Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2022

2022 ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ


22/12           ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΕΙΣ

Έπρεπε να βιαστώ. Να στουμπώσω με λέξεις τον χρόνο που απέμενε. Τη μεγαλύτερη νύχτα τού χρόνου. Απόγευμα κι είχε ήδη νυχτώσει. Το μαγαζί άδειο. Έλεγα, έλεγα… και δεν καταλάβαινα Χριστό. Όχι πως με ενοχλούσε, το αντίθετο. Μού άρεσε. Δεν ήξερα γιατί. Ήξερα μόνο πως μπορούσα πια να λέω ό, τι  θέλω.  Ό, τι τράβαγε η ψυχούλα μου. Δίχως υπονοούμενα και δεύτερες σκέψεις. Τα πιο μύχια. Τα πιο βαθιά κρυμμένα.  "…Άνοιξέ μου τη καρδιά σου. Μια τελευταία φορά. Κάνε τη ζεστό κουκούλι κι εγώ θα τρυπώσω να κρυφτώ.  Θα μείνω μέσα στη καρδιά σου κρυμμένος από τον κόσμο μέχρι να περάσει η μπόρα για πάντα…"  Ήξερα. Ήτανε δικιά μου. Πάντα ήτανε δικιά μου. "Τέρμα"  μού είχε πει.  Κι έλεγα… Απλώς έλεγα. Νομίζω ότι κι εκείνη αυτό περίμενε να κάνω. Αν δεν το ήθελε το περίμενε. Σα να είχαμε επινοήσει μεταξύ μας μια γλώσσα ακατανόητη. Κάποιο κώδικα μυστικό όπως οι συνωμότες. Να μη καταλαβαίνει ο ένας τί λέει ο άλλος. Αν κάποιος πιανότανε στα πράσα ο άλλος να μην ξέρει. "…Μεγάλοι άνθρωποι είμαστε…" Μεσολάβησε απροσδόκητη παύση διαρκείας. Σήκωσε το τσιγάρο από το τασάκι να το πάει στα χείλια της. Η μακριά, κουρασμένη καύτρα που ΄χε σβήσει από ώρα, προσγειώθηκε στη φούστα της. Μία εφαρμοστή φούστα, λαδί με λεπτό μαύρο καρό, που τόνιζε τις καμπύλες της. Αυτό είχα προσέξει καθώς έρχονταν. Το ραντεβού στις πέντε και είχα πάει μια ώρα πριν. Δεν ήθελα να περιμένει. Δεν ήθελα να δώσω άλλη αφορμή. Ούτε να καταλάβει πως ακόμα με ένοιαζαν οι καμπύλες της, αυτό δεν το ήθελα με τίποτα.  Αδιαφόρησε αφήνοντας τη στάχτη να χαϊδεύει το πόδι της. Έκανα να τη διώξω τάχατες. Τραβήχτηκε. Πίεσε στο τασάκι ότι είχε απομείνει από το τσιγάρο. Έτσι όπως συνήθως κάνουν για να σβήσει. Σα να ήτανε ακόμα αναμμένο. Άναψε άλλο.  " …Δεν είναι αυτό που νομίζεις. Αυτό πού νομίζεις πως συνέβη δεν συνέβη…"   Τα μάτια της καρφί στα δικά μου.  " …Τουλάχιστον όχι τώρα…"   Είχαν έρθει οι σοκολάτες. Δύο σοκολάτες με καρδιές ζωγραφισμένες στο καϊμάκι. Δύο καυτές καρδιές.  " …Αλήθεια πώς τα καταφέρνουν;…"  Τώρα κοίταζε την καρδιά της. Άφησε το τσιγάρο στο τασάκι και πήγε την κούπα στα χείλια. Τα χείλια της έγιναν σοκολατένια. Η καρδιά χάλασε.   "…Εγώ δε θα την πιώ. Λέω να παραγγείλω κάτι άλλο…"   Έκανα σινιάλο στη σερβιτόρα και πήρα μια ανάσα. Μόνο μία. Δεν είχα καιρό για δεύτερη.  "…Ήτανε ένα καπρίτσιο. Μια παρόρμηση της στιγμής. Πίστεψέ με…"  Έτσι είπα γιατί δεν ήθελα να με πιστέψει. Δεν έπρεπε να με πιστέψει. Όμως δεν ανησύχησα. Ό, τι και να έλεγα, ήξερα, δε θα με πίστευε. Συνέχισα να λέω. Τούτη τη φορά για την αγάπη. Ιστορίες για την αγάπη. Την αγάπη γενικά. Έκανα να πάω το χέρι μου κοντά στο δικό της. Τραβήχτηκε. Ξανά.  Δε σε θέλω… δε σε θέλω…  κατάλαβέ το, δε σε θέλω… δεν μπορώ να σε θέλω.  "…Σε θέλω. Τώρα κατάλαβα πως σε θέλω ακόμα πιο πολύ…"   Είπα κι άλλα που δε θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο ότι είχε πάρει εκείνη τη σκυτάλη. Έλεγε ακατάπαυστα. Τώρα έλεγε εκείνη. Εκείνη δεν καταλάβαινε. Και λοιπόν; Τι πείραζε; Κι αν δεν καταλάβαινε επειδή εγώ δεν καταλάβαινα, πάλι τι πείραζε;  Αν καταλαβαίναμε, πώς θα βγάζαμε πέρα την υπόλοιπη ζωή μας; Τώρα και οι δύο δεν θέλαμε να καταλάβουμε. Δεν καταλαβαίναμε και νοιώθαμε μία λύτρωση. Μια λύτρωση παράξενη εντός μας. Μάλλον είχε σταματήσει να λέει όταν την αγκάλιασα. "…Μείνε μαζί μου."  Έκλεισα τα μάτια. Το βλέμμα μου ξεκίνησε να περιδιαβαίνει το χώρο κάνοντας στιγμιαίες στάσεις στον καθρέφτη τού τοίχου με τη μπαρόκ κορνίζα όπου πριν από λίγο καθρεφτίζονταν αμυδρά στο ημίφως το πρόσωπό της, στην κρεμασμένη ζωγραφιά  petite fleur je taime με τα καλλιγραφικά γράμματα, στο χαμηλό άσπρο ντεκαπέ τραπεζάκι, στο βάζο με τους πανσέδες, στο ξεχαρβαλωμένο πιάνο με τα μπρονζέ κηροπήγια, στο λιωμένο κόκκινο κερί, στη φιγούρα της καθώς πλησίαζε, στη  Λουί κενζ πολυθρόνα όπου σκόνταψε καθώς απομακρύνονταν -"πρόσεχε αγάπη μου!" είχα φωνάξει,  στην πόρτα που έκλεισε, στο παλιό φωνόγραφο, στα σκονισμένα δίπλα του βινύλια, στη κούπα με την ανέγγιχτη καρδιά τώρα κρύα, ξανά πίσω στον καθρέφτη -τούτη τη φορά το είδωλό της δεν διακρίνονταν, στα χριστουγεννιάτικα φωτάκια που γλύκαιναν το σκοτάδι… 




14/12           ΠΡΩΙΝΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

Ξύπνησα μ΄ ένα βάρος. Δε θέλω να το σκέφτομαι. Το παράξενο είναι πως κοιμήθηκα σαν πουλάκι. Σηκώθηκα. Πήγα γραμμή στο τζάμι να δω τον καιρό. Το πρώτο πράγμα που κάνω τελευταία όταν σηκώνομαι. Μετά κοίταξα το απέναντι παράθυρο. Τα στόρια μισόκλειστα.  Μέσα ακόμα σκοτάδι. Μετά το πεζοδρόμιο μπροστά στην εξώπορτα.  Με περίμενε.  Συνέχισα να κοιτάζω.  Απλώς να κοιτάζω. Κάθισα στη πολυθρόνα.  Να μη στέκομαι όρθιος. Πέρασε κάμποση ώρα. Ήμουνα ακόμα με τις πιτζάμες. Ξημέρωνε. Σκέφτηκα πως θα ήτανε καλή ιδέα να ντυθώ. Έπειτα ντυμένος θα έβγαινα. Πρωινό περίπατο με τη Σάντι.  Με τον περίπατο το βάρος φεύγει. Κι΄ αν δεν φεύγει το ξεχνάω. Ξεκίνησα να ντύνομαι μηχανικά. Κοιτάζοντας. Να! ανέβασε τα στόρια.  Άναψε φως. Την είδα. Κάποια μού θυμίζει, την επόμενη φορά θα τής το πω. Σε λίγο θα βγάλει βόλτα τον Ερμή. Χτες μού είπε πως ο Ερμής έχει ερωτευτεί τη Σάντι μου. Τρελαίνεται να είναι κοντά της. Το είχα καταλάβει. Όμως έκανα τον ανήξερο. Άλλαξα κουβέντα. Τής μίλησα για το βάρος. Όχι πως δεν το είχα ξανανιώσει στο παρελθόν.  Τότε δεν έδινα σημασία. Τώρα γιατί έδινα; Ο γιατρός μού είπε να βάλω τον περίπατο στο πρόγραμμά μου. Θα σού κάνει καλό. Έτσι  μού είπε. Ντύθηκα. Έβαλα τα ολοκαίνουργια παπούτσια μου. Αυτά με την αερόσολα. Ειδικά σχεδιασμένη για περίπατο. Πανέτοιμος. Στη πολυθρόνα με τις πιτζάμες. Πίσω από το τζάμι. Εκείνη ακόμα κοιμάται. Ο Ερμής και η Σάντι έχουν ξεκινήσει. Ο Ερμής κοντοστέκεται. Σα να θέλει να πει κάτι στη Σάντι μα διστάζει. Η Σάντι  κουνάει την ουρά της. Ο Ερμής πλησιάζει και ψιθυρίζει στ΄ αυτί της.  Νομίζω  "Σ΄ αγαπώ".




29/11           ΠΟΛΑΡΟΙΝΤ

Κοιτάζει τη φωτογραφία. Τη χαϊδεύει. Θα ήθελε να ήτανε εκεί. Μαζί. Εκείνη τη μέρα. Στη θάλασσα. Μέσα στο κάδρο. Θυμάται είχε πει: "Μόνο γυναίκες. Σ΄ αυτή τη φωτογραφία μόνο γυναίκες."  "Πόσες φωτογραφίες χωράει ένα κινητό;…" ρωτάει. Περιεργάζεται το κινητό του. Γλιστράει από τα χέρια.  "…Γαμώτο! …"  Σκάει στο πάτωμα. Σκύβει και το σηκώνει.  Το γυαλί μαύρο. Εκείνη κοιτάζει αλλού. "…Τσίπικα τα ΄χουνε κάνει…  Δυο χρόνια και πολλά του… Κάποτε ένα τηλέφωνο κρατούσε μια ζωή…"  Στα δάχτυλα απομένει η γλυκιά προσμονή. Όμως όχι!  Να τη πάλι η φωτογραφία. Ίδια με την άλλη. Έχει δύο φωτογραφίες από εκείνη τη μέρα.  Τις έχει μαζί για συντροφιά. Αρχή και τέλος. Η μία ίδια με την άλλη. Δύο φτάνουν. Τού αρέσει να τις κοιτάζει.  Νοιώθει ωραία κοντά της.      "…Θυμάσαι τις πολαρόιντ;…" ρωτάει. "…Μεγάλη εφεύρεση η πολαρόιντ! Να ΄χαμε μία…"  Γυρνάει το κινητό προς το μέρος της. Κοιτάζει το κάδρο. Την βλέπει. Κεντράρει. "Κλικ!"  κάνει. Κάνει πως τραβάει φωτογραφία. "…Θα βγάζαμε μια φωτογραφία χαμογελαστοί και θα την μοστράραμε.  Εδώ πάνω…"  Χτυπάει τη παλάμη στο τραπέζι. "…Εδώ. Να φαίνεται. Όλοι θα την έβλεπαν. Όλοι. Ενώ μ΄ αυτές στο κινητό… κανείς δε ξέρει. Κανένας δε σε βλέπει. Νομίζουν πως είσαι αόρατος… Κοίταξε τους. Περιμένουν σα τα κοράκια να σηκωθούμε για να κάτσουν. Να κάτσουν στο τραπέζι μας. Λες και δεν είμαστ΄ εδώ μαζί… Ας είχαμε μια πολαρόιντ και θα τους έλεγα εγώ…"  Τραβάει μια τζούρα καφέ και συνεχίζει.  "…Κι΄ αν δεν τούς αρέσει η φωτογραφία μας θα βγάζαμε άλλη. Καλύτερη! Κι΄ άλλη, κι΄ άλλη… όσες γουστάραμε θα βγάζαμε. Θα τιγκάραμε το τραπέζι φωτογραφίες…"   Εκείνη ακόμα κοιτάζει αλλού. Στο δικό της κινητό. Το κρυφοκοιτάζει κι΄ εκείνος. "…Τι βλέπεις;…" τη ρωτάει. Ξέρει. Το είχε καταλάβει από ώρα τώρα. Όταν σήκωνε τα μάτια από το γυαλί έριχνε κλεφτές ματιές. Το είχε καταλάβει μα δεν ήταν σίγουρος. Τώρα είναι. Τώρα είναι σίγουρος. Κάνει το ίδιο. Κοιτάζει τη φωτογραφία. Κάνουν μαζί το ίδιο. Κοιτάζουν μαζί την ίδια φωτογραφία. "…Θυμάσαι αυτή στη θάλασσα;…" τη ρωτάει. Θέλει να κοιτάζουν αυτή στη θάλασσα. Τού λείπει… Τού λείπει η θάλασσα. "…Να βγάλουμε μια σέλφι!…" λέει. Σηκώνεται. Φέρνει τη καρέκλα του δίπλα στη δικιά της. "…Χαμογέλασε…" τής λέει. Χαμογελάει κι΄ αυτός.  "…Τζα! Το πουλάκι!…"   Αρχίζει να βγάζει σέλφι. Βγάζει σέλφι απανωτά. Σα να μη θέλει να σταματήσει. Σέλφι χαμογελαστοί.  "…Έτσι… Έτσι… Να μάς βλέπουνε και να ζηλεύουν…" λέει.  Ζουμάρει. Κατάματα στο φακό.  "…Πες κάτι…"  τής λέει.  "…Κάτι… Ό, τι σού ΄ρχεται…"   Αρχίζει να λέει κι΄ αυτός. Λένε και οι δύο κατάματα στο φακό. Λένε ελεύθερα. Ακατάπαυστα.  Ό ,τι τούς κατέβει.  "…Θα μας βλέπουν και θ΄ απορούν…"  κάνει. Την αγκαλιάζει. Αγγαρεύει τον σερβιτόρο να απαθανατίσει το τρυφερό ενσταντανέ… 




