2015 ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ Εργάσιμου
22
Ιαν.
Στις
εκλογές των στραβών βασιλεύει ο μονόφθαλμος. Οι εκλογές που έρχονται δεν
αποτελούν εξαίρεση. Η ΝουΔούλα καταρρέει, σταθερά, στα χνάρια του ΠΑΣΟΚ. Ο
Σαμαράς αποδείχθηκε υπερβολικά λίγος και κατώτερος των περιστάσεων. Υιοθετώντας
τις συμβουλές τής τρισάθλιας αυλής του προσπάθησε να εμφανίσει success story τα συντρίμμια των πεπραγμένων του. Όταν
οι δανειστές τον άδειασαν - ως ήταν φυσικό δεδομένου ότι δεν ήξεραν αν θα ήταν
γκουβέρνο την επόμενη μέρα - γύρισε στη γνωστή συνταγή της κινδυνολογίας.
Κατέληξε να παίζει looser στο προνομιακό γήπεδο του ΣΥΡΙΖΑ πλειοδοτώντας στην ακατάσχετη παροχολογία.
Θλιβερός… Ο συνεταίρος του Βενιζέλος, ευφυής, ευφραδής και με - μακράν όλων -
καλύτερα συγκροτημένο λόγο, έσωσε πρώτα το τομάρι του και μετά τη χώρα
αφήνοντάς την συντρίμμια. Παρά το εκτόπισμα του είναι ικανός να ξεγλιστράει σα
χέλι από τις κακοτοπιές - όπως τη Λίστα Λαγκάρντ - αφήνοντας να αιωρείται η
ρετσινιά τού διεφθαρμένου. Φιλόδοξος, ικανός επιβίωσης παντός καιρού, έχει ήδη
προετοιμάσει το έδαφος για την επόμενη μέρα (του) στο πολιτικό σκηνικό - το
μόνο που απομένει είναι να δούμε αν θα του βγει. Ο Βενιζέλος έχει αναγάγει τον λαϊκισμό του Μαυρογιαλούρου σε τέχνη. Η
μπίλια της πατρίδας θα κάτσει στο όνομα Αλέξης. Λαμπερός με την ενέργεια τού
νεοφώτιστου δείχνει άλογο κούρσας, γκανιάν ανάμεσα σε ψοφίμια. Η έλλειψη
εμπειρίας που τού προσάπτουν είναι το λιγότερο - αφού ουδείς ξεκίνησε
έμπειρος. Καταλαβαίνω τον κοσμάκη που θα
δοκιμάσει τον ΣΥΡΙΖΑ πιστεύοντας πως δεν έχει κάτι να χάσει. Θα τον δοκίμαζα
κι’ εγώ αν δεν χάιδευε τόσο ξεδιάντροπα τ’ αυτιά του ακροατήριού του. Ποιοι απομένουν;
Το ΚΚ της εργατικής τάξης που θα πάει στο παράδεισο και ο αγώνας συνεχίζεται… Η
ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ ο σκληρός πυρήνας της οποίας δεν είναι παρά καθάρματα του κοινού
ποινικού δικαίου - και επί τη ευκαιρία, η ευθύνη της κυβέρνησης Σαμαρο-Βενιζέλου είναι ακέραια, πρώτα για την
σκανδαλώδη ανοχή που επέδειξε στα εγκλήματά της και στη συνέχεια για την
μικροκομματικών σκοπιμοτήτων αντιμετώπισή της. Οι ΑΝΕΛ δηλαδή ο Καμμένος:
οπορτουνιστής, εθνικιστής, ακραία λαϊκιστής, πολιτικάντης παλιάς κοπής σε
σύγχρονο περιτύλιγμα, περισσότερο επικίνδυνος παρά γραφικός. Το ΚΙΝΗΜΑ ΠΟΛΙΤΩΝ, δηλαδή ο Γιωργάκης που μόνο
το brand name «Παπανδρέου» τού απόμεινε και δεν το υποτιμώ - αγωνίζεται με τους
παρατρεχάμενούς του να μη πέσουν στη λησμονιά. Και το ΠΟΤΑΜΙ. Μού αρέσει ο συναινετικός λόγος του, μού αρέσει η - αυτονόητη - θέση
για συνεννόηση και συνεργασία, βρίσκω ενδιαφέρον το πείραμα με το ετερόκλητο
καστ, δεν μού αρέσει η ιδεολογικά θολή εικόνα που εκπέμπει και - κυρίως - με
βάζει σε δυσοίωνες υποψίες η παρθενογένεσή του. Θα δείξει αν τελικά αξίζει το
κόπο. Άφησα τελευταία τη ΔΗΜΑΡ. Τι απογοήτευση! Και για ένα λόγο παραπάνω: Με
τα καπρίτσια του ο Κουβέλης έκαψε την - υποτιθέμενη - ηθική ανωτερότητα της
αριστεράς, η «πόρτα» που έφαγε από τον ΣΥΡΙΖΑ έβαλε και τυπικά την ταφόπλακα.
Κρίμα. Αν ήμουνα στην ηλικία της κόρης μου θα άντεχα να ψηφίσω ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Τώρα,
ομολογώ, δεν έχω νεφρά.
24
Ιαν.
Λίγη
ηρεμία δεν βλάπτει. Δεν καταλαβαίνω προς τι τέτοιο το μένος κάποιων για αυτούς
που πνέουν τα λοίσθια; Κυριακή κοντή γιορτή, θα τελειώσουν οι εκλογές, θα πάνε
κλοτσηδόν σπιτάκι τους. Κι’ εμείς θα πάμε γι’ άλλα. Αν το μένος δεν υποδηλώνει
ανασφάλεια - τεράστια ανασφάλεια - για την επόμενη μέρα, πώς αλλιώς εξηγείται;
Ηρεμήστε αγαπητοί, χαρείτε την επερχόμενη νίκη όσο είναι καιρός και οι
προεκλογικές εξαγγελίες χαϊδεύουν τ’ αυτιά σας… Και τι αστείο (η μήπως
τραγικό;) Αυτοί που πλειοδοτούν στο μένος είναι όσοι τη σκαπουλάρανε από τα
δύσκολα! (ίσως γιατί αυτοί που πραγματικά ζορίστηκαν δεν έχουν ανάγκη να το
δείχνουν, πόσο μάλλον να το φωνάζουν). Είναι οι βολεμένοι της προηγούμενης
κατάστασης που χάσανε - ή νοιώθουν ότι απειλούνται - τα προνόμιά τους, αυτοί
που εισπράττουν την αργομισθία τους, οι παρατρεχάμενοι των αυριανών κυβερνητικών
αξιωματούχων…
27
Ιαν.
Κράτησα
χαμηλούς τόνους. Δεν βρίσκω λόγο να υψώνεις τη φωνή για τους πολιτικούς. Για
την πολιτική, ενίοτε ναι. Ουδέποτε κατάλαβα εκείνο το «απαγορεύονται οι
πολιτικές συζητήσεις», όχι μόνο επιτρέπονται μα επιβάλλονται. Ότι κάνουμε είναι
πολιτική στάση. Εκλογές κάνουμε κάθε μέρα, εντός μας. Ακόμα και αυτές κάθε
τετραετία θα έπρεπε να τις αντιμετωπίζουμε ως μια ιδιαίτερα σοβαρή υπόθεση.
