Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

ΜΙΣΗ ΖΩΗ και άλλες ιστορίες (2010)



ΜΙΣΗ ΖΩΗ
Ήθελε να μάθει, να κάνει κάτι καλό. Ότι έως τότε έκανε ήταν μισό. Μισό αλλά, είναι αλήθεια, μάθαινε. Αργά αργά, μάθαινε να φυλλομετράει το παραμύθι της ζωής. Μέρες και νύχτες με νεράιδες και δράκους διαδέχονταν η μία την άλλη:  Τρεις και μία… δύο και μία… μείνανε. Σα φαντάρος σε παλιοσειρά φυλλομετρούσε το ημερολόγιό του γιατί το ίδιο όλοι κάνανε. Μισοί όλοι τριγύρω του, μισό κι’ ακόμα λιγότερο το έργο τους. Τού έλεγαν να σταματήσει, να ασχοληθεί κάποτε με τα ουσιώδη, τα σημαντικά.  Αλλά αυτός ήθελε να μάθει, να κάνει κάτι καλό. Κι' άρχισε το φυλλομέτρημα από την ανάποδη. Με όσους απορούσαν που τον έβλεπαν να μετράει στραβά απορούσε κι’ εκείνος, αφού όλοι στραβά μετρούσανε έτσι ή αλλιώς. Κάποτε ξεκίνησε να ξεφυλλίζει το ημερολόγιο πότε μπροστά και πότε πίσω γυρνώντας τις άδειες σελίδες του σα να τις φυσούσε αεράκι που άλλαζε συνέχεια διεύθυνση. Οι μέρες περνούσαν και ξέφυγε από τα χέρια του ο λογαριασμός. Όταν κατάλαβε, γιατί είναι αλήθεια μάθαινε, σταμάτησε. Δεν μείνανε, καμία δεν έμεινε… Έτσι είπε, σα παλιοσειρά που ήταν, σα να είχε - επιτέλους - απολυθεί.  Έμεινε μόνο το παραμύθι… Να κάνει κάτι καλό, για την ευχαρίστησή του, και δεν φυλλομετρούσε πια. Είχε μάθει, έλεγε, αλλά δεν έλεγε αλήθεια, δεν έλεγε όλη την αλήθεια. Γιατί είχε χάσει το λογαριασμό και όλα όσα ζούσε ήταν μισά. Μισή αλήθεια, μισή ζωή.

ΔΟΥΛΕΙΑ ΠΟΛΛΗ
Το νερό έτρεχε στ’ αυλάκι. Γλυκά γλυκά έγλυφε τις άκρες του δημιουργώντας μικρούς στροβίλους. Πιο πέρα τα λουλούδια περίμεναν διψασμένα σκορπίζοντας στον αέρα τις ευωδιές τους. Παρατηρούσε το νερό ώρα τώρα. Έβαλε μια πέτρα κόντρα στη ροή του. Τα  λουλούδια  άρχισαν να διαμαρτύρονται με τρόπο που μόνο εκείνος καταλάβαινε. «Σήμερα δεν είσαστε καλά παιδιά. Πού ’ναι το γιασεμί; Το αγιόκλημα; Μια καλημέρα δεν άκουσα…»  Κάθε μέρα πήγαινε στο κήπο και μιλούσε με τα παιδιά του: Τα δέντρα, τα φυτά και τα λουλούδια. Το νερό στο αυλάκι ήταν το ποτάμι που μέσα του ταξίδευε με το δροσερό αεράκι και τα τιτιβίσματα των πουλιών για συντροφιά. Έβγαλε τη πέτρα κι’ ένα ευωδιαστό ευχαριστώ χάιδεψε τις αισθήσεις του. Το νερό ξεχύθηκε με τρελούς στροβιλισμούς στην αρχή, πιο ήπιους στη συνέχεια, σα χαριτωμένη μπαλαρίνα. Συνέχισε να παρατηρεί, έτσι, χωρίς κάποιο λόγο, την επαναλαμβανόμενη κυκλική του κίνηση σαν ρόδα που γύριζε και γύριζε… Ένας σπουργίτης μπήκε στο οπτικό του πεδίο, έβρεξε το ράμφος του και κάνοντας μία πιρουέτα εξαφανίστηκε.  Του άρεσε να παρατηρεί καταγράφοντας ότι έκρινε άξιο λόγου. Άνοιξε το ημερολόγιο του και σημείωσε: 
Κάποια μέρα ανοιξιάτικη του χρόνου μέσα στο χρόνο: Ήλιος λαμπρός. Ουρανός ανέφελος. Δουλειά πολλή. Ένδυμα εργασίας χωρίς τίποτα το περιττό· οι μάσκες στο βεστιάριο. Το πουλί πέταξε. Το νερό μπήκε στ’ αυλάκι.

ΚΑΥΤΗ ΠΑΤΑΤΑ
Τα επώνυμα παπούτσια εισαγωγής του καταστήματός μας κοστίζουν γύρω στα διακόσια ευρώ, εξαρτάται ποια θα διαλέξετε.
Διάλεξε αυτά που ζαχάρωνε στη βιτρίνα μέρες τώρα, κι’ ας ήταν λίγο πιο ακριβά.
Προσέξτε! Το χρώμα αυτό λεκιάζει εύκολα.
Θα τα πρόσεχε σαν κόρη οφθαλμού.
Είναι πολύ ευαίσθητα στο νερό.
Θα ενημερωνόταν από το μετεωρολογικό δελτίο για την πιθανότητα βροχής όταν θα έβγαινε έξω με δαύτα.
Μόλις θα φτάσετε - με το καλό - στο σπίτι, φορέστε τα λίγο για να συνηθίσει το πόδι σας.
Θα τα φορούσε στην αρχή μέρα νύχτα, ακόμα και θα κοιμόταν με τα καινούργια παπούτσια του. Τώρα ήταν ολόδικά του!
Γύρισε στο σπίτι περιχαρής με τα παπούτσια στο χέρι. Τα φόρεσε και πήγε στη κουζίνα να τα δείξει στη γυναικούλα του.
Με γεια σου, καλοφόρετα, είναι πολύ ωραία, του είπε.
Έψηνε στο φούρνο πατάτες ριγανάτες και όλο το σπίτι μοσχομύριζε. Τις είχε πεθυμήσει. Όπως τις είδε ξεροψημένες σα λουκουμάδες, ερεθίστηκαν οι σιελογόνοι αδένες του.  Άνοιξε τον φούρνο και κάρφωσε μία με το πιρούνι.
Πρόσεξε θα καείς! πρόλαβε να του πει η εκείνη.
Η πατάτα κόπηκε στα δύο και έπεσε πάνω στα καινούργια του παπούτσια. Το ένα κομμάτι της πάνω στο δεξί, το άλλο πάνω στο αριστερό, πότισαν με λάδι το δέρμα δημιουργώντας από ένα μεγάλο, ανεξίτηλο λεκέ στο κάθε παπούτσι. Δεν θα τα ξαναφορούσε.
Έσκασε για την κακή του τύχη και έπνιξε τη στεναχώρια του, μέχρι σκασμού, σ’ ένα ξεγυρισμένο πιάτο πατάτες.


ΚΟΥΝΟΥΠΙΑ
Τα διψασμένα για αίμα έντομα γυρόφερναν τον στόχο τους ώρα τώρα, κάνοντας τον γνώριμο ενοχλητικό βόμβο. Εκείνος κάθονταν στη κουνιστή πολυθρόνα με κλειστά μάτια και λικνιζότανε παρέα τους. Που και που σήκωνε ράθυμα το χέρι του και το κατέβαζε με δύναμη.
Παφ.
– Αϊ σιχτίρ!
Όλα τα ακάλυπτα σημεία του σώματός του είχαν γεμίσει κόκκινα στίγματα σα να τον είχαν μυζήξει δεκάδες παθιασμένα φιλιά που άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους.
Παφ. Παφ.
– Σιχαμένα έντομα…
Δίπλα του ένα τραπέζι,  παλιό ξύλινο, με αποφάγια αφημένα από μέρες που είχαν ξεραθεί. Και παντού χαρτιά, πολλά χαρτιά με σημειώσεις παρατημένες κατάχαμα, σημειώσεις μιας ζωής.
– Εγώ δεν είμαι αποφάγι. Το αίμα μου θα το πληρώστε ακριβά…
Έκανε ζέστη, μαζί και υγρασία και άπνοια, χαρτί δεν κουνιόταν πέρα από τα κουνούπια που είχαν επιδοθεί σε τρελό χορό θανάτου δίχως τελειωμό. Κι’ εκείνος με τα χέρια του παφ, παφ… σα να χτύπαγε παλαμάκια, κρατώντας τον ρυθμό.
– Σας μισώ· ανώφελα πλάσματα!
Άνοιξε τα μάτια και το θολό βλέμμα του έπεσε κατευθείαν στο ταβάνι. Χιλιάδες κουνούπια στέκονταν εκεί, το χρώμα του είχε γίνει μαύρο σαν κατράμι!
Τι περίμεναν; αναρωτήθηκε και συνέχισε τα παλαμάκια όσο δυνατότερα μπορούσε για να φανεί πως ήταν πανέτοιμος.
Παφ. Παφ. Παφ. Παφ…
Όμως για σιγά, η εικόνα είχε αρχίσει να ξεθολώνει και παρατήρησε ότι εκείνα τα μαύρα που στέκονταν εκεί ψηλά δεν ήταν κουνούπια αλλά άνθρωποι - είχαν ανθρώπινο πρόσωπο! Ξεχώριζε μάλιστα τα χαρακτηριστικά τους, τους ήξερε όλους. Ήταν όλοι τους εκεί! Τι να ήθελαν άραγε αυτοί από τα παλιά;
– Καλώς τους… 
(επωφελήθηκε που είχαν σταματήσει· είχε γίνει κάτι σαν ανακωχή, δεν γνώριζε γιατί)
– … Δώστε ένα χεράκι… βοηθήστε με.
Αλλά εκείνοι παρέμειναν ακίνητοι σαν μαρμαρωμένοι και τον κοίταζαν αφ’ υψηλού παγερά αδιάφοροι.
– Αϊ σιχτίρ! Σας βαρέθηκα πια…
Και τότε, σα να δόθηκε σύνθημα, τα διψασμένα για αίμα έντομα έκαναν κάθετη εφόρμηση.
Παφ.
– Να και συ.
Παφ.
– Να και συ…