22/11           FAST & FURIOUS

Κόκκινο. Σανιδώνω το γκάζι. Περνάω. Συνεχίζω σαν τρελός. Αν μπορούσα να εξαφανιστώ μαζί με το αυτοκίνητο θα το έκανα. Θα πήγαινα το χρόνο πίσω. Σα να μην πέρασα ποτέ από κει. Σαν αυτός που πέρασε να μην ήμουν εγώ μα κάποιος άλλος. Κάποιος που δεν κατάλαβε. Που δεν τον είδε κανείς.  Δε ξέρει κανείς γι΄ αυτόν. Δε θέλω να ξέρει. Να καταλάβει ότι πέρασα. Κόβω απότομα το τιμόνι. Στρίβω στο πρώτο στενό. Στο πρώτο που βλέπω μπροστά μου. Τώρα είμαι βέβαιος πως δε με είδε κανείς. Κανείς δε με ακολουθεί. Ποιος νοιάζεται για έναν τρελό που πέρασε με κόκκινο; Θα στρίψω ξανά. Ξανά και ξανά να τούς μπερδέψω. Στρίβω. Στρίβω κι΄ ας έχει απαγορευτικό. Με απαγορευτικό είναι καλύτερα.  Κανείς δε θα το σκεφτεί πως έστριψα με απαγορευτικό. Αν με ακολουθεί δε θα το σκεφτεί. Δε θα χωρέσει στο μυαλό του. Τη μια να περάσει με κόκκινο, την άλλη να πάει και ανάποδα; ε αυτό παραπάει… έτσι θα σκεφτεί. Θα συνεχίσει ίσια. Στη μεγάλη λεωφόρο. Από κεί που πάνε όλοι. Κάποτε θα καταλάβει πως μ΄ έχει χάσει. Θα το πάρει απόφαση. Ίσως το ΄χει πάρει ήδη. Θα το πάρει απόφαση και θα τα παρατήσει. Δε θέλω. Αν τα παρατήσει προς τί όλα αυτά; Κοιτάζω στον καθρέφτη. Με ακολουθεί. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Τα μηνίγγια κοντεύουν να σπάσουν. Δεν πάει άλλο. Αφήνω το γκάζι. Είναι μάταιο. Με φτάνει. Σταματάω. Κατεβάζει το τζάμι. Εγώ όχι. Κοιτάζω μπροστά. Κάνω τον αδιάφορο. Σα να μη τρέχει τίποτα. Μ΄ αγαπάς; με ρωτάει. Κατεβάζω κι εγώ το τζάμι. Γυρίζω το κεφάλι. Τίποτ άλλο. Δε λέω τίποτ΄ άλλο. Τι άλλο να ΄λεγα; Είναι τα φανάρια που αλλάζουν γρήγορα. Αυτά φταίνε. Αυτά τα γαμημένα φανάρια που τρελαίνονται για κόκκινο. Πού δε σού δίνουν άλλη μία ευκαιρία. Ξέρω, το σταυροδρόμι είναι επικίνδυνο. Τρέχουνε σα τρελοί. Έπειτα δεν έχει ορατότητα. Δεν ξέρεις από πού θα σού έρθει. Αν θα προλάβει ο άλλος να σταματήσει. Αν θέλει να σταματήσει. Πού; Χτες το βράδυ που πέρασα είδα σταματημένο ένα ασθενοφόρο. Το φως στη καμπίνα περιστρέφονταν διαβολεμένα. Μπλε και λευκό σε ατέρμονη εναλλαγή. Η σειρήνα βουβή. Πίσω του ένα αυτοκίνητο τσαλακωμένο. Δίπλα κάποιος σε φορείο στο οδόστρωμα. Ακίνητος. Θα ΄τανε άσχημα. Θα μπορούσε να ΄μουνα γω. Κόκκινο πάντως στην άσφαλτο δεν είδα. Μαζεμένοι περίεργοι. Κάποιοι με ανοιγμένες ομπρέλες. Είχε αρχίσει ψιλόβροχο. Μπλε και λευκές σταγόνες σμίγανε στο παρμπρίζ. Σχημάτιζαν ποταμάκια και κυλούσαν. Δεν άνοιξα τους υαλοκαθαριστήρες. Προτίμησα να τις αφήσω να σμίγουν. Να σβήνουν αγκαλιασμένες. Χαμήλωσα μόνο ταχύτητα. Όπως όλοι. Όλοι το ίδιο έκαναν. Χαμήλωναν ταχύτητα και κοίταζαν. Θα αναρωτιόντουσαν τί είχε συμβεί. Αν ήταν ακόμα ζωντανός. Κάποιοι, ξέρω, θα σχολιάζανε. Θα ισχυρίζονταν πως έτρεχε. Πώς πήγαινε γυρεύοντας… 




7/11           ΙΔΙΑ Η ΣΑΝΤΙ

Ευτυχώς δεν έχω να πω τίποτα. Πάλι. Ούτε καν για τον καιρό. Τα λόγια στέρεψαν. Κι΄ όσα θα ΄ρθουν άγραφο χαρτί. Όσο για τα καπρίτσια τής καρδιάς, μαζεύτηκαν κι΄ αυτά. Τώρα θα πρέπει να βρω άλλο θέμα. Κάποιο άλλο θέμα. Για συντροφιά. Να ξεγελάσω τον Χειμώνα. Μέχρι να τα καταφέρω η σιωπή. Εκκωφαντική η σιωπή. Πονάει. Λέω  να βγω μια βόλτα να ξεσκάσω. Η καρδιά που λέγαμε καρφωμένη. Μπετόν αρμέ. Δεν το κουνάει ρούπι. Τής τα χώνω. Ξεκούνα! Θα σαπίσεις! Την παίρνω με το ζόρι από το χέρι. Τραβιέται. Τα χέρια μας τεντωμένο σχοινί. Τραβάω εγώ από δω, τραβάει εκείνη από κει. Τελικά ξεπορτίζουμε. Δεν πρόκειται να πάμε μακριά. Ένα γύρο το τετράγωνο όλο κι΄ όλο.  Η Σάντι μάς ακολουθεί. Κουνάει την ουρά της.  "Γλυκιά Σάντι πες μου κάτι… Μόνο εσύ μ΄ αγαπάς…"   "Γιατί το λες αυτό;"  "Έχεις κουραστεί… Το βλέπω στο βλέμμα σου…"   "Όταν με κουράζεις δε σε θέλω κι΄ όταν δε σε θέλω σε έχω ανάγκη ακόμα πιο πολύ. Κι΄ έπειτα έχω δυο εαυτούς: Ο ένας αποζητάει τη σιωπή, ο άλλος…"  Δεν καταλαβαίνω.  "Να σε βγάλω μια φωτογραφία;"  τής λέω.  Έχω άλλη μία φωτογραφία της. Τότε που ήτανε μικρή και πεταχτούλα. Τώρα έχει βαρύνει. Έτσι λέει. Εμένα μού φαίνεται ίδια. Ίδια η Σάντι.  Η φωτογραφία μπορεί να πάλιωσε, η Σάντι μου όχι. Γυρίζουμε σπίτι και αρχίζω τις αλλαγές. Ξεκρεμάω το κάδρο με τη φωτογραφία της. Στη θέση του στο τοίχο απομένει μια άσπρη τρύπα. Φαίνεται άσχημη. Ψάχνω. Θέλω να βρω κάτι τι να την κρύβει. Ψάχνω μα δε βρίσκω. Η τρύπα αυτή δεν κρύβεται. Την αφήνω εκεί να χάσκει.   Ακουμπάω το κάδρο με τη φωτογραφία στο γραφείο μου. Πλάι στο γυαλί. Όταν το γυαλί ανάβει η φωτογραφία κάνει ανταύγειες, φαίνεται διαφορετική. Όταν σβήνει δεν φαίνεται καθόλου. Κι΄ αν οι ανταύγειες αποσπούν το βλέμμα μου απ΄ αυτή, κάποτε το γυαλί σβήνει. Δε χορταίνω να τη βλέπω. Αλήθεια, πόσα χρόνια ζουν οι σκύλοι; Ένας στη Αυστραλία κάπου διάβασα κόντεψε τα τριάντα.






28/10           ΜΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ


"Οι σοκολατίτσες σας!"  Ακουμπάει τα φλιτζάνια στο τραπέζι.
"Έχουν ζάχαρη;"
"Δεν έχουν. Ζάχαρη έχει εδώ…"  Δείχνει πού έχει ζάχαρη. " …Μπορείτε να βάλετε όση θέλετε. Καλή απόλαυση."
Δοκιμάζει τη σοκολάτα του. Στραβομουτσουνιάζει.   "Είναι σερμπέτι!…"  κάνει  "…Σκέψου και να είχε… Πόσο πιο γλυκιά μπορεί να ήταν η σοκολάτα αν είχε ζάχαρη;"
Δοκιμάζει τη δικιά της.  "Ναι, πράγματι είναι πολύ γλυκιά…"  Δοκιμάζει πάλι. "…Ωραία είναι."  Μια διακεκομμένη γραμμή από σοκολάτα διαγράφεται στα χείλια της.
"Γλύψε τα χείλια σου, έχουν λερωθεί…" 
Γλείφεται.
Την καθοδηγεί.  "…Όχι εκεί, λίγο πιο πάνω, στο πάνω χείλι. Προσπάθησε ξανά…"
Προσπαθεί. 
"…Πιο αριστερά είναι, λίγο πιο πάνω και αριστερά είναι.  Προσπάθησε πιο αριστερά."  
Προσπαθεί ξανά.  "Εντάξει; Τώρα είναι εντάξει; Θέλεις κι΄ άλλο;"
"Εντάξει… εντάξει… Τώρα είναι εντάξει μωρό μου."
Κάθονται λίγα λεφτά τής ώρας άπραγοι, ο καθένας με τη σοκολάτα του.  Εκείνη δοκιμάζει δεύτερη φορά τη σοκολάτα. Αυτή τη φορά μια μεγάλη γουλιά. Μια μεγάλη καυτή  γουλιά σοκολάτα. "Γιατί είναι "τόσο γλυκιά;…"  τον ρωτάει. 
Δεν την έχει ακούσει.  
"…Σού αρέσει;" 
Τώρα την έχει ακούσει. "Η σοκολάτα;"
"Η σερβιτόρα"  τού λέει. Τώρα πηγαίνει την παραγγελία στο απέναντι τραπέζι  "Τα καφεδάκια σας παρακαλώ… Καλή απόλαυση!"
"Με τρελαίνει αυτή η καλή απόλαυση!… Μπορεί να είναι η απόλαυση κάτι λιγότερο από καλή;" τής λέει. 
Η σερβιτόρα εξαφανίζεται για λίγο. Όταν εμφανίζεται ξανά κρατάει στο δεξί έναν κουβά. Στο αριστερό μια μάπα. Κουνάει πέρα δώθε νευρικά τα τραπεζοκαθίσματα και αρχίζει να σφουγγαρίζει. Ένας πελάτης στέκεται μπροστά στη βιτρίνα και χαζεύει τα γλυκά. Αφήνει τη μάπα στο κουβά και πάει σαν το ζαρκάδι προς το μέρος του. "Να σας εξυπηρετήσω;… "
Εκείνος ξεκολλάει το βλέμμα από τη σερβιτόρα. Καρφώνεται στη βιτρίνα με τα γλυκά. Μια εντυπωσιακή, φωτισμένη βιτρίνα με γλυκά αψεγάδιαστα σαν ψεύτικα.
"Σού αρέσει;"  εκείνη.
Την ακούει και φέρνει το φλιτζάνι στα χείλια. "Γλυκά… Όλα είναι γλυκά εδώ μέσα!" λέει σα να μονολογεί.
"Σού αρέσει;" επιμένει.
"Η σερβιτόρα;"  λέει.
"Τι έχεις; Συνέχεια είσαι αλλού…" 
Εκείνος δε μιλάει.
"…Θα μού πεις κάποτε τα μυστικά σου;" τον ρωτάει. 
"Θέλω να τα κρατήσω ζωντανά"  τής λέει. 
"Οι γυναίκες έχουν πάντα ένα μυστικό…"  κάνει εκείνη.
"Ναι… έτσι είναι οι γυναίκες… Οι γυναίκες δεν είναι ποτέ βαρετές" τής λέει.  Κατεβάζει μισή γουλιά σοκολάτα με το ζόρι.
Εκείνη μία.  "Σαν εκείνη.  Εκείνη που πήγαινε με άλλους.  Στη ταινία με τον θείο Βάνια.  Εκείνη δεν ήτανε βαρετή…" λέει. Τού λέει κι΄ ανάβει τσιγάρο.  "…Θα σε πείραζε μωρό μου αν πήγαινα με άλλον;…"
Εκείνος την ακούει μα σωπαίνει.
Αρχίζει να μιλάει για σινεμά. "…Σινεμά θα πάμε;" τον ρωτάει.
"Προλαβαίνουμε;"
"Θέλεις;"
"Στο Κορεάτικο;"
"Θέλεις σ΄ άλλο;"
"Όχι, όχι…  Μ΄ αρέσουν τα Κορεάτικα. Το τελευταίο  μ΄ εκείνη πού λες μού άρεσε πολύ."
"Δεν ήτανε Κορεάτικο."
"Τι ήτανε;"
"Γιαπωνέζικο."
"Το ίδιο κάνει… Μού άρεσε…"  Φέρνει ξανά ασυναίσθητα το φλιτζάνι στα χείλια  του. Δε θέλει το σερμπέτι. Αν δεν ήτανε σερμπέτι θα κατέβαζε μια γουλιά. Έτσι σερμπέτι δεν θέλει.  Σκέφτεται.  "… Ναι, το Drive my car λες… Θυμάσαι το τραγουδάκι των Beatles;…"
Η σερβιτόρα έχει ξαναπιάσει δουλειά με τη μάπα.  Αυτή τη φορά εμφανίζεται ένα νεαρό ζευγάρι με το παιδάκι τους. Ο άντρας παίζει με το κινητό του. Το παιδάκι τραβάει από το χέρι τη μητέρα του και ζητάει φορτικά γλυκό. Λένε να κάτσουνε.  "Λυπάμαι… Κλείνουμε"  τούς προλαβαίνει.
"…Καλύτερα  θα ήτανε αν το λέγανε Men without women. Όπως την συλλογή διηγημάτων που στηρίχτηκε το σενάριο. Δεν καταλαβαίνω… Γιατί δε λέγανε και την ταινία  έτσι; " τής λέει.
"Γιατί όχι  Women without men;"  κάνει εκείνη.
"Έστω… Ακόμα κι΄ έτσι θα ήτανε ο τίτλος πιο ταιριαστός"  συμφωνεί. 
"Τελικά ο θείος Βάνιας ήθελε, μα δεν ήξερε πώς να ζήσει;" τον ρωτάει.
"Ένας ρόλος ήτανε… Απλά ένας ρόλος και τίποτα περισσότερο" τής λέει.  
"Όμως την αγαπούσε ακόμα… Πεθαμένη ήτανε και την αγαπούσε…"  τού λέει εκείνη.
Εκείνος δεν λέει τίποτα. 
Τον ακούει και κατεβάζει άλλη μια γουλιά. Τώρα η σοκολάτα είναι χλιαρή. Η γουλιά κατεβαίνει εύκολα. Κατεβάζει κι΄ άλλη. Κι΄ άλλη… 
Εκείνος παρατηρεί το φλιτζάνι της. "Άδειασε… Δεν έχει άλλη…"   λέει.
Αφήνει το φλιτζάνι της στο τραπέζι. Δίπλα στο δικό του. Γλείφει τα χείλια της. Τον κοιτάζει στα μάτια σα να θέλει κάτι να τού πει. 
"…Σ΄ αγαπάω"  τής λέει. 
Εκείνη δείχνει να απορεί.  "Ακόμα;"
" Δεν κατεβαίνει με τίποτα… Εγώ άφησα τη δικιά μου…"  απαντάει   "… Εσύ αγάπη μου την κατάφερες…"  Έρχεται κοντά της.
Εκείνη πάει να τραβηχτεί μα δεν το κάνει. Τον αφήνει να την αγκαλιάσει.
 "…Να καθαρίσω από τα χείλια σου τη σοκολάτα;" 
"Προσπάθησε" τού λέει. 
Αρχίζει να καθαρίζει τα χείλια της με τη γλώσσα του. Τα καθαρίζει σχολαστικά.  Δείχνει να μη βιάζεται, να το απολαμβάνει,  "Γιατί είναι τόσο γλυκά; Τόσο γλυκά πώς γίνεται; Μωρό μου είναι τόσο γλυκά…"  ας έχει τελειώσει το σφουγγάρισμα, ας είναι μαζεμένα τα τραπεζοκαθίσματα, ας έχουνε μείνει οι δυο τους τελευταίοι πελάτες στο άδειο μαγαζί, ας χαμηλώνουνε τα φώτα…  εκείνος δε βιάζεται.
 Η σερβιτόρα τούς βρίσκει αγκαλιά. "Ξέρετε κλείσαμε…  Θέλετε να με πληρώσετε παρακαλώ;"  Τώρα έχει αλλάξει. Έχει βγάλει τη ποδιά τής δουλειάς. Τώρα φοράει αθλητικά, εφαρμοστό τζιν κι΄ από πάνω ένα τσιτάκι με μια μεγάλη σταμπωτή καρδιά με πούλιες. Είναι βαμμένη, χτενισμένη στη τρίχα, παρφουμαρισμένη μ΄ ένα άρωμα που σπάει τη μύτη.  Δείχνει πανέτοιμη για το Σαββατόβραδο.
Γυρίζει προς το μέρος της. "Πώς σε λένε;" τη ρωτάει.
"Έλενα…" τού λέει.
"Κοίτα σύμπτωση! Έλενα!  Σαν τη γυναίκα του Σερεμπριακόφ! Με την Έλενα  ήτανε ερωτευμένος ο θείος Βάνιας…"  κάνει.
Η σερβιτόρα χαμογελάει αμήχανα. Απορεί.
Εκείνος κατευθύνει το χέρι στη τσέπη.
"Μετρητά ή κάρτα;"  τον ρωτάει.
"Κάρτα"  λέει.
"Ένα λεπτάκι να φέρω το μηχάνημα…"  Φέρνει το μηχάνημα. Πληκτρολογεί.
Εκείνος περνάει την κάρτα από το μηχάνημα. Περιμένει. Η έγκριση καθυστερεί. 
Εκείνη έχει σηκωθεί και περιμένει όρθια. Φοράει ήδη τη ζακέτα της.
"…Δεν πέρασε. Θέλετε να προσπαθήσετε ξανά;" τού λέει.
Περνάει ξανά την κάρτα. Έχει μια δεύτερη ευκαιρία. 

