25/12 ΘΑ ΠΟΥΝΕ ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΜΕΝΑ
Αυτά τα Χριστούγεννα δεν υπάρχουν
κάλαντα. Τι υπάρχουν; Σκουπίδια. Σκουπίδια παντού. Μπροστά στη πόρτα μου τα
σκουπίδια βουνό. Και χαλάνε το μοσχομύρισμα τών ημερών. Από τους κουραμπιέδες
και τα μελομακάρονα. Μα εγώ το βιολί μου. Βρήκα το παρατημένο στ΄ αζήτητα
καμπανέλι μου. Το φίλησα. Το γυάλισα. Το στόλισα με μια γιρλάντα. Και βγήκα να
πω τα κάλαντα. "Τρελάθηκες;" μού είπανε. Μπορεί. Μπορεί και να έχω
τρελαθεί. Κάθε χρόνο τα λέω. Φέτος με το καμπανέλι. Πόρτα πόρτα στο δρόμο. Στο
δρόμο λένε τα κάλαντα. Έκανα πρόβα στα κρυφά. Στα κρυφά για να μη μυριστούν τις
προθέσεις μου. Διαφορετικά θα μου τούς στέλνανε πεσκέσι. Αυτούς τους νουάρ
τύπους με καπαρντίνα και ρεπούμπλικα. Όπως στο σινεμά. Ας τους στέλνανε. Ταφ
γκάι είμαι κι΄ εγώ. Δε μασάω. "Τζάμπα μπήκατε στο κόπο… Είμαι καθαρός.
Ούτε κορωνοϊός, ούτε τίποτα"
θα τούς έλεγα. Θα φεύγανε άπρακτοι. Με την ουρά κάτω απ΄ τα σκέλια. Το
να κάνεις πρόβα με τον εαυτό σου δεν απαγορεύεται. Ούτε το να λες τα κάλαντα
στο σπίτι σου. Μα δεν ήθελα νταλαβέρια μαζί τους. Μακριά κι΄ αγαπημένοι… Σαν τέλειωσα την πρόβα δεν κρατιόμουνα.
Κατέβηκα δυό δυό τα σκαλοπάτια τού κλιμακοστάσιου ίδιο αγριοκάτσικο. Και, να
πάρει, έπεσε το καμπανέλι από τη τσέπη μου. Γκλιν γκλαν γκλιν γκλαν κατρακύλησε
ένα ένα όλα τα σκαλοπάτια. Χάλασε τον κόσμο. Η γλυκιά λαλιά του αντήχησε από το
ρετιρέ ίσαμε το υπόγειο -είναι γλυκόλαλο το καμπανέλι μου. Ευτυχώς που πρόλαβα
να το μαζέψω. Τούτη τη φορά το έκρυψα κάτω απ΄ το μπουφάν βαθειά στο κόρφο μου.
Όλη η πολυκατοικία σηκώθηκε στο πόδι. Ανοίγανε πόρτες, ρωτούσανε τι τρέχει.
Κατατρομάξανε οι χριστιανοί. Ο διαχειριστής πετάχτηκε έξω με τα σώβρακα.
"Τι ήταν αυτό που ακούστηκε;" με ρώτησε. "Δεν ξέρω… Κι΄ εγώ
άκουσα έναν παράξενο ήχο…" τού είπα. Το ίδιο επαναλάμβανα στερεότυπα σε
όσους με ρωτούσαν. Με τα πολλά ξέφυγα και βγήκα στο δρόμο. Νέκρα. Τα μαγαζιά
ψευτοστολισμένα. Περίμεναν τον πελάτη με το τουφέκι. Ένας κακόμοιρος Άη Βασίλης
τραγουδούσε βαριεστημένα σε μια βιτρίνα την Άγια Νύχτα. Πλησιάζω. "Να τα
πούμε;" ρωτάω. "Μας τα ΄πανε άλλοι" μού λένε. Φεύγω να δοκιμάσω τη τύχη μου αλλού. Το μάτι
μου πηγαίνει στη γιγαντοοθόνη στην απέναντι ταράτσα. Αναβοσβήνει εναλλάξ MERRY XMAS
–
HAPPY NEW
YEAR. Διασχίζω το δρόμο. Κάποιος κορνάρει. Παραλίγο να
με πατήσει. Έχω καλό προαίσθημα πως αυτή τη φορά θα σταθώ πιο τυχερός. Στη
γωνία πέφτω πάνω στο διαχειριστή μου. Ήτανε παρέα με δυο νταγλαράδες. Απ΄
αυτούς τους τύπους με καπαρντίνα και ρεπούμπλικα που λέγαμε. Κάνανε πως με
ξέρανε. Με ξέρανε καλά. "Αγαπητέ…" εγκάρδια. "…Τι σύμπτωση!" δεν ήταν σύμπτωση. "Καλά Χριστούγεννα
" μού λένε με μια φωνή. Και προτού προλάβω να ανοίξω το στόμα μου χιμάνε
καταπάνω μου. Τα χάνω. Το καμπανέλι γλιστράει από τα χέρια μου. Αρχίζουν να με
χτυπάνε με μανία. Με μανία, αλήθεια λέω. "Παλιόπουστα δεν ήσουνα ποτέ
αληθινά δικός μας. Νόμιζες πως δεν το ξέραμε ε;" Έτσι λέγανε και με χτυπούσανε. Μόνο αυτό
λέγανε. Τίποτα άλλο. Γι΄ αυτό με σάπισαν στο ξύλο. Ένας περαστικός κάλυψε τα
μάτια του με τις παλάμες να μη βλέπει. Δεν άντεχε άλλο ο άνθρωπος. Ένας άλλος
είπε ότι θα καλέσει την αστυνομία. Δε ξέρω πόσο κράτησε ο εφιάλτης. Σα βγάλανε
το άχτι τους με αφήσανε παρατημένο να σφαδάζω στο πεζοδρόμιο. Σα σκουπίδι.
Δίπλα στα σκουπίδια. Οι ανταύγειες τού νέον από τη γιγαντοοθόνη τα κάνουν να
φαίνονται μαγικά. Εκείνη τη στιγμή σκέφτομαι πως τα σκουπίδια είναι η μοναδική
συντροφιά μου. Θέλω να τ΄ αγκαλιάσω. Το αίμα στις πλάκες άλικο. Μαζί με τα
χνώτα μου καυτό. Ανάκατο με σάλια και σπασμένα δόντια. Το καμπανέλι
παραπονεμένο λίγο πιο πέρα. Ένα παιδάκι σκύβει και το μαζεύει. Χάρηκα "Θα
πούνε τα κάλαντα για μένα!" Μετά
σκοτείνιασε.
22/12 ΔΥΟ ΛΕΦΤΑ
Τράβηξα το καζανάκι. Όταν βγαίνω βόλτα μαζί της μιλάμε για διάφορα. Κανείς απολύτως δε μάς αναγκάζει να μιλάμε. Ούτε είναι απαραίτητο. Απλά μάς αρέσει. Μαζί μιλάμε για θέματα διαφορετικά απ΄ ότι μιλάω με τους φίλους. Συνήθως μιλάμε για αγάπη. Αν κάποιος από τους δύο δεν έχει όρεξη για κουβέντα ακούει μόνο. Τότε ο άλλος μονολογεί. Τελικά -δε τού φαίνονταν- έκανε ψύχρα. Έβαλα τα χέρια στις τσέπες τού μπουφάν. Το ίδιο κι΄ εκείνη. Όταν βγαίνω βόλτα μόνος μου δεν έχω να μιλάω. Τότε είναι που αναζητώ τις κατάλληλες λέξεις να περιγράψουν αυτά που νοιώθω. Για να είμαι έτοιμος όταν έρθει η στιγμή που θα μού χρειαστούν -ξέρω θα έρθει. Κι΄ ας φαίνεται εύκολο δεν είναι. Οι λέξεις κρύβονται, πιο εύκολο μού φαίνεται να μιλάς. Άλλοτε μόνος πιάνω ένα σκοπό και ρεγουλάρω τον βηματισμό μου με το ρυθμό του. Ένα δύο ένα δύο… Σα στρατιωτάκι. Αυτό δεν είναι δύσκολο, μόνο που πολύ εύκολα μπορεί να χάσεις το βηματισμό σου. Ή το μέτρημα –το ίδιο κάνει. Μια φορά θυμάμαι μπερδεύτηκα και κουτρουβαλιάστηκα. Όταν γύρισα σπίτι έβαλα στο γόνατο μπεταντίν. Μετά ένα σπρέυ που το παγώνει και δε το νοιώθεις. Έκανα κάμποσο να ξαναβγώ. Χρειάζονταν κι΄ αυτό το καιρό του."Δε θέλω να ΄μαι μόνος" είχα πει.
13/12 ΣΥΝΤΑΓΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ
Τηγανίζει.
Τα παιδιά είναι στρωμένα στο τραπέζι και περιμένουν. Ο άντρας λείπει. Φοράει
ροζ λουλουδιαστή ρόμπα και λούτρινες παντόφλες. Από πάνω ποδιά που γράφει " τέντι μπερ η δίαιτα της
αρκούδας". Τα μαλλιά
της πιασμένα πίσω κώτσο. Η σκιά στα μάτια της μουτζούρα, το ίδιο και η μάσκαρα.
Ό, τι απόμεινε απ΄ το Σαββατόβραδο. Το σώμα της ακόμα μυρίζει τσιγαρίλα. Μαζί με τηγανίλα σ΄ ένα μεθυστικό μπουκέτο. Φαίνεται
κουρασμένη. Γυρίζει τα ψάρια στο τηγάνι όταν ακούει το γκλιν γκλιν τής
ειδοποίησης. Αφήνει τα ψάρια να πάρουν χρώμα. Τρέχει στο γυαλί. Διαβάζει
μονορούφι και κοτσάρει μια καρδιά. Τη καρδιά της. Το τηγανόλαδο βάφεται
κόκκινο. Προλαβαίνει και τα βγάζει λαχταριστά. Σερβίρει. Κάθεται στο τραπέζι
μαζί με τα παιδιά. Παιδιά… τα χρόνια πέρασαν, μέχρι να πεθάνει παιδιά θα
τα λέει. Αρχίζει να τρώει.
Μηχανικά. Μάλλον γιατί πρέπει παρά γιατί πεινάει. Τής κάθεται ένα κόκαλο. "Μαμά πού ταξιδεύεις;"
"Σας αρέσουν;" απαντάει με ερώτηση. Σα να την είχε
στημένη. Το περίμενε. Κάτι από μέσα της έλεγε να το περιμένει. Απλώς έτυχε όταν
τηγάνιζε. Θα μπορούσε να ΄τανε στη δουλειά. Ή στο σουπερμάρκετ. Ή μια βόλτα στη
παραλία. Θα μπορούσε εκείνη στιγμή να κάνει έρωτα. Όχι! Αυτό αποκλείεται. Αφού
τρώει. Στο Κυριακάτικο τραπέζι μαζί με τα παιδιά. Τρώει ψάρια. Είναι γεγονός. Το
βλέπουν τα ίδια μου τα μάτια, τα μάτια μου δε με γελάνε. Ούτε το φαντάζομαι,
σάς ορκίζομαι. Να, τώρα καταπίνει μια
μπουκιά ψωμί. Για να φύγει το κόκκαλο απ΄ το λαιμό. Θα φύγει. Κάποτε θα φύγει,
αυτό είναι βέβαιο. Αυτό και η καρδιά της που σπαράζει στο γυαλί. Καρδιά στο
γυαλί σημαίνει τέλεια δυστυχία. Κάτι σα σινιάλο κινδύνου απεγνωσμένου, με τη
διαφορά πως κανείς δεν πρόκειται να τρέξει να τον σώσει. Σινιάλο εκ του
ασφαλούς. Περίμενα τούτη τη στιγμή πως και πως. Περίμενα μα δεν ήθελα να το
ξέρει. Γι αυτό κρυφοκοιτάζω. Το γυαλί είναι η αλήθεια μου. Προτιμώ να
κρυφοκοιτάζω. Οτιδήποτε κάνει. Οτιδήποτε
λέει. Οτιδήποτε δικό της. Είναι ακατανόητο αυτό που κάνω… απορώ κι΄ εγώ με
μένα. Να πεις πως κρυφοκοιτάζω επειδή ψάχνω κάτι, θα το καταλάβαινα. Να πεις
πως ευχαριστιέμαι, επίσης. Μα εγώ απλώς κρυφοκοιτάζω. Χαζά. Και μελαγχολώ.
Άλλοτε αφαιρούμαι. Τότε πιάνω τον εαυτό μου να κρυφοκοιτάζω χωρίς να βλέπω, και
τρομάζω. Σε κακό θα μού βγει… σκέφτομαι. Έπειτα σκέφτομαι πως ό,τι είχα να πάθω
το ΄παθα. Και παρηγοριέμαι πως βρήκα έστω ένα τρόπο να βρισκόμαστε ο ένας κοντά
στον άλλο. Και αρχίζω να αναθαρρώ. Σιγά σιγά όλα αλλάζουν, ευφορία ξημερώνει
μέσα μου. Φτάνω να πλέω σε πελάγη ευτυχίας. "Αρκεί που ΄μαστε κοντά… να
΄μαστε κοντά, αυτό μού φτάνει" λέω στον εαυτό μου. Άλλοτε πάλι
απογοητεύομαι. Τότε είναι που γελάω με τα καμώματά μου. Και είμαι βέβαιος πως
με βλέπει και γελάει κι΄ εκείνη μαζί μου. Θεέ μου μού έχει γίνει έμμονη ιδέα!…
Σήμερα όμως η εμμονή μου ανθίζει στο γυαλί. Μπαρμπούνια είναι. Τρελαίνομαι για
μπαρμπούνια! Αν είναι απ΄ τα χεράκια
της. Την βλέπω, έχει ανάψει. Με ανάστροφη παλάμη σκουπίζει τον ιδρώτα από το
πρόσωπό της. "Ουφ!" Ακούγεται
σαν αναστεναγμός. Πετάει τη ποδιά και λύνει τη ζώνη νευρικά. Η ρόμπα στο κορμί
της χαλαρώνει. Πάει ν΄ ανοίξει. Τη τελευταία στιγμή ισορροπεί μισάνοιχτη σα σε
τεντωμένο σχοινί… Στα μπαρμπούνια έχω συνταγή επιτυχίας. Πριν το τηγάνι τ΄
αλευρώνω δύο φορές για να γίνουν κριτσανιστά. Τα δικά μου όμως δεν πιάνουν
μπάζα μπρος στα δικά της -πού τέτοια γλύκα! Μου ΄ρχεται φλασιά να τής το πω,
μια απ΄ αυτές τις σπάνιες αναλαμπές τού μυαλού μου που πάντα έρχονται όταν
είναι πια πολύ αργά. Πληκτρολογώ. "Κι αν δε σε ξέρω, κι αν ουδέποτε
ανταμώσουμε… εγώ σε θέλω".
5/12 ΘΕΛΟΥΝ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΤΟΥΣ
26/11 ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΜΗ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ ΕΡΩΤΕΣ
Σα
να ξαφνιάστηκε. Δε περίμενε να με δει. Ούτε εγώ εκείνη. Στο γιατρό έμεινε κοντά
μια βδομάδα. Μέχρι να αναρρώσει. Δεν μπορούσα να τη βλέπω να υποφέρει. Μετά τη ξέχασα.
Ήταν πιο εύκολο. Είναι πιο εύκολο να ξεχνάς. Με κοίταξε απορημένη. Έκανα να τη
χαϊδέψω. Τραβήχτηκε. Ανέβηκε στο μαρμάρινο πλατύσκαλο. Σκέφτηκα θα πηδήξει και
θα το βάλει στα πόδια. Εγώ έτσι θα έκανα. Συνέχισε να με κοιτάζει. Το ξάφνιασμα
είχε διαδεχτεί ο φόβος. Τα μάτια της γουρλωμένα. Καρφί στα δικά μου. Τι στο
κόσμο δε θα ΄δινε θεέ μου να μού χιμήξει. Δεν το έκανε. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως
επειδή αυτό που ήθελε περισσότερο ήτανε να με κάνει να νοιώσω το φόβο. Τη
στιγμή όπου όλα θ΄ αλλάζουν στο χειρότερο. Όπου τίποτ΄ άλλο δε θα υπάρχει πάρεξ
πόνος. Και ο πόνος θα έρθει. Πόνος ανείπωτος. Σαν αυτό που ένοιωσε. Τράβηξα κι΄
εγώ το χέρι μου. Τα νύχια της δεν τα στείρωσα, σκέφτηκα. Το ΄φερα κοντά στο
παντελόνι. Παράλληλα και κολλητά με το πόδι. Το κράτησα εκεί σα μαγκωμένο. Θα
μπορούσα να το είχα βάλει στη τσέπη. Προσποιούμενος τον αδιάφορο. Ό, τι τάχατες
δεν έτρεχε τίποτα. Ίσως αυτό την ηρεμούσε. Ίσως πίστευε προς στιγμή ότι μια
καινούργια ζωή ξανοίγεται μπροστά της. Κανονική. Ελπιδοφόρα. Γιατί όχι ευτυχισμένη.
Δεν ήθελα. Καλύτερα να ΄ναι οι κεραίες της τεντωμένες. Στη τσίτα. Καλύτερα
δυστυχισμένη και θεριό ανήμερο. Δίχως τον παραμικρό εφησυχασμό. Ήθελα να μάθει.
Να μην έχει τη παραμικρή αμφιβολία. Τελικά έμαθε: Αυτός που έβλεπε ήταν ο
θύτης. Ο υπεύθυνος. Αποκλειστικά υπεύθυνος. Εκείνη το θύμα. Τόσο απλά. "Στέλλα" τής είπα, "μια χαρά σε βλέπω". Φαινότανε μια χαρά. Μα το είπα
για να πω κάτι. Και χάλια να ΄τανε το ίδιο πάλι θα έλεγα. Δε μού απάντησε. Αντί
απάντησης έκανε μισό βήμα πίσω. Πάντα με τις κεραίες της στη τσίτα. Οι δικές
μου ξεχαρβαλωμένες. "Φταίει η καραντίνα" μού είπε και γέλασε. Τώρα στα μάτια της, το ΄βλεπα, "γιατί" δεν υπήρχε. Είχε καταλάβει ότι η
απάντηση θα ήτανε μία. Μία και μοναδική: Έτσι αποφάσισα. Σωστό ή λάθος, έτσι.
Και λογαριασμό για την απόφασή μου δε θα έδινα σε κανένα. Μήτε καν σ΄ εκείνη
που θα ΄πρεπε να δώσω. Γιατί την αφορούσε. Έτσι πάντα γίνεται. Μια ζωή. Έτσι
πάντα. Έπειτα τι σημασία θα είχε μια απάντηση σε τετελεσμένα; Είναι παράξενο μα
ένιωσα καλύτερα. Δε γινότανε διαφορετικά, αυτό δε λένε; Και οι καιροί δύσκολοι
για έρωτες. Ο γιατρός το ΄χε πει. "Μα τι καταλαβαίνουν οι γιατροί;" μού
λέει. "Τώρα να τού πεις θα ξεσκίζομαι για πλάκα. Με όποιον γουστάρω, όποτε
γουστάρω. Σα και σένα. Κι΄ από πάνω, την εποχή που για μένα δεν θα ΄ρθει ποτέ,
θα πουλάω φούμαρα για έρωτες… ". "Η εποχή των ερώτων πέρασε
ανεπιστρεπτί" τής λέω. Έκανε ψύχρα.