ΟΣΑ ΠΗΡΕ Ο ΔΡΟΜΟΣ
– Παλιάνθρωποι, μου πήρατε το βιός!
– Έλα βρε θείε… τα παραλές.
– Δεν τα παραλέω. Είχα στον κόσμο τίποτ’ άλλο από εκείνο το μισοχώραφο και τον Σαρρή;
Έφερε τη ροζιασμένη παλάμη του στο μάγουλο και σκούπισε ένα δάκρυ που κύλαγε στην αυλακιά του χρόνου.
Ο χρόνος ήταν γενναιόδωρος μαζί του. Πόσος είχε περάσει αφότου δάκρυσε για πρώτη φορά; «Τόσος, όσες οι αυλακιές στο πρόσωπο μου. Δεν βλέπετε; Παλικάρι είμαι», συνήθιζε να λέει.
– Θείε μη στεναχωριέσαι.
Η μακρανιψιά τού έσφιξε το χέρι. Είχε φτάσει στο νησί μαζί με τον δικηγόρο.
– Κύριε θείε απαλλοτριώσαμε το οικόπεδο σας για το κοινό συμφέρον. Από εκεί θα περάσει ο δρόμος. Το νησί θα αλλάξει όψη και εσείς θα είσαστε περήφανος που συμβάλλατε στην ανάπτυξη του τόπου σας.
– Εγώ θα φύγω, εσείς θα μείνετε… Σ’ εκείνο το μισοχώραφο γεννήθηκα, σ’ εκείνο θέλω να πεθάνω.
– Θείε, εσύ είσαι παλικάρι!
– Σας παραχωρήσαμε για αντάλλαγμα ένα καλύτερο οικόπεδο στην Άνω Μεριά.
– Στα Άνω Μερά θείε! Εκεί που πήγαινες βόλτα με τον Σαρρή, μακριά από τους «αγριεμένους». Έτσι λέει, κύριε δικηγόρε, ο θείος τους ξένους.
– Δεν έχει κι’ άδικο…
– Σου φτιάξανε και καινούργιο, ολοκαίνουργιο σπιτάκι. Το άλλο είχε παλιώσει, κόντευε να πέσει.
– Δεν καταλαβαίνω αυτά που μου λέτε. Το μισοχώραφο ήταν όλο το βιός μου, εκείνο κι’ ο Σαρρής. Ο Σαρρής… εκεί του άρεσε να κάθεται, στο σκιάδι, κοντά στο σπιτάκι. Εκεί ήθελε ο γάιδαρος μου.
Μίλαγε για τον Σαρρή και ξαναδάκρυσε. Έκρυψε με τα ροζιασμένα χέρια το πρόσωπό του γιατί δεν ήθελε να δακρύζει - αυτός που ήταν παλικάρι - μπροστά στους ξένους.
– Θείε, ο Σαρρής ψόφησε.
– Δεν ψόφησε, μαράζωσε όταν του’πα τα κακά μαντάτα. Δάκρυσε σας λέω, δάκρυσε! Το καταλαβαίνετε μωρέ ότι έβαλε τα κλάματα; Ο Σαρρής, ο πιο δυνατός γάιδαρος του νησιού που δεν είχε κλάψει ποτέ στη ζωή του… Έπρεπε να περιμένετε να ψοφήσω και γω και μετά να πάρετε το μισοχώραφο.
– Θείε εσύ θα ζήσεις χίλια χρόνια! Ο Σαρρής ήταν άρρωστος, είχε έρθει η ώρα του.
Ξεσκέπασε το πρόσωπό του και έπιασε το χέρι της μακρανιψιάς. Το έσφιξε με δύναμη ενώ τα μάτια του βγάζανε σπίθες.
– Τι είναι αυτά που λες; Μόνο Εκείνος ξέρει την ώρα του  καθενός. Πίστεψε με, ο Σαρρής μαράζωσε από τη στεναχώρια του. Μου το’πε το ξημέρωμα πριν του κλείσω τα μάτια: «Να μου δώσεις το λόγο σου πως θα με θάψεις στο μισοχώραφο. Εκεί θέλω, στο σκιάδι, δίπλα στο σπιτάκι. Μόνο εκεί θα βρω γαλήνη.» Τα παλικάρια κρατάνε την υπόσχεση τους, έχουν μπέσα. Ο Σαρρής μου ήταν παλικάρι, εγώ ένας γέρος ανήμπορος είμαι. Πες μου εσύ τώρα, πού να τον θάψω; Εκεί οπού θα γίνει ο δρόμος και θα περνούνε από πάνω του οι αγριεμένοι; Πού θα’ βρει γαλήνη ο Σαρρής, πού θα’ βρει;

ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ
«Τα έκανε σκατά!»
«Δεν είναι σαν και μας… Έτσι έχει συνηθίσει.»
«Να κυλιέται στη λάσπη μαζί με τ’ άλλα, να τρώει και να πίνει εκεί που τα κάνει… Πως μπορεί άραγε;»
«Όπως μάθει ο καθένας. Γουρούνια είναι. Τι περιμένεις;»
Ο μικρός μπήκε στο στάβλο φορώντας γαλότσες ψηλές ως το γόνατο. Στο ένα χέρι κράταγε το φτυάρι, στο άλλο τον κουβά. Άρχισε να φτυαρίζει τη χυμένη από την ταΐστρα βρώμη ανάμικτη με λάσπη και περιττώματα. Ο πατέρας τον παρακολουθούσε έξω απ’ το συρματόπλεγμα.
«Άστα να πάνε στα κομμάτια… Θα τα φάνε κι’ από κάτω. Τρέφουν και το πουρνάρι.»
«Είναι ευκαιρία πατέρα να καθαρίσουμε τούτη τη βρώμα.»
«Καθάρισε και κάτω από την Ασπρούλα. Κλώτσησέ την να σηκωθεί.»
Ο μικρός έκανε σα να μην άκουσε.
«Σήκω Ασπρούλα, σήκω γουρουνίτσα μου… Δως’ της μιά να φύγει.»
«Εδώ θέλει να κάθεται πατέρα. Είναι η θέση της. Αγναντεύει το πέλαγο και γεύεται την αρμύρα της θάλασσας.»
«Πφφφ. Μου’ ρχεται να ξεράσω από τη μπόχα. Μόνο εσύ κι’ η Ασπρούλα μπορείτε να μυρίζετε εδωπά αρμύρα…» είπε ο πατέρας και απομακρύνθηκε.
Ο μικρός συνέχισε να φτυαρίζει. Είχε γεμίσει ίσα με δυο κουβάδες όταν η Ασπρούλα σηκώθηκε από τη θέση της. Κουνώντας πέρα δώθε την ουρά τον πλησίασε χωρίς να καταλάβει.
«Ευχαριστώ…»
Ξαφνιάστηκε.
«Τι λες Ασπρούλα… χαρά μου. Για τα μάτια σου το κάνω…»
Σιγουρεύτηκε ότι ο πατέρας είχε απομακρυνθεί αρκετά και δεν άκουγε, κι’ έσκυψε στο αυτί της.
«Άκουσε με μωρή: Θα’ ρθω το βράδυ που θα κοιμάται ο πατέρας να σου πετάξω τα μάτια έξω. Σήμερα θα τελειώσω στα άσπρα σου κωλομέρια!...»
«Εσύ είσαι ο άντρας των ονείρων μου. Ο γέρος δεν πιάνει μπάζα μπροστά σου.»
«Ο νέος είναι αλλιώς κούκλα. Άμα γαμάει δεν αστειεύεται…» απάντησε φουσκώνοντας από περηφάνια.
«Πάντως δεν έπρεπε να μπεις σε τέτοιο κόπο. Στη λάσπη φυτρώνουν τα πιο όμορφα λουλούδια.»
«Δεν αντέχω αυτή τη μπόχα ρε Ασπρούλα όταν σε πηδάω. Με ξεκαβλώνει… Απορώ πως μπορεί ο πατέρας.»
«Κι’ εκείνος τα ίδια έλεγε. Δε βαριέσαι… συνήθισε. Εσύ να μη μου κουραστείς, σε θέλω κοτσονάτο το βράδυ.»
Η Ασπρούλα έκανε μεταβολή και γύρισε στη θέση της. Από εκεί συνέχισε να μετράει τους κουβάδες. Δύο, τρεις, τέσσερις…
Ο μικρός βρίσκονταν σε έξαψη. Είχε ήδη σουρουπώσει και το πρόσωπο του φλέγονταν σαν κόκκινο φανάρι μέσα στο σκοτάδι. Κάποια στιγμή τελείωσε. Ο κόπος του: σαράντα, μετρημένες, κουβαδιές!
Σκούπισε τον ιδρώτα που έτρεχε ποτάμι από το πρόσωπό του.   
«Πατέρα τελείωσα!» φώναξε θριαμβευτής.
«Το βράδυ δεν θα μπορείς να πάρεις τα πόδια σου… Έχεις να μαζέψεις και τα πρόβατα…» του μήνυσε ο πατέρας μέσα από το χαμόσπιτο.

ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ!
– Είσαστε υγιέστατος, συγχαρητήρια.
– Ευχαριστώ γιατρέ.
– Το μόνο που βρήκα… είναι ένα κενό.
– Κενό…τι κενό;
– Στη θέση του εγκεφάλου σας. Ακτινογραφικά εγκέφαλος δεν καταγράφεται.
– Είναι δυνατόν;
– Στην επιστήμη τα πάντα είναι δυνατά.
– Σας ανησυχεί;
– Εκπλήσσομαι.
– Πρόκειται περί βλακείας;
– Βρίσκεται στους ανθρώπους σε αφθονία!… Εσείς πιθανότατα δεν εμπίπτετε σε αυτή την κατηγορία. Το εύρημα δεν στοιχειοθετεί την ύπαρξη βλακείας. Αυτή ανέκαθεν στοιχειοθετείτο επί υπαρκτών εγκεφάλων.
– Με συμβουλεύετε να κάνω κάτι;
– Απολύτως τίποτα,
του απάντησε ο γιατρός. Σηκώθηκε από το γραφείο του και έτεινε το χέρι.
  Να πάτε στο καλό. Προσέχετε τον εαυτό σας. Είσαστε ένα φαινόμενο. Μοναδικός!
...
 Βγήκε από το ιατρείο ζαλισμένος.
Ζαλίζομαι… άρα έχω εγκέφαλο. Σκέφτομαι… με τι αν δεν είχα;
Μα είναι δυνατό ο γιατρός να πέφτει τόσο πολύ έξω; Η ακτινογραφία - την είδα - δεν έδειχνε απολύτως τίποτα!
Περπάτησε απορροφημένος από τις σκέψεις του. Στο περίπτερο κοντοστάθηκε ν’ αγοράσει τσιγάρα. Το μάτι του έπεσε τυχαία στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που μόλις είχαν κυκλοφορήσει.
«Φρίκη! Συνελήφθη σπείρα γιατρών που έκλεβε εγκεφάλους ανυποψίαστων ανθρώπων και τους μεταμόσχευε σε βλάκες με το αζημίωτο… Ειδικός εισαγγελέας διερευνά την μακάβρια υπόθεση».
Πάγωσε! Αμέσως θυμήθηκε τη γνωμάτευση του γιατρού. Χωρίς δεύτερη σκέψη έκανε μεταβολή και έτρεξε  πίσω στο ιατρείο να μάθει τι συμβαίνει, να ζητήσει διευκρινίσεις.
Μέσα στη φούρια του δεν πρόσεξε το φανάρι που είχε γίνει κόκκινο  και το αυτοκίνητο που ερχόταν με ταχύτητα…
...
Ετοιμοθάνατος στη μέση του δρόμου, με τη φαιά ουσία του σκορπισμένη στην άσφαλτο, δεν είχε πια καμία αμφιβολία.
Το ίδιο και ο γιατρός που ακούγοντας τον ανατριχιαστικό ήχο του φρεναρίσματος, βγήκε στο μπαλκόνι και είδε τι είχε συμβεί: 
  Τι κρίμα! Ήταν μοναδικός. 