Ψηφίζω σημαίνει πρώτα απ’ όλα αυτογνωσία. Την προσπεράσαμε θυσιάζοντάς την στο
βωμό της μίζερης καθημερινότητάς μας. Δήθεν υποψιασμένοι και ως πρόβατα επί
σφαγή πάντα ψηφίζαμε τους πολιτικούς που μάς αξίζουν. Αυτούς που χαϊδεύουν περισσότερο
τ’ αυτιά μας. Γι’ αυτό οι νικητές τού σήμερα είναι οι αγανακτισμένοι ψηφοφόροι
του αύριο. Κι’ εγώ κουμπώνομαι με τους «αγανακτισμένους». Αυτοί που διαλαλούν τη ψήφο τους συνήθως
προσδοκούν το κάτι τις τους. Κι’ αν διασκεδάζω τα καμώματά τους, μόνο λύπηση
αξίζουν.
Ιστορική
μέρα για την αριστερά! Θα συμφωνήσω. Την αριστερά του ονείρου μου. Γιατί αυτό
που επαγγέλλονταν οι νικητές με αφήνει αδιάφορο. Η – υποτιθέμενη – ηθική
ανωτερότητα της αριστεράς έχει προ πολλού καταρρεύσει σα χάρτινος πύργος. Δεν
θεωρώ εαυτό αριστερό. Δεν μ’ αρέσουν οι ταμπέλες. Μόνο ονειρεύομαι. Και τ’
όνειρό μου δεν βολεύεται στα παχιά λόγια
των αριστερών καιρών μας.
Πάνε
τριάντα χρόνια που ψήφισα τελευταία φορά νικητή εκλογών. Κάποιοι θα πουν πως
τότε εξαργύρωσα τη ψήφο μου με μια θέση στην Εταιρία Ύδρευσης. Δεν είναι
ακριβώς έτσι, μα - έτσι αν νομίζετε – δεν θα σας στεναχωρήσω. Όσο περνάει από
το χέρι μου, θα κρατήσω τα παιδιά μου μακριά από αυτό το άθλιο αλισβερίσι. Δεν
περιμένω τίποτα και από κανένα και νοιώθω ευτυχής γι’ αυτό. Δεν με νοιάζει αν
περάσουν άλλα τριάντα…
Το
έχουμε ξαναδεί αυτό το έργο. Με μικροδιαφορές. Τότε οι λίγοι ζούσαν τις παχιές
αγελάδες και οι πολλοί πάσχιζαν να σταθούν στα πόδια τους, ενώ τα πέτρινα
χρόνια ήταν νωπά στη μνήμη και ο διχασμός ακόμα παρών. Άλλαξαν τα πράματα, οι λίγοι γίνανε πολλοί, τα πέτρινα χρόνια
ξεχάστηκαν και όλους τους ένωσε η μάσα. Κι’ όταν ξυπνήσαμε βαρυστομαχιασμένοι
τρέξαμε στο μεγαλογιατρό να μάς δώσει με - το αζημίωτο - γιατρικό. Κι’ αυτός
μάς υπέβαλλε σε εξαντλητική δίαιτα που, αντί να μάς κάνει καλά, μάς χάλασε
περισσότερο. Τώρα άλλαξαν ξανά τα πράματα και αποφασίσαμε πως δεν χρειαζόμαστε
γιατρό, μα θα τα καταφέρουμε μόνοι μας. Ήδη βλέπω κάποιους πεινασμένους να
ακονίζουν το μαχαίρι τους και να τους τρέχουν τα σάλια!
1
Φεβρ.
Η
σιωπηρή πλειοψηφία, που έχει ανάγκη από σωτήρες να πιστέψει. Που έχει ανάγκη
από σωτήρες να μιλήσουν γι’ αυτή. Που έχει ανάγκη από σωτήρες να τους
σταυρώσει. Που, όπως το κύμα, πηγαίνει κι’ έρχεται όπου φυσάει ο άνεμος. Που
συνέχεια αναπολεί τα περασμένα μεγαλεία. Που τα ξέρει όλα κι’ ας μην έχει ιδέα.
Που επικαλείται το κοινό συμφέρον με το βλέμμα στη τσέπη της. Που δεν αντέχει
ν’ ακούει. Που ρίχνει το φταίξιμο πάντα στους άλλους και έχει καραμέλα την
δικαιολογία: «Άλλοι κάνουν χειρότερα!» Που έχει επιλεκτική μνήμη ραδικιού … Μη
την υποτιμάτε. Ανεβάζει κυβερνήσεις! Κι’ ας με τρομάζει μερικές φορές, μού
αρέσει. Είναι τόσο ζεστή, τόσο οικεία. Μυρίζει ανθρωπίλα! Πάντα ήμουνα μαζί της
(αν μπορούσα ας έκανα κι’ αλλιώς). Αυτήν ψηφίζω.
4
Φεβρ.
Είναι
φορές που είμαι σκληρός με τον διπλανό. Και είρων, χωρίς αφορμή. Δεν προσπαθώ
να μπω στο πετσί του να τον καταλάβω. Τον βλέπω πάντα με βάση τα δικά μου
δεδομένα, τα υποκειμενικά. Ακόμα και αν έχει δίκιο, δεν τού δίνω ελαφρυντικό. Η
διάθεση για κατανόηση και συμπόνια απουσιάζει από την κρίση μου. Η γλώσσα μου
είναι κοφτερή και πληγώνει. Γιατί;
Είναι
φορές που τ’ αστέρια πέφτουν από τον ουρανό. Και τα πουλιά το ίδιο. Κι’ οι
άνθρωποι απ’ τα σύννεφα. Τότε άλλοι κάνουν μιαν ευχή και άλλοι το σταυρό τους.
Κάποιοι γελάνε, κάποιοι κλαίνε. Και κάποιοι αναρωτιούνται. Κι’ εγώ είμαι
σκληρός μ’ όλους αυτούς, είρων μέχρι τ’ αστέρια. Δεν καταλαβαίνουν πως έτσι
είναι τα πράματα και δεν αλλάζουν;
9
Φεβρ.
Σήμερα
στα πλυμένα παίζουν μόνο άσπροι και μαύροι κόκκοι. Άσπροι πεντακάθαροι, μαύροι
λεροί. Τι κι’ αν όλα – από ιδεολογίες μέχρι πολιτικές – μπήκαν στο ίδιο
πλυντήριο, τα χρώματα παραμένουν δύο. Έτσι ήταν πάντα. Το άσπρο – μαύρο είναι
βολικό, δεν μπερδεύει. Διαλέγεις το ένα από τα δύο και καθάρισες. Ενώ τα άλλα
με τις αποχρώσεις τους, παιδεύουν,
δημιουργούν αμφιβολίες. Που διάθεση να σπαζοκεφαλιάζεις για να διαλέξεις. Άσπρο – μαύρο λοιπόν, απλά είναι τα πράγματα.
Ένας φίλος επέμεινε: Πρέπει να διαλέξεις το ένα από τα δύο… Κι’ εγώ δεν το
κρύβω: κλονίστηκα! Στο μυαλό μου ήρθε το «ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά».