Κατάλαβα το μαγκωμένο χέρι μου είχε ξυλιάσει. Μεσολάβησαν δευτερόλεπτα σιωπής.
"Σαχλαμάρες… Ένοιωσες ποτέ ερωτευμένος για να μού πεις πως είναι;
Αμφιβάλλω…" μού είπε. Τελικά έβαλα το χέρι μου στη τσέπη. Δεν άντεχα
ξυλιασμένο. Στο άλλο χέρι κρατούσα τη μεγάλη τσάντα τού σουπερμάρκετ. Είχα ένα
κατεβατό να ψωνίσω. Τουλάχιστον η μέρα έδειχνε ανέφελη. Ό, τι έπρεπε για ψώνια. Εμφανίστηκε κι΄ ο Ντελόν. Ο αδερφός της. Τα δύο από
τα τέσσερα μοβόρικα. " Μοβόρικα" τα ΄χα βαφτίσει. Τα άλλα δύο πεθάνανε στη
πρώτη καραντίνα. Αυτά αναστήθηκαν! Σε
μένα το χρωστάνε. Τα χρέη εδώ πληρώνονται. Τίποτα δεν είναι τζάμπα. Τίποτα
απολύτως. "Συγνώμη
Στέλλα" τής λέω.
"Συγνώμη, κι΄
ας μην αρκεί. Όμως, σε παρακαλώ, μη μού μιλάς για έρωτες…" Ο ήλιος πάσχιζε να μάς ζεστάνει…
18/11 ΤΑ ΚΟΛΛΥΒΑ
Στο
δικό μου λίμπρο ντόρο της γλύκας εξέχουσα θέση κατέχουν τα κόλλυβα. Τα καλύτερα
είναι τού Πάπιου, στο γωνιακό τής Αναπαύσεως. Στάρι όσο πρέπει βρασμένο, φρέσκο
αμύγδαλο, φιστίκι Αιγίνης, σουλτανίνα, κουκουλωμένα με μπόλικη άχνη. Ατόφια
ρουστίκ γεύση από την μάνα γη κατευθείαν στο παράδεισο! Όποτε τυχαίνει τα τιμώ
ιδιαιτέρως. Μα δε τυχαίνει συχνά. Σήμερα μία καλή φίλη μού έφερε πράμα. "Ζωή σε λόγου σου" τής είπα και έπεσα με τα μούτρα.
Δε μπορούσα να σταματήσω. Σε λίγα λεπτά μέσα στο ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο
τάπερ δεν υπήρχε ούτε σπυρί για δείγμα -έγλυφα τα δάχτυλά μου. Τα κόλλυβα
τρώγονται φρέσκα. Αν μπαγιατέψουν, η συνταγή λέει, τα πετάς και φτιάχνεις άλλα.
Τα πετυχημένα κόλλυβα θέλουν αγάπη. Κάποιοι μιλάνε και για δάκρυ. Εγώ δε το
πιστεύω. Αγάπη αρκεί. Το δάκρυ λιώνει την άχνη και κάνει τα κόλλυβα τα
λασπώνουν -η επιτομή τής μπαναλιτέ. Όταν ζούσε η θεία Νίκη έφτιαχνε κόλλυβα
μούρλια. Λέω "όταν ζούσε", εκ περισσού, γιατί τα κόλλυβα θεωρούνται γλυκό των ζωντανών για πεθαμένους.
Γι΄ αυτό φαίνεται τούς έχουνε κολλήσει τη ρετσινιά της γρουσουζιάς.
Τρελά πράματα… Η θεία αγαπούσε τους
ανθρώπους. Ζωντανούς και πεθαμένους. Δε τους ξεχώριζε. Ίσως γιατί είχε νιώσει
στο πετσί της πως το να πεθάνεις δεν είναι ό, τι χειρότερο που μπορεί να σού
συμβεί στη ζωή. Μόλις τελειώσει ο κορωνοϊός, αντί γλυκά τίγκα στα λιπαρά και
τις ζάχαρες, θα φτιάξω κόλλυβα και θα προσφέρω στους φίλους. Τους το
ανακοίνωσα. Κάποιοι έκαναν πως δεν άκουσαν, άλλοι το ΄ριξαν στη πλάκα, άλλοι
απλά στραβομουτσούνιασαν. Βέβαιο είναι πως ουδείς ενθουσιάστηκε με την
ιδέα μου και ειλικρινά αδυνατώ να καταλάβω γιατί. Γιατί τέτοια γκουρμεδιά να
έχει εξοβελιστεί από τα σπίτια. Για να φάνε κόλλυβα πρέπει δηλαδή ντε και καλά
να ΄χει συμβεί το μοιραίο; Ακόμα κι΄ έτσι να ΄ναι, σάμπως καθημερινά δεν
πεθαίνει κάτι; Κι΄ αν δεν είναι άνθρωπος, ένα όνειρο, ένα φεγγάρι, ένα σκίρτημα
στη καρδιά, ένα βλέμμα, ένα θέλω, μια υπόσχεση, μια προσδοκία, μια ελπίδα… δε
φτάνει; Παιδάκι ήμουνα που
έλεγα, θυμάμαι, στη θεία Νίκη "Θεία πότε θα μού φτιάξεις
κόλλυβα;" και την αγκάλιαζα να την καλοπιάσω. Ήξερα πως η επιθυμία μου
σύντομα θα γινότανε πραγματικότητα. Κι΄ αυτό γιατί η θεία, άνθρωπος της
παράδοσης, κρατούσε αναλυτικό ημερολόγιο με τα μνημόσυνα του χρόνου. Χρόνος και
μνημόσυνα ήτανε για τη θεία οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και κάθε
μνημόσυνο μια λαχταριστή πιατέλα κόλλυβα!
"Όταν είσαι οργανωμένος" έλεγε "τα κόλλυβα δε λείπουν… ο
πόνος είναι πανταχού παρών". Αν το καλοσκεφτείς δίκιο είχε, είναι ανώφελο
να περιμένεις. Αν κοιτάξεις κατάματα μέσα σου όλο και κάποιο καλό λόγο θα
΄βρεις για να χαρείς τα κόλλυβα. Βέβαια τόσο νόστιμα σα της θείας ή έστω του
Πάπιου, το βλέπω κομματάκι δύσκολο. Η θεία έβαζε στα κόλλυβα και ρόδι. Το ρόδι δίνει χρώμα στο γήινο όπως μια
παπαρούνα. Και δροσιά, σαν πρωινή δροσοσταλίδα.
14/11 ΤΟ ΕΙΧΑ ΑΝΑΓΚΗ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΌ
ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ
Και
ο ήλιος ανέτειλε. Και τα σύννεφα φύγανε. Και μια λαμπρή μέρα ξημέρωσε. Και τα
πουλιά άρχισαν να κελαηδάνε. Και ευδιάθετος ξεκίνησα. Και όλα ήταν εκεί. Το γραφείο,
το γυαλί, το ξεχασμένο πιάτο από χτες με υπολείμματα φαγητού, το πιρούνι, το
μισογεμάτο ποτήρι, η χρησιμοποιημένη χαρτοπετσέτα. Επιπλέον δύο πόδια, δύο
χέρια, είκοσι συνολικά δάχτυλα… Έψαξα και αυτά που ο καθρέφτης εννοεί
πεισματικά να κρύβει. Δεν είχα πλέον καμία αμφιβολία. Όλα εντάξει. Και εγώ
τύπος και υπογραμμός. Σκέφτηκα να κάνω μια καλή πράξη. Τελευταία μόνο καλές
πράξεις σκέφτομαι. Ο μοχθηρός εαυτός μου φαίνεται με βαρέθηκε. Βγήκα στο κήπο.
Ευεργετικό αεράκι χάιδευε τις πευκοβελόνες. Κάποιες θρόιζαν. Έδειχναν να το
απολαμβάνουν. Άλλες έκαναν το σάλτο μορτάλε από τα κλαδιά γραμμή στο χώμα. Πήρα
σκούπα, φαράσι και μια έξτρα λαρτζ μούρη πλαστική σακούλα. Με σίγουρες,
αποφασιστικές κινήσεις τις μάζεψα. Το χώμα έγινε λαμπίκο. Έτοιμο να υποδεχτεί τη
βροχή. Χτες πέσανε λίγες στάλες. Σήμερα δε το βλέπω. Έστρεψα το κεφάλι ψηλά.
Όσες πευκοβελόνες ήταν ακόμα στα κλαδιά κρατούσαν γερά. Τους έκανα το γνωστό
σινιάλο της ευαρέσκειας με τη σφιγμένη γροθιά και τον προτεταμένο όρθιο
αντίχειρα. Ήμουνα ευχαριστημένος. Έτσι πρέπει να γίνονται τα πράματα. Να
ξεκαθαρίζουν. Τα χλωρά με τα χλωρά. Τα ξερά στη σακούλα για κάψιμο. Πέρασε η
ώρα. Με τη δουλειά η ώρα περνάει πιο γρήγορα. Ο ήλιος ήδη ταλαντεύονταν
ισορροπώντας στο ζενίθ του ουρανού. Επικίνδυνη ισορροπία, ήτανε θέμα χρόνου να
πάρει τη κατηφόρα. Στο σπίτι είχαμε επισκέψεις. Μετά από πολύ καιρό. Ο πατέρας
μου καλύτερα κι΄ από ζωντανός. Με ρώτησε αν είμαι ευτυχισμένος. Η στάνταρντ ερώτηση όσων αγαπάνε κι΄
έχουν να δουν την αγάπη τους καιρό. "Πατέρα κι εγώ σ΄ αγαπάω" τού είπα "πάντα σ΄
αγαπούσα". Ο θείος μου
ροδαλός ροδαλός, τύφλα να χουνε οι ζωντανοί. Με ρώτησε για τα σχέδιά μου. Μετά
με ρώτησε αν πήρα τις αποφάσεις μου. " Η τραγωδία της ζωής κρύβεται στις
αποφάσεις" είπε. Προτίμησα να
σιωπήσω. Ο θείος μετά είπε:
"Χαίρομαι που κάνεις
σχέδια", μόνο αυτό είπε και δε ξαναμίλησε. Δεν είμαι δα τόσο μεγάλος διάολε να μη μπορώ να
κάνω σχέδια. Ούτε και τόσο μικρός για να μη καταφέρω να τα πραγματοποιήσω. Τα λόγια του με έκαναν να
νοιώσω κάπως άβολα. Στη πραγματικότητα αυτή η επίσκεψη δε με ανέβασε καθόλου.
Προσποιήθηκα αδιάθετος και αποσύρθηκα στο υπνοδωμάτιό μου. Κουκουλώθηκα ως το
κεφάλι, δίπλωσα τα πόδια μου κολλητά το ένα δίπλα στο άλλο, έβαλα τα δυο μου
χέρια κάτω από το μαξιλάρι και ένιωσα καλύτερα. Από αυτή τη θέση παρατήρησα τον πατέρα μου. Ήτανε
πράος και γλυκός. Τα μάτια του σπινθήριζαν σα να ψήνονταν από πυρετό. Η φωνή
του ζεστή με τα χρόνια έχει πάρει κάτι από βελούδο. Τα πρόσωπό του κάλυπτε μια
πατίνα χαρμολύπης. Δεν ήξερα που οφείλονταν. Δεν ήξερα αν είχε να κάνει με
εκείνον ή με μένα. Σε κάθε περίπτωση μού φαίνονταν αδικαιολόγητη. Αφού όλα
είχανε πάρει το δρόμο τους. Το δρόμο μιας αναπόδραστης ευτυχίας. Με καινούργιες
συνήθειες. Καιρός ήτανε. Οι παλιές με τραβούσανε πια απ΄ το μανίκι. Είχανε
κατακαθίσει σα κουρνιαχτός πάνω στις λέξεις, στα πρόσωπα, στις κινήσεις, στα
συναισθήματα, στις σκέψεις, στα πράματα… παντού είχανε κατακαθίσει. Μεσολάβησαν
λίγα δευτερόλεπτα αμηχανίας. "Καλά φαίνεσαι" είπε. Κοίταξα ασυναίσθητα το ρολόι μου. Άντε να στουμπώσω τη στιγμή με
λέξεις… "Μα
είμαι καλά πατέρα!" επιβεβαίωσα εμφατικά. Με κοίταξε καρφί στα μάτια. "Να προσέχεις" μού είπε και μ΄ αγκάλιασε. Προς
στιγμή πέρασε από το μυαλό μου ότι θα μπορούσα να τον κολλήσω. Μα όχι, τώρα
ξέρω, μόνο οι ζωντανοί κολλάνε. Τον κράτησα κι εγώ όσο πιο σφιχτά μπορούσα στην
αγκαλιά μου. Το είχα ανάγκη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Το απόγεμα οι
επισκέπτες είχανε φύγει. Ο ήλιος ετοιμάζονταν για το οριστικό μακροβούτι στο
σκοτάδι. Ένα πορτοκαλοκκόκινο της φωτιάς που αργά μα σταθερά ξεθώριαζε κάλυπτε
ολόκληρο τον ουρανό. Άνοιξα τη τζαμόπορτα διάπλατα να καλωσορίσω τη νύχτα. Μετά
πήγα στο σαλόνι. Στο γυαλί λέγανε πάλι για τον κορωνοϊό. Κάποιος ωρύονταν: "
Έχω την αρρώστιά σας μέσα μου τώρα…"
Μετά χτύπησε το
τηλέφωνο. Το σήκωσα. "Εμπρός… Εμπρός…" Πρόλαβα ν΄ ακούσω τον ήχο της γραμμής που
κλείνει." "Μάλλον δεν τους άρεσε η φωνή σου…" είπε.
Έκλεισα τη φωνή στη τιβι και την άφησα να παίζει. Κάθισα στο καναπέ αντίκρυ
της. Άνοιξα τους " Αρχάριους" που είχα αρχίσει. Ήθελα να πάω παρακάτω. Γρήγορα έπιασα τον
εαυτό μου να φυλλομετρά παρά να διαβάζει. Πέρασε έτσι κάμποση ώρα. " Σε είχανε πάρει τηλέφωνο από τη
Πολιτική Προστασία" μού λέει. Όταν ξαναχτύπησε το τηλέφωνο δε σπατάλησα το "εμπρός", ούτε ρώτησα ποιος ήτανε στην άλλη άκρη της γραμμής,
ούτε άκουσα, δεν άκουσα τίποτα, μήτε καν αν η γραμμή παρέμενε ανοιχτή. Τους
είπα "Είχα
λάθος πέρα για πέρα".
8/11 ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Στο
εκκλησάκι των κορωνοϊοπληγμένων καταμεσής στη κοιλάδα του Αμαρουσίου, ένα
τσιγάρο δρόμος από τον Ποδονίφτη, συρρέουν καθημερινά οι πονεμένοι και κλαίνε.
Καθείς με τη σειρά του, υπομονετικά, πάντα με αξιοπρέπεια, δίχως λύπη και
προπάντων χωρίς αιδώ. Τα μάτια τους ανοιχτές φλέβες που στραγγίζουνε ποτίζοντας
το διψασμένο χώμα, μια δίψα από αμνημονεύτων χρόνων που κανένας κορωνοϊός δεν
κατάφερε ποτέ να σβήσει. Τα δάκρυά τους στο διάβα ρυάκια που ενώνονται να
γίνουν ποτάμι και πάνε κατάντη στο ρεύμα να γλυκάνουν τον ωκεανό.
Στο
εκκλησάκι των κορωνοϊοπληγμένων βρέθηκα κι΄ εγώ ν΄ ανάψω ένα κεράκι για τους
αθεράπευτα αμαρτωλούς, τους καταδικασμένα αμετανόητους αυτής της ζωής.
"Γιατί ήρθατε;" με ρώτησαν.
"Κρυάδες… "
"Από πότε; "
"Από τότε που τα σώματά μας γίνανε ένα".
Κρατούσε
ένα στιλό και κάτι τσέκαρε σ΄ ένα χαρτί. Στο άκουσμα της απάντησης το χέρι έμεινε
σα κοκαλωμένο. Κατάλαβα ότι η απάντηση
ήταν εκτός πρωτοκόλλου. Προσπάθησα να γίνω πιο σαφής.
"Μετά έγιναν αγκαλιά, μετά έγιναν φιλί, μετά έγιναν
αναστεναγμός, μετά έγιναν έρωτας".
"Έχετε άλλα συμπτώματα;"
"Μετά έγινε σιωπή… δε θυμάμαι.
Άρχισαν οι κρυάδες…"
"Ήταν και άλλοι μαζί σας; "
"Το φεγγάρι. Κοιμηθήκαμε με το φεγγάρι. Ένα φεγγάρι ολόγιομο. "
"Κάτι άλλο έχετε να πείτε;"
" Ήτανε ελκυστική γυναίκα, δε θα την έλεγα ακριβώς
ωραία… μα δε με νοιάζει, ελκυστική αρκεί. Ξέρετε, κάπου είχα διαβάσει ότι
ομορφιά είναι η αρχή του τρόμου που μπορούμε να υποφέρουμε… φαντάζομαι
αντιλαμβάνεσθε τι εννοώ. Μετά… Μετά γύρισε η μέρα… σκοτείνιασε. Ο ήλιος
θα ανέτειλε κάπου αλλού στο κόσμο"
αυτά είπα.
Νόμισα πως δε με άκουσε.
" Μη φοβάστε δε θα πονέσετε" μού λέει.
"Για να το λέτε εσείς κάτι θα
ξέρετε…" απάντησα.
"Κοιτάξτε προς τα πάνω
παρακαλώ και γυρίστε το κεφάλι σας όσο
γίνεται πιο πίσω".
Κοίταξα. Είδα έναν ήλιο παγωμένο
λευκό.
"Ανοίξτε καλά το στόμα σας και
κάντε ααα"
Το άνοιξα καλά.
"Ααα"
"Πονέσατε; " είχε μπήξει ένα σουβλί στο λαρύγγι μου ως τη
καρδιά.
" Όχι, όχι, καθόλου".
Κοντοστάθηκε σα να μη με πίστεψε, σα
να ήθελε να επαναλάβει τη διαδικασία. Θεέ μου δε θα το άντεχα. Αυτή η
αναπαράσταση ήτανε πιο επώδυνη από το έγκλημα…
"Δε πόνεσα… μην επιμένετε.
Αλήθεια λέω" είπα σχεδόν
παρακαλετά.
"Πολύ ωραία λοιπόν,
τελειώσαμε…"
Έκανα το σταυρό μου και πήρα το δρόμο
για το σπίτι. Η ψύχρα και οι κρυάδες σα να παίζανε μέσα μου μπρα ντε φερ ποια
από τις δυό θα έπιανε στασίδι στη καμπούρα μου. Καθώς απομακρυνόμουνα έριξα μια
τελευταία ματιά πίσω στο εκκλησάκι. Ένα ανθρώπινο φίδι περίμενε να προσκυνήσει.
Η καμπάνα του λαμπύριζε στον ήλιο. Νόμιζα ότι από στιγμή σε στιγμή θα χτυπούσε.
Ήθελα να χτυπήσει χαρμόσυνα, έπρεπε να χτυπάει χαρμόσυνα, μα ήτανε βουβή.