ΤΟ ΑΓΩΓΙ
Ήταν παρατημένο, ένας θεός ξέρει πόσα χρόνια, μέσα στη σκοτεινή αποθήκη.
«Και τι δεν είχε εδώ μέσα...» είπε ο εργάτης αποκαμωμένος από την κούραση.
«Πεθαμένου κόκαλα! Πρόσεξε το μπαούλο μη σου φύγει απ’ τα χέρια και ανοίξει· ποιος ξέρει τι κρύβει…» του απάντησε ο οδηγός και έβαλε μπροστά την μηχανή λύνοντας το χειρόφρενο.
«Που πάμε;» ρώτησε τον εργάτη που στο μεταξύ είχε καθίσει στη θέση του συνοδηγού.
«Δεν μου είπανε» αποκρίθηκε εκείνος.
«Δεν σε καταλαβαίνω. Βόλτα θα τα πάμε;»
Ο εργάτης δεν απάντησε και η σιωπή του ερέθισε τον οδηγό.
«Πάρε τηλέφωνο στο γραφείο να σου πούνε…» (κοίταξε το ρολόι του) «…Ξημερώσαμε· αν το ’ξερα δε θα είχα πάρει αυτό το αγώγι. Με περιμένει κι’ η αρραβωνιάρα.»
«Τους ρώτησα· είπαν να τα πάμε…» Ο εργάτης δίστασε να συνεχίσει σα να επρόκειτο να πει κάτι που δεν έπρεπε. Έβγαλε από τη τσέπη του ένα σημείωμα και άρχισε να το διαβάζει: «…βόλτα στη παραλιακή, μετά στη Καστέλα όπου θα κάτσουμε για μεζέ στο ταβερνάκι της πλατείας Αλεξάνδρας, έχουν κλείσει και τραπέζι μου είπανε με θέα τη θάλασσα, ανοίγει παρένθεση   - ηλιοβασίλεμα - κλείνει, και αφού δύσει ο ήλιος γραμμή για τη χωματερή όπου θα τα ξεφορτώσουμε. Θα μας περιμένει και το αφεντικό εκεί.»
«Θα αστειεύεσαι βέβαια!» αναφώνησε έκπληκτος ο οδηγός.
«Σοβαρολογώ. Θα περιμένει το αφεντικό σου είπα…»
«Ε ρε τρέλα που κουβαλάει ο κόσμος γαμώ το κέρατο μου!» μονολόγησε εκνευρισμένος και πάτησε μέχρι τέρμα το γκάζι αφήνοντας απότομα τον συμπλέκτη. Το φορτηγό ξεκίνησε και η χαρακτηριστική μυρωδιά του καμένου λάστιχου έφτασε στις μύτες τους. Το φορτίο στη καρότσα ταρακουνήθηκε.
«Οδηγέ τσουβάλια κουβαλάς; Πιο σιγά σε παρακαλώ.»
«Είπες τίποτα;» χίμηξε ο οδηγός τον εργάτη.
«Όχι…» απάντησε εκείνος μαζεμένα «…κι εγώ κάτι άκουσα.»
«Το ήξερα: Αυτά τα πράγματα είναι στοιχειωμένα! Το κατάλαβα όταν είδα εκείνο το μπαούλο.»
«Γιατί, τι είχε το μπαούλο;»
«Δεν ξέρω, μου φάνηκε αλλόκοτο… σαν ζωντανό.»

Συνέχισαν το δρόμο τους, ο οδηγός είχε πάρει αυτόν που οδηγούσε στη παραλία. Πήγαινε προσεκτικά για να μην ταράξει την ηρεμία του αλλόκοτου φορτίου. Είχε πέσει και στους δύο βουβαμάρα, αφού τα είχαν χρειαστεί από εκείνη τη φωνή που πάντως δεν ξανακούστηκε.
Η βόλτα στη παραλία ήταν απολαυστική. Ο δρόμος δεν είχε κίνηση. Ο μεσημεριανός ήλιος χάιδευε τη θάλασσα δημιουργώντας χρυσοκίτρινες ανταύγειες κι ένα δροσερό αεράκι τρύπωνε σα κλέφτης από τα ανοιχτά παράθυρα του φορτηγού μεταφέροντας την αλμύρα της στη καμπίνα.
«Έτσι είναι η δουλειά· έχει και τα τυχερά της…» έσπασε πρώτος τη βουβαμάρα ο οδηγός.
«Ήθελα να μιλήσω στο αφεντικό, αλλά δεν μίλησα» απολογήθηκε σα βρεγμένη γάτα ο εργάτης.
«Παράξενη βόλτα η σημερινή· σα να έχουμε παρέα…»
Ο οδηγός δεν ολοκλήρωσε την πρόταση. Τον διέκοψαν από τη καρότσα ήχοι παράξενοι, σαν αναστεναγμοί, που πάντως δεν ξανακούστηκαν· και ξανάπεσε βουβαμάρα.

 «Καλώς τους!…» τους υποδέχτηκε ο σερβιτόρος που φαινόταν ότι τους περίμενε. «…Οι άλλοι;»
«Ποιοι άλλοι; Το …φορτηγό; Η …σαβούρα στη καρότσα;» απάντησε ο οδηγός στην ερώτηση με ερώτηση δείχνοντάς του το φορτηγό που είχε αφήσει λίγο πιο κάτω για να μη κλείσει τον αέρα του μαγαζιού και προσπαθώντας, χωρίς επιτυχία, να κρύψει τη νευρικότητά του.
«Καλά είναι κι εκεί. Έχει θέα…» είπε, σα να μην είχε ακούσει την ερώτηση, ο σερβιτόρος «…Καθίστε παρακαλώ, το τραπέζι σας περιμένει· σ’ αυτό καθόντουσαν πάντα.»
«Ποιοι;» επέμεινε ο οδηγός ενώ ο σερβιτόρος, αντί απάντησης, άρχιζε να απαγγέλλει το μενού.
«…εύχομαι να το απολαύσετε. Πρώτο πιάτο…»
Ο οδηγός τον παρατηρούσε καθώς μιλούσε.
Ήταν ένας άντρας απροσδιόριστης ηλικίας, πόσο χρονών αδύνατο να καταλάβει αφού το πρόσωπό του ήταν τόσο χλωμό σα να φόραγε νεκρική μάσκα, με εκείνη την ευγένεια των σερβιτόρων του παλιού καιρού (του έδινε στα νεύρα…) που φαινόταν στις μέρες μας ξεπερασμένη.
«…Για αρχή έχουμε ένα γαργαλιστικό ορεκτικό, το φρούτο του πάθους που όποιος δεν το δοκίμασε μετάνιωσε…»
«Σ’ ευχαριστούμε για την υπόδειξη, αλλά θα μας ανεβάσει την χοληστερίνη» τον διέκοψε σκόπιμα, για να ταράξει την Ολύμπια ηρεμία του, ο οδηγός.
«…Το ίδιο κύριε ισχυρίζονταν κι η παρέα σας… Τι κρίμα!…» απάντησε με νόημα κι ένα παγωμένο χαμόγελο ο σερβιτόρος και συνέχισε: «…Ένα μόνο κύριο πιάτο, οι επιθυμίες· εύχομαι οι δικές σας να πραγματοποιηθούν γιατί αν τις κλείσετε στο μπαούλο θα ζήσετε για πάντα μαζί τους…» και συνέχισε να λέει για τις επιθυμίες αλλά δεν τον άκουγαν γιατί ασυναίσθητα το μυαλό τους ταξίδεψε σ’ εκείνο το αλλόκοτο μπαούλο που ήταν στο φορτηγό. Όταν ξανάρχισαν να ακούνε είχε φτάσει στη «…λήθη, το γλυκόπιοτο ευγενικό κρασί που συνοδεύει υπέροχα κάθε επιθυμία και σημειώστε παρακαλώ πως το καλό κρασί την επόμενη μέρα φαίνεται, δεν αφήνει κεφάλι…»
«Χορτάσαμε με τα λόγια άνθρωπε μου· φέρε μας κάνα μεζέ για να ξεκινήσουμε» τον διέκοψε ξανά ο οδηγός.
«Γιατί βιάζεστε αγαπητέ; Η παρέα σας φαίνεται να το απολαμβάνει…» απάντησε ο σερβιτόρος και παγωμάρα έπεσε στη μισή, σύμφωνα με τα λεγόμενα του, παρέα.
«Ποιους επιτέλους εννοείτε; Εκείνους μέσα στο… μπαούλο; Αν είναι δυνατόν! Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους· αμάν πια!» ξέσπασε ο οδηγός.
Ο σερβιτόρος έκανε ευγενικά στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών «…Εμένα να με συγχωρείτε…» και κατευθύνθηκε στη κουζίνα.
Όταν επέστρεψε, στη θέα των λαχταριστών εδεσμάτων κανείς δεν είχε όρεξη για κουβέντες. Έφαγαν μέχρι σκασμού και ήπιαν, μάλιστα το έτσουξαν λιγάκι παραπάνω γιατί το κρασί αποδείχτηκε γλυκόπιοτο, και μετά άρχισαν το τραγούδι αφού η λήθη είχε πάρει μαζί της ότι τους είχε στεναχωρήσει.

 Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν ο οδηγός ξύπνησε από τον λήθαργο. Κοίταξε τριγύρω του.
Η ταβέρνα ήταν κλειστή σαν από καιρό, δεν υπήρχε ψυχή σε αυτή, τα τραπέζια ήταν μαζεμένα και οι καρέκλες αναποδογυρισμένες πάνω τους. Ο ήλιος είχε πάρει ένα βαθύ κόκκινο βάφοντας με το χρώμα του την έρημη πλατεία, τα βράχια με το σιωπηλό το εκκλησάκι του Προφήτ’ Ηλία, τον πεζόδρομο με τα γυμνά χωρίς φύλλα δέντρα, τα άδεια παγκάκια, την αρυτίδωτη θάλασσα μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι.
Για λίγα λεπτά έμεινε αποσβολωμένος από το μαγευτικό, σαν ψεύτικο, σκηνικό.
«Ξύπνα, έχουμε δουλειά!» είπε σκουντώντας τον εργάτη που κάθονταν δίπλα, αλλά το χέρι του βρήκε το ξύλο της άδειας καρέκλας. Μόλις τότε κατάλαβε πως ήταν μόνος.
«Καλά που πήγε;· εξαφανίστηκε και δεν είπε τίποτα; Μα και η ταβέρνα… ο σερβιτόρος… το τραπέζι… τα αποφάγια έστω, μια ένδειξη ότι κάτι υπήρχε εδώ πριν από λίγη ώρα…, τίποτα απολύτως δεν υπάρχει! Σα να ήταν όλα ψεύτικα, σα να μην υπήρξαν ποτέ!» μονολόγησε.  
Προχώρησε προς το φορτηγό και κοντοστάθηκε δίπλα στην καρότσα όπως κάποιος που κάτι θέλει να πει ή περιμένει να ακούσει… ούτε ο ίδιος ήξερε γιατί κοντοστάθηκε. Στην άδεια θέση του συνοδηγού, εκεί που κάθονταν ο εργάτης, ήταν αφημένο το σημείωμα με τις οδηγίες από το γραφείο.
«Τον μαλάκα! εξαφανίστηκε και άφησε εδώ την τελευταία του επιθυμία…» συνέχισε το μονόλογό του προσπαθώντας να διασκεδάσει την κατάσταση. Πρώτη φορά αισθάνονταν έτσι ταραγμένος.

