Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

20 ΜΕΡΕΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ (2018)


ΒΑΛΚΑΝ ΕΞΠΡΕΣ
20 ΜΕΡΕΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ (20/9 – 10/10/2018)


ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΡΙΝ
Μετρούσα τις μέρες απ΄ την ανάποδη με το πονόμετρο υπό μάλης. Το διάστρεμμα  έπαιζε με τον πόνο μου παιχνίδια: μια πήγαινε καλύτερα, μια λίγο καλύτερα -χειρότερα δηλαδή, μια μού έκλεινε το μάτι αφήνοντας να εννοηθεί πως την ημέρα τής αναχώρησης θα ήμουνα περδίκι. Το ίδιο ισχυρίζονταν κι΄ η επιστήμη - ένα ολόκληρο τημ εκλεκτών, καλοσπουδαγμένων και χειροπρακτών, είχε πέσει πάνωθέ μου. Με τα καλά τους λόγια αναθάρρησα, προχτές μάλιστα που γιόρταζε η ελπίδα -μεγάλή η χάρη της- πήγα στην εκκλησία κι΄ άναψα ένα κεράκι, όταν όλα πάνε στραβά οφείλεις να ΄βρεις τον κατάλληλο να τα ισιώσει -εξυπακούεται με το αζημίωτο, χρωστούμενα και υποχρεώσεις δε θέλω με κανένα. ''Όλα είναι πιθανά, μα οι πιθανότητες είναι εναντίον μας''… μού μήνυσε το Ελπιδάκι. Αφήστε που όλα θέλουν το καιρό τους και να τα βιάσεις μάταιο - ο καιρός μοναχά γιατρεύει.
Μ΄ αυτά και μ΄ αυτά η μεγάλη μέρα έφτασε! Προορισμός; Δυο βήματα από το σπίτι, η βόρεια γειτονιά μας. Τι έχει εκεί; Κάτι καψερούς Βαλκάνιους, σαν εμάς υποθέτω -συγχωρέστε με: ουδείς ωραίος σαν Έλληνας! Και είμαι πανέτοιμος: επιστραγαλίδες, λάστιχα για ασκήσεις, παγοκύστες, αντιφλεγμονώδη, αναλγητικά… τίποτα δε μού λείπει! Θυμάστε τους γενναίους τού Μπρανκαλεόνε; Η αφεντιά μου και οι γενναίοι συνταξιδιώτες μου! έλα μεμψιμοιρίες και σαχλά υπονοούμενα δε θέλω… Θα ξανα-γράψουμε την ιστορία με χρυσά γράμματα! λέω. Από τους Βούλγαρους -όχι τα Καρντάσια- μέχρι τα Καρπάθια και, το φιλαράκι μου, τον κόμη Δράκουλα. Και από τη Μαύρη Θάλασσα ίσαμε το Αντριάτικα, να μυρίσουμε -επιτέλους- λίγο πολιτισμό. Γιατί αυτοί οι Βαλκάνιοι -απομόναχοί τους- δε παίζονται! Οι μπαρουτοαποθηκάριοι τής Ευρώπης…


21-22/9
Βαλκάνια! Τα έπιασα από το Βουκουρέστι. Πρωτεύουσα βαλκανική, μικρομέγαλη. Μ΄ ένα παρλαμεντούι - κοινοβούλιο δηλαδή - φαραωνικών διαστάσεων. Το ονειρεύτηκε ο Τσαουσέσκου μα δε πρόλαβε να το χαρεί ο κακομοίρης γιατί τον φάγανε λάχανο -τέτοιο εξάμβλωμα που κατάφερε καλά τού κάνανε. Εξονυχιστικός έλεγχος λες κι΄ο μακαρίτης ήταν ακόμα ζωντανός. Στο τσεκ πόιντ ταμπέλα που βγάζει μάτι: «απαγορεύονται τα πυροβόλα» -για τους πυροβολημένους ούτε λέξη.
Τρέχουμε ασταμάτητα σα τρελοί! Κάποιοι κριτικάρουν γι΄ αυτό τον αρχηγό, μα αυτοί κι΄ αν έχουν κολλήσει την ασθένειά του… Με μία μικρή, μα ουσιαστική, διαφορά όμως: Ο αρχηγός θέλει να τα δει όλα, ναι ΟΛΑ! Και το εννοεί, αν είναι δυνατό να μη φάει, μη κοιμηθεί, μη κάνει την ανάγκη του… Οι άλλοι τον ακολουθούν αδιαμαρτύρητα καμώνοντας τον χαλκέντερο, μα σε πρώτη ευκαιρία λακίζουν κλαταρισμένοι και τον κριτικάρουν… Χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειάς μας ο ποδαρόδρομος. Για ό,τι επί γης προσεγγίζεται περπατώντας  όλοι οι άλλοι τρόποι αυτομάτως αποκλείονται! Πάλι καλά που ο χρόνος μας είναι πεπερασμένος και οι αποστάσεις να! μετά συγχωρήσεως, και μπαίνουν εξ ανάγκης στο παιχνίδι το μετρό, τα τραμ και τα λεωφορεία -μα ως εδώ. Περπάτημα -μετρό -περπάτημα  -λεωφορείο -περπάτημα -τραμ -περπάτημα… και πάει λέγοντας. Ούτε σκέψη για ένα ταξάκι του θεού απ΄ το ξενοδοχείο που πιο γρήγορα, πιο άνετα, πιο ξεκούραστα θα μάς πήγαινε, και, τελικά, πιο οικονομικά. Όλα αυτά βέβαια τα ήξερα και τα περίμενα, εξάλλου η σχολή τού αρχηγού είναι από καιρό καταξιωμένη στη συνείδηση τού πωρωμένου ταξιδιώτη -το ποδαράκι μου το πονεμένο γαμώτο παραπονιέται… 
Μέσα σε -σκάρτη- μία μέρα το στρακώσαμε το Βουκουρέστι απ΄ άκρη σ΄ άκρη: πάρκα, εκκλησίες, το κτίριο της κεντρικής επιτροπής του ΚΚΡ και νυν υπουργείο εξωτερικών, απ΄ όπου ξεκίνησε η πτώση του Τσαουσέσκου, μουσεία…  δεκαεννιά χιλιάδες βήματα!  η συγκομιδή μας. Η πόλη δεν με εντυπωσίασε παρά μόνο οι ταξιτζήδες της. Όταν καταλαβαίνουν πως είσαι Αμερικανάκι σού ζητάνε αγώι όσα τους λείπουν! - όπως στη πατρίδα.
Γύρισα στο ξενοδοχείο και παράγγειλα απογευματινοβραδινό για να πάρω το χάπι μου. Είμαι ευχαριστημένος που έβγαλα τη πρώτη μέρα παλικάρι -η σημερινή ήταν μια από τις πιο δύσκολες -όμως εντός μου έχει φωλιάσει μιαν ελαφρά μελαγχολία. Τι παριστάνω; Τι γυρεύω εδώ; Τι ψάχνω να βρω; Από τη τζαμαρία παρατηρώ τους ποδηλάτες με τις εφαρμοστές πολύχρωμες στολές τους, τα κασκετάκια τους…  να πηγαίνουν γλυκά. Αυτοί, ποδηλάτες στο σπίτι τους, βγήκαν για το καθιερωμένο Σαββατιάτικο περίπατό τους. Εγώ; Ταξιδευτής κλέφτης εικόνων. Και -το χειρότερο- κομπάζω πως τις έκανα δικές μου… 

23/9
Ρουμανία είναι η Βλαχία, στο νότο -όπου και το Βουκουρέστι, η Ντομπρουτσά ανατολικά, Μολδαβία και Μπουκοβίνα βορειοανατολικά, Μαραμούρες στα βόρεια, Τρανσυλβανία στο κέντρο, και το δυτικό κομμάτι που δε θυμάμαι τ΄ όνομά του -ανοίξτε κι΄ εσείς κανένα χάρτη γαμώτο! Απ΄ τους πρωτευουσιάνους τής Βλαχίας όπου φύγει φύγει βραδιάτικα, σιδηροδρομικώς για Ντομπρουτσά και Κωστάντζα, λιμάνι στη Μαύρη Θάλασσα - που από μακριά δε μού φάνηκε τόσο μαύρη. Ένα ύπνο κάναμε στη Κωστάντζα -την είδαμε τόσο όσο την είδατε κι΄ εσείς από το σπίτι σας και μάλλον δε χάσαμε κάτι εξαιρετικό.
Πρωινό τρεχαλητό - η προσφιλής από δω και πέρα γυμναστική μας - και πρώτη στάση στην Ίστρια κοντά στον Ίστρο -τον Δούναβη δηλαδή, το πάλαι ποτέ ανθούσα αποικία των συμπατριωτών μας Μηλίσιων.
Πηγαίνουμε βόρεια προς το δέλτα του Δούναβη. Κρατάω σημειώσεις με δυσκολία. Το οδόστρωμα είναι άθλιο, όλο μπαλώματα και σαμαράκια, δίχως διαγράμμιση -θυμήθηκα ένα φίλο που παραπονιόταν για τους δρόμους της Ρουμανίας. Ο οδηγός απτόητος πηγαίνει τού σκοτωμού. Εμείς χοροπηδάμε σα σε τραμπολίνο. «Βάλε φόρα οδηγέ /μπας και βγάλουμε φτερά /και θα σε κεράσουμε /και σένα ενά ντεπόν…» είπα να το ρίξω στο τραγούδι. Η κουβέντα στο κλειστό χώρο του βαν έχει ανάψει συναγωνιζόμενοι ποιος θα παραβγεί τον άλλο σε βόλιουμ φωνής -προφανώς θεωρώντας καθείς για πάρτη του πως είχε το δίκιο με το μέρος του… Το φλέγον θέμα τής συζήτησης και της εξ αυτής διαφωνίας που είχε προκύψει; Ποιες λέξεις γράφονται με δύο Μ! Εγώ κάτι για τρία Μ ξέρω, για δύο ιδέα δεν έχω.   
Το Ελληνικό στοιχείο του παρελθόντος, πανταχού παρόν σ΄ αυτά τα μέρη, με κάνει να φουσκώνω σα κοκόρι από περηφάνια. Στιγμιαία εννοείται, αφού το παρόν με προσγειώνει στη πεζή πραγματικότητα… Θυμάστε την ΜολδοΒλαχία, την Φιλική Εταιρία, τους Υψηλάντηδες, τους μπρούκληδες εθνικούς ευεργέτες μας… και άλλα τέτοια ένδοξα από το σχολείο; Μωσαϊκό εθνοτήτων τα Βαλκάνια στο σταυροδρόμι δύσης και ανατολής, εθνολογικά χαοτικά, το αξεδιάλυτο μπλέξιμο λαών, εθνών, πολιτισμών… αυτό που ονομάστηκε «βαλκανιοποίηση». Όλοι -εξ ανάγκης- παρέα κι΄ η ψωρο-Κώσταινα μόνη της, έθνος ανάδελφο. Ρουμάνοι ίσον Βλάχοι -βρίσκονται σε όλα στα Βαλκάνια και όχι μόνο στη Ρουμανία- Βλάχοι με σλαβική καταγωγή, λατινογενή γλώσσα και ορθόδοξοι.