Σκέφτηκα πως οι πονεμένοι μπορεί να χάσουνε τα πάντα, μα μια καρδιά κάπου
υπάρχει δική τους, είναι δική τους -αυτή δε μπορεί να τους τη πάρει κανείς, και
ένοιωσα κάπως καλύτερα. Έπειτα αναλογίστηκα τη θάλασσα, το κύμα, την αρμύρα που
κολλάει στα χείλια, το φευγάτο μελτέμι, το γλυκό θαλασσοπούλι της νιότης, το
μικρό Καλοκαιράκι που δεν έχει ακόμα ξεθωριάσει…
4/11
ΤΙ ΔΟΥΛΕΙΑ ΚΑΝΕΙΣ;
Στο γραφείο μου έχω απλωμένο φαρδύ πλατύ ένα ημερολόγιο. Μεγάλο ημερολόγιο, εντυπωσιακό. Πιάνει τη μισή επιφάνεια τού γραφείου, ίσως και λίγο περισσότερο. Κατά τα λοιπά πρόκειται για ένα ημερολόγιο όπως όλα τ΄ άλλα. Τιτλοφορείται "Ημερολόγιο τού έτους 2020". Κάποτε είχε δώδεκα σελίδες, μία για κάθε μήνα. Στο πάνω μέρος κάθε σελίδας γράφει τον μήνα, κι ακολουθούν, σε πέντε παράλληλες αράδες, οι μέρες. Τώρα στη πρώτη σελίδα γράφει "ΜΗΝΑΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ", ο μπαγάσας έχει τη τιμητική του. Υποθέτω ότι ακολουθεί ο Δεκέμβρης –λένε πως φέτος θα είναι δύσκολος. Κάθε αρχή τού επόμενου μήνα σκίζω τη σελίδα του προηγούμενου. Αυτή είναι η δουλειά μου. Τυποποιημένη και επαναλαμβανόμενη, για κάποιους μπορεί βαρετή. Μα απαραίτητη. Αν δεν την έκανα, το ημερολόγιο δε θα είχε λόγο ύπαρξης στο γραφείο. Μαζί με το ημερολόγιο, μπορεί, κι΄ εγώ. Το υπόλοιπο γραφείο είναι άδειο, βιράνι κανονικό. Εκτός από το ημερολόγιο έχω και ένα κασπώ. Στο κασπώ κάποτε διαβιούσε ένας κάκτος, δεν πετάω το κασπώ για να τον θυμάμαι. Λέω "κάποτε" γιατί ξεράθηκε. Κάκτος ξερός να ξεραθεί, νόμιζα, δε γίνεται –στο γραφείο το είδα κι΄ αυτό. Πάνε σχεδόν δύο χρόνια που συνέβη το μοιραίο. Έκλαψα. Κατά κάποιο τρόπο, όταν πέθανε το κατάλαβα, τον είχα αγαπήσει. Όχι με τον τρόπο που αγαπάς τους ανθρώπους. Με τον τρόπο των κάκτων. Των κάκτων στην έρημο. Γουάιλντ Γουέστ ήτανε κάποτε το γραφείο μου. Χαμός! Κλωτσοπατινάδα, κυνηγητά, πιστολίδι με τους κακούς… Ο κάκτος μου κάθε φορά περίμενε χάπι έντ. Μα εγώ από τότε είχα πέσει στα θλιβερά. Αύριο το στόρι ας είναι χαρούμενο… μού έλεγε. Αύριο καινούργια μέρα, καινούργια τύχη… εγώ. Η επαναλαμβανόμενη επωδός αυτών που βγάζουν μπιμπίκια με τα χάπι έντ. Είδε κι΄ απόειδε… Ίσως γι΄ αυτό ξεράθηκε. Μαράζωσε περιμένοντας. Όλα αυτά βέβαια έχουν να κάνουν με το χτες. Πίσω στο σήμερα λοιπόν, και στο ημερολόγιό μου. Ήδη έχω φροντίσει μέχρι τα ερχόμενα Χριστούγεννα να με περιμένει στο γραφείο κολλαριστό το καινούργιο για το 2021. Πρότεινα μάλιστα στον τυπογράφο αυτή τη φορά να μη ξοδέψει τζάμπα μελάνι για να γράψει το έτος, αλλά να το αφήσει κενό. Θα γράψω εγώ όποιο γουστάρω -Το καλύτερο! τού είπα. Δε δέχτηκε. "Οι συμβατικές μου υποχρεώσεις με την εταιρία δεν το επιτρέπουν", μού απάντησε στα σοβαρά. Μάλλον παραξενεύτηκε με τη πρότασή μου. Τού φάνηκε, έμαθα αργότερα, ακατανόητη. Τελικά κατέληξε πως έκανα πλάκα. Γενικώς –έχει πλάκα- πολλοί στο γραφείο νομίζουν ότι κάνω πλάκα. "Πού πήγανε τα χαρτιά σου; οι Ανακοινώσεις, οι Αποφάσεις, οι Κανονιστικές Εγκύκλιοι; τα χρονοδιαγράμματα; οι συνδετήρες και το συρραπτικό; το περφορατέρ τού κύριου Διευθυντή; έπειτα το πληκτρολόγιο; το γυαλί; πώς μπορείς χωρίς γυαλί να περνάς την ώρα σου;… " αυτά και άλλα πολλά με ρωτάνε. Το ίδιο και εκείνη. Έρχεται κάθε πρωί για κουβεντούλα. Έτσι νομίζω δηλαδή. Το πιθανότερο είναι να μην έχει πατήσει ποτέ το πόδι της στο γραφείο μου. Κάθεται στη καρέκλα απέναντι. Ανοίγει τα χαρτιά της. Λες για ανάκριση. Εκείνη ρωτάει, εγώ απαντάω. Μόνιμη απορία της: Τι δουλειά κάνεις; Τής απαντάω για τη δουλειά μου -αυτή με το ημερολόγιο- και γελάει. Με ρωτάει. Τής απαντάω για το μακαρίτη αγαπημένο μου κάκτο και γελάει. Με ρωτάει. Τής απαντάω για τη ζωή μου… Όλες οι απαντήσεις μου τής φαίνονται αστείες. "Είναι αστείο να πεθαίνει κάτι…" μού είπε μια μέρα. Ίσως έχει δίκιο. Μερικές φορές έχω την εντύπωση πως περιμένει από μένα διαφορετικές απαντήσεις. Ακόμα ψάχνω ποιες θα μπορούσε να είναι αυτές. Οι απαντήσεις ουδέποτε ήτανε το δυνατό μου χαρτί. Κάποτε φεύγει. Το ημερολόγιο παραμένει σταθερά στη θέση του. Μη το ξεχάσω, στο ημερολόγιό μου δεν κρατάω σημειώσεις. Ούτε μουτζούρες πάνω του κάνω. Ούτε σκιτσάκια, σχήματα, καρδούλες, φατσούλες και άλλα τέτοια. Το θέλω πεντακάθαρο, τού κουτιού…
1/11 ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ
Δε
φάνηκες. Σ΄ έσκιαξαν τα φευγάτα σύγνεφα; Ο τσαμπουκάς της Πεντέλης; Οι κορφάδες
των πεύκων που θα γίνουνε παρανάλωμα το επόμενο Καλοκαίρι; Χωρίς τη δική σου
αγάπη… Σκέφτηκα κάποια άλλη φορά ίσως. Έφυγα. Δε σε περίμενα. Δεν είχα πού να
πάω. Περιπλανήθηκα από δωμάτιο σε δωμάτιο. Στα τυφλά. Άδραξα το κλεφτοφάναρο.
Πού μένεις; Μισό κεραμίδι, ένα ράντζο και δυο ψίχουλα κοντά σου ας είναι το
μερτικό μου. Δεν ήθελα. Δε θέλω. Δε θέλω να γυρίσω πίσω. Πάλι ξημέρωσε. Το
ξέρω, γελάς με τα καμώματά μου. Κι΄ αν οι λέξεις δε γίνονται καρφιά είναι για
πέταμα… Γιατί να επιμένω σ΄ αυτή τη τραγωδία; Ο από μηχανής θεός πέθανε. Κι΄ η
αγάπη σου μαζί του. Ανώφελο πια να εκλιπαρώ γι΄ αυτή. Για τι πράμα μιλάμε όταν
μιλάμε για αγάπη; Ποιον κοροϊδεύουμε; Μετά ήρθαν οι φίλοι. Πού είσαι; με
ψάχνανε. Κάτω από το βαρύ δρύινο τραπέζι. Πίσω από τον λουλουδιαστό καναπέ. Στη
σκιά του αμπαζούρ. Στα ψέματα της κιθάρας μου. Στα ψέματα… ωραία ήτανε, δε λέω.
Και νύχτωσε ξανά. Βγήκα στη βεράντα. Τα σύγνεφα είχανε εξαφανιστεί. Η Πεντέλη
ασημένια νυφούλα. Και τα δέντρα νάνοι χλωμοί μπρος στη λαμπερή κορμοστασιά σου.
Σκιάχτηκα κι΄ εγώ. Μπήκα μέσα. Έκλεισα τα πατζούρια. Πήγα στη κουζίνα να πιω
λίγο νερό. Στο μπάνιο να πλύνω τα δόντια μου. Στο κρεβάτι να σ΄ αγκαλιάσω. Μπλε
φεγγάρι μη μ΄ αφήνεις μόνο.
28/10 PURPLE
RAIN
Βρέχει.
Κι΄ η καρδιά μου ταξιδεύει ακόμα στο νοτιά. Στη βροχερή λιακάδα του. Που θέλω
να ξεχάσω. Φθινοπώριασε για τα καλά!
Βλέπω να τσακίζονται στις πλάκες. Οι στάλες της βροχής. Δεν πονάνε; Κι΄ έπειτα,
αφού βλέπουν πως θα τσακιστούν, γιατί συνεχίζουν την αδιέξοδη πορεία τους; Το
νερό μπήκε στ΄ αυλάκι. Σήμερα κλείνω τα 62. Περιμένω τους φίλους. Με αδιάβροχα
κι΄ ομπρέλες. Θα έρθουν όλοι. Και αυτοί που δε θα ΄ρθουνε. Κυρίως αυτοί. Θα
σβήσω 62 κεράκια. Προφυλαγμένα από τη
βροχή. Να ΄ναι στεγνά για να σβήσουν αμέσως. Τα ΄χω ήδη σβήσει δηλαδή. Ένα ένα
στη σειρά. Δε ξέρω πόσο χρόνο πήρε. Ούτε πόσο θα πάρει. Ελπίζω οι φίλοι να μη
βαρεθούν. Πάντως θα τα φυσήξω φορώντας μάσκα. Να μη πέσουνε τα μικροσκοπικά
κορωνοϊασμένα σταγονίδια στη τούρτα. Τι φταίνε αυτά τα κακόμοιρα δηλαδή; Για
ένα ανώφελο έθιμο… Στη τούρτα, μπλιαχ! Αλλού λαχταράνε να πέσουνε. Στα μάτια·
στα χείλια· στη γλώσσα… Ευτυχώς
παρηγοριέμαι ότι όλα κάποτε σβήνουν. Μασκοφορεμένος, σκέφτομαι, θα γίνει το
εγχείρημα δυσκολότερο. Αν τα καταφέρω, μετά μπορεί να τους παίξω κιθάρα. Time is on
my side… τέτοια. Ξένα δηλαδή. Και κάνα ελληνικό παρόμοιο.
Ίσως κάποιο τραγουδάκι για τη βροχή. Να ΄ναι επίκαιρο. Το θέμα είναι ότι όταν
παίζω κιθάρα δε διασκεδάζουν. Αντίθετα δείχνουν να μελαγχολούν. Κι΄ είναι μέρα
γιορτής σήμερα γαμώτο. Η γιορτή εξ ορισμού είναι κάτι χαρούμενο. Κι΄ εγώ
χαρούμενα τραγούδια δε ξέρω. Ουδέποτε ήξερα. Να δούμε αυτή τη φορά τι χαρούμενο
θα σκαρφιστώ…
24/10 ΜΟΙΡΑΙΑ ΠΤΗΣΗ
Ένα
αεροπλανάκι γυροφέρνει πάνω από το κεφάλι μου. Κι΄ η ουρά του, βλέπω, κάτι
γράφει. Σ΄ ένα πανό παραδομένο στις ορέξεις τού αέρα. Για πού το ΄βαλε τέτοιο
καιρό… Να ΄ναι για καλό; Η εποχή τής φωτιάς, πάντως, πέρασε ανεπιστρεπτί.
Κοντοστέκομαι και το χαζεύω. Παράξενο αεροπλανάκι. Κάτι μού θυμίζει. Τα φτερά
του σκιρτάνε· η μηχανή ξεκούρδιστη· πιλότος δε φαίνεται. Μεθυσμένο διαγράφει επάλληλους κύκλους. Κάτω
από τα μολυβένια σύγνεφα. (Κρέμεται η βροχή… αγαπάω τη βροχή, τον ήχο, τα
χρώματα, τη μυρωδιά της, μαζί της βρεγμένος ως το κόκκαλο με τα ρούχα βεντούζα
στο κορμί μου κι΄ έπειτα να λαχταρώ τη ζεστασιά σα τον τζάνκι στη ντρόγκα του).
Σα να με περιεργάζεται. Έπειτα μού
γυρνάει τη πλάτη. Τραβάει προς τα σύγνεφα. Κι΄ αυτά το καταπίνουν·
εξαφανίζεται. Μελαγχολώ. Φαίνεται πάει σ΄ άλλες πολιτείες. Ηλιόλουστες… Μα όχι.
Είναι ακόμα εδώ! Ακούω το αγκομαχητό τής μηχανής. Πλησιάζει. Η καρδιά μου
χτυπάει δυνατά· το βλέπω. "Αστείο αεροπλανάκι… ένα φου… κι΄ έγινες καπνός… κι΄ έπειτα, τί ζητάς από
μένα; γιατί βάλθηκες να χαλάσεις τη ζαχαρένια μου;" Μ΄ ακούει και κάνει μακροβούτι· προς το μέρος
μου. Μετά ξαναπαίρνει ύψος. Ξανά μακροβούτι… το ίδιο ξανά και ξανά. Σα κάποιο
σινιάλο μυστικό. Μήπως για να βιαστώ; να είδε από ψηλά τη μπόρα που έρχεται; Οι
πρώτες σταγόνες τής βροχής με κάνουν ευτυχισμένο. Ουράνιο τόξο η καρδιά μου που
ανατέλλει. Να το δει. Να είμαι σίγουρος πως θα το δει. Αμφιβολία να μην έχει.
Μα επιμένει. Μη νοιάζεσαι για μένα… προσπαθώ να τού εξηγήσω με νεύματα. Τι
καλά! η βροχή ολοένα δυναμώνει. Αστράφτει και βροντάει. Σκέφτομαι θα φοβηθεί…
Θα φύγει… Σα καρυδότσουφλο το βλέπω να διαγράφει ένα τελευταίο κύκλο. Και
επιστρέφει! Τούτη τη φορά σε απόσταση αναπνοής. Όλα καλά… τού φωνάζω . Δεν
είμαι σίγουρος αν με ακούει, τα ντεσιμπέλ στο κόκκινο. Κόκκινη και η ανεμόσκαλα
που διακρίνω. Απ΄ αυτές που γράφουν emergency και σώζουν ευτυχισμένους. Κάνω ασυναίσθητα να
πιαστώ. Ευτυχώς παίρνει απότομα ύψος. Θα γκρεμοτσακιζόμαστε παρέα… Πριν χαθεί οριστικά, διαβάζω το πανό στην
ουρά του: ΣΥΝΗΘΙΣΑ ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ.