 Ο ήλιος είχε πια δύσει. Η διαδρομή για την χωματερή ήταν έρημη.
«Ποιος τρελός θα πάει στη χωματερή τέτοια ώρα;…» μουρμούρισε ο οδηγός «…Να ξεφορτώσω για να πάω κι εγώ σπίτι μου· μόνο αυτό θέλω.»
Όσο πλησίαζε παρατήρησε πως τα φώτα του δρόμου γίνονταν όλο και πιο αδύναμα μέχρι που έφτασε να πηγαίνει μέσα στο βαθύ σκοτάδι. Τότε κατάλαβε ότι ο δρόμος δεν του θύμιζε τον δρόμο που ήξερε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έπαιρνε αγώγι για τη χωματερή και αγρίεψε λίγο.
«Θα πήρα λάθος δρόμο…» σκέφτηκε και άρχισε να ψάχνει πλάτωμα να γυρίσει, όταν η δέσμη των προβολέων του φορτηγού έπεσε σε μια πινακίδα, από αυτές που προειδοποιούν τους οδηγούς για το τι πρόκειται να συναντήσουν στο δρόμο τους. Εκείνη η πινακίδα όμως ήταν διαφορετική από τις συνηθισμένες, δεν την είχε ξαναδεί. Έδειχνε ένα μπαούλο και μέσα, με μεγάλα γράμματα, την λέξη επιθυμίες, ενώ πιο κάτω ήταν κι’ άλλη ίδια πινακίδα, κι’ άλλη, κι’ άλλη… δεκάδες μπαούλα με επιθυμίες στο δρόμο του να λαμπυρίζουν σα καντήλια στις στροφές, κάθε φορά που η δέσμη των προβολέων έπεφτε πάνω τους. Και λίγο μετά παρατήρησε ότι είχε φτάσει σε ένα μεγάλο πλάτωμα με μπαούλα, αναρίθμητα μπαούλα καταγής, όλα ερμητικά κλεισμένα, πανομοιότυπα με το αλλόκοτο μπαούλο που κουβαλούσε στη καρότσα.
Κάτωχρος από την τρομάρα του και δίχως να σκεφτεί κοκάλωσε το φορτηγό και σήκωσε την καρότσα αδειάζοντας επί τόπου ότι υπήρχε σ’ αυτή. Ένας ανατριχιαστικός ήχος έσκισε το σκοτάδι καθώς το περιεχόμενό της σύρονταν στη μεταλλική επιφάνεια, μάλιστα του φάνηκε πως κάποιος του φώναξε «ησυχία!» 
Ενώ απομακρύνονταν όσο πιο γρήγορα μπορούσε από το στοιχειωμένο μέρος, έριξε πίσω μια τελευταία ματιά απ’ τον καθρέφτη και μόλις που πρόλαβε να δει τον εργάτη - ναι αυτός ήταν που φώναξε! - να χάνεται στο σκοτάδι…

«Παναγιά βοήθα! Είσαι χλωμός σαν πεθαμένος!» τον υποδέχτηκε στην εξώπορτα η αρραβωνιαστικιά του.
«Σήμερα πήγα ένα αγώγι στον άλλο κόσμο και γύρισα πίσω…» ψέλλισε.
Την αγκάλιασε και την κράτησε ώρα σφιχτά στην αγκαλιά του.
Και σιγά σιγά ξανάβρισκε το χρώμα του ενώ τα κορμιά τους διαπερνούσε μια γλυκιά χαρμολύπη.

ΤΟ ΕΙΧΕ ΠΙΣΤΕΨΕΙ
– Είσαι καλός άνθρωπος.
– Προσπαθώ γιατρέ.
– Να το κόψεις, να το κόψεις το ρημάδι.
– Ένα τσιγαράκι κάνω γιατρέ όποτε στεναχωριέμαι.
– Να αποφεύγεις να στεναχωριέσαι. Να παίρνεις τη ζωή όπως έρχεται· έτσι όπως πας μπορεί να επιδεινωθεί η ήδη βεβαρημένη υγεία σου.
Ο Δημήτρης κοίταξε τον γιατρό απορημένος. Δεν καταλάβαινε τι εννοούσε.
– Τι εννοείς γιατρέ;
– Σε ξέρω χρόνια· πρέπει να αλλάξεις Δημήτρη, να αλλάξεις όσο είναι καιρός. Να προσαρμοστείς.
– Θέλω να με βοηθήσεις γιατρέ, χωρίς τη βοήθεια σου δεν θα τα καταφέρω.
Ο γιατρός άναψε τσιγάρο και πρόσφερε ένα στο Δημήτρη.
Εκείνος το δέχτηκε με αίσθημα ενοχής και τον ευχαρίστησε.
– Είσαι καλός άνθρωπος… κάνεις πως δεν με καταλαβαίνεις. Το πρόβλημα σου δεν είναι το τσιγάρο…
– Καταλαβαίνω… θέλω να με βοηθήσεις να αλλάξω γιατρέ.
– Η επέμβασή μου θα είναι τραυματική με υψηλά ποσοστά αποτυχίας, η ζημιά μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το όφελος που προσδοκούμε απ’ αυτή. 
– Τι προτείνεις γιατρέ;
– Πήγαινε στο καλό και να μη στεναχωριέσαι. Και κοίτα: Άμα σ’ ευχαριστεί, κάνε που και που κανένα τσιγαράκι. Όλοι από κάτι υποφέρουμε. Εσύ θα πεθάνεις με το πρόβλημά σου και όχι απ’ αυτό.                                  
Ο Δημήτρης που είχε ακούσει τη προτροπή του γιατρού με προσοχή, πήγε κάτι να πει αλλά δεν το είπε. Έκανε να σηκωθεί από την πολυθρόνα αλλά ξανακάθισε με το ένα κωλομέρι στον αέρα.
Ο γιατρός τον συμπαθούσε. Είδε την αναποφασιστικότητά  του και προσπάθησε να τον κάνει να αισθανθεί ποιο άνετα. Του χαμογέλασε.
– Εκφράσου ελεύθερα Δημήτρη.
– Να…το είχα πιστέψει γιατρέ. Ερχόμενος εδώ το είχα πιστέψει ότι θα προχωρούσαμε. Εσύ ο ίδιος μου το είχες πει: Αποφάσισέ το και έλα.
Ο γιατρός έδειξε να ενοχλήθηκε.
– Δημήτρη, άκουσε με για να τελειώνουμε. Για μένα είσαι ασθενής, είσαι και πελάτης. Χρήματα θα βγάλω αν προχωρήσουμε στην επέμβαση, αυτό υπαγορεύει το συμφέρον μου. Δεν θέλω να σε στεναχωρήσω, και επειδή είσαι καλός άνθρωπος θα είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σου: Σου είχα προτείνει να κάνουμε κάτι, τότε που ήσουν νέος. Σήμερα η πρόταση μου είναι διαφορετική. Είμαι σαφής; 
Ο Δημήτρης ένοιωσε τη γη να ανοίγει και να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Άναψε δεύτερο τσιγάρο και προσπάθησε να κρύψει από το γιατρό τα βουρκωμένα μάτια του. Δεν τα κατάφερε.                 
– Δηλαδή είναι αργά…
είπε απογοητευμένος.
Με το μανίκι σκούπισε ένα δάκρυ από το μάγουλό του.
– Είσαι καλός άνθρωπος,
επανέλαβε ο γιατρός.
– Ευτυχώς…
μονολόγησε ο Δημήτρης και σηκώθηκε από την πολυθρόνα
– …δεν πειράζει γιατρέ.
Ο γιατρός τον λυπήθηκε. Έτεινε το δεξί χέρι προς το μέρος του και με το άλλο τον χτύπησε πατρικά στη πλάτη.
– Μη στεναχωριέσαι. Αν επιμένεις, θα το παλέψουμε.
...
Η επέμβαση προγραμματίστηκε στις επτά το πρωί. Ο γιατρός θα τον έβαζε στο πρώτο χειρουργείο. Του είχε πει ότι ήθελε να είναι ξεκούραστος, για να κάνει στον εγκέφαλο του τις απαιτούμενες διορθώσεις όσο καλύτερα γίνονταν. Επρόκειτο, του είχε πει, για λεπτή επέμβαση. Έπρεπε να βρει και να ενεργοποιήσει  καθετί που τον εμπόδιζε να καταλαβαίνει και να αντιδρά όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος.
Ο Δημήτρης το ίδιο βράδυ δεν έκλεισε μάτι από την αγωνία. Πήγε στο νοσοκομείο από τις έξι ευδιάθετος και χαμογελαστός. Στην ιδιαιτέρα του γιατρού, πρόσφερε ένα τριαντάφυλλο. Ο γιατρός τον διαβεβαίωσε ότι όλα είχαν προετοιμαστεί στην εντέλεια και θα πήγαιναν - πρώτα ο θεός - κατ’ ευχή.
Δεν περίμενε την διαβεβαίωση του γιατρού. Το είχε πιστέψει και έλαμπε από αισιοδοξία.
...
Όλα πήγαν κατ’ ευχή. Όταν βγήκε από το νοσοκομείο ο Δημήτρης αισθάνονταν άλλος άνθρωπος. Η επικοινωνία με το περιβάλλον είχε βελτιωθεί θεαματικά, το ίδιο και οι αντιδράσεις του. Βέβαια εξακολουθούσε να στεναχωριέται όπως παλιά και οι δικοί του, είναι αλήθεια, δεν έβλεπαν κάποια διαφορά· ο ίδιος όμως ήταν πανευτυχής.
Στα πλαίσια της προγραμματισμένης ανά μήνα παρακολούθησης, την πρώτη μετά την επέμβαση, επισκέφθηκε τον γιατρό. Εκείνος τον αγκάλιασε και τον φίλησε.
– Σιδερένιος!
– Γεια στα χέρια σου γιατρέ, εσύ να’ σαι καλά,
αποκρίθηκε ο Δημήτρης.
Κάθισε στη πολυθρόνα και κοίταξε τον γιατρό στα μάτια· του φάνηκε κάπως μαγκωμένος, αλλά δεν έδωσε σημασία.
– Είσαι καλός άνθρωπος Δημήτρη…
είπε ο γιατρός και μεσολάβησε μια μεγάλη παύση
- …δεν ήθελα να σε απογοητεύσω.
Ο Δημήτρης κατάλαβε ότι ο γιατρός υπονοούσε την απογοήτευση που θα αισθανόταν ο ίδιος εάν δεν γινόταν η επέμβαση. Όμως, έτσι όπως το είπε, μήπως υπονοούσε κάτι άλλο;
– Όλα πήγαν καλά γιατρέ;
ρώτησε με φανερή ανησυχία.
– Όλα μια χαρά. Όλα διορθώθηκαν.
– Να’ σαι καλά γιατρέ…
επανέλαβε ο Δημήτρης με ανακούφιση και συνέχισε
- …η επιστήμη σήμερα κάνει θαύματα.
Ο γιατρός του είπε να ξαπλώσει στο κρεβάτι και τον εξέτασε όπως έκανε συνήθως. Φώναξε δίπλα και την ιδιαιτέρα του.
– Κοίταξε δουλειά που έγινε, κέντημα πραγματικό. Ούτε η τομή δεν φαίνεται!…
της είπε· και απευθυνόμενος προς τον Δημήτρη
- …είσαι περδίκι. Τώρα μπορείς να ζήσεις μια ζωή απόλυτα φυσιολογική.
Ο Δημήτρης πρόσφερε στον γιατρό ένα ασημένιο αμφορέα, μινιατούρα - αντίγραφο από το Αρχαιολογικό Μουσείο, γιατί ένοιωθε υποχρεωμένος απέναντι του και στην ιδιαιτέρά του ένα κουτί σοκολατάκια.
Ο γιατρός τον συνόδεψε μέχρι την εξώπορτα.
– Είσαι καλός άνθρωπος Δημήτρη… Να πας στο καλό.
Εκείνος τον ευχαρίστησε για πολλοστή φορά και έφυγε ανανεώνοντας το ραντεβού τους σε ένα μήνα.
Βγαίνοντας από το ιατρείο αναρωτήθηκε - για πολλοστή φορά - γιατί ο γιατρός επαναλάμβανε όποτε τον έβλεπε, αυτό το εκνευριστικό «είσαι καλός άνθρωπος». Μετά την επέμβαση αισθάνονταν ένας αλλαγμένος καλός άνθρωπος όμως, πέρα από το ότι το εύρισκε περιττό, η επανάληψη της φράσης -ακόμα και σαν υπενθύμιση - τον ενοχλούσε γιατί έκρυβε κάποια ειρωνεία. Ήθελε μάλιστα κάποτε να του το πει, όταν θα εύρισκε την ευκαιρία και θάρρος.
...
 Ο γιατρός έκλεισε την εξώπορτα και κοντοστάθηκε πίσω της περιμένοντας ο Δημήτρης να μπει στο ασανσέρ. Όταν βεβαιώθηκε ότι είχε φύγει, γύρισε προς την ιδιαιτέρα του.
– Καλός άνθρωπος…
Εκείνη λύθηκε απ’ τα γέλια. Ήξερε ότι η επέμβαση ήταν σκηνοθετημένη και ότι δεν είχε αλλάξει τίποτα, απολύτως τίποτα.
– Αφού έτσι νοιώθει καλά, άσε τον να νομίζει ότι έτσι έγινε. Δεν θα άντεχε άλλη απογοήτευση· το είχε πιστέψει…


ΛΕΩΝΙΔΑΣ Ο ΑΚΟΙΜΗΤΟΣ
Πώς να ονειρευτώ τη ζωή μου εδώ; Τριακόσιοι όλοι κι’ όλοι ονειροπαρμένοι κι’ εγώ ακοίμητος. Να σας συστηθώ: Λεωνίδας. Και να θυμάστε: Είμαστε όλοι κοντά στο ξύπνημα όταν ονειρευόμαστε ότι ονειρευόμαστε. Ένας Λεωνίδας δεν κοιμάται ποτέ.

