Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025

Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΚΑΙ ΑΙ ΥΠΟΘΗΚΑΙ ΤΟΥ


"ο φιλόσοφος Διογένης και αι υποθήκαι του", υποθήκαι επί παντός, ο φιλόσοφος που νουθετεί και δε μασάει τα λόγια του, που τη μία λέει και την άλλη ξελέει, που σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, κάνει τον απολογισμό του, κάθεται και κλαίει κι΄ όταν δεν έχει εφιάλτες ονειρεύεται και παίζει ανέμελος σα μικρό παιδάκι, κάποτε κατεβαίνει και στις εκλογές…  

 

 















































































































                                                       

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2025

2025 ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ


18/6           WE’VE MET BEFORE, HAVEN’T WE?

Ο Yoann Bourgeois περπατάει σα να πετάει, ανεβαίνει μια λευκή σκάλα που δεν οδηγεί πουθενά, πέφτει, σηκώνεται, αιωρείται κάθετα στον τοίχο, ξαναπέφτει για να σηκωθεί ξανά, κάνει κωλοτούμπα, ανάποδη κωλοτούμπα, υποκλίνεται στο κοινό και αποχωρεί. Είναι κάθιδρος μα λάμπει, δείχνει απόλυτα ικανοποιημένος. Το κοινό τον αποθεώνει. Όταν τα φώτα σβήνουν μένει μόνος. Επανέρχεται στη σκηνή. Κοιτάζει τη σκάλα. Αρχίζει να ανεβαίνει αργά ένα ένα τα σκαλοπάτια. Φτάνει στο ψηλότερο. Πάνω από αυτό δεν έχει. Κάτω το κενό. Μένει ακίνητος και σκέφτεται πως ίσως θα μπορούσε να είχε κάνει μια άλλη περφόρμανς εξ ολοκλήρου διαφορετική ή τα ίδια ίσως με διαφορετική σειρά.  Ή τίποτα απολύτως και να κάθονταν έτσι όπως κάθεται τώρα, ακίνητος, το κοινό να ανυπομονεί για δράση και να ξεσπάει σε χειροκροτήματα για να τον ενθαρρύνει. Ή κάτι παντελώς άσχετο από αυτό που κάνει και τότε ίσως να ήταν ένας άγνωστος, ένας ίσως από τους θεατές. Ο Yoann είναι καταξιωμένος χορογράφος. Αν δεν ήταν χορογράφος θα μπορούσε να είναι ωρολογοποιός, η περφόρμανς του είχε ρυθμό, ακρίβεια, χάρη, φινέτσα… Όμως τί βλέπω? ένα παιδί στέκεται στη βάση τής σκάλας. Φοράει κοντά παντελονάκια με τιράντες. Τα μαλλιά του ξανθά όλο μπούκλες, τα μάτια του από σμαράγδι. Κοιτάζει προς τα πάνω. Σίγουρα περιεργάζεται τον Yoann. Ο Yoann κοιτάζει το παιδί. Κάτι τού λέει μα δεν μπορώ ν΄ ακούσω. Το παιδί ανοίγει διάπλατα τα χέρια του. Ο Yoann πηδάει, πέφτει στην αγκαλιά του και εξαφανίζεται.






12/6           ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΜΟΥ ΔΟΝΤΙ

"Άνοιξέ το διάπλατα, κράτησέ το ανοιχτό και θα δεις…" μού είπε. Έτσι έκανα και τσουπ! ένα καινούργιο δόντι ξεφύτρωσε στο στόμα μου. Ολοκαίνουργιο! Έτρεξα να δω στον καθρέφτη. "Είναι πολύ ωραίο…" είπα   "…Φτυστό το παλιό. Φτυστό το παλιό μα καινούργιο."   Τώρα με το καινούργιο μου δόντι καμαρώνω σα γύφτικο σκεπάρνι. Όσο για το παλιό, αυτό με βαρέθηκε. Την έκανε μ΄ ελαφριά πηδηματάκια. Μια ζωή είχε κατσικωθεί με το έτσι θέλω στο στόμα μου, δε λέω κι΄ εμένα με βόλευε. Μαζί στις μάσες, στα γλέντια, στη καλοπέραση… μια ζωή μαζί. Απορώ, αν μη τι άλλο δεν με είχε συνηθίσει? Πώς μπόρεσε τώρα στα γεράματα να την κάνει, ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω. Νόμιζα πως τα δόντια δεν είναι σαν τους ανθρώπους που πηγαίνουν όπου φυσάει ο άνεμος. Πως είναι φτιαγμένα για να στεριώνουν. Και πως σα στεριώσουν, στεριώνουν καλά και είναι ευχαριστημένα. Αμ δε… "Δε μασάω"  θυμάμαι μού είπε ένα ωραίο πρωί. Και σταμάτησε να μασάει. Στη θέση του απόμεινε κενό. Μια τρύπα απαίσια στην τακτοποιημένη πάντα στην εντέλεια λαμπερή οδοντοστοιχία μου. Και το χειρότερο άλλη μία, άπατη αυτή, στο μυαλό μου. Συνήθειες και βεβαιότητες μιας ζωής είχαν πάει περίπατο. Κόντευα να τρελαθώ. Κάτι έπρεπε να κάνω. Έψαξα λοιπόν και βρήκα τον καλύτερο. "Τα δόντια απεχθάνονται το κενό…" αποφάνθηκε. "…Αδυνατίζουν, στραβώνουν και τελικά πέφτουν αν δεν έχουν κάπου να στηριχθούν."   "Σαν τους ανθρώπους…"  έκανα εγώ μάλλον αμήχανα. Μετά μού είπε αυτό που λένε πάντα οι γιατροί, πως όλα θα πάνε καλά. Δεν ήθελα πολύ για να πειστώ. Εξάλλου το είχα αποφασίσει. Ένα δεν μού είπε: πως στα γειτονικά δόντια μπορεί και να άρεσε η μοναξιά. Γιατί  αντιμετωπίζουν το καινούργιο μου δόντι σαν παρείσακτο, σαν εισβολέα! "Κράτησέ το ανοιχτό και κάνε υπομονή, θα πονέσεις λίγο" με είχε προειδοποιήσει· και πράγματι πόνεσα. Πέρασε καιρός κι ακόμα πονάω. 