18/10 ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ
Η
ώρα τρεις. Όψιμο Καλοκαιράκι. Καιρός για περίπατο. Δύο κάθετες μεταξωτές
κλωστές, η μία δίπλα στην άλλη, ίσα που κρατούσανε αιωρούμενη στο κενό τη
κοιμισμένη από το μεθυστικό φως πολιτεία. Ενώνουνε τη γη με τον ουρανό… η μία
είναι τού Παράδεισου και η άλλη της Κόλασης… σχολίασε ο Αδάμ. Παρέα μία
κατάλευκη αραχνοΰφαντη καρδιά, με αμέτρητες τριγύρώ της κλωστούλες που μόλις
διακρίνονταν, ξεχασμένη στο γαλάζιο. Ο Αδάμ… λαλίστατος. Ήξερε πολλά. Κυρίως
είχε διάθεση για εξομολόγηση εκ βαθέων: Κάποτε τη πάτησα… στην αριστερή μεριά
δε λιώνουνε… Βέβαια ισχυρίστηκε, πως,
παλιοσειρά πλέον, έχει μάθει· και με διαβεβαίωσε πως "εκεί που
θα πάμε" είναι το καλύτερο σημείο… Στην υποδοχή ζήτησαν όνομα. Δε φεύγω… μην ανησυχείτε… τούς είπα και
προχώρησα στο παρασύνθημα: Λόγια γλυκόστεγνα. Βλέμματα τα απολύτως απαραίτητα…
Η ώρα τρεις και τέταρτο. Το στόλισμα, δια χειρός Αδάμ, πράγματι πρόδιδε
επαγγελματία. Οι ανθοδέσμες έντεκα τον αριθμό. Όλες λευκά τριαντάφυλλα με την
απαραίτητη πρασινάδα για φόντο. Οι τέσσερις, αγέρωχες, σε όρθια μεταλλική βάση,
τοποθετημένες στα άκρα έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα νοητό τετράγωνο. Οι έξι,
χαμηλότερα από τις πρώτες, ανά τρεις, στο κέντρο. Η τελευταία σωριασμένη
καταγής, στο λευκό μάρμαρο, αλφαδιασμένη μπροστά. Πιο εντυπωσιακές οι πρώτες,
με τα σαράντα, ίσως και περισσότερα, τριαντάφυλλα· ασφαλώς συνέτεινε στην
εντύπωση, πέρα από το μέγεθος, η θέση τους. Οι υπόλοιπες είχανε από είκοσι
μέχρι είκοσι τρία άνθη, εξαιρέσει αυτής στο δάπεδο που σίγουρα είχε πολύ
περισσότερα μα δε μπόρεσα να τα μετρήσω… Η ώρα τέσσερις παρά. Πάντα πλατύ
γαλάζιο. Οι κλωστές, η καρδιά … όλα εκεί, στη θέση τους· αμετακίνητα κι΄
ευτυχισμένα να λαμπυρίζουνε στον ήλιο. Ο Αδάμ το βιολί του, εμπιστευτικά: Τι
σού είναι ο άνθρωπος, ένα τίποτα… γραμμή για τα σκουλήκια τώρα… Ξεκινήσαμε. Η
πομπή αργοκίνητο καράβι. Σα καραβάνι στο λευκό. Στις στροφές με δυσκολία
κρατούσε τη συνοχή της. Κάποιος σκόνταψε μα ορθοπόδησε. Άλλος αναπολούσε τα
περασμένα. Εγώ σε απογευματινό περίπατο· στο καταθλιπτικό κόσμο
σφιχταγκαλιασμένος με την ελπίδα. Ο οδηγός με το εξαπτέρυγο. Στο κατόπι ο παπάς
που συνέχεια κάτι έλεγε. Δεν πρόσεξα τι. Παρέμεινα οπισθοφυλακή να προσέχω τους
άλλους· έπρεπε να φτάσουμε αλώβητοι στο προορισμό. Όταν φτάσαμε κοίταξα το
γαλάζιο. Η καρδιά, ρυτιδιασμένη, σα να είχε γκριζάρει. Η μια κλωστή
εξαφανισμένη -μπορεί να είχε κοπεί· κρεμόμασταν μόνο από την άλλη. Σκιάχτηκα
λιγάκι…
14/10 ΦΟΥΛ ΦΈΙΣ
Είναι καλούλης μωρέ… Τι κι΄ αν κολλάει; Αυτός κολλάει κι΄ εγώ κρατάω αποστάσεις. Με άλλα λόγια και οι δυό χαμένοι είμαστε. Παλιοχαρακτήρας ναι… μα κατά βάθος καλούλης. Μήπως το θέλει; θέλει κανείς τον πόνο; Τελικά κανείς δεν το θέλει. Όλα έτσι συμβαίνουν. Έτσι. Επειδή ήτανε να συμβούν. Αν δεν συνέβαιναν αυτά θα ήτανε κάποια άλλα… Και πες ότι τού λέω να πάει στα κομμάτια: Υπάρχει κάποιος καλύτερος να πάρει τη θέση του; Γιατί ότι θα τη πάρει κάποιος, θα τη πάρει. Ασυζητητί. Ζόρικη η μοναξιά… Πάντως, επιμένω, μοχθηρός δεν είναι. Κι΄ ας τον παρουσιάζουνε έτσι στο γυαλί. Κάθε μέρα συναντιόμαστε. Ανταλλάσουμε μπουνιές, αγκωνιές… Τι αστείο! Και τα πρόσωπά μας μόνιμα ανέκφραστα. Συναισθήματα γιοκ. Κι΄ αν υπάρχουνε τέτοια, πίσω από τη μάσκα πού να φανούν… Τα μάτια απομόναχα μείνανε. Μα κι΄ αυτά τι να σού κάνουν… Κάποτε θυμάμαι πετούσανε φωτιές -το σκέφτομαι και μελαγχολώ. Τελευταία φοράω μάσκα φουλ φέις. Κρύβει και τα μάτια. Να φταίει εκείνος για τη παγωμάρα; Δε ξέρω… Μπορεί και να φταίει. Αν ήτανε κάποιος άλλος θα γύριζα επιδεικτικά το κεφάλι από την άλλη. Μα δεν είναι κάποιος άλλος, είναι αυτός. Αυτός ταξιδεύει τώρα τη φαντασία μου. Είναι η μούσα μου. Τον βλέπω και τα γόνατά μου τρέμουν. Χάνεται η γης σα το χαλί κάτω απ΄ τα πόδια μου. Πεθαίνω για σένα! τού λέω. Φάε τη γλώσσα σου!… Τόσοι υποψήφιοι στις εντατικές… Είναι να κάνει κανείς πλάκα με μένα; μού απαντάει. Κάθε φορά κοντεύω να το χάψω. Και σφίγγεται η καρδιά μου πιο πολύ… Μακάρι να μην το έχαβα. Να πέθαινα και να ΄μενε μπακούρι. Να ΄βλεπα μετά τι θα ΄κανε χωρίς εμένα. Ποιον φευγάτο θα έβρισκε να έχει για μούσα του έναν παλιοχαρακτήρα… Κάθε μέρα αυτά τα ίδια λέμε κι΄ έπειτα χωρίζουμε. Εγώ στη δουλειά μου κι΄ αυτός στη δικιά του…
10/10 POST MORTEM
Δεν είμαι βέβαιος, δεν ξέρω… θυμάμαι μόνο αυτά που έγιναν για να πονάω και ευχαριστώ τη κακή μου τύχη. Για ένα είμαι σίγουρος: διαφορετικά όλα θα ήτανε χειρότερα. Και τα σπασμένα λουλούδια στο βάζο θα είχανε μαραθεί και ο υπάλληλος θα τα ΄χε πετάξει λίγο πιο κάτω στο θλιβερό λάκκο· απομεινάρια ίσως κάποιου μεγάλου έρωτα. Μπορεί να ήτανε για άλλη, μπορεί να ήτανε απλώς παιχνίδι τού μυαλού μου· να μην υπήρξε ποτέ. Δεν ξέρω τίποτα, τίποτα απολύτως! τούς είπα ξανά. Εξάλλου είχα να μάθω νέα της ούτε που θυμάμαι από πότε. Στο χαρτί έγραψαν "Άγνωστων λοιπών στοιχείων"… Το "λοιπών" τι το ήθελαν; Άγνωστων όλων. Μηδενός εξαιρουμένου! Άχρηστοι χαρτογιακάδες, ούτε να κρύψουν λόγια δεν είναι ικανοί… Έπειτα και το όνομα είχε σβηστεί. Και η φωτογραφία έλειπε· ξεχαρβαλωμένα όλα! Μού πρότειναν οι ακαμάτηδες να βάλω μια δικιά μου φωτογραφία στη θέση της· να γράψω και το όνομά μου από κάτω- το ίδιο κάνει… ισχυρίστηκαν. Το έγραψα κι΄ εγώ να τους ξεφορτωθώ -τι είχα να χάσω; Αυτά που δεν ξέρω; Αυτά που κάθε φυσιολογικός άνθρωπος (έστω περίεργος, αρρωστημένα περίεργος σαν εμένα) θα μπορούσε υπό διαφορετικές συνθήκες να ζητήσει να μάθει για μια άγνωστη; Εγώ τα άλλα φοβόμουνα (φοβόμουνα τρόπος τού λέγειν) μη μού φορτώσουνε: Τα δύο τρία πράματα που (φαντάζομαι πως) ξέρω γι΄ αυτή, και βγάζουνε μάτι… Όσο για τη φωτογραφία τούς το ξέκοψα· τέτοια δε διαθέτω. Σιχαίνομαι τις φωτογραφίες· ιδίως τις χαμογελαστές όπου όλοι μοστράρουνε μέσα στη καλή χαρά και καμαρώνουνε σα γύφτικα σκεπάρνια τρισευτυχισμένοι. Μα και τις άλλες, τις φωτογραφίες τής ντεμί ευτυχίας (τής ευτυχίας με μέτρο)· τα ίδια χάλια έχουνε… Άσε που μού φαίνονται γελοίες! σε δέκα χρόνια δηλαδή, σε είκοσι… τι θα δείχνουνε; Αντί για φωτογραφία τους έδωσα λίγα λουλούδια ακόμα· με την ευχή να ζήσουνε μια σταλιά περισσότερο από τα σπασμένα… Τους είπα και δυο -τρία λογάκια· ό, τι μού κατέβηκε εκείνη τη στιγμή: ένα ποίημα, μια ευχή (που ακούστηκε σαν ανέκδοτο), ένα ανέκδοτο (που φάνηκε ευχή), τις ωραιότερες χριστοπαναγίες στη ζωή μου (αυτές τού απαρηγόρητου), μια πατσανάτσα (μήπως τυχόν με άκουγε, να ένοιωθε καλύτερα), δε θυμάμαι κάτι άλλο· πάντως όχι λόγια για αγάπες παντοτινές, λόγια ρομαντικών γραφιάδων που βαυκαλίζονται ότι θα θυμούνται για πάντα τάχατες (και δεν έχουνε ακόμα ξεκουτιάνει ή πάει στα θυμαράκια)… Υπογράψτε εδώ! θυμάμαι πως άκουσα. Στη θέση της υπογραφής έβαλα ένα σταυρό. Μετά, ευτυχώς, τελεία και παύλα. "Ερωτική θύελλα" (πιο επικίνδυνη από τη θανατηφόρα) αποφανθήκανε. Η ώρα πέρασε σαν αναστεναγμός (που κράτησε λίγο παραπάνω). Όταν βγήκα θολωμένος από το πνιγηρό γραφείο είχε νυχτώσει. Δροσερό αεράκι με χτύπησε στο πρόσωπο. Σα να συνήλθα (αν και ψυχανεμίζομαι θα πάρει καιρό). Στο μεταίχμιο θολούρας και νηφαλιότητας σκέφτηκα πως υπάρχουνε πεθαμένοι πιο ζωντανοί απ΄ τους ζωντανούς και ζωντανοί που ΄χουνε πεθάνει (άλλοι επειδή το θέλανε, άλλοι όχι, άλλοι χωρίς καλά καλά να το καταλάβουνε, άλλοι όταν το κατάλαβαν ήταν αργά)· άλλοι (ζωντανοί για πεθαμένοι) ξεκαθαρίζουνε μια για πάντα τους λογαριασμούς με το παρελθόν κι΄ άλλοι θυσιάζονται για κάτι και βράζουν συνέχεια στο ζουμί τους (το ένα δεν αποκλείει το άλλο), άλλοι μακαρίζουνε έναν ήσυχο θάνατο (συνήθως και μια καλή κηδεία), άλλοι (σαν εμένα) ψάχνουν να βρουν το θεό · τόσοι άνθρωποι τόσες ελπίδες γαμημένες…
28/9 ΘΑΛΑΣΣΑ ΑΠΌ ΕΡΩΤΑ
Πηγαίναμε
το στραβό δρόμο το γνωστό κι αγαπημένο, όπως πάντα ξέραμε που θα μάς βγάλει. Κι
αν ήτανε στιγμές που ανεπαίσθητη αμφιβολία φώλιαζε εντός μας, τί μ΄ αυτό; Οι Αλκυονίδες μπούσουλας και στο Λατίνι
ούριο αερικό για το Νησί. Λίγες απλωτές, στάση για κατούρημα, κάνα αστείο να
ξεχαστούμε, και φτάσαμε… Το νησί από τα παλιά, με τη παραλία αγκαλιά τον
κολπίσκο σε σχήμα καρδιάς. Μια καρδιά ριμάδα όλη κι όλη κομμένη στα δύο από τις
πρόσφατες κατολισθήσεις· μετά τίποτα δεν έμεινε που νομίζαμε πως ήτανε καλά
καμωμένο: Καδρόνια και πέτρες διαχώρισαν τη καρδιά από τις σάρκες και τα κόκαλα
τού ειδυλλιακού τοπίου, καταπλακώνοντας τον μοναδικό αυτοφυή μανδραγόρα που
ίσως –αφού καταλάγιασε ο κουρνιαχτός καταλάβαμε- αποδεικνύονταν μια κάποια
λύση. Το κοριτσάκι μου χαχανίζει μ΄ αυτά που τού λέει ο μπαμπάς. Σε
αντιπερισπασμό, μια περί καρδιάς ο λόγος,
ξεφουρνίζει πως είναι ερωτευμένο. Τι είναι έρωτας; το ρωτάω. Το
θαλασσοπούλι που ώρα τώρα μάς ακολουθεί και κάνει μακροβούτια μα τού κόβεται η
ανάσα και γι΄ αυτό λαχταράει να μείνει για πάντα στο βυθό, το τσοπανόσκυλο που
αλυχτάει στο συρματόπλεγμα κι΄ ύστερα κλαίει μετανιωμένο με μαύρο δάκρυ, η
ανεμώνα που –δες την πως- πασχίζει να γαντζωθεί στο βράχο τώρα πού άνοιξαν οι
ουρανοί και τίποτα δε τη ξεπλένει, το καντήλι στο σφαλισμένο εκκλησάκι που
εννοεί ευλαβικά να καίει μα κανείς δε το ξέρει -δε πρέπει να το ξέρει, η σιωπή
που πονάει κόντρα στο καιρό και δίνει σκυτάλη στη πολυλογία που κι΄ αυτή με τη
σειρά της εννοεί να ξεμπροστιάζεται ακατάσχετα και κοκκινίζει σα μικρό
κοριτσάκι· όλα αυτά είναι ο έρωτας και πολλά ακόμα που δεν τα ξέρω· εσύ; Κι΄ αν
η αναπόληση παρηγοριά στον άρρωστο, η μνήμη είναι διαβατήριο δυστυχίας… ήθελα
να τού απαντήσω μα ένοιωσα ανήμπορος ως συνήθως για απαντήσεις, όποτε τις
προσπάθησα βαρετές, σα να με ειρωνεύονταν, πόσο μάλλον τώρα που σε θάλασσα από
έρωτα κολυμπούσαμε. Και αντί απάντησης άρχισα να τραγουδώ έξω φωνή και τρόμαξε
το θαλασσοπούλι. Το Νησί ξεδιπλώθηκε ποθητό στο οπτικό μας πεδίο και όλα
φαίνονταν ωραία και πολλά υποσχόμενα, ενώ το κοριτσάκι μου αναρωτιότανε αν η
λαβωμένη παραλία ήτανε πράγματι εκείνη που τού έλεγα, κι΄ αν ναι, αν ήτανε τόσο
κοντά όσο την έβλεπε, και -όταν κάποτε φτάναμε σ΄ αυτή- αν θα βρίσκαμε το
χαμένο μανδραγόρα, και αν τον βρίσκαμε, αν θα ήτανε ακόμα ζωντανός… Μα εγώ παραλία δεν έβλεπα παρά ένα ζευγαράκι
ερωτευμένο, ένα και μοναδικό, ένα μοναδικό ζευγαράκι στο κόσμο, ένα με το υγρό
βότσαλο στη γλύκα του Φθινοπωρινού ήλιου· και επιτάχυνα τον ρυθμό λες κι΄ ήθελα
κάτι να προλάβω, τι δεν ήξερα -Λίγο ακόμα… μπαμπά, …Λίγο ακόμα και σχεδόν
φτάσαμε. Αφού σχεδόν φτάσαμε λοιπόν τι καλύτερο είπα από το να πιάσω τη κιθάρα
μου (πάντα έχω τη κιθάρα μου μαζί –τη γνωστή αδιαβροχοποιημένη κιθάρα των
κολυμβητών) Ιτ ις δε ίβνιγκ οφ δε ντέι… ή η γλύκα του δειλινού με την αρμύρα
βάλσαμο για τη κούραση, κι εκεί οπού τα στριγκς μάς πήγαιναν σε μέρος απόκοσμο
τού ονείρου πιο πραγματικό απ΄ αυτό που ζούσαμε, κατάλαβα πως είχαμε σχεδόν
φτάσει γιατί το θαλασσοπούλι έκανε μια τελευταία βουτιά κι΄ εξαφανίστηκε.
Φτάσαμε! εσύ τι λες; Είμαστε κοντά μπαμπά… τα κατάφερες. Κοντά σημαίνει πως φτάσαμε; Κοντά σημαίνει
πως μπορούμε να ελπίζουμε ότι κάποτε θα φτάσουμε… Αγάπη μου! την αγκάλιασα.
18/9 ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΟ
Οι
ξεχασμένες φωτογραφίες σε άλμπουμ των εκατό στο ντουλάπι. Ενθάδε κείται το νεκρό έντομο. Το κουφάρι διάφανο, εξαϋλωμένο. Μοναδικό απομεινάρι το
εύθραυστο κέλυφος. Θέλει ευλαβικό ξεσκόνισμα να μη διαλυθεί. Πλάι έτοιμη η
παλιά canon να απαθανατίσει τη στιγμή. Θα εμπλουτίσει το παλμαρέ της λήθης με τη φωτογραφία τού
σήμερα! Τού σήμερα ως αύριο και ως χτες. Χράπα-χρούπα ακούγεται ο ήχος τού
κλείστρου. Τρομάζει. Σα να ξυπνάει από λήθαργο. Τι έχει βαλθεί να σκοτώσει; Ο
φόνος συντελέστηκε επιτυχώς προ πολλού. Έχει παραγραφεί. Και το μνήμα
ξεχαρβαλωμένο· ουδείς γνωρίζει που βρίσκεται. Πιθανότατα η μπουλντόζα τού δήμου
ευθύνεται για το ξεχαρβάλωμα. Οι εργάτες άνοιξαν καινούργιους, αγαπημένους τάφους· με όλα τα κομφόρ. Τι να το θέλει
άραγε; Για σουβενίρ; Ακόμα ένα στη βιτρίνα του λίβινγκ ρουμ; Έπειτα ο φόνος
θέλει νιάτα. Κάτι τι να σκιρτάει μέσα σου· και αναισθητικό να μη σε πιάνει με
τίποτα. Κι΄ όμως… Επιμένει. Θέλει ντε και καλά να γίνει φονιάς! Να έχει μια
δεύτερη ευκαιρία. Φοράει το μάτσο του, στολή παραλλαγής, και βγαίνει παγανιά με
το άλμπουμ παραμάσχαλα. Στη γωνιά τού σπιτιού του κάνει στάση για καφέ.
Παρηγοριάς ανάθημα στη στιγμή. Αυτή που θα σκοτώσει. Είναι πανέτοιμος. Τραβάει
το μπουτόν. Χωρίς δισταγμό, δίχως δεύτερη σκέψη. Χράπα-χρούπα, χράπα-χρούπα… απανωτά χράπα-χρούπα. Και τότε -τι παράξενο- το νεκρό
έντομο ζωντανεύει. Γίνεται σάρκινο, ποθητό! Απαρηγόρητος… Τώρα και δολοφόνος
και απαρηγόρητος. Επιταχύνει το βήμα του. Σταδιακά. Προσποιείται τον αδιάφορο
για να μη τον καταλάβουν. Σ΄ ένα χαντάκι στα λασπόνερα ξεφορτώνεται μηχανή και
φωτογραφίες. Το φεγγαρόφωτο αντανακλά στο βρεγμένο ιλουστρασιόν. Κατευθείαν στο
δόξα πατρί. Όπως στο σινεμά. Όλα σινεμά… Μπαίνει να ξεχαστεί -το έργο έτσι κι΄
αλλιώς το ΄χει ξαναδεί. Βγαίνοντας οι μπάτσοι τού την έχουνε στημένη. Ακίνητος!
τα χέρια ψηλά! Παραδίνομαι… ποιος θ΄ απαθανατίσει τη στιγμή; Τού περνάνε τα
βραχιόλια. Πριν τον μπουζουριάσουνε στο περιπολικό, προλαβαίνει να δει τη
χρυσόμυγα που σκότωσε. Πιασμένοι χέρι χέρι δραπετεύουν στ΄ άστρα…
15/9 SEPTEMBER MORN
Ανθισμένο μποστάνι το σιχτίρισμα.
Πορτοκαλεώνας το γκρίζο. Λεμονανθοί το καυσαέριο. Και στο τιμόνι πλεξούδα
σκόρδα για το κακό μάτι. Σα σίφουνας με διπλάρωσε εκεί που΄ μουνα μποτιλιαρισμένος.
Μασκοφορούσα, μόνη στο κάρο. Μελαγχολικό πρωινό. Τα τζάμια κατεβασμένα. Κι΄ ο
αποχωρισμός μια κωρονοϊασμένη ανάσα δρόμος. Σαν το αγρίμι έκανε, στο κλουβί.
Διασταυρώνονται οι ματιές μας. Φοράω τη μάσκα μου. Δεν την έχεις ανάγκη… τής λέω. Νοιώθει άβολα. Ποιος είναι
τούτος; Με τι δικαίωμα θα μού πει τι έχω ανάγκη; Και καπάκι κατεβάζει τη μάσκα
ίσαμε το λαιμό. Αμαζόνα τών ονείρων μου! Τη ξέχασα από το μανάβη… λέει. Φοράς
μια τόσο ωραία μάσκα για να την κρύβεις! εγώ. Και κοτσάρω καρδούλες στα ζαρζαβατικά,
τους γιαρμάδες, τις νεροκρεμμύδες, τις ντομάτες, το καρπούζι… παντού. Μάταια.