 



18/10          Ο ΕΞΩΓΗΙΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΑΠΟ ΠΕΤΡΑ

Δεν είναι. Έτσι λένε, μα δεν είναι. Κρύβουν την αλήθεια να μη τρομάξει ο κοσμάκης. Εξωγήινοι η αλήθεια. Ναι, εξωγήινοι. Το ΄πανε  κι΄ άλλοι, έχουνε βάλει το χεράκι τους οι εξωγήινοι. Τίποτα καινούργιο. Όλα γνωστά από παλιά. Όσο για τα γήινα, εξωγήινα κι΄ αυτά. "Εδώ ο κόσμος χάνεται κι΄ εσύ ασχολείσαι με εξωγήινους;" μού λένε.  "Ούτε καν η αχαλίνωτη φαντασία μου δεν μπαίνει στον κόπο"  τούς απαντάω. Η πραγματικότητα βοά!  Στο Μιτσικέλι, ένα τσιγάρο δρόμος από τα Γιάννενα. Εκεί ένας ιπτάμενος δίσκος στρογγυλοκάθεται στη μέση του πουθενά. Σα μετεωρίτης σε σχήμα καρδιάς. Καρδιά από πέτρα. Καρδιά απαρηγόρητη φούνταρε από τον ουρανό στο Μιτσικέλι. Να μείνει εκεί. Καρφωμένη εσαεί. Είχα ζαλωθεί τον ανήφορο να τον τερματίσω.  Παφ! ένας εξωγήινος εμφανίζεται μπροστά μου φάντης μπαστούνι. Σοβαρός άνθρωπος, μυαλωμένος. "Νομίζουνε τάχατες πως είναι ποτίστρα για ζώα, τέτοια τούς λένε και τα χάφτουν. Ποια ζώα; Πού να βρεθούνε ζώα τέρμα θεού; Μόνο παράδεισος, άντε και κάνα καζάνι με καυτό νεροζούμι για τούς αμαρτωλούς."  Τον ακούω και κόβω με το μαχαίρι το λαχάνιασμα. Μαρμαρωμένος καταμεσής στον ανήφορο. Πάω να σκάσω. Αφήνω κατάχαμα το σακίδιο και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Κοιτάζω τριγύρω. Ο εξωγήινος και η καρδιά από πέτρα. Μόνοι στο κόσμο. Έχω ήδη ξεχάσει την πιλάλα. Κάθομαι ανακούρκουδα και χαζεύω με το στόμα ανοιχτό. Σα μικρό παιδάκι. Όπως στο πρώτο έρωτα. Η καρδιά μου βαράει σαν το ταμπούρλο.  "Ένας ιπτάμενος δίσκος!"  Θέλω να μπω μέσα και να φύγω, να πετάξω μαζί του στ΄ άστρα. "Αισθάνεσαι καλά; Όλα εντάξει;"  ακούω να μού λένε, θέλουνε να ξέρουνε και με το δίκιο τους.  Τούς δείχνω  "Είναι ιπτάμενος δίσκος!"  Αυτοί το βιολί τους "Είσαι καλά;"  Θέλουνε να ξέρουνε πώς είναι οι ιπτάμενοι δίσκοι. Νομίζουνε πως είναι κάπως αλλιώς. Όπως στο σινεμά. Στρογγυλά παραθυράκια, φωτάκια που αναβοσβήνουν, κεραίες και μπιχλιμπίδια, καπνοί, λάμψεις, παράξενοι θόρυβοι, χάι τεκ πόρτες που ανοιγοκλείνουν αθόρυβα και βγαίνουν από μέσα οι εξωγήινοι που μοιάζουνε μ΄ εμάς αλλά δεν είναι.  Άντε να τούς εξηγήσεις… 



2/10           SEPTEMBER SONG

Τελευταία μέρα. Ζέστη. Κατηφόρισα στη θάλασσα. Έβγαλα παπούτσια. Σήκωσα τα μπατζάκια. Δυο βήματα διστακτικά. Μπροστά. Έβρεξα τα πόδια μου. Βγήκα. Κάθισα στην ακροθαλασσιά. Πήρα ένα βότσαλο. Είχε πίσσες. Το έριξα στο νερό. Το ψαράκι τρόμαξε. Έκανε αστραπιαία στροφή. Στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών. Εξαφανίστηκε. Στο νερό κύκλοι. Επάλληλοι κύκλοι. Κύκλοι που ανοίγανε. Μέχρι να σβήσουν. Είπα να μη ρίξω άλλο. Σταύρωσα τα χέρια στα γόνατα. Κοίταξα τη θάλασσα. Συνέχισα να κοιτάζω τη θάλασσα για ώρα. Τίποτα συγκεκριμένο. Τίποτα ιδιαίτερο. Απλώς κοίταζα. Αύριο είπανε χαλάει ο καιρός. Τού χρόνου πάλι. Όσο για φέτος τα ίδια. Και φέτος τα ίδια έκανα. Βολεύτηκα στα ίδια. Σχέδια. Πολλά σχέδια. Ένα σχέδιο. Αυτόν τον Σεπτέμβρη έκανα σχέδια. Γελάω με τα σχέδια μου. Πάντα γελούσα με τα σχέδιά μου. Φέτος το παράκανα. Τα σκέφτομαι και γελάω. Φέτος νόμιζα διαφορετικά. Γιατί δε ξέρω. Ίσως γιατί  ήθελα. Ήθελα πολύ. Ο αγαπημένος μου μήνας. Ήθελα να τον σφίξω στην αγκαλιά μου. Να χωρίσουμε μένοντας αγκαλιασμένοι. Σφιχτά. Ώρες αγκαλιασμένοι. Ώρες πολλές. Να μη τέλειωναν οι ώρες. Κι΄ αν τέλειωναν, μέρες, μήνες, χρόνια. Χρόνια περασμένα. Να μετρούσαν ανάποδα.  Κι΄ αυτά να μην ήταν αρκετά. Προηγουμένως θα έπαιζα τον αδιάφορο. Ήρθες; Δεν ήταν ανάγκη. Ένα γεια ήθελα να σού πω. Αυτό ειν΄ όλο. Αυτό όλο κι΄ όλο. Έτσι θα έλεγα. Θα ρωτούσα τα τετριμμένα. Πώς πέρασες το Καλοκαίρι; Απόμεινα αμανάτι με τα σχέδια μου. Δεν ήτανε παρά όνειρο. Απλώς ονειρευόμουνα. Ονειρευόμουνα  και  ένοιωθα ανακούφιση. Την ανακούφιση αυτού που ονειρεύεται. Παράξενη ανακούφιση. Αν έρχονταν πάντως θα τού έλεγα να με πάρει μαζί σου. Αν.  Χαλάρωσα τα χέρια. Είχαν ιδρώσει. Πήρα πάλι ένα βότσαλο. Φρόντισα να είναι πλατύ και λείο. Θα έκανα ψαράκι. Θα έφευγε μακριά. Πήγα να το ρίξω. Σα κάτι να με κράτησε. Ξεκούμπωσα το πουκάμισο. Το άνοιξα. Το άνοιξα στο σημείο της καρδιάς. Το βότσαλο έγινε μαχαίρι. Έσκισα το στέρνο να χάσκει. Ξερίζωσα τη καρδιά μου. Σπαρταρούσε. Ζωγράφισα πάνω της πανί.  Με τη πίσσα.  Μαύρο πανί. Την έριξα στο νερό. Την έριξα κι΄ ακόμα σπαρταρούσε. Το νερό άλικο. Κύκλοι. Πάλι. Τώρα άλικοι κύκλοι. Επάλληλοι άλικοι κύκλοι.  Μαζεύτηκαν ψάρια. Πιράνχας ήτανε. Τη μουρντάρησαν. Να τη φάνε ήθελαν. Μουρντάρησαν τη καρδιά μου πιράνχας να τη φάνε. Εγώ κοίταζα. Τελευταία μέρα δε μ΄ ένοιαζε. Καλύτερα έτσι. Καλύτερα χωρίς καρδιά, είπα. Συνέχισα να κοιτάζω. Κοίταζα να ξεμακραίνει. Την καρδιά μου ολοένα να ξεμακραίνει. Την καρδιά μου να τη γλεντάει ο νοτιάς. 



20/9            ΤΑΞΕΙΔΙΩΤΙΚΟ

Μια πόλη ποθητή. Για πάρτη της συνωστίζονται. Οι τυχεροί τα καταφέρνουν. Να κοιμηθούν μαζί της. Έρχονται, κοιμούνται μαζί της και φεύγουν. Για να πάρουν άλλοι σειρά. Τσεκ ιν - τσεκ άουτ  σ΄ έναν αέναο κύκλο. Στη σάλα το αδιαχώρητο. Είναι κούκλα, λένε. Όλοι το ίδιο. Εκείνη τούς ακούει και σκυλοβαριέται. Άλλοτε πάλι κολακεύεται. Ρουφάει σα το σφουγγάρι τα κομπλιμέντα. Σε ποιον δεν αρέσουν; Έπειτα –ξέρει- δε λένε ψέματα. Ίσως γι΄ αυτό  δεν αφήνει κανένα παραπονεμένο. Στα διαλλείματα τής δουλειάς κοιτιέται στο καθρέφτη. Σού αρέσω; Ανάβει τσιγάρο και ποζάρει με χάρη. Ξεχνιέται  βγάζοντας σέλφι. Μού τις στέλνει. Σώγαμπρος εγώ σε απάρτμεντ. Έχει όλα τα κομφόρ. Βολεύτηκα. Βαθμολογία εξαιρετικό! Δίχως χρονοτριβή τρέχω να χαρώ τα κάλλη της. Κάλλη για κάθε γούστο. Αρκεί τα γούστα τών άλλων να ταιριάζουν με τα δικά σου. Μετά λέω να βάλω κάτι τι στο στόμα μου. Φαγάδικα να φαν΄ κι΄ οι κότες. Εδώ κινδυνεύεις να μην πεινάσεις ποτέ. Πεινασμένος εγώ ήρθα και μπούχτισα. Για χώνεψη υγιεινός περίπατος πλάι στο κύμα. Έτσι κάνουν όλοι. Στο λιμάνι πλεούμενα σε αναμονή. Ημερήσια εκδρομή στους Παξούς λένε. Ποιους Παξούς; Αυτά το Καλοκαίρι. Τον Χειμώνα βάζει λουκέτο. Ξεκουράζεται. Κάποιοι λένε πεθαίνει. Το κύμα χαϊδεύει το κουφάρι της.  Ξημεροβραδιάζεται αμίλητη στη προκυμαία. Ο αέρας δέρνει τα ξέπλεκα μαλλιά της. Το αλάτι φωλιάζει στα χείλια της. Λευκά βότσαλα τα μάτια της. Κοιτάζει τη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Αναπολεί ταξίδια και αγαπητικούς. Τι θα γινόταν αν; Φάτσα στο λιμάνι ένα νησί. Ακατοίκητο. Φτάνεις ναυαγός σ΄ αυτό κολυμπώντας. Δίχως να πνιγείς. Το βράδυ το φωτίζουνε να φαίνεται. Φάρος για ιδανικούς ναυαγούς. Το βγάζω φωτογραφία. Μετά τραβάω για το κάστρο. Το κάστρο της σήμερα γκρέμια. Το ύψωσαν κάποτε οι Ενετοί. Κάστρο με θέα.  Άλλο τίποτα εδώ πάνω δεν έχει. Το λέω γιατί από παντού έχει θέα. Αν δεν βρεις θέα, πάς δυο βήματα πιο πέρα και βρίσκεις. Από το κάστρο δεν παίζεται. Ειδικά το βράδυ, φωτισμένη. Το κοντράστ με το μαύρο της νύχτας την κάνει ακόμα πιο ποθητή. Τα φωτάκια της πολύχρωμα πεφταστέρια. Ως εδώ τίποτα, μα τίποτα πρωτότυπο. Τη βλέπω ν΄ ανηφορίζει τρέχοντας το καλντερίμι. Αυτό που οδηγεί στο κάστρο. Στάζει. Το φόρεμα κολλάει στη σάρκα της. Το πρόσωπό της ξαναμμένο. Η ανάσα της αναστεναγμός. Δεκάδες αγριεμένοι στο κατόπι της. Γλιστράει σα ξωτικό μέσα από την αμπαρωμένη πύλη. Γραμμή στ΄ απόκρημνα βράχια. Πηδάει. Καβαλάει το πρώτο πεφταστέρι. Πάει μαζί του γι΄ άλλες πολιτείες… 




15/9           Ο ΠΟΘΟΣ ΠΟΥ ΣΙΓΟΚΑΙΕΙ ΙΙΙ

Πήγαινα ξεχαρβαλωμένο εκκρεμές συνέχεια από τη μία στην άλλη. Κουράστηκα και έκανα στάση.  "Γιατί γύρισες;Είχα γυρίσει ανάσκελα στην επιφάνεια ακίνητος. "Δε θα σε ξαναδώ;"  Άνοιξα τα χέρια διάπλατα. Έκλεισα τα μάτια. "Σε σκεφτόμουνα."      Άρχισα να παίρνω βαθιές ανάσες.  Εισπνοές ως τα σωθικά μου. Εκκωφαντικές. Ίδιες με πνιγμένου. "Πεθαίνω!"  Τα χρειάστηκα.  Είχα βουτήξει… πριν πόση ώρα; Ώρα για βουτιά, είπα, και βούτηξα. "Πέρασαν χρόνια."   "Ήρθα να γεράσουμε μαζί.Στην αρχή τράβηξα παράλληλα με τα βράχια για το λιμανάκι. Στού Λάμπρου. Εκεί απαγκιάζει. Δεν πρόλαβα να φτάσω καλά καλά και άλλαξα ρότα. Έκανα αναστροφή  και πήγα παράλληλα με τα βράχια απέναντι. Καβάτζαρα τη μικρή προκυμαία. Μετά διπλάρωσα τον ξέμπαρκο βράχο. Αυτόν πριν τ΄ ανοιχτά.  Εκεί που ξαποσταίνουνε πάντα τα θαλασσοπούλια. Πιο πέρα δεν είχα τολμήσει. Τί άραγε με κράταγε; Πιο πέρα κάτι σκόρπιες σημαδούρες στα κέφια του καιρού.  "Θα πας στις σημαδούρες;"   "Δεν ξέρω.Πρώτη φορά ήτανε που κοίταξα πίσω. Ήθελα να τη δω. Μόνο να τη δω. "Στείλε μου μια φωτογραφία σου τουλάχιστον."  Να τη δω για τελευταία φορά. Αλλά μπορεί -σκέφτηκα- να ήτανε πρώτη. Στο νερό πάντως δεν ήτανε. Μάλλον θα βαρέθηκε και βγήκε. "Δε με θέλεις."  "Θα μιλήσουμε τώρα για τις σημαδούρες;"  "Να μιλήσουμε να πούμε τί;"   "Σ΄ ενδιαφέρει στ΄ αλήθεια για τις σημαδούρες;"   Ανοίχτηκα και η εικόνα έγινε μεγάλη. Έβαλα σημάδι το σημείο απ΄ όπου είχα βουτήξει. Νόμιζα κάπου εκεί θα ήτανε. Εκεί θα με περίμενε. Τράβηξα μια νοητή ευθεία ως εκεί.  Κι΄ άλλη μία ως τη πρώτη σημαδούρα. Παρέα μ΄ εμένα το τέλειο τρίγωνο. Πήγαινα κι΄ όπως πήγαινα το τρίγωνο άλλαζε. Ισόπλευρο, ισοσκελές, σκαληνό…  "Συνεχώς αλλάζεις σα να μη ξέρεις τι θέλεις."   "Εξαρτάται αυτό που θέλεις από ποια γωνία βλέπεις."    "Φταίει ο καιρός που αλλάζει τρέχοντας."   Ήρθε και κάθισε απέναντί μου. Κοίταξε στην απέναντι ακτή. Ένα σταθερό σημείο στην ακτή.  "Τί βλέπεις;Μετά γύρισε γραμμή στα μάτια μου. "Τι θέλεις από μένα; Είναι πολύ κουραστικό…" είπε.  Ύστερα βούτηξα. Τη σημαδούρα φαίνεται είχα βάλει πλώρη. Και πήγαινα. Απλώς πήγαινα. Από τη μία στην άλλη. Δεν ήξερα γιατί. Στον αυτόματο, όλα στον αυτόματο.  Ούτε κατάλαβα πώς έφτασα, αν έφτασα. Δεν θυμάμαι. Δεν θέλω να τη θυμάμαι. Ξεχαρβαλωμένο πήγαινα από την κούραση. Με τον πόθο που σιγοκαίει… Την είδα ξανά αγκαλιά με τη σημαδούρα. Είχε φτάσει πριν από μένα. "Σε ακολούθησα μα χάθηκες."   Έκανα κι΄ εγώ να πιαστώ  "Μ΄ αγαπάς ακόμα;"




