπροσανατόλισε τους συγχωριανούς και, ποντάροντας στο ανά την οικουμένη θαυμαστό φιλότιμο του Έλληνα, τους έθεσε προ κεφαλαιώδους διλήμματος: Θέλετε στο μικρό μας χωριό να φτιάξουν επιτέλους κάποτε τα πράματα ή να παραμείνουμε στα ίδια σκατά; Να φτιάξουνε παραμένοντας στα ίδια! του απάντησαν αυτοί με μια φωνή. Ο Κλουζώ αρχικά θεώρησε τη πρόταση ανέφικτη μα αργότερα, αφού το καλοσκέφτηκε, κατέληξε πως ακόμα κι΄ έτσι μπορεί να μην είναι άσκημα…
Να καταρρεύσουμε επιτέλους να τελειώνουμε! Να γυρίσουμε στη δραχμή, στο φοίνικα, στη σόλιδο, στη μνα… Να μάς πάρει τα λεφτά ο Ντράγκης, τα σπίτια η Χριστίνα, τις ταβέρνες ο Ντάζεμπλουμ, τα σώβρακα ο Σόιμπλε… Ας είναι και να πεθάνουμε να ησυχάσουμε! Αυτοί που θα μείνουνε - γιατί, δεν μπορεί, κάποιοι πεισματάρηδες θα μείνουνε - θα΄ χουν μηδενίσει το κοντέρ και θα πιάσουν το αφήγημα από την αρχή. Έξι χρόνια τώρα καταρρέουμε - βρισκόμαστε σε κατάρρευση διαρκείας υπό εξέλιξη! Έλεος! Και το χειρότερο: έτσι όπως πάμε θα συνεχίσουμε το ίδιο βιολί άλλα τόσα, για να μη πω τα διπλάσια και λίγα είναι. Όταν θα γελάσει πάλι το χειλάκι μας υπολογίζω να' μαι γύρω στα ενενήντα. Με μέσο προσδόκιμο επιβίωσης - σε λίγα χρόνια - τα εκατό, θα μού μένουν δέκα χρονάκια ξεγνοιασιάς. Αυτή η σκέψη είναι η μόνη παρηγόρια μου. Γιατί η ξενοιασιά είναι το ύψιστο των αγαθών! Και όταν βρίσκεσαι διαρκώς υπό κατάρρευση μόνο ξένοιαστος δεν μπορείς να νοιώσεις… ο φόβος είναι πανταχού παρών, ο φόβος του επερχόμενου τέλους που κόβει τα γόνατα. Κάποιοι τρίβουν τα χέρια τους από ικανοποίηση - o φοβισμένος είναι καλύτερος από τον πεθαμένο. Ο φοβισμένος είναι του χεριού τους, ο πεθαμένος όχι.
9/3
Φιλανθρωπία και ανθρωπισμός έχουν πέραση. Και πουλάνε ποικιλοτρόπως… Όλοι πασχίζουν να φαίνονται φιλάνθρωποι - όπως λέμε φιλόζωοι - και ανθρωπιστές, ουδείς μισάνθρωπος. Τουλάχιστον στα λόγια. Γιατί βεβαίως τα έργα άλλα δείχνουν, ίσως γι' αυτό είμαστε φιλάνθρωποι - γιατί αν τα έργα μας ήταν αλλιώτικα η λέξη φιλάνθρωπος δεν θα είχε λόγο ύπαρξης μια και θα εννοούσε το αυτονόητο. Αυτά βέβαια για τους άλλους - μια ματιά στα media για το προσφυγικό αρκεί να πιστέψω πως στης a la carte φιλανθρωπίας το ανάγνωσμα αποτελούμε εξαίρεση. Εμείς δεν είμαστε σαν εκείνους, τους Αυστριακούς για παράδειγμα, που βγάζουν σπυράκια με τους κατατρεγμένους. Ή τους Πολωνούς, τους Κροάτες, τους Σλοβένους, τους Ούγγρους, τους Τσέχους, τους Σλοβάκους… ακόμα και τους αδερφούς μας Σέρβους. Εμείς είμαστε ίδιοι με τους άσπονδους φίλους μας τους Τούρκους που, διαπνεόμενοι από τα ίδια με τα δικά μας φιλάνθρωπα και ανθρωπιστικά αισθήματα, τους στέλνουν καραβιές στα μέρη μας. Τι παράξενα επιφυλάσσει η ζωή! Και τι καλά που θα' τανε αν μπορούσαμε να τους προωθούμε χωρίς χρονοτριβή ανεμπόδιστα στο παράδεισο που ονειρεύονται να φτάσουν, ένα είδος transit φιλανθρωπίας. Αμ δε… Φοβάμαι ότι, έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράματα, φιλανθρωπία και ανθρωπισμός θα δοκιμάσουν πολύ γρήγορα τις αντοχές μας.
