20/12 ΚΑΡΟΥΖΕΛ
Εκείνη η βόλτα ήταν αχρείαστη.
Μέρα τη λογαριάζαμε μα δε μάς βγήκε. Σα να είχε βιαστεί να νυχτώσει. Το φεγγάρι
χλωμό, συνέχεια κρυμμένο στα σύννεφα. Πήγαμε παράλληλα με την ακτογραμμή. Στη θάλασσα
δεκάδες αναμμένα καντήλια χρυσές ανταύγειες που χάιδευαν το μαύρο. Το δέντρο
στο πλάτωμα στο ίδιο σημείο. Ίδιο με πέρσι, θυμήθηκα τα λαμπάκια του που
τρεμοσβήνανε. Δίπλα στο δέντρο τα δώρα άδεια κουτιά με πολύχρωμους φιόγκους
νοτισμένα από την αρμύρα. Παραδίπλα οι χορωδοί τού δήμου. Ο άη Βασίλης
μαέστρος μού φάνηκε
κομμάτι γερασμένος.
Και κόσμος
πολύς. Ήταν όλοι τους εκεί. Όλοι με τα καλά τους. Αγκαλιές, φιλιά, ευχές… Δε σταθήκαμε παρά προχωρήσαμε στη μαρίνα. Στη
μαρίνα χαζέψαμε τα κότερα. Εκεί ήτανε κι΄ ένας που ζητούσε ελεημοσύνη. "Καλές γιορτές" μού είπε. Ψάχτηκα. Δεν είχα
ψιλά. Να σού δώσω μια φωτογραφία? τού
είπα εγώ. Δέχτηκε. Τού ζήτησα να χαμογελάσει, τον έβγαλα μία και τού την έδωσα.
Ήδη είχαμε επιταχύνει τον βηματισμό μας. Θέλαμε να προλάβουμε την βροχή που
κρέμονταν ο διασκελισμός μας όμως διέφερε.
Πήγαινα συνέχεια μπροστά. Αδύνατο να συγχρονιστούμε. Κάθε τόσο
σταματούσα και σε περίμενα. Περάσαμε ξανά από τα ίδια μέρη. Μόνο μια φορά
λοξοδρομήσαμε στο καρουζέλ. Ανεβήκαμε στα αλογάκια. Κάναμε γύρους και καλπάζαμε. Κάναμε γύρους ώρα πολλή σα να
είχαμε ξεχάσει τη βροχή. Θυμάμαι κρατούσες το άλογο σφιχτά στην αγκαλιά σου και
γελούσες σαν κοριτσάκι. Ήταν η πρώτη φορά που σε είδα να γελάς σ΄ εκείνη τη βόλτα.
Όταν φτάσαμε στο πλάτωμα το δέντρο παρατημένο αμανάτι. Το ίδιο και τα δώρα. Ο
άη Βασίλης, οι χορωδοί, ο κόσμος… όλοι τους είχαν φύγει. Μάλλον φοβήθηκαν τη
βροχή που κρέμονταν. Πάντως δεν έβρεξε.
30/11 ΘΑ ΣΕ ΒΡΩ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΣΑΝΤΥ
Σκύλος κι΄ εγώ αδέσποτος. Σπίτι μου όπου μ΄ αγαπάνε. Η
Σάντυ κι΄ ο Λέλος είναι φίλοι μου από τα παλιά. Τούς βρήκα στη παραπέρα γωνία
ξάπλα στο φεγγαρόφωτο. "Πόσα χρόνια ζουν οι σκύλοι?" ρωτάω τη Σάντυ. "Όσα οι μαργαρίτες!" πετάγεται ο Λέλος. Η Σάντυ τον κοιτάζει. Σηκώνεται.
Κάνει μεταβολή και με αργό βηματισμό απομακρύνεται. Ο Λέλος παίρνει το κατόπι
της: "Οι
μαργαρίτες Σάντυ... Ξέρεις πόσα χρόνια ζουν οι μαργαρίτες?" "Έλα Λέλο πειραχτήρι, κόψε τη πλάκα! Σοβαρολογώ…" τού λέω "…Εσύ που κάνεις τον έξυπνο ξέρεις πόσα χρόνια
ζουν οι σκύλοι?" "Μακάρι να ΄ξερα…" κάνει ο Λέλος. Η Σάντυ κοντοστέκεται και γυρνάει προς
το μέρος του. Την παρατηρώ. Είναι η πιο γλυκιά σκυλίτσα του κόσμου. Όταν
είμασταν νέοι ήμουνα ερωτευμένος μαζί της. "Οι μαργαρίτες πάντως ζουν περισσότερα…" λέει. Σκέφτομαι ότι η Σάντυ σπάνια
μιλάει, συνήθως την προλαβαίνει ο Λέλος. Κι΄ όταν μιλάει προτιμά να λέει "δεν ξέρω". Τούτη τη φορά δείχνει βέβαιη. "Περισσότερα από τους σκύλους αποκλείεται…" λέει καπάκι ο Λέλος. "…Οι σκύλοι ζουν περισσότερο από τις μαργαρίτες…" Δείχνει το ίδιο βέβαιος. Γλύφει
ένα παρατημένο κόκαλο. Μετά κοιτάζει τη Σάντυ στα μάτια. "…Πριν από λίγο καιρό θυμάσαι? ο δρόμος μας
ήτανε γεμάτος μαργαρίτες. Βλέπεις τώρα καμία? Πέθαναν! Πέθαναν όλες Σάντυ! Κατακαλόκαιρο έμαθα πέθανε και η τελευταία.
Και ξέρεις ποια είναι η πλάκα? Νόμιζα πως αυτή, η τελευταία, ακόμα ζούσε! Πως
ήταν εκεί, στο σπιτάκι μας, πλάι στους πανσέδες. Τι νόμιζα δηλαδή, σίγουρος
ήμουνα! Δεν είναι αστείο?… " Κάνει
παύση σα να θέλει να πάρει ανάσα για να συνεχίσει "…Όπως πάντα στο κόσμο μου εγώ… Πέθανε Λέλο! Η γειτόνισσα μού
το είπε. Δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω". "Πέθανε…" επαναλαμβάνει
μηχανικά η Σάντυ. Ένα δάκρυ κυλάει στο
μάγουλό της. Στο δάκρυ καθρεφτίζεται το
φεγγάρι. "… Πάνε
κι΄ οι μαργαρίτες… πάνε όλα. Τώρα?… Τώρα ποιος έχει σειρά?" ρωτάει. "Δεν ξέρεις Σάντυ, κανείς δεν το ξέρει…" κάνει ο Λέλος και σταματάει. Κοιτάζει το
φεγγάρι. Τού φαίνεται χάρτινο σα ψεύτικο. "…Ίσως έχεις δίκιο. Ποιος ξέρει? Ποιος ξέρει για το φεγγάρι?… " μονολογεί.
Πλησιάζει τη Σάντυ και την αγκαλιάζει. Η Σάντυ κουρνιάζει στην αγκαλιά
του. "…Οι
μαργαρίτες Σάντυ… οι μαργαρίτες πέθαναν, όχι εμείς. Εμείς είμαστε ακόμα εδώ.
Μαζί. Και το φεγγάρι, δες το εκεί πάνω, καλά είναι. Δεν ξέρω ποιος από τους δύο μας θα ΄ναι
πρώτος, μα αν πεθάνεις εσύ εγώ να ξέρεις δε θα σ΄ αφήσω μόνη. Θα ΄ρθω μαζί σου.
Θα ΄ρθω να σε βρω στον παράδεισο Σάντυ". "Είναι τόσο ήσυχα Λέλο!" τού λέει η Σάντυ. Σάντυ και Λέλος μια αγκαλιά λουσμένη φεγγαρόσκονη… Ίσως είπανε κι΄ άλλα που δεν άκουσα. Όλη αυτή
την ώρα παρέμεινα αμίλητος. Το κλίμα είχε βαρύνει και δεν το περίμενα. Ούτε το
ήθελα. Μια ερώτηση είχα κάνει. Από αμηχανία. Μια γαμημένη ερώτηση
εγκυκλοπαιδικής φύσης και τίποτα περισσότερο. Για να πω κάτι. Επειδή είχαμε
καιρό να ιδωθούμε. Για να σπάσω τον πάγο.
Ένιωσα άσχημα μα κυρίως υπαίτιος. Δεν περίμενα απάντηση ούτε ρώτησα κάτι
άλλο. Τους άφησα όπως ήτανε αγκαλιασμένους και γύρισα σπίτι.