18/8          Ο ΠΟΘΟΣ ΠΟΥ ΣΙΓΟΚΑΙΕΙ ΙΙ  

Δεν υπάρχει λύση·  ξωτικό της νύχτας γιατί με βασανίζεις;  να ξεπλύνω αυτό το τρίγωνο θέλω μόνο·  να το ξεπλύνω από τα μάγια της νύχτας·  μάγια που το κρατάνε μέρες τώρα πεισματικά βουβό· να πάει κι΄ αυτό καβάλα στο καιρό·  ακολούθησα το παλιό μονοπάτι·  παράλληλα με τα κυπαρίσσια· μια γραμμή ως εκεί που έσβηνε το μάτι·  στο κατόπι μου η Σάντυ· πού βρέθηκε σκύλος στον ερημότοπο;·  είδα τη φιγούρα σου φευγαλέα·  κι΄ έπιασα ξανά το τρίγωνο· Σάντι βοήθησέ με… πέρασε πολύς καιρός από τότε που ήμουν ο εαυτός μου· χα! ο εαυτός μου!·  έφτασα στη μεγάλη πόλη·  ένα μπαρ που είχε ακόμα φως κατέβαζε ρολά·  μπήκα με το έτσι θέλω·  ήρθες και κάθισες πλάι μου στη μπάρα·  ήσουνα μούσκεμα·  "βρέχει;"   "τι ζητάς από μένα;"   "αναρωτιέμαι γιατί σ΄ αγαπάω"   "υπάρχουν πολλοί λόγοι γι αυτό·  οι πιο καλοί είναι βέβαια οι λεγόμενοι επιστημονικοί,  αυτοί των ειδικών,  οι οποίοι ωστόσο πάντα μπορούν να αντικατασταθούν με πρέπει· κι΄ έπειτα απομένει μόνη της η μοναξιά  ο σκύλος έξω από το μπαρ είχε λυσσάξει·  "άστον να μπει μέσα" έκανα στο μπάρμαν· "τού αρέσει να βρέχεται, δεν κατάλαβες πως κλείσαμε;"  έτσι είπε ο αθεόφοβος και έσβησε τα φώτα·  σκοτάδι·  κοίταξα τη Σάντυ στα μάτια· Σάντυ λυπάμαι…·  βγήκαμε στο δρόμο αλαμπρατσέτα·  εγώ εσύ κι΄ εγώ·  τα βήματά μας ένα με τη σιωπή·   "είναι όλα παράξενα απόψε… φοβάμαι…"   σ΄ αγκάλιασα     "ησύχασε, είναι όπως ήταν"   "φοβάμαι…"   "ησύχασε… ξέρω το μέλλον, όσο υπάρχει ακόμα καιρός μπορώ να προβλέπω το μέλλον"    "όσο υπάρχει… αφού δεν υπάρχει λύση… φοβάμαι, φοβάμαι πολύ·  φοβάμαι μήπως δεν προλάβω να πεθάνω" …



28/7           Ο ΠΟΘΟΣ ΠΟΥ ΣΙΓΟΚΑΙΕΙ 

Στις διακοπές κάνω ότι κάνω συνήθως όλο το χρόνο. Καταπιάνομαι με γρίφους. Ο τελευταίος είναι ένα τρίγωνο. Πρώτα απ΄ όλα έχει γωνίες. Τρελαίνομαι για γωνίες. Γωνίες σα σουβλί ή σα μαχαίρι. Άλλοτε σαν αγκαλιά. Μαγκώνεις σε δαύτες και θες να ξεφύγεις. Ή σ΄ αρέσει και μένεις μαγκωμένος. Μα να τις προσπεράσεις αδιάφορος δεν μπορείς. Έπειτα είναι οι πλευρές του. Τρίο. Ένα ζευγαράκι και μία μόνη. Η μόνη ποθεί να ζευγαρώσει. Τη τρώει η μοναξιά. Κάποτε το ζευγαράκι χωρίζει. Τότε μία χωρισμένη γίνεται ζευγαράκι με τη μόνη. "Σε ποθούσα τόσο καιρό και δίσταζα να σού το πω…" τής λέει. Γυρίζει στην άλλη χωρισμένη  "Να σού συστήσω τη καινούργια μου φιλενάδα, ξέρεις… τα φτιάξαμε".  Όλα στο τρίγωνο μοιάζουν σαν πριν. Με τον πόθο που σιγοκαίει. Σε μια αναπόδραστη, αέναη εναλλαγή ρόλων. Και καλά ως εδώ. Μα γιατί η μία να μη θέλει να δει ούτε ζωγραφιστή την άλλη; Την άλλη που κάποτε ποθούσε τρελά και τής έδινε όρκους πίστης αιώνιας; Και πώς γίνεται να ποθεί τώρα μία αδιάφορη που κάποτε την ήθελε μόνο και μόνο για να κάνουνε τρίο; Και αυτή η ριμάδα καρδιά τί φταίει; Γιατί πάντα να πονάει; Πείτε μου στ΄ αλήθεια, γιατί; Τώρα πως προέκυψε αυτός ο γρίφος που με βασανίζει ιδέα δεν έχω. Ένα τρίγωνο, λέει, που έχει μέσα του άλλο ένα, κι΄ άλλο ένα… να σμίγουν οι πλευρές τους και να φτιάχνουν γωνίες πολλές, γωνίες που κάποιες ξέρουν πόσες μοίρες είναι κι΄ άλλες ψάχνονται… μύλος η υπόθεση. Γρίφος με τα όλα του! Τα τρίγωνα τα ΄χουν αυτά. Μέσα στη καλοκαιρινή ραστώνη παθιάστηκα κι΄ έπεσα με τα μούτρα να τον λύσω. Πόσες ώρες έχω φάει, τι προεκτάσεις, τι διχοτόμους, τι καθέτους, τι ζόρι έχω τραβήξει για να λύσω αυτόν τον γρίφο, δεν περιγράφεται. Ένα μόνο ξέρω, ότι τα βρήκα σκούρα. Μάλιστα, τα βρήκα σκούρα!  Εγώ, που μόνος άλυτος γρίφος νόμιζα πως είναι αυτός τού έρωτα…



22/7           ΝΗΣΙ

Λογαριάζω να περάσω αξέχαστα. Όταν γυρίσω σπίτι θα έχω να θυμάμαι. Έπειτα σκέφτομαι να έρθω εδώ και τού χρόνου. Τού χρόνου θα είναι καλύτερα, χειρότερα πάντως αποκλείεται. Τού χρόνου λένε θα ΄χει τελειώσει κι΄ ο πόλεμος, δεν μπορεί, αυτός ο πόλεμος κάποτε θα τελειώσει. Τού χρόνου, που θα ηρεμήσουνε τα πράματα, στο νοτιά με τα σμαραγδένια νερά.  " Τότε… θυμάσαι;"  Φέτος κατακαλόκαιρο και κάνει  ψύχρα. Φυσάει διαολεμένα. Φόρεσα το μπανιερό μου, έριξα στη πλάτη ένα φουτεράκι και την έψαξα. Είχε πανσέληνο και καθίσαμε παρέα στο βραχάκι. "Το φεγγαρόφωτο σε λούζει."   "Αύριο έλα νωρίς -νωρίς δε θα μάς δει κανείς- θα γαληνέψω για πάρτη σου."  Λογαριάζω να περάσω αξέχαστα. Θα πάω στη Χώρα. Η Χώρα γέμισε μαγαζιά.  "Σαράντα χρόνια πριν είχε μόνο ένα… θυμάσαι;"   Σήμερα έχει μόνο μαγαζιά. Φαγάδικα και ρουμς του ρεντ.  Τίποτ΄ άλλο. Μια χώρα τίγκα φαγάδικα και ρουμς του ρεντ. Το καλύτερο ήταν αυτό με το χύμα κρασί. Μού άρεσε το χύμα κρασί, μισώ το χύμα κρασί μα αυτό μού άρεσε. Έπεσα με τα μούτρα. Μη τρελαίνεστε, κρασί γλυκόπιοτο ήτανε. Τελευταία όλο και πιο συχνά σκέφτομαι πως έχω γίνει δύσκολος, πως τίποτα δε μού αρέσει. Είναι γιατί δεν ξέρω τί θέλω, κι αν σε θέλω πολύ δεν είναι παρά ένα καπρίτσιο τής μοναξιάς.  " Τι σκέφτεσαι; "    " Άκου… άκου τον αέρα…"  Από τη χώρα κατηφόρισα στο παλιό λιμάνι.  "Πιάσε μου το χέρι όπως τότε… θυμάσαι; "  Ο αέρας έπεσε. Στο καρνάγιο μια μακριά γραμμή τα λαμπιόνια ίδια χλωμά φεγγαράκια. Ξεχασμένα μού φάνηκαν από κάποια γιορτή που έχει τελειώσει. Λογαριάζω να περάσω αξέχαστα και για έναν άλλο λόγο: Όταν γυρίσω σπίτι θα έχω να λέω στα παιδιά μου  "Ήμουνα κι΄ εγώ εδώ!"  " Πού;…"  θα κάνουν εκείνα απορημένα.  "…Δε βρήκες κάπου καλύτερα να πας;"    "Σ΄ ένα νησί τόσο δα που ΄χε τότε μια πισίνα."   Μέσα στη πισίνα ήταν ένα κορίτσι σα τα κρύα νερά που ΄χε στη κοιλιά της άλλο κορίτσι κι αυτό στη κοιλιά του άλλο, κι΄ άλλο, κι΄ άλλο… Τα κορίτσια μεγάλωσαν κι΄ έγιναν γυναίκες, κι΄ εγώ ένας άγνωστος ανάμεσα τους ξεχασμένος κι΄ απ΄το Θεό, ούτε ένα χάδι, μια ματιά, ένα νεύμα… ένα νησί μόνο, ένα νησί ψεύτικο, καταμεσής στο πέλαγο, με μια πισίνα παρατημένη, άδεια, με τα νερά της βροχής να λιμνάζουν.  "Η πισίνα… τότε… θυμάσαι;"   Στη πισίνα κάνω βουτιές. Κάνω βουτιές κι΄ εξαφανίζομαι. 



1/7           ΑΝΤΗΛΙΑΚΟ

Δύο ζευγάρια βολευτήκαμε κάτω από την ομπρέλα. Ο ήλιος καυτός. Επίμονος ήλιος. Πεισματάρης. Να τα βγάλει όλα στο φως ήθελε. Όλα. Τίποτα κρυφό. Σα να ΄χε βαλθεί να μας τσουρουφλίσει. Φόρεσα τον παναμά μου και μπλαστρώθηκα. Ξανά αντηλιακό. Υψηλής προστασίας. Πρόσωπο, χέρια, πόδια, κορμί. "Βάλε μου και στη πλάτη."   "Έχεις βάλει, δεν χρειάζεται άλλο."   Μού έβαλε.  "Εγώ θα βουτήξω όταν πέσει ο ήλιος."   "Βραδινό μπάνιο;"    "Το καλύτερο!"  "Δε φοβάσαι στο σκοτάδι;"   "Εγώ είμαι μέσα μα  θ΄ αντέξουμε μέχρι τότε;"   "Τότε σίγουρα, παρά τώρα."   "Ναι,  τώρα το νερό Βράζει."    "Αν εξατμιστεί το νερό θ΄ απομείνει το αλάτι;"  "Και τα ψαράκια τα κακόμοιρα;"   "Σα ψάρι έξω απ΄ το νερό… έτσι δε λένε;"   "Ζούνε τα ψάρια έξω από το νερό;"   "Και καλά τα ψάρια ζούνε… εμείς;"   "Τι εμείς;"  Μάζεψα το πόδι να μη βρίσκει τ΄ ακροδάχτυλα ο ήλιος.  "Δεν τους έβαλες αντηλιακό;"  "Τους έβαλα αλλά αυτά καίγονται πρώτα."    "Θέλεις να τους ξαναβάλεις;"   "Τώρα δε χρειάζεται, είναι στη σκιά."  Τώρα η σκιά της ομπρέλας σχημάτιζε τον τέλειο κύκλο πάνω στην άμμο.  "Σε λίγο θα πρέπει να αρχίσουμε να μετακινούμαστε."  "Να πάμε πού;"   "Όπου δε θα μάς βρίσκει ο ήλιος."  "Αν καλύτερα μετακινούσαμε την ομπρέλα;"   "Θυμάσαι τότε;"   "Πότε;"   "Τότε που κάηκες δίχως να το καταλάβεις."   "Έχει περάσει καιρός από τότε."    "Κάηκες όμως."    "Τότε δεν είχαμε ομπρέλα."   "Αλήθεια δεν είχατε ομπρέλα;"   "Δε θυμάμαι, έτσι λέει."   "Χωρίς ομπρέλα σήμερα δε λέει."   "Αυτή εδώ έκανε τριάντα ευρώ."   "Την κάνει τη δουλεία της."    "Και η βάση της άλλα τόσα."   "Η βάση όσα η ομπρέλα;"    "Ναι γιατί είναι από τις καλές."     " Έτσι είναι οι καλές; πρώτη φορά σήμερα και στράβωσε."   "Σκέψου οι  φτηνές…"   Σκέφτηκα πως από δω και πέρα θα ΄ναι μακρύ καυτό Καλοκαίρι.   "Τότε που κάηκες σού άρεσε;"   "Γιατί ρωτάς;"   "Δε ξέρω, έτσι μου ΄ρθε."   "Ξεφλούδισε όλη μου η πλάτη."   "Σού άρεσε;"   "Θα βουτήξει κάποιος να τεντωθούμε εδώ λιγάκι;"   "Εγώ λέω να κάνω ηλιοθεραπεία."   "Βάλε αντηλιακό."   Έβαλε.  Μισοσηκώθηκε και γλίστρησε στην απλωμένη πετσέτα.  Δίπλα στην ομπρέλα.  Ξάπλωσε μπρούμυτα.  Στη πετσέτα πάνω στη άμμο. Δίπλωσε το χέρι της για προσκεφάλι. Με το άλλο κάλυψε το κεφάλι με τη ψάθινη καπελαδούρα της. Εγώ βούτηξα. Μακροβούτι. Ήθελα να προλάβω. Να προλάβω τη θάλασσα ήθελα προτού εξατμιστεί. Άνοιξα τα μάτια μέσα στο νερό. Να βεβαιωθώ αν υπήρχανε ακόμα ψάρια. Κάποια θα ΄χανε απομείνει μα ήθελα να βεβαιωθώ. Το αντηλιακό μπήκε στα μάτια μου. Ένοιωσα τα μάτια μου να τσούζουν. Σκέφτηκα θα κοκκίνισαν. Μπορεί και να δάκρυσαν. Θα έπαιξε το ρόλο της κι΄ η αλμύρα.  Το νερό θα ξέπλενε τα δάκρυα. Στην ομπρέλα θα είχαμε μείνει τώρα δύο. Έκανα λίγες απλωτές. Τώρα στην ομπρέλα θα είχαμε χώρο.  Χώρο αρκετό για να τεντωθούμε. Σίγουρα θα τεντωνόμαστε. Και πάντως σίγουρα θα νοιώθαμε οι δύο μας πιο άνετα. Μπορεί να συνεχίζαμε με ερωτήσεις. Ή να μέναμε για λίγο αμίλητοι κοιτάζοντας τη θάλασσα.



18/6           ΜΠΕΪΜΠΙ ΚΟΜΟΝΤΟ!