Μου λέει ο Κλουζώ τα πηγαίνει απίθανα! Οι καινούργιοι φακοί τού δώσανε φτερά - είναι πλέον θέμα χρόνου να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Ήδη έπιασε στα πράσα τον ένα από τους δράστες και είναι στο κατόπι των άλλων. Κάποιος θρασύτατος συγχωριανός του τού μήνυσε - άκουσον άκουσον - να σταματήσει τον διωγμό αθώων («διωγμό» αποκάλεσε ο ξεδιάντροπος την έρευνα), αθώων που έχουν χεσμένη τη φωλιά τους, κατηγορώντάς τον πως κάνει ότι κάνει για να αποπροσανατολίσει τους συγχωριανούς του από τα πραγματικά προβλήματα του λαού! Δεν ίδρωσε το αυτί του. Με αποφασιστικές και συντονισμένες κινήσεις επαναπροσανατόλισε τους συγχωριανούς και, ποντάροντας στο ανά την οικουμένη θαυμαστό φιλότιμο του Έλληνα, τους έθεσε προ κεφαλαιώδους διλήμματος: Θέλετε στο μικρό μας χωριό να φτιάξουν επιτέλους κάποτε τα πράματα ή να παραμείνουμε στα ίδια σκατά; Να φτιάξουνε παραμένοντας στα ίδια! του απάντησαν αυτοί με μια φωνή. Ο Κλουζώ αρχικά θεώρησε τη πρόταση ανέφικτη μα αργότερα, αφού το καλοσκέφτηκε, κατέληξε πως ακόμα κι΄ έτσι μπορεί να μην είναι άσκημα…
«Καυτός ήλιος» του Κροάτη Ντάλιμπορ Μάτανιτς και «Λουλούδια» των Βάσκων Τζον Γαράνιο και Χοσέ Μαρί Γενάγα, δύο ταινίες για τον ερωτικό πόθο - διαφορετικές και ίδιες μαζί. Τρεις ιστορίες η πρώτη, ανεξάρτητες μεταξύ τους, που εκτυλίσσονται με διαφορά δέκα χρόνων η μία από την άλλη, ένα ζευγάρι στη καθεμία που υποδύονται οι ίδιοι - εξαιρετικοί ηθοποιοί, και κοινό φόντο ο εμφύλιος στη πρώην Γιουγκοσλαβία. Δύο ιστορίες με ένα ζευγάρι στη καθεμία, που συναντιούνται στο διάβα τους και δένονται αριστοτεχνικά, στη δεύτερη, με κοινό φόντο τη ίδια παγωνιά εντός τους. Στη πρώτη ο ερωτικός πόθος αναμετριέται συνεχώς με τα στίγματα που έχει αφήσει ο πόλεμος στο σώμα και τη ψυχή - αλλά πόλεμος δεν φαίνεται στο πανί. Στη δεύτερη ο πόλεμος - άλλος πόλεμος - όχι μόνο φαίνεται μα πάει κατευθείαν σφαίρα στη καρδιά. Στη πρώτη ο καυτός ήλιος βάζει φωτιά στο νου και τα κορμιά - η ερωτική σκηνή της δεύτερης ιστορίας είναι κομμάτι κινηματογραφικής ανθολογίας. Στη δεύτερη τοπίο μόνιμα μουντό και βροχερό - η παγωνιά διαχέεται στο πανί, ενώ η σωματική επαφή απουσιάζει και ο πόθος, κεντημένος ψιλοβελονιά, φουντώνει ανεκπλήρωτος. Και οι δύο ύμνος στο θεό έρωτα που διαφεντεύει τις ζωές των ανθρώπων, μα και γλυκόπικρο σχόλιο στο χρόνο που σβήνει πληγές και «ξεχνάει» γιατί η ζωή συνεχίζεται.
2/3
Προφυγοτσουνάμι ενέσκηψε και που' σαι ακόμα! Ένα ανθρώπινο τσουνάμι κινείται αργά εδώ και καιρό - σαν τα αποδημητικά πουλιά που πάνε να ξεχειμωνιάσουν - από ανατολή προς δύση κι' από νοτιά προς βορά. Τα Καλοκαίρια του πλανήτη τραβάνε σα μαγνήτης τους απελπισμένους του μακρύ Χειμώνα. Παρατηρητές εμείς, βρεθήκαμε φιλάνθρωποι από ανάγκη γιατί δεν μπορούσαμε κάτι άλλο να κάνουμε. Οι φιλάνθρωποι γείτονες ήδη σφράγισαν τα σύνορα και οι κιμπάρηδες εταίροι ετοιμάζονται να δώσουν το μόνο που έχουν για να ξεπλύνουν τη φιλάνθρωπη συνείδησή τους: Ανθρωπιστική βοήθεια. Νομίζουν ότι με τα λεφτά θα εξαγοράσουν μαμ, κακά και νάνι των απελπισμένων και το τσουνάμι θα ξεθυμάνει! Αμ δε… μακάρι να φτιαχνόντουσαν όλα με τα λεφτά - θα ήταν κάτι κι' ας μη γίνονταν ο κόσμος καλύτερος. Το τσουνάμι ολοένα θα δυναμώνει και θα παρασύρει ότι εμπόδιο βρει στο διάβα του, γιατί δεν πάει άλλο - ο παλιός κόσμος παραωρίμασε και είναι ανάγκη να μπολιαστεί με νέο αίμα για να επιβιώσει. Ήδη κάποιοι δεν κρατάνε ούτε τα προσχήματα και έντρομοι βγάλανε τα στρατιωτάκια στους δρόμους για να αμυνθούν από τους εισβολείς. Οι πλούσιοι θα τους ακολουθήσουν μόλις νοιώσουν το χνώτο των απελπισμένων, και το καρότο - ως συνήθως - θα δώσει τη θέση του στο μαστίγιο. Μάταιος κόπος.
20/2
Ο επιθεωρητής Κλουζώ δεν ευδοκιμεί μονάχα στις σελίδες των αστυνομικών μυθιστορημάτων και το πανί του σινεμά, μα και στη πραγματική ολοζώντανη ζωή του μικρού μας χωριού. Είναι ένας τύπος με ψαρό σγουρό μαλλί και κοιλίτσα, μιας κάποιας ηλικίας δηλαδή, γιαλάκια, και παρτσακλό βηματισμό που δίνει την εντύπωση ότι αλλού θέλει να πάει και αλλού πηγαίνει. Ίσως γι' αυτό τον χρήσανε επιθεωρητή, μήπως και βρει από τύχη κάτι που, αν ήταν καλούμενος, αποκλείονταν να βρει, όχι γιατί είναι δύσκολο - στο μικρό μας χωριό όλοι γνωρίζουν όλους και όλα - μα απλά δεν υπάρχει λόγος να το βρεί! Κυκλοφόρησε, τού είπαν, μία λίστα ονομάτων συγχωριανών του με προσωπικά δεδομένα: τι εφημερίδα διαβάζουν, τι φαγητό τους αρέσει, τι νούμερο παπούτσι φοράνε, κάθε πότε κοιμούνται με τη γυναίκα τους… Ο επιθεωρητής εξεμάνη θορυβημένος: «Μα χρειάζονταν να τα καταγράψουν σε λίστα; Δεν αρκεί που τα ξέρει ακόμα και η κουτσή Μαριώ;…» Φουσκώνει από αυτοπεποίθηση και λέει ότι δεν φοβάται - ξέρει όμως ότι θα καθαρίσει τα σκατά μόνο αν λερώσει τα χέρια του. Αγόρασε λοιπόν γάντια εργασίας αδιαπέραστα στη βρώμα - από χοντρό καουτσούκ, φόρμα, και γαλότσες ψηλές ως το γόνατο. Πήρε και μαύρα ομματοϋάλια να μη βλέπουν οι άλλοι αυτά που βλέπει ο ίδιος, όχι όμως και το ανάποδο. Οι προσπάθειες του χωρίς χρονοτριβή στράφηκαν στο να αποκαλύψει υπό ποιες συνθήκες διέρρευσαν τα δεδομένα της λίστας. Ένα έχω να του πω: Καλή δύναμη Κλουζώ!