24/9
Το ροχαλητό του συγκάτοικου μου είναι διακριτικό και εξόχως νανουριστικό, περιοδικά επαναλαμβανόμενο -όπως όλα τα ροχαλητά- μα με κάτι το απόκοσμο σαν από Νοσφεράτου, και έχουμε ακόμα δρόμο για τα Καρπάθια… Δεν ξέρω πως βρίσκει αυτός το δικό μου, ούτε τολμώ να τον ρωτήσω βέβαια, μα βλέπω τη πρωινή κούραση στο βλέμμα του -να ΄ναι από το ξενύχτι ή κάτι άλλο; Κατά τ΄ άλλα τα πάμε υπέροχα.
Γαλάζιος Δούναβης και το δέλτα του, 85% στη Ρουμανία και το υπόλοιπο στην Ουκρανία. Πού είδαν το γαλάζιο δεν κατάλαβα. Τα νερά του προς το καφέ με πρασινο-γαλάζιες ανταύγειες. 1800 διαφορετικά είδη φυτών, 4500 ζώων, αμέτρητα νησιά, καλαμιώνες, παραπόταμοι, κανάλια, λίμνες…  Στάσεις στα Μουριγιόλ, Κρισάν -όπου διανυκτερεύσαμε, Μίλε23, όλα ψαροχώρια, και Λετέα με τον ομιλητικότατο Κωστίκα -χωρίς τον Γιορίκα- αμαξά οδηγό μας στο ομώνυμο προστατευόμενο δάσος.
Βαρκάδα και πάλι βαρκάδα, πρωινή, μεσημεριανή, απογευματινή -με φωτοστέφανο το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα, βραδινή. Μούλιασα! Όλα εδώ είναι βαρκάδα -άνθρωποι, νερό και βάρκες σε μια αδιαίρετο τριάδα. Ο παράδεισος των παρατηρητών πουλιών και των ψαράδων. Κι’ εγώ ψαράς, καβαλημένος στο καλάμι μου, βλέπω τα πλεούμενα που πάνε κι΄ έρχονται σα καρυδότσουφλα στην αγκαλιά τού μεγάλου ποταμού -σ΄ ένα από αυτά είμαστε μέσα κι΄ εμείς- ταξίδι στη φορά τού χρόνου που δε γυρίζει πίσω. 
Γάτες και σκύλοι τού δέλτα τού Δούναβη, ενδημικά είδη, θεριά ανήμερα, μοβόρικα! Και παριστάνουν στον άνθρωπο τον φίλο τρίβοντας τη πλάτη τους ναζιάρικα στα μπατζάκια μου κουνώντας πέρα δώθε την ουρά τους… Τραβάω σε κάθε ευκαιρία φωτογραφίες τους για τη μικρή κορασίδα μου και τις στέλνω γράφοντάς της μικρές ιστορίες -για αγρίους…
Αφήσαμε το δέλτα και τις δραμαμίνες πίσω μας και τραβάμε με το βανάκι για Φοσκάνι -μέσω Τουλσέα και Γκαλάτσι- με ντεπόν και ωτασπίδες. Από το Φοσκάνι καπάκι θα πάρουμε το τραίνο προς βοριά και Σουτσεάβα.  Ο δρόμος τα ίδια χάλια. Στο Γκαλάτσι αερικό, ο Δούναβης αγριεμένος - σκέφτομαι να τα πολυτραγουδισμένα κύματα του Δούναβη! Μα τίποτα δε θυμίζει βαλς, τα βήματά μας άρρυθμα, ασυντόνιστα από τη κούραση. Ξεγελάμε τη πείνα με τζανκ φουντ από το περίπτερο και βουρ για το πορθμείο και την άλλη όχθη του ποταμού.
Φοσκάνι: Από τη λιακάδα του δέλτα και τα κοντομάνικα, στο ψοφόκρυο και τα αδιάβροχα! έχω ντυθεί σα κρεμμύδι φορώντας ό, τι έχω πάρει μαζί μου! Μα -άλλη μια φορά- επιδεικνύουμε αγόγγυστα την έμμονική προσήλωσή μας στην ύψιστη των αρετών, την αντοχή στη ταλαιπωρία, κουβαλώντας βραδιάτικα και υπό βροχή μπαγάζια στο πουθενά, ξεθεωμένοι, κουδουνισμένοι, πεινασμένοι, μούσκεμα, τουρτουρίζοντες, σιχτιρίζοντες… με καρτερικότητα και πίστη στο ταξιδιωτικό μας ιδεώδες… Σκηνές απείρου κάλους σάς λέω! Ο αρχηγός αποφαίνεται ότι η σημερινή μέρα, με τόσο καθισιό, δεν ήταν ιδιαίτερα κουραστική…
Άφιξη στη Σουτσεάβα λίγο πριν τα μεσάνυχτα, 5 βαθμοί -από τους 30 στο δέλτα του Δούναβη- ομίχλη και ψιλόβροχο. Έχουμε ραντεβουδάκι μπροστά στο σταθμό με τον σπιτονοικοκύρη μας. Ευτυχώς Εγγλέζος! Γραμμή στο σπίτι, καπάκι σπιτικούς λαχανοντολμάδες και ύπνος σα πουλάκια ολίγα μόνο χιλιόμετρα μακριά -σιγά τα λάχανα!…- στη Δρακομίρνα. Είμαστε 50 χιλιόμετρα από τα σύνορα με Ουκρανία στους πρόποδες των Καρπαθίων.

25/9
Ξημέρωσε καινούργια μέρα και τα βάσανα της χτεσινής δείχνουν περασμένα -ξεχασμένα. Θα πάρουμε σβάρνα μοναστήρια -τα ονομαστά μοναστήρια της Μπουκοβίνα- που τόσο πολύ μάς έχουνε λείψει. Κοντεύουμε να κλείσουμε μια βδομάδα ταξίδι και δεν έχουμε δει ούτε ένα! ο θεός θα ρίξει φωτιά να μάς κάψει! Ζαλωθήκαμε τις οικοσκευές μας και δρόμο να επανορθώσουμε το ατόπημα. Μπουκοβίνα, «το μέρος με τις οξιές», τοπίο ευλογημένο, με τα ορθόδοξα μοναστήρια της από τα χρόνια της Αναγέννησης που έχουν τους εξωτερικούς τοίχους τους καλυμμένους από αγιογραφίες - να βλέπει ο θεός τα έργα των ανθρώπων και να ευφραίνεται η καρδιά του!
Αρχίζω λοιπόν: Δρακομίρνα με το πανέμορφο τέμπλο και τον κήπο με τις κατάφορτες μηλιές. Ένα μήλο από δαύτες δάγκωσε η Εύα και προσέφερε στον Αδάμ. Τάιμ άουτ στο ιστορικό μουσείο της Σουτσεάβα και καπάκι Βορονέζ, η Καπέλα Σιχτίνα τής ανατολής, σα τη Λούρδη των καθολικών με βαλκανικό αξάν. Ακολουθεί αυτό με το δύσκολο όνομα -Χιουμορλούι ή κάπως έτσι- υπό ψιλόβροχο στο τρεχαλητό, και δρόμο για Σουτσεβίτσα -πόλη είναι αυτή- με το ομώνυμο, τι άλλο; μοναστήρι της, φαί και ύπνο.
Μα πολλές καλόγριες σήμερα βρε αδερφάκι μου, μαύρισε το μάτι μας από το ράσο, και το -επαναστατικό- φρόνημά μας έπρεπε να αναπτερωθεί. Στάση λοιπόν στα ζωγραφιστά αυγά της κυρά Λουτσίας -παραδοσιακή καλλιτέχνις που έχει φιλοτεχνήσει πάνω από 11 χιλιάδες αυγά και, έτσι ντούρα που την είδα, είμαι βέβαιος θα ξεπεράσει τις 100 . Χαμός από ομοιοπαθείς γινότανε, μπίζνα κανόνι η Λουτσία! Όπως θα υποψιαστήκατε από τα λεγόμενά μου, αυγά δεν αγόρασα. Αν ήτανε μάτια ή ομελέτα με τη πείνα που είχα -σάς διαβεβαιώ- ευχαρίστως θα τα τιμούσα. Μάλλον ήμουν ο μόνος που δεν έβαλε πλάτη στο δίκαιο αγώνα της συντρόφισσας Λουτσίας.
Με τα αυγά μας ανά χείρας και αναπτερωμένο το ηθικό ανηφορίζουμε μέσα στο δάσος δρόμο φιδωτό, στη καρδιά της ραχοκοκαλιάς των Καρπαθίων. Το τοπίο βάλσαμο για τη κούραση. Ο καιρός κλειστός. Χιονίζει! -σοβαρολογώ. Μα να πήραμε τη κατηφόρα κι΄ έβγαλε ήλιο!
Τελευταίο στη σειρά το μοναστήρι της Σουτσεβίτσα -όλα τα λεφτά! Σε ειδυλλιακή  τοποθεσία και με τη «σκάλα προς τον Παράδεισο», επιβλητική γιγαντο-αγιογραφία: Άγγελοι με κόκκινα φτερά, υπό το άγρυπνο μάτι του θεού, προϋπαντούν τους ενάρετους ενώ βλέπουν απαθείς τους αμαρτωλούς να γκρεμοτσακίζονται από τη σκάλα στο αιώνιο πυρ της Κόλασης! Το ανεπαίσθητα χαιρέκακο μειδίαμα στα πρόσωπα των αγγέλων σε αντίθεση με την έκδηλη αγωνία σ΄ αυτά των δύστυχων αμαρτωλών, κάνει αυτό το θεϊκό φρέσκο βαθιά ανθρώπινο…
Είναι η τρίτη φορά που μάς τούς σερβίρουν, τούς σιχάθηκα! Αυτοί οι σαρμάδες, λαχανοντολμάδες με γιαούρτι, συνοδεία «πολέντας» -πουρές από καλαμπόκι- παραδοσιακό πιάτο των Ρουμάνων, μού ανακάτεψαν στο στομάχι. Σα γυρίσω στη πατρίδα δε θα ξαναβάλω ντολμά στο στόμα μου -και να πεις πως δεν μ΄ αρέσουν; Έφαγα λόγω πείνας λαίμαργα, κοπάνησα λόγω ψοφόκρυου και μια δυό ρακίες, και την έπεσα κάτω από το πάπλωμα ονειρευόμενος ουρί του Παραδείσου. Ανέβαινα  που λέτε τη θεόρατη σκάλα προς το Παράδεισο, αυτή τής Σουτσεβίτσα, και τα ουρί μπροστά μου σε απόσταση αναπνοής -καλόγριες κούκλες με ράσα ση θρού, καλλίπυγες και μπαλκονάτες- να λικνίζονται λάγνα! «Για πού το ΄βαλες εσύ άθλιε κομμουνιστή;» ο φύλακας άγγελος. Πάγωσα! «Εγώ; σε μένα μιλάτε;» έκανα τάχατες τον ανήξερο. Τον είδα να βγάζει από τα ράσα του κρυμμένο κονσερβοκούτι και να κινείται απειλητικά προς το μέρος μου. «Φύλακα άγγελε μου κάποια παρεξήγηση έχει γίνει, εγώ δεν είμαι με αυτούς τους άθλιους που νομίζεις…» ψέλλισα. Ηρέμησε. Το βλέμμα του μαλάκωσε -σα να με πίστεψε- και παραμέρισε να περάσω. «Έλα! Έλα…» οι καλόγριες μού έτειναν το χέρι. Δεν κρατιόμουνα, ένα μόλις βήμα με χώριζε από την αγκαλιά τους. Το τόλμησα όμως –δεν κατάλαβα πώς- βρέθηκα στο κενό. Ντουγρού για τη Κόλαση! Ο ίλιγγος τής πτώσης με χάλασε -και καλά να ΄τανε μόνο αυτός- μόλις που πρόλαβε να πάρει η άκρη του ματιού μου τους συντρόφους στο Παράδεισο σε φλογερές ερωτικές περιπτύξεις…