 



15/1           ΤΙ ΑΛΛΟ ΝΑ ΕΚΑΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕ ΠΙΣΤΕΨΕΙ?

Ένα κομβόι από τζιπ καλυμμένα με χιόνι, λάστιχα τούμπανο και σηκωμένες αναρτήσεις κατηφόριζε αργά το δρόμο σαν αποκαμωμένοι πολεμιστές μετά τη μάχη. Όταν διασταυρωθήκαμε ήταν περασμένες τέσσερις. Δύσκολα τα πράματα εκεί πάνω… σκέφτηκα. Σα να διάβασε τη σκέψη και έψαξε το χέρι μου. Έβγαλα το ένα από το τιμόνι. Το βρήκε και το έσφιξε. "Πάμε καλά?"  με ρώτησε. Κοίταξα στον καθρέφτη. Το τελευταίο τζιπ από το κομβόι χάθηκε στη στροφή. Ξανά ησυχία. Παντού λευκό. "Τι ωραίο που΄ ναι το χιόνι! Κατάλευκο σαν την αγάπη…"  είπα. "Και όσο ανεβαίνουμε γίνεται πιο πολύ…"  συμπλήρωσε. Τράβηξε το χέρι της. Κράτησα το τιμόνι με τα δύο χέρια. Συνεχίσαμε να ανεβαίνουμε. Στις πέντε άρχισε να σουρουπώνει. Το λευκό συννέφιασε. Κοίταξα τα έλατα. Είχανε γίνει ένα με τη σκιά τους. Στο λυκόφως όλα αγριεύουν… σκέφτηκα. Κάτι μέσα μου έλεγε πως δεν πήγαινε άλλο. Δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Πολύ περισσότερο να το δείξω. Ίσως γιατί ήτανε δική μου η ιδέα.  "Αυτή η διαδρομή είναι πιο ωραία. Μην ανησυχείς… να δεις θα σ΄ αρέσει…"  είχα πει. Λίγο ακόμα, λίγο ακόμα… έλεγα συνέχεια μέσα μου. Μέχρι που ο δρόμος έγινε αδιέξοδος. Έκανα αναστροφή. Αρχίσαμε να κατηφορίζουμε. Αραιές νιφάδες στροβιλίζονταν στο φως των προβολέων. Σιωπή. Συντροφιά μας το υγρό επαναλαμβανόμενο πλατάγισμα που έκαναν τα λάστιχα στο πατημένο χιόνι. Όταν είδαμε τα πρώτα σπίτια είχε νυχτώσει για τα καλά. Ξεθεωμένοι σταματήσαμε στη πρώτη ταβέρνα που βρήκαμε ανοιχτή για να βάλουμε κάτι στο στόμα μας. "Το χιόνι έριξε ένα δέντρο και έκλεισε τον δρόμο. Αύριο θ΄ ανέβω με το αλυσοπρίονο να το κόψω"  είπε ο ταβερνιάρης. Προσφέρθηκα από ευγένεια να τον βοηθήσω. "Αύριο θα είναι καλύτερα! Αν ερχόμασταν αύριο θα μπορούσαμε να περάσουμε…"  είπα. Αύριο… τί σημασία είχε? Δεν ξέρω γιατί το είπα, πάντως το πίστευα.  Με κοίταξε. Ήξερα πως είχε χάσει την εμπιστοσύνη της. Πως ότι κι΄ αν τής έλεγα δε θα με πίστευε. "…Εντάξει φταίω! Εγώ φταίω!…" είπα, τουλάχιστον αυτό, σκέφτηκα, θα μπορούσε να το πιστέψει. Συνέχισε να με κοιτάζει αμίλητη με τη δυσπιστία ζωγραφισμένη στα μάτια της. "…Λυπάμαι… Ήθελα μα δεν μπόρεσα να κάνω κάτι καλύτερο…" είπα. Τί άλλο να έλεγα για να με πιστέψει?  Πριν χιονίσει!… μού ΄ρθε  φλασάκι. Αυτό ήταν!  "…Αφού αύριο δεν προλαβαίνουμε, να είχαμε έρθει πριν χιονίσει! Τι ωραία που θα ήτανε να είχαμε έρθει πριν χιονίσει…"