18/2
Συναντάς στο δρόμο ένα γνωστό που έχεις να δεις καιρό και το πρώτο πράγμα που σου λέει στο «τι κάνεις;» είναι - στη καλύτερη - ένα ξεψυχισμένο «καλά». Μα και να θέλεις να το πιστέψεις για να πας παρακάτω, δεν μπορείς να αποφύγεις βλέμμα του νεκροζώντανου - σαίτα κατευθείαν στη καρδιά σου. Έτσι μπλέκεσαι σε μια κρισηολογία χωρίς τελειωμό, δίκην ψυχαναλυτή του άλλου, ή ψυχοβγάλτη - εξαρτάται από το πώς θα το δεις. Εκείνος φαίνεται κρισηολόγος πρώτης - ειδήμων στο θέμα, λέγε λέγε το ίδιο κοντεύεις να πιστέψεις το ίδιο και για σένα. Το βλέμμα σου παίρνει κάτι απ’ το δικό του, τα καλούδια των ζωντανών δε σε αφορούν - σα να μην υπάρχουν, σα να μην υπήρξαν ποτέ. Δεν έχεις μάτια για άλλη, η κρισηολογία σε έχει συνεπάρει – ζητάς μόνο απεγνωσμένα ν’ ακούσεις ότι εκείνος έχει τον ίδιο νταλκά μ’ εσένα να παρηγορηθείς. Κι’ αν ο νταλκάς σού λείπει αρχίζεις να βαριέσαι και ψάχνεις ευκαιρία να τη κάνεις. Ο άλλος κάποτε το καταλαβαίνει, τραβάει χειρόφρενο και πετάει τη φαρμακερή του ατάκα: «Τι ανάγκη έχεις εσύ!…» Χαιρετιόσαστε και χωρίζει ο δρόμος σας.
16/2
Τα γραψίματά μου είναι σαν το παιδάκι που ωρίμασε στη κοιλιά της μάνας του και πρέπει επειγόντως να βγει για να μη σκάσει! Σαν πάρουν την πρώτη ανάσα στο καθαρό αέρα, τούς δίνω την ευχή μου και τα αφήνω στη προδιαγεγραμμένη μοίρα τους, την μοίρα όλων αυτών που γεννιόνται. Σπανιότατα στρέφω το βλέμμα πίσω να ιδώ τι κάνουν, πως περνάνε, αν είναι ευχαριστημένα… και άλλα παρόμοια συνηθισμένα των πατεράδων. Άστοργος πατέρας; Αλίμονο όχι, τα αγαπάω σα τα μάτια μου. Δεν προλαβαίνω! Γιατί έχω να φροντίσω τα αδερφάκια τους που ωριμάζουν κι' αυτά, και είναι ίδια η ανάγκη τους να βγουν, να μη σκάσουν. Και μετά τα επόμενα, τα επόμενα… Έτσι ο κλήρος πέφτει στα μεγαλύτερα παιδιά να νοιαστούν τα μικρότερα αδερφάκια τους μέχρι να ξεπεταχτούν και αυτά και να πάρουν το δρόμο τους - έτσι όπως κάνανε οι παλιοί που αραδιάζανε παιδιά με το τσουβάλι.
Οι δικηγόροι απεργούν ένα μήνα και συνεχίζουν! Και πως τη βγάζουν; Έχουν όλοι και τρώνε από τα έτοιμα; Κάνουν, πέρα από το δικηγοριλίκι, δεύτερη και τρίτη δουλειά; Δουλειές του ποδαριού; Nτελιβεράδες με γραβάτα; Δε νομίζω… Η ανεργία, κάπου διάβασα, θερίζει το κλάδο. Μήπως απεργούν οι άνεργοι; Και όλοι αυτοί που έχουν ανάγκη τον δικηγόρο να προχωρήσει η δουλειά τους στο δικαστήριο, τι πρέπει να κάνουν; Να αυτοδικήσουν; Μα και πάλι τον δικηγόρο τους θα θέλουν! Είναι φορές που αναρωτιέμαι και όχι μόνο για τους δικηγόρους: Ρε μπας κι' η απεργία είναι η καλύτερη «δουλειά»;
10/2
Ζωή και θάνατος πάνε παρέα (ζωή κι' αυτή!…) Ζωή αυτή που περάσαμε παρέα κι' ήταν καλό κορίτσι. Λένε πως οι καλοί φεύγουνε πρώτοι - μα δεν το πιστεύω - λες κι' έχει σημασία η πρωτιά. Και Κεφαλλονίτισα η μακαρίτισα, απ' τ' άγια χώματα - είχα ακούσει - λες κι' έχει σημασία η πατρίδα. Τότε τι έχει σημασία; Μα το ότι μέσα σε τρεις μέρες έφυγαν δύο, ένας αγαπημένος φίλος αγαπημένου φίλου και μια συγχωριανή από το κολλητό στο δικό μου γραφείο, πατημένα πενήντα αμφότεροι. Ε γαμώτο έχει σημασία η ηλικία! Ο Φλεβάρης έδειξε τα κοφτερά δόντια του. Γρίπη το θανατικό…
8/2
Όλη η Ελλάδα απεργεί. Όλα έχουν βγει στους δρόμους - πανό στους δρόμους, τρακτέρ στους δρόμους, γραβάτες στους δρόμους, όλα είναι κλειστά – γραφεία κλειστά, δρόμοι κλειστοί, σύνορα κλειστά, αυτιά κλειστά… σχιζοφρένεια! Όλοι φωνάζουν για φοροεπιδρομή, όλοι διαλαλούν τον δίκαιο αγώνα τους και, όπως πάντα, φωνάζουν περισσότερο αυτοί που ουδέποτε πλήρωσαν φόρους. Μιλάω για την αείποτε επιδοτούμενη συντεχνία των αγροτών, αλλά και για την αναξιοπαθούσα συντεχνία των ελεύθερων επαγγελματιών που έχει αναγάγει την φοροδιαφυγή σε εθνικό σπορ. Οι κυβερνώντες επικαλούνται «τα ακροδεξιά στοιχεία που έχουν παρεισφρήσει στις τάξεις» των - δικών τους – καλών αγροτόπαιδων, μα στο φαλιρισμένο κράτος ουδείς πλέον μασάει - λένε τα αγροτόπαιδα, κι’ ας έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στην ακατάσχετη προεκλογική παροχολογία του Αλέξη. Ήταν οι μόνοι; Όχι βέβαια. Όσοι ήθελαν να πληρώνουν οι άλλοι και να μη πληρώνουν οι ίδιοι, τον ψήφισαν. Ο ακροδεξιός συγκυβερνήτης Καμένος τρίβει τα χέρια του δικαιωμένος. Προφανώς τα «ακροδεξιά στοιχεία» δεν τον αφορούν, ο ίδιος αναμφισβήτητα θεωρεί εαυτό αριστερότερο της δεξιάς. Και μνημονιακό εξ' ανάκης, όπως όλοι άλλωστε, κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι. Τώρα αν όλοι συμφώνησαν στη εφαρμογή τρίτου μνημόνιου – αυτό που όλοι δεν θέλουν να εφαρμοστεί, ήταν για την σωτηρία της χώρας. Την σωτηρία του περασμένου Καλοκαιριού δηλαδή, γιατί για το φετινό επίκειται νέα… Απόλυτη σχιζοφρένεια!
