Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2023

2023 ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ


11/12           ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΓΑΤΕΣ


Γάτα ή ψιψίνα, είδος ενδημικό και πανδημικό της καρδιάς, προ γενέσεως κόσμου και εσαεί. Αρέσκεται στο χουζούρι και τα χάδια. Τής συγκεκριμένης το επιστημονικό όνομα είναι  Γαλή η Οιχαλίεσα. Φόβος και τρόμος των φιδιών που αφθονούσαν κάποτε στη περιοχή, εξ ου και το όνομα τού χωρίου "Φιδάκια", μα τώρα δεν έχει ούτε ένα για δείγμα. Κάποιοι βέβαια  λένε πως  τα φιδάκια καταχείμωνο πέφτουν σε (χειμερία) νάρκη και  επιφυλάσσονται για το Καλοκαίρι που προμηνύεται θερμό… 


Αυτή η γάτα είναι θεόκουφη! Από μία τέτοια πήρε το όνομά του το Κουφονήσι. Όλες οι γάτες στο Κουφονήσι είναι θεόκουφες σαν αυτή. Κι όλες κούκλες. Η μία πιο κούκλα από την άλλη. Το ξέρουν. Ποζάρουν σα ντίβες, ατάραχες και κοιτούν τον φακό κατάματα. Αν και κουφές -από ένστικτο μάλλον- περιμένουν να ακουστεί ο χαρακτηριστικός ήχος που κάνει το κλείστρο όταν βγαίνει η φωτογραφία. Ύστερα απομακρύνονται αργά και με χάρη. Κοντοστέκονται λίγο πιο πέρα, εκεί όπου ο επόμενος φωτογράφος τίς περιμένει.


Τράβηξα φωτογραφία αυτή τη ψιψίνα που παρατηρώ ώρα τώρα να τεντώνεται, γιατί συνέχεια τεντώνεται σα να είναι πιασμένη και θέλει να ξεπιαστεί ή μπορεί κάτι άλλο. Βέβαια οι γάτες συνηθίζουν να τεντώνονται. Ίσως περισσότερο από τους ανθρώπους. Η συγκεκριμένη πάντως τεντώνεται και τραβάει το βλέμμα (που έτσι κι αλλιώς τραβάει γιατί είναι κούκλα) αδιαφορώντας ποιανού βλέμμα είναι αυτό. Βλέπετε οι γάτες έχουνε λύσει αυτά τα θέματα (για τα ανθρώπινα μιλάω) προ πολλού.


Σσσσ… κοιμάται… κοιμάται γλυκά. Το περασμένο βράδυ έμεινε ξάγρυπνη. Μού είπε πως το κρεβάτι δεν την κράταγε. Ότι είχε πάρει τους δρόμους. Ότι τη βρήκε το πρωί σ΄ ένα παγκάκι καπνίζοντας. Είναι Γιαννιώτισσα. Τη γνώρισα σ΄ ένα μπαρ μέσα στο κάστρο όπου είχα πάει για ένα ποτό. "…Μόνος?" με ρώτησε. "Δε ψάχνω για παρέα"  έκοψα την κουβέντα με το μαχαίρι. Μετά μετάνιωσα. Την αναζήτησα ανάμεσα στους θαμώνες. Την βρήκα αγκαλιά με τον καναπέ.


Οι σκύλοι στα Γιάννενα δεν είναι γάτες. Ούτε βέβαια έχουν το νεύρο και τη χάρη τους. Είναι πάντα ξάπλα σα να μην έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν. Σα να μην έχουν έγνοιες και προβλήματα. Ή σα να τα έχουνε λύσει όλα, ακόμα να αδιαφορούν γι' αυτά. Οι σκύλοι στα Γιάννενα δε νοιάζονται για τίποτα! Δίνουν την εντύπωση πως υπάρχουν κατά τύχη - τολμώ να πω- ζουν από τύχη… Σήμερα είδα τον Γιαννιώτη τής φωτογραφίας να πηγαίνει αγκαζέ με μια γάτα και παραξενεύτηκα. Παραξενεύτηκα γιατί αυτός όπως και οι συμπατριώτες του δεν έχουν τίποτα κοινό με τους άλλους σκύλους. Τίποτα  ανθρώπινο. Είναι σα να λένε με τη σκυλίσια ντοπιολαλιά τους "πέρα βρέχει…" Αφού να σκεφτείτε ακόμα κι όταν ρίχνει καρεκλοπόδαρα (και ρίχνει συχνά εδώ στα Ιωάννινα) δεν σκιάζονται από τα μπουμπουνητά παρά σηκώνονται ράθυμα και μετακινούνται λίγα βήματα πιο πέρα. Κι αν σκεπαστά δεν τυχαίνουν κοντά τους, παραμένουν ξάπλα, αμετακίνητοι στη θέση τους και ακούν τη βροχή.


Αυτή με το κόκκινο είναι βέρα Αθηναία. Το κόκκινο αγαπάει τις γάτες. " Μού πάει?"  με ρώτησε. "Σού αρέσω? "με ρώτησε. "Μ΄ αγαπάς? " με ρώτησε. Σήκωσα το κινητό και την έβγαλα φωτογραφία.



Η γλυκούλα ρούσα τής φωτογραφίας κόβει βόλτες στα Πικουλιάνικα σα να μη ξέρει πού να πάει. Την παίρνω από το χέρι και τής δείχνω το βουνό. "Θέλεις ν΄ ανέβουμε στη κορφή? " τής λέω. "Είμαι κουρασμένη…" κάνει. Την αφήνω και βάζω τα πόδια μου στον ώμο. Στη κορφή μόνο χαλάσματα. Κοιτάζω στο βάθος και τη διακρίνω. Με περιμένει. Την άφησα μόνη… σκέφτομαι. Πηγαίνω στο χείλος του γκρεμνού. Στέκομαι όρθιος με τα χέρια διάπλατα. Θέλω να πετάξω για να φτάσω κοντά της μια ώρα αρχύτερα. Με παρατηρεί ατάραχη. Μού κουνάει την ουρά της.


Αυτή η ψιψίνα απολαμβάνει αμέριμνη την πρωινή λιακάδα στη βεράντα. Όλο το βράδυ είχαν ανοίξει οι ουρανοί. Προηγουμένως θέλησε να ανέβει στα γόνατά μου και τής είπα όχι. Και στην άδεια πολυθρόνα τής είπα όχι. Προσπάθησε να μπει μέσα στο δωμάτιο και τής είπα πάλι όχι. Όταν επέμεινε τής φώναξα ξουτ! Τελικά ξάπλωσε να μαζέψει ήλιο. Σα να έχει ξεχάσει όσα προηγήθηκαν…


Κι΄ άλλη μία ρούσα. Περιμένει. Με κοιτάζει πίσω από το τζάμι. Το τζάμι γίνεται καθρέφτης. Μέσα του τα φώτα τής πόλης που ξυπνάει. "Αποφάσισες και γύρισες? " με ρωτάει.





Αυτή η ψιψίνα, βέρα Βαρκιζιώτισα, δεν τής φαίνεται μα είναι στεναχωρημένη. Την ρώτησα γιατί αλλά δε μού απάντησε. Την ρώτησα αν μπορώ να κάνω κάτι γι αυτό και με κοίταξε με νόημα. Την ρώτησα αν τη στεναχώρησα εγώ και εξακολούθησε να παραμένει σιωπηλή.   "Στεναχωρημένη είσαι πολύ όμορφη..." τής είπα.  Έκανε πως δε με άκουσε. "…Να σε βγάλω μια φωτογραφία?" Πόζαρε. Οι γάτες όταν είναι στεναχωρημένες είναι πιο γλυκές. Πόσο τίς αγαπάω!


Δεν είναι κούκλα? Είναι κι΄ αυτή βέρα Βαρκιζιώτισα. Σήμερα όλη μέρα είναι μόνη. Κόβει συνέχεια βόλτες μπροστά στο σπίτι μου. Νιαουρίζει ακατάπαυστα. Ξύνει με τα νύχια της το χαλάκι τής εξώπορτας. Άλλοτε την ίδια την εξώπορτα. Τής ανοίγω. Τη βλέπω να κάθεται στο χαλάκι. Με κόβει. Νομίζω πως ζητάει χάδια και κάνω να τη χαϊδέψω. Αγριεύει και τραβιέται. Σηκώνεται, αφήνει το χαλάκι και εξαφανίζεται. Μετά από λίγο να τη πάλι. Φαίνεται πιο ήμερη μα τα φαινόμενα απατούν. "Να σού κάνω παρέα?" τη ρωτάω. Με χυμάει, ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί. Τραβιέμαι. Κάνω ένα βήμα πίσω. Στρογγυλοκάθεται πάλι στο χαλάκι. Παίρνω το κινητό μου, νετάρω και τη βγάζω φωτογραφία. "Σβήσε τη! Τώρα! Αμέσως! Δεν μού αρέσουν οι φωτογραφίες" μού λέει.





5/12           ΤΙ ΑΛΛΟ ΝΑ ΕΚΑΝΑ ΔΗΛΑΔΗ ?

