ΜΕ ΤΟΝ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΛΙΕΡΟΦ ΤΟΝ ΝΕΤΣΑΓΙΕΦ ΚΑΙ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΟΥΛΑ ΜΟΥ
ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Α.
Γύρισα για να πέσω σ' ένα βαρέλι δίχως πάτο που με ρουφάει όλο και πιο
βαθιά μέσα του, λες κι' οι μέρες εκεί ήταν πλασμένες αλλιώτικα κι΄ εγώ κάποιος
άλλος αφού οι σκοτούρες είχαν εξαφανιστεί και μοναχά
κούραση ήταν παρούσα κι΄ αυτή γλυκιά. Έστειλα και επιστολή στον Νετσάγιεφ - στον
οποίο παρεμπιπτόντως χρωστάω χίλια ρούβλια που καταχράστηκα ανενδοίαστα -
ζητώντας του να μού δώσει κουράγιο, μα δε το βλέπω αφού το τσεκούρι της
αδελφότητας ήδη επικρέμεται της κεφαλής μου…
Β.
Φτάσαμε στη
Πετρούπολη μέσω Μόσχας με τη γυναικούλα μου και την αφεντομουτσουνάρα του, μετά
από μακρύ ταξίδι. Την επόμενη θα συναντηθούμε με τον Λιερόφ – επικεφαλής της γκρούπας
– στο κρησφύγετο μας, καλά κρυμμένο στο δεύτερο όροφο κτίριου του προπερασμένου
αιώνα δίχως ασανσέρ, χοτέλ Ραχμάνινοφ το
λένε, για ξεκάρφωμα, λίγα βήματα από τη Νιέφσκι πρόσπεκτ – πιο κεντρικά δεν
γίνεται. Θα ξεκινήσουμε απ' την αρχή σοφότεροι, άλλη μια φορά, την επανάσταση
μπας και ριζώσει επιτέλους, έχουμε μάθει – λέμε – από τα λάθη που κάναμε, μα
από πότε μαθαίνουν οι άνθρωποι - να το μάθω κι' εγώ; στη καλύτερη να μάθουν να
ξεχνάνε. Ο καιρός βροχερός μα δεν βρέχει.
Πρώτη εικόνα τής
πόλης αυτή της απλοχωριάς, χώρος για όλους εξόν τους φτωχούς και κατατρεγμένους
εννοείται, γι’ αυτούς και για να βάλουμε τα πράματα στη θέση τους ήρθαμε εδώ.
Δεύτερη η αρχοντιά, σα να μπήκαμε σε μουσείο. «Θα το κάνουμε λαμπόγυαλο των
μπουρζουάδων!» ωρύεται ο Νετσάγιεφ και κουνάω το κεφάλι προσποιούμενος πως συμφωνώ.
Τι φταίνε δηλαδή τα ντουβάρια; στους ανθρώπους να γυρέψουμε το φταίξιμο.
Τίποτα δεν
είναι όπως ήταν χτες, έτσι και το ταξίδι. Άλλο λατινική Αμερική πριν κοντά δέκα
χρόνια παρέα με τον Τσε, κι΄ άλλο Ρωσία. Γύρισαν οι καιροί. Τότε, νεώτεροι με τη
φλόγα και τον ενθουσιασμό τού νεοφώτιστου θ΄ αλλάζαμε το κόσμο, τώρα σα να
περιφέρουμε το σαρκίο μας χωρίς σκοπό, καθένας τη βολεψιά του κι΄ ότι τού
καπνίσει. Ο Νετσάγιεφ, για παράδειγμα έχει του κώλου του το χαβά και φωνάζει
συνεχώς «καφέ!» Μα γίνεται έτσι επανάσταση; «Ο καφές μπορεί να περιμένει, η
επανάσταση ποτέ!» βάζει ευτυχώς τα πράματα στη θέση τους ο Λιερόφ. Άλλαξαν κι'
άνθρωποι γαμώτο, σα να έμαθαν να υπομένουν στωικά τη μοίρα τους και να το
φχαριστιούνται. Ή μήπως πάντα έτσι ήταν; δεν ξέρω.