7/2
Συνήθιζα να χαζεύω τις μέρες να έρχονται και πάνε με χαρακτηριστική αδιαφορία κι’ όταν κατάλαβα πως συνέχιζαν ασταμάτητα το ίδιο βιολί η αδιαφορία μου έγινε προσποιητή. Σήμερα η προσποίηση έδωσε τη θέση της στη μανιώδη εργασία:Τις εγκλωβίζω στο σημειωματάριό μου να μη μπορούν να φύγουν. Φύλακας ημερών ονειρεύομαι το επάγγελμά μου, στο μέλλον - επί του παρόντος εργάζομαι εθελοντικά χωρίς πληρωμή. Ακολουθεί καταγραφή και ταξινόμηση - πρώτα τις διαχωρίζω, μετά τις τοποθετώ σε κουτάκια χρωματιστά, το καθένα διαφορετικού σχήματος και μεγέθους να τα ξεχωρίζω. Πολλά έχω κρατήσει σπίτι, κάποια έχουν φίλοι, άλλα άφησα στο πατρικό μου να συντροφεύουν τη μητέρα, κάποια ξέμειναν σε χέρια αγνώστων - περαστικών κάποτε από τα μέρη μου. Κάθε κουτί έχει διαφορετικό χρώμα και το δικό του όνομα: «Μια τέτοια υπέροχη μέρα» - φωτεινό χρώμα, «Μιας δύσκολης μέρας νύχτα» - σκουρόχρωμο, «Μέρες του μέλλοντός μας που πέρασαν» - άχρωμο σχεδόν διαφανές, «Μέρες με κρασί και τριαντάφυλλα» - και τα δυο ήταν κατακόκκινα μα χρώμα κουτιού δεν θυμάμαι…
Αισίως έφτασα τους τριάντα! Άντε να τους εκατοστήσω - μιλάω για τους φίλους μου στο facebook. Η τελευταία φιλενάδα μου είναι μια πιανίστρια από τη Ρωσία. Για να ακριβολογήσω, δεν ξέρω ούτε αν είναι πιανίστρια - ούτε αν είναι από τη Ρωσία! Πάντως το ονοματεπώνυμό της Ρώσικο μού φαίνεται. Και η φωτογραφία της – ξανθομαλλούσα τροφαντή μπροστά από ένα πιάνο – κατά κει θα μπορούσε να παραπέμπει. Ιρίνα την λένε. Μού ζήτησε να γίνουμε φίλοι και σκέφτηκα γιατί όχι; Άνθρωπος της μουσικής εκείνη συνάδελφος κι’ εγώ, θα με άκουσε στο βιντεάκι που παίζω παρέα με το Γιώργο το «Αν θυμηθείς τα’ όνειρό μου» και συγκινήθηκε… Έτσι ανταποκρίθηκα. Ανέκαθεν έτρεφα συμπάθεια για τους Ρώσους, είναι βαθειά καλλιεργημένος και βασανισμένος λαός. Την είδα και σαν ευκαιρία να διευρύνω την ομήγυρη των διαδικτυακών φίλων μου με ολίγη αύρα Τσαϊκόφσκι, Ντοστογέφσκι, Τσέχωφ… συνοδεία μυρωδάτου τσαγιού - αχνιστού από το σαμοβάρι, σπιτικών γλυκισμάτων και πιροσκί, μπορεί να έκανα και νέους ενδιαφέροντες φίλους συμπατριώτές της. Αμάν πια, μπούχτισα με τα γκάπα γκούπα και τις Αμερικανιές…
Τι ενώνει μπροστά στην οθόνη εκατομμύρια, φαινομενικά άσχετους μεταξύ τους ανθρώπους, ανά την υφήλιο στο μαραφέτι αυτό; Η ανάγκη για κοινωνική δικτύωση και επικοινωνία; Τρίχες κατσαρές! Αν ήταν έτσι η χρυσοφόρα μπίζνα θα είχε προ πολλού βάλει λουκέτο… Αυτά τα λένε για τους αφελείς, τους ανυποψίαστους και τους ρομαντικούς. Είναι το κρυφοκοίταγμα μέσα από τη κλειδαρότρυπα εκ του ασφαλούς, η ματιά του ηδονοβλεψία στην οποία ουδείς - μικρός ή μεγάλος, πλούσιος ή φτωχός, μορφωμένος ή αμόρφωτος, θρήσκος ή άθρησκος, άσπρος ή μαύρος, βόρειος ή νότιος, δυτικός ή ανατολίτης, ανεπτυγμένος ή υπανάπτυκτος, τίμιος ή λαμόγιο… - μα ουδείς μπορεί να αντισταθεί! Ο ηδονοβλεψίας που κρύβεται μέσα μας και είναι το μόνο κοινό σε όλους μας - μηδενός εξαιρουμένου. Κάποιοι μάγκες το κατάλαβαν και βγάζουν λεφτά με το τσουβάλι! Το facebook είναι η κουτσομπόλα του Κόσμου.
Για την ιστορία οι φίλοι μου γίνανε πάλι εικοσιεννιά. Η Ιρίνα παρέμεινε φιλενάδα μου μόλις δύο εικοσιτετράωρα και με διέγραψε από φίλο. Φαίνεται γίναμε φίλοι κατά λάθος… μάλλον δεν είχαμε πολλά κοινά. Κρίμα - και έδειχνε καλή κοπέλα.