Νανούρισμα πήγαινε η ζωή μου. Όλα αδιαπραγμάτευτα. Και όλα τ΄ άλλα περιττά. Ήτανε φορές που περνούσε από το μυαλό μου να παραλείψω ή να προσθέσω κάτι μα δίσταζα. Μέσα μου κάτι μάγκωνε. Ό,τι κι΄ αν παρέλειπα (αφήστε που δεν μού πήγαινε η καρδιά να το κάνω) ήξερα πως θα μού έλειπε. Κι΄ αν πρόσθετα θα έπαιρνε καιρός να συνηθίσω. Έπειτα ήταν όλα τόσο ταιριαστά! Ποιο θα ήθελε να αποχωριστεί ποιο; Ειλικρινά δεν μπορούσα να διανοηθώ. Ζόρικος ο αποχωρισμός. Μήπως δε θα ΄τανε  τίποτ΄ άλλο παρά ένα καπρίτσιο? Ένα καπρίτσιο με ημερομηνία λήξης?  Άξιζε? Κι΄ οι άλλοι? Στο κόσμο τών τυφλών πώς ν΄ αντέξεις το βλέμμα τους? Ποιος το μπορεί? Αυτά σκεφτόμουνα και έκανα πίσω. Κατέληγα πάντα στο ίδιο συμπέρασμα… Σκέψεις και συμπεράσματα ανώφελα. Μόνο βάσανο είναι. Όσο για τα έργα -αχ αυτά τα έργα…- φτηνές δικαιολογίες. Τα λόγια κάνουν τη διαφορά. Τα λόγια είναι που κάνουν τα πράματα να συμβούν. Με τον καιρό κάτι μέσα μου άρχισε ν΄ αλλάζει. Κι΄ εγώ σάμπως δε με αφορούσε παρέμεινα παρατηρητής. Ιδανικός παρατηρητής. Τελικά απόμεινε η μοναξιά μου κάποιος άλλος. Τώρα όλα είναι διαφορετικά. Διαφορετικά απαράλαχτα. Άργησα μα το κατάλαβα μόνο έτσι μπορώ. Για τον "άλλο" που σάς είπα δεν ξέρω. Αγνοείται η τύχη του. Σα να έχει δραπετεύσει ανεπιστρεπτί από το κοινό σώμα για κάπου αλλού. Δε λέω, μού λείπει. Τα ήσυχα βράδια πριν κοιμηθώ κλείνω τα μάτια ξαπλωμένος στο κρεβάτι και προσπαθώ να τον φανταστώ. Τον φαντάζομαι σκανταλιάρικο μικρό παιδάκι να γελάει και λάμπει από χαρά. Με τραβάει από το μανίκι: "Έλα! Έλα να παίξουμε μαζί."  Κι΄ εγώ να θέλω, να πεταρίζει η καρδιά μου μα…  "Φοβάμαι…" τού λέω. Κι΄ εκείνο επιμένει. Να στυλώνω τα πόδια μου εγώ "…Έκανα ό,τι μπορούσα" να επαναλαμβάνω στερεότυπα. Τί άλλο να έκανα δηλαδή? Σάς το είπα όλα αδιαπραγμάτευτα. Σε μια σειρά τακτοποιημένα στην εντέλεια. Ξύπνημα, μια στο ξυπνητήρι να μη βαράει στο βρόντο, τέντωμα, γραμμή στο μπάνιο για κατούρημα, ένας καφές στα γρήγορα, ντύσιμο (είχα φροντίσει από βραδύς τι θα φορέσω), συναγερμός στο κόκκινο, τελευταίο τσεκάρισμα την εξώπορτα και δρόμο για το γραφείο (η ώρα με το ένα και τ΄ άλλο περνούσε δίχως να το καταλάβω), σπίτι ξανά, μεσημεριανό (είχα φροντίσει το μενού από την προηγούμενη) και καπάκι σιέστα, το απόγεμα εξάπαντος γυμναστική, τίποτα ψιλοδουλειές ή βόλτα (συνήθως με κάποιο φίλο) και πάλι σπίτι (στο σπίτι γενικά την έβρισκα –σπιτόγατος γαρ), ήδη με έχει προλάβει η νύχτα, κάτι τι ελαφρύ να μη παραπονιέται το στομάχι, λίγο χάζι στη τιβί ή καμιά ταινία (κατά προτίμηση ταινία δράσης ή ρομάντζο με μέτρο –με τις άλλες έπληττα), ήδη το σαγόνι είχε ξεκολλήσει από το χασμουρητό και τα μάτια γίνει κουμπότρυπες από τη νύστα, όνειρα γλυκά.





14/9           SEPTEMBER SONG #2












Όταν κατακαλόκαιρο χτυπάει σαραντάρια

η πυρωμένη άσφαλτος ξεσυνερίζεται την καρδιά

και η σάρκα που κοχλάζει ιδρώτα σαν ξεχαρβαλωμένη βρύση σπαρταράει

και δε λέει να σταματήσει παρά ζητάει κι΄ άλλο κι΄ άλλο…

τότε είναι που οι άνθρωποι τρελαίνονται

γίνονται κανίβαλοι

πρώτα τρώνε τις σάρκες τους

κι΄ ύστερα αρχίζουν να τρώνε ο ένας τον άλλο

τότε η λάβρα αγκαλιά με την αποφορά τού σκοτωμένου αίματος

φτιάχνουν χαρμάνι ασφυκτικό

και  -τί αστείο- κάποιοι

αρνούνται να ενδώσουν σ΄ αυτόν το χαμό

εκλιπαρούν επειγόντως μία ανάσα

μα δεν τα καταφέρνουν (όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο)

και προτιμούν τη σιγουριά τού φευγιού

είναι το φευγιό ισχυρίζονται μία λύση

μα κι΄ αν ακόμα είναι έτσι

κανιβαλισμένοι ή φευγάτοι παρέα στο ίδιο τσουβάλι

αφού όλα μα όλα

και οι μισοτελειωμένες σάρκες

και ο σπαραγμός

και τα δάκρυα

και τα αίματα και τα ίχνη στο πάτωμα

παραμένουν εκεί

σάμπως βαλτά για να τούς θυμίζουν ό,τι επείγονται να ξεχάσουν

(τώρα έχουν ανάγκη λένε να ξεχάσουν)

το εγχείρημα τής λησμονιάς γαρ

αποδεικνύεται εξίσου επικίνδυνο με το θανατηφόρο

και βουλιάζουν σ΄ ένα σπιράλ

το ίδιο σπιράλ θανάτου

δίχως αρχή και δίχως τέλος

γι΄ αυτό όταν κάποτε πάλι δροσίσει

όλα αλλάζουν

για να γίνουν ίδια με πριν

τότε είναι που τούς βλέπεις έναν έναν να σκάνε μύτη

όπως τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή 

στον τόπο του εγκλήματος

στα ίδια πάλι λημέρια του χαμού

τα οικεία και δοκιμασμένα λημέρια (τώρα ανακάλυψαν πως τ΄ αγαπάνε)

και σκάνε μύτη ατσαλάκωτοι

μπανιαρισμένοι φρεσκοξυρισμένοι παρφουμαρισμένοι χαμογελαστοί…

σα να μην έχει γίνει τίποτα μα τίποτα απολύτως

και δε σταματούν να διακηρύττουν σε κάθε ευκαιρία

πως όλος αυτός ο χαμός

δεν ήτανε παρά περίτρανη απόδειξη τής κλιματικής αλλαγής

και στη χειρότερη ένα κακό όνειρο

τίποτα παραπάνω.

 





22/8           ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ


Αυτοί οι κολυμβητές μού δίνουνε στα νεύρα! Τους βλέπεις με σκούφο, γυαλιά και το κεφάλι μέσα να πηγαίνουν ακάθεκτοι με σταθερές, ρυθμικές επαναλαμβανόμενες κινήσεις (κάθε λίγο και λιγάκι βγάζουν το κεφάλι τους από το νερό για να μη σκάσουν) σάμπως αδιαφιλονίκητοι άρχοντες του υγρού στοιχείου, αδιαφορώντας για το τι γίνεται τριγύρω τους. Και σα να μη φτάνει αυτό απαιτούν -καίτοι ουδέποτε θα το πουν καθαρά- να παραμερίσουν από τη ρότα τους τυχόν αδαείς που έτυχε να βρεθούν στο νερό την λάθος στιγμή και πασχίζουν να κρατηθούν στην επιφάνεια, γιατί, αν δεν το κάνουν, με τέτοια φόρα που έχουν πάρει θα τους εμβολίσουν!   Ή -αν είναι τυχεροί- θα τούς προσπεράσουν πλαγιοδρομώντας και βγαίνοντας στιγμιαία από τη ρότα τους για να επανέλθουν αμέσως μετά, απαξιώντας να τούς δώσουν την παραμικρή σημασία σα να μην υπάρχουν, σαν να ναι η ρότα μία και μοναδική υπεράνω όλων και σίγουρα αδιαπραγμάτευτη. Και τους βλέπεις να πηγαίνουν ακούραστοι, με τις ίδιες πανομοιότυπες μηχανικές κινήσεις και ακρίβεια μετρονόμου προς μία πάντα κατεύθυνση σα να μην υπάρχει άλλη, πάντα την ίδια και πάντα μπροστά, με το πίσω να είναι για κάποιο άγνωστο λόγο -σε μένα τον αδαή περί τα κολυμβητικά- αυστηρά απαγορευμένο. Πού πηγαίνουν στ΄ αλήθεια αυτοί οι χριστιανοί ουδείς γνωρίζει, ούτε οι ίδιοι υποθέτω, το μόνο βέβαιο είναι πως πηγαίνουν μέχρι να σταματήσουν ή να τους σταματήσει κάτι, ό, τι κι΄ αν είναι αυτό, κάτι που θα βρεθεί εμπόδιο στη ρότα τους και δεν γίνεται να το παρακάμψουν. Τότε μόνο συνειδητοποιούν ότι δεν τα κατάφεραν, δεν κατάφεραν να συνεχίσουν την ανώφελη ρότα και το παίρνουν απόφαση να κάνουν τη μόνη κίνηση που τους απέμεινε κι΄ αυτή δεν είναι άλλη από το να βγουν επιτέλους από το νερό. Τότε μόνο βγαίνουν κι΄ οι αδαείς -πού λέγαμε- χαίρονται ότι θα καταφέρουν να κρατηθούν στην επιφάνεια απερίσπαστοι από το φόβο εμβολισμού, βγαίνουν και  χαμογελούν με νόημα γιατί ξέρουν πως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί (στη καλύτερη να τους ξεβράσει το κύμα ημιθανείς) ενώ βγάζουν σκούφο και γυαλιά, φοράνε τις ειδικές για κολυμβητές αντιολισθητικές παντόφλες που τούς περιμένουν εκεί όπου τις είχαν αφήσει πριν μπουν στο νερό, μετά το μπουρνούζι τους, αγορεύουν για τα καλά τής κολύμβησης και με σταθερά πάντα, σχεδόν αγέρωχα βήματα αποχωρούν με το κεφάλι ψηλά αποφεύγοντας να συγχρωτιστούν με τη πλέμπα, αποχωρούν πρωταγωνιστές από μια παράσταση που απέτυχε παταγωδώς μα μόνο οι ίδιοι το γνωρίζουν, αποχωρούν υποσχόμενοι στον εαυτό τους ότι θα επανέλθουν δριμύτεροι…  Και τότε είναι που εμένα τα νεύρα χτυπάνε κόκκινο, πιο κόκκινο δε γίνεται, μα με το πέρασμα τής ώρας σταδιακά ηρεμώ και αρχίζω να νιώθω καλύτερα και -τί μυστήριο αλήθεια- ένα κύμα συμπάθειας δίνει τη σκυτάλη στο θυμό μου, συμπάθεια ανάμικτη με ζήλεια και μία ανεπαίσθητη δόση μελαγχολίας, ίσως γιατί -σκέφτομαι πως- κατά βάθος κι΄ εγώ θα ήθελα να είμαι ένας απ΄ αυτούς…