Μόνο που δεν αποσαφηνίσαμε ποιος είναι ποιος. Είναι Θεός ο «αντιμνημονιακός»
και μαμωνάς ο «μνημονιακός»; Μα ακόμα
κι’ αν είναι έτσι αρκεί, ένας χαρακτηρισμός να γίνει η κολυμπήθρα του Σιλωάμ
που θα ξεπλύνει τις αμαρτίες και θα παραδώσει άσπιλο και αμόλυντο τον Καμένο
στη νέα συγκυβέρνηση; «Ο Τσίπρας έπρεπε να διαλέξει μεταξύ Καμένου και νέων
εκλογών. Δεν είχε άλλη επιλογή…» υποστήριξε ο φίλος. Κι’ εγώ σκέφτηκα το
τραγουδάκι από τα παλιά «ρούχα μαζί που πλύθηκαν κι’ έχουνε γίνει ροζ…» Πόσο παράταιρο θα ακούγονταν σήμερα! Ρούχα μαζί που πλύθηκαν κι’ έχουνε γίνει
άσπρα και μαύρα…
12
Φεβρ.
«Αν ο Τσίπρας τα καταφέρει θα μείνει
πρωθυπουργός για πολλές τετραετίες» διάβασα κάπου. Παρότι ίδια φάτσα τόσο καιρό
θα τη βαρεθούμε, συμφωνώ. Και θα τα καταφέρει, το πιστεύω. Ως ένα σημείο. Στη
καλύτερη περίπτωση ως αυτό που έφτασε το
ίνδαλμά του, ο Αντρέας. Όχι γιατί δεν θέλει ή δεν έχει την ικανότητα. Ούτε
γιατί κάποιος άλλος στη θέση του θα τα κατάφερνε καλύτερα. Δεν θα μπορέσει.
Όταν καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, όποιο
κι’ αν είναι τ’ αποτέλεσμα, θα σκάσουν μύτη οι αγανακτισμένοι πελάτες του. Οι
συμπατριώτες που περιφέρουν το ψηφαλάκι τους για εξαργύρωση και σαν μυριστούν
ψητό δεν καταλαβαίνουν χριστό. Όλοι αυτοί πόνταραν στον Αλέξη. Οι προσδοκίες τους
φούντωσαν από τη ρητορική του. Όταν έρθει εκείνη η ώρα λοιπόν πως θα τους κάνει
καλά αν δεν τους ταίσει; Εξάλλου ο πελάτης έχει πάντα δίκιο… Χαμένος από χέρι ο Αλέξης και κάθε Αλέξης.
400 χρόνια ραγιαδισμού δεν σβήνονται εύκολα.
13
Φεβρ.
Μόνο
όταν πάψουν οι πολιτικοί να υπόσχονται και οι ψηφοφόροι να περιμένουν τις
υποσχέσεις τους, μόνο τότε μπορούμε να ελπίζουμε στο καλύτερο. Με δύο χέρια θα
ψήφιζα κάποιον που η λέξη υπόσχεση θα έλειπε από το λεξιλόγιό του. Που θα
μιλούσε για το σήμερα χωρίς φτιασίδια ή αφορισμούς και για το αύριο με
ρεαλισμό. Που θα μιλούσε για τα πιστεύω του, τις ιδέες του, το όραμα του.
Κάποιον χωρίς διακοσμητικά αυτιά που θα ήξερε να συζητάει. Που θα ήξερε να
διαφωνεί μα και θα άντεχε να συμφωνεί. Και κυρίως: θα ήταν προσανατολισμένος σε
αυτά που ενώνουν και όχι σε όσα χωρίζουν. Γιατί δεν υπάρχει λαός που «υποφέρει»
ή «καλοπερνάει». Υπάρχει κοινωνία, άνθρωποι διαφορετικοί, με διαφορετικό μυαλό,
εμπειρίες, μόρφωση, τσέπη, συμφέροντα, επιδιώξεις, όνειρα… και όλοι αυτοί
οφείλουν να συμβιώσουν. Και εξοργίζομαι με τους υποκριτές που χαϊδεύουν τ’
αυτιά με τις «θυσίες του Ελληνικού λαού» όταν οι ίδιοι δεν θυσίασαν απολύτως
τίποτα. Με δυο χέρια θα ψήφιζα τον πολιτικό των ονείρων μου. Δεν θα μ’ ένοιαζαν
τα «συμφέροντά μου». Χαλάλι του! Θα μού πείτε ότι τα λέω αυτά επειδή δεν
ζορίζομαι πολύ και νοιώθω ακόμα ασφαλής. Ισχύει. Ξέρω όμως μπόλικους που δεν
ζορίζονται καθόλου και όχι μόνο δεν τα λένε, αλλά, αντίθετα, κόφτονται για τα συμφέροντά τους και έχουν χάσει τον ύπνο
τους. Εγώ τουλάχιστον κοιμάμαι μια χαρά. Και ονειρεύομαι ακόμα. Στον ύπνο και
στον ξύπνιο…
15
Φεβρ.
Παίρνουμε
τη ζωή μας λάθος μα δεν αλλάζουμε ζωή. Μόνιμα αγχωμένοι την κάνουμε βάσανο πριν
προλάβει να γίνει βάσανο η ίδια. Δεν μπορούμε να δούμε πέρα από τη μύτη μας.
Μάς πνίγουν τα μικροσυμφέροντά μας και κάθε τι μικρό που βαφτίζουμε μεγάλο.
Έτσι είμαστε απανταχού γης. Έχουμε γνώμη για όλα, τα ξέρουμε όλα. Κι’ ας
κάνουμε συνήθως λάθος εμείς εκεί: επιμένουμε.
Όταν
κάποτε ξυπνάμε θέλουμε να ξεφύγουμε από το μαγκανοπήγαδο της μιζέριας. Βροντοφωνάζουμε:
Φτάνει πια, υπάρχει ελπίδα! Αλίμονο αν δεν υπήρχε. Αυτή είναι που μάς κρατάει
ζωντανούς. Την μεγάλη ώρα - αυτή που εμείς βαφτίζουμε «μεγάλη» - ούτε καν’ μάς περνάει από το μυαλό ότι συνήθως έχουμε
λάθος, αλίμονο αν λιποψυχούσαμε. Δεν το βάζουμε κάτω και καλά κάνουμε.
16
Φεβρ.
Ζούμε
ιστορικές στιγμές. Τρίχες! Μετά από λίγα χρόνια θα είναι απλώς μια ανάμνηση
μαζί με τις άλλες. Ίσως να τις αναφέρει σε δύο αράδες και ο ιστορικός του
μέλλοντος, ίσως όχι. Πάντως, αν ευαρεστηθεί, θα μάς κρίνει αυστηρά. Φανήκαμε
κατώτεροι των περιστάσεων. Απολύτως ανθρώπινο, μα εμείς το παρακάναμε. Ίσως
φταίει η ασήκωτη σκιά της τραγωδίας που βαραίνει την αδύναμη καμπούρα μας. Εδώ
γεννήθηκε. Ποιος την κατέχει καλύτερα από εμάς; Οι κουτόφραγκοι; Αυτό έλειπε!
19
Φεβρ.