Δεν είναι λάφυρο το ταξίδι. Κανένα από τα μέρη που ταξίδεψα δεν έγινε δικό μου. Κι΄ όμως το ήθελα. Στη φάτσα ανέκφραστος, φαίνεσθαι τής χάρτινης πανοπλίας μου μα το μέσα έβραζε. Η καρδιά σκιρτούσε. Τα πόδια τρέμανε από τη γλυκιά προσμονή. Σε κάθε ταξίδι το ίδιο. Το ένα φαίνονταν ωραιότερο από το άλλο. Οι ασχήμιες ως δια μαγείας εξαφανίζονταν από τα μάτια μου. Κάποια αφήσανε τις πιο βαθιές χαρακιές στη καρδούλα μου. Κάποια δάκρυσα. Κι' όταν έφτανε η ώρα τού γυρισμού έδινα υπόσχεση επιστροφής και παντοτινής αγάπης. Όπως ο φαντάρος στην αγαπημένη του. Ο φαντάρος που φεύγει για το μέτωπο και αναρωτιέται: Θα την ξαναδώ; κι’ αν ναι θα ΄ναι τότε ίδια με αυτή που αφήνω; μα μήπως κι’ εγώ θα είμαι ο ίδιος;… Τι σημασία είχε; Μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα ξεχνιούνται. Μετά από λίγο αποζητούσα κάποιο άλλο, καινούργιο ταξίδι να γλυκάνω την απουσία. Με τη ξεθωριασμένη στο χρόνο εικόνα του παλιού στη θύμησή μου μέχρι να γίνει το καινούργιο παλιό. Παρέμειναν όλα αγαπημένα.
Δεν είναι λάφυρο το ταξίδι. Ακόμα και οι μεγάλοι θαλασσοπόροι, οι φοβεροί κονκισταδόρες κατακτητές που από μικρό παιδί βάζανε μπουρλότο στη φαντασία μου, δεν πάτησαν σπιθαμή γης για πάρτη τους. Λίγες φτυαριές χώμα όλες κι΄ όλες ό. τι αξιώθηκαν από δαύτη. Και λησμονιά. Κι’ όμως… κάποτε ο κόσμος όλος ήτανε δικός τους. Τούς περίμενε μ' ανοιγμένα τα σκέλια. Έλα, έλα σε θέλω πολύ! Γιατί το ταξίδι είναι κάβλα. Κάθε φορά ξεκινούσα να βρω το ταξίδι τού πόθου μου. Η φαντασία φτερωτό άτι που κάλπαζε. Μια φωνή ακούγονταν εντός μου: Ο κόσμος σε περιμένει να τον κάνεις δικό σου! Ρούφηξε τους χυμούς του ως το μεδούλι! Έλα, μη χάνεις χρόνο…
Δεν είναι λάφυρο το ταξίδι να το
επιδεικνύεις σα τον αρκουδιάρη το ζωντανό στην ομήγυρη. Αν το κάνεις δεν
κατάλαβες τίποτα. Γιατί αν κάτι μένει από δαύτο είναι μια σταλιά σοφίας. Δεν
είναι λάφυρο, ανάμνηση μπορεί. Και μάλιστα βραδυφλεγής. Τίποτα δεν καίγεται πιο
αργά απ' αυτό. Κι' η φλόγα του γλυκιά θαλπωρή στο δρόμο σου. Μέχρι να σβήσετε
παρέα. Απ' αυτή τη σκοπιά και μετά λόγου γνώσεως ως σχετικός στα οικονομικά,
είναι η μόνη άξια λόγου επένδυση. Όσα κι΄ αν ξόδεψα για πάρτη του έπιασαν τόπο.
Δεν είναι λάφυρο το ταξίδι, δεν
πιάνονται λάφυρο οι καρδιές που καίνε. Γιατί ταξίδι είναι οι άνθρωποι. Οι
άνθρωποι μόνο έχουν καρδιά. Οι άνθρωποι μέσα στο χώρο τους, αυτά τα δύο πάνε
πακέτο, το ένα καθορίζει το άλλο, δεν χωρίζονται. Το ταξίδι τού πόθου μου είναι
στη πόλη. Εκεί μένει. Στους δρόμους της, στα μαγαζιά της, στις μυρωδιές της,
πίσω απ’ τις γρίλιες, στο απέναντι μπαλκόνι… Στη πόλη των ανθρώπων πάντα
πηγαίνω. Για να ’βρω κρυμμένα τις μνήμες και τα χνάρια τους. Καλές οι εξοχές,
τα βουνά, οι λίμνες, τα ποτάμια… μα χωρίς ανθρώπους δε μού λένε απολύτως
τίποτα. Αν κάποτε γίνω φυτό θα πιάσω στην εξοχή στασίδι με θέα για να πεθάνω.
Δεν είναι λάφυρο το ταξίδι. Αναλογίσου
το τότε. Τότε που ξεροστάλιαζες να φύγεις με τη μηχανή. Κολλούσε πάνω σου
βδέλλα «Μη τρέχεις σε παρακαλώ, φοβάμαι…» κι’ ο πούτσος σου πύραυλος. Κι' εσύ έτρεχες
σα δαιμονισμένος μήπως σού κάτσει. Είχες κλείσει και δωμάτιο στο… ξενοδοχείο. Στο
τελευταίο πλατύσκαλο της σκάλας πριν τη πόρτα της ταράτσας, εκεί όπου ήταν
σκοτεινά και δεν περνούσε κανένας άλλος εκτός από τη μάνα σου όταν άπλωνε τη
μπουγάδα. Ή στο λεβητοστάσιο όπου σάς
έπιασε ο θυρωρός στα πράσα. Βλέπεις πάντα ταξίδευες γυρεύοντας… Τώρα σου 'μεινε
λάφυρο ο διάδοχος, σε λίγο θα έχεις κι'
εγγονάκια. Κι' εσύ ακόμα βρε αθεόφοβε ζαχαρώνεις το ταξίδι κοντά πενήντα χρόνια
σα να μη πέρασε μια μέρα! Πριν μού πεις οτιδήποτε αναλογίσου μόνο πώς ήσουνα
τότε και πώς είσαι τώρα…
29/8 ΜΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
"Γιατί πετάτε τις κατσαρίδες σας στο μπαλκόνι μου?" τον ρώτησε.
Είχε σπρώξει με το πόδι του στο κενό μία ημιθανή κατσαρίδα. Επίτηδες. Η
κατσαρίδα προσπάθησε να κρατηθεί στη κόγχη του μπαλκονιού. Επέμεινε και την
έσπρωξε ξανά και ξανά. Τελικά προσγειώθηκε στο κάτω μπαλκόνι. Εκείνη τίναζε τα
σεντόνια. Είδε τη κατσαρίδα ουρανοκατέβατη και τρόμαξε. "Σιχαμένη!"
Άκουσε και ασυναίσθητα έγειρε στη κουπαστή. Τα βλέμματα τους
διασταυρώθηκαν. "Δεν είναι η πρώτη φορά" τής απάντησε. Με τη συστολή
κάποιου που παραδέχονταν το λάθος του. Και τη βεβαιότητα, μαζί, πως είχε κάνει
το σωστό ή τουλάχιστον δεν γίνονταν να κάνει διαφορετικά. "Εγώ τις σκοτώνω και τις πετάω στα σκουπίδια. Στα
σκουπίδια είναι καλύτερα…" τού είπε.
Κοίταξε την κατσαρίδα. "…Το Καλοκαίρι έχει πολλές από δαύτες. Τούς αρέσει η ζέστη." Νωρίς το πρωί
ακόμα ήτανε και το τσιμέντο έκαιγε. Αυτή με το νυχτικό. Κοντό, αραχνούφαντο
νυχτικό ένα με την ιδρωμένη σάρκα. Ξυπόλυτη. Με τα μαλλιά ανάκατα. Στα μάγουλά
της νωπό το σχήμα τού μαξιλαριού. "Τόση ζέστη δεν παίζεται…" είπε εκείνος.
Μεσολάβησε μια μικρή παύση. Σα να δίστασε. "…Αυτή μού φάνηκε ζωντανή…" συνέχισε "…Αν ήτανε πεθαμένη… Δεν ξέρω… Μπορεί να έκανα κι΄ εγώ το ίδιο…
Στα σκουπίδια ε? Καλύτερα στα σκουπίδια λέτε… Μα όχι… Όχι… Τις σιχαίνομαι κι΄
εγώ όπως εσείς… Τις σιχαίνομαι τις κατσαρίδες… Σιχαίνομαι να τις σκοτώνω…
Προτιμώ να τις διώχνω… Να ξέρω ότι δεν είναι μέσα στο σπίτι μου… Κι΄ όπου αλλού
θέλουν ας είναι …" "Το έχω καταλάβει. Έχω βρει κι΄
άλλες δικές σας στο μπαλκόνι μου…" είπε εκείνη. Κλώτσησε την
κατσαρίδα στο γκαζόν. "…Θα την περιποιηθούν τα μυρμήγκια". Εκείνος χαμογέλασε
με φανερή αμηχανία. Σκέφτηκε πώς μέχρι τώρα έριχνε τις κατσαρίδες στο μπαλκόνι
της κρυφά. Πως κρυφά για κάποιο ανεξήγητο λόγο τού άρεσε. Τώρα τον είχε δει.