 

 


12/8           ΚΑΤΑΚΑΛΟΚΑΙΡΟ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΜΠΟΥΡΙΝΙΑ;

Το λαβράκι συνηθίζει στο νερό. Ζωντανό. Ολόκληρο. Το δικό μου ήτανε ανοιγμένο στη μέση. Ψημένο. Στη πιατέλα. "Ευχαριστώ Λεωνίδα" είπα στο σερβιτόρο. Τόσες μέρες Λεωνίδα τον έλεγα.  "Δεν τον λένε Λεωνίδα…"  "Αλλά πώς;" ρώτησα. Την κοίταξα. Καθότανε στο δίπλα τραπέζι. Γύρω στα εξήντα. Καλοστεκούμενη. Μαλλί φυσικό γκρι. Αντρικό. Με μαγιό και παρεό. Ηλιοψημένη.  Έδειχνε ξένη.  "Αλέξανδρος" πρόλαβε ο Λεωνίδας. Γύρισε προς το μέρος του. "Αλέξανδρος ή Αλέκος;" τον ρώτησε. Η φωνή της γλυκιά. Μ΄ ένα μελαγχολικό τσάκισμα.  "Αλέξανδρος είπε" έκανα. Την κοίταξα καλύτερα. Μιλούσε ελληνικά με ευχέρεια. Ήμουνα βέβαιος. Μία από αυτούς που είχανε ξεκόψει από το κρύο. Τους έβλεπα κάθε μέρα. Στη ταβέρνα, στο δρόμο, στη παραλία… Πολλοί έμεναν μόνιμα εδώ.  Είχαν ανοίξει καινούργιο σπιτικό. Ξεκινήσει καινούργια ζωή. Με κοίταξε. Χαμογέλασε. Έδειχνε έκπληκτη. "Πέρυσι θυμάμαι τον έλεγαν Αλέκο…"  Σήκωσε τους ώμους. "…Τι Αλέξανδρος τι Αλέκος… το ίδιο πράμα…Ο Αλέξανδρος άκουγε αμήχανα. Έκανε χώρο στο τραπέζι. Ακούμπησε την πιατέλα με το λαβράκι. "Είναι το ίδιο να σε λένε Αλέξανδρο και το ίδιο Αλέκο;" τον ρώτησα. Έκανε πως σκέφτεται. "Αλέξανδρος καλύτερα " είπε. "Όλους τους Μεγάλους τους λένε Αλέξανδρο…" είπε εκείνη. Ο Αλέξανδρος την άκουσε. Δεν είπε κάτι...  Είχα έρθει μόνος. Για λίγες μέρες. Ήταν η τελευταία μέρα μου εδώ. Είχα έρθει με συννεφιά. Την πρώτη μέρα έριξε μπουρίνι. Τις υπόλοιπες είχε λιακάδα. Είχα έρθει για τη θάλασσα.  Έκανα κάθε μέρα μπάνιο. Δεν έχασα ούτε ένα. Η θάλασσα έδειχνε βρώμικη. Ίσως ήταν ιδέα μου. Η θάλασσα έδειχνε βρώμικη κι΄ εγώ έκανα κάθε μέρα μπάνιο. Την ίδια πάντα ώρα. Σαν τον άρρωστο που παίρνει το φάρμακό του. Δεν έπρεπε να σκέφτομαι και με το μπάνιο ξεχνιόμουνα. Έκανα μπάνιο στη παραλία μπροστά από το ξενοδοχείο όπου έμενα. Μετά τσιμπούσα στη ταβέρνα κάτω από το ξενοδοχείο. Κάθε μέρα λαβράκι. Ντερλίκωνα, έκανα λίγα βήματα, ανέβαινα στο δωμάτιο και ξάπλωνα για τη μεσημεριανή σιέστα. Το απόγευμα έβγαινα περίπατο πλάι στη θάλασσα. Την ίδια πάντα ώρα. Στο μοναδικό δρόμο τού χωριού. Μονόδρομος ήταν. Άλλο δρόμο δεν είχε. Τη τελευταία μέρα έπιασε αεράκι. Διαβατάρικα σύννεφα εμφανίστηκαν στον ουρανό. "Μένεις χρόνια εδώ;" τη ρώτησα. "Έρχεται μπουρίνι" είπε. "Δε νομίζω… κατακαλόκαιρο είναι"  απάντησα.  "Και τί μ΄ αυτό; Κατακαλόκαιρο δεν έχει μπουρίνια;" επέμεινε.  "Δεν έχεις άδικο…" είπα. Έδειξε ικανοποιημένη που τής έδωσα δίκιο. "…Φταίει η κλιματική αλλαγή! Χτες καιγόμαστε και σήμερα θα πνιγούμε…" συνέχισα σαν σε μονόλογο. Μάλλον για να πω κάτι. "Αύριο;" με ρώτησε. "Αύριο τι;"  έκανα εγώ. "Δε ξέρω… Έτσι ρωτάω."  "Αύριο μπορεί να ΄ναι καλύτερα…" είπα.  Έβαλα την πρώτη μπουκιά λαβράκι στο στόμα. "…Μμμ καλό το λαβράκι!" αναφώνησα.  "Καλό;…" ρώτησε με φανερή δυσαρέσκεια  "… Πεθαμένο είναι! Αυτό το ψάρι έχει πεθάνει. Είναι σα να τρως ένα πτώμα!"   "Δεν καταλαβαίνω…" είπα.  Αυτό που δεν καταλάβαινα ήτανε γιατί δεν είχα κόψει τη κουβέντα με το μαχαίρι για να ευχαριστηθώ το λαβράκι με την ησυχία μου. "Γιατί λαβράκι;" συνέχισε.  "Τί εννοείς;" εγώ. "Θέλω να πω γιατί λένε έπιασα λαβράκι;"  "Και αυτό το ξέρεις!" έκανα. "Έκαναν κάτι σπουδαίο; Είναι το λαβράκι κάτι σπουδαίο; Δηλαδή απορώ… Όχι τώρα, πάντα την ίδια απορία είχα."   "Μάλλον στα μέρη σας δεν ξέρετε το λαβράκι…" είπα.  "Εμένα πάντως δεν μού αρέσει. Κάποτε, νόμιζα, μού άρεσε. Τώρα δε μού αρέσει. Εσένα;"   "Προτιμάω τη στείρα" έκανα.  " Κι΄ εγώ το ίδιο! Γιατί δεν διάλεξες στείρα;"  " Γιατί δεν είχε στείρα! Διάλεξα ό, τι είχε."  "Καλύτερα τότε να μη διάλεγες! Αν δε βρήκες αυτό που ζητούσες καλύτερα να μη διάλεγες τίποτα…" είπε.  Αυτή τη φορά δεν συνέχισα τη κουβέντα. Παραγνωριστήκαμε… σκέφτηκα. Πάλι καλά που δεν τη συνέχισε κι΄ αυτή. Δηλαδή δεν θυμάμαι να συνέχισε. Κι΄ αν είπε κάτι, απορροφημένος καθώς ήμουνα με το λαβράκι, δεν άκουσα... Πέρασε κάμποση ώρα. Στη πιατέλα είχαν απομείνει η ψαροκεφαλή και σκόρπια κόκαλα. Ο Αλέξανδρος έφερε τον λογαριασμό. λυκό τού κουταλιού βύσσινο για να σε γλυκάνω…" είπε "…Όλα καλά;"  " Όλα!…"  είπα.      "…Όλα τέλεια!" επανέλαβα. Δεν ήθελα να αφήσω την παραμικρή αμφιβολία για τα λεγόμενά μου. Ο ορίζοντας μια θολή γραμμή. Μόλις που ξεχώριζε η θάλασσα από τον ουρανό. Η θάλασσα τώρα λάδι. Και ο ουρανός ανέφελος. Μια βάρκα, σα σημαδούρα άλικο στο μπλε, πήγαινε κι΄ έμενε ακίνητη. Στο κατόπι της λευκή ουρά που συνέχεια έσβηνε. Εκείνη ακόμα στο τραπέζι της. Κάπνιζε. Εγώ στο δικό μου. Κάποτε σηκώθηκε. Κρέμασε τη τσάντα της στον ώμο. Μού είπε αντίο. Απομακρύνθηκε αργά. Χωρίς να κοιτάξει πίσω. Εγώ πλήρωσα. Ο Αλέξανδρος είπε "Ευχαριστούμε."  Σηκώθηκα. Την ακολούθησα. Ο Αλέξανδρος είπε  "Θα χαρούμε να σάς ξαναδούμε και τού χρόνου εδώ."   Τον άκουσα και κοντοστάθηκα. Ήξερα πως γυρίζοντας στην Αθήνα θα χωρίζαμε.