Ο
Προκόπης, ο Παυλόπουλος – καθότι Προκόπηδες (εκ του προκοπή) φιλοδοξούν να’ ναι
πολλοί - προτάθηκε από τον Αλέξη και θα χρισθεί νέος Πρόεδρος της Ελληνικής
Δημοκρατίας. Μετά τον συγκυβερνήτη Καμένο, η επιλογή του Παυλόπουλου έρχεται να
δέσει τη σάλτσα. Μια σάλτσα φτιαγμένη με τα πιο οπισθοδρομικά συστατικά μιας
κοινωνίας «Προκόπηδων» που, τι κι’ αν διψάνε να κάνουν ένα βήμα μπροστά,
πηγαίνουν δύο πίσω: Ξενοφοβία, πατριδοκαπηλία, λαϊκισμός, και τώρα
παλαιοκομματισμός, κομματικό κράτος, αναξιοκρατία. Επειδή δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο, ίσως η
- «ενωτική και κοινής αποδοχής» σύμφωνα με τον πρωθυπουργό - επιλογή
Παυλόπουλου να συμβολίζει το κοινό όνειρο των συμπατριωτών για μια θέση στο
δημόσιο. Φαίνεται ότι το όνειρο δεν έχει ακόμα ξεθωριάσει…
Τώρα
που το ξανασκέφτομαι, ο Παυλόπουλος βολεύει. Είναι ο ιδανικός yes man: Παλιά
πουτάνα δοκιμασμένη με χεσμένη φωλιά, αντιμνημονιακός που ψήφισε το μνημόνιο,
ήπιο προφίλ. Και ταυτόχρονα γέφυρα με την επιφανέστερη πλέον οικογένεια – αφού
αυτή των Παπανδρέου περιέπεσε στη λησμονιά - της πολιτικής ελίτ: Κολλητός του
Κωστάκη Καραμανλή. Ο αριστερός Αλέξης παίζει δεξιά με παλαιοκομματικό
σκεφτικό ισορροπώντας επικίνδυνα.
2
Μαρτ.
Haute
couture ανθρωπιστική κρίση, κομμένη και
ραμμένη στα μέτρα του καθενός πικραμένου! Κρίση αξιών, συνείδησης, αυτογνωσίας,
αμετροέπειας, εγωκεντρισμού, στρουθοκαμηλισμού… μπορεί. Μα όχι ανθρωπιστική.
Όχι ότι δεν υπάρχει. Υπάρχει και παραϋπάρχει. Μα την κρύβουμε ο καθένας κάτω
από το χαλάκι του. Αυτοί που την βιώνουν δεν έχουν βήμα - ουδέποτε είχαν, ένα
ξεροκόμματο και πολύ τους πέφτει. Αυτοί που λάβροι την επικαλούνται απλά την ευτελίζουν.
3
Μαρτ.
Πονάει
το δόντι μου. Χτες το βράδυ δεν μ’ άφησε να κοιμηθώ. Η Κοτρούτσα, η
οδοντογιατρός μου, είπε ότι μάλλον ήρθε η ώρα του. Η ώρα του αποχωρισμού πάντα
είναι δύσκολη κι’ ο πόνος - εσαεί παρών -
θα δώσει τη σκυτάλη σ’ αυτόν της καρδιάς. Νισάφι πια, πενηνταέξι χρόνια
και κάτι μήνες στάθηκε σύντροφος πιστός και συνέδραμε αποφασιστικά στα πιο
ωραία μασήματα - ειδικά τότε που ήμουν νέος και μάσαγα ακόμα και σίδερα. Μα και
στα άγρια ρουφηχτά και στα γλωσσόφιλα διαρκείας ήταν ο προνομιούχος αυτόπτης
μάρτυς. Τι αναμνήσεις γλυκές! Ευτυχώς που στο στόμα μου θα παραμείνουν ζωντανά
τα υπόλοιπα για να θυμούνται… Πονάει το αγαπημένό μου δόντι και με παίρνουν τα
ζουμιά. Δεν ξέρω γιατί. Πάντως όχι από τον πόνο.
4
Μαρτ.
Ωδή στον Κάτουλλο
Χέστηκα
κι'
η βάρκα έγειρε ως τα μπούνια
Τι
φαεινή ιδέα!
θα
πέσω στη θάλασσα
να
μη τουμπάρει η βάρκα
να
ξεπλυθώ κι' απ' τη σκατίλα.
Μα
τούμπαρε
κι'
όχι μόνο τούμπαρε
μα
με πλάκωσε κι' έγινε βρωμερή παγίδα θανάτου.
Λίγη
ακόμα υπομονή και όλα θα τελειώσουν άσχημα,
σκέφτηκα.
Είναι
ειρωνεία
να
πνίγεσαι καθαρός
στην
αποφορά της σκατίλας σου.
13
Μαρτ.
Αυτόκλητος Σωτήρας
Ήθελα
να δώσω ένα τέλος, δεν είχα άλλη λύση. Περιτριγυριζόμουνα από μετρίους,
μικροαπατεώνες, αριβίστες, δήθεν ιδεολόγους που ήθελαν να πιάσουν τη καλή,
αρτηριοσκληρωτικούς νοικοκύρηδες, φοβισμένους μικροαστούς, εξυπνάκηδες, τζάμπα
μάγκες, μίζερους καλοθελητές, θλιβερούς πελάτες και απομεινάρια μιας εποχής που
δεν έλεγε να περάσει. Κι' εγώ μαζί τους στην ίδια βάρκα. Τι δουλειά είχα με
δαύτους; Ως πότε θα κρατούσε ο γολγοθάς μου; Δεν άντεχα άλλο, ούτε είχα να
περιμένω κάτι. Και το αποφάσισα. Εκατοντάδες σκοτώνονται στα τροχαία κάθε χρόνο
στην ρημαγμένη χώρα, ένας παραπάνω θα περνούσε απαρατήρητος. Δεν ήθελα
δημοσιότητα, φώτα και φλας. Θα έφευγα αθόρυβα μια ώρα αρχύτερα, θυσία στο τοτέμ
της ασφάλτου. Κατάστρωσα το σχέδιο με κάθε λεπτομέρεια. Τρεις μέρες έριχνε
αδιάκοπα μια σιχαμένη λασποβροχή. Το σαράβαλό μου είχε καλυφθεί από ένα
κίτρινο, σα ξερατά ή ευκοίλια, στρώμα ξεραμένης λάσπης. Για να' μαι σίγουρος
ξήλωσα τους υαλοκαθαριστήρες. Μπήκα μέσα. Ορατότης μηδέν! Έβαλα μπροστά και
πάτησα το γκάζι. Άρχισα να πηγαίνω στα τυφλά, αυτό ήθελα. Τι άλλαζε; Σάμπως
έτσι δε πηγαίναμε χρόνια τώρα; Θα το σανίδωνα να στούκερνα κάπου, να έπαιρνα
μαζί μου και μερικούς από δαύτους. Μα ένα άγνωστο μαύρο χέρι καθάρισε απ' άκρη
σ' άκρη το παρμπρίζ από τη λάσπη. Ήμαρτον! Άλλος ένας αυτόκλητος σωτήρας! Άλλος
ένας ηλίθιος που νόμιζε ότι κάνει το καλό - τουλάχιστον οι άλλοι, οι ξύπνιοι,
το λένε μα δεν το κάνουν. Και το χειρότερο: Άλλος ένας που χαλούσε τα σχέδια
μου! Μού ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. «Δεν στο ζήτησα παλιοαράπη! Γύρνα πίσω στη πατρίδα σου να ξεβρομίσεις
τους δικούς σου! Εμείς εδώ δεν έχουμε ανάγκη τη βοήθειά σου, μπορούμε και μόνοι
μας!». Ούτε ήξερα τι έλεγα, ήμουνα εκτός εαυτού. Εκείνος τρόμαξε και το βαλε
στα πόδια. Μα βγήκα στο κατόπι του, τον πρόλαβα, και άρχισα να τον
γρονθοκοπώ με λύσσα. Θα τον είχα αφήσει
στο τόπο – λένε πως τα κατάφερα - αν δεν με συγκρατούσαν οι περαστικοί… Δεν υπάρχει άλλη λύση, τώρα πρέπει να υποστώ
τις συνέπειες των πράξεών μου. Έφαγα δέκα χρόνια για φόνο από πρόθεση με το ελαφρυντικό
του πρότερου έντιμου βίου. Δέκα χρόνια είναι πολλά, πάρα πολλά. Είμαι ήδη
εξήντα και δέκα εβδομήντα… Τι θα απομένει τότε; Σε δέκα χρόνια ακόμα και η
ρημαδοχώρα μπορεί να έχει συνέλθει! όχι ότι το πιστεύω, τρόπος του λέγειν.