Τώρα ήξερε. Ένοιωσε άσχημα. Έπρεπε να δοκίμαζε,
έστω μία φορά, να την σκοτώσει και πετάξει στα σκουπίδια, Διαφορετικά ας μην
είχε γείρει στη κουπαστή. Ήτανε τόσο εύκολο!
"Πάλι καλά που κάτω από εσάς δεν έχει άλλο μπαλκόνι…" είπε. Δίστασε πάλι και συνέχισε. "…Ξέρω… στο γκαζόν έχει πολλά μυρμήγκια… Θα καταχαρούν
με τον μεζέ… Τα μυρμήγκια τρελαίνονται για κατσαρίδες… Φοβερός μεζές οι
κατσαρίδες!…"
Και ξεκίνησε να λέει για τις κατσαρίδες. Είπε πως θα επιβιώσουν
πυρηνικής καταστροφής και θα μείνουν μόνες στο κόσμο των ανθρώπων, πως τις
σκέφτεται που θα μείνουν μόνες και -γιατί όχι- τις λυπάται και μακάρι να μπορούσε
να κάνει κάτι γι΄ αυτό μα ξέρει πως δεν μπορεί…
Και
συνέχισε να λέει κρεμασμένος σα σακί από την κουπαστή με τον ιδρώτα να στάζει,
κάνοντας διαρκώς παύσεις σάμπως στο ενδιάμεσο των φράσεων έλεγε κι΄ άλλα που
δεν ακούγονταν. "Ναι…" είπε εκείνη "…φοβερός μεζές! Να δείτε πώς τις
τρώνε! Πρώτα πέφτουν όλα μαζί πάνω της και την πνίγουν. Η κατσαρίδα εξαφανίζεται. Μόνο τα πόδια της
φαίνονται αν φαίνονται κι΄ αυτά. Το κορμί της ακόμα συσπάται μα όχι για πολύ. Μετά
μεταφέρουν το κουφάρι στη φωλιά τους. Και τίποτα δεν θυμίζει το μακελειό. Καθαρή
δουλειά σάς λέω. Το γκαζόν λάμπει! Τίποτα δε θυμίζει ότι πριν από λίγο ήτανε εκεί μια σιχαμένη κατσαρίδα.
Αλλά και στο μπαλκόνι αν την άφηνα, πάλι το ίδιο θα ΄καναν. Τα μυρμήγκια μυρίζονται από
μακριά τις κατσαρίδες. Θυμάμαι μία ξεκοιλιασμένη. Την είχα πατήσει…" Ξεκίνησε να περιγράφει με κάθε
λεπτομέρεια τη σκηνή με τα μυρμήγκια και την ξεκοιλιασμένη κατσαρίδα. "Τι σού ΄ναι η φύση… Σε όλα δίνει λύση!…" την διέκοψε εκείνος
"…Μα ξέρετε κάτι? Τώρα που γνωριστήκαμε νιώθω άσχημα…
Εσείς ευτυχισμένη… Νιόπαντρη γυναίκα… Σας περιμένει σίγουρα ο σύζυγος… Το κρεβάτι σας θα είναι ακόμα ζεστό… Κι΄ εγώ…
Εγώ το βιολί μου… Μια δυστυχία… Μια δυστυχία
συνεχώς… Να ρίχνω κατσαρίδες στο μπαλκόνι σας… Να σάς απασχολώ με δαύτες… Μια
δυστυχία εγώ για εσάς…" είπε και σταμάτησε. Τούτη τη φορά μεσολάβησε μια
μεγάλη παύση. Σκέφτηκε πως αυτή που είχε ρίξει στο μπαλκόνι της μπορεί να ήταν
η τελευταία και άλλη κατσαρίδα να μην υπήρχε σπίτι του. Ή να υπήρχε κάπου στο
σκοτάδι και να μην εμφανίζονταν ποτέ πια. Έπειτα σκέφτηκε πως εκείνος ήτανε που
τις είχε διώξει όλες μακριά του και σα να μετάνιωσε. Και το Καλοκαίρι που τόσο
πολύ αγαπούν οι κατσαρίδες πήγαινε ολοταχώς προς το τέλος του… Αυτά σκέφτηκε
και τον έπιασε άγχος. Κοίταξε το ρολόι. "Πρέπει να προλάβω…" είπε
"…Να πάω στο
γραφείο… Θα τα πούμε μια άλλη φορά… Στην επόμενη κατσαρίδα ίσως… Σίγουρα θα
υπάρξει μία επόμενη… Σίγουρα θα έχουμε μια δεύτερη ευκαιρία", έτσι είπε.
Σήκωσε το κεφάλι του από την κουπαστή. Περίμενε πρώτα να ακούσει την μπαλκονόπορτα
να κλείνει και μπήκε μέσα να ετοιμαστεί.
31/7 ΤΙ ΩΡΑ ΕΙΝΑΙ?
Αν δεν τη βλέπεις τι το φοράς το
ρημάδι?
" μού λέει.
Το βρήκα λογικό. Είναι αλήθεια πως κι΄ εγώ το είχα σκεφτεί. Κι΄ εγώ θέλω να
ξέρω. Κοιτάζω το ρολόι μου μα δυσκολεύομαι. Το πλησιάζω, το απομακρύνω από το
οπτικό μου πεδίο, αλλάζω γωνία, ψάχνω περισσότερο φως… Ώρα τίποτα. Οι δείκτες
θολοί ένα με το καντράν. Συνήθως την υπολογίζω κατά προσέγγιση. Και δεν
ισχυρίζομαι πως είναι ό,τι καλύτερο. "Τί ώρα είναι?" με ρωτάει πάλι. Δε σάς κρύβω
πως τούς ζηλεύω. Αυτούς που με μια στιγμιαία ματιά στο ρολόι τους απαντούν με
ακρίβεια. Σίγουρα. Δίχως τον παραμικρό δισταγμό. Ζηλεύω και τους άλλους. Αυτούς
που ρωτάνε. Λένε "ευχαριστώ" και πάνε ήσυχοι το δρόμο τους.
Εγώ, όταν με ρωτάνε, μαγκώνω. Κάνω πως κοιτάζω το ρολόι και λέω "σταμάτησε". Ή "πάει
πίσω". Πάντα καπάκι μ΄ ένα "γαμώτο". Με την αγανάκτηση αυτού που
θέλει να ξέρει και το έχει στο χέρι του. Μα για ένα καπρίτσιο της στιγμής το
θέλω του πάει περίπατο. "Πρέπει ν΄ αλλάξω μπαταρία" τής λέω. "Μα
χτες δεν είπες πως την άλλαξες?" κάνει. Έτσι είχα πει. Προσποιήθηκα αγουροξυπνημένος
πως το είχα ξεχάσει. Έπρεπε εξάπαντος να βρω μιαν ώρα. Χτες χάσαμε το τραίνο.
Ισχυρίστηκα πως το τραίνο έφταιγε, πως
έφυγε πέντε λεπτά νωρίτερα. "Πάντα
πέντε λεπτά νωρίτερα φεύγει. Αν θέλαμε θα το προλαβαίναμε…" είπε. Μετά
πήγα στο "Γερμανό". "Θέλω ν΄ αλλάξω μπαταρία" τούς είπα.
Την τσέκαραν. "Μια χαρά είναι"
μού είπαν… Κοιτάζω ξανά το ρολόι. Κάνω
τις ίδιες, πανομοιότυπες, δοκιμασμένες κινήσεις. Σα μαριονέτα. "Είμαι τόσο
αστείος! Πόσο αγαπάω αυτό το ρολόι!" τής λέω. Μετά σηκώνομαι και πηγαίνω
στο παράθυρο. Προτείνω το ρολόι στο λυκόφως. Βλέπω. Κάτι βλέπω. Λέω μιαν ώρα. Πάλι
κατά προσέγγιση. Τούτη τη φορά είμαι βέβαιος πως είναι η σωστή. "Τελικά
δουλεύει?" με ρωτάει. Δείχνει δύσπιστη. "Σε παρακαλώ πίστεψε
με…Έχουμε ώρα" τής λέω. Γυρίζω στο κρεβάτι. Εκείνη γυρίζει πλευρό. Στο
τοίχο διαγράφεται δειλά η πρώτη αχτίνα του ήλιου σα φλόγα που τρεμοπαίζει.