 



23/7           ΤΟ ΚΟΥΦΟ

Αυτό το νησί έχει... και τι δεν έχει… έχει μια γλύκα κι΄ έναν γλύκα συνέχεια ξάπλα, έχει θάλασσα ολόγυρα ν΄ αγναντεύεις, έχει ένα κύμα πάντα την ίδια ώρα σαν από τσουνάμι μοναδική ευκαιρία ν΄ ανέβεις και πλεούμενα που πάνε πέρα δώθε πάντα την ίδια απαράλαχτη διαδρομή, έχει μια πισίνα κρυμμένη στα βράχια ανοιχτή αγκαλιά για τις βουτιές όσων το λέει η καρδιά τους, έχει άστρα φευγάτα που αφήνονται να τα πηγαίνει όπου αγαπάει ο άνεμος, νυχτερινό σεργιάνι στην ακροθαλασσιά κι΄ ύστερα όνειρα, όνειρα γλυκά με τη βεβαιότητα πως μέσα στη μέρα τα έκανες όλα σ΄ αυτό το νησί κι΄ άλλο τι να κάνεις δεν σού απέμεινε πάρεξ από το να μελαγχολήσεις που δεν πρόκειται να ξανάρθεις, έχει και γάτες, κυρίως γάτες,  γάτες πολλές όλο πόζα, εδώ τις γάτες τις φωνάζουν "κουφά", λένε πως οι γάτες σ΄ αυτό το νησί είναι κουφές, πως απ΄ αυτές πήρε το νησί τ΄ όνομά του, άλλοι λένε πως οι άνθρωποι εδώ είναι κουφοί κι΄ ίσως έτσι είναι, μα εμένα δε μού καίγεται καρφί, εγώ το Κουφό αγαπάω, ο αέρας έπεσε και με τη κάμερα ανά χείρας τρέχω μαγεμένος στο κατόπι τους γιατί είναι κούκλες, είναι όλες κούκλες και το δείχνουν, η μία πιο ωραία από την άλλη, ποζάρουν σα ντίβες στο φακό και τον κοιτάζουν ατάραχες ενώ εγώ νετάρω και καρδιοχτυπώ μη δε προλάβω την πόζα, μα  -τι παράξενο- αν και κουφές ξέρουν, περιμένουν ν΄ ακουστεί πρώτα ο χαρακτηριστικός ήχος που κάνει το κλείστρο τού φακού όταν βγαίνει η φωτογραφία και μετά να απομακρυνθούν αδιάφορα, αργά και με χάρη για να κοντοσταθούν λίγο πιο πέρα στον επόμενο…





8/6           ΜΑΡΓΑΡΙΤΕΣ


Σ΄ ένα κόσμο ανέραστο είχε έρθει η Άνοιξη. Οι μαργαρίτες στο φόρτε τους. Οι μαργαρίτες. Όλη μέρα μαδούσα μαργαρίτες. Μαδημένες τις άφηνα να ξεραθούν. Ύστερα σκάρωνα μπουκέτα. Κάθε μπουκέτο ένα γυναικείο όνομα. Έβαζα τα μπουκέτα σε γυάλινα βαζάκια. Τα έκλεινα αεροστεγώς. Έτσι έκανα. Έτσι πέρασα χρόνια. Το δωμάτιό μου είχε τιγκάρει. Βαζάκια με μπουκέτα ξερές μαργαρίτες. Ξερές οι μαργαρίτες δεν μαραίνονται ποτέ. Τις αγαπούσα. Ήταν οι μαργαρίτες μου. Αυτά το Καλοκαίρι. Τον Χειμώνα έγραφα ερωτικές επιστολές. Οι ερωτικές επιστολές. Με τις ερωτικές επιστολές είχα ένα θέμα. Απαγορεύονταν αυστηρά. Τρύπωνα στο σκοτάδι κι΄ έγραφα, έγραφα… Ερωτικές επιστολές στα κρυφά. Ερωτικές επιστολές για άγνωστους αποδέκτες. Κάθε φορά εύρισκα έναν από τον τηλεφωνικό κατάλογο. Το πρώτο όνομα που μού γυάλιζε. Στην τύχη.  Κάθε φορά ονειρευόμουνα πως είχα βρει τον ιδανικό αποδέκτη. Και πως η καρδιά της ήτανε για μένα. Ουδέποτε στάθηκα τυχερός. Ουδέποτε βρήκα ανταπόκριση. Θυμάμαι… ακόμα θυμάμαι πόσο πολύ ήθελα. Το είχα εκμυστηρευτεί και στα παιδιά της ομάδας. Στους "ανώνυμους ερωτευμένους" πήγαινα ανελλιπώς κάθε Κυριακή. Εκεί γνώρισα εκείνη. Εκείνη. Είχα ξεχάσει  τ΄ όνομά της. Αναμενόμενο. Οι ερωτευμένοι, όλοι το ξέρουν, ξεχνάνε. Θυμόμουνα μόνο τα μάτια της. Άλλο τι δεν ήθελα να θυμάμαι. Στην ομάδα ήταν η πιο παλιά. Με τον καιρό η μεταξύ μας έλξη αμοιβαία. Μέχρι εκεί. Απαγορεύονταν παρακάτω. Το είχε πει ο γιατρός: "Οι εξαρτημένοι επιτρέπεται να φαντάζονται, μόνο να φαντάζονται, αν και καλύτερα είναι να το αποφεύγουν κι΄ αυτό.Το δωμάτιό της απέναντι από το δικό μου. Τόσο κοντά και τόσο μακριά. Για ευνόητους λόγους. Το έβλεπα και φανταζόμουνα.  Στη φαντασία είναι καλύτερα, ο γιατρός το έλεγε. Ό, τι έλεγε ο γιατρός ήτανε σωστό. Μια μέρα ο γιατρός μού ανακοίνωσε πως όλα πήγανε κατ΄ ευχή. Θα έπαιρνα εξιτήριο. Καθαρός. Βγήκα. Μόνος στη μεγάλη πόλη. Ένας σκύλος με πλησίασε. Με έγλυψε και πήρε το κατόπι μου. Πηγαίναμε παρέα. Δε θυμάμαι πόση ώρα πηγαίναμε. Κάποτε βαρέθηκε και λάκισε. Εγώ συνέχισα να πηγαίνω. Πήγαινα και χάζευα. Τίποτα συγκεκριμένο. Το συνηθίζω. Μού αρέσει να χαζεύω. Ουδέποτε κατάλαβα γιατί οι άνθρωποι επιμένουν να κακολογούν όσους χαζεύουν. Ακόμα δεν μπορώ να τούς καταλάβω. Εμένα μ΄ αρέσει να χαζεύω. Διαφορετικά εύκολα βαριέμαι. Χαζεύοντας δεν έχω βαρεθεί ποτέ. Με πρόλαβε. Η νύχτα. Πρώτη νύχτα σκέφτηκα να το γλεντήσω. Δεν ήξερα πώς. Πλάκωσαν και τα τηλέφωνα οι φίλοι. Αχ αυτοί οι φίλοι… με σταύρωσαν να βγούμε. Προτίμησα να μείνω σπίτι. Παρέα με τις μαργαρίτες μου. Γενικά θα έλεγα πως είμαι μοναχικός τύπος. Με τις μαργαρίτες μου περνάω καλύτερα. Είναι η χαρά μου. Έπειτα τί παράξενο! Αν και ξερές κάτι χρόνια, τις νιώθω πάντα τόσο δροσερές! Πριν κοιμηθώ άνοιξα διάπλατα το παράθυρο στον ουρανό και μάζεψα λίγα αστέρια. Βρήκανε κι΄ αυτά τη θέση τους δίπλα στις μαργαρίτες μου. Τώρα οι μαργαρίτες μου δε θα νιώθουν μοναξιά. Τώρα το δωμάτιό μου δείχνει ευρύχωρο. Πρώτη φορά. Κατά τ΄ άλλα μοιάζει με το παλιό. Κι΄ εγώ έχω καταλήξει πως όλα τα δωμάτια λίγο πολύ μοιάζουν. Μόνο το ντεκόρ αλλάζει.


 

8/4           ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Η θάλασσα. Δε χόρταινα να τη βλέπω.  Μού έστελνε φωτογραφίες. Από τα παλιά. Φωτογραφίες την προηγούμενη ζωή της. Ήμουνα ερωτευμένη τότε.  Και το θηρίο ήταν ερωτευμένο μαζί σου.  Θέλεις να δεις κι΄ άλλες;  Γιατί ο έρωτας λένε πως είναι τυφλός;   Δες κι΄ αυτή, είναι η τελευταία.  Στη τελευταία φωτογραφία η θάλασσα. Η μόνη που κράτησα. Το θηρίο. Έβγαζε φωτογραφίες το θηρίο. Βλέπεις το θηρίο;  Ψάχνω μα δεν το βρίσκω. Δεν το βλέπεις γιατί κοιμάται στην αμμουδιά,  η θάλασσα νανουρίζει το θηρίο· όταν ξυπνήσει καβαλάει ένα κύμα και πάει… Έκλεισα τα μάτια να δω το θηρίο. Χρόνια σε περίμενα να μη γυρίσεις· ακόμα σε περιμένω.  Το θηρίο ακόμα κοιμάται… σού αρέσει;  Πρέπει να φύγω.  Στείλε μου κι΄ εσύ μια φωτογραφία του.  Περπατάω στ΄ ακροδάχτυλα· δε θέλω να το ξυπνήσω. Το θηρίο αναστενάζει. Ο αναστεναγμός του σηκώνει ένα σύννεφο άμμο. Το δάκρυ. Άμμος μπαίνει στα μάτια της. Δακρύζει.  Γραπώνω και φυλακίζω το θηρίο σ΄ ένα μπουκάλι. Σκύβω και μαζεύω το δάκρυ από την άμμο. Ξεπλένω με το δάκρυ τη θάλασσα. Τα μάτια της ακόμα δακρύζουν· τώρα πια δίχως να τσούζουν. Το θηρίο εντωμεταξύ έχει ξυπνήσει. Σουλατσάρει ανεξέλεγκτα. Η αχιβάδα. Μεταμορφώνομαι σε αχιβάδα. Σκαρώνω στα γρήγορα κρυψώνα στα στήθια της. Τρυπώνω. Με κρατημένη την ανάσα. Ένας σκύλος γαβγίζει. Ο ουρανός μολύβι στη καμπούρα τής θάλασσας. Η άμμος στάχτη. Πιο κάτω ένα μικρό κορίτσι παίζει αμέριμνο με το κουβαδάκι του. Εσύ είσαι;  Φτυαρίζει τη στάχτη. Τη ρίχνει στο κουβαδάκι. Ονειρεύεται να χτίσει πύργους από στάχτη πάνω στην άμμο. Μετά, με μια πλατιά αχιβάδα γλυκαίνει την άμμο. Η ευχή. Κάνε μια ευχή… δε μπορεί να γίνεται πάντα έτσι. Θέλω… μα δεν ξέρω να κάνω ευχές· μάθε με. Το θηρίο με περιμένει. Μαζεύω άρον άρον από την άμμο όλες τις αχιβάδες που ΄χει ξεβράσει η θάλασσα. Τις βγάζω φωτογραφία και την στέλνω. Αναθαρρεί και με ρωτάει. Θέλεις να δεις κι΄ άλλες;