 Στο χωριό μου κάθε Κυριακή φοράμε τα καλά μας και αρχίζουμε τη μέρα μας με ψαλμωδίες. Μετά φοράμε τα πρόχειρα και κάνουμε στην αλάνα την ανία μας κλοτσοσκούφι. Το όνειρο γίνεται σκόνη που πνίγει τα πλεμόνια και κολλάει στα ιδρωμένα σκέλια μας.
Αυτή την παράξενη Κυριακή, μετά τον αγώνα, ξαναφορέσαμε τα καλά μας και συγκεντρωθήκαμε στη πλατεία βγάζοντας άναρθρες κραυγές χαράς. Στο κέντρο του χωριού στήσαμε μια πρόχειρη ξύλινη εξέδρα για τον πρόεδρο, τον χωροφύλακα, τον παπά, τις οικογένειές τους και τους παρατρεχάμενους. Από κάτω το υπόλοιπο χωριό.
Τόσος κόσμος ποτέ δεν θυμάμαι να είχε μαζευτεί. Ήμουνα κι’ εγώ εκεί, τους έβλεπα όλους.
Τα κλαρίνα άρχισαν στη διαπασών. Οι τολμηροί άνοιξαν το χορό. Πως θα χόρευαν μέσα σε τόσο κόσμο; 
Όπα, όπα  να μας ζήσουν οι λεβέντες και πάντα τέτοια! φώναξε ένας. Δώστα όλα! άλλος. Οι υπόλοιποι βαρούσαν παλαμάκια.
Τι παράξενη Κυριακή! Γιατί πανηγυρίζαμε;
Κάποια στιγμή άρχισαν οι πανηγυρικοί. Πρώτος πήρε τον λόγο ο πρόεδρος και απευθύνθηκε στους συγχωριανούς μου: Είναι απίστευτο αυτό που ζούμε!…
Ο κόσμος κάτω παραληρούσε.
Συντοπίτες τσιμπήστε με! Όχι, αφήστε με καλύτερα έτσι όπως είμαι να ονειρεύομαι. Δεν θέλω να ξυπνήσω… συνέχισε ο πρόεδρος.
Αφού είχαμε ήδη ξυπνήσει! Βρήκα τη δύναμη και φώναξα: Παρακαλώ λίγη ησυχία, θ’ αφήσετε το όνειρο στη μέση… 
Ο χωροφύλακας πήρε από τον πρόεδρο την σκυτάλη: Όλοι σας ήσαστε υπέροχοι! Ποιόν να ξεχωρίσω;         
Κανέναν, κανέναν! απάντησε με μια φωνή από κάτω το πλήθος.
Και γω δεν θέλω να αδικήσω κανένα, συνέχισε ο χωροφύλακας.
Μα γιατί να μας αδικούσε; Τι είχαμε κάνει; Γιατί αλήθεια πανηγυρίζαμε;
Όλη αυτή την ώρα κρυφοκοίταζα από τις γρίλιες τους πανηγυρτζήδες. Ξέρω θ’ αναρωτηθείτε γιατί κρυφοκοίταζα, αφού κι’ εγώ το ίδιο αναρωτήθηκα! Σας εκμυστηρεύομαι λοιπόν ότι ήμουνα βέβαιος πως το πανηγύρι θα ξεχνιόταν πολύ σύντομα. Κάποιος  από μας έπρεπε να διατηρήσει άσβηστη τη συλλογική μνήμη. Χωρίς μνήμη πώς θα ζήσουμε; Ήμουνα λοιπόν εγώ ο αυτόκλητος θεματοφύλακας της συλλογικής μνήμης μας. Όμως επειδή δεν ήθελα να φέρω τους συγχωριανούς μου σε δύσκολη θέση και να νομίζουν ότι τους κάνω τον ξύπνιο, αποφάσισα να γιορτάσω μαζί τους, κρυφά από αυτούς. Κι’ έπειτα ήταν τόσος πολύς ο κόσμος, πού να χωρούσαμε όλοι στη πλατεία;
Πίσω από τις γρίλιες τους έβλεπα όλους. Θυμάμαι τον παπά όταν απευθύνθηκε στο ποίμνιο: Τέκνα μου με τη βοήθεια του Θεού νικήσαμε τους αθεόφοβους! Κύριε συγχώρεσέ με (σταυροκοπήθηκε) Όλοι εμείς οι ταπεινοί δούλοι Του…
Όλοι εμείς; Εκείνη τη στιγμή μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι! Μη με παρεξηγήσετε δεν έχω τίποτα με τον Θεό, με τον «Θεόδουλο» έχω που παρόλα τα παρακάλια μου άφησε αδιάβαστο τον «δαιμονισμένο», έτσι λέγανε το γέρο μου… 
Τι παράξενη Κυριακή, πόσο ξεσκάσαμε! Με κλαρίνα, πανηγυρικούς, συγκινήσεις… Κάπως έτσι το πανηγύρι συνεχίστηκε  μέχρι το ξημέρωμα.

 Την άλλη μέρα στο καφενείο, κανείς δεν θυμότανε τι είχε γίνει.
Εγώ θυμάμαι, είπα αυθόρμητα.
– Ποιος;
– Εγώ.
– Τι έγινε;
  Στην πλατεία… πανηγυρίζαμε.
– Πότε;
– Χτες… Δεν θυμάσαι;
– Τι πανηγυρίζαμε;  
(Τότε κατάλαβα το λάθος μου, αφού το ήξερα, κανένας δεν θα θυμότανε εκείνο το πανηγύρι. Τι ήθελα να μιλήσω;)
– Ξέρω και γω; Το ξύπνημα από το όνειρο!
– Άστον αυτόν, χρωστάει της Μιχαλιούς!…
είπε ένας

Με λένε τρελό του χωριού. Πώς να ονειρευτώ τη ζωή μου εδώ - ένας Λεωνίδας ακοίμητος μέσα σε τριακόσιους ονειροπαρμένους;

ΧΑΣΟΜΕΡΗΔΕΣ
 Έφυγε.
– Πού πήγε;
– Έφυγε σου είπα.
– Δεν σου είπε που πάει;
– Όχι.
Άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε από μέσα ένα μαντήλι για να σκουπίσει το δάκρυ που κύλησε στο μάγουλο της.
– Μη στεναχωριέσαι, άντρες υπάρχουν πολλοί. Και όταν δεν είχε φύγει φευγάτος ήταν· αφού δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ… Τέτοια συμβίωση δεν είχε νόημα. Δεν καταλαβαίνω την στεναχώρια σου.
– Γιατί; Σάμπως εγώ δεν τα ’θελα; Κούναγα τον κώλο μου. Και κείνος άντρας ήταν. Τι θα έκανε δηλαδή; Θα κάθονταν με σταυρωμένα χέρια;
– Τι να σου πω, μού βάζεις δύσκολα.
– Ξέρω… Ο έρωτας σήμερα είναι χασομέρι…
– Κακομοίρα μου… θα βρεθεί κάποιος άλλος, ίδιος με δαύτον που είχες. Τώρα που το σκέφτομαι… θα ψάξω κάτι καλό για σένα.
Έβαλε τα γυαλιά της, πληκτρολόγησε στον υπολογιστή τον προσωπικό κωδικό της, τον απόρρητο κωδικό πρόσβασης στο δίκτυο και κοίταξε στην οθόνη διερευνητικά. Μετά πληκτρολόγησε κάτι άλλο, έκανε το ίδιο πολλές φορές σαν κάποια που κάτι έψαχνε.
Η φιλενάδα της όλη αυτή την ώρα περίμενε σιωπηλή και σκεφτότανε. Κάπου κάπου μονολογούσε μέσα απ’ τα δόντια της.
– Πατάω ένα κουμπί και βγαίνει μια χοντρή… ένας χοντρός…   Ας είναι χοντρός κι’ άσχημος· τουλάχιστον δεν θα μαι μόνη μου…

 Οι άνθρωποι που ήταν μόνοι, έβρισκαν το ταίρι τους στο δίκτυο. Για την αναζήτηση σ’ αυτό,  χρειάζονταν ειδική άδεια από το κεντρικό συμβούλιο εργασίας της πόλης. Μόνο όσοι είχαν την πολύτιμη άδεια επιτρέπονταν να κάνουν τις  προξενήτρες, έτσι  τους έλεγαν. Οι προξενήτρες ήταν πρόσωπα ευυπόληπτα και της απόλυτης εμπιστοσύνης των αρχών.  Ενεργούσαν αρχικά σαν μεσάζοντες για να φέρουν σε επαφή τους ενδιαφερόμενους, αλλά στη συνέχεια είχαν υποχρέωση να διερευνήσουν τον πρότερο καθωσπρέπει ή μη, βίο τους και να εγκρίνουν ή να απορρίψουν την επαφή. Αυτή ήταν η αποκλειστική ασχολία τους και σαν αμοιβή πέρα από μία καποια χρηματική αποζημίωση, είχαν το προνόμιο της μη εργασίας. Όλοι οι υπόλοιποι δούλευαν ακατάπαυστα. Δεν είχαν χρόνο παρά μόνο για δουλειά. Ούτε λόγος βέβαια να γίνεται για να έρθουν σε επαφή μεταξύ τους, να χαμογελάσουν, να μιλήσουν, να κάνουν αυτά που έκαναν οι άνθρωποι τον παλιό καιρό (είναι αλήθεια πως τα είχαν ξεχάσει). Οι εργαζόμενοι αποθαρρύνονταν από τους εργοδότες τους να ζευγαρώνουν  για να μην χάνεται ο χρόνος τους σε «μη παραγωγικές» δραστηριότητες και είχαν πιστέψει ότι έτσι έπρεπε να γίνεται, αφού όλοι το ίδιο έκαναν και αυτούς που απόκλιναν από την καθιερωμένη συμπεριφορά τους φώναζαν υποτιμητικά  χασομέρηδες. Όσοι συλλαμβάνονταν έπ’ αυτοφώρω να κλέβουν χρόνο από την δουλειά, οδηγούνταν στα τοπικά συμβούλια πολιτών για να λογοδοτήσουν.