25/7 ΤΣΑΝΤΑ ΓΙΑ ΔΥΟ
Μια τσάντα παραλίας χωράει πετσέτα, ψάθα, αντηλιακό. Άντε και
λίγα μικροπράματα ακόμα. Αν είναι τσάντα για δύο τα χωράει όλα εις διπλούν.
Κάποια από αυτά μπορεί να είναι κοινά. Τότε η τσάντα δείχνει άδεια.
Σακουλιάζει, κάνει ρυτίδες. Κι΄ εσύ μπαίνεις στο πειρασμό να χωρέσεις κι΄ άλλα.
Να τη στουμπώσεις. Με αυτά που διαφορετικά δεν θα έπαιρνες στη παραλία. Το
κάνεις. Η τσάντα βαραίνει. Τη ζαλώνεσαι μέσα στη ζέστη. Πιάνεται το χέρι σου. Αρχίζεις
να γκρινιάζεις. Λες πως την παραφόρτωσες. Υπόσχεσαι στον εαυτό σου "την άλλη φορά θα την ξαλαφρώσω". Κάποτε φτάνεις στη παραλία. Ανοίγεις την
τσάντα και στρώνεις τη ψάθα (συνήθως η ψάθα είναι κοινή που λέγαμε). Κοιτάς το
περιεχόμενό της. Σού φαίνεται πράγματι φορτωμένη. Μα τίποτα αχρείαστο. Ακόμα
κι΄ αν κάτι δεν το χρειάζεσαι μπορεί να το χρειαστείς. Έτσι λες. Όσο για το
πιασμένο χέρι σου το έχεις ήδη ξεχάσει. Έπειτα σκέφτεσαι ότι σού αρέσει. Την
κοιτάς. Ναι, έτσι σού αρέσει. Καλύτερα γεμάτη. Την αγγίζεις σα χάδι. Έχεις
γύρει στη ψάθα. "Κοιμήθηκες?" ρωτάς. "Ο λαγοκέφαλος είναι τοξικός" σού λέει στο άσχετο. Θυμάσαι που το
άκουσες και εσύ στη τιβί. "Έχει
λαγοκέφαλους εδώ?" ρωτάς. Ξαπλώνεις
κι΄ εσύ δίπλα της. "Μαζέψου
λίγο… Ο μισός είμαι στον ήλιο!" Μετακινείται. Σού αφήνει χώρο. Θέλεις κι΄ άλλο χώρο μα
βολεύεσαι. Σκέφτεσαι πάλι την τσάντα. Δεν πάει άλλο. Φτιάχνεις μια λίστα στο
μυαλό σου με αυτά που θα βγάλεις από μέσα. Την άλλη φορά. "Τι σκέφτεσαι? Θα
βουτήξουμε?" σε ρωτάει. "Η τσάντα έχει γίνει ασήκωτη" λες. "Με την τσάντα θα βουτήξουμε?" λέει…
10/7 ΣΤΟΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΘΕΙΟ ΦΡΌΙΝΤ Ή ΤΟ ΘΗΡΙΟ
Είδα όνειρο εκτυφλωτικό, το φεγγάρι ολόγιομο και
βούτηξα στο φως του δίχως δεύτερη σκέψη, χωρίς χρονοτριβή, με ορμή νεοφώτιστου στο
εφήμερο, εραστής τής στιγμής αδιαφορώντας για τα καμώματα τής νύχτας και
πήγαινα στο όνειρο μη θέλοντας να ξυπνήσω όταν είδα το φεγγάρι ξανά, το ίδιο,
το δικό μου φεγγάρι, τούτη τη φορά χλωμό με καρδιά τίγκα μαύρα στίγματα και
θορυβημένος πετάχτηκα από το κρεβάτι, φόρεσα τα ολοκαίνουργια γυαλιά μου και
γραμμή στο παράθυρο να το δω καθαρά, μ΄ έτρωγε βλέπετε τί ήταν αυτά τα
αργοκίνητα μαύρα σαν τη μύγα μέσα στο γάλα που αμαύρωναν την ειδυλλιακή εικόνα
τού ονείρου μου και παρατήρησα πως αργά μα σταθερά ολοένα μεγάλωναν, γίνονταν
σκιές, σκιές σαν καρκίνος, άρχισαν να τρώνε τις σάρκες μου, τελικά φτιάξανε
θηρίο θεόρατο, σκοτείνιασε το φεγγάρι, το είδα να ξεδιπλώνει κρεμαστή
σκάλα στον ουρανό, νωχελικά να κατεβαίνει ένα ένα τα σκαλιά ίσαμε τη γη και να
γλιστράει στο δωμάτιό μου από μια ξεχασμένη καιρό ανοιχτή χαραμάδα τού μυαλού
περιδιαβαίνοντάς το σπιθαμή προς σπιθαμή σάμπως ψάχνοντας κάτι και σαν κατάλαβα
πως έρχονταν προς το μέρος μου μόλις που πρόλαβα και ξάπλωσα πάλι στο κρεβάτι
κι΄ έμεινα εκεί ακίνητος με κρατημένη την ανάσα, μάτι γαρίδα και αυτιά
ορθάνοιχτα στην εκκωφαντική ησυχία τής νύχτας, είδα τα χνώτα του να
διαγράφονται στο φεγγαρόφωτο και σαν ένοιωσα την ανάσα του καυτή στο πρόσωπό μου
έκλεισα τα μάτια με τις παλάμες μου βλέποντας κρυφά από τα μεσοδιαστήματα των
δακτύλων, "σταμάτα να κρυφοβλέπεις κάνοντας
τάχατες πως κοιμάσαι παρά άνοιξε τα μάτια σου διάπλατα να ονειρευτείς" μού είπε το θηρίο κι΄ ύστερα
άρχισε να γλύφει τις πληγές μου, τα σάλια του βρύση ξεχαρβαλωμένη, στο κεφάλι
του θυμάμαι δύο πρόσωπα, δύο στόματα απύθμενα κι΄ άλλες τόσες γλώσσες ίδια φίδια
που πήγαιναν ταυτόχρονα πέρα δώθε ασταμάτητα, όσο για δόντια ίδια σουβλιά που λαμπύριζαν στο
σκοτάδι, ενώ έβγαζε ήχους, ήχους παράξενους άλλοτε σαν βρυχηθμός, άλλοτε γλυκό
νανούρισμα, άλλοτε λέξεις ακατανόητες, μαζί αναστεναγμούς, περιττό να κρύψω
πως είχα παγώσει από το φόβο μου, ήμουνα βέβαιος πως το απευκταίο δεν ήτανε
παρά θέμα χρόνου και το μόνο που έκανα ήταν αυτό που ήξερα να κάνω καλά, να
ονειρεύομαι δηλαδή και γύρισα πλευρό, ίσως και να κοιμήθηκα, ίσως εκεί που
περίμενα ότι θα με έκανε μια χαψιά να έκλεισαν τα μάτια μου, το μόνο βέβαιο
είναι πως όταν τα άνοιξα κατάλαβα πως ήμουν ακόμα ζωντανός, ζωντανός στο κρεβάτι
με το θηρίο ξαπλωμένο πλάι μου, το σώμα του κολλημένο σα βδέλλα στο δικό μου
και η ανάσα του στ΄ αυτί μου θηριώδες
ροχαλητό, ναι, καλά καταλάβατε, είχε κοιμηθεί, έμεινα μαρμαρωμένος μην τυχόν το
ξυπνήσω, "ακίνδυνο θηρίο το κοιμισμένο" σκέφτηκα, ύστερα κοίταξα το
φεγγάρι, ήταν ακόμα εκεί λες με περίμενε κι΄ έκανα μία ευχή "άρρωστο φεγγάρι μη μ΄
αφήσεις με το θηρίο, δε θ΄ αντέξω άλλη μοναξιά", φαίνεται πως η ευχή έπιασε, όταν
κάποτε ξύπνησα είδα το κρεβάτι άδειο, ένα βαθούλωμα σαν κρατήρας μονάχα στο
μαξιλάρι, αποτύπωμα από το τεράστιο κεφάλι του, ό,τι είχε απομείνει από το
θηρίο και η εξώπορτα ανοιχτή, το θηρίο είχε φύγει μα τί παράξενο! χαρμάνι ανακούφισης
και μελαγχολίας με κυρίεψε, δε θυμάμαι άλλο όνειρο να έχω νιώσει τόσο παράξενα όσο
αυτό, δεν είναι μυστήριο? ένα θηρίο να ψάχνει το δωμάτιό
μου, αλήθεια τί έψαχνε? και μετά να κοιμάται μαζί μου και να μ΄ αγκαλιάζει, κι΄
εγώ εκεί που έτρεμα από το φόβο μου να νιώθω τη γλυκιά ζεστασιά τού κορμιού
του… εσείς όλα αυτά πως τα εξηγείτε? τελικά
ακόμα κι΄ αν καταφέρεις να τη βγάλεις καθαρή με το θηρίο ή το προσπάθησες και
δεν τα κατάφερες, ακόμα κι΄ αν το θηρίο ήτανε για καλό σου ή το θηρίο είσαι εσύ,
ακόμα κι΄ αν θηρίο δεν υπήρξε ποτέ ή δεν πιστεύεις σε θηρία… είναι κομμάτι
ζόρικο να ανακαλύπτεις αυτό που ήξερες.