Ποιος τη χάρη μου, όταν βγω θα τη χαρώ στα καλύτερά της. Ενώ σήμερα τι να την
κάνω; Εγώ δεν ήμουνα αυτός που ήθελε να σκοτωθεί; Που δεν άντεχε να ζει με
μίζερους στη μιζέρια; Τα ξέχασα; Όχι βεβαίως! Μα να, τώρα που έφαγα τη σφαλιάρα
και συνήλθα από τη παραζάλη που είχε φωλιάσει εντός μου, έμεινε ένα τσίμπημα
στη καρδιά. Μόνο ένα. Όχι ότι έχει αλλάξει κάτι σε σχέση με πριν, ακόμη και η
σιχαμένη λασποβροχή από τη Σαχάρα της Αφρικής είναι εδώ. Μονάχα ο κακομοίρης ο
αράπης λείπει.
17
Μαρτ.
Κρατήστε
σφιχτά την αυτοεκτίμησή σας μη σάς τη κλέψουν οι …κακοί! Ποιοι είναι οι κακοί;
Μα όσοι επιμένουν να μη φοράνε τη μάσκα τους. Αλλοίμονο, αυτοί οι χριστιανοί
ακόμα δεν κατάλαβαν ότι ένας καθωσπρέπει άνθρωπος οφείλει να φοράει τη μάσκα
του στις κοινωνικές συναναστροφές; Άλλα να λέει μπροστά κι’ άλλα από πίσω, άλλα
να λέει ότι κάνει μπροστά κι’ άλλα να κάνει από πίσω, άλλα να καταλαβαίνει
μπροστά κι’ άλλα από πίσω, άλλα τα αισθήματά του για τον συνομιλητή του μπροστά
κι’ άλλα πίσω απ’ τη πλάτη του. Κι’ αυτό όχι γιατί δεν έχει γνώμη, έχει και
παραέχει - δική του ή ξένη στη περίπτωση λίγο μετράει. Αυτοεκτίμηση δεν έχει,
νοιώθει μόνιμα εξαπατημένος, ριγμένος, αδικημένος, μπερδεμένος, αδύναμος,
μέμφεται συνέχεια τον εαυτό του, φοράει το πρόσωπο του κακομοίρη και εκλιπαρεί
τη συμπάθεια των δυνατών κακών. Οι κακοί τού ασκούν ακαταμάχητη γοητεία, θέλει
να γίνει σα κι’ αυτούς μα – το ξέρει – δεν μπορεί. Μα πίσω από τη πλάτη τους φοράει
το άλλο πρόσωπο, το άγριο, αυτό που βγάζει χολή και μόνο χολή. Με τη χολή ως
δια μαγείας εξαφανίζει τους κακούς από προσώπου γης. Μέχρι να τους
ξανασυναντήσει, και τότε να είναι πάλι όλα μέλι γάλα.
19
Μαρτ.
Άκρα
του τάφου σιωπή. Μόνο που στο τάφο είναι θαμμένοι ζωντανοί και χαίρουν άκρας
υγείας. Έχουν μάτια που βλέπουν, αυτιά που ακούνε, μυαλό που καταλαβαίνει,
στόμα που μιλάει. Μα ούτε είδαν, ούτε άκουσαν, ούτε κατάλαβαν, όσο για το στόμα
- όταν δεν ανοίγει για να χασμουρηθούν - επαναλαμβάνει στερεότυπα: Δεν είδα,
δεν άκουσα, δεν κατάλαβα. Οι γείτονές τους - αυτοί του διπλανού τάφου -
κατοικούν σε άλλη ήπειρο χιλιάδες μίλια μακριά, μα πάντα έχουν ένα καλό λόγο να
πουν γι’ αυτούς. Και πάντα νοιώθουν –
γιατί μόνο οι πεθαμένοι δεν νοιώθουν – έκπληξη όταν η αποφορά φτάσει στα κανάλια
και τα ραδιόφωνα: Από εσάς το ακούω πρώτη φορά! Αν υπήρχε στα νομικά κιτάπια το
αδίκημα της συλλογικής ηθικής αυτουργίας ο μισός πλανήτης θα έπρεπε να είναι
στη ψειρού.
24
Μαρτ.
Πρώτα
έγινε ο Θεός. Μετά ο άνθρωπος και μαζί του το «δικό μου». Αυτό το «μου», που
έχει να κάνει με πράματα και ζωντανά, έχει γίνει ένα με το πετσί του. Στα
δεύτερα εξέχουσα θέση κατέχουν οι άνθρωποι και δεν υπονοώ τους δούλους και τη
δουλεία, όχι τουλάχιστον όπως αυτή ήταν θεσμοθετημένη στο μαύρο παρελθόν μας.
Μιλάω για τους κατά τ’ άλλα ελεύθερους και αξιοσέβαστους, τους σε ευμάρεια
διαβιούντες. Αυτούς που καίγονται από επιθυμία σε κάθε ευκαιρία να κοινολογήσουν
τα σπουδαία δικά τους. Στο σπίτι, στη δουλειά, στη παρέα, στο γείτονα, στα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης… παντού. Αυτούς που δίχως να ερωτηθούν, δίχως καν’ να το
φέρει η κουβέντα, αρχίζουν στη ψύχρα την ακατάσχετη περιαυτολογία προκειμένου
να μη μείνουν οι «συνομιλητές» τους στο πνιχτό σκοτάδι. Κι’ όταν κάποτε
σταματήσουν – επειδή κουράστηκαν και όχι βεβαίως επειδή δεν έχουν κάτι άλλο να
πουν – τη σκυτάλη παίρνει ο επόμενος… Μπορεί να πλήττω μαζί τους - μπορεί και
αυτοί να πλήττουν μ’ εμένα - μα τους καταλαβαίνω: Πες πες όλο και κάτι θα
μείνει να πιστέψουν.
30
Μαρτ. Speak Low
Μίλα
σιγά μη μάς ακούσουν. Μη μάς πάρουν χαμπάρι. Δεν υπάρχει λόγος να κοινοποιήσουμε
τις μύχιες σκέψεις μας, τους ανομολόγητους πόθους μας, τα καταπιεσμένα πάθη
μας, τα στοιχειωμένα όνειρά μας. Ποιος νοιάζεται; Μίλα σιγά, σχεδόν ψιθυριστά,
δεν είμαστε αυτοί που νομίζουν οι άλλοι - ουδέποτε ήμασταν - όταν το καταλάβουν
εμείς θα βρισκόμαστε μακριά, πολύ μακριά, παντοτινοί δραπέτες σ’ ένα κόσμο που
ξέρει μόνο να κρύβεται. Ως τότε κάνε υπομονή και μίλα σιγά, μη φοβάσαι θα τα
καταφέρεις. Κι' αν ξεκουφάνεις τον διπλανό - ακόμα καλύτερα - θα’ χεις πετύχει
το σκοπό σου. Να θυμάσαι: η σιωπή κρύβεται πίσω από τη φωνή, χωρίς φωνή
ακούγεται εκκωφαντικά. Μίλα σιγά. Mία ζωή κι’ εγώ αυτό κάνω.