26/9
Ξημέρωσα με τάση για εμετό και διάρροια -και δεν ήμουνα ο μόνος της παρέας… Ασθενείς και καλούμενοι μπουζουριαστήκαμε στο βαν και όπου φύγει φύγει  μακριά από τους καταραμένους ντολμάδες.
Πάμε νοτιοδυτικά προς Σιγκισοάρα. Πανέμορφα Καρπάθια! Παντού πράσινο, κοιλάδες, νερά, γραφικοί οικισμοί, αγροτόσπιτα, αγελάδες… η εικόνα φέρνει περισσότερο σε βόρεια Ευρώπη παρά σε «ξερά» Βαλκάνια –τα «Βαλκάνια» στη Ρουμανία τελειώνουν στη Βλαχία. Ο δρόμος όπως πάντα στενός με άσχημο οδόστρωμα. Βάτρα Ντόρνεϊ, γραφικός οικισμός στο βάθος μιας κοιλάδας. Ψηλόκορμες οξιές μάς αγκαλιάζουν γλυκαίνοντας το μάτι και το στροφιλίκι του δρόμου. Αφήσαμε πίσω την ωραία Μπουκοβίνα και περάσαμε Τρανσυλβανία.
Είμαι συγκινημένος! Φτάσαμε στο Τιχούτσα Πας -ή Μπόργο Πας- το ορεινό πέρασμα στο δρόμο για τα λημέρια του κόμη Δράκουλα. Να τος! μάς περιμένει! Να και το ξενοδοχείο του - εδώ διανυκτερεύουν αυτοί που θα τους πιει το αίμα. Να και τα πρώτα δρακουλο-σουβενίρ!…
Ντάλα μεσημέρι στη Μπιστρίτσα και στάση για να βάλουν οι άλλοι κάτι στο στόμα τους. Εγώ το βασίλειό μου για μια τουαλέτα! Όμορφη πόλη –δεν της άξιζε τέτοιο χέσιμο… Από το χτεσινό καταχείμωνο, σήμερα καλοκαιράκι!
Αποχαιρέτησα τη Μπιστρίτσα ξαλαφρωμένος. Το τοπίο άλλαξε. Τέρμα το δάσος κι΄οι ερημιές. Καλώς τον κάμπο, τα χωράφια, τα χωριά, τους ανθρώπους …  Μια ώρα ακόμη για Σιγκισοάρα -ήδη κλείσαμε πεντάωρο στο βαν. Περνάμε το Τάργκου Μούρες. Ωραία πόλη φαίνεται. «Τάργκου» σημαίνει αγορά, «αγορά στον –ποταμό- Μούρες». Εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη  σα σε σινεμά. Η περιοχή κατοικείται κατά το ήμισυ από Ούγγρους. Ομιλούμενες γλώσσες, εκτός των ρουμανικών, ουγγρικά και γερμανικά.
Επιτέλους Σιγκισοάρα! Χτίστηκε από Σάξωνες τον 12ο αιώνα. Καστροπολιτεία, γνωστή σαν Φορτ 6 –κάστρο Νο 6- μία από τις επτά οχυρωμένες Σαξωνικές πόλεις της Τρανσυλβανίας, πατρίδα του κόμη Δράκουλα, και στη λίστα της Ουνέσκο ως μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Σήμερα κατοικείται κατά το ¼ από Ούγγρους. Απογευματινός περίπατος, φαί και ύπνος -τον είχα ανάγκη.

27/9
Πόλεις πολλές, μικρές και μεσαίες –μέχρι 200.000 ψυχές- διάσπαρτες η Ρουμανία των 20 εκατομμυρίων. Ακόμα και ή πρωτεύουσα το Βουκουρέστι, η μεγαλύτερη όλων, δεν ξεπερνάει τα δύο. Πού ο δικός μας υδροκεφαλισμός… στο μεγάλο κακόμοιρο χωριό συνωστίζεται κοντά ο μισός πληθυσμός της χώρας!… Πόλεις ανθρώπινες, ευπαρουσίαστες, καθαρές… ιδίως αυτό το τελευταίο -αναλογιζόμενος τη βρωμιά, στη μόστρα μάλιστα, τής Αθήνας- μού προκαλεί μελαγχολία…
Πάνω από το 1/4 του πληθυσμού της Τρανσυλβανίας είναι Ούγγροι και άλλο τόσο οι διαμαρτυρόμενοι. Αρκετοί κι΄οι τσιγγάνοι. Ζουν διάσπαρτοι σε όλη τη Ρουμανία, δεν είναι καταγεγραμμένοι ως τσιγγάνοι μα διαφόρων εθνοτήτων, και υπολογίζονται σε 5% του συνολικού πληθυσμού της -ο μεγαλύτερος συγκεντρωμένος πληθυσμός τσιγγάνων στην Ευρώπη.
Κόβω τα εγκυκλοπαιδικά -τα βρίσκετε και στο ίντερνετ- γιατί φτάσαμε στο Βίσκρι, το καλοδιατηρημένο σα ζωγραφιά τυπικό Σαξωνικό χωριό του 12ου αιώνα με την οχυρωμένη, περίκλειστη από τείχη,  Βάισε Κίρχε – «λευκή εκκλησία» του. Εδώ έχουν σπίτι πολλοί επώνυμοι μεταξύ τών οποίων και ο Κάρολος, διάδοχος του θρόνου της Γηραιάς Αλβιώνος -το έμαθα και συγκινήθηκα.        
«Τα κεφάλια μέσα! αρκετά ασχοληθήκαμε με τους γαλαζοαίματους…» προστάζει ο αρχηγός και δρόμο για Μπράσοβ μέσω Ρουπέα. Μπράσοβ, στο ομώνυμο οροπέδιο, το μεγαλύτερο των Καρπαθίων, άλλη μία από τις επτά Σαξωνικές πόλεις της Τρανσυλβανίας. Για τους φιλομαθείς οι υπόλοιπες -πλην της Σιγκισοάρα- είναι: Μπιστρίτσα, Μεντιάς, Σέμπες, Σίμπιου και Κλουζ Ναπόκα.
Είμαστε καθ΄ οδό για Μπραν, λίγο έξω από τη Μπράσοβ, με τον ονομαστό δρακουλο-πύργο του. Μποτιλιάρισμα! Αναμενόμενο. Όλος ο κόσμος διψάει να γνωρίσει τον κόμη Δράκουλα και να πάρει λίγη από τη δόξα και τη χάρη του.
Ο περί ου ο λόγος κύριος είναι ιστορικό πρόσωπο. Γνωστός στα κιτάπια ως Βλαντ Ντρακούλ ο «Τουρκοφάγος», επονομαζόμενος και «παλουκωτής» καθότι ανήγαγε το παλούκωμα τών αντιπάλων του σε καθημερινή υγιεινή συνήθεια. Πρίγκηψ της Βλαχίας, αιμοδιψής και ανάλγητος, εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο πριν 600 χρόνια όμως ο δρόμος που χάραξε και το βαθιά ουμανιστικό πνεύμα του ζουν και βασιλεύουν! Ιδού η εξήγηση της δημοφιλίας του. Στη συνέχεια ήρθε καπάκι και εκείνος ο συγγραφέας, ονόματι Μπραμ Στόκερ, με τον «Δράκουλά» του και έδεσε η μανέστρα…
Να φας τα χιλιόμετρα της ζωής σου για να φτάσεις μέχρι εδώ, και να μη πας στο δρακουλό-πύργο; σίγουρα δε λέει. Αυτό σκεφτήκαμε κι΄ εμείς. Να ΄μαστε λοιπόν οι γενναίοι στις επάλξεις, να ανεβοκατεβαίνουμε σκάλες -σαν το Σίσυφο- και να περιδιαβαίνουμε διαδρόμους, κάμαρες και καμαρούλες μια σταλιά -σα τις άδικες κατάρες- στο φτωχικό του κόμη, παρέα με αμέτρητους δρακουλο-φάν απ΄ όλο τον κόσμο! Και μετά –ασφαλώς- με τα μούτρα στα δρακουλο-σουβενίρ… Αυτή κι΄ αν είναι μπίζνα με κεφαλαία!…

28/9
Ωραία η Μπράσοβ μα είπαμε να πάρουμε –ξανά- τον αέρα μας στα βουνά και συνεχίζουμε δυτικά προς Σιμπίου για να καταλήξουμε στο χωριό Άλμπακ, στον εθνικό δρυμό Απουσένι τών δυτικών Καρπαθίων. Το φυσικό τοπίο εντυπωσιάζει, όχι μοναχά για την ομορφιά του μα, κυρίως, για την αίσθηση του παρθένου που αποπνέει. Δεν βλέπεις τραυματική παρέμβαση σε αυτό, κτίσματα παρατημένα ημιτελή, αυθαιρεσίες, κακογουστιές. Σα να είναι έτσι όπως ήταν εκατό, διακόσια… χρόνια πριν, αφημένο απερίσπαστο στο διάβα του μέσα στο χρόνο. Μόλις περνάμε το Φάγκαρα.
Η ζωή στη Ρουμανία, συγκριτικά με τα δικά μας, φτηνή. Ισοτιμία ευρώ -λέι 1 προς 4,2. Μισθοί σα τους δικούς μας μα οι τιμές κατά το 1/3 κάτω. Ο βορράς διαφέρει αισθητά από το νότο, έχει αέρα «ευρωπαϊκό», εμφανώς πιο ανεπτυγμένος  -όχι μόνο τουριστικά. Γενικά η αρνητική εικόνα του φτωχού και «σκάρτου» Ρουμάνου μετανάστη που υπάρχει στη πατρίδα απέχει παρασάγγες από την πραγματικότητα. Η Ρουμάνοι πατούν στο παρελθόν μα -αντίθετα από μας- έχουν γυρίσει σελίδα, κοιτάζουν μπροστά και δείχνουν να πηγαίνουν με χίλια…
Στάση στο Σιμπίου, βόλτα και επίσκεψη στο μουσείο εθνογραφίας. Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα πόλη απ΄ όσες είδαμε.
Είμαστε κοκαλωμένοι έξω από την Άλμπα Ιούλια. Χοντρό μποτιλιάρισμα και κουφόβραση -το ερκοντίσιον αγκομαχεί. Να ΄τανε μόνο αυτά; Ξαναμμένη γιάφκα το βαν! Η επανάσταση τέλειωσε πριν εκατό χρόνια μα εδώ η αντιπαράθεση για τα φλέγοντα ζητήματά της καλά κρατεί. Θέμα συζήτησης αν ο σύντροφος Λένιν έπασχε από σύφιλη, όπως διαδίδουν οι εγκάθετοι των καπιταλιστών, ή όχι. Ευτυχώς που ο δρόμος -επιτέλους- άνοιξε και κάποτε θα φτάσουμε… 
Ανηφορίζουμε ξανά τα Καρπάθια. Η διαδρομή: Ζλάτνα, Αμπρούντ, Κάμπεν, Άλμπακ. Σκοτείνιασε.  
Φτάσαμε λέει στο Άλμπακ μα δε βλέπω ούτε τη μύτη μου. 900 μέτρα υψόμετρο. Κρύο και ομίχλη, ευτυχώς η βροχή έχει σταματήσει. «Αγροτοτουριστικό» το κατάλυμα. Κάνω τη προσευχή μου: «Θεούλη μου όλα θα τ΄ αντέξω, σ΄ ένα μόνο κάνε μου τη χάρη: Όχι άλλους ντολμάδες…» Ακούω για τυφώνες και καταιγίδες στη πατρίδα και δεν πιστεύω στ΄ αυτιά μου. Στέλνω μήνυμα στη κορασίδα μου: «Να προσέχετε»…

29/9
Καινούργια μέρα, ανέφελη, καινούργια αρχή. Χτες κακοκαρδιστήκαμε δίχως λόγο. Σα μια γροθιά ενωμένοι είχαμε προγραμματίσει να σηκώσουμε τη σημαία της επανάστασης στη κορφή του Άλμπακ και κλατάραμε πριν ακόμα ξεκινήσουμε!… μα με πορδές βάφονται αυγά; Αντί για τα ψηλά, πεζοπορία στο χωριό και τα πέριξ. Δυτικά Καρπάθια: Σα να ΄ναι πιο αληθινά από τα καρποσταλικά αδέρφια τους στο βορά -οικισμοί φτωχικοί, άνθρωποι της ανάγκης, νεκροταφεία αυτοκινήτων σπαρμένα καταμεσίς στο δάσος… Κι΄ εδώ η φύση έχει την τιμητική της.
Βάσις, φρουρά εξηκονταρχία Άλμπακ / πρωινό Σαββάτου θ΄ ακούσουμε τη μπάντα / κατάθεσις στεφάνου, υψωμένη σημαία / να τος έφτασε και ο κύριος νομάρχης… Θα επακολουθήσει εμποροπανήγυρις συνοδεία παραδοσιακής μουσικής και τοπικών εδεσμάτων. Κάποιοι γιορτάζουν εδωπέρα όπως καταλάβατε- και αυτοί είμαστε εμείς! Ζούμε στιγμές που τα λόγια μοιάζουν φτωχά να περιγράψουν -απρόσμενες, μοναδικές!
Αποχαιρετήσαμε οριστικά τα Καρπάθια για Ντέβα, απ΄ όπου θα πάρουμε το τραίνο για Τιμισοάρα. Θα φτάσουμε καλά μεσάνυχτα.