Η προξενήτρα συνέχιζε να ψάχνει βυθισμένη στην οθόνη του υπολογιστή και η φιλενάδα της βυθισμένη στις σκέψεις  μονολογούσε.
– Του κόλλησαν τη ρετσινιά του χασομέρηΤις ώρες της σχόλης του, όταν του περίσσευαν τέτοιες, έπρεπε να τις ξοδεύει  για τη προκοπή του…, έτσι του έλεγαν. Δεν θέλαμε περισσότερα αλλά όταν τον συλλάβανε έπ’ αυτοφώρω να κάθεται, τον καταδίκασαν σε οικειοθελή εργασία για την απόκτηση εξοχικής κατοικίας. Με το έτσι θέλω «οικειοθελή» την βάφτισαν!  Δεν την χρειάζομαι, τους έλεγε. Είχαν χαραμίσει τη ζωή μας· ζούσαμε στο ίδιο σπίτι σαν ξένοι, σπάνια βλεπόμαστε κι’ ακόμα πιο σπάνια μιλούσαμε. Δεν προλαβαίναμε! Τι να  έκανε; Να δούλευε στράφι όλη του την ζωή; Όταν αντέδρασε, άκουσε τι του απάντησαν: Που να δουλέψεις εσύ  σ’ αυτή τη ζωή… και στην άλλη, χασομέρης θα’ σαι!  Άντρα είχα φιλενάδα κι’ άντρα δεν είχα. Εκείνος με ήθελε, δεν άντεξε όμως. Μού το ’χε πει πως θα το’ σκαγε.
– Τι λες βρε φιλενάδα!
– Εκείνος ήταν και δουλευταράς και πηδηχταράς. Γύρευε τώρα εσύ τι κουμάσι θα μου βρεις…
– Δεν μπορεί, κάπου θα βρίσκεται μια μοναχική καρδιά με πρότερο καθωσπρέπει βίο και λίγο διαθέσιμο χρόνο για σένα.
Έψαχνε, έψαχνε στο δίκτυο, αλλά αυτό που ζητούσε ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί, αφού όσοι που είχαν ελεύθερο χρόνο ήταν αυτοί που είχαν συλληφθεί έπ’ αυτοφώρω, οι χαρακτηρισμένοι χασομέρηδες και απαγορεύονταν αυστηρά να ζευγαρώσουν. Μόνη ελπίδα ήταν να έβρισκε κάποιον που είχε αποχαρακτηρισθεί από το δευτεροβάθμιο συμβούλιο πολιτών κατόπιν σχετικής εισήγησης του κεντρικού συμβουλίου εργασίας. Αγαπούσε την φιλενάδα της και δεν ήθελε να τη βλέπει να στεναχωριέται. Εκεί που έψαχνε τα μάτια της γούρλωσαν.
– Δεν το πιστεύω! Ο λεγάμενος!
– Μετά την καταδίκη του, έκανε αίτηση για επανεξέταση της απόφασης αλλά την απόρριψαν. Δεν είχε βλέπεις μπάρμπα στη Κορώνη

Κάποιες φράσεις από τον παλιό καιρό σαν αυτή του μπάρμπα από την Κορώνη, δεν είχαν ξεχαστεί. Οι άνθρωποι τις χρησιμοποιούσαν στις συζητήσεις τους, αφού τους φαίνονταν πάντα επίκαιρες και εύστοχες, σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα από τότε. Βέβαια από την άλλη, όλοι παραδέχονταν ότι τίποτα δεν ήταν όπως παλιά, αφού τότε ο καθένας έκανε του κεφαλιού του χωρίς συνέπειες, ενώ τώρα όλοι έκαναν το ίδιο. Όλοι ήταν ίδιοι: ίδια εργατικοί, ίδια φιλοπρόοδοι, ίδια υπεύθυνοι, σα να είχαν βγει όλοι από το ίδιο καλούπι κι έδειχναν μάλιστα ευχαριστημένοι γι’ αυτό. Όλοι ανήκαν στη μεγάλη οικογένεια της εργασίας, έτσι την αποκαλούσαν, και είχαν βάλει τους χασομέρηδες στο περιθώριο.

 Η  προξενήτρα κατέβασε τα γυαλιά της και κοίταξε κατάματα την φιλενάδα της. Ήταν πρώτη φορά που ξεκόλλαγε το βλέμμα από την οθόνη.
– Θέλω να σε βοηθήσω. Κάτι βρήκα.
Έγραψε δυο λέξεις σ’ ένα κομμάτι χαρτί και της το έδωσε.
– Εκεί τώρα μένει, πήγαινε να τον βρεις. Ήταν  χαρακτηρισμένος αλλά στάθηκες τυχερή: βρήκα έγκριση και έκανα τον αποχαρακτηρισμό. Άλλαξα όνομα και διεύθυνση, εξαφάνισα τα ίχνη. Τώρα κανείς δεν μπορεί να μάθει ποιος ήταν και που έμενε. Για χάρη σου φιλενάδα… Μόνο βιάσου, μη τον καπαρώσει καμιά άλλη πριν από σένα! Εγώ αρκετά κάθισα. Καιρός μου να δουλέψω λίγο, τώρα στα γεράματα…
– Να σε φιλήσω!
– Έλα, βιάσου σου λέω!
Την φίλησε στην εξώπορτα και έτρεξε να προλάβει.
Μόλις που είχε στρίψει στη γωνία, όταν μπήκαν στο γραφείο δύο άντρες από το συμβούλιο πολιτώνΗ προξενήτρα τους αναγνώρισε από την χαρακτηριστική κονκάρδα που είχαν στα πέτα τους.                     
– Κύριοι σας περίμενα.  
Ο γκριζομάλλης που φαίνονταν επικεφαλής, είπε κοφτά:
– Συλλαμβάνεσαι! Καταχράστηκες την εμπιστοσύνη που έδειξε η πολιτεία στο πρόσωπό σου. Ετοιμάσου να απολογηθείς. Σου έχει ήδη αφαιρεθεί το προνόμιο της μη εργασίας.
Ο άλλος συνέχισε:
– Τι είμαστε δηλαδή εμείς που δουλεύουμε, μαλάκες;
Εκείνη φόρεσε το παλτό της, έσβησε το φως και ετοιμάστηκε να τους ακολουθήσει.
– Είμαι πανέτοιμη. Ο άνθρωπος που ξεκουράστηκε στη ζωή του πρέπει κάποτε να δουλέψει…


Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
…Τα νέα μαλλιά δεν θα σας ξαναπέσουν ποτέ! 
Ο Βασίλης  κοίταξε περίλυπος τα μαλλιά του στον καθρέφτη. «Πώς έχουν γίνει έτσι! …»
Ο καθρέφτης, ένας παλιός όρθιος καθρέφτης με βάση και ξύλινη σκαλιστή κορνίζα, δεν απάντησε. 
Τα μαλλιά του Βασίλη συνέχεια πέφτανε· και δεν πέφτανε μόνο αυτά. Τον τελευταίο καιρό έπεφταν μαζί τους μαδημένες όλες  οι παγιωμένες πεποιθήσεις του. Στην αρχή τρίχα τρίχα, μετά τούφες ολόκληρες. Ζούσε πάντα δύο ζωές, μια παρέα με το όνειρο και μια άλλη που έμοιαζε με Γολγοθά. Ποτέ δεν ήταν ευτυχισμένος. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του ασχολιόταν με τις τρίχες του. Είχε δοκιμάσει ότι μπορούσε να φανταστεί ανθρώπου νους μέχρι που κατέληξε στην κλινική. Εκεί είδε φως.
Τώρα όμως έστυβε το μυαλό του να βρει λύση στο πρόβλημα. Στη κλινική είχαν σηκώσει τα χέρια ψηλά και ο Βασίλης είχε πέσει σε βαθιά κατάθλιψη. Τι κι’ αν ήταν  «Μέγας Πελάτης» και «Πρέσβης», ανώτατοι τιμητικοί τίτλοι που απονέμονταν από την κλινική σε εκείνους που είχαν εφαρμόσει όλες, ανελλιπώς, τις νέες μεθόδους τριχοπροσθετικής. «Κύριε Πρέσβη, πρέπει να παραμείνετε κατ’ οίκον όσο θα διαρκέσει η θεραπεία» του έλεγαν. Τον είχαν βάλει σε καραντίνα για να μη χαλάσει η εικόνα της κλινικής· είχαν – άκουσον άκουσον! – απαγορεύσει να περνάει το κατώφλι της σε εκείνον που είχε κάνει γνωστή την τριχοπροσθετική σε όλη την αγορά… 

 …Για πάντα και με γραπτή εγγύηση…
«Κουραφέξαλα!» είπε και έκλεισε το ραδιόφωνο. 
Τι έφταιγε; Γιατί είχε πάρει η ζωή του την κάτω βόλτα; Δεν το ήξερε ακόμα, αλλά είχε αρχίσει να υποψιάζεται. Για πάντα!  Αυτή η αύρα της παντοτινής ομορφιάς που εξακολουθούσε να τον συνεπαίρνει όπως παλιά, αυτή έφταιγε! Στέκονταν μπροστά στον καθρέφτη με τις ώρες και φαντάζονταν τον εαυτό του νέο και ωραίο…
Ο καθρέφτης βέβαια από καιρό, τελευταία ολοένα και συχνότερα, του θύμιζε πως είχε κάμποσα χρονάκια στη καμπούρα του. Στην αρχή δεν τον πείραζε, τώρα όμως ήταν πολύ χολωμένος μαζί του γιατί τον προσγείωνε άγαρμπα στη δύσκολη πραγματικότητα. Είχε σταματήσει να αντανακλάει το φως, έδειχνε το είδωλό του μόνιμα μουντό και λυπημένο σα να δυσανασχετούσε στη θέα του. Είχε χάσει και την μιλιά του. Δεν έλεγε ούτε αυτό που συνήθιζε να λέει και ο Βασίλης αρνιόταν πεισματικά να παραδεχτεί: Ότι όλα μέσα στη λεία και στιλπνή επιφάνειά του ήταν πάντα γραμμένα και τίποτα δεν μπορούσε να σβηστεί.  
«Μέγας πελάτης και πρεσβευτής… Μαλακίες! Μόνο για την κονόμα νοιάζονται…» μουρμούρισε ο Βασίλης. 
Ασφαλώς υποψιάζονταν πως η κατάστασή του ήταν σοβαρή και οι γιατροί της κλινικής μάσαγαν τα λόγια τους προσπαθώντας να κρατήσουν την ελπίδα του ζωντανή. 

 «Οι άνθρωποι όχι μόνο εκμεταλλεύονται τον πόνο του άλλου, αλλά και ευχαριστιούνται μ’ αυτόν!» Σ’ αυτό το συμπέρασμα κατέληξε ο Βασίλης στην κλινική που μπήκε άλλη μια φορά για θεραπεία και συνάντησε τους ίδιους ανθρώπους που ήξερε. Δεν ήταν αφελής, ούτε εύπιστος. Τι να έκανε όμως; Αυτοί ήταν η οικογένεια του, αυτούς εμπιστεύονταν. Έτσι αφέθηκε στις υποσχέσεις τους για να εισπράξει τελικά την απογοήτευση.
Η τελευταία υπερσύγχρονη μέθοδος τριχοπροσθετικής που επαγγέλλονταν, δεν ήταν παρά απάτη. Μετά από αφάνταστη ταλαιπωρία, έμεινε τελικά με το κρανίο φαλακρό και τσουρουφλισμένο. Το εξωφρενικό αυτής της ιστορίας ήταν ότι, ακόμα και εκείνη τη θλιβερή ώρα, οι γιατροί παρουσίαζαν φωτογραφίες του με πλούσια μαλλιά σε διαφορετικές κομμώσεις για να επιλέξει αυτή που του ταίριαζε περισσότερο! Τον διαβεβαίωναν μάλιστα πως η κόμμωσή του «δεν θα άλλαζε στον αιώνα τον άπαντα, αφού αυτή που θα διάλεγε, αυτή όλοι θα θυμόντουσαν… για πάντα  Ο Βασίλης δεν ήξερε αν θα έπρεπε να εκλάβει τα όσα άκουγε σαν πικρή ειρωνεία ή σαν γλυκιά παρηγοριά στον άρρωστο που δεν είχε ελπίδα. Προτίμησε το δεύτερο και διάλεξε μια περούκα με τα μαλλιά που ονειρεύονταν νέος: Μαύρα, στιλπνά, ίσια σα χαίτη και με χωρίστρα στη μέση. 