Έλεγα για το
κρησφύγετο μας. Κι΄ αν δεν έζησε σ΄ αυτό ο Ραχμάνινοφ - ποσώς μ' ενδιαφέρουν
αυτοί που μαγεύτηκαν από τις σειρήνες
του καπιταλισμού - πάντως πιάνο έχει. Και παρτιτούρες έχει, παντού - στα
τραπέζια, στα κάδρα, κολλημένες στους τοίχους. Και μιαν αύρα παλιακιά. Έχει και
την Αλίνα, μία λιπόσαρκη νέα με γλυκό πρόσωπο, μεγάλα γυαλιά, χαμόγελο
αθωότητας, προστυχιάς και αφέλειας - τρία σε ένα, και χέρια γιομάτα τατουάζ. «Ντόμπρε
ούτρα» τής λέω, «καλημέρα» μού απαντάει. «Τι να σκέφτεται για μένα; Να τη πάρω
μαζί μου, μακριά από τη μίζερη ζωή της» ρωτάει και καπάκι αποφαίνεται ο
Νετσάγιεφ, κι΄ εγώ σιγοντάρω μ΄ ένα ξερό «ίσως…» λες και γνώριζα τι θα
επακολουθούσε.
Η φλόγα της επανάστασης
ανάβει σύμφωνα με το πρόγραμμα στο όνομα τού σύντροφου Αλέξανδρου Νιέφσκι,
στρατηλάτη πρίγκιπα του Νόβγκοροντ, πρώτου εμβληματικού και αδιαφιλονίκητου
ηγέτη των Ρώσων, και αγίου. Το πρόγραμμα είναι ιερό - κάτι σαν «ευαγγέλιο τού επαναστάτη»
- τηρείται με ευλάβεια και απαρέγκλιτα. Η επανάσταση ξεκινάει από τα κανάλια
της «Βενετίας του βορά» - όπως αποκαλούν τη Πετρούπολη, και γρήγορα επεκτείνεται στο μετρό – ακόμα πονάν τα
ποδαράκια μου από τη πιλάλα, και στο λιμάνι - όπου ο Λιερόφ κι’ η αφεντιά μου
καβαλήσαμε στο θωρηκτό «Αρόρα» και στρέψαμε τις μπούκες των κανονιών στους
μπουρζουάδες εκμεταλλευτές, γρήγορα θεριεύει στους δρόμους και τις πλατείες,
ενώ κορυφώνεται με το μεγαλειώδες νικηφόρο ντου στα χειμερινά ανάκτορα του
τσάρου. Μα σα τελειώνουνε τα δύσκολα αρχίζουν φοβερά και τρομερά.
«Η ουδετερότητα
είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της οικοδόμησης του σοσιαλισμού - εσάς τούς
ουδετερόφιλους θα ξεπαστρέψουμε πρώτους! » εκστομίζει σε ανύποπτο χρόνο ο
Νετσάγιεφ και, ας ήτανε τοις πάσι γνωστό πως ήμουνα ορκισμένος πιστός του
σύντροφου Λιερόφ, με ζώνουν μαύρα φίδια. Ο άθλιος συκοφάντης απεργάζονταν
φράξια μέσα στην ομάδα κι’ ο υποφαινόμενος, με τη συνεπή και σταθερά
προσανατολισμένη στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού συμπεριφορά, τού χαλούσε τα
σχέδια - μού εκμυστηρεύτηκε η Αλίνα. «Όμως μη πεις σε κανένα τίποτα. Κινδυνεύει
η ζωή μου!» με παρακάλεσε. Η δύστυχη νέα ήταν το αυτί και το μάτι του Λιερόφ
στο Ραχμάνινοφ. Αργότερα έμαθα πως την είχαν βασανίσει φριχτά οι μπράβοι από το
Τρίτο Γραφείο - στο οποίο ήταν πληροφοριοδότης ο Νετσάγιεφ – και την βίαζαν επί
μια εβδομάδα καλύπτοντας το κορμί της τατουάζ με προσευχές και αναθέματα ώσπου
κατάφερε να ξεφύγει από εκείνα τα τέρατα και βρήκε καταφύγιο στο χοτέλ.