21 Απριλ.
«Δεν υπάρχει καλό και ωραίο, υπάρχει μόνο μ’
αρέσει – δεν μ’ αρέσει. Να λες δεν μ’ αρέσει και όχι δεν είναι ωραίο, αφού αυτό
που δεν σού αρέσει εσένα μπορεί ν’ αρέσει σε κάποιον άλλο». Αυτά μού είπε ο
καλός φίλος σε συζήτηση που είχαμε περί τέχνης, καλλιτεχνική φύση ο ίδιος,
υπερασπιζόμενος το δικαίωμα του καλλιτέχνη να εκφράζεται ελεύθερα και
απαλλαγμένος από λογής νόρμες και κανόνες. Ελευθερία που - ασφαλώς - ουδέποτε
αμφισβήτησα αφού αυτή ανέκαθεν ήταν το οξυγόνο της τέχνης. Προηγουμένως είχα
εκφράσει την άποψη ότι όποιος αποφασίζει να ασχοληθεί με τη τέχνη φιλοδοξώντας
να εκφράσει την δημιουργικότητα και τις ευαισθησίες του παρά να είναι – για
παράδειγμα - αποχαυνωμένος ολημερίς μπροστά από μια τηλεόραση, μόνο και μόνο γ’
αυτό - αξίζει συγχαρητηρίων. Άλλο πράγμα όμως η κατ’ ιδίαν - ή έστω στο στενό
κύκλο μιας παρέας - ενασχόληση με αυτή, και άλλο η έκθεση στο κοινό και μάλιστα
επ’ αμοιβή. Σκόπιμο είναι κάθε φιλόδοξος καλλιτέχνης να έχει το γνώθι σαυτόν,
μια αόρατη διαχωριστική γραμμή - απόλυτα προσωπική για τον καθένα - πέρα από
την οποία ο ίδιος αποφασίζει αν θα μοιραστεί τη τέχνη του με το ευρύ κοινό.
Ειδάλλως θ’ ακούει για πάρτη του το γνωστό: «Εσύ (καλλιτέχνη) το απολαμβάνεις…
εμείς όμως (το κοινό) τι φταίμε;» Από αυτό το πρίσμα ιδωμένο το θέμα, ασφαλώς
υπάρχει και καλό και ωραίο πέρα από το μ’ αρέσει, όσο κι’ αν όλοι αυτοί οι
χαρακτηρισμοί είναι τόσο πολύ σχετικοί. Μα μήπως σχετικά δεν είναι όλα στη ζωή;
Πάντα έχουν να κάνουν με το μέτρο σύγκρισης. Το ίδιο ισχύει και για τη παιδεία
που - ευτυχώς για τη τέχνη, τους θεράποντές της και το κοινό - δεν είναι ίδια
σε όλους.
22
Απριλ.
Το
παραδέχομαι. Είμαι συντηρητικός, παλιακός σε κάποια πράματα και σίγουρα σ’ αυτά
που αγαπάω. Απεχθάνομαι τα τσιτάτα, τις ταμπέλες, τη μεγαλοστομία. Προτιμάω το
«δεν ξέρω» και συχνά τη σιωπή. Πάρτε για παράδειγμα ένα μουσικό. Λέει ό, τι
παίζει. Δεν χρειάζεται αυτοδιαφήμιση, επεξηγήσεις, διευκρινίσεις, αναλύσεις.
Λόγια του οι κώδικες της μουσικής. Και αυτοί είναι κοινοί σε όλα τα είδη. Γελάω
με τους «κλασικούς» που δυσκολεύονται να παίξουν ένα «ελαφρό» τραγουδάκι, γελάω
και με τους «τζαζίστες» που δεν μπορούν να παίξουν τη «Φραγκοσυριανή», γελάω μ’
αυτούς που παίζουν μόνο αυτά που «ξέρουν» λες και τα άλλα, αυτά που δεν
«ξέρουν», είναι από άλλο πλανήτη μουσικής. Και συμπονώ αυτούς που πασχίζουν με
τα λόγια να κάνουν κρεμαστάρια όσα δεν φτάνουν, γιατί ούτε που θα τα πλησιάσουν
ποτέ, μα θα μείνουν κολλημένοι, εκεί χαμηλά, ανάξιοι εραστές των ουρανόμηκων
λόγων τους. Όλα είναι ωραία κι’ εύκολα με τα λόγια μα ο καλλιτέχνης οφείλει να’
ναι μουγκός. Ότι έχει να πει το λέει με τη τέχνη του. Τα λόγια περιττεύουν.
24 Απριλ.
Σκέφτομαι
και αναρωτιέμαι μαζί τι να φταίει που πέντε χρόνια τώρα αναμασάμε τα ίδια και
τα ίδια κάνοντας κύκλους όπως η γάτα που κυνηγάει την ουρά της. Λέω πέντε (και
όχι σαράντα πέντε που είμαι σε θέση να θυμάμαι) από τότε που μπήκαμε στο
περιβόητο μνημόνιο - χτες κλείσαμε αισίως πέντε χρόνια - παραδεχόμενοι δημοσίως
ότι κάτι δεν πηγαίνει σωστά στον ρημαδότοπο. Αναρωτιέμαι τι περισσότερο από εμάς έχουν όσοι μάς
ακολούθησαν στον μνημονιόδρομο αλλά ήδη βγήκαν απ' αυτόν και σήμερα
εμφανίζονται μέσα στη καλή χαρά αναγεννημένοι από τα βάσανά τους; Μήπως κάτι
μάς κρύβουν, μήπως το δικό τους happy end δεν είναι τίποτ' άλλο παρά η
προπαγάνδα των δανειστών για να μάς φορέσουν ακόμα στενότερο κορσέ; Μα αν είναι
έτσι κι' όλα πάνε κατ' ευχή, προς τι αυτή η γενικευμένη μιζέρια που βιώνουμε;
Δεν είμαι από αυτούς που πετροβολούν την αριστεροδεξιά συν-κυβέρνησή μας. Κάνει
ότι μπορεί - και μάλιστα στο «και πέντε» - σε μια πτωχευμένη πατρίδα, μπορεί να
βάζει άστοχες προτεραιότητες, μπορεί να ανοίγει πολλά μέτωπα ταυτόχρονα, μπορεί
να δημιουργεί χάβρα με τη πολυφωνία της, μπορεί να παλινδρομεί από ανώφελες
ιδεολογικές αγκυλώσεις, μα - θέλω να πιστεύω - προσπαθεί φιλότιμα. Η μιζέρια
μας ξεπερνάει τη σημερινή συν-κυβέρνηση και διαπερνά όλο το πολιτικό σύστημα
και εμάς τους ίδιους που το συντηρούμε με τη ψήφο μας. Γιατί ουδέποτε αντέξαμε
να κοιτάξουμε το πρόβλημα κατάματα, να μιλήσουμε νηφάλια γι' αυτό, να
συμφωνήσουμε σε μια λύση, ενώ αντίθετα προτάξαμε - και προτάσσουμε ακόμη - το
προσωπικό συμφέρον μας - μικρό ή μεγαλύτερο, τις όποιες διαφορές μας, τη στείρα
διαφωνία μας, με ηγέτες δέσμιους του μικροκομματισμού κατ' εικόνα και καθ'
ομοίωση των ψηφοφόρων τους, άχρωμους, δίχως όραμα, μόνιμα κατώτερους των
περιστάσεων, που πόνταραν - και ακόμα ποντάρουν - την πολιτική επιβίωσή τους
στη πόλωση. Αυτό φταίει. Ουδέποτε συμφωνήσαμε σε ένα δικό μας μνημόνιο, ούτε
καν' το 2009 που είχε φτάσει ο κόμπος στο χτένι και τα δημόσια οικονομικά ήταν
κυριολεκτικά σε ελεύθερη πτώση. Αντ' αυτού ζητήσαμε από τους εταίρους μας -
δίκην σανίδας σωτηρίας - ένα δικό τους μνημόνιο το οποίο, καίτοι αποδεχτήκαμε,
ουδέποτε πιστέψαμε. Αλλά τι κάναμε; Χωριστήκαμε σε «μνημονιακούς» και
«αντιμνημονιακούς» ή ακριβέστερα σε «μνημονιακούς» που «σκίζουν τα μνημόνια»
και «αντιμνημονιακούς» που ξορκίζουν τα μνημόνια. Και πίσω από αυτές τις ταμπέλες
ταμπουρωθήκαμε, αναλωθήκαμε, κάποιοι έχτισαν καριέρες. Για τη ταμπακέρα, το
πρόβλημα δηλαδή, ούτε λέξη. Σα να ξεχάστηκε μέσα στη δίνη του πεντάχρονου
αντιμνημονιακού αγώνα, κοινού αγώνα για «μνημονιακούς» και
«αντιμνημονιακούς». Δεν το ξέρω, μα
υποθέτω ότι αυτοί που μάς ακολούθησαν στον μνημονιόδρομο δεν σπατάλησαν τον
χρόνο τους σε καραγκιοζιλίκια παίζοντας κακόγουστο θέατρο σκιών. Εμείς οι καραγκιόζηδες,
δικιά μας και η χάρη…
27
Απριλ.