22/5 ΛΕΝΕ ΠΩΣ ΜΟΥ ΠΑΝΕ
Πήρα καινούργια γυαλιά! Ηλίου. Με τα παλιά ήτανε σα να μη τα φορούσα. Τα
έβλεπαν αυτοί που μ΄ αγαπάνε και ρώταγαν: Φοράς γυαλιά? Άλλοτε τα εύρισκαν παλιομοδίτικα. Να γίνεις
μοντέρνος… με τρώγανε. Με τα παλιά ο ήλιος με κούραζε. Έκανα πως βλέπω. Με τον
καιρό βέβαια συνήθισα. Νόμιζα πως κάπως έτσι είναι όλα τα γυαλιά ηλίου. Πως
κάπως έτσι βλέπουν όλοι. Πως βλέπουν τόσο όσο τούς επιτρέπει ο ήλιος. Ντάλα
μεσημέρι, για παράδειγμα, εγώ έβλεπα την τύφλα μου. Οι άλλοι άλλα έβλεπαν.
Διαφορετικά από μένα. Πιο κοντά στην πραγματικότητα. Μού πήρε καιρός να το
καταλάβω. Όταν το κατάλαβα μπήκα στο πρώτο μαγαζί που έτυχε μπροστά μου και
πήρα καινούργια γυαλιά. Δεν το πολυέψαξα. Όλα τα καινούργια ίδια μού φάνηκαν. Τώρα
ο ήλιος δε με τυφλώνει. Τώρα βλέπω τα ίδια με τους άλλους. Καθαρά. Το κατά
δύναμη δηλαδή γιατί από τα μικρά μου η μυωπία δε λέει να μ΄ αφήσει. Και ξεκούραστα.
Όχι πως με τα παλιά κουραζόμουνα. Είχα βρει το κόλπο: Όταν το ψυλλιαζόμουνα
έκλεινα τα μάτια. Έτσι και ξεκούραστα έβλεπα και καλύτερα. Στα καινούργια -μού
είπανε- οι φακοί έχουν ειδική επίστρωση για να μη κουράζομαι. Τώρα δε
χρειάζεται να κλείνω τα μάτια. Για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω αν αυτό είναι
καλό ή κακό. Στο μαγαζί απόρησαν όταν τους το είπα. Ισχυρίστηκαν πως τα καλά
γυαλιά είναι ξεκούραστα, πρέπει να ΄ναι ξεκούραστα. Εγώ διατηρώ τις αμφιβολίες μου.
Μα και πάλι δεν επιμένω. Ο χρόνος θα δείξει. Έχει σημασία βέβαια –μού είπανε- και
το χρώμα τού φακού. Κόκκινο πάντως δε βρήκα. Το κόκκινο είναι το αγαπημένο μου
χρώμα. Υποσχέθηκαν πως μόλις φέρουν θα με ειδοποιήσουν. Μόλις φέρουν θα πάρω
ένα δεύτερο ζευγάρι. Πάντα ήθελα να τα βλέπω όλα κόκκινα. Προς το παρόν τα
βλέπω όλα γκρι. Ωραία είναι κι΄ έτσι. Βάζω τα καινούργια γυαλιά μου και
καμαρώνω σα γύφτικο σκεπάρνι. Λένε πως μού πάνε.
16/5 BEAUTIFUL LOVE
Όμορφη αγάπη / άγγελος Ιανός / με φτερά κατσαβίδι / και κεφάλι τιρμπουσόν / με πας απ΄ τον Παράδεισο στη Κόλαση / σ΄ ένα σπιράλ χωρίς τελειωμό / όταν ξαποσταίνεις γίνεσαι διαστημόπλοιο / και κάνουμε σεργιάνι στ΄ άστρα / όμορφη αγάπη τί μάγια μού ΄χεις κάνει? / έγινα βίδα για να σφιχτώ στην αγκαλιά σου / κλαδευτήρι για να γλυκάνω τον πόνο σου / ποτιστήρι για να ποτίσω τα λουλούδια σου / λουλούδι για να το κόψω και να στο προσφέρω / καρέκλα για να σε αγγίξω / αποσμητικό για να σε μυρίσω / παραμυθάκι για να σού το διαβάσω πριν κοιμηθείς… / ήμουνα ευτυχισμένος / μού είπες / θέλω να γίνω κι΄ εγώ ευτυχισμένη σαν εσένα / θέλω να γίνεις σουγιάς / να με σκοτώσεις / θέλω να με σκοτώσεις / τώρα / έτσι μόνο θα γίνω ευτυχισμένη / κι΄ έγινα σουγιάς απαρηγόρητος / μετά έγινα λέξεις / κι΄ οι λέξεις χαρτιά με στιχάκια / τα έκανα κομμάτια και τα πέταξα στα σκουπίδια / να εξαφανίσω τα πειστήρια του εγκλήματος / μετά κάθισα στη τι βι / ήρθες και κάθισες δίπλα μου / έγειρες το κεφάλι σου στον ώμο μου / σού είπα / θέλω να γίνεις θάλασσα / άμμος στο συρτάρι / σύννεφο τής λησμονιάς / στάχυ απομόναχο καταμεσής τού πουθενά / ελιά στο μάγουλο της Άνοιξης / δέρμα γυμνό στις ορέξεις τού ήλιου / όνειρο που θα ΄βγει αληθινό.
9/5 ΜΕ ΤΕΤΟΙΑ ΛΙΑΚΑΔΑ?
Θυμήθηκα όσα δεν είχα ζήσει. Ήμουνα καταδικασμένος να τα
ξαναζήσω. Όχι, δεν είμαι κανένας ξεμωραμένος όπως πιθανόν νομίζετε. Ούτε
κάποιος που πετάει στα σύννεφα. Όσοι με γνωρίζουν έχουν να λένε πόσο μυαλωμένος
είμαι. Βαρετός. Απλώς θυμάμαι. Μού αρέσει να θυμάμαι. Στη πραγματικότητα όλα τα
είχα ζήσει. Όλα. Απλώς δεν το είχα καταλάβει. Εκείνη τη μέρα θυμάμαι ξύπνησα με
κακή διάθεση. Ξεκίνησα για τη δουλειά μα ουδέποτε έφτασα. Κατηφόρισα στη
θάλασσα. Θυμήθηκα τη θάλασσα. Την ίδια όπως τότε διαδρομή. Τις βάρκες. Την
προκυμαία, Τα θαλασσοπούλια. Τη νοτισμένη αύρα που άφηνε αρμύρα στο δέρμα. Τον
ήλιο που έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα. Η μέρα ηλιόλουστη. Ο δρόμος έρημος. Πού
ήταν οι φίλοι μου? Πού είχανε κρυφτεί αυτοί που κάθε μέρα πηγαίναμε μαζί?
Παράξενη χαρμολύπη με κυρίεψε. Θυμήθηκα… Τί
θυμήθηκες πάλι? Τι θυμήθηκες που είχες ξεχάσει? Τί απόμεινε ακόμα να
θυμηθείς? Δεν αρκούν όσα δεν
έζησες? Έκανα την παλάμη μου παρασόλι στον ήλιο που βάραγε στο δόξα πατρί
κι΄ έκλεισα τα μάτια. Θυμάμαι ότι έκλεισα τα μάτια. Τάχατες πως έστυβα το μυαλό
μου. Δεν ξέρω… τελικά απάντησα. Κάτι μέσα μου μ΄ έτρωγε. Αν όλα όσα είχα
θυμηθεί δεν ήτανε τίποτ΄ άλλο παρά παιχνίδι τής φαντασίας μου? Μα κι΄
έτσι ακόμα τί σημασία είχε? Μια φορά στη ζωή του κανείς θυμάται. Μία και καλή.
Είναι η θύμηση μοναδικό στον ουρανό πεφταστέρι. Πρόλαβες? το είδες. Πήγα
προς τις βάρκες. Θυμάμαι τις βάρκες. Τις ήξερα καλά. Μία μία
τις ήξερα με τ΄ όνομά τους. Πήγαινα συχνά εκεί. Τούτη τη φορά μού φάνηκαν σα
ψεύτικες. Το ίδιο και τα ψάρια. Τους έριχνα λίγο ψωμί και έκαναν τρελές
πιρουέτες πριν το μουντάρουν. Τώρα ήταν ακίνητα. Σα βαλσαμωμένα.