26/3           FAREWELL, MY LOVELY

ΚυανοπώγωναςΆντρας. Εν ζωή. Ημερομηνία γέννησης απροσδιόριστη. Κατοικία ένας πύργος. Ο πύργος με τ΄ όνομά του. Πύργος θεόρατος. Με εφτά μυστικά. Εφτά μυστικά δωμάτια. Κανείς δεν ξέρει τι υπάρχει μέσα σ΄ αυτά. Όλα σφαλισμένα. Γυναίκες τέσσερις. Νέες. Για πάντα νέες. Κάποτε τον αγάπησαν. Ίσως τον αγαπάνε ακόμα. Λένε πως είναι πεθαμένες. Πως τις σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια. Στυγνός δολοφόνος. Λένε… και τι δεν λένε.  Τις αγαπάει και τις τέσσερις. Όταν δεν τις βλέπει ζει μαζί τους. Παρέα με τη μοναξιά. Τού αρέσει η μοναξιά. Στο φεγγαρόφωτο ξεμυτίζει απ΄ τον πύργο.  Κάθεται στον πιο ψηλό προμαχώνα. Κοιτάζει το φεγγάρι. Το φεγγάρι που παίζει κρυφτούλι με τα σύννεφα. Τα σύννεφα τρέχουν στον ουρανό. Σηκώνει τα χέρια ψηλά.  Κάνει να γραπωθεί πάνω τους. Απεγνωσμένες κινήσεις σα ναυαγός. "Πάρτε με μαζί σας". Μάταια. Βελούδο η νύχτα πνίγει τη φωνή του. "Με ποια μιλάς νυχτιάτικα; Μπες μέσα. Έχει ψύχρα, θα κρυώσεις…" του λέει η Ιουδίθ.   Ιουδίθ. Η γυναίκα του. Η τελευταία. Η πιο ωραία από όλες.  "Μ΄ αγαπάς;"  τη ρωτάει.  Θέλει να μάθει. Να το ακούσει από τα χείλια της. Να ακούσει ότι τον αγαπάει. Όπως από τις άλλες. Το έχει ανάγκη. Κι΄ η Ιουδίθ το ίδιο. Θέλει να μάθει όπως εκείνος. Πόσο πολύ και ποιες αγάπησε πριν απ΄ αυτή. Πρέπει να μάθει.  "Αν μού πεις τα μυστικά σου θα σ΄ αγαπήσω" τού λέει. Απαιτεί να δει τι κρύβει στα δωμάτια που κρατάει ερμητικά κλειστά. Τον ζώνουνε μαύρα φίδια. Προσπαθεί να την μεταπείσει. Θέλει οπωσδήποτε να την μεταπείσει. Προσπαθεί. Και τι δεν κάνει… Της λέει πως είναι ερωτευμένος μαζί της. Δεν μπορεί να το κρατήσει άλλο μυστικό. Της λέει πως δε θέλει να πάθει κακό. Πως δε θ΄ αντέξει να τη χάσει. Εκείνη στυλώνει τα πόδια. Επιμένει. Το φεγγάρι που κρυφακούει χλομιάζει. Με τα πολλά τής δίνει το κλειδί. Η  Ιουδίθ ανοίγει το πρώτο δωμάτιο. Βλέπει αλυσίδες, χειροπέδες, μαχαίρια, μπαλτάδες, πριόνια…  Όλα βουτηγμένα στο αίμα. Τρέχει στην αγκαλιά του. "Φοβάμαι… Φοβάμαι για σένα…" τού λέει. Εκείνος την καθησυχάζει. Προσπαθεί να την αποτρέψει να συνεχίσει. Την εκλιπαρεί. Όσο είναι ακόμα καιρός, έτσι τής λέει. Η Ιουδίθ ανένδοτη. Επιμένει να δει τι κρύβουν και τα υπόλοιπα δωμάτια. Την τρώει η περιέργεια. Κι΄ αν φαντάζεται, δε φτάνει. Θέλει να βεβαιωθεί. Εκείνος το παίρνει απόφαση. Κάνει πίσω. Είναι άντρας. Ένας άντρας που προσπάθησε. Ένας άντρας που προσπάθησε ξέρει πότε θα κάνει πίσω. Και κάνει. Ο εγωισμός του δεν τού επιτρέπει διαφορετικά. Καταλαβαίνει πως δεν υπάρχει επιστροφή.  Σφίγγει τη καρδιά του. Τής δίνει το δεύτερο κλειδί. Μετά το τρίτο, το τέταρτο… Η Ιουδίθ ανοίγει ένα ένα τα δωμάτια. "Τι είδες;"  την ρωτάει. "Είδα το σκοτάδι…" τού λέει  "…Το σκοτάδι να διαλύεται. Φως πλημμύρισε τον πύργο. Είδα και τού χρυσού τη λάμψη. Ένα στέμμα. Ναι, ένα στέμμα. Και μια φορεσιά πλουμιστή. Μαργαριτάρια με ζώσανε. Ξεχάστηκα στο καθρέφτη…  Είδα κι΄ έναν κήπο. Έναν ολάνθιστο ηλιόλουστο κήπο. Άκουσα χαχανητά. Με πλησίασαν. Έλα να παίξουμε Ιουδίθ… Φιλενάδα έλα να παίξουμε… Λαχταρούσα να παίξω. Σε κοίταξα. Πήγαινε χαρά μου… μού είπες. Ήσουνα τόσο γλυκός!…  Είδα και τη ζωή μου μαζί σου. Και την άλλη χωρίς εσένα. Προσπάθησα. Προσπάθησα να σε καταλάβω. Όχι, όχι δεν παραπονιέμαι, το ίδιο έκανες κι΄ εσύ…  Είδα και δάκρυα. Μια λίμνη από δάκρυα. Και μια βάρκα που με περίμενε. Μπήκα. Γλιστρήσαμε απαλά. Σειρήνες ψιθύριζαν στ΄ αυτιά μου. Πόθους ανομολόγητους, έρωτες ανεκπλήρωτους. Λαχανιασμένες ανάσες  εναλλάσσονταν με αναστεναγμούς ηδονής. Αφέθηκα…  Ό, τι είχα να μάθω το είδα. Τα υπόλοιπα τα ήξερα. Είχα φτάσει στο τελευταίο δωμάτιο. Σκέφτηκα πως έπρεπε να νιώθω τουλάχιστον ικανοποιημένη. Ένα κύμα χαρμολύπης με συνεπήρε. Ήθελα επειγόντως να στο πω. Γύρισα, μα δε σε βρήκα. Δεν λέγεται αγάπη αυτό που αισθάνομαι για σένα. Εγώ το λέω ευτυχία. Δεν ξέρω γιατί, πριν γυρίσω το κλειδί δίστασα.  Μα μπήκα. Με περίμεναν.  Τρεις γυναίκες. Η μία πιο όμορφη απ΄ την άλλη. Ντυμένες με τα χρώματα τής θλίψης. Καλώς ήρθες Ιουδίθ… μού λένε με μία φωνή. Η φωνή τους απόκοσμος αντίλαλος. Από τους τοίχους ανάβλυζε αίμα. Ήτανε παράξενα. Όλα ήτανε τόσο παράξενα σ’  αυτό το δωμάτιο! Ακούω τη πόρτα πίσω μου να κλείνει. Κατάλαβα. Σε είδα να έρχεσαι.  Με το μαχαίρι στο χέρι. Τώρα ήξερα. Τα είχα μάθει όλα. Δεν είχες πια κανένα μυστικό από μένα. Πέφτω στην αγκαλιά σου. Τρεκλίζω. Τα χνάρια μου αίμα.  Όλα αργοσβήνουν.  Με συγκρατείς. Με κρατάς σφιχτά. Συγχωρέσέ με αγάπη μου…" μού λες  "…Δεν ήθελα… ούτε το διάλεξα… Είναι η ζωή που τρέχει και μάς προσπέρασε".

 



8/3           ΣΤΟΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΓΑΠΗΣΕ ΠΟΤΕ

"Εντάξει…" μού είπαν. Όλα εντάξει. Και η θλίψη εντάξει. Ίδια κι΄ απαράλλακτη, αγαπημένη θλίψη. "Θα πάρεις;" με ρωτάνε.  "Ω! μάς κακομαθαίνετε… Άκου λέει… Ασφαλώς και θα πάρω… Θα ξαναπάρω!"  τούς λέω. Αυτή τη θλίψη δεν την αλλάζω με τίποτα.  Κι΄ αν την κακολογούνε κάποιοι, κλείνω τ΄ αυτιά μου και παραμένω απαθής. "Καλά, δεν ακούς;" κάνουν. Αντί απάντησης αρχίζω. Φτιάχνω λέξεις. Λέξεις σαν κουρδισμένος. Λέξεις από τα σωθικά ως τα χείλια και πάλι πίσω, να παλινδρομούν. Λέξεις τροφή στη λησμονιά. Συνέχεια το ίδιο βιολί. Έχω συνηθίσει.  Η θλίψη μου με προγκάρει. "Σταμάτα επιτέλους!… Σε βαρέθηκα…"  Σταματάω.  "Όλα εντάξει… τής λέω. …Ησύχασε… Πίστεψέ με, όλα εντάξει …Σε αγαπάω."   "Κι΄ η άλλη;"  κάνει.  "Ποια άλλη;"  κάνω τον ανήξερο.  "Ξέρεις…  Η παλιά…"   "Εγώ μόνο εσένα θέλω… Καινούργια αγαπημένη θλίψη… Σε βαφτίζω καινούργια θλίψη!"  τής λέω.  Τι βαφτίσια δηλαδή… Σε κηδεία φέρνει… σκέφτομαι. Κλείνω το γυαλί. Αφήνω τον καναπέ και πάμε αλαμπρατσέτα. Κοιτάζω πίσω από τις γρίλιες. Να δω τη νύχτα. Παράξενη νύχτα. Απόκοσμη. Με τρομάζει. Σφραγίζω τις γρίλιες. Το χλωμό φεγγαρόφωτο παίζει κρυφτό με το σκοτάδι. "Είσαι καλά;"  τής λέω. Νοιώθω την ανάγκη να μάθω νέα της. Να την πάρω τηλέφωνο. Θα πάρω τηλέφωνο τη θλίψη. Θέλω ν΄ ακούσω τη φωνούλα της. Να νοιώσω την ανάσα της. Να ταξιδέψω νοερά κοντά της. Θα μού πει  "Είμαι καλά όπως παλιά".  "Εγώ χειρότερα…"  θα τής πω   "…Εντάξει… εννοώ χειρότερα από παλιά."   "Να προσέχεις… Να προσέχεις τον εαυτό σου"  θα μού πει.  "Μ΄ αγαπάς ακόμα;"  θα τη ρωτήσω.  "Έχει σημασία ν΄ αγαπάς;"  θα μ΄ απαντήσει.  "Δε ξέρω… έχει σημασία που είμαι χειρότερα …Έχει σημασία να είναι χειρότερα τα πράματα, όσο χειρότερα γίνεται …Όσο χειρότερα -αυτό ξέρω- τόσο περισσότερο με αγαπάς" θα τής πω.  Θα μπορούσα να τής πω κι΄ άλλα, να γίνω πιο συγκεκριμένος. Θα μπορούσα να περιγράψω μια κατάσταση. Την κατάσταση των πραγμάτων. Σαν αυτή προηγουμένως στο γυαλί.  Αυτή που ζω. Ή κάτι τής φαντασίας μου. Ή ένα τέλος. Να περιγράψω ένα τέλος. Ναι, καλύτερα ένα τέλος. Λιτά και περιεκτικά. Δίχως πιτιτέλια. Ν΄ αντέχει στο χρόνο. Η θλίψη μου αντέχει, λίγο είναι;  Πάει καιρός… Θα μ΄ έχει ξεχάσει, σκέφτομαι.  Κι΄ αν κάποτε με θυμάται ακόμα, θα με μπερδεύει με κάποιον άλλο. Μα αν είναι να με θυμάται, ας είναι κι΄ έτσι. Ας είμαι όποιος εκείνη θέλει. Δε μού πάει η καρδιά διαφορετικά. Τώρα δεν υπάρχει διαφορετικά.  Στον αγαπημένο μου που δεν αγάπησε ποτέ  μού  έγραψε τη τελευταία φορά.  "Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται…"  θα τής πω  "…Μπορεί να είμαι αυτός που ήθελε να αγαπήσει… Ή κάποιος που κάποτε αγάπησε, κάποιος άλλος, όχι εγώ. Μη μ΄ αφήσεις αμανάτι με τη νύχτα…"