29/1
Δεν είδα την παράσταση της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου «Η ισορροπία του Nash», πιθανόν να μη την έβλεπα ποτέ. Μετά όμως από τα όσα γίνανε στο Ελλαδιστάν του σήμερα και το απρόσμενο - πριν την ώρα του - κατέβασμά της, σιχτίριζα που δεν την παρακολούθησα. Έτσι, μόνο και μόνο για να διατράνωνα έμπρακτα την αντίθεσή μου σε αυτούς που πιστεύουν ότι η όποια εξουσία νομιμοποιείται να λογοκρίνει την όποια καλλιτεχνική δημιουργία, σε αυτούς που χωρίς να δουν τη παράσταση ωρύονταν επειδή περιελάμβανε αποσπάσματα από το πόνημα τού Ξηρού, σε αυτούς που λιθοβολούν τους «ασεβείς». Τώρα κλαίω από τα γέλια μα ευτυχώς κοιμάμαι ήσυχος, που η ελευθερία του λόγου στη δημοκρατία μας δεν κινδυνεύει πια από τον έγκλειστο στις φυλακές Ξηρό…
Δεν είδα την παράσταση της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου «Η ισορροπία του Nash», πιθανόν να μη την έβλεπα ποτέ. Μετά όμως από τα όσα γίνανε στο Ελλαδιστάν του σήμερα και το απρόσμενο - πριν την ώρα του - κατέβασμά της, σιχτίριζα που δεν την παρακολούθησα. Έτσι, μόνο και μόνο για να διατράνωνα έμπρακτα την αντίθεσή μου σε αυτούς που πιστεύουν ότι η όποια εξουσία νομιμοποιείται να λογοκρίνει την όποια καλλιτεχνική δημιουργία, σε αυτούς που χωρίς να δουν τη παράσταση ωρύονταν επειδή περιελάμβανε αποσπάσματα από το πόνημα τού Ξηρού, σε αυτούς που λιθοβολούν τους «ασεβείς». Τώρα κλαίω από τα γέλια μα ευτυχώς κοιμάμαι ήσυχος, που η ελευθερία του λόγου στη δημοκρατία μας δεν κινδυνεύει πια από τον έγκλειστο στις φυλακές Ξηρό…
20/1
Εδώ, στα μέρη μας, διαγκωνίζονται πάλι για τη κουτάλα. Μικρή - μικρότερη του παρελθόντος, αριστερή, μα κουτάλα. Κοτζάμ’ πρόεδρος εκτελεστικός, εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες και έμεινε στο κονκλάβιο του μικρού μας χωριού με το προεδριλίκι στο χέρι, ενώ ο άλλος καπάρωσε τις αρμοδιότητές του. Τον έβλεπα εγώ τον άνθρωπο δεν έκανε γι’ αυτή τη δουλειά. Λένε πως το ποτήρι ξεχείλισε όταν διαφοροποιήθηκε στην άνωθεν γραμμή να συμμετάσχουμε με κάτι ψωρο-εκατομμύρια στην αύξηση του μετοχικού κεφάλαιου της Αττικο-τραπεζάρας αφού τώρα, που τα τραπεζομάγαζα πέρασαν στα αρπακτικά του μαμωνά, καλό είναι να χουμε δικό μας το τελευταίο μαγαζί που μάς απόμεινε να κάνουμε παιχνίδι. Φαντάζομαι τον τιτλούχο πρόεδρό μας - ένας ακόμα πρόεδρος στους τόσους μεταξύ των συμπατριωτών μας, να ρίχνει καμιά πασιέντζα, να λύνει κάνα σταυρόλεξο, κάνα σουντοκού… ότι τέλος πάντων τού κάνει κέφι, προκειμένου να γεμίσει τον, κάποτε δυσεύρετο, ελεύθερο χρόνο του. Σαν πολλούς από εμάς στο μικρό μας χωριό δηλαδή.
Να τος λοιπόν πρώτος και καλύτερος στο κόψιμο της πρωτοχρονιάτικης πίττας. Οι εθιμοτυπικές κοινωνικές συναθροίσεις είναι τελικά μία κάποια λύσις - αν δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις… Ήρθε κι’ ο άλλος καθυστερημένος, μόνος κι’ έρημος. Αχ αυτή η καταραμένη μοναξιά της κορυφής! Τον παρατηρούσα: ήταν σα χαμένος μέσα στην ετερόκλητη ομήγυρη, ένοιωθε άβολα. Ψυλλιάζομαι ότι το άβολο δεν άπτονταν κοινωνικής δυσανεξίας μα ιδεολογικής. Αυτοί οι αριστεροί δεν πιστεύουν στα εκφυλισμένα έθιμα του καπιταλισμού που προάγουν τον ατομισμό και θεοποιούν το χρήμα ανάγοντάς το σε υπέρτατο στόχο. Γιατί το φλουρί τι άλλο μπορεί να συμβολίζει αν όχι το χρήμα; Εδώ που τα λέμε δίκιο έχουν!
Το φλουρί, κάτι ευρώ δωροεπιταγή δηλαδή, έπεσε σ' ένα καλό συγχωριανό που όχι μόνο το καταχάρηκε αλλά και έδειξε ότι το καταχάρηκε. Δηλωμένος καπιταλιστής δηλαδή! «Να δώσουμε από δύο ημέρες άδεια σε άλλους δύο συνάδελφους με κλήρωση» πρότεινε αρχηγός για να τραβήξει τα φώτα πάνω του. Τι το ήθελε ο γαλαντόμος; Δώρο ήταν αυτό; Τις παίρνουμε και μόνοι μας άμα λάχει κι' όποτε γουστάρουμε! Μα είναι δυνατόν, κοτζάμ αρχηγός, να μη το ξέρει; Κι αν φαντασιώνεται ότι τα πράματα, τώρα που άλλαξε το γκουβέρνο, είναι διαφορετικά, δεν βρέθηκε ένας χριστιανός σύντροφος να του ανοίξει τα μάτια; Καλά σάς λέω εγώ ότι το θέμα είναι ιδεολογικό: προσπαθούν με κάθε τρόπο να απαξιώσουν κάθε τι κατεστημένο, ακόμα και το κόψιμο της πρωτοχρονιάτικης πίττας! Μα τα πατροπαράδοτα έθιμα, όπως αυτό, έχουν καταξιωθεί στη συνείδηση του λαού. Εμείς από το μετερίζι του μικρού μας χωριού θα κρατήσουμε ψηλά τη σημαία του αγώνα, η προσπάθειά τους δεν θα περάσει.