Βαλσαμωμένα μέσα σε μια γυάλα ήτανε. Μια γυάλα ως εκεί που έφτανε το μάτι μου.
Κι΄ εγώ στην ίδια γυάλα. Όλα ακίνητα. Κι΄ η θύμηση ακίνητη. Σε στοπ καρέ διαρκείας.
Περπάτησα ώρα πολλή καρφωμένος στο ίδιο σημείο. Όταν είδα ένα γλάρο στη προκυμαία
ένιωσα ταραχή. Έδειχνε ζωντανός. Όμως εγώ? Εγώ τι ήμουνα? Μήπως ήτανε και αυτός
παιχνίδι τής φαντασίας? Τσιμπήθηκα για να βεβαιωθώ. Ναι, ήταν ζωντανός. Ήτανε
το πρώτο πλάσμα που έβλεπα ζωντανό εκείνη τη μέρα. Έτρεξα προς το μέρος
του. Θα έρθει?… τον ρώτησα. Με κοίταξε σαστισμένος. Το μπουρίνι… τού είπα …Θα έρθει το μπουρίνι? Σε
είδα στη στεριά και σκέφτηκα πως έρχεται μπουρίνι. Πας καλά?… θυμάμαι μού είπε …Με τέτοια λιακάδα?
16/4 LA CUCARACHA
Για την αγαπημένη μου κατσαρίδα τραγουδούσα όταν την είδα. Δίχως χρονοτριβή έβγαλα τη παντόφλα μου και παφ! Την έκανα λιώμα. Έπειτα καθάρισα τη σόλα από τα κολλημένα πάνω της υπολείμματα και τα ζουμιά. Το ίδιο και το πάτωμα. Δε με χαλάνε τα έντομα, όλα τα έντομα εκτός από τις κατσαρίδες. Και με τις σαρανταποδαρούσες έχω θέμα μα αυτές τουλάχιστον είναι αργοκίνητες, τις προλαβαίνω. Ενώ οι κατσαρίδες πάνε σαν τρελές. Κι΄ αν δεν τις προλάβεις τρυπώνουν στα σκοτεινά και κρύβονται για να επανεμφανιστούν εκεί που δεν τις περιμένεις. Η δικιά μου προσπάθησε μα δεν τα κατάφερε. Ικανοποιημένος φόρεσα τη παντόφλα. Μετά πλάκωσαν οι τύψεις. Τί έφταιγε? Μια κατσαριδούλα του θεού ήταν. Το τραγούδι της έλεγα, το κατάλαβε, ξεθάρρεψε, βγήκε από τα σκοτεινά και θέλησε να μού κάνει παρέα. Κι΄ εγώ για ευχαριστώ… Αν συνέχιζα το ίδιο τραγούδι θ΄ ακούγονταν σα μνημόσυνο. Μνημόσυνο για την αγάπη που είχα σκοτώσει. Θα πιάσω –σκέφτηκα- κάποιο άλλο. Μετά κατάλαβα πως τα τραγούδια δεν έρχονται κατόπιν σκέψης. Έρχονται σε ανύποπτο χρόνο και σε βρίσκουν. Δεν τα βρίσκεις εσύ. Εκείνα σε βρίσκουν. Σα να σού χτυπάνε τη πόρτα ενώ κοιμάσαι. Εσύ νιώθεις την αύρα τους, σηκώνεσαι με τη τσίμπλα στο μάτι και τούς ανοίγεις. Πριν προλάβεις να αντιδράσεις σε αγκαλιάζουν. Εσύ κολακεύεσαι μα είσαι ακόμα σφιγμένος -μπορεί ενδόμυχα να φοβάσαι την άγνωστη αγκαλιά- θέλεις να ανταποκριθείς μα διστάζεις. Στην αρχή σκέφτεσαι πως ήρθαν απρόσκλητα την πιο ακατάλληλη ώρα και σε ξύπνησαν –τι αγένεια αλήθεια! Μετά πως σε περιμένει το ζεστό κρεβάτι σου, πως ο ύπνος είναι γλυκός. Μα καπάκι συνειδητοποιείς πως ο ύπνος σου έχει πάει περίπατο ανεπιστρεπτί, είναι πια αργά, έχεις ήδη ξυπνήσει. Και το σημαντικότερο: Έχουν γίνει πια κομμάτι της ζωής σου, τα έχεις ανάγκη. Δε σού μένει τίποτ΄ άλλο από το να ανοίξεις κι΄ εσύ διάπλατα την αγκαλιά σου. Και το κάνεις…
21/3 ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΤΟΥΣ!
Τα λεμόνια λένε πως είναι ξινά. Όχι τα ίδια. Οι άλλοι το λένε. Στην πορτοκαλάδα μου πάντως κάνουν τη διαφορά. Κάθε πρωί στύβω δύο. Με αυτά ξεκινάω τη μέρα. Στο κήπο έχω μια λεμονιά. Είναι γέρικη μα καλά κρατάει. Κάνει λεμόνια δύο φορές το χρόνο. Τα μαζεύω ανελλιπώς. Όσα φτάνω. Αυτά στα ψηλά δεν μπορώ. Πρέπει να σκαρφαλώσω και τελευταία το αποφεύγω. Φοβάμαι μην κουτρουβαλιαστώ και μού βγει ξινό. Χα! ξινό για ξινό… πλάκα έχει. Στα ψηλά τ΄ αφήνω. Μάταια περιμένουν να τα μαζέψω. Πέφτουν στο χώμα και σαπίζουν. Πάντως όποτε σκαρφάλωσα δεν έπαθα τίποτα. Τελικά ιδέα μου είναι… Οι γείτονες με βλέπουν και παραπονιούνται ότι δεν τους παίζω. Λένε ότι κόβω τα λεμόνια για πάρτη μου. Λένε πως ο κήπος είναι κοινός. Πως η λεμονιά είναι μέσα στον κήπο. Πως τα λεμόνια που κόβω είναι τής λεμονιάς… Δε λέω, δίκιο έχουν. Αν τα μοιραζόμασταν δεν θα παραπονιόντουσαν. Και πάλι όμως δεν είμαι σίγουρος. Μπορεί να τα χαλούσαμε στη μοιρασιά. Να θέλανε περισσότερα. Ή λιγότερα. Μπορεί να θέλανε να τα κόβουν οι ίδιοι. Ή να ΄τανε από άλλη λεμονιά. Ή η λεμονιά να ΄τανε κάπου αλλού… Έπειτα σκέφτομαι πως ότι και να έκανα παραπονεμένοι θα ΄μεναν. Το παράπονο πώς να το βολέψεις? Άμα είναι να σού κατσικωθεί, έτσι ή αλλιώς θα το κάνει. Όπως και να ΄χει ένα έχω καταλάβει: Τα ξινά όλοι τα θέλουν. Τούς αρέσουν δεν τούς αρέσουν. Γι΄ αυτό τα λεμόνια μου έχουν την τιμητική τους. Κυρίως όμως όλοι τη βρίσκουν να μιλάνε γι΄ αυτά. Είναι αυτή η πικάντικη περιέργεια: Πότε θα κουτρουβαλιαστεί? Ξέρω βέβαια πως -ο μη γένοιτο κάτι τέτοιο συμβεί- θα τρέξουν να με περιμαζέψουν. Με ανυπόκριτο ενδιαφέρον θα κάνουν το καλύτερο για μένα. Ξέρω θα μού πουν: "Σε βλέπαμε που σκαρφάλωνες στη λεμονιά σαν το κατσίκι γέρος άνθρωπος και απορούσαμε…" Κι΄ εγώ σακατεμένος θα προσπαθώ να τούς εξηγήσω τα ανεξήγητα. Προσώρας σώος και αβλαβής, η περιέργειά τους φουντώνει: Πόσο ξινό μπορεί να φτάσει το ξινό? Πόσο μπορεί ν΄ αντέξει το στομάχι του? Κι΄ αν το ρημάδι κλατάρει, τότε τι κάνει? Θα το κόψει με το μαχαίρι?… Το ξινό είναι βλέπετε που εξιτάρει. Οι άλλες γεύσεις ανέκαθεν στ΄ αζήτητα…
12/3 ΜΕ ΤΑ ΛΑΜΠΑΚΙΑ ΟΙ
ΒΙΤΡΙΝΕΣ ΕΊΝΑΙ ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΕΣ
Παντρεμένη γυναίκα. Βόλτα στις
βιτρίνες. Τσάντα περασμένη στον ώμο. Ανάμεσα στη καρδιά και το χέρι με την
ομπρέλα. Για κάθε ενδεχόμενο. Στο άλλο τα ψώνια. Διασχίζει κάθετα τον δρόμο. Κοντοστέκεται
στη πρώτη βιτρίνα. Το μάτι τσιμπολογάει. Βιαστικά. Φεύγει. Στην άλλη κολλάει. Κάτι
τής έχει γυαλίσει. Το περιεργάζεται.