Δεν έβγαλα κιχ
μα άρχισα να φυλάγομαι από δαύτον. Εξάλλου έχουμε με πιο σημαντικά να ασχοληθούμε:
η επανάσταση φυλλορροεί από μια δράκα αυτοαποκαλούμενων αναρχικών στο ντόκο της
Κροστάνδης, λίγο πιο πέρα από τα μέρη μας, και προέχει να αναλάβουμε επειγόντως
δράση. Το πρόβλημα είναι πως οι σύντροφοι εμφανίζονται διχασμένοι: Άλλοι είναι
με τους αναρχικούς, άλλοι κατά, άλλοι αμφιταλαντεύονται μέχρι τέλους με ποιους
να πάνε. «Ο σκοπός μας είναι σωστός γι’ αυτό θα νικήσουμε!» αναφωνεί ο Λιερόφ
και συνεγείρει το επαναστατικό φρόνημα. Αυτό ήταν: Ο καιρός βγάζει φίδια μα εμείς σαν ένας άνθρωπος ξεχυνόμαστε στη παγωμένη
θάλασσα και, να μη μακρηγορώ, τούς κάνουμε με τα κρεμμυδάκια!
Όμως το
πρόβλημα δεν είχε λυθεί. Απλώς το κρύψαμε προσωρινά κάτω από το χαλί. Όχι! Ο
Λιερόφ ξέρει τα πάντα και – όπως πάντα - παίρνει τις τύχες μας στα χέρια του. Δίνει
διαταγή και μπουζουριάζουμε τον Νετσάγιεφ σ΄ ένα κελί στο φρούριο Πέτρου και
Παύλου παρέα με άλλους εξέχοντες συντρόφους - ζάχαρη την έβγαλε εκεί ο
μπαγάσας!
Κι΄ ο επαναστάτης χρειάζεται την ανάπαυλά
του. Το ίδιο βράδυ βρισκόμαστε ινκόγκνιτο - με τη γυναικούλα μου και τους
συντρόφους Γκουντουνόφ και Μουσόρσκι - στα πίσω θεωρεία του Θέατρου Μαρίνσκι, μπας και ξεφύγουμε λίγο από τις ίντριγκες και
τα συντροφικά μαχαιρώματα, να παρακολουθήσουμε κινγκ σάιζ όπερα σε λιμπρέτο
βασισμένο σε πόνημα του Πούσκιν για τον εξαίσιο κύριο Μπορίς Γκουντουνόφ που σκότωσε
το παιδί και διάδοχο τού θρόνου τού Ιβάν του Τρομερού - αυτού που ουδείς ξέφυγε
απ’ το μαχαίρι του, εξ΄ ου και «τρομερός» - προκειμένου να γίνει ο ίδιος χαλίφης
στη θέση του χαλίφη. «Τι ωραία είναι η ζωή! Τι καλοί οι άνθρωποι! Τι υπέροχος ο
κόσμος!…», αναφωνήσαμε τρις με τη γυναικούλα μου στην έξοδο και συμφωνήσαμε πως
τα βλέπουμε όλα ωραία - αν τα βλέπουμε ωραία, είναι ωραία - και πως ζόφος και
μαυρίλα μάς αφήνουν παντελώς αδιάφορους. Αισθανόμασταν - βλέπετε - ασφαλείς
που ο μοχθηρός Νετσάγιεφ ήταν κλειδαμπαρωμένος στους τέσσερις
τοίχους τού κελιού του - έτσι νομίζαμε δηλαδή. Αμ δε…
«Κάψτε
τα όλα! Σκοτώστε τους όλους! Κι΄ αν κάποιος από δαύτους είναι αθώος ίσως να τον
συγχωρέσει ο θεός…» Αλάριχος και Νετσάγιεφ εις σάρκα μία! Πετάγομαι απ' το
κρεβάτι. Ποιους «όλους» εννοούσαν; μόνος ήμουνα στο δωμάτιο. Βλέπω δυο
νταβραντισμένους να ΄ρχονται προς το μέρος μου και δίχως δεύτερη σκέψη πηδάω
απ’ το παράθυρο. Τρία πατώματα ψηλά θα γινόμουνα λιώμα, μα ευτυχώς είναι η
γυναικούλα μου από κάτω και προσγειώνομαι στην αγκαλιά της. Πηλαλώντας, κατά
πόδα κι΄ ο ακατανόμαστος, τραβάμε κατά Τσάρκογιε Σελό και λαχανιασμένοι - με τους
συντρόφους Πούσκιν και Ντοστογιέφσκι από μηχανής θεούς - χανόμαστε στα κατάβαθα
της Ρώσικης ψυχής και τα περασμένα μεγαλεία της.