Ναι, δεν θα περάσει! Το είχα νωρίς καταλάβει και το ’χω ξαναπεί: η επανάσταση θ' αρχίσει από τους δημόσιους με μπροστάρηδες εμάς των ρετιρέ. Μια κοπάνα να κάνουμε όλοι μαζί και να κατέβουμε στο κέντρο - συνεννόηση χρειάζεται - και θα φρακάρει η πόλη. Όχι μία από τα ίδια - συγκεντρώσεις μιας χούφτας νοματαίων, βαρετές ομιλίες και σκόρπιες διαδηλώσεις - αλλά τσάρκα για shopping, καφεδάκι, κουβεντούλα… Απλά πράματα δηλαδή, ανθρώπινα, που τα καταλαβαίνει και θα τα αγκαλιάσει όλος ο κόσμος. Θ' ανασάνει κι' η αγορά. Απορώ πως δεν το έχουν καταλάβει ακόμα οι αρχηγοί σύντροφοι συνδικαλιστές. Ή μήπως έχουνε καταλάβει και κάνουν τη πάπια επειδή φοβούνται πως το ποτάμι του λαού θα παρασύρει και τους ίδιους στο διάβα του; Γιατί η λαϊκή οργή ουδέποτε είχε τη πολυτέλεια να ξεχωρίζει καλούς και κακούς. Άσε που και οι ίδιοι καλά καλά δεν ξέρουν σε ποιους ανήκουν - είναι τόσο μπερδεμένα στις μέρες μας τα πράγματα!
Πού θα οδηγήσει η επανάστασή μας δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι από εμάς μοναχά θα μπορούσε να ξεκινήσει αφού όλοι οι άλλοι είναι πεθαμένοι. Κι' όσοι ανασαίνουν ακόμα, αδιαφορούν πλήρως. Κι' αν υπάρχουν κάποιοι που δεν αδιαφορούν, δεν προλαβαίνουν γιατί τρέχουν ολημερίς μεροδούλι μεροφάι… Συγνώμη δηλαδή, οι προηγούμενες ριμάδες ήταν καλύτερες από τη δική μας; Αναλογιστείτε πώς κατέληξαν! Θλίψη… Κι’ ας είχανε τότε κάπου να πιστέψουν, κι’ ας έφυγαν από το μάταιο κόσμο ταγμένοι στην επανάσταση και ευχαριστημένοι - απ' αυτή τη σκοπιά δικαιώθηκαν. Εμείς οι επίγονοι ξαναμασάμε την ίδια μασημένη τροφή με βελάσματα του παρελθόντος και βολεμένη προβιά σημερινή! Ίσως γι' αυτό να μη μάς κλείνει η όρεξη… Αλύτρωτοι δημόσιοι αδερφοί, συναγωνιστές του μικρού μας χωριού: Καλή χόρταση!
Εδώ, στα μέρη μας, διαγκωνίζονται πάλι για τη κουτάλα. Μικρή - μικρότερη του παρελθόντος, αριστερή, μα κουτάλα. Κοτζάμ’ πρόεδρος εκτελεστικός, εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες και έμεινε στο κονκλάβιο του μικρού μας χωριού με το προεδριλίκι στο χέρι, ενώ ο άλλος καπάρωσε τις αρμοδιότητές του. Τον έβλεπα εγώ τον άνθρωπο δεν έκανε γι’ αυτή τη δουλειά. Λένε πως το ποτήρι ξεχείλισε όταν διαφοροποιήθηκε στην άνωθεν γραμμή να συμμετάσχουμε με κάτι ψωρο-εκατομμύρια στην αύξηση του μετοχικού κεφάλαιου της Αττικο-τραπεζάρας αφού τώρα, που τα τραπεζομάγαζα πέρασαν στα αρπακτικά του μαμωνά, καλό είναι να χουμε δικό μας το τελευταίο μαγαζί που μάς απόμεινε να κάνουμε παιχνίδι. Φαντάζομαι τον τιτλούχο πρόεδρό μας - ένας ακόμα πρόεδρος στους τόσους μεταξύ των συμπατριωτών μας, να ρίχνει καμιά πασιέντζα, να λύνει κάνα σταυρόλεξο, κάνα σουντοκού… ότι τέλος πάντων τού κάνει κέφι, προκειμένου να γεμίσει τον, κάποτε δυσεύρετο, ελεύθερο χρόνο του. Σαν πολλούς από εμάς στο μικρό μας χωριό δηλαδή.
17/1
Η τελευταία ταινία του Μπουλμέτη «Νοτιάς», αυτοβιογραφική - εικάζω, είναι μια ελεγεία για το πέρασμα του χρόνου μα κυρίως σχόλιο στην αναγεννητική δύναμη των μύθων, των μύθων της ζωής - ατομικών και συλλογικών - ταυτόσημων της ύπαρξής μας. Φόντο η Ελλάδα του 60 και της μεταπολίτευσης, η Ελλάδα του νοτιά που την κρατάει κολλημένη στο πετσί του σ' ένα κόσμο που αλλάζει τρέχοντας. Το μικρό κάδρο - το προσωπικό, αντιπαραβάλλεται με το μεγάλο - το ιστορικό, με εύστοχη κριτική ματιά παρέα με χιούμορ και νοσταλγία. Καστ δεμένο, ερμηνείες και ανασύσταση εποχής αξιέπαινες. Μοναδικό μείον το αποσπασματικό των διαλόγων που λαχανιάζουν να εκβιάσουν συγκίνηση… Έστω κι' έτσι, με κέρδισε με την ευαισθησία και τη φινέτσα της.15/1
Είχα ραντεβού με το πεπρωμένο μου. Έτρεξα με τη σπουδή εκείνου που έχει πλήρη επίγνωση της σπουδαιότητας και του επείγοντος. Στο δεύτερο από τα καταραμένα δύο σκαλοπάτια που διαχωρίζουν τον προθάλαμο του γραφείου μου με τον διάδρομο σκόνταψα. «Να χέσω…» Κυριολεκτούσα! Ήταν τότε πρώτη φορά που κατάλαβα τον λόγο της ύπαρξής τους: για να' ναι άξιοι συμπαραστάτες της κακιάς μου ώρας! Όμως στάθηκα στα πόδια μου. Είναι στιγμές που τα συνήθως απαρατήρητα της καθημερινότητας μοιάζουν σημαντικά και τα άλλα, αυτά που νομίζουμε τέτοια, ασήμαντα. Και το λέω μετά λόγου γνώσεως τώρα, χαλαρός μπροστά στον υπολογιστή σε ώρα σχόλης στο περιθώριο των διευθυντικών μου καθηκόντων. Τότε δεν ήμουν παρά ένας αλλόφρων της ανάγκης και γνήσιο τέκνο μιας οργής προκαταβολικά αδικαίωτης. Σκέφτηκα πως θα μπορούσε να μού είχαν φύγει ή – ακόμα χειρότερα – να είχα σπάσει το ποδάρι μου ή το χέρι μου ή και τα δύο, και – γιατί όχι - να είχα πάθει κάταγμα στη λεκάνη, βαριά κάκωση στη σπονδυλική στήλη, να είχα μείνει παράλυτος, ακόμα και να είχα σκοτωθεί! Η κακιά ώρα είναι ανελέητη μα ευτυχώς, άλλη μια φορά με προσπέρασε. Κρίμα τη πρεμούρα… (αν μπορούσα ας έκανα κι’ αλλιώς).