22/2           ΜΑΘΕ ΜΕ ΝΑ ΠΕΦΤΩ ΓΛΥΚΑ

Ωραία που έπεφτα!  Κι΄ έσπασα το χέρι μου… Γιατί τίποτα να μη τελειώνει έτσι όπως ωραία αρχίζει; Ποιο μοχθηρό μάτι με μάτιασε; Εκείνο το τσακίρικο μήπως στη πόρτα; "Ανέβηκαν… Σε περιμένουν… " μού είπε. Ανεβαίνω κάτι σκάλες. Ανεβαίνω και μαζί παίζω.  Καρδούλες. Στο γυαλί. Σκοντάφτω. Χάνω την ισορροπία μου. Πέφτω ωραία. Με τις καρδούλες μου. Και το γυαλί ανά χείρας. Καλύπτω με το χέρι το γυαλί. Να μη σπάσει. Να μην πληγώσουν τα θρύψαλα τις καρδούλες μου. Και σπάω το χέρι μου. Χα! Αυτό ήταν όλο. Τελικά πιο εύκολο απ΄ όσο νόμιζα.  Όχι, δεν πονάω. Αν πονούσα δε θα ΄χε ενδιαφέρον. Ένα ντεπόν και καθάρισα. Και ο πόνος σαν έσκαγα σα καρπούζι στο σκαλοπάτι μη φανταστείτε τίποτα φοβερό. Συνηθίζεται. Ακολούθησα ακάθεκτος το πρόγραμμά μου. Σα να μη τρέχει απολύτως τίποτα. Τα κορίτσια με περίμεναν. Αγκαλιαζόμαστε. Φιλιόμαστε. "Μια χαρά σε βλέπω…" λένε με μια φωνή. Λένε και βλέπουν τα αίματα στο χέρι. Είχε τουμπανιάσει. "Τί έπαθες; Πώς; Τώρα έγινε; Πονάς;…"Πολυβόλο οι ερωτήσεις.      "Κορίτσια δεν ήρθα να συζητήσουμε για το χέρι…" Τους δείχνω το άλλο.  "…Το άλλο είναι ακόμα καλούμενο!" κάνω.  Κάνουν να γελάσουν μα δε γελάνε. "Μα είσαι χάλια!… Θα πάθεις καμιά μόλυνση!…"  "Θα τσιμπήσουμε;" εγώ. Παραγγείλαμε. Εγώ άρχισα το τσίμπημα. Εκείνες τα μάτια καρφωμένα στο σακατεμένο. Στην κάθε ανεπαίσθητη κίνησή του. Προπάντων στην ακινησία του. Στο αίμα που ολοένα στέγνωνε. Στο δέρμα που ΄χε αρχίσει να παίρνει κάτι από το μπλαβέ της απώλειας. Στο ξεχαρβαλωμένο νύχι. Στο άλλο που βρήκε ευκαιρία να βγει και να την κοπανήσει… Οι αισθήσεις τους στη τσίτα. Να ανιχνεύσουν τον κρυμμένο πόνο. Κάτω από τη παραμικρή σύσπαση τού προσώπου μου.  Στην εκφορά τού λόγου μου. Τον πόνο των λέξεων. "Κορίτσια βλέπετε; Όλα τα κάνω όπως πριν…"  εγώ   "…Μπορεί λίγο πιο αργά, μα όπως πριν"  τούς λέω.  Με ακούνε.  "Εντάξει… Μα πρέπει να προσέχεις… Ένας λόγος παραπάνω στην ηλικία σου…" με συμβουλεύουν.  Ύστερα προσπαθούν να  μού δώσουν κουράγιο.        "… Υπάρχουν και χειρότερα."  Νιώθω στο πετσί μου το νοιάξιμό τους. Τον πόθο που έγινε έρωτας που έγινε αγάπη που έγινε νοιάξιμο. Θέλω να τους το πω. Ότι δε θέλω να με νοιάζονται. "Πάμε να φύγουμε από δω;" λέω… Πήγα στο γιατρό. "Γιατρέ είναι σοβαρό;"  "Έπεσες…" κάνει. "Ναι! Ναι γιατρέ έπεσα! Έπεσα γαμώτο… Κι΄ έπεφτα ωραία…"  Διστάζω να συνεχίσω.  "Μίλα ελεύθερα, τί θέλεις;"   "…Γιατρέ μάθε με να πέφτω γλυκά."   " Όσο κι΄ αν μάθεις δεν μπορείς ν΄ αποφύγεις τον πόνο" μού λέει…  Βρήκα από το ιατρείο με το χέρι μπανταρισμένο. Ένιωσα καλύτερα.  




16/2           ΣΙΔΕΡΟ ΣΤΗ ΜΕΣΗ

"Σε φλέρταρε;…" με ρωτάει και κλείνομαι στο υπνοδωμάτιο, αγκάλιασέ με, τώρα είναι που έχω ανάγκη την αγκαλιά σου, τώρα που νοιώθω μόνη, νόμιζα πως δεν ήτανε παρά μια κουβέντα διαφορετική, μια κουβέντα που δεν ήθελα να τελειώσει για να είμαι κοντά σου, πού ήξερα πως θα τέλειωνε και δε θα μπορούσα ποτέ να βρω τη δύναμη να σού πω αυτό που ένοιωθα, νόμιζα… μ΄ αγαπάει λέει, δε θέλω να ακούω άλλο για αγάπη, δεν αντέχω άλλη αγάπη, δεν έχω να δώσω, ούτε να πάρω θέλω αγάπη, είμαι εντάξει… η αγάπη στο κεφάλι μου κλουβί κι΄ ένα παραδεισένιο πουλί εντός του με πλουμιστά φτερά που κράζει διαρκώς, κι΄ εγώ να την περιφέρω γυμνή, τρόπαιο στα πεινασμένα βλέμματα των αντρών, βορά στη καλοσύνη τους, "κάθισέ τους, κάθισέ τους να σε καταβροχθίσουν" μού φωνάζει, δεν αντέχω… έλα και πάρε με, πάρε με από δω, μάθε με να ζω χωρίς αγάπη, μαζί χωρίς αγάπη αχ να μπορούσα…έρωτά μου παράξενε, όταν σε έχω φοβάμαι πως κάτι κακό θα συμβεί, κι΄ όταν σε χάνω μού λείπεις, μη με ρωτάς γιατί, το ξέρω, απλώς το ξέρω, είναι τρελό… χτες το βράδυ είδα ένα όνειρο, κάναμε λέει έρωτα, ή μάλλον δεν κάναμε, αρχίσαμε να κάνουμε, μού είπες "καλύτερα να σταματήσουμε", εγώ ήθελα, εσύ επέμενες, έπιασα με τα δύο μου χέρια το κεφάλι σου και το τράβηξα με δύναμη, το ξερίζωσα από το σώμα, το κράτησα ψηλά, το αίμα σου σπέρμα που πετάγονταν σα σιντριβάνι, "σταμάτησε τώρα αν μπορείς… τώρα μπορείς να σταματήσεις" σού είπα, και σταμάτησες, αλλά εγώ συνέχισα να κάνω έρωτα μ΄ ένα ακέφαλο σώμα, αλήθεια λέω, μ΄ ένα ακέφαλο σώμα! δεν είναι τρομερό; αλλά το πιο τρομερό είναι πως μού άρεσε, ναι! μού άρεσε, έφτασα σε οργασμό κι΄ εσύ γελούσες, το κομμένο κεφάλι σου δηλαδή, και μετά το κεφάλι κόλλησε στο σώμα, κεφάλι με σώμα έγιναν πάλι ένα,  εσύ,  κατατρόμαξα, έτρεμα σαν το σπουργίτι στη παγωνιά, με αγκάλιασες, ένοιωσα τη ζέστη τού κορμιού σου, και με φίλησες, "ήταν σα να είχαμε κάνει έρωτα, είσαι τόσο όμορφη" μού είπες…  "…Θα μού πεις;…"επιμένει "…Σε φλέρταρε; τόση ώρα είσαστε μόνοι… τί στα κομμάτια λέγατε τόση ώρα;  για τον καιρό; τόση ώρα για τον καιρό;… γιατί δε μού λες; δε θέλεις; δε θέλεις να μού πεις; αν δεν έγινε κάτι γιατί να μη θέλεις να μού πεις; μίλησέ μου, πες κάτι να πάρει ο διάολος!"…και έφυγες, σηκώθηκες από το κρεβάτι, ντύθηκες μαυροπούλι και πέταξες, πήγες έτσι όπως είχες έρθει, σαν αερικό, θύμηση παράφορη…  ως πότε; σε ρωτάω, μα εσύ είχες φύγει, τώρα είναι αργά, πολύ αργά… σού φωνάζω, μην έρθεις! δε θέλω! είμαι φριχτή το ξέρω, φριχτή με τον εαυτό μου, και με σένα, και με σένα φριχτή είμαι, με σένα πιο φριχτή, τιμώρησέ  με, χτύπησε με αν θέλεις, χτύπα με! πιο δυνατά! θέλω να με πονέσεις, πόνεσέ με όσο θέλεις αλλά, σε ικετεύω: μην έρθεις…  "…Αφού τον είδα να σε γδύνει με τα μάτια του, είμαι σίγουρος πως σε έγδυνε με τα μάτια του, πες μου: κάνατε έρωτα; θέλω να ξέρω, δεν με νοιάζει αν σε φλέρταρε, αυτό μόνο θέλω να ξέρω, αν κάνατε έρωτα, άντρας σου είμαι, έχω δικαίωμα να ξέρω γαμώτο! γιατί δε μού λες; για να μη μού λες θα κάνατε… έτσι δεν είναι; πες μου: έτσι δεν είναι; πες μου μόνο αν είναι έτσι, μόνο αυτό πες μου" λέει και με βλέπει να κάνω έρωτα, εδώ, επί τόπου, στην ατάκα, με τα ρούχα, έρωτα δίχως αύριο… βγήκα από το υπνοδωμάτιο, διέσχισα τον διάδρομο, έφτασα στο σαλόνι όπου είχα στήσει τη σιδερώστρα, έβαλα το σίδερο στη πρίζα, περίμενα να κάψει, συνέχισα το σιδέρωμα που είχα αφήσει στη μέση…