Αυτό έψαχνε. Τόσο καιρό αυτό έψαχνε. Τής αρέσει. Ακόμα τής αρέσει. Και παλιά
τής άρεσε. Σε μια βιτρίνα. Τότε δεν αποφάσισε. Τώρα σα να ξύπνησε
μέσα της. Θέλει να το κάνει δικό της. Τής αρέσει περισσότερο από αυτό που έχει
ψωνίσει. Σκέφτεται να το γυρίσει πίσω. Καπάκι θυμάται: Επιστροφές δεν
γίνονται δεκτές. Χαλιέται. Τα βάζει με την ατυχία της. Αναρωτιέται γιατί να μην
είχε δει τη βιτρίνα λίγα λεπτά νωρίτερα. Αυτή τη βιτρίνα. Αν είχε γυρίσει τη
βόλτα ανάποδα… Από το απέναντι πεζοδρόμιο… Όλα τώρα θα ήτανε διαφορετικά… Συμβιβάζεται με την ατυχία της. Ό,τι ψώνισε
ψώνισε. Την επόμενη φορά… Έτσι λέει. Θα γυρίσει σπίτι. Μόνη. Είχε κανονίσει με παρέα μα
κάπου τσάκισε. Ρίχνει μια τελευταία ματιά στη βιτρίνα. Αποχαιρετισμός στο
αντικείμενο τού πόθου της. Βλέπει τα πολύχρωμα λαμπάκια. Αναβοσβήνουν. Στην
αρχή τα νόμιζε ξεχασμένα από τις γιορτές. Σε κάθε βιτρίνα τα ίδια λαμπάκια. Όλες τα ίδια. Κι΄
ας πάει καιρός από τις γιορτές. Απορεί. Μετά σκέφτεται "γιατί όχι?"
Τής αρέσουν. "Κι΄ εμένα μ΄ αρέσουν…" κάνει ο άγνωστος άντρας. Έχει
έρθει δίπλα της. Κοιτάζει τη βιτρίνα. "…Μοιάζουν ψεύτικα."
Τον ακούει. "Δεν γνωριζόμαστε και μάλλον εμείς οι
δύο δεν θα γνωριστούμε ποτέ!" τού λέει.
Εξακολουθεί να βλέπει τα λαμπάκια. Το είδωλό του αντανακλά στο τζάμι. Αναβοσβήνει στο
ρυθμό τους. Δεν θέλει να γυρίσει το κεφάλι προς το μέρος του. Δεν μιλάει ποτέ
σε άγνωστους. "Κρίμα που δεν θ΄ αντέξουν μέχρι
τις επόμενες γιορτές…" λέει εκείνος. Μένει σιωπηλή.
Κάνει λίγα βήματα και αλλάζει βιτρίνα. Εκείνος τής δείχνει ένα λαμπάκι: "…Δες το πως τρεμοπαίζει!… Σε λίγο θα καεί…" "Όχι, δεν θα καεί … απλώς
τρεμοπαίζει… δεν θέλω να καεί… Με τα
λαμπάκια οι βιτρίνες είναι πιο όμορφες!" θέλει να τού πει. Τρέχει. Εκείνος την
ακολουθεί. Σταματάει στην άλλη βιτρίνα. Γυρίζει προς το μέρος του. Τον κοιτάζει
κατάματα: "Τι ζητάς από μένα? " "Κλαις?" τής απαντάει…
25/2 ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΣΤΡΑΒΩΣΕΙ?
Έστριβε, έστριβε… Ζορίστηκε. Φόρεσε τα γυαλιά του. Κοίταξε τη βίδα διερευνητικά. Γιατί δεν προχωρούσε? Δεν μπορούσε να καταλάβει. Ίσως με μια τανάλια να ήτανε καλύτερα. Θα έπιανε το κατσαβίδι με την τανάλια. Έψαξε στο ντουλάπι. Θυμότανε εκεί μία τανάλια ξεχασμένη. Έψαξε καλά μα δεν τη βρήκε. Ίσως την είχε πετάξει τότε στο ξεκαθάρισμα. Καλά είχε κάνει, ήτανε για πέταμα. Έκλεισε το ντουλάπι. Πίσω πάλι στη βίδα. Μια κοινή μεταλλική, κοινότατη βίδα. Αυτή τη φορά έβγαλε τα γυαλιά του. Αποφάσισε να συνεχίσει χωρίς γυαλιά. Χωρίς γυαλιά τού φάνηκε ότι βλέπει πιο καθαρά. Τί τα φοράω τα ρημάδια? σκέφτηκε. Πήρε το κατσαβίδι. Ολοκαίνουργιο. Το είχε αγοράσει ειδικά γι΄ αυτή τη βίδα. Ήταν απόλυτα βέβαιος πως το κατσαβίδι έκανε. Δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να βιδώσεις μια βίδα… είπε στον εαυτό του. Τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Άφησε τη βίδα αμανάτι και με το κατσαβίδι στο χέρι σήκωσε το ακουστικό. Τι κάνεις? άκουσε στην άλλη άκρη της γραμμής. Άθελά του η κουβέντα πήγε στη βίδα. Θυμάται τις οδηγίες, κάτι σα manual "Το στρίψιμο της βίδας" από τηλεφώνου. Δεν τις χρειάζονταν. Ίσως είχε δώσει την εντύπωση πελαγωμένου… Μπορεί να χρειάζονταν ένα νούμερο μικρότερο κατσαβίδι, μα οδηγίες όχι. Η έγνοια του ξανά στη βίδα. Τον περίμενε κορδωτή μισή στον αέρα και με το κεφάλι ψηλά. Με τα δάχτυλά του σα να τη χάιδεψε. "Σε χρειάζομαι… Θα δεις πως θα τα καταφέρω…" τής είπε. Ακούμπησε το κατσαβίδι στην εγκοπή. Του φάνηκε ανεπαίσθητα πιο μεγάλο, μα ανεπαίσθητα. Ήτανε βέβαιος ότι έμπαινε ικανοποιητικά στην εγκοπή, διαφορετικά θα το είχε παρατηρήσει από την αρχή. Όχι, δεν έφταιγε το κατσαβίδι. Έτσι κι αλλιώς με το ίδιο κατσαβίδι είχε καταφέρει τη μισή βίδα. Είχε ήδη κάνει τη μισή δουλειά. Αυτό σκέφτηκε και αναθάρρησε. Άρχισε πάλι να στρίβει. Τού φάνηκε ότι προχωρούσε. Προς στιγμή ένιωσε πως θα τα καταφέρει. Ίσως και να κατάφερε μια δυο βόλτες ακόμα. Μα μέχρι εκεί. Πάλι ζορίστηκε. Όμως δεν το έβαλε κάτω. Έβαλε όλη του τη δύναμη, σφίχτηκε και συνέχισε το στρίψιμο. Μέχρι που πόνεσε ο καρπός του, πιάστηκε ο τένοντας, μπλάβισε η παλάμη του… Σταμάτησε και φόρεσε ξανά τα γυαλιά του. Όλα φαίνονταν εντάξει. Η βίδα εντάξει, το κατσαβίδι εντάξει, το στρίψιμο με τη σωστή φορά. Πού είχε στραβώσει? Τα έβαλε με τον εαυτό του. Έστριψε μια τελευταία φορά και εγκατέλειψε την προσπάθεια.