Γ.
Πως
τη γλύτωσα δε θυμάμαι. Πρωτοάνοιξα τα μάτια μου στο τραίνο για Νόβγκοροντ.
Παραδίπλα οι σύντροφοι αποκαμωμένοι. Πέντε μέρες αχαλίνωτης επαναστατικής
δράσης περάσαμε - πέντε μέρες που άλλαξαν τον κόσμο. Λέω να πάρω καφέ να
ξυπνήσω. Η μικροκαμωμένη ξανθούλα στάζει μέλι, σερβίρει και με ρωτάει:
«Έλληνες;» «Για δουλειές…» τής απαντάω κάνοντας πως δεν καταλαβαίνω την
ερώτηση, αποφεύγοντας να αποκαλύψω το παραμικρό για τη ταυτότητά μας.
Δουλειές!…
Χα ας γελάσω, ένας κατεργάρης χασομέρης είμαι που τριγυρνάει τα λημέρια του
κόσμου και καμώνεται τάχατες πως κόφτεται για την επανάσταση - να το ΄ξερε ο
Νετσάγιεφ θα με καθάριζε με το καλημέρα!… σκέφτομαι. Μα μάλλον διάλεξα λάθος
εποχή για χασομέρι, «ο καπιταλισμός εδώ δεν αστειεύεται…» μού είχε εκμυστηρευτεί
ο - σύνδεσμος μας στη Πετρούπολη - Βλαντιμίρ, ένας θρησκευόμενος σύντροφος.
«Έτσι είναι Βλαντιμίρ. Ας ευχηθούμε τουλάχιστον να σηκωθεί ξανά ο σταυρός πάνω
από την Αγιά Σοφιά» τού απάντησα και το πρόσωπό του έλαμψε. Τι τρέχει; Εμείς οι
παλιοί λέγαμε τη θρησκεία «όπιο του λαού». Ήξερα πως κάποιοι μπλέκανε τον
σταυρό με τη κουτάλα, σήμερα τον μπλέκουν και με την επανάσταση. Ο καφές δεν
πίνεται.
Ένα
απρόσμενο τηλεφώνημα απ’ τη πατρίδα για τη κορασίδα μου κάνει το χειλάκι μου να
γελάσει. Για λίγο. Γρήγορα το γέλιο παγώνει: Εκείνος ταξιδεύει μαζί μας! Στο
διπλανό βαγόνι! – πώς και γιατί είναι ελεύθερος μη με ρωτάτε, δεν ξέρω. Ο
Λιερόφ ξέρει. Τού τα χώνω «Άμα ανακατεύεσαι με τα πίτουρα σε τρων΄οι κότες… Να
τελειώνουμε με δαύτον…» μα εκείνος ανένδοτος. Κι΄ εγώ δεν θέλω να με φάνε
κότες, ούτε όμως και να επιμείνω για ευνόητους λόγους… Πώς έχω μπλέξει έτσι;
Να
το και το Νόβγκοροντ. Μια απ’ τα ίδια κι΄ εδώ: Θα μεταλαμπαδεύσουμε την
επανάσταση. Ο Νετσάγιεφ παίζει τώρα τον καλό, γελάει κάτω από τα μουστάκια του
και κάνει χιούμορ! Οι γνωστές λυκοφιλίες των επαναστατών… σκέφτομαι. Ήταν το
Νόβγκοροντ κάποτε η μοναδική δημοκρατική πόλη της Ρούσσιας – τι γυρεύουμε εμείς
εδώ; αναρωτιέμαι. Να ΄τος στο βάθος και ο Αλέξανδρος Νιέφσκι που μπαίνει
τροπαιοφόρος στο Κρεμλίνο καβάλα στο κάτασπρο άτι του - στο κατόπι του ο Λιερόφ
κι΄εγώ με το ψωράλογο και τη Δουλτσινέα μου, από πίσω κι’ ο Νετσάγιεφ με το
πούρο του.