Βρρρουμ! Οι καρδούλες μου σκόρπισαν στην άσφαλτο. Δε φταίει αυτή… ο χρόνος
είναι που πάει με χίλια· στο επόμενο φανάρι θα σε περιμένει! επιμένει ο
Γρηγόρης. Ανεβάζω το βόλιουμ. Μείνε για λίγο κι άσε με να σε κοιτάξω… Νιλ
Ντάϊμοντ. Προτιμάω τη φλόγα τού Μπεκό. Δε πειράζει… κι έτσι ωραίο είναι.
Διακόπτουμε το πρόγραμμα για μια σημαντική ενημέρωση! Φοράτε παντού τη μάσκα
σας! Και μη ξεχνάτε η μάσκα κάνει για αξεσουάρ, φουλάρι, μπαντάνα, σκουλαρίκι…
καλή είναι και για διακοσμητικό, κρεμασμένη στο καθρεφτάκι του κάρου, μα ως
εδώ· στο πρόσωπο κρύβει τη μοναξιά. Χαμός τα κορναρίσματα. Ευτυχώς πλάκωσε ο
Σταμάτης και τα πνεύματα κάπως ηρέμησαν. Ύστερα σανίδωσα το γκάζι, χάθηκα…
3/9
ΝΑ ΒΆΛΟΥΜΕ ΤΑ ΠΡΆΜΑΤΑ ΣΤΗ ΘΈΣΗ ΤΟΥΣ να μην αιωρούνται στον άρρωστο αέρα, στο πυρ το εξώτερο να ρίξουμε ενδοιασμούς, αμφιβολίες και –προπάντων- το γαμημένο μάγκωμα στη καρδιά, κι΄ οι ερωτήσεις να εκλείψουν μεμιάς και δια παντός, μόνο απαντήσεις μάς πρέπουν, απαντήσεις κομμένες και ραμμένες στ΄ αυτιά τού καθενός, τη μάσκα επιτέλους να βγάλουμε αφού να τη φοράμε δε μάθαμε, ουδέποτε μάθαμε, κρύβει τ΄ αγγελικά πλασμένα, οι κακομούτσουνοι ας τη φοράνε μόνο να μη φοβίζουν τούς όμορφους και οι πικρά μετανοήσαντες περικολοζαμέντε τούς μυαλωμένους, χουχουλιάρικα καταφύγια –για τη χειμωνιά που έρχεται- να βγάλουνε στη μόστρα στο παζάρι, σε τιμή ευκαιρίας, για κάθε βαλάντιο, με δώρο τον καναπέ, ενώ λοκντάουν νά μπει εδώ και τώρα στη κάβλα επί ποινή ακρωτηριασμού, στους εναγκαλισμούς, στα φιλιά –ιδίως τα γλωσσόφιλα-και στις πονηρές σκέψεις, προετοιμάζουν τα χειρότερα γαρ, και στο δελτίο τών οκτώ χάριν τόνωσης του λαϊκού φρονήματος να κάνουνε τεστ ανοσίας στους πεθαμένους, αν είναι καθαροί να τους βγάλουνε στους δρόμους να μαζέψουνε ό, τι ζωντανό έχει απομείνει ειδάλλως να τους μαντρώσουνε σε αφτεράδικα, χοροπηδάδικα και μπιτσόμπαρα μέχρι νεωτέρας, μα προς θεού μη τα σφαλίσουμε, μη σφαλίσουμε τη τελευταία χαραμάδα ελπίδας, κι΄ οι ρέστοι γραμμή για θερμομέτρηση και καπάκι βατσίνα εσάνς ζωής, έτσι μόνο θα βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, καμία αμφιβολία δε θα υπάρχει πως κορωνοϊασμένα είναι ως το μεδούλι.
1/9 ΓΑΪΔΑΡΟΥ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Άλλο
γάιδαρος άλλο άνθρωπος! Πάντα απορούσα γιατί κάποιοι επιμένουν να παρομοιάζουν
τον γάιδαρο με τον άνθρωπο, το βρίσκω ακατανόητο, αυτοί οι δύο δεν έχουνε καμία ομοιότητα. Ο γάιδαρος έχει
μεγάλα και μακριά αυτιά, τ΄ αυτιά του δεν είναι σαν τού ανθρώπου, έπειτα -ως
γνωστόν- ο γάιδαρος έχει τ΄ αυτιά για να ακούει ό,τι ακούει, ο άνθρωπος για να
ακούει ό,τι θέλει. Ο γάιδαρος έχει και μακριά ουρά να διώχνει τις γαϊδουρόμυγες
-δεν ανέχεται τις γαϊδουρόμυγες, ο άνθρωπος από την άλλη όχι μόνο τις ανέχεται
μα συμβιώνει με δαύτες κι΄ ας λέει "Ως εδώ και μη παρέκει!", δεν το εννοεί, το λέει για να
δείξει τάχατες στους άλλους ότι δικαίως τον παρομοιάζουνε με γάιδαρο. Μία επίσης
ουσιώδης διαφορά μεταξύ τους είναι ότι ο γάιδαρος είναι ωραίος και χωρίς το
σαμάρι του, ενώ άνθρωπος χωρίς σαμάρι δε βλέπεται -γι΄ αυτό πάντα μ΄ ένα σαμάρι
είναι ζαλωμένος, μάλιστα όσο περισσότερα έχει πάνω τόσο πιο ωραίος φαίνεται.
Έπειτα ο γάιδαρος, καταδικασμένος στα τέσσερα, είναι μόνιμα σκυφτός, ενώ ο
άνθρωπος μπορεί να στέκεται όρθιος, αυτό βέβαια ουδόλως τού απαγορεύει να
σκύβει όποτε το απαιτούν οι περιστάσεις. Διαφέρουνε και τα ενδιαφέροντά τους: Ο
γάιδαρος μόνο μαμ κακά και νάνι-και τι νάνι, κυριολεκτικά κοιμάται όρθιος- άντε
και κάνα πήδημα για τη διαιώνιση τού είδους, σα να χλευάζει ανήμπορος
παρατηρητής το χρόνο που φεύγει γκαρίζοντάς του. Ο άνθρωπος αντίθετα είναι
φτιαγμένος για τα μεγάλα, εμφορείται από ευγενείς σκοπούς και ως εκ τούτου τα ενδιαφέροντά του είναι πολλά,
περιλαμβάνουν ευρύτατο φάσμα ενασχολήσεων, από την οδήγηση -για παράδειγμα-
μέχρι τη συγγραφή μπλογκ, μα και σε ό,τι άλλο τού καπνίσει ο άνθρωπος τα
καταφέρνει μια χαρά, ακόμα και σε αυτά που δεν έχει ιδέα. Διαφέρουνε και οι
φωνές τους: Τού γαιδάρου αυθόρμητη, ανεπιτήδευτη, την ακούς και τρίζει το
σύμπαν, αρέσει δεν αρέσει είναι αυτή πού είναι, δε ζητάει να κρυφτεί μα ούτε να
εντυπωσιάσει. Αντίθετα τού άνθρωπου η φωνή είναι κάτι τι ακαθόριστο, ένα
συνονθύλευμα διαφορετικών μεταξύ τους λέξεων που αναιρεί η μία την άλλη,
συλλαβών, άναρθρων ήχων, παύσεων και σιωπών, κι΄ όλα αυτά άτακτα ερριμμένα στο
χρόνο, δεν είναι καν φωνή, κακώς λέγεται έτσι· βέβαια υποθέτω -καθότι γάιδαρος
δεν τυγχάνω- ότι ψίθυροι, αναστεναγμοί, βογγητά και ερωτόλογα, καθώς και ο ήχος
του πόνου που ανεξέλεγκτος κάνει τις φωνητικές χορδές να ριγούν, είναι κοινά
και στους δύο. Και για να τελειώνουμε μ΄ αυτή τη πλάκα, ο γάιδαρος πεθαίνει και
πάει, πάπαλα, "Η ζωή μου –λέει- τελείωσε, να
΄τανε κι΄ άλλη…" ενώ ο άνθρωπος βλέπει τη ζωή του να
τελειώνει και τότε –τι αστείο!- πάντα θυμάται πως δεν προλαβαίνει να κάνει όλα
όσα ήθελε να κάνει, άλλοτε δεν προλαβαίνει όσα έκανε να τα κάνει διαφορετικά…
28/8 ΚΟΛΥΜΒΗΤΗΣ ΣΤΗ ΜΠΑΝΙΕΡΑ
Παρατηρώ
την πατίνα τού ήλιου στο δέρμα μου αργά να φεύγει. Και πέρυσι το ίδιο έκανε,
και πρόπερσι. Κάθε χρόνο το ίδιο. Αργά αργά… Μα φεύγει. Το δέρμα στεναχωριέται,
γίνεται πελδινό. Ξεφλουδίζει -το αντηλιακό διαδέχεται η ενυδατική κρέμα. Φοράει
καπέλο στη σκιά, μπανιερό στο βουνό. Από μαράζι. Αποζητά τον ήλιο. Την ηδονή
της αρμύρας. Γλωσσόφιλα με το κύμα, ο κορωνοϊός να παίρνει μάτι και να σκάει
απ΄ τη ζήλεια του. Έπειτα μελαγχολεί. Τουλάχιστον έχει να παρηγοριέται πως
πέρασε ωραία.Πως τού χρόνου ξανά… Άλλοτε
το πιάνει γέλιο επίμονο. Σα το νευρικό. Συσπάται και ζαρώνει. Μπαίνω στη
μπανιέρα για χάρη του. Τη γεμίζω ως πάνω. Το δέρμα χαμογελάει, δροσίζει τα
διψασμένα χείλια του, τσαλαβουτάει, παίζει σα μικρό παιδί, κάνει
μπουρμπουλήθρες, ξεχνιέται. Όλα τού θυμίζουν τα περασμένα. Και τον πειρασμό να
ενδώσει στο παντοτινό Καλοκαίρι. Σ΄ αυτό που οι κολυμβητές γίνονται αθάνατοι.
Και το δέρμα αποχωρίζεται από το σώμα, γίνεται πανί, ταξιδεύει… Το τρίβω με
μανία με το σφουγγάρι. Καθαρό δέρμα. Νέο δέρμα χωρίς δέρμα. Τότε ήταν η αρμύρα.
Τώρα δίχως σαπούνι τσούζουν τα μάτια του. Δακρύζει, μα δε θέλει. Δε θέλει. Γι΄
αυτό δακρύζει. Κι΄ αποζητά πάλι την αρμύρα. Την αρμύρα που κάνει τα δάκρυα
βάλσαμο. Κλείνει τα μάτια. Και σαν τα κλείνει τι να δει! Πατίνα ή χρόνος το
ίδιο πράμα, άγραφο δέρμα κατάλευκο! Σαν το γάλα. Σαν τα ανοιχτά πόδια άγουρης
κορασίδας που καλωσορίζει τον έρωτα. Που τα έμμηνά της ασφυκτιούν και
εξέρχονται κρουνηδόν βάφοντας το χιόνι άλικο. Το κατάλευκο χιόνι σαν τη φωτιά.
Να ζεστάνει μιαν ανεμώνη που τουρτουρίζει στη παγωνιά που έρχεται. Πλάι του
μαραμένα λουλούδια στο πλαστικό μ΄ άρωμα λεβάντας. Και το μπουρνούζι κρεμασμένο
σ΄ ένα σταυρό.
24/8 ΚΟΛΥΜΒΗΤΗΣ ΝΑΥΑΓΟΣΩΣΤΗΣ
Σήμερα είχαμε άγιο! Πώς δε βουλιάξαμε στο πάτο τής
Βουλιαγμένης μόνο ένας θεός ξέρει… Μπαίνει που λέτε εκείνη στο νερό, μπαίνω κι
εγώ ξοπίσω της και πηγαίνουμε ως συνήθως βράχο βράχο το καημό μας προς τη
ψαροταβέρνα τού Λάμπρου, στρίβουμε αριστερά παράλληλα με τη παραλία και ξανά
αριστερά προς τη μικρή προβλήτα για βουτιές κατευθυνόμενοι στο ξέμπαρκο βράχο
όπου συνήθως κάθεται ένα θαλασσοπούλι μα τη θέση του είχε προλάβει ένα
ζευγαράκι. Στο σημείο αυτό, το απώτατο σημείο τής καθιερωμένης διαδρομής μας, απαγκιάζει
και τής αρέσει, λιμανάκι τής αγάπης το έχω ονοματίσει, είναι το απάνεμο ολόδικό μας λιμανάκι. Είναι όμως ταυτόχρονα
και ένα όριο, μια νοητή κόκκινη γραμμή που ουδέποτε περνάμε αφού πέρα απ αυτό η
θάλασσα βγάζει φίδια, κι΄ έτσι πάντα επιστρέφουμε από την ίδια διαδρομή, γνωστή
και αγαπημένη. Αυτό κάναμε και σήμερα. Μα κει που κολυμπούσαμε νωχελικά,
αμέριμνοι κι ανυποψίαστοι στο δρόμο τού γυρισμού, ένα κύμα θεόρατο ήρθε και μάς
κουκούλωσε, και μετά ένα άλλο, κι άλλο, κι άλλο… κύματα πολλά, κύματα μοχθηρά
σα να ξυπνήσανε από βαθύ ύπνο και βάλθηκαν να μάς πνίξουν! φαίνεται πως απορροφημένοι
από το κολύμπι άθελα απομακρυνθήκαμε από τη ρότα μας -το καταλάβαμε εκ των
υστέρων- και βρεθήκαμε καταμεσής τού κολπίσκου που νομίζαμε τάχατες ασφαλή.
Αντιλαμβανόμενοι τον μέγα κίνδυνο που διατρέχαμε, πλήθος λουόμενοι, περαστικοί
από τα ψηλά ή απλώς περίεργοι, άρχισαν να συνωστίζονται διαγκωνιζόμενοι να
πιάσουν τη καλύτερη θέση στη παραλία -αγνοώντας ακόμα και τον φονικό κωρονοϊό!-
προκειμένου να μάς δώσουνε κουράγιο, άλλος φώναζε το ένα, άλλος το άλλο… καθείς
το κοντό του και το μακρύ του μα όλοι τους ειλικρινά αγωνιούντες. Έμπειρος
κολυμβητής όμως εγώ έκλεισα τ΄ αυτιά μου, αστραπιαία στάθμισα τη κατάσταση των
πραγμάτων –το πλησιέστερο σε μάς απάνεμο σημείο, αυτό στο λιμανάκι της αγάπης,
ήτανε πια τόσο μακριά που ξεθώριαζε στο βλέμμα- χωρίς χρονοτριβή την άρπαξα
γιατί είχε ήδη αρχίσει να κόβεται η ανάσα της, και με τα στιβαρά μου μπράτσα,
άξιος καπετάνιος, την οδήγησα ψύχραιμα και με ασφάλεια σε απάνεμο κρυφό σημείο
τής ακτογραμμής που ήξερα από παλιά και όλα καλά κι όλα ωραία. Χτες ήσουν μ΄
άλλονε παρέα… άκουσα να μού λέει και είναι αλήθεια ξαφνιάστηκα κι΄ απόρησα μαζί
πώς τής ήρθαν τέτοιες ώρες τέτοια λόγια, μα όπως τα μάτια είχαν αρχίσει να
ξεθολώνουν από την αρμύρα, τότε και μόνο τότε έκπληκτος αντιλήφθηκα ότι δεν
είχα σώσει εκείνη όπως νόμιζα -εκείνη ήταν ανάμεσα στους θεατές και με
περίμενε- μα τον Γιώργο Νταλάρα! Δε λέω, ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία, μα εγώ
εκείνη ήθελα να σώσω, κοτζάμ Γιώργος -είμαι βέβαιος- μπορούσε και μόνος του,
εκείνη ήθελα, να γυρίσουμε πίσω στο λιμανάκι τής αγάπης όπως πριν. Όταν εν
τέλει πατήσαμε στεριά τής εκμυστηρεύτηκα πως όχι απλώς τα χρειάστηκα, είχε πάει η ψυχή
μου στη Κούλουρη! -γιατί τώρα διάλεξε τη Κούλουρη και δε παρέμεινε στη
Βουλιαγμένη δεν ξέρω, ίσως επειδή σκέφτηκε πως όπου να ΄ναι θα πλακώνανε και τα
κανάλια…
13/8 ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ ΘΕΑ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟ
Γωνία Αισιοδοξίας και Τού Σήμερα νοίκιασα δωμάτιο ευάερο κι΄ ευήλιο, ανακαινισμένο μ΄ ένα σωρό καλούδια, κρεβάτι ευρύχωρο για ευρύχωρα όνειρα ήθελα μόνο, άντε και μια χέστρα για τα επείγοντα με το πεπρωμένο μου -αυτά τα δύο μού φτάνανε. Σαν το ΄πα στη σπιτονοικοκυρά μου με κοίταξε απορημένη: Να δείτε πως τού χρόνου θα μάς ξανάρθετε, τού χρόνου θα βάλω και τζακούζι… αποκρίθηκε δίχως άλλο. Πάντως όσα μού φτάνανε τα είχα με το παραπάνω · και, το σημαντικότερο, βεράντα με θέα ν΄ αγναντεύω το πέλαγο. Ήτανε τόσο κοντά και τόσο μακριά! Κοντά σε ευθεία γραμμή, σε τεθλασμένη όμως; Το μάτι μου ήθελε να είναι μια ευθεία χωρίς τις τζιριτζάντζουλες ή στραβοτιμονιές, τα φαινόμενα όμως συνήθως απατούν. Έτσι αποφάσισα να ζευγαρώσω τις αποκλίνουσες εκτιμήσεις παίρνοντας το ρίσκο να με παρέσερνε το κύμα -ήλπιζα ελαφρά- εκτός ρότας: Θα πήγαινα ευθεία γραμμή με ολιγόλεπτες στάσεις για ξεκούραση. Σημείωσα στο χάρτη -ως συνηθίζω- τη πορεία που θα ακολουθούσα και βούτηξα… Τελικά δε λοξοδρόμησα· όχι δηλαδή πως περίμενα ότι θα λοξοδρομούσα, δεινός κολυμβητής γαρ. Ακόμα και σήμερα όταν σκέφτομαι αυτό που μού συνέβη δε μπορώ να το πιστέψω. Τότε νόμιζα πως όλα οφείλονταν στη καλή μου τύχη, πως η κακή με είχε εγκαταλείψει για τα λάγνα μάτια τής αγριεμένης θάλασσας, πως έφταιγε μια σειρά από ευτυχείς συγκυρίες που δημιούργησαν ερήμην μου ευνοϊκές συνθήκες να γίνει ό,τι έγινε και ενδεχομένως διαφορετικά να μην είχε συμβεί. Πόσο βαθιά νυχτωμένος ήμουνα… αργά το κατάλαβα. Τίποτα από όλα αυτά, ούτε η τύχη, ούτε οι συνθήκες… τίποτα· τίποτα δε μού συνέβη. Ο χρόνος μονάχα. Ο χρόνος, αυτός ήταν ο φταίχτης· αυτός είναι πάντα ο φταίχτης. Θυμάμαι που ξεμάκραινα ολοένα και περισσότερο, το μελτέμι δυνάμωνε και μού έκοβε την ανάσα, τα κοφτερά βράχια ορθώνονταν πλάι μου απειλητικά, η κούραση βαρίδι… ε και τι μ΄ αυτό; Το κολύμπι απόλαυση, ο χρόνος σμιλεύει τα καμωμένα πάνω στο κύμα! Στη βεράντα, πάνω στο αγνάντι, βρήκα ευκαιρία και του τα είπα ένα χεράκι: Τελικά η ευθεία ήτανε στραβή ή εγώ έκανα στραβοτιμονιά; Μ΄ άκουσε δίχως να βγάλει τσιμουδιά -πάντα έτσι κάνει ο μπαγάσας· ακόμα περιμένω απάντηση.
7/8 ΚΟΛΥΜΒΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ ΤΩΝ ΑΝΔΡΕΙΩΝ
Πηδούσα σαν το καγκουρό στην άμμο στο ρυθμό τού μπιτσόμπαρου πάνω από κορμιά διάσπαρτα μετά το μακελειό για να ανταμώσω το αντικείμενο τού πόθου μου. Αυτό τίγκα στα κολοβακτηρίδια και αντηλιακά, αυτό ποθούσα. Το ελαφρύ αεράκι που πήγαινε στ΄ ανοιχτά μού έδειχνε το δρόμο. Ένα αόρατο νήμα με χώριζε από το βαθύ μπλε. Κι εγώ σα βιδωμένος στο ενδιάμεσο, πόσο καιρό δε θυμάμαι, πάλευα τραβώντάς το άλλο λίγο, κι΄ άλλο λίγο ακόμα… Είχα μπει πια για τα καλά στα βαθιά. Λίγο πιο πέρα άρχιζε η άβυσσος. Η άβυσσος της νήσου των Ανδρείων. Σα μαγνήτης με τραβάνε τα νησιά που κρύβουν αβύσσους. Πάνω τους κολυμπάς ξαλαφρωμένος δίχως την ασήκωτη βαρύτητα τών αβαθών. Λίγες απλωτές ακόμα… Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Ήμουνα τόσο κοντά της όσο νόμιζα; Έβαλα κεφάλι μέσα να βεβαιωθώ. Το τσούξιμο από την αρμύρα -τούτη τη φορά- βάλσαμο. Μόνο μπλε, ατόφιο μπλε! Ο βυθός είχε οριστικά χαθεί. Ανείπωτη η χαρά μου. Έκανα μακροβούτι, έπιασα ένα νησάκι, το απίθωσα στην επιφάνεια. Καπάκι σμίλεψα μια τοσοδά αμμουδιά και την ερωτική φωλιά μας. Μάρκαρα με κοκκινάδι το χάρτη μη το χάσω. Κύκλους θα ΄φερνα τριγύρω του. Κολυμβητής ακτοπλόος στην άβυσσο! Αλίμονο… Γιατί τα όνειρα να τσακίζονται πάντα στα βράχια; Πάντως τίποτα δε προμήνυε όσα επακολούθησαν, «από πλήξη πέθανε ο Μεγαλέξαντρος, μόνο από πλήξη πεθαίνουν οι άνθρωποι!» τής απάντησα κι΄ εκείνη βούτηξε ικανοποιημένη. Πότε με ξέβρασε το κύμα δε κατάλαβα. Αγκαλιές, φιλιά… τόσο καιρό φευγάτος φαίνεται πως μ΄ είχανε ξεχάσει, τι γύρευα με τους στεριανούς; Κι΄ έπειτα κανείς δε θυμότανε τι θα πει κολύμπι, η παραλία έρμη, το νησάκι παρατημένο στην άμμο πλάι στο κουφάρι τού Καλοκαιριού, και τ΄ αντικείμενο τού πόθου μου -σάμπως τρόπαιο- σε καρτ ποστάλ να τη πιείς στο ποτήρι… Μα για βάστα, κι΄ ο ήλιος που έσβηνε φωτοστέφανο για πάρτη μου; η νύχτα που πρόβαρε για χατίρι μου τα μαύρα; τ΄ άστρα που σα καντηλάκια τρεμοπαίζανε κρατώντας μας φανάρι για να πικάρουνε το φθισικό φεγγάρι; Ακόμα προλάβαινα! ουρανός για θάλασσα το ίδιο έκανε. Βούτηξα. Μια δυο απλωτές και είχα φτάσει. Χαίρε βάθος αμέτρητο! Η άβυσσος ήταν εδώ…
"Δεν πεθαίνουν έτσι οι άνθρωποι..." τής έλεγα και -για να μαι ειλικρινής- δεν είχα ιδέα πως πεθαίνουν, απλώς νόμιζα πως σαν έρθει η ώρα τους η βαρύτητα κάνει τη βρώμικη δουλειά και τους σωριάζει, ενώ, αν τύχει να ναι καθιστοί ή ξάπλα, αφήνει τα χέρια χαλαρά να πέσουν μεμιάς, ταυτόχρονα με κλίση τής κεφαλής σα κρεμασμένη και μάτια ορθάνοιχτα και απλανή να καλωσορίζουν το επέκεινα… Μα εκείνη κάθε που έπεφτα -όπως όλοι οι χριστιανοί- στο κρεβάτι σα το σακί ξεθεωμένος από τον κάματο τής μέρας ή νύστα με κυρίευε αφήνοντας την εφημερίδα να γλιστρήσει από τα χέρια μου, έντρομη με σκούνταγε και με τσιμπούσε για να αναστηθώ δηλώνοντάς μου ορθά κοφτά πως αυτό που έκανα -τάχατες επίτηδες- δεν ήτανε καθόλου αστείο παρά μία απαίσια, σαδιστική και κακόγουστη φάρσα κατ' εξακολούθηση! Και μετά την αρχική "τρομάρα που έπαιρνε", όπως ισχυρίζονταν, έστρεφε τα νώτα της προς το μέρος μου, άλλοτε άλλαζε πλευρό, και, παριστάνοντας την θιγμένη, έκανε καμιά βδομάδα να μού μιλήσει· όχι δηλαδή πως εγώ πήγαινα πίσω… τραβούσα πικαρισμένος από την άλλη το σκοινί αφού ένοιωθα εξίσου μ εκείνη θιγμένος για την άδικη κατηγορία. Κι΄ έτσι ωραία τσουλάγαμε τον καιρό σάμπως δεν είχαμε κάτι καλύτερο να κάνουμε, δυο ξένοι στο ίδιο σπίτι δίχως τη παραμικρή διάθεση να τα βρούμε -κι όλα αυτά για πράματα τής καθημερινότητας απολύτως φυσικά- κάποτε βέβαια τα βρίσκαμε πολιτισμένοι άνθρωποι γαρ. Έστω κι έτσι πάντως μού άρεσε που, ύστερα από αμέτρητα χρόνια συζυγικού βίου, εξακολουθούσε να δείχνει ένα κάποιο ενδιαφέρον για εμέ και νοιαζότανε για την αδιάλειπτη πορεία μου στα εγκόσμια, ίσως από το φόβο μίας απροσδιόριστης μοναξιάς, μα περισσότερο –νομίζω- χάριν τής ακαταμάχητης συνήθειας που η μακρόχρονη συμβίωση ποτίζει το πετσί, γιατί άλλο τι δε μπορώ να υποθέσω. Κι όταν ο πολιτισμός -πού λέγαμε- έπαιρνε κεφάλι, μιλούσαμε για αγάπες και λουλούδια! Αχ αυτή η αγάπη πόσο γλυκιά, πόσο υπομονετική κι΄ ευρύχωρη, όλα κι΄ όλους τούς καλούς χωράει!… δε γινότανε να μην είναι τόσο βολική; να κάνει το κέφι της -κι΄ ας μαγκώνει και ας γδέρνει, να μη την επικαλούνται οι αγαπημένοι αλά καρτ; να μη την άκουγα κι εγώ βερεσέ… Όμως χτες, εκεί που διάβαζα στη πολυθρόνα, ένας αληθινός σφάχτης στα καλά καθούμενα μού δωσε να καταλάβω και τα χρειάστηκα!· άφησα το βιβλίο να πέσει στα γόνατά μου κι΄ ύστερα έγειρα το κεφάλι, "πονάω… πονάω πολύ" τής είπα "…στη καρδιά… νομίζω πως πεθαίνω…" Κι εκείνη -πρώτη φορά ήτανε που δεν τρόμαξε- δίχως άλλο χούφτωσε το ιερό δισκοπότηρο του ανδρισμού μου στη ψύχρα! δίχως τη παραμικρή αιδώ! "έτσι ανασταίνονται οι πεθαμένοι…" μού είπε· κι εγώ δεν πίστευα στ΄ αυτιά μου και παραδόξως ούτε στα μάτια μου -ενώ ο σφάχτης ως δια μαγείας πήγε περίπατο, τόσο ξαφνικά που άρχισα να αμφιβάλλω αν υπήρξε ποτέ- παρά σκέφτηκα πως για όλους, ακόμα και τους πεθαμένους, υπάρχει ο κατάλληλος τρόπος…
22/6 ΠΡΩΙΝΟ ΞΥΠΝΗΜΑ
31/5 Η ΤΕΛΕΙΑ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ
21/5 ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ
Είχα κάποτε έναν Κώστα… ψηλό και λυγερόκορμο σα νάνο με μάτια που πετούσανε φλόγες, κυπαρίσσι τού μυαλού μου, αγριολούλουδο τής καρδιάς μου, σάρκα από τη σάρκα μου, στους ατέλειωτους μονολόγούς του απ΄ του Βρυώνη ως τη Τερψιθέα κι΄ από κει ξανά πίσω ως το λιμανάκι του Μπαϊκούτση με τραβούσε απ΄ το μανίκι κι΄ η θάλασσα αντάριευε και φούσκωνε ίσαμε τις υπόγειες στοές των Ρόκγουεϊς στο μεγάλο μήλο του Αδάμ όπου πήγα οικειοθελώς και γύρισα άπραγος -ακόμα παλεύω τη κλειστοφοβία μου, κι΄ ο πατέρας μου να λαχταρά για το απολωλός τέκνο του –τώρα εγώ λαχταράω και μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι του άναψα στον Αη Νικόλα, σωριάσου πρηνής γιε μου! πάει καιρός πολύς καιρός… αχ! πως ομορφαίνει η λησμονιά το σκοτάδι, τα μάτια του ντρόγκα που δε μπορούσα να ξεφύγω, να σπαρταράω ήθελα κι΄ όλο σπαρταρούσα, σπαρταράω, σπαρταρούσα, σπαρταράω… περίμενα τον επιθανάτιο ρόγχο, αυτόν που αλίμονο στο καιρό του δεν ήρθε, τώρα είναι αργά, πολύ αργά πια, τώρα δεν περιμένω μα χαίρω άκρας υγείας, βρήκα και δουλειά να κάνω: γραφιάς ανεξιχνίαστων φονικών στη τάμπουλα ράζα του χρόνου άπαξ εις ανάμνησιν, ξεχάσατε τα νέα; είχα κάποτε -ή μήπως ουδέποτε είχα;- ένα όνομα, Κώστα με λέγανε, άγριος σα παπαρούνα, τρυφερός σαν ατσάλι, με πείσμα που μοναχά τού έρωτα πρέπει, και φωνή ξυπνητήρι, καραβοτσακίστηκε, πνίγηκε στον Ατλαντικό –οι κακεντρεχείς ισχυρίζονται σε μια κουταλιά νερό μα είναι ψέμα, ασύστολο ψέμα! αυτόπτης μάρτυρας ήμουνα –δε θέλω να θυμάμαι- εκεί μέσα πνίγηκα κι΄ εγώ κι΄ όταν η θάλασσα ξέβρασε το κουφάρι μου στο νησί των φαντασμάτων -για κάποιους των ονείρων- είδα πως ήτανε ωραίος σαν Έλληνας και για κεφάλι είχε τη χερσόνησο του Αίμου, κοιλιά το αετοβούνι της Πειραϊκής και το μεγάλο μήλο στο στόμα, γλώσσα και καρδιά σε βαθιά κατάψυξη, πού να ΄βρω να τα ζεστάνω τώρα που οι κυκλώνες προμηνύονται κατακλυσμιαίοι κι΄ εδώ μήτε βρέχει, μήτε χιονίζει, μήτε τίποτα, παρά η απουσία ένα με παρουσία μια συνήθεια; έχω κάποτε… έναν Κώστα και μια ωραία Ελένη να μού κρατάνε συντροφιά μέχρι τα βαθιά γεράματα.
15/5 ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΠΡΑΞΗ
Χελώνα. Ζώον έρπον. Μόνιμα στο καβούκι του. Τρέφεται αποκλειστικά με χόρτο. Αρέσκεται στη ζέστη. Στα κρύα κοιμάται. Όταν είναι ξύπνια ασχολείται με το φαγητό. Και με την αναπαραγωγή τού είδους της βεβαίως βεβαίως. Όσφρηση και όραση κατά βούληση. Φωνή καθόλου. Ως εκ τούτου ουδέποτε ακούστηκε να διαμαρτυρηθεί. Πάντως δείχνει ευχαριστημένη. Αρέσκεται να περνάει απαρατήρητη. Όταν την πλησιάζει άνθρωπος κρύβεται. Στο καβούκι της. Νομίζει πως έτσι δεν τη βλέπει. Την ίδια μπορεί. Το καβούκι της πάντως το βλέπει. Δε μπορεί να το κρύψει με τίποτα. Κινείται σα χελώνα. Προσεκτικά. Μπορεί και γρήγορα. Μα δεν το συνηθίζει. Τα πόδια της τέσσερα τον αριθμό. Γαντζωμένα στο έδαφος. Ουδέποτε χάνει την επαφή μαζί του. Και για κανένα απολύτως λόγο. Πάντα προσγειωμένη. Γενικά δίνει την εντύπωση πως ουδέποτε βιάζεται. Άγχος μηδέν. Ίσως γι΄ αυτό ζει πολύ. Μπορεί να φτάσει τα εκατό. Κάποτε τα ξεπερνάει. Υπήρχανε χελώνες που ζήσανε διακόσια. Μετά βέβαια κι΄ αυτές πεθάνανε. Η μακροζωία είναι ο βασικός λόγος που μνημονεύεται. Από τον άνθρωπο. Γι΄ αυτό τη θαυμάζει. Αν ζούσε λίγο δε θα προλάβαινε να την προσέξει. Έτσι τη πρόσεξα κι΄ εγώ. Στον απογευματινό μου περίπατο. Το μάτι έπεσε πάνω της. Μεγάλη χελώνα. Μεγαλύτερη δεν έχω ξαναδεί. Μαθουσάλας. Την πλησίασα. Φαίνονταν ακίνητη. Σαν πεθαμένη. Δεν ήταν. Μάλιστα για κάπου το ΄χε βάλει. Οπωσδήποτε. Πριν από λίγη ώρα χελώνα δεν υπήρχε στο ίδιο σημείο. Αυτό ήτανε το μόνο σίγουρο. Κατά τ΄ άλλα όλα αβέβαια. Υπέθεσα πως είχε ξεκινήσει από το γειτονικό, άχτιστο ακόμα, οικόπεδο. Όσο για τον προορισμό εξαρχής δήλωσα πλήρη άγνοια. Τ΄ άλλα των γειτόνων τσιμεντωμένα. Και περιφραγμένα αεροστεγώς. Ούτε κουνούπι δε περνάει όχι χελώνα… Κι΄ ο δρόμος επικίνδυνο μέρος για να βολτάρεις. Συμπέρανα πως είχε χάσει τον προσανατολισμό της. Αν πηγαίνεις σα χελώνα σ΄ ένα κόσμο που τρέχει με χίλια είναι εύκολο να τον χάσεις. Μού φάνηκε και ιδρωμένη. Κρίμα που πήγε στράφι τόσος κόπος… τής είπα. Φάνηκε να συμφωνεί. Ήταν ώρα να κάνω μια καλή πράξη. Απογειώθηκε. Πρώτη φορά στον αέρα φαντάζομαι θα πήγε η καρδιά της στη κούλουρη. Μήπως δεν έκανα καλά; Πέρασε απ΄ το μυαλό μου όταν ήδη είχαμε φτάσει. Φρόντισα να προσγειωθεί με ασφάλεια. Στο βιράνι που λέγαμε. Σίγουρα σ΄ αυτό ήθελε. Αν δεν ήθελε ας μου το ΄λεγε …
8/5 ΧΑΘΗΚΕ!
21/4 ΜΕΘΕΟΡΤΙΑ
31/3 ΕΚΤΑΚΤΟΣ!
'Έκτακτα τα "έκτακτα μέτρα" κι΄ αυτά που έρχονται ακόμα πιο έκτακτα! Έχω γίνει διαπρύσιος οπαδός τους. Για έναν απλό λόγο: Έχουν να κάνουν με τους ζωντανούς. Έστω κι΄ αν η αγκαλιά αναγορεύτηκε αποκοτιά υψηλότατου ρίσκου και το φιλί ισοδύναμο θανατικής καταδίκης. Έστω κι΄ αν μπαφιάσαμε στη κλεισούρα με το φόβο δεκανίκι. Έστω κι΄ αν -όπου να΄ ναι- και για κατούρημα ακόμα να θέλουμε να πάμε θα πρέπει να το δηλώσουμε… Βλέπετε στον άλλο κόσμο έκτακτα μέτρα δε χρειάζονται. Ας είναι καλά οι ειδικοί κι΄ εγώ έχω πειστεί: Μόνο με έκτακτα θα συνεχίσουμε στο κόσμο των ζωντανών. Με εσάνς ζωής -από το τίποτα μάλλον προτιμότερο… Όσοι πιστοί προσέλθετε!
Έκτακτα μέτρα και ξερό ψωμί! Ένας νέος τρέντι τύπος έκτακτου ανθρώπου ανατέλλει: Ο "καθαρός"! Με τη βούλα των ειδικών. "Υπεύθυνοι", "μετρημένοι", "λογικοί", "σωστοί", "υπάκουοι", "συνεργάσιμοι"… όλοι αυτοί δηλαδή που λατρέψαμε ίσαμε τώρα, οσονούπω θα είναι πασέ! Η νέα έκτακτη κανονικότητα είναι προ των πυλών! Καιρός ήτανε γιατί κάποιοι είχανε ξεφύγει… Πόσο θα κρατήσει; Όσο πάει! Δέκα μήνες, εκατό, διακόσιους… αυτά στο χαζοκούτι περί τού αντιθέτου είναι για τους αφελείς. Σε λίγο εμείς οι ίδιοι θα λέμε "όσο πιο πολύ, τόσο καλύτερα". Κάποιοι ήδη τρίβουν τα χέρια τους…
Ευτυχώς στη ζωή τίποτα μονιμότερο τού έκτακτου… Εξάλλου μπας κι΄ αύριο το πρωί ο κορονοϊός θα εξαφανιστεί από προσώπου γης; Εδώ δίπλα μας θα είναι, πάνω μας, μέσα μας… και θα μάς κλείνει πονηρά το μάτι. Ο κορονοϊός ήρθε για να μείνει. Και τα μέτρα το ίδιο. Σφηνώθηκε για τα καλά στο μυαλό, και πλέον δε φεύγει με τίποτα! αφήστε που αν την έκανε, κάποιος άλλος θα έπαιρνε τη σκυτάλη… Κάποτε βέβαια όλοι θα τον ξεχάσουμε. Αποκούμπι μας και βάλσαμο η λησμονιά. Όταν έρθει. Ας ελπίσουμε γρήγορα… "ο θεός να σού δίνει καλή υγεία και κακή μνήμη" έλεγε ο Μπέρναρτ Σω. Μέχρι τότε υπομονή…
"Πώς να τις αδειάσουμε με ψηλά τα χέρια; "
"Ε κατεβάστέ τα γαμώτο!…"
"Γιατί καλέ μου άνθρωπε; Δε μάς λυπάσαι;"
"Σάς λυπάμαι…"
"Τότε γιατί να μάς το κάνεις αυτό το κακό;"
"Είναι απλό: Γιατί εμένα μού τέλειωσαν!"