Θα
το επαναλάβω άλλη μία φορά: Αν δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας πως
θα βρούμε στη ρημαδοχώρα λύση; Πάρτε για παράδειγμα τη συζήτηση σε μια παρέα
φίλων που δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μικρογραφία των συν- ελλήνων. Όλοι έχουμε
αυτιά και ακούμε, όλοι στόμα και μιλάμε, κι’ όμως η συζήτηση είναι επιδεικτικά
απούσα! Γιατί ακούμε αυτά που θέλουμε να ακούσουμε και πάντως όχι αυτά που λέει
ο συνομιλητής μας, και λέμε αυτά που θέλουμε να πούμε - αδιάφορο αν είναι
σχετικά ή όχι με το θέμα της συζήτησης μας. Πάντα σε κλίμα σταδιακά
κλιμακούμενης έντασης, με το δίκιο μόνιμα να μας πνίγει, αγανακτισμένοι που
ουδέποτε οι άλλοι (ενίοτε και εμείς οι ίδιοι) μάς καταλαβαίνουν. Και όταν το
θερμόμετρο χτυπήσει κόκκινο μέσα στην απόλυτη χάβρα των παράλληλων μονόλογων,
δύο τινά μάς απομένουν: Ή να πιαστούμε στα χέρια, ή να επιστρατεύσουμε το
σωτήριο χιούμορ για να εκτονωθεί η κατάσταση. Στη παρέα μας - ευτυχώς - κάνουμε
το δεύτερο.
28
Απριλ.
Όλοι
ξεκινάμε πολλά υποσχόμενοι. Πως καταφέρνουμε και τα σκατώνουμε μετά; (Όλα τα
σκατώνουμε μετά!) Φταίμε εμείς οι ίδιοι, το περιβάλλον μας ή και τα δύο μαζί;
Κι’ οι γονείς μας, φταίχτες κι’ αυτοί; Μήπως είμαστε έτσι προγραμματισμένοι -
σαν μηχανές - και κανείς δεν μπορεί να μάς αποτρέψει από τα χειρότερα; Γιατί
κάποτε, οι κάποτε πολλά υποσχόμενοι, μόνο για τα χειρότερα δείχνουμε ικανοί.
Δείτε το μικρό αγγελάκι που παίζει δίπλα μας αμέριμνο και φανταστείτε το μερικά
χρόνια μετά. Η εικόνα του θα έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Στη καλύτερη περίπτωση να είναι ένας καλός
οικογενειάρχης (λίγο είναι; ωρίμασε - θα πείτε - και καθαρίζουμε εφησυχασμένοι
που ακολούθησε μια φυσιολογική - και πάντως αναμενόμενη – πορεία), στη
χειρότερη ένα αποτρόπαιο κάθαρμα (και πάλι ωρίμασε - ποιος μπορεί να το
αμφισβητήσει;) Σ’ όλη τη ζωή μας
ψάχνουμε την ίδια εικόνα του παρελθόντος, αυτή την πολλά υποσχόμενη, ξανά και
ξανά. Γιατί – τι κρίμα - είμαστε απλώς μία εικόνα που ξεθωριάζει στο χρόνο και
η υπόσχεσή μας απατηλή.
11
Μαϊ.
Οι
μισοί φίλοι μου είναι «αριστεροί» εποχής (όπως τα φρούτα) και οι άλλοι μισοί
δεν είναι - ή με τη γλώσσα του σήμερα - οι μισοί είναι φανατικοί «συριζαίοι»
και οι άλλοι μισοί φανατικοί «αντι-συριζαίοι». Η φανατίλα είναι το κοινό που
τους ενώνει. Τους ενώνουν βέβαια – μάς ενώνουν καλύτερα - και «τα καλά και συμφέροντα», αυτό όμως
ουδέποτε το ομολογούμε, είναι θέμα αρχής, κάτι σαν ομερτά μεταξύ φίλων. Οι
μισοί φίλοι μου με βλέπουν «μνημονιακό» και οι άλλοι μισοί «κρυφο-συριζαίο».
Μάταια προσπαθώ να τους εξηγήσω πως δεν είμαι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Τους
φαίνεται αδιανόητο να μην είσαι σήμερα ένα από τα δύο, και μάλιστα οργισμένος.
Μ' αυτή τη «δίκαιη οργή» που ξεχειλίζει ανικανοποίητη, εξάπτει τα πάθη και
οδηγεί στη φανατίλα. Αυτή η οργή λοιπόν, που ξεφωνίζει και αλλάζει τις ταμπέλες
σα σώβρακα, όχι μόνο δεν με ερεθίζει αλλά αντίθετα με ξενερώνει. Στις πολιτικές
συζητήσεις μαζί τους βαριέμαι, γι' αυτό τις αποφεύγω. Εμείς διαλέγουμε τους
φίλους μας και τους αγαπάμε, μα είναι φορές που αναρωτιέμαι: Τι γυρεύω εδώ με
δαύτους; Το ίδιο, υποθέτω, κι' εκείνοι μ'
εμένα.
12
Μαϊ.