Δε
μ’ αρέσει η γκρίνια, προτιμώ να το διασκεδάζω. Έχετε δει τους «Γενναίους του Μπρανκαλεόνε»;
Ξεκινήσαμε την επανάσταση μια ομάδα γενναίων με κοινό όραμα κι΄ ιδανικά και στο
δρόμο χάσαμε τον μπούσουλα. Άλλος καφέ, άλλος να κατουρήσει, άλλος να πάει για
σουβενίρ, άλλος κουράστηκε, άλλος νυστάζει, άλλος δεν γουστάρει… Έτσι συντρόφια
θα πάρουμε τη Πόλη; αναφωνώ, από μέσα μου ασφαλώς, καθότι προέχει η συνοχή και
σύμπνοια της ομάδας για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Κι΄ όμως, τα καταφέρνουμε!
Ίσως γιατί στο άκουσμα και μόνο της μαγικής λέξης έχουμε ίσαμε δέκα οργασμούς ο
καθένας! Ας όψονται ο συμπατριώτης Θεοφάνης κι΄ ο πρωτομάστοράς του Αντρέι
Ρουμπλιώφ - μακρινός πρόγονος του συνονόματού του Ταρκόφσκι - που μ΄ έκαναν να
ξεχάσω τα βάσανά μας…
Όσο
για μένα - ξέχασα να σάς πω - δεν υπάρχω, είμαι σκεπτομορφή. Και η γυναικούλα
μου, κι΄ οι κόρες μου το ίδιο - ποιες κόρες μου δηλαδή, νομίζω πως έχω παιδιά… Αυτά
ισχυρίζεται ο Νετσάγιεφ που εν τω μεταξύ έχει γίνει ο καλύτερος φίλος μου - πώς
αλλάζουν οι καιροί! Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε, σύντροφε. Μού πάει καρδιά να
σε στεναχωρήσω;
Δ.
Με
τα πολλά φτάνουμε στη Μόσχα. Μεγάλη και σίγουρη! Εδώ η επανάσταση έχει ριζώσει
για τα καλά - «κουμμουνο-καπιταλιστική» την αποκαλούν οι σύντροφοι - κατά τα
φαινόμενα δεν θα 'χουμε πολλή δουλειά να κάνουμε. Ο σύντροφος Λιερόφ εν τούτοις
μάς λέει να φυλαγόμαστε από τους πληρωμένους εγκάθετους του Πούτιν και δίνει
διαταγή να μεταμφιεστούμε σε τουρίστες. Υπακούουμε μα, ειλικρινά, δεν
καταλαβαίνω τι έχει αλλάξει - επαναστάτες τουρίστες ξεκινήσαμε, τουρίστες
επαναστάτες καταλήξαμε… σταθερά προσανατολισμένοι στην οικοδόμηση του
σοσιαλισμού βεβαίως. Ένα επιβεβλημένο προσκύνημα στη κόκκινη πλατεία, πεντ΄ έξι
ακόμα εκκλησίες, ολίγη κουλτούρα και βουρ στα σουβενίρ. Εδώ τα παλιατζίδικα
έχουν τη τιμητική τους. Ο Νετσάγιεφ αγοράζει σάλπιγγα εποχής σε τιμή ευκαιρίας,
με αυτή θα ξυπνάει γλυκά κάθε πρωί την καλή του, κατά τ' άλλα, με τόση
επανάσταση έχει αποκάμει - όπως όλοι μας δηλαδή - και κοιμάται συνέχεια. Οι υπόλοιποι
τής γκρούπας τα γνωστά - έτσι είναι οι επαναστάτες, δεν μπαίνουν σε καλούπια. Ο
σύντροφος αρχηγός έχει βγάλει σπυράκια με τα καμώματά μας και στριφογυρνάει συνεχώς
σα να κυνηγάει την ουρά του. «Μα δε μπορεί να τα φτιάξανε οι άλλοι καλύτερα από
εμάς…» σα να λέει.