13/1
Όταν ένα παιδί γεννιέται ο κόσμος γίνεται καλύτερος - στη χειρότερη ελπίζει. Σήμερα, 13 του τρεχατζή, ένας μικρός Θοδωρούκος ήρθε στο κόσμο και ο κόσμος μας θα γίνει σίγουρα καλύτερος! Ο νεοαφιχθείς μικρός έχει πηγούνι ίδιο με του μπαμπά του, στόμα ίδιο με του μπαμπά του, είμαι βέβαιος και ίδιο με αυτόν ήθος. Και μιλάω μόνο για τον μπαμπά, σα να μην έχει μια γλυκιά μαμά, γιατί αυτόν ξέρω καλά. Στο μαιευτήριο όλα χαμογελούσαν: τα χείλια του, τα μάτια του, ακόμα και τ’ αυτιά του, οι φίλοι, οι γνωστοί, τα έπιπλα, οι κουρτίνες, οι τοίχοι… Όλα γιόρταζαν. Μαζί και η καρδιά μου.
Πρώτη φορά το είδα τόσο φωτεινό, τόσο ήρεμο. Έπαιρνε βαθιές ανάσες και χαμογελούσε! Ο γορίλας, ο φύλακας του δωμάτιου δίπλα στη πόρτα, καθότανε αναπαυτικά στο γραφείο με τη πλάτη ακουμπισμένη στα χοντρά βιβλία. «Εδώ έχει άπλα! Κι' άμα πιαστώ από το καθισιό μπορώ να χοροπηδάω από βιβλίο σε βιβλίο, σελίδα τη σελίδα, όλο και κάτι ενδιαφέρον θα βρω να διαβάσω, άσε τη στοίβα με τις σημειώσεις… Εσείς οι άνθρωποι συνηθίζετε να γράφετε μπας και κάτι μείνει!» Τα μολύβια, οι μαρκαδόροι, οι μπογιές, σε τρία ξέχειλα βαρελάκια και όλα στη θέση τους, το ίδιο κι' οι μουσικές που ξεκουράζονταν, κι' ο ταλαντούχος κύριος Ριπλέι που επέστρεψε - που είχε πάει δεν ξέρω. Μισό μέτρο πιο πέρα στο τοίχο, πάνω από το γραφείο, κρεμασμένο το μικρό δερμάτινο σακίδιο με το καφετί του μελιού. «Έχω απίθανη θέα! Συνήθως σούρνομαι παραπεταμένο από πάτωμα σε πάτωμα μέσα στη σκόνη… Σήμερα είμαι βασιλιάς!» Στο πάτωμα οι δύο αχώριστες φιλενάδες δίπλα - δίπλα, η σπόρτικη με τα μπορντό και η κυριλέ με τα μαύρα και ψηλό τακούνι, δεν έχασαν την ευκαιρία. «Εμείς παρακαλώ έχουμε φάει τα πατώματα με το κουτάλι μα μάς αρέσει που είμαστε επιτέλους παρέα και όχι ως συνήθως, η μία στην Ανατολή και η άλλη στη Δύση…» Η πάνινη «ασπρούλα» απέναντι, μπροστά στο καλοριφέρ, πήρε τη σκυτάλη. «Αν εσείς είσαστε τόσο …περπατημένες, όπως λέτε, εγώ έχω φάει με το κουτάλι το σανίδι. Έπρεπε να σάς είχα στο θέατρο, μαζί με τη Μπλανς, όταν έπεσε η αυλαία. Τι χοροπηδητά! τι ενθουσιασμός! τι χειροκρότημα! τι μπράβο! Συγκινήθηκα…» Ο «ψηλός», ο μεγάλος όρθιος καθρέφτης που στέκονταν σα μπάστακας δίπλα της δεν φάνηκε να συγκινείται. «Όλα είναι απατηλά Ασπρούλα, άκου εμένα που ξέρω εκ πείρας. Όσο υπάρχει φως το είδωλο λάμπει. Όταν πέσει το σκοτάδι…» «Άσε τις φιλοσοφίες τώρα… κι' ας το χαρούμε. Εσύ λόγω εκτοπίσματος είσαι πάντα εδώ, στη θέση σου, ακούνητος, σα πεθαμένος. Εμείς είναι μέρες που μαζεύουμε τα κομμάτια μας στο βομβαρδισμένο τοπίο!» τον διέκοψε η ψιψίνα με τη φουντωτή, σαν αλεπούς, ουρά. Είχε ξαπλώσει στο καναπέ της πάνω στη παλιά σιφονιέρα και λιαζότανε. «Δίκιο έχει!» είπαν εν χορώ με μια φωνή ο Κλούβιος με τη Σουβλίτσα, η Μίνι με τη κόκκινη - λευκό πουά - φούστα, η αρκουδίτσα, το ελεφαντάκι κι' ο Μομός η μαϊμού. «Τώρα μπορούμε να κάνουμε παρέα, να λέμε δυο κουβέντες. Ενώ πριν…» σιγόνταρε και το κουαρτέτο των καπελίνων. «…Ας το γιορτάσουμε λοιπόν!» Ο «μονόφθαλμος» με τον μεταλλικό, σα λελεκιού λαιμό και το κίτρινο σκουφάκι, αναβόσβησε δίνοντας το σύνθημα. Ο Πικάσο και τ' άλογο του χλιμιντρίζοντας από χαρά άνοιξαν το χορό. Ήταν η μέρα τους.