30/9
Γλυκιά Τιμισοάρα, θηλυκό των ονείρων μου! Ποιος να πρωτοπάρει σειρά για να χαρεί τα κάλλη σου; οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ συνωστίζονται στο κρεβάτι σου. Ρουμάνοι, Ούγγροι, Αυστριακοί, Γερμανοί έχουν τη πρωτοκαθεδρία και έπονται Κροάτες, Σέρβοι, Ρώσοι, Ουκρανοί, Ιταλιάνοι, Εβραίοι… 80% ορθόδοξοι και οι υπόλοιποι καθολικοί, να ναι καλά ο αξιότιμος κύριος Ευγένιος τής Σαβοίας που εν έτει 1717 σε έκλεψε από το χαρέμι των Οθωμανών. Ο Μπέλα Μπάρτοκ τραγουδάει για πάρτη σου, και μαζί του οι όπου γης μετανάστες και πρόσφυγες την ιστορία των Βαλκανίων. Γιατί η μετακίνηση πληθυσμών σε αναζήτηση καλύτερης ζωής –στα Βαλκάνια από βορά προς νότο με ρότα τον ρου του Δούναβη- είναι η ιστορία της Ευρώπης και τού κόσμου ολάκερου από την απαρχή του έως σήμερα.
Μ΄ ένα κλεφτό φιλί άφησα τη Τιμισοάρα για τα σύνορα. Κατήφεια στην ομάδα. Στα μέρη αυτά όλοι κάτι γιορτάζουν, την ιστορία τους, τα έθιμά τους, τους μύθους τους… εμείς τι κάνουμε; Απομυθοποιήσαμε τη δικιά μας ιστορία λες και ντρεπόμαστε γι΄ αυτή, σα να ΄τανε το αφήγημα ψεύτικο –και λοιπόν τι μ΄ αυτό; σάμπως όλα ένα αφήγημα δεν είναι; «Ιδού το αφήγημα και η ευθύνη της αριστεράς. Πώς καταντήσαμε έτσι;» -ο αρχηγός έχει τις μαύρες του. Εγώ χαζεύω τον δρόμο απ΄ το παράθυρο του βαν κι΄ οι εικόνες σα σε βουβή ταινία, φευγαλέες, μελαγχολικές, εναρμονισμένες με τη γενική διάθεση. Πεδιάδα, χωράφια και πάλι χωράφια, που και που καμιά συστάδα δέντρων για ξεκάρφωμα, ξέμπαρκα μοναχικά σπιτάκια. Κι΄ ο ουρανός, ο μεγάλος ουρανός πάνωθέ μας, με αραιές άσπρες τούφες και γαλανόλευκα ανοίγματα να μας συντροφεύει.
Ήδη χωριστήκαμε στα δύο. Οι μισοί πήραν τον δρόμο της αρετής κι΄ άλλοι μισοί αυτόν της κακίας. Ποιος πήρε ποιον ψαχνόμαστε -ο δικός μας αγωγιάτης φαίνεται ερασιτέχνης… Εκείνοι τραβήξανε από τη εθνική, εμείς από επαρχιακό της συμφοράς με λακκούβες και σαμαράκια –μάλλον επίτηδες το έκανε για να μη μπορώ να κρατάω σημειώσεις.
Φοένι ώρα 3.00, φυλάκιο στη Ρουμάνικη πλευρά των συνόρων και πρώτος έλεγχος διαβατηρίων. Ήδη πέρασε μισή ώρα περιμένοντας. Τι ελέγχουν στο φευγιό μας; δε θέλουν να χάσουν το κελεπούρι; μπας και καταλάβανε πως είμαστε λαθρομετανάστες απ΄το Ελλάντα; -ερωτήματα που θα μείνουν αναπάντητα. Ένας ανησυχεί ότι ψυλλιάστηκαν αριστερούς «τρομοκράτες». Άλλος λαθρέμπορους. Μήπως λαθρέμπορους ιδεών; αναρωτιέμαι. Ανάσταση περάσαμε! Οι «αδερφοί» Σέρβοι μας αντιμετώπισαν διεκπεραιωτικά –σκάρτα 5 λεπτά!
Σερβία. Το τοπίο απαράλλαχτο με πριν.
Ώρα 5.15 –τοπική 4.15- φτάνουμε στο Βελιγράδι. Μεγάλο, φιλικό και σίγουρο… σα τη διαφήμιση. Νάτος κι΄ ο Δούναβης ξανά, εδώ τον φωνάζουν Σάββα.
Κυριακάτικος απογευματινός περίπατος, κόσμος στους δρόμους, ανοιχτά μαγαζιά, υπαίθριες μουσικές, σέρβικο σουίνγκ με Κάραβαν του Ντιουκ Έλινγκτον… ώρα για νάιτ λάιφ και ξεφάντωμα!

1/10
«Εμείς θ΄ αλλάξουμε τον κόσμο;» ένα ακόμα ερώτημα που θα μείνει αναπάντητο. Φωνές και αντεγκλήσεις, μηνίγγια φουσκωμένα, δίκια που πνίγουν… Τι σου ΄ναι οι σύντροφοι: Δίνουν τη ψυχή τους για τα υψηλά ιδεώδη του αγώνα και στα κοινά, τα μικρά της καθημερινότητας, δεν είναι ικανοί να συνεννοηθούν μεταξύ τους… Μια χορωδία παράφωνων όπου καθένας νομίζει εαυτό αηδόνι και –το χειρότερο- πασχίζει έξω φωνή να το αποδείξει στους άλλους!… Μα ουδόλως εκπλήσσομαι, ανθρώπινα είναι αυτά…
Πάμε βορειοδυτικά Βοϊβοδίνα, προς Νόβι Σαντ, στη περιοχή ονόματι Φρούσκα Γκόρα, ελληνιστί «χαμηλό βουνό» να επιτελέσουμε το θρησκευτικό μας καθήκον. Δύο μοναστήρια, από τα 18 που βρίσκονται εκεί, μάς περιμένουν. Οι θεοφοβούμενοι σύντροφοι ξεσηκώνονται: «Μόνο δύο; τα υπόλοιπα δηλαδή θα τα φάει η μαρμάγκα;…» Ο αρχηγός, διαισθανόμενος στις διαμαρτυρίες τους μίαν ανεπαίσθητη ειρωνεία, βάζει τα πράματα στη θέση τους: «Στην Ινδοκίνα είδαμε παγόδες, στο Ιράκ τζαμιά, εδώ μοναστήρια…» υπονοώντας πως έχουμε σοβαρό λόγο να τα επισκεφτούμε. Κάπου έχει δίκιο: Όταν στην Ευρώπη της Αναγέννησης αναπτύσσονταν η εθνική συνείδηση, στα υπό 400 χρόνια Οθωμανική κατοχή Βαλκάνια η θρησκευτική συνείδηση –η ορθοδοξία εν προκειμένω- απέμεινε μοναδικός συνεκτικός δεσμός των ραγιάδων, υποκαθιστώντας την εθνική. Για την επανάσταση λοιπόν…  μοναστήρια και ξερό ψωμί! «Έλεος μπαφιάσαμε! Ούτε για θρησκευτικό τουρισμό να είχαμε εκδράμει… Τι δουλειά έχουμε εμείς με τους παπάδες;» δικαίως κάποιοι επιμένουν δυσανασχετούντες. Ο αρχηγός, ετοιμόλογος, πάντα έχει μίαν αποστομωτική  απάντηση στους αμφισβητίες των επιλογών του - τι σόι άλλωστε αρχηγός θα ήταν αν δεν είχε; Τούτη τη φορά όμως είναι καταπέλτης: «Κρατήστε την όρεξή σας, τα τζαμιά έρχονται και σ΄ αυτά πρέπει να βγάζουμε τα παπούτσια μας -φροντίστε να μην είναι τρύπιες οι κάλτσες σας…» εκστόμισε με σαρδόνιο χαμόγελο. Μπίνγκο! Ο διαφαινόμενος κίνδυνος να πεθάνουμε από τη μπόχα συσπειρώνει τους γενναίους κάτω από τις φτερούγες του (τώρα που το καλοσκέφτομαι ίσως αυτό να ήταν μια κάποια λύση στα βάσανα μας…) Ψυχανεμίζομαι πάντως -κι΄ ας μη το ομολογεί- πως η μοναστηριολαγνεία του δεν έχει να κάνει μοναχά με την επανάσταση: Όσο μεγαλώνει τόσο περισσότερο νοιώθει την ανάγκη -ο πονηρός- να τα ΄χει καλά με τον θεό…
Τζάργκετεγκ και Κρούσεντολ -ή κάπως έτσι- τα μοναστήρια. Δε με ξετρέλαναν -μετά από αυτά στη Μπουκοβίνα μού φάνηκαν απλές οδοντόκρεμες. Σειρά έχει το Σρέμσκι Καρλόβτσι, πολιτιστικό και θρησκευτικό κέντρο των Σέρβων, γνωστό από την ιστορική συνθήκη τού Κάρλοβιτς που σηματοδότησε την απαρχή της κατάρρευσης της κυριαρχίας των Οθωμανών στα Βαλκάνια –οι διαβαστεροί ας ανοίξουν κάνα βιβλίο ιστορίας για περισσότερα. Τότε ήταν που κάθισαν, για πρώτη φορά στη διεθνή πολιτική σκηνή, να τα βρουν γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι. Γιατί βρεθήκαμε εδώ; Η απάντηση είναι προφανής: Μπας και μάς έρθει η θεία φώτιση να κάνουμε αυτό που κάνανε εκείνοι τότε, κι΄ εμείς -τριακόσια χρόνια μετά- δεν έχουμε ακόμα καταφέρει…

2/10
«Το δικαίωμα στη χαλαρότητα είναι αναφαίρετο δικαίωμα του ταλαιπωρημένου ταξιδιώτη! Το τρέξιμο δεν θα περάσει!» βροντοφωνάξαμε πρωινιάτικα με τον συναγωνιστή Ιωάννη. Φράξια στην ομάδα! Χα-λα-ρά α α α… πρωινό σπέσιαλ στο ξενοδοχείο συνοδεία λανζ μιούζικ και ψιλής κουβεντούλας, και κατά τις 10 γύρα δίχως πρόγραμμα στο Βελιγράδι –όχι παίζουμε! Το Εθνικό Ιστορικό μουσείο ήταν όλα τα λεφτά.
Αρκετά το κωλοβάρεμα… Το απόγευμα όλοι μαζί, σα μια γροθιά, σκαρφαλώνουμε στο πιο ψηλό σημείο τού πύργου στο Ζέμουν, γραφικό προάστιο της πρωτεύουσας πλάι στο Δούναβη. Η πόλη όλη στα πόδια μας!
Βελιγράδι: Η πιο «Ελληνική» από τις βαλκανουπόλεις, με τους πιο «Έλληνες» –στην όψη- κάτοικους. Δυόμισι μέρες το τριγυρίσαμε απ΄ άκρη σ΄ άκρη, βγάλανε φουσκάλες τα ποδαράκια μου από τον ποδαρόδρομο. Μα τα κρυμμένα καλούδια θέλουν χρόνο… -σε πρώτη ευκαιρία θα ξανάρθω.