Από τη βρύση ίσαμε την μπανιέρα μια νύχτα δρόμος  κι΄ εγώ ξάγρυπνος  ακούγοντας τη σταγόνα που έπεφτε. Πλιτς πλιτς… όλη νύχτα αυτό το βιολί. Για κάθε πλιτς από το ένα ως το δέκα μετρούσα. Ήταν το καλύτερο που είχα να κάνω. Θα μπορούσα να είχα πάρει τον υδραυλικό νυχτιάτικα και να τον κατσαδιάσω ή στουμπώσει τ΄ αυτιά μου βουλοκέρι, θα μπορούσα… Προτίμησα να κάνω τον βρικόλακα στο κρεβάτι. Έπειτα κάπου είχα διαβάσει γι΄ αυτόν τον τρομερό και φοβερό δράκο στις Φιλιππίνες που βγαίνει από το νερό παγανιά στο σκοτάδι και καταπίνει αμάσητους ολόκληρους ανθρώπους και -δε ξέρω γιατί, αφού οι Φιλιππίνες πέφτουνε κομμάτι μακριά από δω, μα-  τα ΄χα χρειαστεί και δεν ήθελα να το κουνήσω ρούπι.  "Μια βρύση στάζει… σιγά τα λάχανα!" έλεγα μέσα μου, να το πιστέψω. Έτσι ή αλλιώς την είχα ψυλλιαστεί τη δουλειά.  "Στάζει…" τού έλεγα κι΄ εκείνος τίποτε. Κοιτούσε αλλού σα χαζός, ύστερα τη σωλήνα, το μαύρο στόμιο τής βρύσης που έχασκε, με το δάχτυλο στο στόμιο χάιδευε τη σταγόνα και σήκωνε τους ώμους όπως κάνει ο ανήμπορος ή αυτός που προτιμάει για τα ησυχότερα να μη βλέπει αυτό που βλέπει. "Και λοιπόν;" έκανε.  "…Πλάκα μού κάνεις; Από εκεί μέσα ποτέ δε ξέρεις τι μπορεί να ξετρυπώσει",  εγώ στο βρόντο.  Ακριβοθώρητοι οι υδραυλικοί σήμερα, ίσως γι΄ αυτό έχουν πάρει τόσο ψηλά τον αμανέ και νομίζουν πως τα ξέρουν όλα. Είναι αλήθεια κι΄ εγώ δεν κατάλαβα πώς έγινε ό, τι έγινε. Μπορεί να ξαγρύπνησα μα όλα τ΄ άλλα τέλεια, το λέω και το εννοώ: Πανσέληνος -είχα ανοίξει διάπλατα το παράθυρο- με το φεγγαρόφωτο να λούζει το δωμάτιο, ο κούκος απέξω σε μεγάλα κέφια, και ένα τόσο όσο πρέπει δροσερό αεράκι να τρυπώνει κάτω από το σεντόνι. Κάθε σταγόνα που έσκαγε στη μπανιέρα σα να σκοτείνιαζε, μα αμέσως μετά το φεγγάρι γινότανε πιο λαμπερό… Όλα τέλεια! Ούτε κάτι να μ΄ ανησυχήσει, ένας περίεργος θόρυβος, κάτι…  ούτε ένοιωσα τίποτα.

Με το πρώτο φως σηκώθηκα με δαγκωνιές σ΄ όλο μου το σώμα. Πήγα κατευθείαν στο μπάνιο. Τρελάθηκα! Στη μπανιέρα μικρά πρασινωπά να κολυμπάνε, κάποια σουλατσάρανε έξω από αυτή. Στην αρχή νόμιζα πως επρόκειτο για βατράχια. Βλέπετε έχω συνηθίσει τα βατράχια. Στη γειτονιά έχουμε πολλά βατράχια.  Το σούρουπο που δροσίζει σκάνε μύτη και κάθονται με τις ώρες ακίνητα σα πεθαμένα. Τις προάλλες ένας βάτραχος ψωμωμένος με περίμενε στο χαλάκι μπροστά στην εξώπορτα. Συνηθισμένος δεν έδωσα σημασία, τού είπα ένα γεια και πέρασα… Μα αυτά τα πρασινωπά που έβλεπα δεν ήταν βατράχια αλλά δράκοι. Ναι δράκοι! Επρόκειτο για μπέιμπι δράκους Κομόντο. Αμφίβια δρακάκια, μοβόρικα κι΄ ας μη τους φαίνεται. Δρακάκια  Κομόντο που όταν μεγαλώσουνε, έτσι και σε βάλουνε στο μάτι σε κουτουπώνουνε και την έβαψες… Η μπανιέρα μου δρακολίμνη!  Μπήκα στη δρακολίμνη μου να ξεπλύνω τα αίματα από τις δαγκωνιές.  Κι΄ αυτό γιατί είχα διαβάσει πως τα μπέιμπι είναι  ακίνδυνα. Έτσι κάποιοι λένε…  Μετά κατάλαβα. Στην αρχή σε γαργαλάνε ελαφριά. Εσύ ξαφνιάζεσαι και τραβάς το πόδι σου. Ύστερα απορείς τι ήταν αυτό το μυστήριο γαργάλημα και ξαναδοκιμάζεις. Γρήγορα συνηθίζεις και αφήνεσαι γιατί σού αρέσει να σε γαργαλάνε. Μάλιστα θυμάσαι με νοσταλγία τότε που ήσουνα μικρούλης και η μαμάκα έκανε γκίρλι γκίρλι στη πατουσίτσά σου και τη γέμιζε φιλιά. Τέλος αρχίζεις να το διασκεδάζεις, κι΄ αν το γαργάλημα σταματήσει –τι παράξενο!- σού λείπει.  Και, αφού χαλαρώσεις και είσαι πια απολύτως βέβαιος ότι δεν είναι τίποτ΄ άλλο παρά άκακα δρακουλίνια, πιο άκακα ακόμα και από αυτά τα τίγκα στα τρανς λιπαρά που τρελαίνεσαι να μασουλάς, σού κόβουνε μια δάγκα ξεγυρισμένη …

 


13/6           Η ΠΑΣΙΕΝΤΖΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Μού αρέσει αυτή η πασιέντζα. Όταν δε βγαίνει. Απλώνω όλες τις κάρτες στο τραπέζι. Οι κάρτες ερμητικά κλειστές. Καθεμιά ένα ενδεχόμενο. Τις παίρνω μία μία στη σειρά. Ανοίγω την πρώτη: Εξαφανίστηκε. Τη δεύτερη: Θέλει να ξεκόψει. Τη τρίτη: Μετάνιωσε. Ανοίγω άλλη μία: Δε θέλει. Κι΄ άλλη: Δε θέλει εμένα. Είναι περιττό να συνεχίσω, ξέρω τι θα γράφει: Θέλει κάποιον άλλο.  Είμαι πια βέβαιος πως θέλει κάποιον άλλο. Το ένα ενδεχόμενο χειρότερο από  τ΄ άλλο. Κι΄ όλα να κουμπώνουν μεταξύ τους! Τούτη η πασιέντζα βγαίνει και παραβγαίνει. Την παρατάω αμανάτι στη μέση. Πηγαίνω στο κρεβάτι. Το κινητό μου πλάι στο μαξιλάρι. Το ένα μάτι κλειστό. Το άλλο γαρίδα καρφωμένο στο γυαλί. Μη τυχόν και χάσω το φινάλε της πασιέντζας. Το φινάλε που ξέρω. Τούτη η προσμονή είναι βάσανο γλυκό. "Δε θα το κλείσεις; Έχει ακτινοβολία. Στο κρεβάτι από καρκίνο δε λέει. Αν είναι να πεθάνουμε στο κρεβάτι τουλάχιστον ας το φχαριστηθούμε…"   "Να ένας καλός τρόπος να πεθάνει κανείς!"  Γυρίζω προς το μέρος της. Την αγκαλιάζω. Σα να μη θέλει. Τραβιέται. Τα σώματα εκεί που πάνε να σμίξουν μακραίνουν ξανά.  "…Τελικά δε θα το κλείσεις;"   "…Σού αρέσει η πασιέντζα;" την ρωτάω.  Θέλω να ξαναρίξω αυτή την πασιέντζα. Απ΄ την αρχή. Την ίδια πασιέντζα. Σκέφτομαι πως τη δεύτερη φορά μπορεί να μη βγει. Μαύρα χαράματα ανοίγω και τ΄ άλλο μάτι. Κοιμάται σαν αγγελούδι. Θα τής το πω. Θα τής πω για την πασιέντζα που βγαίνει και με βασανίζει. Δεν μού πάει η καρδιά να την ξυπνήσω. Σηκώνομαι στ΄ ακροδάχτυλα. Με το κινητό στο χέρι πηγαίνω στα τυφλά. Σκοντάφτω. Το κινητό φεύγει γραμμή μέσα στη λεκάνη. Πάλι καλά που είναι κινητό αδιάβροχο. "Γούρι! Τώρα όλα μπορεί ν΄ αλλάξουν. Τώρα και η πασιέντζα μου μπορεί να μη βγει…" σκέφτομαι. Κάνω να τη συνεχίσω. Θα συνεχίσω από εκεί που σταμάτησα. Από το Δε θέλει εμένα. Ανοίγει η πόρτα. "Εδώ είσαι;…"  Με βλέπει με το κινητό στο χέρι  "…Δεν παίρνεις τα μάτια σου από δαύτο…"  Αλλάζω κουβέντα. "Να σού πω τ΄ όνειρό μου! Είδα πως έριχνα πασιέντζα και βγήκε!"   "…Αγαπάς το κινητό σου περισσότερο από μένα!"  Οι καμπύλες της διαγράφονται κάτω από το νεγκλιζέ τής νύχτας. "Πάμε στο κρεβάτι;"  Τη βλέπω κάνει μεταβολή. "Μη φύγεις!"  Στη κάρτα τώρα καθρεφτίζεται το πρόσωπό της: Έφυγε.  Ανοίγω κι΄ άλλη: Είναι άρρωστη.  Ποιος άραγε στο κόσμο ο τυχερός που την ποτίζει το γιατρικό; Κι΄ άλλη: Πέθανε. Χωρίς να μού το πει;  Άλλη μία: Δε θα την ξαναδείς ποτέ… Φρίκη! Σταματάω. Είναι καλύτερα να το πάρω απόφαση. Να ξεχάσω αυτή την πασιέντζα. Μόνο που το σκέφτομαι μελαγχολώ. Τα βάζω με τον εαυτό μου. Τον κακίζω. Καπάκι τού ζητάω να κάνει υπομονή. Τού λέω πως ακόμα την αγαπάω.  Την αγαπάω όπως η νύχτα το σκοτάδι. Όπως ο τζάνκι τη ντρόγκα του. Μα την αγαπάω. Την αγαπάω κι΄ ας θέλει εκείνη κάποιον άλλο. Κοιμάται ακόμα σαν αγγελούδι. Σαν ξυπνήσει θα τής πω να ρίξουμε μαζί την πασιέντζα. Εκείνη θα στρώνει τις κάρτες στο τραπέζι. Ερμητικά κλειστές όπως πάντα. Εγώ θα την παρατηρώ. Μόνο αυτό θα κάνω. Θα παρατηρώ κάθε κίνησή της. Κάθε βλέμμα της. Κάθε αντίδρασή της. Εκείνη θα ανοίγει μία μία τις κάρτες κι΄ εγώ θα τής ανοίγω τη καρδιά μου. Εκείνη θα βλέπει ένα ένα τα φριχτά ενδεχόμενα και δε θα πιστεύει στα μάτια της.   "Μη στεναχωριέσαι, δε θα βγει…" εγώ θα τής λέω. Αν και -ξέρω- δε θα χρειαστεί αφού εκείνη θα κρέμεται από τα χείλια μου παρεμβαίνοντας με μικρές κοφτές φράσεις: Σ΄ αγαπάω.  Σε θέλω. Μού λείπεις 




20/5          Ο ΟΡΦΕΑΣ ΘΥΜΑΤΑΙ

Στο παλιό ραδιόφωνο. Άνοιξα τη πόρτα και τής είπα "πέρασε". "Μετά από σένα… "   Ευγένειες… γαμημένες ευγένειες. Ευγένειες που πάνε ταμάμ στους πεθαμένους, τ΄ άγρια είναι για τους ζωντανούς.  Σάμπως κι΄ εμείς τι ήμασταν; Πεθαμένοι κάτι τέρμινα.  "Μετά από σένα " είπα και πέρασα. Ποιος ακολούθησε ποιον δεν κατάλαβα. Είπα ψέματα πως έχω κάνει κράτηση. Είπα στο όνομά της. Μού έδειξαν. "Αυτό είναι το τραπέζι σας. Εδώ καθόσασταν πάντα, στον καθρέφτη."  Καθίσαμε. "…Απαρηγόρητα, τίποτα λιγότερο από απαρηγόρητα. Είμαι μια γυναίκα απαρηγόρητα ευτυχισμένη. Είναι φορές που ξημερώνομαι κλαίγοντας. Το πρωί με τα διάφορα ξεχνιέμαι.  Όταν ο ήλιος παίρνει την κατηφόρα αρχίζω να θυμάμαι. Μιλάω για σένα  και θυμάμαι. Το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να θυμάμαι. Ξέρεις τι;  Ό, τι δεν έχω ζήσει! Είναι αστείο. Πες μου, δεν ειν΄ αστείο να θυμάμαι  ό, τι δεν έχω ζήσει; Θυμάμαι  ιστορίες σαν παραμύθι. Δεν πιστεύω εσύ να τις παίρνεις στα σοβαρά; Κι΄  έτσι να ΄ναι, πάλι καλύτερα από το τίποτα…"    Έριξα μια ματιά στη λίστα με τα κρασιά. Παράγγειλα ένα μπουκάλι. "Μ΄ ένα ποτήρι. Θα πιούμε από το ίδιο ποτήρι", είπα στον μπάρμαν. Πέρασε κάμποση ώρα περιμένοντας τη νύχτα.  Προεόρτια στη μεγάλη πόλη. Το φευγάτο πορτοκαλί έδινε σκυτάλη στο βαθύ μπλε. Φλόγες τρεμάμενες, η μία μετά την άλλη ανάβανε σα καντήλια αντιφεγγίζοντας στο πρόσωπό της.  "Αυτό το κρασί λοιπόν δεν παίζεται! Τα δικά μας κρασιά συναγωνίζονται επάξια τα καλύτερα ξένα. Κι΄ έπειτα, όπως λένε, παπούτσι από τον τόπο σου…"  έσπασα πρώτος τη σιωπή. "Γιατί μού τηλεφώνησες;"  "Νομίζω κάπου σε ξέρω."  "Δεν ξέρω… Τότε…"   "Όχι τότε. Τώρα! Είσαι ολόιδια όπως τότε! Θυμάσαι;"   "Θυμάμαι…  Τότε που κοίταξες πίσω. Σε παρακαλώ μη ξανακάνεις το ίδιο λάθος, δε θα τ΄ αντέξω άλλη φορά."   "Άλλη φορά δε σ΄ έχω αγαπήσει τόσο πολύ…" τής είπα.  Με άκουσε. Αμίλητη. "…Αλήθεια, πες μου στ΄ αλήθεια, δεν είσαι η Ευρυδίκη;"  "Είμαι αυτή που νομίζεις. Ολόιδια αυτή που νομίζεις."   Έδειχνε νευρική. Έψαξε τη τσάντα της. Μετά έψαξε μέσα στη τσάντα της. Έβγαλε το πακέτο. Από το πακέτο το τσιγάρο. Ο μπάρμαν σκοτώθηκε να τής δώσει φωτιά. "Τι θέλεις από μένα;"  με ρωτάει.  Ο μπάρμαν άφησε το κρασί με το ποτήρι στο τραπέζι. "Θα πιούμε; Πίνοντας μπορούμε να λέμε ιστορίες σαν παραμύθι… Ιστορίες για την αγάπη."   "Τώρα για την αγάπη; Πεθαμένοι άνθρωποι… Κι΄ έπειτα, τί είναι αγάπη;"   "Πες μου. Δε θα το πω σε κανένα…"   Ακολούθησε σιωπή. "…Σού αρέσει;…"  Πλησίαζε. Πλησίαζε αργά. Ολοένα πιο κοντά. Η μπάντα στην Αθανασίου Διάκου παιάνιζε το Adagio. "…Σού αρέσει; Άκου!"  "Το τραγούδι της νύχτας!"  Ο Αλμπινόνι είχε θεριέψει.  Έκλεισα τα μάτια…  Όταν τα ξανάνοιξα δεν ήτανε η Ευρυδίκη. Ίσως η Πολυξένη, ίσως κάποια άλλη.  Θυμάμαι…  Όπως εκείνη. Μόνο εκείνη. Όταν μιλάω για εκείνη μόνο θυμάμαι. Οι θύμησές μας σμίγουν και ξεσαλώνουν. Κι΄ όταν τα φώτα χαμηλώνουν φτιάχνω ιστορίες. Φανταστικές ιστορίες. Ιστορίες  ό, τι να ΄ναι… 


 