"Θα σού δώσουμε όσα λεφτά θέλεις… Πολλά λεφτά! Ν΄ αγοράσεις ό,τι ποθεί η καρδούλα σου."
"Πλάκα μού κάνετε; Καλά εσείς που ζείτε; Δεν υπάρχουν πουθενά! ούτε για δείγμα."
"Θεός φυλάξει! Κι΄ εμείς; Εμείς τι θ΄ απογίνουμε; Ο κορονοϊός δε δείχνει έλεος!"
"Κι΄ εγώ το ίδιο…"
"Συμφορά που μας βρήκε!"
"Το ξέρω."
"Άκουσες τους ειδικούς; Αν πλένεις συχνά τα χέρια σου -λένε- δε τα χρειάζεσαι…"
"Κουβέντα θ΄ ανοίξουμε τώρα;… Τσιμουδιά! Λοιπόν, δε θα το ξαναπώ: Αδειάστε τσάντες και τσέπες!"
"Χαμένοι για χαμένοι είμαστε…"
"Δώστε τα λοιπόν τα ρημάδια να τελειώνουμε!"
"Αν θέλεις να τα πάρεις θα περάσεις πρώτα πάνω από τα πτώματά μας!"
"Εντάξει ρε παιδιά, μη τρελαίνεστε!…"
"Τι εννοείς;"
"Ένα αστείο έκανα… Μόνο σκεφτείτε πως κάποιοι άλλοι μπορεί να τα έχουνε περισσότερο ανάγκη από εσάς…"
"Δε μασάμε! και στη τι-βι τα ίδια με σένα λένε… "
"Σας παρακαλώ, στο νοσοκομείο θα τα πάω… Στη κορονοϊοπληγμένη άρρωστη μαμάκα μου! ‘Ένα ψυχικό θα κάνετε…"
"Πόσο χρονών είναι;"
"Σήμερα κλείνει τα εκατό."
"Καλά… Χαιρέτα μου το πλάτανο πες της…"
"Ντροπή! Μάνα εσείς δεν έχετε;…"
"Εδώ ρε φίλε τα κακαρώνουνε ντούκια…"
"Ντούκια ξε-ντούκια μόνο Αυτός εκεί πάνω ξέρει!…"
"Μακάρι να φτάναμε κι΄ εμείς τα χρονάκια της…"
"Χλωμό το βλέπω…"
"Ναι… πού βρίσκομαι;"
"Εμείς ρωτάμε! Εσύ απαντάς."
"Γιατί δε φοράτε μάσκες; "
"Κουφός είσαι; Δεν άκουσες τι σού είπαμε;"
"Ναι μα γκαρίζετε και τα σάλια σας πέφτουν πάνω μου!"
"Γι΄ αυτό εσύ φορούσες μάσκα πουλάκι μου;"
"Γι΄ αυτό βέβαια! Γιατί τη φοράει όλος ο κόσμος;"
"Δε κόβεις το παραμύθι εξυπνάκια;"
"Σάς παρακαλώ κύριοι… Δεν είναι αυτές οι ώρες για καλαμπούρι…"
"Το ίδιο λέμε κι΄ εμείς…"
"Οι οδηγίες είναι σαφείς: Μάσκα, γάντια και δυό μέτρα απόσταση ο ένας απ΄ τον άλλο. Τουλάχιστον!"
"Δυο μέτρα απόσταση… μωρέ τι μάς λες! Χώνεψε το: Αν δε τα ξεράσεις όλα, τώρα αγαπούλα μου, θα σε φιλήσουμε!"
25/3 ΑΓΝΩΡΙΣΤΟΣ…
22/3 ΑΝΟΣΙΑ!
Χα! τη βλέπω εγώ από τώρα τη δουλειά: Τη βολέψαμε πάλι! Δέκα χρόνια η κρίση αναπολώντας σταυροπόδι τις παλιές καλές μέρες. Κι΄ άλλα δέκα ο κορονοϊός με τ΄ απόνερά του, είκοσι. Καθαρίσαμε! Μετά, κοντά στα εκατό πλέον, τι να φοβηθείς; Και μέχρι τα δεύτερα διακόσια έχει καιρό… ακόμα δε γιορτάσαμε τα πρώτα! Πώς περνάνε έτσι τα χρόνια! Σα νεράκι τρέχουν τα ρημάδια στο ποτάμι τής ιστορίας. Κι΄ εμείς καρυδότσουφλο στον αφρό όπου το πάει το ρεύμα… Πάντα έτσι αβύθιστοι να μη βασκαθούμε! Τι ωραίο που ΄ναι να ζεις σε "κρίσιμες για τη χώρα στιγμές"! Με τέτοιο ατράνταχτο άλλοθι όλα καλά καμωμένα. Στις μη κρίσιμες αρχίζουν τα ζόρικα… Ενώ τώρα ευκολάκι: Μένεις σπίτι. Σαπίζεις αγκαλιά με τη τιβί, σερφάρεις με τις ώρες στο γυαλί, λες καμιά μαλακία να περάσ΄η ώρα, πλακώνεσαι στο φαγητό… Σε ριάλιτι η κορονοϊοζωούλα μας! Τίποτα δεν άλλαξε. Απλώς κουβαληθήκαμε απ' το ένα σπίτι στο άλλο. Απ΄ αυτό "της κρίσης", καπάκι σ΄ αυτό "τού κορονοϊού". Κι΄ η αναπόληση καλά κρατεί -τζάμπα είναι εξάλλου. Μια φορά κι΄ ένα καιρό ζούσαμε -λέει- σε μια χώρα όπου δένανε τα σκυλιά με τα λουκάνικα και το χαμόγελο δεν έλειπε στιγμή από τα χείλια μας γιατί όλα πήγαιναν κατ΄ ευχή… Κι΄ έπειτα άνοιξε το πιθάρι τής Πανδώρας… Θα μάς βγάλει τη ψυχή μα πού θα πάει, θα το ξεπεράσουμε κι΄ αυτό. Εμείς, για τους άλλους δε ξέρω. Γιατί η Ελλάδα ως γνωστό ποτέ δε πεθαίνει, κι΄ οι Έλληνες το ίδιο. Διάγουμε βίους ασύμπτωτους και ασυμπτωματικούς. Έχουμε ανοσία! Ο κορονοϊός ανέκαθεν εδώ ήταν. Μια παράτα πήραμε μόνο…
17/3 ΕΝΟΣ ΚΑΚΟΥ…
μύρια έπονται… έχασα και τη καθημερινή πρωινή παρείτσα μου! "Μακριά κι΄ αγαπημένοι για να μη σμίξουνε οι κορονοϊοί μας και κάνουνε παιδάκια και κατακυριεύσουνε τον κόσμο όλο" μού μήνυσε ο φίλος μου και -τι να ΄κανα- δέχτηκα με βαριά καρδιά. Με ποιον θα μιλάω τώρα; Σε ποιον θα εκμυστηρεύομαι τις αχαλίνωτες σινεφίλ φαντασιώσεις μου; μπούχτισα πια με τη ταινία τού κορονοϊασμένου τρόμου πού ζούμε, ρομάντζα και σεξ θέλω μα που, τέτοιες ώρες τέτοια λόγια… Και το σημαντικότερο πού το πάτε: Σε ποιον θα λέω για τις ταινίες που έχασα, κι΄ ακόμα περισσότερο γι΄ αυτές -που πλέον ξέρω- πως ουδέποτε θα ιδώ; Γιατί -έλεγα στο φίλο μου- αυτές που έχασα είναι οι αγαπημένες μου. Τις θυμάμαι απ΄ την αρχή μέχρι το τέλος με τη παραμικρή λεπτομέρεια και όσες φορές να τις διηγηθώ δε τις βαριέμαι σα κάποιες άλλες, μα κάθε φορά ξαναφουντώνει εντός μου η λαχτάρα για τη χαμένη μαγεία…
Κατά τ΄ άλλα παριστάνω πως δε φοβάμαι μπας και τσιμπήσει ο κορονοϊός και πάρει δρόμο, μα χλωμό το βλέπω, μ΄ άρπαξε ο γαμημένος από τη μούρη πουρνό με το που άνοιξα το ραδιόφωνο. Έχω πια εναποθέσει την ελπίδα στους ειδικούς. Μα και με τον Μεγάλο τα έχω καλά -ποτέ δε ξέρεις… και κάνω το σταυρό μου κάθε που πλένω τα χέρια. Καλύτερα έτσι από το να τιγκάρω το καρότσι τού σούπερμάρκετ με αχρείαστα και να κοψομεσιάζομαι μετά στο κουβάλημα. Όλα τα όπλα τής "πολιτισμένης" ανθρωπότητας -διαβάζω- στη μητέρα των μαχών! Μα δεν ακούω κουβέντα για ένα, ένα όπλο που μπροστά του δε πιάνουν μπάζα όλα τ΄ άλλα: Καλή τύχη. Καλή τύχη χρειάζεται! θα το ξαναπώ, ούτε σαπούνια, ούτε χλωρίνες, ούτε μακαρόνια… αφού -όπως πάντα- οι τυχεροί τη σκαπουλάρουν.
10/3 ΚΟΡΟΝΟΪΟΥ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΣΥΝΕΧΕΙΑ…
Φαίνεται πως ο κορονοϊός με γυροφέρνει. Τού μήνυσα πάντως πως ματαιοπονεί. Έτσι και τολμήσει να ζυγώσει θα τον περιλάβω και θα τον κάνω με τα πατατάκια! Ξέρετε δεν αστειεύομαι… Προς το παρόν ακολουθώ πιστά τις οδηγίες: Βρέχω τα χέρια μου με νερό (εξυπακούεται πως έχω προηγουμένως ανοίξει τη βρύση), βάζω μπόλικο σαπούνι, τρίβω τη μία με την άλλη τις παλάμες, τις ξανατρίβω ενδιάμεσα στα δάχτυλα, επαναλαμβάνω το τρίψιμο απ΄ όλες τις πλευρές των δαχτύλων, συνεχίζω τρίβοντας τις ράχες των δαχτύλων και στα δύο χέρια, ματαξανατρίβω -με περιστροφικές κινήσεις αυτή τη φορά- τους αντίχειρες με τις παλάμες, τελειώνω μ΄ ένα τελευταίο τρίψιμο στις παλάμες και τα μεσοδακτύλια διαστήματα και ξεπλένω τα χέρια με άφθονο νερό, τα στεγνώνω με χαρτοπετσέτα, χρησιμοποιώ τη χαρτοπετσέτα για να κλείσω τη βρύση. Ο κορονοϊός όλη αυτή την ώρα -το νοιώθω- με κοιτάζει και απορεί. Κάποτε βαριέται αφόρητα και τη κάνει με αλαφρά πηδηματάκια. Όπως και να ΄χει ο σκοπός επετεύχθη: Τα χέρια μου είναι πλέον καθαρά! Από βαρεμάρα –να το θυμηθείτε- θα πεθάνουμε όλοι. Πολύ προτού επέλθει το μοιραίο. Αυτός τουλάχιστον μικροκαμωμένος, τη κάνει από το σιφόνι του νιπτήρα. Αφήνεται στη δίνη του νερού και στροβιλίζεται τρελά σα δερβίσης σούφι σε μυστηριακό χορό για να χαθεί στης αποχέτευσης το σκοτάδι. Σαν έτοιμος από καιρό για την ατέλειωτη νύχτα. Εμείς; Πόσο πια να τρίψεις τα χέρια σου χωρίς να ματώσεις για να ξεφορτωθείς το φόβο πού σε αργοτρώει σα το σαράκι; Κι΄ αν δεν παλεύεται, από πού να τη κάνεις;…
8/3 ΣΤΗΝ …ΑΝΤΑΡΚΤΙΚΗ!
Να ΄χα τρεις καρδιές σα το χταπόδι και τι στο κόσμο! Να χτυπούν επί τρία, ν΄ αγαπάνε επί τρία, τρεις φορές πιο δυνατά, τρεις φορές πιο γρήγορα, τρεις φορές κάθε φορά, για τρεις γυναίκες τη φορά… Να ΄χα και κορμί λαστιχένιο και καμουφλάζ αμέτρητα, και μελάνι να θολώνω τα νερά μια ζωή να μπορώ να φεύγω… Μα γω με μια και μόνη έρμη καρδιά που φυλλορροεί, πάντα ίδιος και απαράλλαχτα βαρετός, μεσ΄ τη κρυστάλλινη μισή αλήθειά μου χωμένος ως τα μπούνια, και στο χρυσό θαλάμι μου σφιχτο-βεντουζομένος σάμπως μη το χάσω… Και να ΄μαι κι΄ ευχαριστημένος από πάνω γιατί υπάρχουν χειρότερα!… Όπως φευ! χταπόδι ψαρεμένο. Να κείτομαι ασάλευτο στη πιατέλα. Ψητό, λεπτοκομμένο με λαδόξιδο και ρίγανη. Ή γιαχνί με μπόλικο κρεμμύδι και λίγη ντοματούλα σβησμένο με κρασί. Και να μοσχομυρίζω. Και να ποθώ μια έστω μπουκίτσα μου αλλά να μη μπορώ… Ε όχι, αυτό δε θα τ΄ αντέξω!… Σήμερα που λέτε ονειρεύομαι σαρακοστιανά: Χταποδάκι, ντολμαδάκια από τα χεράκια της, σουπιές, γίγαντες, γαρίδες, πίττες, λαγάνες, ταραμοαλοιφές… Α! -παραλίγο να ξεχάσω το καλύτερο: Γλυκόπιοτο τής λήθης κρασί. Και για φινάλε βεβαίως -ως είθισται- χαλβάδες να ιδούν τα μάτια σας! σε πλήθος γεύσεων και παραλλαγών για όλα τα γούστα. Έτσι για να γλυκαθώ…
28/2 ΘΩΡΑΚΙΣΜΕΝΟΙ…
Ε ρε μπίζνες τρελές! Μετά τα σαπούνια, τις κονσέρβες και τα μακαρόνια εξαφανίστηκαν και οι πανοπλίες! Ίσως γι΄ αυτό ο υπουργός δήλωσε πως είμαστε θωρακισμένοι από τον κορονοϊό. Πολλοί έσπευσαν να τον περιγελάσουν. Κατά τη ταπεινή μου γνώμη βιάστηκαν. Για να το λέει κοτζάμ υπουργός κάτι θα ξέρει. Κάτι που δεν ξέρουμε εμείς οι υπόλοιποι. Ή το ξέρουμε και δε το ΄χουμε καταλάβει. Εγώ θα παράλλασσα τη υπουργική δήλωση επί το καλύτερο: Ουχί απλώς θωρακισμένοι, αθάνατοι! Και -δε σάς κρύβω- με πιάνει το παράπονο που τόση θωράκιση εν τέλει πάει στο βρόντο… Όχι δεν ειρωνεύομαι. Ούτε θέλω κατά διάνοια να φωλιάσει εντός μας το σπέρμα της ηττοπάθειας. Νυν υπέρ πάντων ο αγών! Μα ο πανικός αχρείαστος. Και φάρμακο θα βρεθεί, και εμβόλιο. Και ο φόβος θα ντυθεί ανεμελιά και θα περάσει στ΄ αζήτητα. Αργά ή γρήγορα όλα αυτά τα ωραία που ζούμε δε θα ΄ναι παρά μια ανάμνηση. Θ΄ ανοίγουμε τη τι-βι, τη κουτσομπόλα… και κορονοϊός γιοκ. Να το θυμηθείτε: Κάποτε οι αναμνήσεις θα είναι το μοναδικό ασφαλές πειστήριο περί τής ύπαρξης τού κορονοϊού (και όχι μόνο). Αλήθεια, εσείς δεν βλέπετε την θωράκιση που επικαλείται ο υπουργός; Κι΄ αν δεν τη βλέπετε, δεν τη νοιώθετε; Στο σπίτι, στη δουλειά, στο δρόμο, στο καθρέφτη σας… παντού! Κι΄ αν δε τη νοιώθετε δε τη μυρίζετε στον αέρα; Τόσο πολύ τελικά έχει αλλοιώσει την όσφρησή μας αυτή η κωλογρίππη; Με τέτοια πανοπλία όχι κορονοϊός, μα ούτε ο θεός ο ίδιος δε περνάει! Χτες -διάβασα- κάποιοι θερμοκέφαλοι ξεχασιάρηδες ξελαρυγγιάζονταν "Πάρε τον κορονοϊό και πήγαινε σπίτι σου…" Τι αστειότητες! Καλά δε βρέθηκε εκεί κάποιος χριστιανός να τους πει πως συμβαίνει και στα καλύτερα σπίτια; Αν δεν είχαν ξεχάσει τη πανοπλία τους -φρονώ- δε θα ΄τρεχε μία…
25/2 ΣΤΗ ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ
Αγαπάω τις γάτες, είναι θηλυκά. Εκτός αυτού είναι και θεατρόφιλες. Μια τέτοια κατοικοεδρεύει στο θέατρο "Επί Κολωνώ" στο Κολωνό. Το όνομά της "Η βασίλισσα της ομορφιάς". Συνηθίζει να στρογγυλοκάθεται αγέρωχη σε περίοπτη θέση στο σκαμπό τού μπαρ στο φουαγιέ. Από εκεί παρακολουθεί όλες τις παραστάσεις. Στη τελευταία ένοιωσε ψυχική ανάταση και ευφροσύνη, τέτοιες που μόνο η τέχνη και ο έρωτας -απ΄ όσο ξέρω είναι μόνιμα ερωτευμένη- μπορούν να προσφέρουν. Χτες οι γάτες συνήθιζαν να στρογγυλοκάθονται ισορροπώντας στις κολώνες -από κολώνες στο Κολωνό άλλο τίποτα- αυτές που σήμερα αποκαλούμε "αρχαία". Από εκεί ένα με τα σύννεφα κοζάρανε τους θεατρίνους της εποχής. Ατυχήματα βέβαια ενίοτε συνέβαιναν, κάποιες έπεφταν και γκρεμοτσακίζονταν για λόγους πιθανώς όχι άσχετους με το ποιον της παράστασης, συμβάντα όπως και να ΄χει τραγικά εξ ου και η "τραγωδία". Σήμερα βολεύονται σε κολωνάτα σκαμπό σαν αυτό του θεάτρου "Επί Κολωνώ"· άλλοτε σ΄ αυτά σταυροπόδι παίρνουν το ντρινκ τους, σχολιάζουν τα θεατρικά δρώμενα τού μεγαλοχωριού επιδιδιδόμενες με τρόπο ζηλευτό στην υποκριτική τέχνη- τής λαγνείας κατά προτεραιότητα. Αυτά τα σκαμπό, ξεχαρβαλωμένα από το χρόνο ή ό,τι τέλος πάντων έχει απομείνει από δαύτα, θα ονομάζουν αύριο "αρχαία". Τότε κάποια άλλη γάτα σα τη "Βασίλισσα της ομορφιάς" θα στρογγυλοκάθεται πάνω τους και κάποιος άλλος ορκισμένος θαυμαστής της θα τής κάνει ερωτική εξομολόγηση, ίδιοι μοναχά οι θεατές - αθάνατοι θεατές- θα τον ακούνε και θα απορούν. Και όλα αυτά σε κάποιο άλλο θέατρο κάπου στο Κολωνό…
12/2 ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ
"Με τη μοναξιά μου τα πάω μια χαρά, τους άλλους είναι φορές που δεν αντέχω… " είπε ο κακός κορονοϊός. Τον ξιπασμένο! πέσανε πάνω του να τον φάνε. Μπλάβιασαν οι ουρανοί, σκοτείνιασε η πλάση, άστραψε και βρόντηξε. Ποιος είδε το θεό και δε τον φοβήθηκε; Μιλιούνια οι κορονοϊοί επί των κεφαλών των ασεβών! Και οι αμαρτωλοί να τρίβουν τα χέρια τους από χαρά, μάσες τρικούβερτες προμηνύονταν γαρ. Το παραμυθάκι ίδιο και χιλιοϊδωμένο: Πρώτα πλάκωσε αγουροξυπνημένος ο φόβος, φόβος καραμπινάτος, μα, επειδή ο φόβος δεν είναι ποτέ αρκετός, ξεκουμπίστηκαν και καμπόσοι να ΄ρθει το γλυκό να δέσει ("σάμπως έχασε η Βενετιά βελόνι…" είπε ο ξιπασμένος). Μετά τον συνήθισαν και αυτόν. Ο θεός τα χρειάστηκε: "Τι θα κάνω με δαύτους;…" Μη μπορώντας να τους κάνει ζάφτι το είδε με άλλο μάτι: "Καλύτερα με τον κορονοϊό και τη ξιπασιά του παρά με τους αθεόφοβους εκεί κάτω. Να ΄χουνε τουλάχιστον αυτοί με κάτι τι να ασχολούνται κι΄ εγώ ήσυχο το κεφάλι μου…" Άνοιξε τις τηλεοράσεις στη διαπασών, τις κουτσομπόλες να παίζουν νυχθημερόν, ήρθανε και τα μασκαριλίκια (σάμπως είχανε ποτέ φύγει;) και ξεχάστηκαν. Κι΄ έζησε ο κακός κορονοϊός στη μοναξιά του κι΄ εμείς καλύτερα…
Είμαι πεινασμένος. Ναι, πολύ πεινασμένος! Δεν εξηγείται διαφορετικά η χτεσινοβραδινή μάσα που έριξα. Έφαγα απ΄ όλα ενώ δε μ΄ άρεσε τίποτα! Άντε τα χόρτα και η λαχανοσαλάτα για την όρεξη. Και το λουκάνικο τρωγότανε. Τα υπόλοιπα; Κακά. Δεν υπερβάλλω. Να τα πιάσω ένα κι΄ ένα; Ας αρχίσω με το ψωμί: Μπαγιάτικο και γι΄ αυτό -κατά πως συνηθίζεται- ψημένο. Χοιρινά μπριζολάκια: Μπριζολάκια μόνο κατ΄ όνομα, μπουκιές -ναι καλά διαβάσατε- μπουκιές, κρέας τηγανιτό μέχρι καψαλιάσματος, στεγνό και άγευστο. Αρνίσια παϊδάκια: Μια από τα ίδια, τουλάχιστον αυτά ήτανε παϊδάκια. Τα υπόλοιπα τηγανιτά: Τίγκα στο λάδι. Τυρόπιτα, η σπεσιαλιτέ τού καταστήματος: Όβερντοουζ τυριού με τριμμένο τυρί από πάνω χάριν γαρνιρίσματος. Τζατζίκι: Μπετόν αρμέ και αποκλειστικά για σκορδομάνιακς… Όσο για το περιβάλλον; Ψυγείο! Αγκαλιά με μια σόμπα. Οι μισοί να ψήνονται κι΄ οι άλλοι μισοί με τα παλτά τους. Τι γκρινιάζω ο παράξενος; Αφού έτσι είναι ο άνθρωπος: Πάντα πεινάει. Κι΄ όταν πεινάει τού φαίνονται όλα ωραία. Και υπομένει αγόγγυστα τις κακουχίες. Υπέροχο μαγαζί! Εξάλλου ο πολυφορεμένος "σεβασμός στο πελάτη" είναι, όπως όλα, σχετικός. Αυτόν τον σεβασμό ξέρουμε, αυτόν θέλουμε, αυτός μάς αξίζει. Όσο για τη λυπητερή; Έντεκα ευρώ το κεφάλι. Χωρίς απόδειξη εννοείται. Ακριβό η φτηνό; Δε ξέρω. Όπως το πάρει κανείς…
3/2 ΕΚΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ
30/1 ΦΑΣΤ ΦΟΥΝΤ
Στα φαστφουντάδικα η ζωή πηγαίνει σε φαστ φόργουορντ. Τίγκα σε θερμίδες, τρανς λίπη και αλάτια. Μα το φχαριστιέσαι. Φτηνά και δοκιμασμένα. Αυτό εξάλλου το μυστικό της επιτυχίας τους. Ντερλικώνεις στα γρήγορα. Όσο κρατιέσαι ζεστός κάτω απ΄ τη καυτή λάμπα, όσο σε λούζουν τα φώτα. Και απέρχεσαι.