1/1           Ο ΚΟΥΡΑΜΠΙΕΣ

Ήθελα να κρυφτώ και δεν έπρεπε. Ο γιατρός μου το ΄χε πει. Και οι φίλοι. Κι΄ οι συγγενείς. Και οι ξένοι μού το ΄λεγαν. Όλοι. Όλοι όσοι νοιάζονταν για μένα. Μού το ΄λεγαν και μάγκωνα. Ειδικά με τους ξένους μάγκωνα πολύ. Νόμιζα πως ήτανε από κακία. Στη καλύτερη ζήλεια. Με ζήλευαν γιατί δεν είχανε κάτι που έχω εγώ και έψαχνα να βρω τί ήταν αυτό που πυροδοτούσε τη ζήλεια τους. Όσο για την κακία, ήξερα, αυτή δεν είναι παρά το άλλο πρόσωπο τής ευχαρίστησης. Να νιώθεις ευχαρίστηση με το πρόβλημα του άλλου. Τώρα που το σκέφτομαι τρελαίνομαι! Γιατί να είναι έτσι οι άνθρωποι?  Κι΄ εγώ γιατί να θέλω να κρυφτώ από δαύτους? Σάμπως είναι οι τέλειοι?  Πεινασμένοι μια ζωή τρώνε τον αγλέουρα. Αφήστε εκείνα τα γλυκά. Είχα καθίσει παράμερα και τους κοίταζα. Πέσανε πάνω τους σαν ακρίδες! Τα έβλεπα να εξαφανίζονται και πόναγε η καρδούλα μου. Γιατί, δεν το κρύβω, είμαι γλυκατζής. Από πέρσι στη δίαιτα και νισάφι πια τη συνήθισα, μα με τα γλυκά ακόμα ζορίζομαι. Στο πιάτο μου τρεις μπουκιές όλες κι΄ όλες. Τρεις μετρημένες. Τις είχα στο πιάτο και τις ζάλιζα. Έφερνα την μπουκιά στο στόμα μου χωρίς να το ανοίγω. Κι΄ ας ήθελα, ήθελα πολύ μα δεν το άνοιγα. Μόλις η μπουκιά ακουμπούσε τα χείλια μου, το πιρούνι πίσω. Και ξανά το ίδιο, ξανά και ξανά. Είχα επαναλάβει την ίδια κίνηση δεκάδες φορές όταν με πλησίασε η οικοδέσποινα. "Δεν σού αρέσει το φαγητό?" με ρώτησε στη ψύχρα. "Υπέροχο! Γεια στα χέρια σου! Απλώς τρώω αργά" τής είπα, κάρφωσα, σήκωσα το πιρούνι και άνοιξα το στόμα μου για πρώτη φορά. "Να περνάς καλά…" μού είπε και απομακρύνθηκε. Δεν έβαλα την μπουκιά στο στόμα μου. Κρατήθηκα. Κρατήθηκα και περίμενα. Περίμενα την κατάλληλη στιγμή. Όταν ο μπουφές θα άδειαζε από κόσμο. Όταν κανείς  δε θα μ΄ έβλεπε. Τότε ήταν που πετάχτηκα και άρπαξα τον τελευταίο κουραμπιέ που είχε απομείνει στη πιατέλα. Τον στρίμωξα αστραπιαία ολόκληρο στο στόμα μου, βεβαιώθηκα πως δε με είχε δει κανείς και μπουκωμένος όπως ήμουνα γύρισα στην πολυθρόνα. Ούτε γάτα ούτε ζημιά, σκέφτηκα. Αμ δε… η άχνη από τον κουραμπιέ είχε σκορπίσει παντού. Στο χαλί, στη πολυθρόνα, στο παντελόνι, στο σακάκι μου… Παντού! Ο κουραμπιές είναι το μόνο γλυκό που όταν το φας δεν μπορείς να κρυφτείς...