5/2           WEEKEND ΣΤΟΥΣ ΑΡΝΟΛΦΙΝΙ

Νομίζω πως βρήκα τι χρειάζεται η ευτυχία. Στη θύμηση φωλιάζει η ευτυχία μου. Σε φέρνω και σε ξαναφέρνω στο μυαλό μου. Τελικά τα καταφέραμε. Είδαμε τούς συζύγους Αρνολφίνι. Κοίτα τους. Ποζάρουν πεθαμένοι. Με διάκοσμο τα υπάρχοντά τους. Και τί διάκοσμος! Ο διάκοσμος τής ζωής τους όλα τα λεφτά. Ο σύζυγος ονειρεύεται πως θα ήταν αν είχανε γεννηθεί μετά από πεντακόσια χρόνια. Έχει καταλήξει στο συμπέρασμα πως γεννήθηκαν λάθος εποχή. Εκείνη τα παιδιά. "Και τα παιδιά; Τα παιδιά δεν τα σκέφτηκες;" τον ρωτάει. "Τα παιδιά… Τα παιδιά πήραν τον δρόμο τους…" τής λέει. Μετά πιάνονται χεράκι για ένα ενσταντανέ. Πάντως λένε αγαπιόντουσαν. Ήμαστε στους Αρνολφίνι όταν άκουσα την πόρτα να κλείνει. Βήματα γοργά να κατεβαίνουν τη σκάλα. Τα ξύλινα τσόκαρα στα πλακάκια να χαλάνε τον κόσμο. Μετά την άλλη εξώπορτα και ησυχία. Εκκωφαντική ησυχία. Και λιακάδα. Γλυκό φως έμπαινε στο δωμάτιο. Η τέλεια μέρα για εκδρομή. "Παράθυρο ή διάδρομο;" με ρώτησες. "Καθρέφτη" σού είπα. Έπιασα παράθυρο και περίμενα. Σε είδα. Η Σάντι σε είχε πάρει στο κατόπι. Έφτασες στο τέρμα τού δρόμου. Θα έστριβες στη γωνία. Αν μπορούσα θα πάγωνα τον χρόνο. Εκεί θα έμενα καρφωμένος. Στην ίδια παγωμένη εικόνα. Μαζί. Πιασμένοι χεράκι. Θα φορούσα μια κατάμαυρη εντυπωσιακή καπελαδούρα. Από κάτω όπως με γέννησε η μάνα μου. Εσύ μια καρδιά. Χτυπούσε θυμάμαι δυνατά. Θα ζούμαρα. Να διακρίνω τις λεπτομέρειες. Να μετρήσω το κορμί σου σπιθαμή σπιθαμή.  Όπως κάνει ο ζωγράφος στο μοντέλο του. Ξανά και ξανά. Να ΄ναι σωστό το μέτρημα. Έπειτα θα άγγιζα το πρόσωπό σου. Θα άρχιζα να ψηλαφίζω τη μορφή σου. Με κλειστά τα μάτια. Να ξαναθυμηθώ. Μόνο έτσι θυμάμαι. Γιατί στο μοντέλο η μορφή είναι κάτι περισσότερο από μια μορφή. Μετά… χρόνια περιμένω…   