3/10
Πουρνό πουρνό φύγαμε από το Βελιγράδι προς τα ανατολικά για τα σύνορα με Ρουμανία. Το ραδιόφωνο παίζει λαικοπόπ στα σέρβικα. Χαζεύω από το παράθυρο. Οι εικόνες λαχανιασμένες. Δεν έχω ιδέα τι βλέπω, τι περνάμε, πού πηγαίνουμε… Βλέπετε ο Γκόραν, ο αγγλόφωνος συνοδός και ξεναγός μας, διευκρινιστικότατος, μάς έχει τρελάνει στη πολυλογία!…  Το παίρνω απόφαση, δε θέλω να καταλάβω. Όσα αξίζει να ειπωθούν κοινή έχουν μοίρα με τ΄ άλλα στη λησμονιά. Γι΄ αυτό γράφω. Για να μη ξεχάσω! Θυμάμαι την ώρα του αποχαιρετισμού -πάντα αμήχανη- βλέμματα, λέξεις τυπικές, παύσεις, κομπιάσματα, ευχές… Κι΄ έπειτα η φευγαλέα αίσθηση της απουσίας να δίνει τη θέση της σε άλλα. Εννιά μείναμε. Οχτώ και ο αρχηγός για να ακριβολογήσω. Γιατί αυτός είναι από άλλου παπά ευαγγέλιο, μια ομάδα μόνος του! Λιακάδα. Κουρνιάζω στο τζάμι και κλείνουν τα μάτια μου. Ο αρχηγός, ως συνήθως, αγορεύει. Εγώ φαντάζομαι ότι είχα παθιασμένη διαλεκτική συζήτηση για τον τρίτο δρόμο προς τον σοσιαλισμό -αυτόν που ΄χε τραβήξει ο μακαρίτης σύντροφος Τίτο- με τη ρεσεψιονίστ τού ξενοδοχείου! Πάλι καλά που υπάρχει η φαντασία… γιατί οι συντρόφισσες της σήμερον περί άλλα τυρβάζουν! Τι τραγωδία! η αβάσταχτη μοναξιά τού επαναστάτη…
Έλεγα για τον Γκόραν -τι του ΄λαχε τού κακομοίρη! Ένας ευγενής νέος χαμηλών τόνων εν μέσω αγέλης φωνακλάδων -άντε να τους κάνει ζάφτι. Νομίζω πως βαριέται αφόρητα, είναι μόνιμα αλλού, και δε βλέπει την ώρα να μάς ξεφορτωθεί. Βέβαια αν κάποιος τον ρωτήσει κάτι, σα να ξυπνάει ο κοιμισμένος ξεναγός μέσα του, παίρνει το μικρόφωνο ανά χείρας, το φυσάει, ξεροβήχει, λέει σο (στα εγγλέζικα) για εισαγωγή, δυο τρεις λέξεις με το τσιγκέλι, και αυτό ήταν όλο. Είναι αυτό που λέμε «καλό παιδί» μα για ξεναγός δεν κάνει. Ο αρχηγός έχει αναλάβει δικαίως, και επαξίως, και τον ρόλο του ξεναγού. Σε κάθε ευκαιρία αναφέρεται στο «ευαγγέλιο» «Ιστορία των Βαλκανίων - τα Βαλκάνια από το 1453» του Λευτέρη Σταυριανού -εκδόσεις Βάνιας, για όποιον ενδιαφέρεται -μη χάσει να τρέξει να τ΄ αγοράσει. Ο Γκόραν απορεί με τη περίπτωσή του. Τον καταλαβαίνω, νοιώθει περιττός…
Το πρόγραμμα στη Σερβία έχει κάνει κοιλιά. Προχτές φτάσαμε έξω από το Νόβι Σαντ και δεν λοξοδρομήσαμε λίγα χιλιόμετρα να το δούμε. Η δικαιολογία από το πρακτορείο ήταν ότι δεν προλαβαίναμε! Εκ των πραγμάτων όχι μόνο προλαβαίναμε αλλά θα είμαστε, για τα στάνταρντς της ομάδας, και χαλαροί. Αντίθετα χάσαμε τη μέρα περιφερόμενοι στο λάου λάου… σάμπως να θέλαμε να φάμε τον χρόνο. Και στο Βελιγράδι χτες μια από τα ίδια. Σήμερα το Σμεντέρεβο το έφαγε η μαρμάγκα… κι' ως φαίνεται συνεχίζουμε στην ίδια ρότα… Ουδείς παραδόξως διαμαρτύρεται -σα να το περιμέναμε- αφού στάθηκε αδύνατο να βρούμε καλύτερους στα ίδια λεφτά. Αχ αυτά τα λεφτά! αυτά φάγανε την επανάσταση… Κάτι σιγανοπαπαδιές σα τον Γκόραν…
Πάμε αντάμα με τον μεγάλο ποταμό. Στη ρότα του. Απέναντι, στ΄ αριστερά μας, η Ρουμανία σε απόσταση αναπνοής. Το τοπίο ειδυλλιακό. Γκόλουμπατς, πάνω στο νερό, με το εντυπωσιακό κάστρο τού 14ου αιώνα -κλειστόν λόγω ανακαίνισης. Εδώ ο Δούναβης πλαταίνει σα φουσκωμένο στρόγγυλο μπαλόνι με διάμετρο που αγγίζει τα έξι χιλιόμετρα!  Η αίσθηση που δίνει είναι αυτή της λίμνης παρά τού ποταμού. Λίγο πιο πέρα ξεκινάνε τα Άιρον Γκέιτς. Να κι΄ ένα κρουαζιερόπλοιο ίδιο πατικωμένη μπαγκέτα, να κι΄ οι μπουρζουάδες ένοικοι του. Τα βλέμματα μας διασταυρώνονται, πετούν σπίθες! Κι΄ ενώ περιμένω ν΄ αρχίσει το πιστολίδι ανακρούουν πρύμνα και όπου φύγει φύγει! Το φλάμπουρο των γενναίων σηκώνεται και πάνω στο τιμημένο Γκόλουμπατς! Ο Γκόραν κάνει το σταυρό του -είχε κρυφτεί μη τον πάρει καμιά αδέσποτη. «Γκόραν καθαρίσαμε! Αρκετά λιαστήκαμε, πάμε παρακάτω…» τού λέω.
Λεπένσκι Βιρ, αρχαιολογικός χώρος ξεχωριστός, ένας από τους παλιότερους νεολιθικούς οικισμούς της Ευρώπης (6.300-5.500 πχ) Είδα κι΄ ένα μακρινό συγγενή μου, κεφάλας σαν εμένα -τι γλυκούλης που είναι!
Συνεχίζουμε μέσα στο πράσινο αντάμα πάντα με τον ποταμό. Ο δρόμος προς Ντόγνι Μίλανοβατς. Στάση στο πουθενά. Θα πιούμε καφέ; αναρωτιέμαι. «Όχι! Φτάσαμε!» λέει ο Γκόραν. Στα Άιρον Γκέιτς που σάς έλεγα, την ατραξιόν τού ποταμού! Κάτι σα τον Βίκο του Δούναβη, μια περιοχή με συνεχόμενα φαράγγια συνολικού μήκους 130 χιλιομέτρων. Εδώ ο ποταμός σχίζει στα δύο τα δυτικά Καρπάθια και φτάνει στο πιο στενό σημείο του, περί τα 200 μέτρα, και στο μεγαλύτερο βάθος του, αγγίζει τα 100. Οι όχθες του από τη Σερβική πλευρά, καταπράσινες, σβήνουν γλυκά, ενώ από τη Ρουμάνικη είναι βραχώδεις και απόκρημνες με το πράσινο στα ψηλά των βράχων σα καπελάκι. Δίωρη βαρκάδα με τον ομιλητικότατο βαρκάρη -ξεναγό μας. Τι άλλο; η φύση σ΄ όλο της το μεγαλείο!  
Νύχτωσε. Ο δρόμος άσχημος όλο στροφιλίκι και λακούβες. Κουδουνισμένοι φτάνουμε στο Ζάζεκαρ στα νοτιοανατολικά της Σερβίας λίγα μόλις χιλιόμετρα από τα Βουλγαρικά σύνορα, μια επαρχιακή πόλη, κατά τα φαινόμενα δίχως κάτι αξιοσημείωτο, όπου θα διανυκτερεύσουμε.  

4/10
Ξύπνησα, μπανιαρίστηκα, παράγγειλα το πρωινό μου -κάτι σε αυγά, τι επακριβώς δεν κατάλαβα, η σερβιτόρα καταλάβαινε μόνο σέρβικα -αυγά μάτια με μπέικον ήτανε τελικά. Αυτή η παραμεθόριος μικρόπολη είναι πέρα για πέρα αληθινή δίχως ίχνος φτιασιδωμένης ομορφιάς. Διαθέτει μπόλικα ανταλλακτήρια συναλλάγματος, μίνι καζίνο και στριπ σόου. Και νταλίκες με νταλικέρηδες. Μοναδικό αξιοθέατο η ξανθιά ρεσεψιονίστ.
«Θεϊκή, ευτυχισμένη Ρομουλιάνα!» αναφώνησε κοτζάμ Γαλέριος, αυτοκράτωρ συγκυβερνήτης τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πάνε 18 αιώνες τώρα, βλέποντας την ξανθιά ρεσεψιονίστ της εποχής του. Μα παρά τις γαλιφιές του, δεν τού κάθισε η νέα, καθότι σιτεμένος πια και πλαδαρός, και από το γινάτι του έδωσε στο νεότευκτο τότε παλάτι του το όνομα της μαμάς του! Αυτά έχω μάθει εγώ από έγκυρες πηγές, και τα διάφορα που γράφουν τα βιβλία της ιστορίας δεν είναι παρά δάκτυλος τής απανταχού μασονίας πουριτανών βασιλοφρόνων. Κάναμε πρωινό σεφτέ  στον ομώνυμο -θεωρούμενο σημαντικότερο- αρχαιολογικό χώρο της Σερβίας και με ζήλο νεοφώτιστου αρχαιολάτρη ακούγαμε τις ιστορίες που μάς φούμαρε ο τοπικός ξεναγός. Ο αυτοκράτωρ -πού βρίσκονταν θαμμένος λίγα μέτρα πιο πέρα- γελούσε κάτω απ΄ τα μουστάκια του…
Φύγαμε δυτικά για να πάρουμε τη μοναστηριακή τζούρα μας στη Μανασίγια, το πλέον εντυπωσιακό καστρομοναστήρι της Σερβίας με τους δώδεκα πύργους του από τον 15ο αιώνα, και στη συνέχεια νότια προς Νις, την γενέτειρα τού Μεγάλου Κωνσταντίνου, όπου θα διανυκτερεύσουμε. Το τοπίο, τα χωριά, τα σπίτια, οι άνθρωποι, όλα θυμίζουν Ελλάδα.
Νις και Σκαλ Τάουερ, ο «πύργος των κρανίων» με τα 900 εντοιχισμένα κρανία Σέρβων επαναστατών. Μνημείο τού απελευθερωτικό αγώνα των Σέρβων από τους Τούρκους σε ανάμνηση του ολοκαυτώματος -σα το δικό μας Αρκάδι- κατά τη μάχη του Τσέγκαρ, κοντά στη Νις, το 1809. Καπάκι τσεκ ιν στο ξενοδοχείο και τρεχάλα στο τοπικό αρχαιολογικό μουσείο να το προλάβουμε ανοιχτό. Μοναδικοί επισκέπτες του και το προλάβαμε! Η μοναδική φύλακας σίγουρα αναρωτιόνταν «από πού ξεφύτρωσαν αυτοί;» Όβερντοζ κουλτούρας σήμερα -μού έπεσε βαριά. Για χωνευτικό βραδινή βόλτα στο φωτισμένο κάστρο της πόλης. Το ποδαράκι μου διαμαρτύρεται.