Η
γυναικούλα μου είναι στεναχωρημένη που σε λίγο θα πάρουμε το δρόμο του γυρισμού.
Εγώ μελαγχολικός. Νικήσαμε, χαρήκαμε το γλυκόπιοτο κρασί της νίκης μα, δε ξέρω,
κάτι μού λείπει. Είναι κι΄ ο καιρός που δε βοηθάει τη διάθεση…
Τελευταία
μέρα και, ανεπάγγελτοι επαναστάτες πλέον, τραβάμε κατά Βλαντιμίρ. Ο σύντροφος Λιερόφ
αγορεύει. Αγωνίζεται μήπως αφυπνίσει το επαναστατικό φρόνημα των εναπομεινάντων
τής ομάδας μα οι μισοί ήδη κοιμούνται κι΄ οι άλλοι μισοί το 'χουν ρίξει στο
χασμουρητό. Μάς λέει για ένα βαθύτερο σχέδιο πίσω από την - ζοφερή -
φαινομενικότητα που οδηγεί στον επιθυμητό σκοπό, σα τις βουλές του ύψιστου που
εξασφαλίζουν - στην άλλη ζωή - την επικράτηση του καλού. Θεία πρόνοια και ξερό
ψωμί δηλαδή. Εμείς οι επαναστάτες, βέβαια, δεν μασάμε από τέτοια, θεία πρόνοια
για εμάς είναι οι νόμοι της ιστορίας. Στης ιστορίας το χοντρό το κινητή η μοίρα
μας - δε βαριέσαι…
Χρυσοκόκκινη
απεραντοσύνη του τοπίου και σύννεφα ταξιδιάρικα πίσω απ΄ το τζάμι. Η γυναικούλα
μου ταλαιπωρημένη μπάμπουσκα κουρνιάζει στο πλευρό. Ο οδηγός βιάζεται και πάει
τού σκοτωμού. Όνειρα - επαναστατών - γλυκά. Μα κάποια στιγμή ξυπνάνε και, σα να
τους τσίμπησε μύγα, ανάβουν τα αίματα. Γυρίζω στον Νετσάγιεφ να ρωτήσω τι
τρέχει - να πει κάτι, ό,τι να ναι, ένα ανέκδοτο έστω ν΄ αλαφρύνει λίγο το κλίμα
- μα απάντηση δε παίρνω. Τελικά ούτε Νετσάγιεφ υπάρχει, ούτε Λιερόφ, ούτε
κανένας - όλοι είμαστε σκεπτομορφές!
Ε.
Πρώτα
Μωυσής, μετά Στάλιν. Σήμερα ποιος θα μάς οδηγήσει στη γη τής επαγγελίας; Ή
μήπως έχουμε ήδη φτάσει και δεν το ΄χουμε καταλάβει; Αναλογίζομαι τα λόγια του
Μπρεχτ «αλίμονό μας αν χρειαζόμαστε ήρωες» και νοιώθω μπερδεμένος. Τρεις κι΄ ο κούκος
απομείναμε, στριμωγμένοι σ΄ ένα ταξί στο δρόμο για το αεροδρόμιο, και δε λέει
ακόμα να ξημερώσει. Ομίχλη και ψιλόβροχο.