20/2 LITTLE RED ROOSTER
Στον ουρανό διαβατάρικα σύννεφα. Στη θάλασσα χρυσές ανταύγειες. Κοιτάζω πίσω. Στην άμμο τα βήματά μας μια γραμμή ως εκεί που τελειώνει το μάτι. Πρώτα τα μέτραγα. Μετά έχασα τον λογαριασμό. "Σε λίγο ο ήλιος θα κρυφτεί" είπα. "Κρυώνω… Αγκάλιασέ με" είπε εκείνη. Κάπως έτσι θυμάμαι ξεκίνησε ο διάλογος. "Εκεί κάποτε ήτανε μια καντίνα." "Καντίνα εκεί! Πότε?… γυρίζει το κεφάλι …Πού?… το βλέμμα της σαρώνει την παραλία …Πού είναι?" "Εκεί… τής δείχνω …Δεν θυμάσαι?" "Κατάλαβα…" κάνει. "Κατάλαβες… Δεν θυμάσαι!… Τί κατάλαβες?" "Πως εκεί κάποτε ήτανε μια καντίνα". "Ναι! εκεί. Little Red Rooster την έλεγαν… Θυμήθηκες?" "Εκεί θα είναι ακόμα ξεχασμένη… Από το Καλοκαίρι…" Πηγαίνουμε αργά προς τα εκεί. Η θαλασσινή αύρα ξυπνάει σαν από λήθαργο. Σηκώνει σύννεφο την άμμο. Η άμμος μπαίνει στα μάτια μας. Δακρύζουν. "Κλείσε τα μάτια σου. Κράτησέ τα κλειστά… τα κλείνει …Δώσε μου το χέρι σου." Συνεχίζουμε με κλειστά μάτια πιασμένοι χέρι χέρι… Little Red Rooster γράφει ακόμα. Μεγάλα κόκκινα καλλιγραφικά γράμματα ξεθωριασμένα από τον ήλιο. Κι΄ ο Howlin΄ Wolf στη διαπασών. Το ηχείο ξεχαρβαλωμένο τρίζει σα να πάει να σπάσει. Εμφανίζεται ένας άντρας απροσδιόριστης ηλικίας. Κρατάει ένα σταυρόλεξο. Σα να μάς περιμένει "Πες μου μια λέξη με εφτά γράμματα από κάπα." "Κόκορας" κάνω. "Αυτόν τον έχασα! Ωραία εσύ τον βρήκες μα κλείνω τώρα… κάνει μια παύση …Τί καταλάβατε που φτάσατε ως εδώ? " Αρχίζει να κατεβάζει ρολά. "Έχεις nachos?… τού λέω …Nachos με τυρί." "Με τυρί!… δείχνει έκπληκτος …Κάθε πράμα στο καιρό του… κάνει …Θυμάσαι το Καλοκαιράκι ε? το Καλοκαίρι που είχα nachos με τυρί… Ε λοιπόν μάθε, τον Χειμώνα τα nachos τρώγονται σκέτα. Το κατάλαβες? σκέτα! Σού αρέσουν δε σού αρέσουν σκέτα έχω… Α και κάτι άλλο: Αν δεις πουθενά τον κόκορά μου πες του να γυρίσει σπίτι. Μού λείπει"… Με τα nachos στο χέρι απομακρυνόμαστε. "Από το Καλοκαίρι τού έχουν μείνει…" λέει εκείνη και κάνει να πάρει ένα. "Είναι μπαγιάτικα" την προλαβαίνω. Παίρνει ένα. Το φέρνει στο στόμα και σταματάει. "Κοίταξες την ημερομηνία λήξης?" "Ούτε που πέρασε από το μυαλό μου να κοιτάξω την ημερομηνία λήξης." "Θα έπρεπε να την κοιτάξεις. Όλα έχουνε μια ημερομηνία λήξης… Αφήνω τα nachos να φύγουν από το χέρι. Σκορπίζουν στον άνεμο. …Ο καντινιέρης ήτανε φτυστός εσύ!" "Φτυστός εγώ! Μα εκείνος ήτανε κάτασπρος σαν πανί… Εγώ δεν δείχνω πιο νέος απ΄ αυτόν?" "Φτυστός εσύ!" επαναλαμβάνει μηχανικά σα να μη με έχει ακούσει. "Κι΄ εμένα πάντως μού φάνηκε γνωστός" τής λέω… Κάπως έτσι θυμάμαι συνεχίστηκε ο διάλογος. Περπατάμε στην άμμο δίπλα στο κύμα, αυτή τη φορά στην αντίθετη κατεύθυνση. Με τη θαλασσινή αύρα στη πλάτη. Με τα μάτια προφυλαγμένα, στεγνά από δάκρυα. Ένα κύμα έρχεται και σκάει στα πόδια μας. Το νερό βρέχει τα παπούτσια. "Θα γίνουμε μούσκεμα!" λέω και με ελαφρύ πήδημα ισορροπώ στη νοητή γραμμή που χωρίζει τη στεγνή άμμο από τη βρεγμένη. Σκάει κι΄ άλλο κύμα… κι΄ άλλο… Το ένα κύμα μετά το άλλο. Η γραμμή συνέχεια μετατοπίζεται. Κάνω διαδοχικά ελαφρά πηδηματάκια για να μη βρέξω τα παπούτσια μου. "Θέλω να μείνω ξυπόλητη…" λέει εκείνη. Καπάκι βγάζει τα παπούτσια της. Βρέχει τ΄ ακροδάχτυλα στο νερό. "Εγώ πάω στο αυτοκίνητο…" λέω και την αφήνω. Πηγαίνω στο αυτοκίνητο και την περιμένω. Βάζω μπροστά τη μηχανή. Ανοίγω το καλοριφέρ. Σκέφτομαι πως τώρα ο ήλιος έχει κρυφτεί. Πως η θάλασσα θα είναι κρύα. Πως ξυπόλητη θα έχει ξεπαγιάσει. Πως όπου να ναι θα έρθει. Πως σαν έρθει θα την κρατήσω σφιχτά στην αγκαλιά μου για να ζεσταθεί. Εξάλλου εκεί που φτάσαμε τι άλλο είχαμε να χάσουμε? Ο δρόμος μάς είχε βγάλει στη θάλασσα. Πιο πέρα δεν είχε. Θυμάμαι παράτησα το αυτοκίνητο και βγήκα βιαστικά αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Έκανα λίγα μέτρα στην άμμο με γρήγορο βηματισμό. "Μπορείς τουλάχιστον να με περιμένεις για να πηγαίνουμε παρέα?… " μού είχε πει. Ήρθε δίπλα μου. Περπατάμε αμίλητοι με τα χέρια στις τσέπες. "Φτάσαμε! Ευκαιρία να κάνεις εδώ αναστροφή γιατί πιο πέρα δεν θα βρεις" μού είχε πει σε εκείνο το πλάτωμα. "Πάμε λίγο ακόμα" τής είχα απαντήσει. Μετά το πλάτωμα πήρα τον στερνό κακοτράχαλο χωματόδρομο που οδηγούσε στην παραλία. Εκείνη είχε κουρνιάσει στη θέση του συνοδηγού. "Πού πηγαίνουμε?… Πηγαίνουμε σωστά?… Πού πηγαίνουμε?" μονολογούσε κάθε τόσο. Γύρευα κάποιον να ρωτήσουμε μα ψυχή πουθενά…
17/1 Ο,ΤΙ
ΗΤΑΝΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΕΙΧΕ ΓΙΝΕΙ
Μισό φλουρί μού έπεσε. Το άλλο μισό παρέμεινε κολλημένο στον πάτο τής πιατέλας. "Είναι ωραίο να μοιράζεσαι" είπα. Φιληθήκαμε και ανταλλάξαμε ευχές. Ο οικοδεσπότης πήρε πάλι το μαχαίρι. "Πού είχαμε μείνει?" ρώτησε. "Δεν έχει σημασία" απάντησε κάποιος. "Δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε" είπε καπάκι κάποιος άλλος. Ο οικοδεσπότης επέμεινε. "Για το καλό…" είπε. "…Για το καλό τού χρόνου πρέπει να συνεχίσουμε. Ως το τέλος." Κάποιοι συμφώνησαν. Εγώ δεν είπα κάτι. Άρχισα να τρώω το κομμάτι μου. Ήμουνα στην αρχή ακόμα όταν φταρνίστηκα. Η άχνη σηκώθηκε σύννεφο. Έγινα χάλια. "Γαμώτο!" μού ξέφυγε. "Γούρι!" είπε η οικοδέσποινα. Δύο φορές. "Μία φτάνει" είπα αυθόρμητα και τής χαμογέλασα. Νομίζω πως και κάποιος άλλος είπε "γούρι". Μάλλον κι΄ ένας τρίτος. "Μια του κλέφτη, δυο τού κλέφτη, τρεις… κάτι θα ξέρουν" σκέφτηκα. Τίναξα την άχνη από πάνω μου. Συνέχισα να τρώω το κομμάτι. "Σε ποιον έπεσε το φλουρί?" ρώτησε κάποιος. Δεν είπα κάτι. "Εμένα που μού έπεσε πέρυσι, με πήγε η χρονιά γαμιώντας!" είπε κάποιος άλλος με νόημα. Τον κοίταξα. Πάλι δεν είπα κάτι. Εξάλλου τι θ΄ άλλαζε? Ό,τι ήτανε να γίνει είχε γίνει. Μόνο έφαγα ό,τι είχε απομείνει από την πίτα στο πιάτο μου. Ύστερα έμεινα αμίλητος. Ειπώθηκαν κι΄ άλλα για το φλουρί. Δεν τα πρόσεξα.