5/10
Το πρωινό φως με το πούσι ομορφαίνει τη Νις. Κατά τ΄ άλλα πρόκειται για τυπική επαρχιακή σέρβικη πόλη, σα τις δικές μας, άναρχα χτισμένη και γεμάτη διαφημιστικές ρεκλάμες -κυριολεκτικά ό, τι να ΄ναι όπου να ΄ναι. Πιάσαμε πάτο στο νότο, λίγα τσιγάρα δρόμος είναι η πατρίδα. Με 19 ευρώ παίρνεις από δω το λεωφορείο και πετιέσαι Θεσσαλονίκη για μπουγάτσα - από Αθήνα θα σού στοιχίσει τουλάχιστον τα διπλάσια!… Οι πόλεις τού νότου διαφέρουν αισθητά από αυτές τού βορά, όπως και στη Ρουμανία. Το ίδιο και οι άνθρωποι. Γενικά με τους «αδερφούς» Σέρβους φαίνεται πως, πράγματι, είμαστε πιο κοντά από τους άλλους Βαλκάνιους. Στο Βελιγράδι -για παράδειγμα- ένοιωσα οικειότητα που δεν αισθάνθηκα στις πόλεις της Ρουμανίας. Μεταξύ των δύο όμως, Ρουμανίας και Σερβίας, βρήκα την πρώτη αναμφίβολα πιο ενδιαφέρουσα. Τουλάχιστον μέχρι τώρα.  
Στάση στο «στρατόπεδο συγκέντρωσης τού ερυθρού σταυρού» όπου στις 12 Σεπτεμβρίου του 1942 έγινε η πρώτη οργανωμένη απόπειρα απόδρασης κρατουμένων από στρατόπεδο συγκέντρωσης στη κατεχόμενη από τους ναζί Ευρώπη. Το 1/3  όσων διαβήκαν την πύλη τού κολαστηρίου τη περίοδο 41-44, υπολογίζεται 10.000 ψυχές, δεν  τα κατάφεραν…  Συγκλονιστικό μνημείο της ανθρώπινης θηριωδίας -παρακαταθήκη στην ελπίδα…
Αφήσαμε πίσω μας τη Νις. Μόλις προσπεράσαμε άλλο ένα κάρο. Αυτό -μόνιππο με τον Μπεν Χουρ και ρόδες αυτοκινήτου- πάει σφαίρα! το προηγούμενο είχε μια ντουζίνα πάνω του. Πάμε νοτιοδυτικά προς το Κόσσοβο, σε μέρη διαφιλονικούμενα όπου μόλις προχτές απειλήθηκε θερμό επεισόδιο μεταξύ Κοσσοβάρων και Σέρβων. Προκούπλιε, επαρχιακή πόλη, και -κατόπιν λαϊκής απαίτησης- στάση για καφέ στο χωριό Μπλάσε. Συμπαθέστατος και άκρως επικοινωνιακός ο καφετζής -καταχάρηκε σαν έμαθε πως είμαστε «αδέρφια Έλληνες»- δεν χάσαμε ευκαιρία να απαθανατιστούμε παρέα του.
Το τοπίο άλλαξε κι΄έγινε καταπράσινο, το ωραιότερο –μέχρι τώρα- στη Σερβία. Ο δρόμος άσκημος, στενός με φουρκέτες.
Ντζιάβολα Βάρος, το σπίτι του διαβόλου, μόλις έξι χιλιόμετρα από τα Κοσσοβάρικα σύνορα, γεωμορφολογικό φαινόμενο -μνημείο της φύσης.  Εικόνα υποβλητική σαν από φαρ ουέστ. Δεκάδες γήινες καφε-κόκκινες φιγούρες, ψηλές ίσαμε 15 μέτρα σα σφήνες στον ουρανό. Τα πόδια στον ώμο και σκαρφάλωμα τις σκάλες μέσα στη ντάλα, μα άξιζε το κόπο.
Συνεχίζουμε δυτικά για Νόβι Παζάρ όπου θα περάσουμε το βράδυ. Ονειρεύομαι ζεστό μπάνιο και κρεβάτι να καλοπιάσω τα ποδαράκια μου που δεινοπάθησαν στα διαβολοσκαλοπάτια, μα τ΄ όνειρό μου δείχνει ακόμα μακρινό. Έχω κυριολεκτικά κουδουνίσει! Ο δρόμος ίδια κακός με πριν, στροφές, λακκούβες, σαμαράκια… Φέρνουμε γύρα τα σύνορα κάνοντας ένα ημικύκλιο από τη πλευρά της Σερβίας –δεν θα μπούμε στο Κόσσοβο. Χωριά και αγροτόσπιτα δίχως τίποτα τουριστικό, άναρχα βαλμένα, φτιαγμένα όπως να ΄χει. Η φύση εξακολουθεί να πρωταγωνιστεί. Φαράγγια και δάσος. Προβλεπόμενη διάρκεια διαδρομής ίσαμε το Νόβι Παζάρ κοντά τέσσερις ώρες. Κοντεύουμε…
Το ραδιόφωνο παίζει μπαλάντες με χάλκινα και τραγουδιστή τον Σέρβο Γούναρη! –καλός είναι! Ο οδηγός το πατάει να φτάσει μια ώρα αρχύτερα- κι΄ εμείς χτυπιόμαστε σαν ομελέτα! Ζαλίστηκα, λέω να κλείσω τα μάτια μου.
Δάσος και πάλι δάσος. Σκαρφαλώνουμε στο Κοπαόνικ πάνω στη συνοριογραμμή. Πλούσια, άγρια βλάστηση, πανδαισία του πράσινου σε όλες τις αποχρώσεις με στέμμα τις χρυσοκίτρινες ανταύγειες του απογευματινού ήλιου.
Πιάσαμε τα 2.000 και κατηφορίζουμε. Συνεχόμενες φουρκέτες μα ο δρόμος σα να έφτιαξε. Τι βλέπω; Χειμερινά ρισόρτς! Και οικοδομικός οργασμός! Α ρε Αράχωβα σε φάγανε…
Πάμε προς Ράσκα. Το δάσος εναλλάσσεται με χαμηλή βλάστηση και ξέφωτα. Σουρούπωσε.
Νόβι Παζάρ! Ξενοδοχειάκι σου΄ρχομαι! αναφωνώ. Αμ δε… το καθήκον μας πρώτα. Ευσεβείς χριστιανοί θ΄ ανάψουμε ένα κεράκι στο μοναστήρι τού Αη Γιώργη από τον 13ο αιώνα, που όμως βραδιάτικα είναι κλειστό. Τη λύση έδωσε ο καλός χριστιανός Μπόσκο, φίλος του Γκόραν: Μας έβαλε συνωμοτικά από την κερκόπορτα! μια τόσο δα βοηθητική πορτούλα, κρυμμένη στη πίσω πλευρά του μοναστηριού. Ο συμπαθέστατος και ομιλητικός Μπόσκο, ένοιωθε πως είχε ιερό καθήκον να δείξει τα ιερά και όσια στους ομόδοξους αδερφούς Έλληνες. Καλοσύνη του -νοιώσαμε υποχρεωμένοι.
Ένα τσιγάρο δρόμος από το Κοσσυφοπέδιο κι΄ άλλο ένα από τη Βοσνία Ερζεγοβίνη το Νόβι Παζάρ, ελληνιστί «νέο παζάρι», 85% μουσουλμάνοι, γενέτειρα τού ιδρυτή τού Σερβικού έθνους Στέφαν Νεμάνια, ιδρύθηκε από Οθωμανούς τον 16ο αιώνα. Βραδινός υγιεινός περίπατος στη πόλη με ξεναγό τον Μπόσκο. Άλλος αέρας! Ένα Μοναστηράκι με τα πέριξ του σε μεγέθυνση. Η παρουσία τού μουσουλμανικού στοιχείου κυριαρχεί. Βαλκάνια, χωνευτήρι λαών και πολιτισμών!  Κεμπάπι –ονομαστό ως το καλύτερο της Σερβίας- και μπακλαβά σπέσιαλ.

6/10
Πρωινό ξύπνημα με θέα τον μιναρέ τού απέναντι τζαμιού. Παραδοσιακό πρωινό εκτός ξενοδοχείου, στο διπλανό μαγαζί: Μαντί - οκτώ «μπουκιές» κιμαδόπιττα περιχυμένες με υγρό γιαούρτι. Εξαιρετικό. Η «λυπητερή»; 180 σερβικά δηνάρια (με ισοτιμία ευρώ-δηναρίου 1/120) μόλις 1,5 ευρώ!
Λίγα για το αγαπημένό μου κεμπάπι: Διαφορετικό από το «Ελληνικό». Πέντε μικρά κυλινδρικά κεμπάπ -σα σουτζούκια- η μερίδα, σερβιρισμένα συνοδεία ανοιγμένης στη μέση «Αραβικής» πίττας, ψιλοκομμένου κρεμμυδιού και γιαουρτιού -«γιαούρτι» το λένε μα πίνεται σα το αριάνι- κιμάς ανάμικτος μοσχάρι και αρνί, γεύση κρεάτινη, επίγευση παραδόξως όχι τόσο λιπαρή, η μυρωδιά του αρνιού ιδιαίτερα έντονη. Μου άρεσε. Η «λυπητερή»; λιγότερο από 2 ευρώ!
Φύγαμε για Μόκρα Γκόρα με μια σύντομη επίσκεψη –σε τι άλλο;- στην εκκλησία των αποστόλων Πέτρου και Πάυλου από τον 12ο αιώνα, την παλιότερη σωζόμενη εκκλησία στη Σερβία.
Ζένιτσα, Πριζέπολι, Νόβα Βάρος –με την ειδυλλιακή λίμνη του- διαδρομή  καταπράσινη. Δάσος και λιβάδια. Είμαστε στο βουνό Ζλάτιμπορ. Στάση στο Σιρογκόινο για μεσημεριανό και επίσκεψη στο τοπικό υπαίθριο εθνογραφικό μουσείο.
Ώρα 4.00 φτάνουμε στη Μόκρα Γκόρα – ελληνιστί «δάσος στο βουνό», φυσικό πάρκο στα σύνορα Σερβίας –Βοσνίας, όπου έστησε το «χωριό» του –τουριστική ατραξιόν- ο Εμίρ Κουστουρίτσα. Εδώ έχουμε δώσει ραντεβού στις 4.30 με τους Βόσνιους να μάς πάνε στο Σαράγεβο. Έχουν καθυστερήσει. Ώρα 5.00 ξεφορτώνουμε τα μπαγάζια στο δρόμο, ο Γκόραν με τον οδηγό πρέπει να φύγουν. Συννέφιασε και αρχίζει να σιγοψιχαλίζει. Μεταφερόμαστε με τα μπαγάζια μας σ΄ ένα υπόστεγο. Τηλεφωνήματα ξανά και ξανά. Έρχονται… λένε. Τα ΄χουμε πάρει στο κρανίο! Πρέπει να τους κατσαδιάσουμε και να βάλουμε εξ αρχής τα πράματα στη θέση τους γιατί ξεκινάμε στραβά… Σουρουπώνει και πιάνει ψύχρα. Ώρα 6.00 –με μιάμιση ώρα καθυστέρηση- εμφανίζεται ο  Άντο με το βανάκι του. Ζητάει συγνώμη για τη καθυστέρηση κι΄ όλα μέλι γάλα… Πάλι καλά που δε βγάλαμε το βράδυ στα βουνά της Μόκρα Γκόρα… Ώρα 6.30 στο συνοριακό φυλάκιο και έλεγχος διαβατηρίων, 6.50 αφήνουμε πίσω μας τη Σερβία.
Δυόμισι ώρες ακόμα για Σαράγεβο. Σκοτείνιασε για τα καλά. Κοιτάζω τα φωτισμένο «ουράνιο θόλο» με τα γαλάζια αστέρια στην οροφή του βαν και ταξιδεύω. Τα μάτια μου κλείνουν μα βρίσκομαι σε υπερένταση. Ο Άντο μάς βγήκε άκρως ομιλητικός. Αυτοσυστήνεται «ελεύθερος Ευρωπαίος πολίτης και Σερβο-Βόσνιος μουσουλμάνος». Έχει  φίλους Σέρβους χριστιανούς -λέει, ακούει μουσική, χορεύει, πίνει αλκοόλ, μα στο ραμαζάνι νηστεύει. «Επί Τίτο ζούσαμε όλοι μαζί χωρίς πρόβλημα και μια μέρα ήρθαν και μού είπαν, εσύ δεν είσαι σα και δαύτους, εσύ είσαι μουσουλμάνος… Κάποιο θέλουν να μας χωρίσουν…» είπε χαρακτηριστικά. «…Βοσνία: 65% μουσουλμάνοι, 25 χριστιανοί ορθόδοξοι, 10 καθολικοί. 3,8 εκατομμύρια ψυχές όλοι κι΄ όλοι στη τελευταία απογραφή, 3,25 σήμερα λόγω μετανάστευσης και ουδείς ασχολείται μ΄ αυτό, αύριο –βλέπετε- έχουμε εκλογές…»
Περνάμε το φωταγωγημένο γεφύρι του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή στο ποταμό Ντρίνια. Προσωρινή παύση κουβέντας και στάση για φωτογραφίες.