24/1           ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙΣ

Ο Ορφέας γυρίζει σπίτι ξημερώματα. Βρίσκει την εξώπορτα κλειδωμένη. Η εξώπορτα θέλει λάδωμα και τρίζει. Και, σαν να μη φτάνει αυτό, το κλειδί κάπου σκαλώνει και κάνει θόρυβο. Σκέφτεται πως η Ξένια θα κοιμάται. Θέλει να κοιμάται. Προσπαθεί να ξεκλειδώσει και να ανοίξει όσο πιο απαλά μπορεί. Να μη την ξυπνήσει. Όταν τα καταφέρνει και μπαίνει βλέπει πως η Ξένια τον περιμένει ξύπνια στο σαλόνι.  "Θα μείνεις όλη σου τη ζωή ερωτευμένος;" τον ρωτάει.  "Δεν ξέρω… νομίζω δεν ξέρω. Μέχρι να βαρεθώ και μετά βλέπουμε… πάντως αυτή τη γαμημένη τη κλειδαριά πρέπει κάποτε να τη φτιάξουμε"  λέει ο Ορφέας.  Η Ξένια φοράει τη νυχτικιά της. Ο Ορφέας σκέφτεται πως θα έμεινε ξάγρυπνη όλη τη νύχτα περιμένοντάς τον. Περιμένει τα χειρότερα. Η Ξένια δείχνει  ευδιάθετη.   "Όλη νύχτα έπαιζα Dungeons & Dragons…"   τού λέει.        "…Όταν παίζω Dungeons & Dragons σε αγαπάω όσο τίποτ΄ άλλο στον κόσμο".  Σηκώνεται από τον καναπέ. Είναι ξυπόλητη. Πηγαίνει προς το μέρος του. Θέλει να τον αγκαλιάσει. "Αφού δεν υπάρχει αγάπη… Για ποια αγάπη μιλάς;… "  τής λέει ο Ορφέας. Η Ξένια απομακρύνεται. "… Η αγάπη έχει πεθάνει προ πολλού. Να βγάλει θέλει ο ένας το μάτι τού άλλου…" λέει ο Ορφέας. Πηγαίνει στο ντουλάπι με τα παπούτσια και ψάχνει. Κάτι ψάχνει. "…Πού είναι τα αθλητικά;…" κάνει. Τα βρίσκει. "…Πάμε μια βόλτα;…" τής λέει. Κάθεται στην καρέκλα πλάι στο ντουλάπι και προσπαθεί να φορέσει το αριστερό παπούτσι.  "…Διάολε σα να μπήκανε… Με ζορίζουν! Πού είναι το κόκαλο; " την ρωτάει.  "Τί υπάρχει δηλαδή;" τον ρωτάει η Ξένια.  "Ο χωρισμός…"  λέει ο Ορφέας. Αφήνει την προσπάθεια στη μέση και σηκώνει το κεφάλι προς το μέρος της "…Δίχως χωρισμό δεν υπάρχει αγάπη Ξένια…"  έτσι λέει   "…Δίχως χωρισμό η αγάπη είναι κάτι άλλο, κάτι πού τής μοιάζει, πάντως όχι αγάπη, μπορεί  καναπές που ΄χει καθίσει και  βουλιάζει μέσα του ο καιρός, μπορεί λίστα δώρων για να διαλέξεις αυτό που δε σού χρειάζεται, μπορεί κάτι άλλο… κάτι απ΄ αυτά που λες πως δεν τα ξέρεις αλλά τα ξέρεις και ποσώς σ΄ ενδιαφέρει να μάθεις…"  Κάνει μια παύση για να πάρει ανάσα και συνεχίζει  "…Και δεν εννοώ εσένα αγάπη μου, γενικά μιλάω."     " Ό,τι κι΄ αν λες εσύ για την αγάπη, εγώ ξέρω πως τώρα που έφυγες μπορώ να σ΄ αγαπήσω πάλι, να σ΄ αγαπήσω πιο πολύ, ακόμα πιο πολύ. Τώρα η αγάπη μας θα ΄ναι αληθινή. Πιο αληθινή κι΄ από το ψέμα!"  λέει η Ξένια και δίνει στο Ορφέα το κόκαλο.  Εκείνος φοράει το αριστερό και προσπαθεί το δεξί. "Τα κορδόνια φταίνε που είναι σφιχτά…"  κάνει  "…Κατάλαβα… Η αγάπη μας στα χρόνια τής ψυχρής οικειότητας!…" λέει.  Και καπάκι το μετανιώνει γιατί αυτό που είπε τού φαίνεται κομμάτι υπερβολικό μα η Ξένια, σα να το περίμενε, δεν αντιδράει.  Ο Ορφέας σηκώνεται από την καρέκλα και στέκεται στο αριστερό. Πηγαίνει κουτσό προς το μέρος της. Σα να θέλει να την αγκαλιάσει αλλά χάνει την ισορροπία του. "…Η αγάπη που μιλάς είναι από άλλο παιχνίδι…" τής λέει. Κάθεται ξανά στη καρέκλα. Καταφέρνει και το δεξί. "…Είμαι πανέτοιμος για βόλτα!" Σηκώνεται και κάνει επί τόπου ελαφρά πηδηματάκια για προθέρμανση. Η Ξένια έχει πάει στη κουζίνα και βάζει καφέ στη καφετιέρα. Ο Ορφέας σκέφτεται πως ένα καφεδάκι μετά το ξενύχτι θα ήτανε ό, τι πρέπει. Μα έχει φορέσει τα αθλητικά του με τόσο κόπο και -αποφασίζει πως- είναι κρίμα να πάει τόσος κόπος χαμένος, μαζί και η ευκαιρία για μια βόλτα.  "Εγώ πάω. Θα έρθεις;…" τής λέει. Βάζει πλώρη για την εξώπορτα μα κοντοστέκεται. "…Αλήθεια, πότε έφυγα;"  κάνει σα να έχει συνειδητοποιήσει με καθυστέρηση αυτό που τού είχε πει πριν από λίγο η Ξένια. Εκείνη βγαίνει από τη κουζίνα. Τον κοιτάζει καρφί στα μάτια. "Ορφέα πλάκα μού κάνεις; Σε ποιο σπίτι ζεις;…" τού λέει. Εκείνος στέκεται μπροστά στην εξώπορτα και την ακούει.  "…Κι΄ ας πούμε εντάξει η αγάπη… Ο έρωτας; Δεν μού είπες κάτι για τον έρωτα, ο έρωτας πού πήγε; Μήπως κι΄ αυτός εξαφανίστηκε; Μήπως κι΄ αυτός δεν υπάρχει;"  Ο Ορφέας έχει ανοιχτή την εξώπορτα. Την κλείνει.  "Μην τρελαίνεσαι…"  κάνει  "…Μία ή άλλη είναι. Ένα παραμύθι, ένα ωραίο παραμύθι…"  Η Ξένια τον ακούει και δε μιλάει. "…Ψήνεσαι ε; Το βλέπω στα μάτια σου, ψήνεσαι! Τώρα ψήνεσαι!…"  Έτσι της λέει ενώ κατευθύνεται προς το μέρος της. Πάει πάλι να την αγκαλιάσει. Τής σκάει ένα φιλί. Πιάνει το χέρι της. " …Έλα… Έλα να παίξουμε. Δείξε μου πως παίζεται εκείνο το Dungreons… Πώς το είπες;"  "Δε θα πας βόλτα;" τον ρωτάει. "Εδώ θα μείνω… το αποφάσισα"  λέει εκείνος. Το λέει με σιγουριά. Πρώτη φορά, θυμάται η Ξένια,  να λέει ο Ορφέας με τόση σιγουριά.  "…Να βάλω τις παντόφλες μου…" λέει και κοιτάζει τα αθλητικά.  "…Θα τα βγάλω τα ρημάδια, έτσι κι΄ αλλιώς με στενεύουν. Τώρα φαντάζομαι είναι πιο εύκολο…" Φοράει τις παντόφλες. Η μυρωδιά του φρεσκοφτιαγμένου καφέ διεγείρει το οσφρητικό του νεύρο. Η Ξένια είναι ήδη στο γυαλί και παίζει Dungeons & Dragons. Ο Ορφέας γεμίζει μια κούπα και κάθεται δίπλα της. Η Ξένια αφήνει μια στιγμή το πληκτρολόγιο και πιάνει την κούπα της να κατεβάσει μια τζούρα. Ο Ορφέας σα σίφουνας αρπάζει το πληκτρολόγιο, κάτι πληκτρολογεί και το κλείνει. Η Ξένια τα παίρνει. "Τί έγραψες;" τον ρωτάει. "Τίποτα "κάνει ο Ορφέας. "Πάλι τίποτα;" τού λέει. "Πάλι" τής λέει." Πάλι για εκείνη;" τον ρωτάει. "Ποια εκείνη;" απαντάει. "Έλα τώρα μη κάνεις τον ανήξερο… εκείνη που ξέρεις " επιμένει η Ξένια. "Δεν καταλαβαίνω ποια εννοείς" τής λέει ο Ορφέας. "Έλα τώρα…" κάνει η Ξένια. "Εσύ την ξέρεις;" την ρωτάει. "Εσύ τί "νομίζεις;" τού απαντάει η Ξένια. Τώρα τα παίρνει ο Ορφέας. "Ένα παιχνίδι είναι γαμώτο!…" λέει, σηκώνεται, και βγαίνει από τη κουζίνα "….Γράψε κι΄ εσύ κάτι… Ό, τι γουστάρεις! Ό, τι γουστάρεις γράψε! Δε θέλω να ξέρω, καλύτερα να μην ξέρω."   Η Ξένια τον ακολουθεί.  "Εγώ θέλω. Σε παρακαλώ πες μου τί έγραψες…" επιμένει "…Πες μου αγάπη μου κι΄ όλα καλά καμωμένα. Εσύ θα μού πεις, εγώ το ίδιο, εσύ ξανά … μια λούπα η αγάπη μας, μια ατέλειωτη λούπα!"  Ο Ορφέας ενθουσιάζεται. "Τέλειο! Πότε λες να ξεστολίσουμε;" πετάει στο άσχετο.  "Από τώρα; Γιατί; είναι ανάγκη; Καλύτερα στολισμένοι "τού λέει η Ξένια. "Ναι, στολισμένοι είναι καλύτερα…"  ο Ορφέας συμφωνεί μαζί της  "…Να αφήσουμε τα φωτάκια για τού χρόνου, σε λίγες μέρες έρχονται πάλι Χριστούγεννα."  Σταματούν για λίγο να μιλάνε. Η Ξένια σπάει πρώτη τη σιωπή. "Θα πάμε βόλτα;"  Ο Ορφέας διστάζει. "Να αφήσουμε το παιχνίδι στη μέση;" τής λέει. "Τώρα που έφυγες, μια βόλτα είναι ό, τι πρέπει. Τώρα, όσο είναι καιρός…"  λέει η Ξένια  "…Κι΄ έπειτα ξέρεις τί σκέφτομαι; Τί θα γίνει άμα τελειώσει η αγάπη;"…

 

   


5/1           ΤΟ ΦΛΟΥΡΙ ΔΕΝ ΤΟ ΒΛΕΠΕΙΣ;

Κάθε χρόνο τα ίδια… Έπεσα με τα μούτρα. Δεν τη χόρταινα. Μού άρεσε τόσο πολύ! Είχα τελειώσει κι΄ έγλειφα τα δάχτυλά μου. "Το φλουρί! Το φλουρί!" ακούω. Έδειχναν το πιάτο μου. "Άδειασε…" κάνω "…Πάει… Να ΄ταν κι΄ άλλη…"  Το βιολί τους εκείνοι.  "Το φλουρί! Να το! Εκεί είναι!…"  Κοιτάζω. Ό, τι είχε απομείνει στο πιάτο αστρόσκονη. Μόνο αστρόσκονη. Σηκώνω το φλουρί με τα σαλιωμένα δάχτυλα. Γλιστράει και πέφτει."…Τού έπεσε! Τού έπεσε το φλουρί!…"  συνεχίζουν να κάνουν σαν τρελοί. Σκύβω. Κοιτάζω στο πάτωμα. Να δω το φλουρί που λένε. Βλέπω ψίχουλα, ψίχουλα και μπαμπακούρες. "Δε βλέπω κάτι" λέω. "Το φλουρί; Το φλουρί δεν το βλέπεις;"  Σκύβω πάλι. Το κεφάλι μου κάτω από το τραπέζι. Στο ημίφως. Σπρώχνω πίσω την καρέκλα. Να μπορώ να σκύψω περισσότερο. Για να δω καλύτερα. Η μπάκα μου ζορίζεται. Το αίμα κατηφορίζει στο κεφάλι. Παρατάω τη καρέκλα και γονατίζω. Γονατιστός κάτω από το τραπέζι. Έχει βγάλει τις γόβες. Τα ακροδάχτυλά της ανασαίνουν. Σκέφτομαι πως ασφυκτιούσαν μέσα στις γόβες. Μπορεί να τής έπεφταν στενές. Παρατηρώ μια τρυπούλα στο καλτσόν. Μια τρυπούλα όση ένα φλουρί και πίσω η ιδρωμένη σάρκα. Σκέφτομαι ότι το φλουρί θα μπορούσε να έχει τρυπώσει εκεί. Έχει ωραία πόδια. Χωρίς τις γόβες είναι πιο ωραία. Πλαγιασμένα με χάρη, το ένα δίπλα στο άλλο. Πλησιάζω σε απόσταση αναπνοής. Σάμπως για να τα φιλήσω. Σκέφτομαι ότι τώρα θα νοιώθει την ανάσα μου. Θέλω να τής το πω. Ότι μ΄ αρέσουν τα πόδια της. Ότι πρώτη νύχτα του χρόνου ερωτεύτηκα τα πόδια μιάς άγνωστης. "Βρήκες το φλουρί;" ακούω πάλι. "Το ψάχνω ακόμα…" κάνω.  "Ακόμα; Κοίταξε και κάτω από το χαλί. Μπορεί να πήγε κάτω απ΄ το χαλί…"   Θέλω να της το πω, μα πώς; Μου ΄ρχεται φλασάκι να τη ρωτήσω τάχατες μήπως είδε το φλουρί. Μετά θα ισχυριστώ πως τα πόδια της κρύβουν το οπτικό μου πεδίο. Ότι υποπτεύομαι πως πέφτοντας το φλουρί κρύφτηκε κάπου στα πόδια της. Θα τής ζητήσω να τα μετακινήσει. "Για να μπορέσω να δω καλύτερα…" έτσι θα τής πω. Θα τα αγγίξω απαλά και θα την κατευθύνω.  "Λίγο αριστερά… λίγο δεξιά… άνοιξέ τα…"  Αυτή θα μετακινεί τα πόδια της. Εγώ θα κάνω πως ψάχνω. Θα ψάχνει κι΄ αυτή μαζί μου. "Δε βλέπω κάτι…" θα μού πει " …Τί ψάχνεις;"   "Το φλουρί…" θα τής πω. "Καλά, τι κάνεις τόση ώρα εκεί κάτω; Δεν το βρήκες ακόμα;…"  ακούω  "…Δε μπορεί… κάπου εκεί κάτω θα είναι και δεν το βλέπεις. Ψάξε λίγο ακόμα, ψάξε λίγο καλύτερα…"  Ακούω ξανά πως το είδαν στο πιάτο μου. Πως αυτό που είδαν ήτανε το φλουρί και δεν έχουνε την παραμικρή αμφιβολία. Πως είναι αδύνατον να εξαφανίστηκε…