Τα φασφουντάδικα είναι για τους νέους. Όταν τα Γουέντις ήτανε γωνία Σταδίου και Βουκουρεστίου ήμουνα ταχτικός πελάτης τους. Μετά φύγανε, ξέμεινα αγκαλιά με τα Μακντόναλτς. Μετά τίποτα. Όταν έχεις να διαλέξεις, χωρίς αμφιβολία, χορταίνεις καλύτερα.
Το μενού σε δαύτα δεν κρύβει εκπλήξεις. Ο κατάλογος περιττός. Φάτσα κάρτα ιλουστρασιόν φωτογραφία οι επιλογές. Η μια πιο χορταστική απ΄ την άλλη. Έπειτα είναι κι΄ αυτά τα παιδιά σα τα κρύα τα νερά. Στη μόστρα. Χαίρεσαι να παραγγέλνεις. Εξυπηρετικά, ευγενικά, με τις ομοιόμορφες στολές τους και το πλατύ χαμόγελο. Παλιά με το χαμόγελο πηγαίνανε φαντάροι στο πόλεμο. Σήμερα φαίνεται ότι πάνε να δουλέψουνε στα φαστφουντάδικα. Η Ελένη με τα μελαγχολικά μάτια και το οξυζενέ μαλλί μού αρέσει πιο πολύ. Δεν είναι από δω μα τα Ελληνικά της φαρσί. "Ποιος έχει σειρά; Παρακαλώ εξυπηρετείστε;…" με καλωσορίζει.
Σ΄ αυτό που άνοιξε στη παρακάτω γειτονιά έχουνε βάλει τατς σκριν οθόνες. Αγγίζεις και παραγγέλνεις. Έπειτα πληρώνεις με τη κάρτα σου. Πλαστικό χρήμα. Καθαρό. Όχι να μετράς χαρτούρα με τού κόσμου τους κορονοϊούς και τα σαρς. Σού δίνουνε κι΄ ένα νούμερο. Κάθε παραγγελία ένα νούμερο. Αυτό είναι το τυχερό σου νούμερο. Μέχρι να ετοιμαστεί η παραγγελία προλαβαίνεις να πεταχτείς στο απέναντι μαγαζί να το παίξεις στο τζόκερ. Διαφορετικά κάθεσαι σταυροπόδι και περιμένεις. Δεν ασχολείσαι με τη παραγγελία που έδωσες. Άλλοι φροντίζουν για σένα. Εσένα το μυαλό φτερουγίζει. Πυροτέχνημα στο ρυθμό της γιγαντοοθόνης που παίζει ασταμάτητα. Σαν ετοιμαστεί η παραγγελία στη φέρνουν πεσκέσι στο τραπέζι σου. Πώς σε βρίσκουν; Εδώ είναι η μαγκιά! Προχώ πράματα.
Στα φασφουντάδικα όλα είναι εύκολα. Εύκολα σημαίνει να μη σκουτουριάζεσαι για τίποτα. Να ψάχνεις για ψεγάδι και να μη βρίσκεις. Να είσαι πάντα ευχαριστημένος δίχως να χρειάζεσαι να έχεις καταλάβει γιατί. Είναι φορές που τα λαχταράω.
(Στον Μιλτιάδη)
24/1 ΑΚΡΙΒΟ ΜΟΥ ΣΟΥΒΛΑΚΙ!
Ανεξερεύνητες οι βουλές του θεού. Τού άνθρωπου τραπουλόχαρτα ανοιχτά. Σήμερα είναι η μέρα μου. Θα βγω με τους φίλους. Κάθε βδομάδα τούτη τη μέρα το ίδιο κάνω. Ραντεβού στο σουβλατζίδικο. Το ίδιο σουβλατζίδικο. Άντε και σε ένα άλλο. Κάποιοι συμφωνούμε "λίγο καλύτερο" απλά για να πούμε κάτι. Και τα δύο λίγα βήματα από το σπίτι μου. Σε ακτίνα ποδαρόδρομου. Συνήθως το συνδυάζω με πεζοπορία για να κάψω προκαταβολικά τις θερμίδες που θα πάρω. Μετά έρχομαι στα ίσα μου.
Σήμερα τρίτο σουβλατζίδικο μπήκε σφήνα στ΄ άλλα δυο. Αναστατώθηκα. Πούθε ξεφύτρωσε τούτο στα καλά καθούμενα; Λέγεται πως είναι φοβερό και τρομερό. Καμία σχέση με τα άλλα -άλλη κλάση! Ανυπομονησία με έχει καταλάβει. Από χτες στο όνειρό μου βλέπω σουβλάκια. Όχι σαν αυτά που ξέρω. Ούτε μπορώ να τα περιγράψω. Διαφορετικά. Σκέφτηκα ότι αυτό είναι αναμενόμενο. Η προσμονή ξεσαλώνει τη φαντασία. Πρώτη μέρα, θα βάλω τα καλά μου να το τιμήσω. Οσάκις βάζω τα καλά μου -έχω παρατηρήσει- η συνέχεια ουδέποτε διαψεύδει τις προσδοκίες μου.
Έχω σκεφτεί και τι θα παραγγείλω. Το σουβλάκι μου θέλω να είναι ακριβό. Οι φίλοι νομίζουνε πως το σουβλάκι συμφέρει. Δεν συμφωνώ. Κάθε φορά που έρχεται η λυπητερή με λούζει κρύος ιδρώτας. Σα να χρωστάω μαζεμένα όλα τα σουβλάκια που μέχρι τώρα έχω φάει. Και αυτά που θα φάω. Πώς να μαζέψω των ακριβών μου γούστων τα χρωστούμενα; ο λογαριασμός χαμένος από καιρό. Στο ταμείο σκαρφίζομαι χίλια δυο. Κάποτε διαμαρτυρήθηκα –κατόπιν εορτής- πως το κρέας ήτανε κρύο… Άλλοτε πως η πίτα που έφαγα ήτανε καρβουνιασμένη, ή ότι οι πατάτες ζεματούσανε και έβγαλε καντήλα η γλώσσα μου… Και σήμερα κάτι θα βρω.
21/1 ΤΟ ΚΟΨΙΜΟ ΤΗΣ ΠΙΤΑΣ
Το κόψιμο της πίτας, ας φαίνεται κάτι απλό, δεν είναι. Αυτός που κρατάει το μαχαίρι οφείλει να τη χωρίσει σε ίσα μέρη. Απολύτως ίσα. Τούτο από μόνο του δυσκολεύει το εγχείρημα. Έχει να κάνει -βλέπετε- με το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Μέχρι να το κερδίσετε οι πάντες θα είναι καχύποπτοι μαζί σας. Μπροστά θα σάς χαμογελούν. Μα από πίσω θα σκέφτονται πως το έργο που παίζετε είναι στημένο. Ποθούμενο το φλουρί. Διαλαλήστέ το, εγκωμιάστέ το. Πίτα χωρίς φλουρί είναι σα σκορδαλιά χωρίς σκόρδο. Φροντίστε πάση θυσία να κρατήστε την ελπίδα ζωντανή. Πρώτα για πάρτη σας. Αν το φλουρί πέσει σ΄ εσάς βάλτε το αμέσως βαθιά στη τσέπη. Η τύχη πετάει σα πουλί.
Εάν τα κομμάτια είναι ζυγά έχει καλώς. Μια απλή διαίρεση και -προς το παρόν- καθαρίσατε. Εάν όμως είναι μονά τότε τα πράματα περιπλέκονται, θέλει προσοχή στη μοιρασιά και καλό μάτι. Ζυγισμένο. Μη νομίζετε πως το διαθέτουν όλοι. Εγώ, για παράδειγμα, κάποτε στη προσπάθειά μου να φανώ δίκαιος και τα κομμάτια βγήκαν θεόστραβα και το δάχτυλό μου έκοψα… Κι΄ όμως… το πιο πετυχημένο -είπαν- κόψιμο πίτας έβερ! Αν η πίτα είναι γωνιασμένη τα πράματα φαίνονται πιο εύκολα. Εφησυχασμός όμως δε χωρεί. Γενικά ό,τι φαίνεται εύκολο, συνήθως δεν είναι. Αν σάς μοιάζει ακαθόριστου σχήματος καλύτερα μη το επιχειρήσετε. Προσποιηθείτε στιγμιαία αδιαθεσία και πασάρετε τη δουλειά σε κάποιον άλλο.
Σε κάθε περίπτωση το μαχαίρι πρέπει να 'ναι κοφτερό. Μη φοβόσαστε το κοφτερό μαχαίρι. Ακόμα και στραβά να το πάτε, με τέτοιο μαχαίρι οι πάντες θα νομίσουνε πως ίσιο είναι το στραβό. Κοφτερό μακρύ μαχαίρι λοιπόν και αλφαδιασμένη κοψιά. Μακρύ όσο η διάμετρος τής πίτας τουλάχιστον. Αν είναι κοντύτερο γίνεται δυσκολότερο το έργο σας. Σ' αυτή τη περίπτωση πιθανόν να φανεί χρήσιμο το ξεχασμένο, κρεμασμένο στο τοίχο, γιαταγάνι τού τουρκοφάγου προγόνου σας. Εκείνο που όταν είσαστε παιδάκι πάντα απορούσατε τι χρειάζονταν.
Άφησα τελευταίο το αυτονόητο: Σταθερό χέρι. Οι πάσχοντες από πάρκινσον, γεροντικό τρόμο και συναφείς αρρώστιες, καλό είναι να το αποφεύγουν -και πάλι αυτό δεν είναι απόλυτο. Οτιδήποτε άλλο έχετε -με γεια σας με χαρά σας- δε θεωρείται ανασταλτικό στο κόψιμο της πίτας. Σταθερό χέρι χρειάζεται και για ένα επιπλέον λόγο: Καλό είναι οι ευχές να γίνουν σμπαράλια με τη πρώτη μαχαιριά. Μη παρατείνετε σαδιστικά το μαρτύριό τους.
Θυμηθείτε εσείς κρατάτε το μαχαίρι. Εσείς και όχι κάποιος άλλος. Κάποιοι μάλιστα λένε πως αυτό από μόνο του αρκεί για να τα καταφέρετε.
17/1 CORPUS CHRISTI
Ένα διαμάντι λάμπει στη μεγάλη οθόνη. Τρεχάτε όσο προλαβαίνετε! Να πάρετε λίγη από τη φώτισή του. Γιατί όπου να ΄ναι θα κατέβει από το τσουνάμι των σινε-φαστφούντ. Και τότε θα ΄σαστε αναγκασμένοι να το κατεβάσετε εσείς στο γυαλί. Αναγκασμένοι τρόπος του λέγειν δηλαδή. Ό, τι γουστάρετε κάνετε… Μα θα ΄ναι αμαρτία. Το σινεμά δεν βλέπεται κατά μόνας στην αφασία τού καναπέ. Κοινωνείται. Με άλλους πιστούς στη σκοτεινή αίθουσα. Ένα διαμάντι λοιπόν. Το όνομα αυτού Corpus Christi. Τo σώμα τού Χριστού. Μια ταινία του Πολωνού Γιαν Κομάσα. Καθηλωτική! Η υπόθεση; Νέος, τρόφιμος αναμορφωτήριου, αυτο-χρίζεται παπάς. "Φο" παπάς δηλαδή. Σ΄ ένα χωριό κάπου στην επαρχία. Το ποίμνιο ευσεβείς καθολικοί. Ευσεβείς μα αμαρτωλοί. Διψάνε να σωθούν. Όχι στην άλλη ζωή. Σ΄ αυτή. Εδώ και τώρα! Ο "φο" πιάνει δουλειά. Βάζει τα δυνατά του. Ο χειρότερος αμαρτωλός θα σώσει τους καλύτερους; (Ή μήπως το "αμαρτωλίκι" δε μετριέται έτσι;) Τελικά τα καταφέρνει! Χάπι εντ; Αμ δε… Οι παπάδες θα επαναφέρουν την "ιερή" τάξη: Το ποίμνιο -πρέπει να- είναι εξ ορισμού αμαρτωλό. Και τ΄ αφεντικά της σωτηρίας οι παπάδες. Οι κανονικοί βεβαίως, όχι οι "φο" -τελεία και παύλα. Ο νέος καταδικάζεται στο πυρ το εξώτερο. Και -επί του παρόντος- επιστρέφει εκεί που ανήκει. Στην επίγεια κόλαση. Η σωτηρία μπορεί να περιμένει. Η ζωή συνεχίζεται…
14/1 Η ΚΙΒΩΤΟΣ
4/1 ΙΝΤΕΡΜΕΤΖΟ
Χρονούλη χρονουλάκο μου θα ΄σαι καλός μαζί μου; Κάποιος απαισιόδοξος μού είπε πως προμηνύεσαι χειρότερος απ΄ τον προηγούμενο κι΄ έκανε τη καρδιά μου περιβόλι. Όχι πως πολυκόφτομαι δηλαδή. Το σημειωματάριό μου με πονάει μη πέσει σε τίποτα αγριεμένους και δε θα τ΄ αντέξει. Λες να το βάλω στον αυτόματο να πηγαίνει μόνο του; να ιδείς που κάποτε θα το καταφέρω… Πάντως στο ρεβεγιόν έκανα πρόβα και τα κατάφερα μια χαρά. Έφαγα, ήπια, χόρεψα, κόρταρα για να μη ξεχνιόμαστε… είπα και καμιά πατσανάτσα. Τι άλλο να πεθυμήσω απ΄ τη ζωή μου; Σχεδόν ευτυχισμένος! Μόνο το φλουρί στράβωσε. Α και οι ευχές. Με τις ευχές δε τα πάω καλά. Θα σού φανεί αστείο, μα σα τις φέρνω στο στόμα με πιάνει γλωσσοδέτης. Είναι όλες τόσο ίδιες, τόσο βαρετές… Καλή χρονιά, καλή χρονιά… λες και κόλλησε η βελόνα. Για σένα το λένε αν δεν το ΄χεις καταλάβει. Τόση καλοσύνη… ξέρω δεν ιδρώνει τ΄ αυτί σου. Βρε δε πα να ΄σαι κακός, στραβός κι΄ ανάποδος… κάνε ό, τι σε φωτίσει ο θεός. Εγώ να ξέρεις εδώ θα μείνω! με το σημειωματάριό μου αγκαλιά! να γεμίζω τις λευκές σελίδες με ακατανόητα, λοξά, σπαράγματα και αναφιλητά. Εσύ φευγάτος, ένα φου κι΄ έγινες αστρόσκονη …