7/10
Γράφω στο λόμπυ του ξενοδοχείου μετά το πρωινό, λαχανιαστά να προλάβω γιατί το πρόγραμμα είναι φορτωμένο και σε λίγο φεύγουμε- έχουμε τόσα θαυμαστά ακόμα να δούμε…  Βραδιάτικα ώρα 10.00 λοιπόν χτες στο Σαράγεβο και ως δια μαγείας η κούραση της μέρας εξαφανίστηκε! Πυρετός το Σαββατόβραδο! Υπερβολές μήπως μπαϊλντισμένου απ΄ τα βουνά και τα ρουμάνια, που διψά να ξυπνήσει το μάτι του; Κι΄ όμως… η πόλη έχει μιαν αύρα και ενέργεια μοναδική! -μου ΄φερε κάτι από νυχτερινή Λισσαβόνα στο πιο οριένταλ. Σφύζει από ζωή!  Τσεκ ιν λοιπόν στο ξενοδοχείο, λίγο νερό για φρεσκάρισμα στο πρόσωπο, και καπάκι στη γύρα. Να ιδώ, να γευτώ, να μυρίσω, να ακούσω, να αισθανθώ, να αφουγκραστώ τη καρδιά και τη ψυχή, τη μοναδική αύρα αυτής της πόλης! Κόσμος στους δρόμους, νέοι -μόνο νέοι! είναι δυνατόν;- μπαρ, μουσικές στη διαπασών, φαγάδικα…  Μιναρέδες και σταυροί, χιτζάμπ και βαθιά ντεκολτέ, τσαντόρ και σούπερ μίνι, όλα αντάμα, πλάι πλάι, όλα εδώ συνυπάρχουν, διαφορετικά ήθη, έθιμα, λαοί, συζούν αρμονικά. Ή μήπως δεν είναι έτσι και αυτό που βλέπω έχει να κάνει με το «φαίνεσθαι» των πραγμάτων και όχι με το «είναι»; Μα όχι, δε μπορεί να με ξεγελάνε τα μάτια μου, συνυπάρχουν! Σα σε πασαρέλα, σα σε νυφοπάζαρο, σα σε άτυπο διαγωνισμό ποιο θηλυκό, ποιος πολιτισμός, θα βγει πιο ποθητό σε τούτο το ανθρώπινο χωνευτήρι, και -το βρήκα!- αυτό είναι που με τρομάζει. Γιατί κάτι εύφλεκτο πλανιέται. Σα να αρκεί μια σπίθα, μια ματιά, μια παρεξήγηση να τα τινάξει όλα στον αέρα… πότε αλήθεια η διαφορετικότητα του άλλου έγινε –όχι εξ ανάγκης μα- από καρδιάς αποδεκτή; Μαύρες σκέψεις εδώ που γιορτάζει η ζωή –ασφαλώς- δεν στάθηκαν ικανές να χαλάσουν τη διάθεσή μου. Κάτι πρόχειρο στο δρόμο, για το στομάχι, και τσάρκα. Βαλκανικό ροκ, λάιβ παρακαλώ –τύφλα να ΄χει ο Αγγελάκας!- μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.  
«Μπουμ- Μπουμ -μπουμ Κα-λα-σνι-κοφ! Κα-λα-σνι-κοφ!» σιγοντάρω τον Αχμέτ που μάς δείχνει τα «ρόδα του Σαράγεβο», τα βαμμένα με κόκκινη μπογιά σημεία στο πλακόστρωτο της αγοράς όπου σκοτώθηκαν άμαχοι πολίτες από οβίδες των Σέρβων -τουριστικό «δεν ξεχνώ» του εμφύλιου, και, δυο βήματα παρακάτω, τη γραμμή της συμφιλίωσης «Σαράγιεβο –συνάντηση πολιτισμών» - δημοφιλές μίτινγκ πόιντ.  Και λίγο αργότερα στο «μουσείο του εμφύλιου» – ο εμφύλιος (1992-5) και τα κρίματα τής μιας πλευράς έχουν, φαίνεται, εδώ την τιμητική τους- τον ίδιο σκοπό του Μπρέγκοβιτς σιγομουρμουρίζω, γιατί; δεν ξέρω, ίσως άλλον πιο κατάλληλο για τη περίσταση δεν μπορώ να βρω. Περιδιαβαίνουμε το κέντρο, τη παλιά πόλη με το παζάρι και τη νέα με μαγαζιά, τράπεζες, γραφεία επιχειρήσεων… το κέντρο γαρ είναι περιοχή αποκλειστικά εμπορικής δραστηριότητας.
Να ΄μαστε και στη τουριστική ατραξιόν του Σαράγεβο, τη «Λατινική γέφυρα» -επονομαζόμενη σήμερα «γέφυρα Ντανίλο Πρίνσιπ», του «τρομοκράτη» που έγινε «εθνικός ήρωας», ή του «ήρωα» που κάποιοι βάφτισαν «τρομοκράτη». «Έτσι συμβαίνει πάντα ανάλογα με το ποιος διαβάζει την ιστορία…» λέει ο Αχμέτ και θυμήθηκα τη Σάμνα και τον συνονόματό του, δυο νέους σφόδρα ερωτευμένους που ήθελαν να κρατήσει η αγάπη τους για πάντα. Αγόρασαν λοιπόν ένα κατακόκκινο, όπως το άλικο της καρδιάς, λουκέτο, και την κλείδωσαν στη κουπαστή της γέφυρας που λέμε. Σ’ αυτή τη γέφυρα ο Ντανίλο, αμούστακος ακόμα έφηβος, είχε στήσει καρτέρι στον αρχιδούκα και διάδοχο του θρόνου της Αυστροουγγαρίας  Φερδινάνδο. Γιατί δεν ήξερε -ή μάλλον τού είχανε πει μα δεν είχε καταλάβει- τι γύρευε εκεί αυτός που δεν είχε προλάβει ακόμα να χαρεί τη ζωή, συντροφιά με το θάνατο; Το αυτοκίνητο τού αρχιδούκα δεν έλεγε να φανεί και ο ερωτοχτυπημένος, όπως ο Αχμέτ, Ντανίλο κίνησε να πάει στην αγαπημένη του. Τίποτα από αυτά που συνέβησαν δεν θα συνέβαινε αν ο οδηγός του αρχιδούκα δεν είχε ξεχάσει το δρόμο, αν ο ίδιος ο αρχιδούκας δεν έλεγε του οδηγού του να σταματήσει, αν ο οδηγός σταματούσε λίγα μέτρα πριν τη γέφυρα ή λίγα μέτρα πιο πέρα απ΄ αυτή, αν η καρδιά τού Ντανίλο δεν χτυπούσε τόσο δυνατά και ήθελε να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα, αν το βήμα του ήταν λίγο πιο αργό ή έστω πιο γρήγορο, αν το άμαθο από κουμπούρια χέρι του έτρεμε λιγότερο -ίσως έτσι να αστοχούσε… αν… Ο Ντανίλο είδε το αυτοκίνητο σταματημένο ακριβώς μπροστά του, τράβηξε το περίστροφο και τη μπουμπούνισε στο Φερδινάνδο. Τον πιάσανε και καταδικάστηκε είκοσι χρόνια από τη νιότη του στη ψειρού. Είκοσι χρόνια μακριά από την αγκαλιά τής αγαπημένης του! Δεν άντεξε και πέθανε από το μαράζι πίσω απ΄ τα κάγκελα. Η πράξη του αυτή ήτανε η σπίθα για να φουντώσει η φωτιά του μεγάλου πόλεμου που αιματοκύλισε την Ευρώπη. Εκατομμύρια νέοι χάθηκαν και τους έκλαψε η αγαπημένη τους με μαύρο δάκρυ. «Αν το ήξερε αυτό ο Ντανίλο ίσως να μην είχε πατήσει τη σκανδάλη και ο κόσμος να ήταν διαφορετικός, ίσως οι άνθρωποι ζούσαν μονιασμένοι κι΄ η αγάπη χαμογελούσε…» είπε η Σάμνα στον Αχμέτ. Εκείνος αντί απάντησης την έσφιξε στην αγκαλιά του.
Αποχαιρέτησα το Σαράγεβο με την υπόσχεση να ξανάρθω. Το βλέπω να ξεμακραίνει από το παράθυρο του τραίνου. Ο καιρός μελαγχολικός. Σιγοψιχαλίζει. Οι σταγόνες κάθονται στο τζάμι σάμπως επίτηδες για να χαλάσουν τη φωτογραφία μου. Και να ΄τανε μόνο αυτές; τα χνώτα μου τις σιγοντάρουν θολώνοντας ακόμα περισσότερο την εικόνα. Παραιτούμαι, έτσι κι΄ αλλιώς το Σαράγεβο είναι ήδη σε απόσταση ασφαλείας από τη κάμερά μου. Κι΄ όμως τη σηκώνω στο ύψος της ματιάς, κοιτάζω στο φακό, νετάρω, πατάω το κουμπί του κλείστρου και ρίχνω μία, έτσι για τη τιμή των όπλων! Μια πομφόλυγα, ένα λάθος της ιστορίας ήσαν όλα όσα είδα κι΄άκουσα, δεν υπήρξαν εμφύλιος, ούτε Ντανίλο Πρίνσιπ, ούτε Σέρβοι μακελάρηδες, ούτε πληγές που χαίνουν, και τα κόκκινα ρόδα του Σαράγεβο ήσαν απλά μια ανθοδέσμη, μια κοινότατη ανθοδέσμη με τριαντάφυλλα και τίποτα περισσότερο. Μια κινέζα κοντοστέκεται, με κοιτάζει που γράφω και σα να απορεί, χαμογελάει και απομακρύνεται. Στο βάθος του βαγονιού μια παρέα αγγλόφωνων, μάλλον Ιρλανδών. Ο αρχηγός κάθεται απέναντί μου και ξεδιπλώνει τα μελλοντικά ταξιδιωτικά σχέδιά του. Εντυπωσιάζομαι. Όλα τα ΄χει στρωμένα στην εντέλεια, ανοιχτά τραπουλόχαρτα, για όλα έχει ένα λόγο, σε κάθε ερώτηση μιαν απάντηση! Μα γιατί όσο πληθαίνουν οι απαντήσεις τόσο θεριεύουν οι ερωτήσεις;…
Σαράγεβο -Μόσταρ δυόμισι ώρες. Φύγαμε πέντε παρά. Θα φτάσουμε περασμένες εφτά. Η διαδρομή μαγευτική. Καταπράσινα ψηλά βουνά, συνεχόμενα γιοφύρια, κοιλάδες,  χείμαρροι, λίμνες, γραφικοί οικισμοί σα ζωγραφιά… τα σύννεφα και η ομίχλη κάνουν το τοπίο υποβλητικό. Η ενδοχώρα της Βοσνίας φαίνεται πανέμορφη!
Ώρα 8.00  Είμαστε κοντά μιάμιση ώρα τώρα ακινητοποιημένοι μέσα στο τραίνο. Πηγαίναμε ωραία και καλά και τσουπ στη μέση του πουθενά σταματήσαμε. Ακούστηκε πως υπάρχει διακοπή ηλεκτρικού και πως θα έρθει ντιζελομηχανή από το Μόσταρ να μας τραβήξει! Αυτό πριν μια ώρα. Περιμένουμε…
Έξω μαύρο σκοτάδι. Ανοίξανε και τις πόρτες των βαγονιών να ξεχαρμανιάσουν οι θεριακλήδες. Έχουμε αρχίσει να το διασκεδάζουμε…
9.15 σβήσανε τα φώτα. Συσκότιση μέσα έξω! Είμαστε με τα κλεφτοφάναρα των κινητών –όπου να  ΄ναι θα πούμε και το Χριστός Ανέστη!… Στο Μόσταρ φαίνεται πως έχουν με πιο σημαντικά να ασχοληθούνε από εμάς –βράδυ εκλογών σήμερα βλέπετε… Πιάσαμε το τραγούδι. Βγήκαν και οι ρακές. Κεράσματα να γλυκάνει η ανησυχία. Να λιώσει κι΄ ο πάγος γαμώτο! - όλοι στο ίδιο βαγόνι είμαστε. Οι συνεπιβάτες μας ανταποκρίνονται, ξεθαρρεύουν. Εδώ θα μείνουμε και να κάνουμε κάτι δεν μπορούμε –ας  το χαρούμε λοιπόν! Όλο το βαγόνι δονείται από τραγούδια και χαχανητά -το βαγόνι των τρελλοΕλλήνων…
10.15 αρχίζουμε να ρολάρουμε. Στα σκοτάδια – είμαστε στο τραίνο φάντασμα! Χειροκροτήματα, επευφημίες, γιουπι-γιάγια -γιούπι -γιουπιγιά όλοι έξω φωνή!
Περασμένες 11.00 φτάνουμε στο Μόσταρ με κοντά τέσσερις ώρες καθυστέρηση! Και τι μ΄ αυτό; Ζήσαμε αξέχαστες στιγμές!
Τα μπαγάζια στα χέρια και ποδαρόδρομος ως τη πανσιόν –ευτυχώς το ψιλόβροχο έχει σταματήσει.