Ίδια μέρα βρέθηκαν ο Κυριάκος αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας και ο Μπόουι στη γειτονιά των αγγέλων! Μα τι σχέση έχει το ένα με το άλλο; Είναι το νέο που έρχεται, και το παλιό που φεύγει; Ας γελάσω… Τι είναι τότε; Το ακριβώς αντίθετο: το νέο φεύγει και το παλιό έρχεται! Πάμε μπροστά ολοταχώς στο παρελθόν! Μα θα πείτε ότι, ως συνήθως, υπερβάλλω, ότι είμαι προκατειλημμένος με τον κακομοίρη τον Κυριάκο και ότι ο Μπόουι των νιάτων μας είχε προ πολλού φάει τα ψωμιά του. Κι' έπειτα, όσο κι' αν θέλω να τα συνδέσω, τα δύο γεγονότα είναι παντελώς ασύνδετα μεταξύ τους και οι διαπιστώσεις μου, ως συνήθως, αυθαίρετες. Μπορεί να έχετε δίκιο - είναι η ίδια η ζωή που εννοεί να συνδέει τα πιο ασύνδετα μεταξύ τους, μα για μένα υπάρχει ένα συνδετικό: η εντός μου δυσθυμία. Μια δυσθυμία έχει φωλιάσει από το πρωί μέσα μου. Να είναι η μελαγχολία του Μέιτζορ Τομ που στοίχειωσε το ραδιόφωνο ή το παγωμένο χαμόγελο της νίκης του Κυριάκου… ποιος ξέρει;
10/1
Εγώ, ας πούμε ο Θουκυδίδης, ένας Αθηναίος, καταγράφω τα πράγματα με τ' όνομά τους και να' σαστε σίγουροι γι' αυτό. Αλήθεια - αυτό είναι το όνομα τους. Η αλήθεια μου. Γιατί θ' ακούσετε κι' άλλες - ίσως μού διέφυγαν - γι' αυτά που έγιναν στις μέρες μου και μάς έδωσαν φτερά μα και μάς φαρμάκωσαν. Κι’ όταν πέσανε τα φτερά μας έμεινε μόνο το φαρμάκι και δεν λέει ακόμα να φύγει, σα να μάς πότισε και μάθαμε να ζούμε μ' αυτό. Εγώ, ένας Αθηναίος, ευχή και κατάρα σάς δίνω τις αθλιότητες τις δικές μας να μην επαναλάβετε κι' επειδή - ξέρω - αυτό αποκλείεται, να είσαστε εσαεί ανάξιοι απόγονοι επιφανών προγόνων. Αυλαία. Φύγαμε από το θέατρο με σκυμμένα κεφάλια. Πλάι στην έξοδο η Άννα Κοκκίνου, πανάξια ηθοποιός, σα κάτι να περίμενε. Ένα μπράβο ή μια κουβέντα παρηγοριάς; Η αντιπαραβολή με το σήμερα είναι γροθιά στο στομάχι! Ο Θουκυδίδης δεν είναι του παρελθόντος μα του μέλλοντός μας! Να ανασκουμπωθούμε συμπολίτες Αθηναίοι μπας και προλάβουμε να σώσουμε κάτι…
9/1
Αγόρασα ένα σημειωματάριο τσέπης να γράφω τις ιδέες μου που έρχονται και φεύγουν σαν τον άνεμο. Τι αυταπάτη! Κι' όμως, μ' αρέσει να ζω με αυταπάτες, σ' όλους - πιστεύω - αρέσει. Ιδιαιτέρως σε αυτούς που το βασανίζουν πολύ και το ζουν λίγο, στους διανοούμενους και όλους τους πνευματικώς -όπως λένε - εργαζόμενους, αλλά και στους άλλους, χειρώνακτας ας τους πούμε σε αντιδιαστολή με τους πρώτους. Μα πιο πολύ αρέσει - και τι ειρωνεία δεν το γνωρίζουν - σ' όσους διακατέχονται από λογής βεβαιότητες. Έτσι κι' εγώ, βέβαιος πως θα εγκλωβίσω το σκίρτημα του μυαλού σ΄ ένα κομμάτι χαρτί, αγόρασα το σημειωματάριό μου. Φρόντισα να είναι περιποιημένο και ευπαρουσίαστο, να πηγαίνει, ει δυνατόν, με την αμφίεση που συνηθίζω και το γενικότερο στυλ μου. Γιατί οι ιδέες να μην έχουν στυλ; Κι' αν δεν έχουν να μια καλή ευκαιρία να αποκτήσουν! είπα μέσα μου και κατευθύνθηκα με αναπτερωμένη την διάθεση στο ταμείο. Εκεί κάθονταν η Αμελί - την θυμόσαστε από την ομώνυμη ταινία; «Πόσο κάνει;» « Ένα ευρω και τριάντα λεπτά». Το περίμενα πιο ακριβό. Για ιδέες το πήρα ρε γαμώτο όχι κωλόχαρτο! Εύθραυστη και γλυκιά μού ψιθύρισε πως το διάλεξα ωραίο χρώμα, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, δεν άκουσα καλά.
8/1
Τι θα' θελα να φέρει το 2016; Πρώτα απ' όλα διατήρηση των κεκτημένων, αυτό που λέμε «την υγειά μας να συνεχίσουμε να' χουμε». Στη συνέχεια, και με εφαλτήριο τα κεκτημένα, κωλυσιεργία τέλος και επίθεση σ' όλα τα μέτωπα! Μέτωπο πρώτο: έρωτας. Δηλαδή σεξ, περισσότερο σεξ, περισσότερη όρεξη για σεξ, το 2016 θέλω να γίνω σεξομανής! Μέτωπο δεύτερο: λεφτά. Όχι κατ' ανάγκη περισσότερα μα, δίχως τη καθημερινή σκοτούρα του μετρήματος που έγινε καθεστώς και νερουλιάζει το μυαλό. Μέτωπο τρίτο: παιδιά. Δηλαδή όχι να κάνω κι' άλλα, μα να κάνουν φτερά τα θέλω των κορασίδων μου και να παλέψουν γι’ αυτά. Αφήνω την δουλειά κατά μέρος για τους πιο ειδικούς και προχωράω στο τέταρτο: μουσική. Να βελτιώσω το τραγούδι μου - η φωνή είναι το πρώτο όργανο και τελευταία όλο και πιο συχνά σκέφτομαι ότι είναι κρίμα που το' χω τόσο παραμελημένο. Θέλω να γίνω ο Έλλην Franky που ακομπανιάρει με τη κιθάρά του τον εαυτό του - θεέ και κύριε την έχω ψωνίσει! Να και κάτι που δεν θέλω - τα πολυφορεμένα που κάθε καινούργιος χρόνος «φέρνει»: υγεία, αγάπη, χαρά, ευτυχία, ειρήνη σ' όλο το κόσμο… Τ’ αφήνω για ευχετήριες κάρτες, δηλώσεις, ρεκλάμες, συναθροίσεις και κοινωνικές συναναστροφές.