 Όταν γύρισε σπίτι στήθηκε μπροστά από τον καθρέφτη. Τον αγκάλιασε και έβαλε τα κλάματα.
«Ήθελα να σε σπάσω χίλια κομμάτια κι’ όμως είχες δίκιο! Όλα πάνω σου ήταν γραμμένα αλλά εγώ δεν τα έβλεπα. Σου αρέσω έτσι;» 
Και τότε συνέβη κάτι παράξενο: Ό καθρέφτης έγινε ένα μακρόστενο κουτί που άνοιξε – σα να τον αγκάλιασε κι’ εκείνο – κι’ ο Βασίλης βρέθηκε μέσα ξαπλωμένος και λουσμένος στο φως. Τριγύρω του οι άνθρωποι της κλινικής που ο ίδιος είχε χτίσει με τον ιδρώτα του, τρίχα-τρίχα, και πελάτες… πελάτες…  – κάπου σα να είδα και σένα αγαπητέ αναγνώστη.  Μέσα σε τόσο κόσμο και τους προβολείς από πάνω του ζεσταίνονταν ο κακομοίρης, αλλά τι να έκανε; Τόσα και τόσα είχε υπομείνει, θα το υπόμενε κι’ αυτό. Γιατί όλοι του χάιδευαν την ωραία κόμη «κούκλος είναι… κούκλος!» κι’ εκείνος  χαμογελούσε. 
Ναι· ήταν ευτυχισμένος.


ΠΑΛΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Ο Στάθης, υπάλληλος γραφείου τελετών, βρίσκονταν όπως κάθε μέρα στο κόσμο του: Τέσσερις μαυρισμένοι από τη πολυκαιρία  τοίχοι και στη μέση, ένα ετοιμόρροπο τραπέζι, μία βρώμικη ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα και το τηλέφωνο.  Ο ανεμιστήρας είχε χαλάσει από καιρό και εκείνη τη μέρα, καθώς είχε μπει για τα καλά το Καλοκαίρι, έκανε ανυπόφορη ζέστη.

Ο μεγάλος πόνος, όπως και η χαρά, δεν χρειάζεται καλούδια. Βολεύεται με τα απαραίτητα. Ο γέρο Στάθης το ήξερε καλά αυτό, αφού είχε περάσει τη ζωή του παρέα με τον πόνο. Ήταν όμως χαρούμενος γιατί είχε καταλάβει ότι ο πόνος τελείωνε. Τελευταία αισθανόταν αδύναμος, ήταν χλωμός και έβηχε συνέχεια. Είχε γίνει και υπερευαίσθητος, αυτός που κάποτε ήταν σκληρός σα πέτρα. Σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπο του, άναψε τσιγάρο και βυθίστηκε στις σκέψεις του. Την περισυλλογή του διέκοψε το χτύπημα του τηλεφώνου. Ο Στάθης έκανε να το σηκώσει αλλά δεν το σήκωσε. Στη δουλειά του βιασύνη δεν υπήρχε.

Βγαίνοντας από τη περισυλλογή ο Στάθης παρατήρησε ότι στο δρόμο, μπροστά από το γραφείο, έκαναν πορεία διαμαρτυρίας οι απολυμένοι εργάτες καθαριότητας του δήμου. Τη προσοχή του τράβηξαν τα αιτήματα των διαδηλωτών. Του άρεσε αυτό που ζητούσε τη κάθαρση του καινούργιου κόσμου από τα κατάλοιπα του παλιού, οι εργαζόμενοι στη καθαριότητα, σκέφτηκε, θα ήταν οι καταλληλότεροι να την αναλάβουν. Αλλά το σύνθημα που προέτρεπε το λαό να γκρεμίσει και να θάψει μια για πάντα τον παλιό κόσμο, άγγιξε τη καρδιά του. Θεώρησε ότι τον αφορούσε άμεσα, ίσως αισθάνθηκε συνυπεύθυνος, αφού μία ζωή ασχολιόταν με τη δουλειά αυτή. Σηκώθηκε από τη πολυθρόνα με δυσκολία και βγήκε στο δρόμο. Στάθηκε στη μέση της πορείας, κόντρα στο ρεύμα και με όση δύναμη φωνής είχε απευθύνθηκε στους διαδηλωτές: «Ακούστε με κύριοι, ακούστε με σας παρακαλώ, εγώ είμαι ειδικός σε αυτό που ζητάτε. Η πολύχρονη εμπειρία μου εγγυάται το καλύτερο αποτέλεσμα…» Οι διαδηλωτές τον προσπερνούσαν, κανένας τους δεν έδινε σημασία. «Επισκεφθείτε παρακαλώ το γραφείο μας, η γνώμη του ειδικού είναι πάντα χρήσιμη…» Η φωνή του καλύπτονταν από την οχλοβοή αλλά αυτός επέμενε μέχρι που κάποιος τον παρέσυρε και τον έριξε στο οδόστρωμα.

Κατάφερε να σηκωθεί και να συρθεί μέχρι το γραφείο.  Έκλεισε την εξώπορτα, κατέβασε τις περσίδες της τζαμαρίας  και σωριάστηκε σαν άδειο σακί στη πολυθρόνα. Είχε ένα μόνο παράπονο: « Καλά, ο όχλος είναι πάντα κουφός, γι’ αυτό ξελαρυγγιάζεται. Όμως δε βρέθηκε ένας Χριστιανός από δαύτους να ρωτήσει, για να του πουν πως ο παλιός κόσμος φεύγει κι’ έρχεται από μόνος του και δεν περιμένει να του το ζητήσουν;»  Πονούσε πολύ και ο βήχας του έκοβε την ανάσα. Άναψε τσιγάρο, σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπο του και έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω. Η ανάσα του είχε γίνει βαριά και μπερδεύονταν με κάτι σαν παραμιλητό. Στο παραμιλητό του είπε πολλά, είπε όλα όσα ήξερε· ήταν καλός άνθρωπος, και δεν ήθελε να τα πάρει μαζί του. Πάντα έκανε ευσυνείδητα τη δουλειά του. Μία ολόκληρη ζωή ήταν ο ειδικός στο να θάβει τον παλιό κόσμο που δεν είχε τελειωμό. Η πολύχρονη εμπειρία του εγγυόταν το καλύτερο αποτέλεσμα.

Το τηλέφωνο χτύπησε ξανά και ξανά. Ο Στάθης δεν απάντησε.


Ο ΤΑΡΖΑΝ
Ο Παναγόπουλος Δημήτριος γύρω στα πενήντα, ψηλός και γεροδεμένος, μπήκε σα σίφουνας στο γραφείο. Στο χέρι του κρατούσε έναν παραγεμισμένο δερμάτινο χαρτοφύλακα.
– Χαρτιά… χαρτιά… Δεν είναι δυνατόν την σήμερον ημέρα να ζητάτε τέτοια πράγματα. Έχω κάνει αίτηση υπαγωγής τής επιχείρησής μου στον αναπτυξιακό νόμο πριν από έξι μήνες και ακόμα εκκρεμεί η έγκριση! Είναι απίστευτο αυτό που βιώνω σήμερα. Τι άλλο έχουν να δουν τα μάτια μας…
Οι κόρες των ματιών του είχαν ανοίξει σα ξεχειλωμένες κουμπότρυπες προσπαθώντας να προσαρμοστούν στο λιγοστό φως του γραφείου. Οι μισές λάμπες τρεμοπαίζανε - οι υπόλοιπες πρέπει να είχαν καεί - δίνοντας ένα κρύο, σαν ψυγείου, φως. Παντού, ακόμα και κατάχαμα, στοίβες οι φάκελοι γεμάτοι χαρτιά. 
– … Κι εγώ, ο Παναγόπουλος Δημήτριος να τριγυρνάω από γραφείο σε γραφείο πηδώντας πάνω από φακέλους…
– Με τις φωνές σας ανεβάσατε την θερμοκρασία, μάς ανάψατε… Τι καλά! Σήμερα μάς χάλασε και το καλοριφέρ…
απάντησε η νεαρή γραμματέας του προϊστάμενου με το αποκαλυπτικό ντεκολτέ και το πονηρό χαμόγελο.
– …Πως θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω; Να σας συστηθώ: Ιωάννα. Οι φίλοι με φωνάζουν Τζένη.
Ο Παναγόπουλος Δημήτριος κατευθύνθηκε  προς την πόρτα που ήταν στο βάθος του γραφείου.
– Εκεί είναι η τουαλέτα…
Κοντοστάθηκε και γύρισε προς το μέρος της.
– Ο προϊστάμενος… Ο προϊστάμενος που είναι; Θέλω να τον δω. Τώρα.
– Ο προϊστάμενος απουσιάζει κύριε Παναγόπουλε. Γνωρίζω την υπόθεσή σας. Αλλά πέστε μου αλήθεια: Τι θα μπορούσε να κάνει εκείνος για εσάς και δεν μπορώ να το κάνω εγώ;
ρώτησε με προσποιητή αφέλεια η Ιωάννα.
– Δεν μπορείτε δεσποινίς μου να δώσετε λύση στο πρόβλημα μου. Είναι πανεύκολο βέβαια, αλλά… μάλλον δεν μπορείτε. «Μάλλον» λέω, δεν είμαι απόλυτος άνθρωπος. Παρατηρώ πάντως ότι έχετε διάθεση…
απάντησε εκείνος, κατεβάζοντας ασυναίσθητα την ένταση της φωνής του.
Τα μάτια του είχαν προσαρμοστεί στο ημίφως. Κάθισε στη καρέκλα μπροστά από το γραφείο της Ιωάννας, αφήνοντας την πόρτα της τουαλέτας μισάνοιχτη.
Η Ιωάννα προθυμοποιήθηκε να τού προσφέρει καφέ. Εκείνος αρνήθηκε λέγοντας ότι είχε πιει πολλούς καφέδες. Παρατήρησε τα έντονο κόκκινο βαμμένα νύχια της καθώς ρούφαγε μια γουλιά καφέ αφήνοντας το αποτύπωμα των χειλιών της από κραγιόν στο φλιτζάνι. Το ντύσιμό της έδειχνε κορίτσι από λαϊκή τάξη. Το βλέμμα του κατέληξε καρφωμένο, άθελά του, στο αποκαλυπτικό ντεκολτέ. Την σιωπή έσπασαν απανωτές ερωτήσεις.
– Δουλεύετε πολύ καιρό εδώ μέσα;…
  Παιδάκια έχετε;…
  Από λεφτά πως πάτε; Νέα κοπέλα, της παντρειάς, θα έχετε ανάγκες…   
Η Ιωάννα δεν πρόλαβε να απαντήσει γιατί χτύπησε το τηλέφωνο στο γραφείο του προϊστάμενου.
– Με συγχωρείτε. Να πιάσω τού προϊστάμενου.
Σηκώθηκε από τη θέση της. Τα οπίσθιά της διαγράφηκαν κάτω από την εφαρμοστή φούστα.
– …Είναι εδώ ο κύριος Παναγόπουλος… Θα τον περιποιηθώ…
είπε και κατέβασε το ακουστικό.
– Ο προϊστάμενος ήταν.
– Λοιπόν τι είδους περιποίηση μού επιφυλάσσετε;
–Εξαρτάται…
είπε με νάζι η Τζένη.
Ο Παναγόπουλος Δημήτριος κατάλαβε ότι είχε αρχίσει να χάνει τον έλεγχο των λόγων και των πράξεων του. Ηθελημένα ανέβασε την ένταση της φωνής του.
– Ακούστε δεσποινίς μου: Δεν ζητάω «περιποιήσεις» ούτε είμαι ένας επενδυτής που έχει χρόνο για χάσιμο. Με λένε Παναγόπουλο και διαθέτω πρόσωπο και οικονομική επιφάνεια που θα ζήλευαν πολλές σαν εσάς. Και να ξέρετε πως μπορώ να έχω ό,τι θελήσω όποτε το θελήσω!
Η Τζένη μαζεύτηκε.
– …Στα πλαίσια του επιτρεπτού βεβαίως, ειδάλλως ο κόσμος θα ήταν ζούγκλα κι εμείς μέσα σ’ αυτόν θηρία ανήμερα.
συμπλήρωσε εκείνος και σηκώθηκε από την καρέκλα.
Το μάτι του έπεσε στην αφίσα. Στον τοίχο, πάνω από το γραφείο της Ιωάννας, υπήρχε η αφίσα του κινηματογραφικού Ταρζάν Τζώνυ Βαϊσμίλερ, ένας θεός μόνο ήξερε τι γύρευε εκεί, με ιδιόχειρη αφιέρωση πάνω της «φιλάκια από τη Τζένη».
Ο επενδυτής Παναγόπουλος Δημήτριος ήταν βέβαιος πως η Τζένη η λαϊκογκόμενα έψαχνε έναν Ταρζάν να κάνει παιχνίδια μαζί του, να πηδιέται όρθια στη τουαλέτα και να του λέει  «κάνε γρήγορα, σε λίγο θα έρθει ο προϊστάμενος» αλλά πού καιρός για τέτοια… η δουλειά δεν μπορούσε να περιμένει.  Αυτή τη φορά, κάτι έλεγε μέσα του ότι ίσως θα μπορούσε να περιμένει λίγο, ίσως, δεν ήταν απόλυτα βέβαιος αλλά δεν πρόλαβε να βεβαιωθεί.
– Κύριε Παναγόπουλε έρχεται ο προϊστάμενος…
είπε η Τζένη.
Την διέκοψε.
– Όχι Παναγόπουλος. Ταρζάν δεσποινίς μου, Ταρζάν!



ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ ΤΟΥ 22
Είχε φτάσει η ώρα να εγκαταλείψει αυτό τον μάταιο κόσμο και σκέφτηκε πως καιρός του ήταν να κάνει κάτι που θα έπιανε τόπο. Μα όπως ήταν ασυνήθιστος σε αυτό, τον έπιασε ταραχή αν θα τα κατάφερνε. Το μόνο που διέθετε ήταν λεφτά, καλά λεφτά, μαζεμένα με κόπο από το υστέρημά του για μια δύσκολη ώρα· και επειδή αυτή είχε προ πολλού περάσει, χολωμένος ο φτωχός στο κρεβάτι του πόνου, πήρε την μεγάλη απόφαση. Παιδιά και φίλους δεν είχε και τους παρατρεχάμενους από καιρό τους είχε κάνει πέρα, αρκετά είχαν απομυζήσει το  κομπόδεμά του. Επιστρατεύοντας την τελευταία ικμάδα που του είχε απομείνει πήρε στα χέρια τον βαρύ τηλεφωνικό κατάλογο, αυτόν που από αμνημονεύτων χρόνων είχε πάντα δίπλα του στο κομοδίνο για μια ανάγκη. Άρχισε να τον ξεφυλλίζει. Κάπου στο γράμμα «άλφα» στάθηκε. Αυτός, ο πρώτος τυχερός! είπε. Αγαπητός Νικόλαος, τηλεγραφητής εμπορικού ναυτικού, τηλέφωνο… Συνέχισε στο γράμμα «βήτα» και στάθηκε σε κάποιο Βλάχο Γεώργιο, πεταλωτή αλόγων, σημείωσε και το τηλέφωνό του. Μετά πήγε στο «γάμμα» και βρήκε έναν άλλο, μετά στο «δέλτα», στο «έψιλον»… Έτσι πέρασε και τα εικοσιτέσσερα γράμματα του αλφάβητου διαλέγοντας έναν τυχερό από το καθένα. Εικοσιτέσερεις άνθρωποι στη τύχη, εντελώς άγνωστοι σε κείνον για να τον κληρονομήσουν! Έγραψε και την διαθήκη με το ίδιο του το χέρι για να μη μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την γνησιότητά της: …Έχων σώας τας φρένας, στον καθένα από τους προαναφερθέντες κληροδοτώ το εν εικοστό τέταρτο της περιουσίας μου και παρακαλώ να ειδοποιηθούν σχετικά τηλεφωνικώς… Όρισε και την νοσοκόμα που τον φρόντιζε, τον μόνο άνθρωπο που εμπιστεύονταν, εκτελεστή της.
Το μελάνι είχε στεγνώσει όταν η νοσοκόμα μπήκε στο δωμάτιο. Τον είδε και κατάλαβε. Πάει ο παππούς, Θεός ’χωρέστον. Πήρε το χαρτί από τα χέρια του και το διάβασε. Μετά το βλέμμα της έπεσε στο πάτωμα, στον «Κατάλογο Συνδρομητών Τηλεφωνικής Εταιρίας Έτους 1922» απ’ όπου ο μακαρίτης είχε βρει τα ονόματα των τυχερών. Τον άνοιξε. Πίσω από το χοντρό κιτρινισμένο από το χρόνο εξώφυλλο βρήκε ξεχασμένη μια επιστολή. «Προς τον παλαιό συνδρομητή μας. Αξιότιμε κύριε… η συνδρομητική σας περίοδος, λυπούμαστε αλλά έχει λήξει…» Άρχισε να ξεφυλλίζει τις σελίδες και να χαζεύει τα ονόματα των συνδρομητών. Αυτοί θα έχουν όλοι πεθάνει… είπε, και δάκρυσε με τα καπρίτσια της ζωής που τρέχει αλλά θαρρείς πως ουδέποτε φτάνει στη ώρα της μα πάντα λίγο πιο νωρίς ή λίγο πιο αργά. Τι σημασία έχει… ποιος γνωρίζει το ραντεβού; σκέφτηκε και ένοιωσε ξαλαφρωμένη που η δύσκολη ώρα για τον παππού είχε περάσει μα λυπήθηκε για τους …αργοπορημένους κληρονόμους του.

ΣΤΟ ΚΛΟΥΒΙ!
-  Έλα δω· μπες μέσα!
Όλοι τον άκουγαν αλλά προσπερνούσαν αδιάφοροι. Σπάνια κανένας έριχνε μια κλεφτή ματιά στον φανταχτερό φυλακισμένο, έναν πολύχρωμο παπαγάλο που – τι παράξενο! – έδειχνε να νοιώθει σαν στο σπίτι του και δεν κουράζονταν να επαναλαμβάνει   Σε σένα μιλάω...  Έλα δω... Μπες μέσα!... μα η φωνή του πνίγονταν στο βουητό του δρόμου. 
Περνούσαν πολλοί έξω από το κλουβί. Μια μέρα ένας περαστικός σκόνταψε πάνω και το αναποδογύρισε. Η πόρτα άνοιξε και ο παπαγάλος είδε τον δρόμο για την ελευθερία ανοιχτό. Όχι ότι την αποζητούσε, μήτε την ήθελε καν. Τόσα χρόνια στο κλουβί είχε συνηθίσει. Αλλά σκέφτηκε πως ήταν η μοναδική ευκαιρία της ζωής του να κάνει κάτι διαφορετικό απ’ ότι έκανε κάθε μέρα. Έτσι το αποφάσισε. Στάθηκε στη πόρτα,  τέντωσε τις φτερούγες του που είχαν πάθει αγκύλωση από την πολύχρονη ακινησία και ετοιμάστηκε να πετάξει.
- Ο παπαγάλος... Θα το σκάσει!...Έλα δω, μπες μέσα!
φώναξε κάποιος. 
Μα εκείνος πρόλαβε άνοιξε τα φτερά του και πέταξε· με δυσκολία στην αρχή, μέχρι να ξαναθυμηθεί πως πετάνε, σηκώθηκε νωχελικά στον αέρα.
...
 Από ψηλά άρχισε να παρατηρεί καλύτερα τους ανθρώπους. Βέβαια συνέχιζαν να πηγαίνουν το ίδιο βιαστικοί σαν κουρδισμένοι, αλλά τώρα του φαίνονταν κάπως αλλαγμένοι. Καθένας τους είχε κάτι διαφορετικό κι’ όλοι μαζί έφτιαχναν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό. Δεν ήταν τόσο γκρίζοι όσο έδειχναν από το κλουβί. Βλέποντάς τους θυμήθηκε μάλιστα τους συγγενείς του στη μακρινή ζούγκλα με τα φανταχτερά χρώματα και τις εντυπωσιακές αποχρώσεις στα φτερά τους· τα δικά του είχαν ξεθωριάσει από το καυσαέριο. Πετώντας ανάμεσά τους μπορούσε να τους ακούει καλύτερα. Ούτε ήταν ούτε τόσο αμίλητοι όσο έδειχναν από το κλουβί, το αντίθετο· φαίνονταν κοινωνικότατοι – τόσο λάθος είχε καταλάβει;  Μόνο που επαναλάμβαναν συνέχεια τα ίδια – αλήθεια δεν κουράζονταν; – και μίλαγαν όλοι μαζί σα να μην άκουγε ο ένας τον άλλο – μα πως κατάφερναν να συνεννοούνται; Θαύμασε βέβαια την ιδιαίτερη ικανότητά  τους και ξαναθυμήθηκε τους συγγενείς του· κι’ εκείνοι κάπως έτσι τα κατάφερναν. Στο δρόμο παρατήρησε ότι συνωστίζονταν όπως οι μέλισσες στο μέλι, άλλοι για φαΐ – οι περισσότεροι γι’ αυτό συνωστίζονταν – άλλοι χαζεύοντας κάτι αξιοπερίεργο, άλλοι… δεν καταλάβαινε γιατί. Κάποιοι είχαν ανέβει σε  κούνιες και κουνιόντουσαν πέρα δώθε, ένας μάλιστα είχαν κρεμαστεί από αυτή ανάποδα!  Όλα αυτά πόσα, μα πόσα του θύμιζαν!  Απορροφημένος από το απροσδόκητο θέαμα των ανθρώπων δεν πρόσεξε το συρματόπλεγμα και έπεσε πάνω του.
...
Το συρματόπλεγμα! Τότε κατάλαβε πως δεν ήταν έξω από το κλουβί, ούτε ήταν μόνος. Μόνος είχε τουλάχιστον την ησυχία του, εκεί μέσα έκαναν τόση φασαρία… Το κλουβί του ήταν ακόμα εκεί κάτω· ευτυχώς τον περίμενε. Προσγειώθηκε αργά, σίγουρα, και μπήκε μέσα. Έκλεισε πίσω του και την πόρτα.