Πώς κατακτήθηκε
ο Νότιος Πόλος; (γιατί για το πότε ουδείς γνωρίζει). Το μόνο βέβαιο είναι πώς
μεταξύ των πρωταγωνιστών συγκαταλέγονται οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι Ρόαλντ Αμούνδσεν
και Ρόμπερτ Σκοτ, αμφότεροι φερέλπιδες νέοι (τότε) με διακαή τον πόθο της
κατάκτησης του κεντρικού αυτού σημείου (σημειωτέον ότι πόλοι,
καμπύλες, γεωγραφικές συντεταγμένες και αποκλίσεις με όλα τα συναφή μικρή
σημασία είχαν ανέκαθεν στη μαθηματική θεωρία, πόσο μάλλον στην ευγενή αυτών των
νέων προσπάθεια). Ένα σάς λέω:
έγινε πόλεμος τότε, πόλεμος κανονικός! Το εγχείρημα, αρκούντως επικίνδυνο όσο
και συναρπαστικό, συγκέντρωσε την προσοχή, αν όχι τη συμπάθεια, πλείστων όσων
πολιτισμένων κρατών ως και μεμονωμένων ατόμων. Οι τελευταίοι λογίζονταν ως
συνοδοιπόροι, επί χρήμασι μετέχοντες –έστω και παθητικά- της όλης προσπάθειας,
ακραιφνείς καιροσκόποι, ως και το μέγα ανώνυμο πλήθος, ο πόθος του οποίου,
εξίσου διακαής με αυτόν των πρωταγωνιστών, παρέμενε εσαεί ανεκπλήρωτος. Όλων οι
προσδοκίες διαψεύστηκαν όταν, κεραυνός εν αιθρία, έγινε γνωστό ότι το ποθούμενο
είχε ήδη κατακτηθεί υπό άλλων πλειστάκις και κατ΄ εξακολούθηση! μάλιστα
ειπώθηκε τότε πως επρόκειτο περί αήθους συμπαιγνίας προκειμένου οι περί ου ο
λόγος φερέλπιδες να αποθαρρυνθούν, και πως η επιτυχία είχε κρατηθεί μυστική
κοινή συναινέσει -το γεγονός όχι μόνο τούς πείσμωσε, μα χαλύβδωσε την πίστη
τους για το ευγενές τού αγώνα και την τελική νίκη… Αρκετά αργότερα ο Αμούνδσεν,
μεσήλιξ όντας, σε συζήτηση εκ βαθέων με τον παλιόφιλό του Ουμπέρτο Νόμπιλε,
υποστήριξε ότι γνώριζαν πως ο εχθρός είχε προ πολλού φτάσει πρώτος στον Πόλο. “Τα
πλήθη, όσοι δηλαδή μπορούσαμε ακόμα να πάρουμε τα πόδια μας, ζητωκραύγαζαν τους
δαφνοστεφείς νικητές. Τι περισσότερο να κάναμε; Η υπερπροσπάθεια δεν αρκούσε;” αναρωτήθηκε. Και
συνέχισε: “Ανιδιοτελείς εθελοντές, δημιουργήματα των καιρών
ήμασταν. Με αυτούς ερχόμασταν, με αυτούς πηγαίναμε… και στο διάβα σπείραμε τους
χυμούς της ζωής μας. Αυτοί οι καιροί μάς έπνιγαν, αυτούς όμως αγαπούσαμε. Μέσα
τους, σα σε φωτογραφική πλάκα, είχαμε αποτυπώσει τις χαρές της ζωής, είχαμε κλείσει
τον δικό μας κόσμο. Και τον συντηρούσαμε ευλαβικά, με φροντίδα περισσή και
πάθος ακατάληπτο. Μόνο που τώρα θέμα συντήρησης δεν υφίσταται· αυτή την έχει
αναλάβει ο χρόνος. Και εμείς με τη σειρά μας αφήνουμε τον χρόνο να πει το
ωραιότερο τραγούδι…” Ένας βαθύς αναστεναγμός ακούστηκε, ένας τοίχος κατέρρευσε·
και τα συντρίμμια του στα μάτια του έκαναν τον Νόμπιλε να τρομάξει. Αυτοί οι φερέλπιδες
δεν είχαν καμία ελπίδα, αυτά τα παλληκάρια φαινόντουσαν γέροι! Και ο πόλεμος
δεν βρίσκονταν παρά στην αρχή…
8/19