30/4           Ο ΟΡΦΕΑΣ ΤΡΕΛΑΙΝΕΤΑΙ ΓΙΑ ΚΑΥΤΕΣ ΠΑΤΑΤΕΣ

Μ΄ ένα χέρι, ένα πόδι, μισή νεφραμιά… μ΄ όλα μισά είχα απομείνει, ευτυχώς η καρδιά εκεί στη θέση της να χτυπάει στο βρόντο. Τη βλέπω γιορτινή να πηγαίνει κουνάμενη και τρέχω ξοπίσω της: "Ευρυδίκη!"  Η σακούλα ανοίγει κι΄ οι πατάτες μου ξυπνάνε και ξεχύνονται, σκορπίζουνε στο πεζοδρόμιο. Πατάω μία ο καψερός και τρώω χύμα. Με τα πολλά σηκώνομαι κι΄ εκεί που μαζεύω τα σκόρπια ακούω: "Κι΄ αν ουδέποτε  καταφέρεις να με φτάσεις εσύ, θα σε φτάσω εγώ…" Δεν πιστεύω στο -ένα και μοναδικό- αυτί μου:  "Εσύ;!"   "Εγώ;"   "Πότε ανέβηκες;"   "Χτύπησες;"  "Οι πατατούλες μου το ξέρουν…"   "Κατάλαβα…"   "Δεν το πιστεύω… δεν άλλαξες καθόλου!"   "Παράξενο… Ξέρεις πόσο ζούνε τα αρνιά;"   "Βαριέμαι τις σούβλες και τα αρνιά."   "Εμείς εκεί κάτω συνέχεια ψήνουμε."   "Τρελαίνομαι για καυτές ψητές πατάτες! Εσύ;"   "Πιστεύεις τα αρνάκια θα αντέχανε διαφορετική μοίρα;"   "Ανάσταση δίχως σούβλα, λένε, δε λέει."   "Κι΄ ο άντρας μου τρελαίνεται για σούβλα."   "Με ξέχασες… Υπάρχει άλλος άντρας στη ζωή σου;"   "Πάντα ψήνει. Φέτος είναι πρώτη φορά που δε θα ψήσει."    "Μη στεναχωριέσαι, μπορεί τού χρόνου. Μια ριμάδα μέρα είναι, θα περάσει…"    "Η σούβλα μού θυμίζει τον Αθανάσιο Διάκο."    "Πονάει;"   "Η σούβλα;"    "Εσύ τι λες;"   "Συνήθισα μακριά σου Ορφέα."   "Εγώ ακόμα τρελαίνομαι για καυτές πατάτες."   "Εσύ τρελαίνεσαι… Εγώ συνήθισα…"    "Έτσι μ΄ αρέσουν, καυτές! Να καίνε τον ουρανίσκο!"   "Καυτές πατάτες τέλεια καμένες!"    " Τέλεια καμένες θέλουν το χρόνο τους."   "Να μοιραστούμε το αρνί;"    "Τις πατάτες;"   "Είναι ωραίο, λένε, να μοιράζεσαι."   "Έτσι λέγανε πάντα."   "Εμείς πάντα πηγαίνουμε στο χωριό τού άντρα μου."   "Φέτος; Θα πάμε τρίο;"   "Φέτος είναι η πρώτη φορά που δε θα πάμε. Και πέρυσι δηλαδή εδώ μείναμε…"    "Δεν πειράζει, όλος ο κόσμος φέτος κάπου πάει… Εδώ είναι καλύτερα"  έτσι είπα και το εννοούσα. Αυτές οι καυτές πατάτες δε χορταίνονταν!  Ξάπλα στο ταψί τέλεια καμένες, με το μισό αρνί να ΄χει βρει στασίδι στην αγκαλιά τους, μελωμένες σα σύκο από τα ζουμιά του. Εγώ μόνο πατάτες έφαγα. Τού σκασμού… Μόλις ξεκίνησε το νταβαντούρι πήγα και την έπεσα στον καναπέ. Έκλεισα τα μάτια και με πήρε ένας γλυκός ύπνος… τόσο γλυκός ύπνος καιρό είχε να με πάρει.  Είδα και όνειρο.  Είδα το μισό αρνί, αυτό που δεν έφαγα. Θαλερό και χαρούμενο χοροπηδούσε ανέμελα στο λιβάδι με τις καυτές πατάτες μου. Όλο και τσιμπολογούσε καμία γλύφοντας τα δάχτυλά του. Παραπέρα η φιγούρα τής Ευρυδίκης να ξεθωριάζει μέσα στη τσίκνα. Με κόβει κοιμισμένο στον καναπέ, παρατάει το νταβαντούρι και έρχεται προς το μέρος μου. Μού χαϊδεύει τα μαλλιά, σκύβει και ψιθυρίζει στο αυτί μου:  "Πάντα ζητούσες πολλά από τη ζωή σου…"



20/4           BEDTIME STORIES

(Ώρα περασμένη)  Γυρίζει πλευρό. Σβήνω το φως. Το μάτι της γαρίδα. Τρυπώνεις από τις γρίλιες. Από τις γρίλιες στο μυαλό μου. "Κλέφτης!" φωνάζει. Ο γκιώνης κοψοχολιάζεται. Τα όνειρα στο πόδι. Τρέχουν μπας και προλάβουνε. Να κλειδαμπαρώσουν πορτοπαράθυρα. Πας να φύγεις. "Μη φύγεις σε παρακαλώ." Βρίσκεις τοίχο. Σηκώνομαι απ΄ το κρεβάτι. Μαζεύω ένα ένα τα θρύψαλα από το πάτωμα. Μικροσκοπικές γυάλινες βελόνες. Αντικατοπτρισμοί στο σκοτάδι. Τα συναρμολογώ. Φτιάχνω έναν καθρέφτη. Πρόσωπο με πρόσωπο. "Έλα κλέψε με. Πάρε με μαζί σου."  Τίποτα εσύ. Σα να μην έγινε τίποτα. Όλα σα πριν. Η χολή τού γκιώνη σα πριν.  (Ώρα επικίνδυνη)  Στο κομοδίνο γωνιάζεις. Οξεία γωνία. Γωνία σα σουβλί. Θα πονέσεις. Προτείνω το στήθος μου. "Πάρε με μαζί σου μιά και καλή." Το αυτί της αντένα τεντωμένη. Νυχτοπούλι τρομαγμένο τρέμεις. Ακούω την ανάσα σου. Ξεγλιστράς. Πάλι τοίχο. Προς ταβάνι μεριά. Θέλεις να ξεφύγεις. Ψάχνεις να ξεφύγεις. Σκαρφαλώνεις ίδια αράχνη. Κρεμιέσαι. Τα πάνω κάτω. Θεέ μου! γκρεμοτσακίζεσαι. Αυτή τη φορά ξυπνάει κοτζάμ νύχτα. Ο γκιώνης φτερουγίζει. Τα όνειρα εκτός ελέγχου.  (Ώρα ανώφελη)  Δίχως σκοπό. Τόση φασαρία δίχως σκοπό. Για μιά φιγούρα. Ένα καπρίτσιο. Μα -δε μπορεί- κάποιος λόγος θα υπάρχει. Κάποιος λόγος για το ανώφελο. Το ολότελα ανώφελο. Κι έτσι ακόμα κάποιος γαμημένος λόγος θα υπάρχει… (Ώρα μονάχη)  Ο γκιώνης φευγάτος. Εσύ κάτω από το κρεβάτι. "Μείνε εκεί κρυμμένο. Κοντά μου. Δε θα το πω σε κανένα. Αν δε με πάρεις μαζί σου τουλάχιστον μείνε εκεί. Να κάνουμε τρίο τη μοναξιά μας."  (Ώρα απελπισμένη)  Κάθομαι στο κρεβάτι. Με μισό κωλομέρι. Μη την ξυπνήσω. Την αγαπάω, δε θέλω να την ξυπνήσω. "Είναι πολύ μακριά από σένα…"  μού λέει. "Ποιο;"   "Το φεγγάρι…" λέει "…Πες του αντίο, έτσι κι΄ αλλιώς θα πεθάνει. Όπου να ΄ναι ξημερώνει".  "Μόλις νύχτωσε για τα καλά…" λέω. Βγαίνεις από τη κρυψώνα σου. Τρεμοπαίζεις στα μαλλιά της. Στο κορμί της. Ψάχνεις να βρεις έξοδο κινδύνου. Γυρίζει ανάσκελα. Τώρα καρφί στα μάτια της. Κύκλοι. Επάλληλοι μαύροι κύκλοι στο διηνεκές. Τα μάτια της πηγάδια απύθμενα φεγγαρολουσμένα.  (Ώρα αποχαιρετισμού)  "Δεν είναι μακριά…" το βιολί μου εγώ.  "Κλείσε τις γρίλιες, με στραβώνει."   Σηκώνομαι. Οι βελόνες μπήγονται στις γυμνές πατούσες μου. Πάω στο παράθυρο. Ψηλαφίζω τον τοίχο. Στα τυφλά. Βρίσκω το στόρι. Το διπλό κορδόνι με τη θηλιά. Ξέρω το παραμύθι: Με το ένα κορδόνι πάνω, με το άλλο κάτω.  Διστάζω.  Κοιτάζω ανάμεσα στις γρίλιες. Είσαι ακόμα εκεί. "Αντίο."  Σφαλίζω τις γρίλιες. (Ώρα για μια αγκαλιά) Σκοτάδι και ησυχία. Όνειρα γλυκά. "Να ξεσαλώσουνε τα όνειρα! Να καεί το πελεκούδι!"   "Τι σ΄ έπιασε και φωνάζεις νυχτιάτικα;"   " Ήταν εδώ! Ήταν εδώ μα έφυγε" κάνω.  "Καλύτερα… Έτσι είναι καλύτερα…"  Πάντα έτσι μού λέει. Να πιάσουμε το στόρι από την αρχή.   "…Καλύτερα από την αρχή"  μού λέει.  Πιάνω το στόρι από την αρχή. Ξαπλώνω. Γυρίζει πλευρό. Περιμένει. Γυρίζω πλευρό. Περιμένω. Κολλάει πάνω μου σα βδέλλα. Την αγκαλιάζω.



28/3           HAPPY ENDING

Ο μπακαλιάρος είναι ψάρι. Η σκορδαλιά αλοιφή. Ο μπακαλιάρος τσουρουφλίζεται. Η σκορδαλιά χτυπιέται. Όταν η σκορδαλιά χτυπιέται ο μπακαλιάρος πονάει. Η σκορδαλιά τότε θέλει να τον παρηγορήσει. Τον αλείφει στην αγκαλιά της να γιάνει τον πόνο. Δεν προλαβαίνει. Τους κάνουνε και τους δύο μια χαψιά. Μπακαλιάρος και σκορδαλιά αχώριστο ζευγαράκι ως το τέλος. Δεν ήτανε πάντα έτσι. Λέγεται πως όλα ξεκίνησαν από ένα χωρισμό. Η σκορδαλιά ζήτησε στον μπακαλιάρο να χωρίσουν. Εκείνη τη μέρα η σκορδαλιά φευγάτη. Ο μπακαλιάρος στη πιατέλα μονάχος κι΄ απαρηγόρητος. Μπακαλιάρος δίχως σκορδαλιά δε λέει, τρέχω μπας και τη βρω. Πέφτω πάνω στη παρέλαση. Τη βλέπω χάνεται στο κόσμο. Εκείνη τη μέρα προτίμησα να μείνω νηστικός. Κάποτε ρώτησαν τον μπακαλιάρο πως φαντάζεται τον εαυτό του.  "Με σκορδαλιά" απάντησε δίχως δεύτερη σκέψη.  Κι εγώ το ίδιο. Τρελαίνομαι για τηγανιτό μπακαλιάρο με σκορδαλιά. Χρονιάρα μέρα πέφτω με τα μούτρα. Το μόνο κακό είναι πως μετά μυρίζεις. Θέλεις να πεις δυο κουβέντες, ανοίγεις το στόμα σου και βρωμοκοπάει. Τώρα το μόνο που θέλεις είναι να απαλλαγείς από τη μυρωδιά. Σκαρφίζεσαι τερτίπια, κάνεις… και τί δεν κάνεις. Αμ δε… Αυτή η μυρωδιά σα να έχει φωλιάσει στα σωθικά σου. Τελικά το παίρνεις απόφαση. Συνεχίζεις τη κουβέντα από εκεί που σταμάτησες. Τη κουβέντα που εσύ άρχισες και τώρα θέλεις να τελειώσεις. Είσαι βέβαιος, ύστατο αποκούμπι σου η βεβαιότητα, πως και ο συνομιλητής σου θέλει το ίδιο με σένα. Ψάχνεις ευκαιρία να δικαιολογηθείς. "Φέτος η σκορδαλιά ήτανε μπαρούτι…" λες.  "Κι΄ εγώ τρελαίνομαι για μπακαλιάρο μα με πεθαίνει στο στομάχι…" σού λέει. Ο μπακαλιάρος εν τω μεταξύ έχει κρυώσει στη πιατέλα. Η σκορδαλιά παράμερα. Όσο πιο παράμερα γίνεται, σε απόσταση ασφαλείας. Αλλάζει κουβέντα  "Πάντως τα παντζάρια ήτανε γλύκα."  Κάνεις πως συμφωνείς.  Στη πραγματικότητα το μόνο που κάνεις είναι να σκέφτεσαι. Σκέφτεσαι τη ζωή σου. Την υπόλοιπη ζωή σου χωρίς σκορδαλιά. Καταλήγεις στο συμπέρασμα πως το παράκανες και υπόσχεσαι στον εαυτό σου την επόμενη φορά να μην ξαναπέσεις με τα μούτρα…



22/3           ΤΟ ΣΤΑΥΡΟΛΕΞΟ

"Βρήκα την αρρώστια, τον γιατρό, το τίποτα, τον χιονιά, την αρχή τού καινούργιου βίου, τα βρήκα όλα!"  έκανα θριαμβευτής. "Βρήκες αυτά που ήθελες να βρεις;" με ρωτάει. "Το καλοκαιράκι όλα θα είναι διαφορετικά…" τής λέω. Συνέχισα τάχατες πως ψάχνω. Τάχατες. Το σταυρόλεξο δεν έβγαινε. "Μια λέξη από άλφα επειγόντως… πες μου μια τέτοια λέξη".  "Μμμ… Δε μού΄ ρχεται κάτι… Δουλτσινέα!"   "Άλλη;"   "Πόσα γράμματα;"   "Δεν λέει."   "Δεν υπάρχει τέτοια λέξη, άμα δεν λέει δεν υπάρχει τέτοια λέξη".  Είχα αρχίσει να κουράζομαι. Παρατάω το σταυρόλεξο. "Αυτό δεν μπορεί να κρατήσει!" λέω.  "Ποιο;"  Σηκώνομαι από την πολυθρόνα και πηγαίνω προς το μέρος της. Έχει στο χέρι σίδερο μ΄ ατμό. Κάνει ένα βήμα πίσω σα να τρόμαξε. Σηκώνεται νέφος. Το σίδερο ακουμπάει στο δάχτυλο της. "Κάηκα!" φωνάζει. Βάζει το δάχτυλο στο στόμα. Πάω να το φιλήσω μα το τραβάει. "Δε θέλω να γίνομαι δυσάρεστος -πίστεψέ με- μα αυτό δε μπορεί να κρατήσει άλλο" λέω. Κοιτάζει το δάχτυλό της. Έχει ανάψει. Μετά κοιτάζει στο παράθυρο. Κάπου έξω.  "Αν μιλάς για τον πόλεμο γελιέσαι… Αυτός κρατάει γερά. Δεν προβλέπεται ποτέ να τελειώσει!..."  Γυρνάει σε μένα. Τώρα με καρφώνει στο δόξα πατρί. "…Σκέψου…"  μού λέει " …Δίχως πόλεμο θα τη βγάζαμε καθαρή;"  " Έχεις δίκιο…"  κάνω.  Ξανά πίσω.  Κάθομαι ξανά στη πολυθρόνα. Πιάνω το σταυρόλεξο στο ένα χέρι. Θα το βασάνιζα κι΄ άλλο. Στο άλλο χέρι το μολύβι. Γράφω Δουλτσινέα. Αρχίζω να ζωγραφίζω στο περιθώριο μια καρδιά. Έρχεται κοντά μου. Κοιτάζω το δάχτυλο. Ακόμα καίει.  "Να το φιλήσω να περάσει;"  Κάθεται δίπλα μου στο καναπέ. Κοιτάζει τη καρδιά. "Δικιά σου;…" με ρωτάει. "Σκέφτηκες λοιπόν κάτι;" απαντάω.  "Σαν τι δηλαδή;"   "Τη λέξη που λέγαμε από άλφα."  Ψάχνεται στο σταυρόλεξο.  "Ποιο άλφα;"  Ψάχνει να βρει το άλφα. "Δε βλέπω άλφα… Πού είναι; Πού είναι το άλφα;" συνεχίζει να ρωτάει.  "Εντάξει… Πες μου μια άλλη λέξη. Απ΄ όποιο γράμμα θέλεις εσύ" τής λέω.  "Γράφε…"  Και αρχίζει να μού λέει. Λέει μια λέξη στην αρχή. Μετά λέει άλλη, κι΄ άλλη, κι΄ άλλη… Την άκουγα και έγραφα. Τίγκαρα το σταυρόλεξο λέξεις. Ας μη κολλάγανε μεταξύ τους, ας ήτανε παραπανίσια ή λειψά τα γράμματα, ας μην έβγαινε νόημα με δαύτες. Δε μ΄ ένοιαζε. Μού έλεγε και έγραφα. Αυτό μού άρεσε. Αυτό το σταυρόλεξο έτσι μού άρεσε. Είχα τελειώσει.  Ρίχνω  μια τελευταία ματιά  ευχαριστημένος. Αφήνω κάτω το μολύβι.   Φέρνω το χέρι μου ν΄ αγγίξει το δικό της. Έχει γείρει το κεφάλι της στον ώμο μου.  "Τελικά εκείνη τη λέξη δεν τη βρήκαμε…" ...