8/10
Τελικά η πανσιόν βρίσκεται στο καρα-κέντρο και χτες μεσ΄ στα σκοτάδια δεν το είχα καταλάβει. Λιακάδα! ο καλός καιρός των ταξιδιωτών… ούτε μία φορά σ΄ αυτό το ταξίδι δε μάς πρόδωσε. Μα και να μας πρόδιδε μασάμε εμείς; Ο Μίραν, ο ξεναγός μας, περιμένει τους καθυστερημένους για ν΄ αρχίσει. Παντού μυρίζει κεμπάπι! Προτιμάω κρουασάν για πρωινό. Ο Μίραν έχει αρχίσει. Ακούω κάτι για εμφύλιους και πεθαμένους, για τζαμιά και λοιπά ντουβάρια, μα -το ντουβάρι- απ΄ το ένα αυτί μού μπαίνουν κι΄ απ΄ το άλλο βγαίνουν -ταξιδεύω ήδη στη πατρίδα. Μία και σήμερα μείνανε. Λαχταρώ να σφίξω στην αγκαλιά μου τη Μουτσουνίτσα και τις κορασίδες μου. Ως εδώ! φτάνει! Αρκετά είδα, άκουσα, έζησα –κι΄ αν βγήκα απ΄ όλο αυτό λίγο σοφότερος έφτασα στο προορισμό μου- δεν είναι για χόρταση το ταξίδι. Το Μόσταρ πάντως είναι η γέφυρά του… Και να ΄τανε η παλιά, η ωραία η Τούρκικη; -αυτή την γκρέμισαν οι Κροάτες στον εμφύλιο. Κι΄ ας τη λένε ακόμα Στάρι Μοστ - «παλιά γέφυρα»! Ο Νερέτβα, το ποτάμι κάτωθέ της, έχει ένα γαλαζοπράσινο χρώμα μούρλια και νερά γάργαρα. Έτσι μου ΄ρχεται να βουτήξω κι΄ εγώ από τα ψηλά μαζί με τους ντόπιους βουτηχτάδες, να με απαθανατίσουν οι Κινέζοι να βγάλω και τα έξοδα του ταξιδιού, μα δε θα το κάνω σεβόμενος το μόχθο τού ντόπιου εργαζόμενου. Περιορίστηκα, όπως μιλιούνια τουρίστες τριγύρω μου, στις φωτογραφίες. Τράβηξα τόσες όσες δεν είχα τραβήξει μέχρι τώρα σε όλο το ταξίδι! -και μετά τις έκανα ντιλίτ…
Πάει και το Μόσταρ… Τι σας έλεγα; γυρίζουμε στη πατρίδα! Να τη! Ήλιος, θάλασσα, πεύκα, ελιές, θυμάρι, φλισκούνι κι΄ άγρια μέντα που λέει και το τραγούδι -το κορίτσι μοναχά λείπει μα η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Τραβάμε νότια κατά μήκος των Δαλματικών ακτών. Γαλάζια φιόρδ με καταπράσινα νησάκια, κολπίσκοι με ιχθυοκαλιέργειες, λευκά σπιτάκια σπαρμένα άναρχα πάνω στο βράχο. Τελειώνει το ταξίδι κι΄ έχει πέσει ασυνήθιστη σιωπή στην ομάδα. Ο αρχηγός ασχολείται με τη συγκομιδή των φωτογραφιών του -«ωραία είναι αυτή!…» κάθε τόσο μονολογεί- κι΄ έχει πια βάλει τον Σταυριανό στο χρονοντούλαπο. Οι υπόλοιποι έχουν γλαρώσει από τον ήλιο. Το Ντουμπρόβικ που απομένει μοιάζει με το κερασάκι της τούρτας –μια ακόμα μπουκιά και πάει, τέλειωσε. Ωραία ήταν, χειροποίητη -φτιαγμένη με μεράκι. Κι΄ αν κάπου παράπεσε η ζάχαρη και σερμπέτιασε ή τάγκισε το βούτυρο, μικρό το κακό -συμβαίνουν αυτά.
Ντουμπρόβνικ δύο μόλις ώρες πριν τη δύση του ηλίου. Σα να ξυπνάμε: «Τρεχάτε, προλαβαίνουμε!» Και βουρ για το τελεφερίκ να ιδούμε την καστροπολιτεία από ψηλά.

9/10
Το φως από το παράθυρο του δωματίου γλυκό, ζεσταίνει τη διάθεσή μου. Πρωινή ξενάγηση στη παλιά πόλη παρέα με ορδές τουριστών –και είμαστε μέσα Οκτώβρη, απορώ το κατακαλόκαιρο τι γινότανε….
Εκεί όπου η ιστορία γίνεται βιτρίνα βρίσκεται το Ντουμπρόβνικ. Βιτρίνα αλμυρή. Ανέκαθεν αλμυρή ήταν η πάλαι ποτέ Ραγκούζα. Ίσως φταίει το αλάτι που έβγαζαν εδώ, και οι αριστοκράτες Ραγκουζαίοι γέμιζαν τις τσέπες τους με χρήμα πουλώντας το στους παρακατιανούς ανάλατους, ίσως η χάρη του Άη Βλάσση, πανταχού παρόντα προστάτη της πόλης – δεν το έψαξα. Γραφική, σα καρτ ποστάλ, δε λέω. Αν ξανάρθω, στα στερνά μου, θα ΄ναι για ν΄ απλώσω την αρίδα μου σ΄ ένα πεντάστερο στη παραλία, άντε και να χαζεύω τα γυρίσματα τού Γκέιμ οφ Θρόνς…


ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ
Δυό μέρες τώρα προσπαθώ κουβαλώντας μέσα στο σπίτι πάνω κάτω στους ορόφους μπαγάζια πιλαλώντας ασταμάτητα, μπας και καταφέρω να παλέψω το στερητικό σύνδρομο! -δεν αντέχεται η ξεκούραση… Να ΄μαι λοιπόν στη πατρίδα σώος και αβλαβής! Ευτυχώς φτηνά τη γλίτωσα. Από τη μια οι μπόμπες που σκάγανε τριγύρω μου σα στραγάλια, από την άλλη τα συντροφικά μαχαιρώματα… Εμφύλιος να ιδούν τα μάτια σας! τύφλα να ΄χει αυτός πριν εικοσιπέντε χρόνια στα σερβοβοσνιακά λημέρια. Θα το ξαναπώ: Εμείς οι βαλκάνιοι δεν παιζόμαστε!….
Το διάστρεμμα, που όλοι με ρωτάτε, σα να μην υπήρξε ποτέ. Τσάμπα το κουβάλημα κοτζάμ φαρμακείου. Και τούτο γιατί ευθύς εξ αρχής ξηγήθηκα  στο πόδι μου: Εσύ τη δουλειά σου κι΄ εγώ τη δικιά μου - κοίτα να μη με ντροπιάσεις στους συντρόφους. Δεν έχω παράπονο, μ΄ έβγαλε ασπροπρόσωπο.
Κατά τ'  άλλα -σάς τα είπα- όλα κύλησαν κατ΄ ευχή. Και πόλεις είδαμε, και κάστρα, και εκκλησίες, και μοναστήρια, και μουσεία…. ντουβάρια πολλά σας λέω ανάκατα με ανθρώπους, και δάση είδαμε και βουνά, και λαγκάδια, και ζώα άγρια, και ποτάμια, και λίμνες, και λιβάδια με μπόλικες αγελάδες, και τον αξιότιμο κόμη με τον οποίο -κάποια νέα κάποτε μού είπε πως- έχω συγγένεια καθότι οι δύο πάνω αντικριστοί γομφίοι μου είναι ολόιδιοι με τους δικούς του, και ένοιωσα αληθινά περήφανος που κατάγομαι από τζάκι.
Και ψώνια κάναμε - αυτό έλειπε! Τα άφησα τελευταία μα ήταν η απόλυτη προτεραιότητά μας -η επανάσταση γαρ την σήμερον ημέρα περνάει μέσα από τη κατανάλωση. Αφού -εμείς οι αριστεροί- ζοριστήκαμε να γκρεμίσουμε το σάπιο σύστημα από τα έξω, θα το κάνουμε από μέσα! Ειδικά οι απανταχού βαλκάνιοι σουβενιράδες σα μάς βλέπανε κατουριόντουσαν πάνω τους από χαρά! Τιμητική στις αγορές μας είχαν τα άχρηστα - σάμπως αυτό δεν συμβαίνει στον επάρατο καπιταλισμό; Άχρηστα ξεάχρηστα ο πόθος μας για δαύτα - προσποιούμασταν πως- ήταν διακαής. Σα να μη τα ΄χανε ξαναδεί τα ματάκια μας, σα να μη είχαμε φανταστεί πως υπάρχουν καν, σα να ΄τανε η άνωθεν αποκάλυψη που θα στούμπωνε το εσώτερο επαναστατικό κενό μας. Στα ψώνια σάς λέω πήραμε δέκα με τόνο!
Τόσα μέρη, τόσα χιλιόμετρα, τόση ταλαιπωρία τι καταλάβαμε; Γυρίσαμε μια σταλιά περισσότερο σοφοί; Μήπως δασκαλεμένοι; Ο αρχηγός, δε λέω, πάσχιζε. Αυτός ο μακαρίτης Σταυριανός, το πόνημα τού οποίου είχε συνέχεια υπό μάλης σα φυλαχτό, μάς στοίχειωσε! στον ύπνο μου ακόμα τον βλέπω! Μα φτάνει ένας αρχηγός για να φέρει την Άνοιξη αν καθένας έχει τού κώλου του το χαβά; ρητορικό –εννοείται- το ερώτημα.