10/3           NO MANS LAND (ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΝΥΧΤΑ)

"Ετοιμάσου για δάκρυα."  "Πες μου μόνο πως μ΄ αγαπάς."   "Τι είναι αγάπη;"  "Νύχτα είναι, ατέλειωτη νύχτα!"   "Τότε νύχτα μείνε μαζί μου, μη φύγεις!"   "Αγκάλιασέ με να χαθούμε μέσα στη νύχτα."  " Μια αγκαλιά μόνο…  μόνο μια αγκαλιά δεν είναι κρίμα; Αφού μπορούμε να πάμε ως τ΄ άστρα!"…  Καταπώς, θυμάμαι, ειπώθηκαν τα πράματα την τελευταία φορά. Μετά πλάκωσε η νύχτα και βούτηξα μέσα της ως τα μπούνια. Νόμιζα πως η Παμίνα με είχε ξεχάσει. Με τον καιρό κατάλαβα ότι την είχα ξεχάσει εγώ. Ότι η αγάπη είχε πάρει το δρόμο της και  άρχιζε να ποτίζει το πετσί μου το νωχελικό χάδι της λησμονιάς.  Παπαγκένο να ΄ξερες πόσο ευρύχωρο ξανάγινε το κλουβί μου! είπα στο φίλο μου.  Είχα αρχίσει να ξανακάνω σχέδια. Πρώτη μου δουλειά θα μάζευα πανσέδες, μαργαρίτες, τριαντάφυλλα… λουλουδάδικο το είχα καταντήσει. Θα τα πετούσα στο σκουπιδοτενεκέ και θα καταχώνιαζα το βάζο στην αποθήκη. Μετά θα έσβηνα τα σημάδια. Χαρακιές, γδαρσίματα, κόμπους… ό, τι σκάλωνε εντός μου δε θα είχε θέση. Ένα ήθελα: Να μη σκαλώσει ποτέ ξανά τίποτα. Όσο για την επόμενη φορά θα έπαιζα τον ευγενικά αδιάφορο. Θα έκανα πως βιάζομαι. Ασφαλώς και θα ρωτούσα τα συνηθισμένα, πάντα ρωτάνε. Ίσως έλεγα  "Πάει καιρός… Πάει καιρός Παμίνα…" και θα σκαρφάλωνα γαντζωμένος  στα χείλια να νιώσω την ανάσα της. Χείλια στεγνά που θ’  ανοιγόκλειναν να μη φρακάρουν, να ΄βγουν έξω οι λέξεις. Λέξεις σε ελεύθερη πτώση που θα με παίρνανε σβάρνα. Θα γκρεμοτσακιζόμουνα. Πλάι μου καταγής λέξεις σωριασμένες, σακατεμένες να σπαρταράνε. Θα τής έδινα μία  "Έπεσε… Είναι δικιά σου…" θα τής έλεγα. Μετά θα  με ρωτούσε  κι΄ εκείνη τα συνηθισμένα. Έτσι είναι πάντα η σειρά: Πρώτα ρωτάει ο ένας, μετά ο άλλος. Κανείς δεν ακούει. Οι λέξεις ζευγαρώνουν, οι άνθρωποι ποτέ. Θα ακολουθούσε αμήχανη σιωπή και τα αποχαιρετιστήρια.  …"Χλωμό φεγγάρι γιατί κρύφτηκες στα σύννεφα;"   "Πρέπει να φύγω…"   "Κι΄ εγώ, δεν πρέπει αλλά βιάζομαι…"   "Αντίο Ταμίνο."  " Μη φύγεις Παμίνα!"   "Φεύγω για να γυρίσω κοντά σου, κοντά σου για πάντα ξωτικό στο κόσμο της νύχτας."  "Αγάπη μου ατέλειωτη νύχτα!"  Και η Παμίνα έφυγε. Ο Ταμίνο έβγαλε από το σάκο του τον μαγικό αυλό και άρχισε να παίζει. Τον ίδιο λυπημένο σκοπό μέχρι τα βαθιά γεράματα… 



5/3           ΠΟΥ ΛΕΕΙ Ο ΛΟΓΟΣ…

Χτες είδα ξανά πόλεμο. Κάθε μέρα βλέπω. Από τότε που άρχισε, κάθε μέρα. Και πριν έβλεπα. Όποτε τύχαινε. Δεν έχανα την ευκαιρία.  Μού αρέσει να βλέπω πόλεμο. Κακό πράμα ο πόλεμος αλλά να βλέπω μού αρέσει. Τα πολεμικά είναι τα αγαπημένα μου. Από κοντά και τα καουμπόικα. Άντε και κάνα αστυνομικό. Τα ρέστα δεν τα αντέχω. Ειδικά τα δράματα. Με ψυχοπλακώνουν.  Δράματα δε βλέπω ποτέ. Από τα μικράτα μου μού άρεσε ο πόλεμος. Στην αλάνα δίπλα στο σπίτι μου πόλεμο παίζαμε. Πόλεμο… που λέει ο λόγος. Πετροπόλεμο. Οι φίλοι. Χαμός γινότανε. Χωριζόμαστε σε καλούς και κακούς και παίζαμε. Συνήθως νικούσαμε εμείς οι καλοί. Όχι πάντα. Όχι πως με ένοιαζε δηλαδή να νικήσουνε οι καλοί. Εγώ ήθελα να νικήσουμε εμείς. Άμα νικούσαμε πέταγα από τη χαρά μου. "Εμείς είμαστε οι καλοί" λέγαμε στους χαμένους. Και είμαστε. Αν δεν είμαστε δε θα νικούσαμε. Θυμάμαι όταν μια πέτρα μού άνοιξε το κεφάλι. Δεν πόνεσα τόσο. Μα το αίμα ποτάμι. Το μπλουζάκι μου βάφτηκε κόκκινο. Είδα το αίμα και τρόμαξα.  Ήταν πρώτη φορά που έβλεπα αίμα. Τόσο πολύ αίμα. Δεν είχα ακόμα συνηθίσει. Έτρεξα κατευθείαν στο σπίτι. "Ποιος στο έκανε αυτό;" είπε η μάνα μου. "Ένας φίλος" είπα. Έτσι είπα. Με μάλωσε. Δεν κατάλαβα γιατί ακριβώς με μάλωσε. Γιατί με πήρε η πέτρα στο κεφάλι, λες και το ήθελα; Γιατί δε την απέφυγα; Γιατί βρήκε το δικό μου κεφάλι και όχι τού φίλου μου; Ίσως έφταιξε που με είδε με τα αίματα φάντη μπαστούνι μπροστά της και έπαθε πλάκα. Ίσως φταίω εγώ που γύρισα σπίτι. "Δε θα ξαναπάς στην αλάνα" είπε. Πήγαμε στο γιατρό. Μού έκανε τρία ράμματα. Ακόμα φαίνεται το σημάδι από δαύτα. Χτες πάντως ήμουνα με τους καλούς. Από τότε που άρχισε ο πόλεμος είμαι με τους καλούς. Λένε πως έτσι πρέπει. Δεν ξέρω, μπορεί να έχουνε δίκιο. Ούτε ξέρω αν οι καλοί θα νικήσουν. Ένα μόνο ξέρω: Φοβάμαι. Βλέπω πόλεμο και φοβάμαι. Και τον βλέπω στο γυαλί. Σκέψου να ήμουνα εκεί… λέω στον εαυτό μου. Φαίνεται πως γέρασα. Ο πόλεμος θέλει νιάτα. Τότε στην αλάνα δε φοβήθηκα ποτέ. Τώρα στο γυαλί φοβάμαι. Κι αν έρθει ο πόλεμος κατά δω; Κατέβηκα στα παλιατζίδικα και ψώνισα ένα κράνος. Βρήκα και μια μάσκα. Από τις άλλες, αυτές για τον πόλεμο. Δουλεύει ακόμα… μού είπανε. Δεν τους πίστεψα. Για την ιστορία, ξαναπήγα στην αλάνα.  Κρυφά από τη μάνα μου.  Άνοιξα κι εγώ κεφάλια…



15/2           MY FUNNY VALENTINE

Τού άγιου Βαλεντίνου κοιμήθηκα μόνος. Είδα όνειρο πως πετούσα. Άνοιγα τα χέρια διάπλατα και πετούσα. Μια αγκαλιά το πέταγμά μου. Πήγαινα ψηλά.  Στιγμές φοβόμουνα πως θα γκρεμοτσακιστώ. Όταν φοβόμουνα χαμήλωνα και έπιανα κλαδί. Φοβόμουνα και έλπιζα. Ευτυχώς έλπιζα. Έλπιζα πως κάτι θα με κρατούσε στον αέρα. Κάτι θα μπορούσε να σταματήσει την ελεύθερη πτώση. Κάτι. Κάτι αορίστως. Δεν ήξερα τι θα μπορούσε να είναι αυτό. Ούτε να φανταστώ μπορούσα, όνειρο ήταν. Την είδα φάντη μπαστούνι μπροστά μου. Εκεί κάτω. Στη γη. Εγώ πετούσα. Εκείνη τα πόδια καρφωμένα στη γη. Ένα συννεφάκι μάς χώρισε και την έχασα.  Όταν σηκώθηκα πρώτη μου δουλειά να πάω να τής πάρω λουλούδια. Πήρα ένα μπουκέτο μαργαρίτες. Τα έβαλα στο βάζο και το βάζο μόστρα στο τραπέζι της κουζίνας. Να τα δει όταν θα  ΄ρθει. Τα έβαλα χωρίς νερό. Ήτανε τόσο ζωντανά που  δεν χρειάζονταν νερό. Ούτε κάρτα έβαλα. Ήθελα, μα δεν ήξερα τι να γράψω. Κι΄ ας το βασάνισα. Ό, τι έρχονταν στο μυαλό μου φαίνονταν κοινότοπο. Πέρασα το υπόλοιπο πρωινό χαζολογώντας. Είχα πει να δω ξανά εκείνες τις ξεχασμένες φωτογραφίες. Είχα πει μα μετά το ξέχασα. Το απόγεμα πήγα σινεμά. Σινεμά πηγαίνω απόγεμα τις καθημερινές. Τρεις κι ο κούκος ήμαστε στην αίθουσα. Παίρνω και νάτσος.  Με τυρί. Λιωμένο τυρί. Που κολλάει στα δάχτυλα. Μού αρέσει όπως κολλάει. Μπήκα στην αίθουσα με τα νάτσος στο χέρι όταν έπεφταν οι τίτλοι τού τέλους. Κάθισα τελευταία σειρά. Απλώθηκα ακουμπώντας διπλωμένα τα γόνατα στο μπροστινό κάθισμα. Η πρωταγωνίστρια τής έμοιαζε. Μετά το σινεμά πήγα να τσιμπήσω κάτι πρόχειρο. Στα όρθια. Συνήθως πηγαίνω στις "Ρωσίδες". "Τι κάνετε;… Καιρό έχουμε να σας δούμε… Μόνος;…"  μού λένε. Έφαγα το σουβλάκι μου και ανηφόρισα. Ανηφορίζοντας λοξοδρόμησα. Πέρασα έξω από την παλιά γκαρσονιέρα στη Μαυρομιχάλη που έχω αφήσει κάτι χρόνια. Είδα φως. Τα τζάμια θαμπωμένα από τα χνώτα. Το ραδιόφωνο έπαιζε my funny Valentine… 



6/2           ΣΚΑΛΩΜΑ

Είχα διπλώσει το ένα πόδι και κούναγα τα παπαριασμένα ακόμα δάχτυλά μου να στεγνώσουνε μια ώρα αρχύτερα. Μόλις κάποιο δάχτυλο πήγαινε να ξαποστάσει το κουτούπωνα με το ένα χέρι. Το κρατούσα σφιχτά και με το μπουρνούζι στέγνωνα καλά. Με το άλλο χέρι τότε χραπ! τού έπαιρνα το νύχι. Αυτά έκανα. Πρώτα έπαιρνα το μεγαλύτερο κομμάτι που εξείχε από τη σάρκα. Με μία κίνηση. Χάιδευα την άκρη τού νυχιού που είχε απομείνει για να δω αν είναι λεία. Μετά με διαδοχικές κινήσεις έπαιρνα τις γωνίες γλυκαίνοντάς τις. Αν υπήρχανε γωνίες. Ξαναχάιδευα. Αν σκάλωνε τις γλύκαινα ξανά. Τελευταία άφηνα τις παρωνυχίδες και τα πετσάκια. Όταν σήκωνα τα μάτια έριχνα κλεφτές ματιές στο γυαλί. Χιόνιζε. Σαν τελείωνα λογάριαζα να φτιάξω χιονάνθρωπο μα είχα δουλειά ακόμα…Είχα αισίως φτάσει στο τρίτο δάχτυλο. Αυτό το νύχι μού είχε γίνει έμμονη ιδέα. Σκάλωνε πολύ. Σκάλωνε προτού το ξεφορτωθώ. Και όχι μόνο στο χάιδεμα. Σα να είχε σκαλώσει στο μυαλό μου. Χτες το πασπάτευα διαρκώς. Τελικά πασπατεύοντάς το κατάφερα και το ξεφορτώθηκα. Το έσκισα σύριζα στη σάρκα δίχως νυχοκόπτη. Ο νυχοκόπτης ήταν ολοκαίνουργιος. Από το γειτονικό σουπερμάρκετ. Τον προηγούμενο από το φαρμακείο τον είχα χάσει. Δεν σκόπευα να πάρω νυχοκόπτη από το σουπερμάρκετ ούτε ήξερα πως στα σουπερμάρκετ πουλάνε νυχοκόπτες. Απλά έπεσε στο μάτι μου τυχαία. Ήτανε κινέζικος. Έκοβε καλά μόνο που δεν είχε λίμα. Στο σταντ υπήρχε κι άλλος μα αυτός μού γυάλισε από την αρχή. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν είχε λίμα γιατί μέσα στη συσκευασία δεν φαίνονταν καλά και ρώτησα τον υπάλληλο τού σουπερμάρκετ. Ο υπάλληλος ρώτησε μία συνάδελφό του και εκείνη είδα να ρωτάει κάποιον άλλο. Τής απάντησε κάτι για τον καιρό. Άκουσα να τής λέει "αύριο θα χιονίσει", μα για το νυχοκόπτη δεν άκουσα κάτι. Κατάλαβα πως κανείς σ΄ αυτό το σουπερμάρκετ δεν ήξερε αν ο νυχοκόπτης που μού γυάλισε είχε λίμα. Ο προηγούμενος, αυτός που έχασα, είχε. Τότε σκέφτηκα πως άλλο πράμα είναι ο νυχοκόπτης κι΄ άλλο η λίμα. Αυτό σκέφτηκα παρότι εύρισκα βολικό  να έχει ο νυχοκόπτης λίμα. Η λίμα είναι ιδιαίτερα βολική όταν το νύχι σκαλώνει. Τελικά το ρίσκαρα και αποφάσισα να τον πάρω. Στη γυναίκα μου πάντως φάνηκε τσίπικος. "Τόσους νυχοκόπτες έχουμε… Τί θα τους κάνουμε;" απόρησε. "Στο σουπερμάρκετ άκουσα πως θα ρίξει χιόνι με το τουλούμι…" εγώ τής απάντησα…Στο μεταξύ το  διπλωμένο πόδι είχε αρχίσει να πιάνεται. Είχα ξεμπερδέψει μόνο με τα τρία δάχτυλα μα είπα να συνεχίσω με το άλλο. Κατέβασα από το μπράτσο τής πολυθρόνας το πιασμένο και ανέβασα το ξεκούραστο. Αυτή τη φορά άρχισα από τα δύσκολα. Ήθελα να προλάβω. Να έχω τουλάχιστον καθαρίσει με τα δύσκολα προτού πιαστεί και αυτό το πόδι. Άρχισα από το μεγάλο δάχτυλο. Το νύχι στο μεγάλο δάχτυλο είχε μπει βαθιά μέσα στη σάρκα και με ενοχλούσε. Η σάρκα είχε γίνει κατακόκκινη. Έβαλα τη λάμα τού νυχοκόπτη όσο πιο βαθιά μπορούσα κάτω από το νύχι. Το νύχι παχύ και σκληρό είχε γίνει ένα με τη σάρκα, δύσκολο να κοπεί χωρίς να ματώσει. Ήθελε υπομονή και προσοχή. Επιπλέον σωστό υπολογισμό και αποφασιστική κίνηση να κοπεί μια κι΄ έξω δίχως να πάρει σάρκα. Και, το πιο σημαντικό, να κοπεί μήπως σταματούσε να σκαλώνει. Αναμφίβολα είχα φτάσει στο πιο ζόρικο νύχι. Τα άλλα φάνταζαν μπροστά του παιχνιδάκι, σα να με περιμένανε με ανοιχτή αγκαλιά!  Πήρα βαθιά ανάσα. Έριξα πάλι μια κλεφτή ματιά στο γυαλί. Μετά στο νύχι. Ξανά στο γυαλί. Σκούπισα από το πρόσωπό μου τον ιδρώτα με το μπουρνούζι. Κοίταξα το ρολόι. Είχα ώρα… Είχα σφιχτά το δάχτυλο και ζύγιζα την αποφασιστική κίνηση όταν άκουσα τον χαρακτηριστικό ήχο στο κινητό μου. Παράτησα το δάχτυλο αμανάτι. Θα μπορούσα να μη δώσω σημασία και χραπ! να το πάρω. Ήμουνα έτοιμος. Πανέτοιμος, αλήθεια λέω.  Μα προτίμησα αυτό το σκάλωμα να κρατήσει λίγο ακόμα. Στο κινητό είχε έρθει ειδοποίηση για τον καιρό. Ώρα δέκα -ήτανε παρά πέντε- έδειχνε λιακάδα. Μετά δεν έδειχνε τίποτα -ποσώς μ΄  ένοιαξε. Το μόνο που σκέφτηκα ήταν "ευκαιρία να πεταχτώ ως το σουπερμάρκετ". Θα δοκίμαζα τον άλλο νυχοκόπτη -αν τον εύρισκα. Το είχα αποφασίσει. Κάτι μού έλεγε πως ο άλλος θα είχε λίμα, πλέον ήμουνα σχεδόν βέβαιος. Κατέβασα το διπλωμένο πόδι από τη πολυθρόνα. "Πάμε μια βόλτα στο σουπερμάρκετ;" τής πρότεινα. Το μάτι μου έπεσε στα κομμένα νύχια στο πάτωμα. Νύχια και πετσάκια απομεινάρια μιας δουλειάς που θα έμενε στη μέση. Έσκυψα και τα μάζεψα ένα προς ένα με επιμέλεια. Τα ψιλοκομμένα που ήταν αδύνατο να πιαστούν  τα μάζεψα με μια βρεγμένη χαρτοπετσέτα. Κοίταξα και κάτω από την πολυθρόνα. Κάποια είχανε πάει να κάνουνε παρέα στη μπαμπακούρα κάτω από τη πολυθρόνα. Τα μάζεψα κι΄ αυτά. Έριξα τα κομμένα στα σκουπίδια και τράβηξα γραμμή να ντυθώ…     



21/1           ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ

Τί βλέπουμε όταν κοιτάμε τον ουρανό; Τι βλέπουμε;... Εξαρτάται…  Εγώ, για παράδειγμα, όταν κοιτάζω τον ουρανό δεν βλέπω παρά μαύρο γιατί με πεθαίνει το αυχενικό μου. Δεσμώτης τού ίλιγγου κατεβάζω ασυναίσθητα το κεφάλι μου και κλείνω τα μάτια. Ο δικός μου ουρανός μόνιμα στριφογυρίζει τρελά μέσα στα σκοτάδια. Κάποτε βέβαια αυτό το μαρτύριο τελειώνει κι΄ έρχομαι στα συγκαλά μου…  Υπάρχουν και κάποιοι που όταν κοιτάνε τον ουρανό βλέπουν τη γη και κάνουν ταινία! Ένας από αυτούς είναι ο Αλεξάντερ Κομπερίτζε. Δεν τον ήξερα τον κύριο. Τώρα που τον έμαθα θέλω να τον γνωρίσω,  κι΄ αυτό για να μού πει πώς τα καταφέρνει. Θα είναι, σκέφτομαι, μια κάποια λύση με το αυχενικό μου. Μα μετά περνάνε δεύτερες σκέψεις από το μυαλό. Πού να τρέχω τώρα στη Γεωργία…  άγρια μέρη…  Γιατί περί  Γεωργιανού πρόκειται.  Χάθηκε ένας βολικός Αμερικάνος;  Πάντως τού μπαγάσα τού Κομπερίτζε η ταινία άλλο πράμα. Την καταφχαριστήθηκα!  Σαν πέσανε οι τίτλοι του τέλους και γύρισα σπίτι κοιμήθηκα σαν αγγελούδι. Είδα και όνειρα γλυκά. Είδα τον Γκιόργκι που είναι τρελός και παλαβός με τη Λίζα και τη Λίζα που είναι τρελή και παλαβή με τον Γκιόργκι, αλλά μια κατάρα ή κάτι σα γρουσουζιά τούς κρατάει μακριά. Ο Γκιόργκι  εν τω μεταξύ έχει γίνει κάποιος άλλος Γκιόργκι και τη Λίζα κάποια άλλη Λίζα. Ποθούνε και οι δυο να σμίξουν μα πώς να σμίξουν; Αφού δεν μπορεί να αναγνωρίσει ο ένας τον άλλο, ούτε να κάνουνε μπορούνε κάτι γι΄ αυτό. Έτσι τραβάνε μονάχοι ο καθένας τη ζωή του.  " Άραγε θα βρεθούμε ποτέ ξανά μαζί;"  αναρωτιέται κάποια στιγμή ο  Γκιόργκι. "Μάλλον ποτέ…" απαντάει η Λίζα.   Λαβ στόρυ, δακρύβρεχτο, το όνειρό μου. Μα δεν κάθομαι να κλαίω παρά τσουπ! σηκώνομαι και μπαίνω σφήνα στο όνειρο. " Από πού ξεφύτρωσε τούτος;"  με βλέπουν και σκέφτονται. Στην αρχή  δείχνουν επιφυλακτικοί. Σιγά σιγά όμως αρχίζει να συνηθίζει ο ένας τον άλλο. Τη φάτσα του, τα χνώτα του, τα χούγια του, τη μοναξιά του…  Ο κοιμισμένος έρωτας αρχίζει πάλι να ξυπνάει, γρήγορα φουντώνει και στήνει φωλιά. Κι΄ ενώ κοντεύει το χάπι εντ  -γαμώτο!-  ξυπνάω  κι΄ εγώ.  "Τελικά τί βλέπουμε όταν κοιτάμε τον ουρανό;…"  Κάνει κρύο και κουρνιάζουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.  "…Σού άρεσε η ταινία;" την ρωτάει. " Εσένα;"   "Εμένα πολύ…"   "Κι΄ εμένα. Είχα χρόνια να νοιώσω έτσι…  Όπως τότε, την πρώτη φορά…"  



12/1           ΟΤΑΝ ΔΕ ΣΕ ΒΛΕΠΩ ΣΕ ΘΥΜΑΜΑΙ

Τι ωραία που ΄μαστε μαζί!  Σού στέλνω πανσέδες στο σπίτι. Σού γράφω ραβασάκια. Σε στολίζω φιλιά. Ξημεροβραδιάζομαι έξω απ΄ το σπίτι σου. Φοβάμαι που θα σε χάσω... Η κηδεία σου δεν έχει οριστεί ακόμα. Μού έδωσαν ένα λινκ να την παρακολουθήσω  στο ίντερνετ. "Θερίζει ο κορωνοϊός!…" μού είπαν "…Και οι πεθαμένοι την πατάνε…"  Αύριο το πρωί θα φορέσω τη μάσκα και θα πάμε παρέα στο σουπερμάρκετ.  Θα σού αγοράσω πλερέζα και μαύρο καλτσόν με ζαρτιέρες για τη περίσταση. Το απογευματάκι λέω να περπατήσουμε λίγο στη παραλία. Μπορεί να πιαστούμε αγκαζέ και να μιλήσουμε για ποίηση. Ή για σινεμά όπως παλιά. Αλλά μάλλον θα προτιμήσεις τη μοναξιά τής θαλασσινής αύρας από τη δικιά μου. Τη σιωπή σου θα σπάσει ο πλανόδιος φωτογράφος από το πουθενά. Θα μάς στήσει με το έτσι θέλω με φόντο το ηλιοβασίλεμα για ένα τρυφερό ενσταντανέ. Θα κοιτάμε και οι δυο στο φακό σα χαζοί. Κανένα πουλάκι δε θα φτερουγίσει. Πλάι μας μια ντουζίνα γλάροι θα κάνουν σαματά. Ένα μικροσκοπικό φτερό θα μπει στο μάτι σου. Θα γίνει κατακόκκινο. Θα το κλείσεις για να το χαϊδέψω απαλά με τη γλώσσα μου. "Πέρασε…" θα σού πω.  Γρήγορα θα το ξεχάσεις. Στο γνωστό ταβερνάκι όπου συνήθως καταλήγαμε τούτη τη φορά θα παραγγείλουμε ψαρόσουπα. "Με ξέχασες;…" θα σε ρωτήσω τάχατες αδιάφορα. Εσύ, πεθαμένη γυναίκα, δε θα βγάλεις μιλιά. "…Απλώς ρωτάω… Να βεβαιωθώ ήθελα."  Θα περάσει η ώρα κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Μέχρι να καταφτάσει η ψαρόσουπα. Θα πέσουμε κι΄ οι δυο με τα μούτρα. Καυτή, λαχταριστή ψαρόσουπα να μάς καίει τα σωθικά!  Δεν είναι τέλεια; Ποια μοίρα μοχθηρή βάλθηκε να μάς το χαλάσει;  Θα τηλεφωνήσω ξανά στο γραφείο.  "Πόσο ακόμα θα περιμένω; Ποιος καθυστερεί;…" Να δω τι θα μού απαντήσουν. Τι δικαιολογία τούτη τη φορά θα σκαρφιστούν.  "…Να πάνε στα κομμάτια ο κορωνοϊός  και το κωλοίντερνετ! Εγώ την θέλω σάρκινη!…  ΣΑΡ-ΚΙ-ΝΗ το καταλάβατε;…"  έτσι θα τους πω. Όταν δε σε βλέπω σε θυμάμαι. Όταν σε θυμάμαι είναι σαν αυτή η κηδεία να μη γίνει ποτέ! Πήρες αλήθεια τους πανσέδες μου; Τους έστειλα επίτηδες μαραμένους μη χάνουν χρόνο…



3/1           ΟΚΤΩ ΚΟΜΜΑΤΙΑ

Πρώτη νύχτα τού χρόνου. Γλαρωμένος στον καναπέ. Έχω φάει του σκασμού. Στο γυαλί βεγγαλικά. Και ευχές αβέρτα. Το τελευταίο ζευγαράκι δεν πρόλαβε το νταβαντούρι. Σκοτώθηκε αγκαλιασμένο στη Κατεχάκη. Κάνω ζάπινγκ. Στο Παρίσι. Καταχείμωνο σκάει ο τζίτζικας στο Παρίσι. Κι΄ εκεί το ΄χουνε ρίξει στα βεγγαλικά. Τα Παριζιάνικα μού φαίνονται πιο ωραία απ΄ τα δικά μας. Στην Αθήνα η χορωδία του Δήμου τραγουδάει  "Πάει ο παλιός ο χρόνος…"  Λέω να σιγοντάρω το σκοπό μα δεν μπορώ. Το σαγόνι μου κοντεύει να ξεκολλήσει από το χασμουρητό. "Αγάπη μου να κόψεις την πίττα…" ακούω. Διάολε το είχα ξεχάσει!  Πετάω ένα "ναι".  Από αυτά τα "ναι" που θα προτιμούσανε να ήταν "όχι". Δεν μπορώ να αρνηθώ. Κάθε χρόνο εγώ κόβω την πίττα. Έχω γίνει πια ειδικός. Εξάλλου ήδη τρέχουν τα σάλια μου. Αυτή η συνταγή δεν παίζεται. Η καλύτερη πίττα έβερ! Από το χεράκι της. Πατάω το οφ στο τηλεκοντρόλ και ανασκουμπώνομαι. Παίρνω το μαχαίρι.  "Είμαι πανέτοιμος!"  λέω. Πριν ξεκινήσω έρχεται και μού δένει τα μάτια. Με μια μαύρη μάσκα. Απ΄ αυτές για τον κορωνοϊό. " Να μη βλέπεις μήπως κάνεις καμιά μπαγαποντιά σαν αυτές που συνηθίζεις…"  λέει. Να είναι, θέλει, όλα τύχη. Μόνο τύχη. Σάμπως γίνεται διαφορετικά;  Δίχως άλλο συμφωνώ. Θα κόψω την πίττα σε οχτώ ίδια κομμάτια. Πάντα σε ζυγό αριθμό. Βολεύει. Δύο δεν έχει γούστο. Τέσσερα μού φαίνεται τσιφούτικο χρονιάρα μέρα. Έξι, κομμάτι δύσκολο να τα χωρίσεις. Οκτώ είναι     ό, τι πρέπει. Και τα οκτώ βγαίνουν αλφαδιασμένα. Έτσι κανένας δε νοιώθει ριγμένος. Τέσσερα για εκείνη. Και άλλα τόσα για μένα. Κομμένα εναλλάξ.  " Ένα δικό σου. Ένα δικό μου…"  Να μοιραστούν οι πιθανότητες. Να πάρει το φλουρί ο πιο τυχερός από τους δύο. Γιατί το θέλουμε το ίδιο και οι δύο. Το θέλουμε πολύ. Ο καθένας δικό του. Καθένας για πάρτη του. Ακουμπάω το μαχαίρι στην πίττα και ως εδώ. Παρατάω το μαχαίρι στο τραπέζι. Ψηλαφώ την πίττα με τα ακροδάχτυλα. Λες και δεν έχω ξαναγγίξει πίττα στη ζωή μου. Ή λες και δεν πρόκειται να την κόψω μα θέλω να τη χαϊδέψω. "Αυτό το μαχαίρι δεν κόβει ούτε νερό…" λέω. "Σταύρωσέ την πρώτα"  λέει.  "Δε θυμάμαι…" τής λέω.  Νοιώθω να βάζει το μαχαίρι στο χέρι μου. Το χέρι μου, καταλαβαίνει, τρέμει. Έχει ιδρώσει κι΄ είναι παγωμένο. Το χουφτώνει με το δικό της. Το κρατάει σταθερό. "Έλα, πάμε μαζί" μού λέει. "Πρέπει να τα καταφέρω…" λέω από μέσα μου. Αρχίζω να κόβω. Εκείνη οδηγεί το χέρι μου, εγώ κόβω. Πανεύκολο! σκέφτομαι. Δεν το περίμενα. Δεν περίμενα πως είναι τόσο εύκολο να κόψεις την πίττα με δεμένα μάτια. "Φλουράκι μου…" την αποκαλώ φλουράκι μου.  "…Φλουράκι μου γλυκό, αυτό το φλουρί που θα πέσει σε μένα -μη μού στεναχωρηθείς- θα στο αφιερώσω" τής λέω. Προσπαθώ να φανταστώ την γκριμάτσά της. "Εντάξει… Πρόσεξε τώρα μη κόψεις κάνα δάχτυλο…" την ακούω να λέει.  "Αυτός ο φούρνος λοιπόν κάνει την καλύτερη βασιλόπιτα!"  το βιολί μου εγώ. Λέω και κόβω.  " Ίσιωσέ το λίγο… Σα να το πάς στραβά…"  λέει.  Ισιώνω. Με τη βοήθειά της. Συνεχίζει να κρατάει το χέρι μου. Τι θα έκανα χωρίς εκείνη; αναλογίζομαι. Χωρίς εκείνη σίγουρα δεν θα τα κατάφερνα. Άσε που θα ΄βγαιναν τα κομμάτια θεόστραβα και η τύχη θα πήγαινε περίπατο…  "Πάω καλά; Τα καταφέρνω;"  Ρωτάω με τη βεβαιότητα πως έχω το "ναι" στο τσεπάκι μου. Συνεχίζω να κόβω. Λες και έχω βάλει τον αυτόματο. Κάνω την πίττα κομμάτια. Εκείνη δε μιλάει. Νοιώθω όμως την ανάσα της. Φαντάζομαι με βλέπει. Αυτό και μόνο αυτό μού φτάνει. Συνεχίζω απτόητος. Το χέρι μου πλέον πηγαίνει μόνο του. Μόνο του με το δικό της. Δουλεύουνε πιασμένα μαζί. Σαν καλολαδωμένη μηχανή. Πρέπει να τελείωνα. Ίσως να είχα τελειώσει και να δίσταζε να μού το πει. Γιατί πλέον δεν μετρούσα τα κομμάτια. Μόνο έκοβα. Έκοβα με σιγουριά. Έκοβα βαθειά. Η πίττα να ματώνει…