Στην
Ελλάδα του 2015 άλλη δουλειά καλύτερη δεν έχουμε να κάνουμε από το να
προσκυνάμε λείψανα. Διαβάζω ότι με τιμές αρχηγού κράτους υποδεχτήκαμε το
λείψανο της Αγίας Βαρβάρας – βοήθεια μας - ενώ πλήθη πιστών συρρέουν για να το
προσκυνήσουν. Την ίδια ώρα οι πιστές πρώην απολυμένες καθαρίστριες του
Υπουργείου Οικονομικών, εναρμονισμένες με το κατανυκτικό κλίμα της ημέρας,
έστηναν τρελό γλέντι στην είσοδο του Υπουργείου γιορτάζοντας την επαναπρόσληψή
τους. Από το γλέντι παρέλασαν να προσκυνήσουν, συνοδεία τηλεοπτικών συνεργείων,
μπόλικοι πρωτοκλασάτοι της αριστεροδεξιάς συγκυβέρνησής μας. Αυτός είναι ο
κόσμος μας. Η Αγία Βαρβάρα προστάτιδα
του πυροβολικού - και των πυροβολημένων εικάζω - σηματοδοτεί τις μεταφυσικές
και υπαρξιακές αγωνίες μας, οι καθαρίστριες και ο δίκαιος αγώνας τους τις
εγκόσμιες ανησυχίες μας. Τελικά αυτός ο λαός και η παντός πολιτικού καιρού –
σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις ευρείας
αποδοχής - συγκυβέρνησή του, είναι ένα ευτυχισμένο ζευγαράκι που απολαμβάνει
τον μακρύ μήνα του μέλιτος. Κατά τ’ άλλα ουδέν αξιοσημείωτο. Φύλλο δεν
κουνιέται – πέρα, βεβαίως, από προσλήψεις πελατών ψηφοφόρων. Η διαπραγμάτευση
με τους δανειστές συνεχίζεται και οι πάντες κοντεύουνε να πιστέψουν ότι θα
συνεχίζεται στο διηνεκές, οι προεκλογικές εξαγγελίες (πέραν των προσλήψεων) –
για όσους τις πίστεψαν - παραπέμπονται κατά τα φαινόμενα στις καλένδες, το
επικοινωνιακό παιχνίδι δίνει ρέστα. Όπου να’ ναι φτάνουνε και τα μπάνια του
λαού…
14
Μαϊ.
Πυρ
ομαδόν στον Αλέξη από αυτούς που δεν τον ψήφισαν. Προνομιακό πεδίο της κριτικής
δημοσιογραφούντων και δημοσιολογούντων η οικονομία. «Η οικονομία πεθαίνει από
ασφυξία», «η αγορά στέγνωσε», «κάθε μέρα που περνάει βουλιάζουμε όλο και πιο βαθιά»…
Λοιδορούν τις «κόκκινες γραμμές και κουραφέξαλα», τους συνεργάτες του -
«ιδεοληπτικούς» τους ανεβάζουν «επικίνδυνους» τους κατεβάζουν, τον προτρέπουν
να κλείσει τη διαπραγμάτευση αύριο, «όσο είναι ακόμη καιρός». Σύμφωνοι
αγαπητοί, έχετε χίλια δίκια. Μα αποσιωπάτε, σκόπιμα, το πιο βασικό. Ο Αλέξης
πρωθυπουργός δεν είδε φως και μπήκε. Ψηφίστηκε από μια μεγάλη μερίδα του
Ελληνικού λαού για να διαπραγματευτεί σκληρά, να καταργήσει τα μνημόνια, να
επαναφέρει μισθούς και συντάξεις στα παλιά, να μοιράσει στο χειμαζόμενο
διψασμένο κοσμάκη λεφτά. Δεν βλέπετε ότι οι δανειστές μας τρεις μήνες τώρα
επιμένουν και απαιτούν τα ακριβώς αντίθετα; Δεν αποτελεί την πεμπτουσία της
δημοκρατίας ο σεβασμός στη γνώμη της πλειοψηφίας; Εσείς δηλαδή αν είσαστε στη
θέση του - ακριβοί μου δημοκράτες που δεν χάνετε ευκαιρία να επικαλείστε την
βούληση του λάού, όποτε βεβαίως σας βολεύει - τι θα κάνατε;
15
Μαϊ.
Η
γυναικούλα μου δεν είναι ακόμα, μα θα γίνει, μεγάλη μπριτζέρ - τουτέστιν
παίκτρια του μπριτζ. Το μπριτζ θεωρείται άθλημα, άθλημα επιτραπέζιο. Οι
αθλούμενοι το διακονούν καθισμένοι σε καρέκλες, άρα - υποθέτω - καίνε μηδαμινές
θερμίδες καίτοι το προσφωνούν «αγωνιστικό». (Εκείνη στο τραπέζι του αγώνα κι'
εγώ χαλαρός, στο σπίτι να γράφω τις σοφίες μου… Έτσι είναι η ζωή. Άδικη.)
Μοιάζει με την ταπεινής καταγωγής πρέφα - την οποία και εγώ στα φοιτητικά μου
χρόνια διακονούσα με θέρμη - μάλιστα έχω συγγράψει και σχετικό φιλόδοξο
εγχειρίδιο για αρχαρίους, το οποίο έχει διαβάσει μόνο η γυναικούλα μου - αλλά
έχει άλλο πρεστίζ. Οι αγωνιζόμενοι συμμετέχουν - σε τι άλλο; - ασφαλώς σε
αγώνες. Τους λένε «ημερίδες», «τουρνουά», «διασυλλογικά», «όπεν», «ολυμπιάδες»
και όπως αλλιώς τους καπνίσει, αντρών, γυναικών, μικτούς, ζευγαριών, νέων,
νεανίδων, βετεράνων, μαθητών…, πρωινούς (μέχρι το μεσημέρι), απογευματινούς
(μέχρι το βράδυ) - δεν γνωρίζω αν υπάρχουν και μεταμεσονύκτιοι - επτά ημέρες
την βδομάδα κάθε βδομάδα, συμπεριλαμβανομένων Σαββατοκύριακων, αργιών και
εορτών, και συγκεντρώνουν πόντους ανάλογα με την επίδοσή τους. Με βάση τους
συνολικούς πόντους του καθενός κατατάσσονται σε δεκαέξι «κατηγορίες», αρχής
γενομένης από την πρώτη. Για την άνοδο στη μεγαλύτερη κατηγορία απαιτείται
συγκεκριμένος αριθμός πόντων ο οποίος βαίνει σταδιακά αυξανόμενος όσο ανεβαίνει
η κατηγορία. Έτσι για να ανέβει κάποιος - για παράδειγμα - από την δωδέκατη στη
δέκατη τρίτη, απαιτούνται περίπου τόσοι πόντοι όσοι χρειάστηκαν για να πάει από
την πρώτη στη δωδέκατη! Οι ευρισκόμενοι στην επίζηλη τελευταία κατηγορία
θεωρούνται ο ανθός των μπριτζέρς και χαίρουν εκτίμησης και θαυμασμού των
υπολοίπων. Επιδίωξη και διακαής πόθος κάθε παίκτη, που σέβεται τον εαυτό του ως
αγωνιζόμενος, είναι να μεταπηδήσει στην ανώτερη κατηγορία. Τούτο απαιτεί
αγωνιστικό φρόνημα, προσπάθεια και διαρκή εξάσκηση, μα κυρίως συμμετοχή -
ξέχασα να σάς το πω, επί πληρωμή - στους αγώνες. Το χρηματικό τίμημα των έξι
ευρώ ανά συμμετοχή - υπέρ «Ομοσπονδίας Μπριτζ» - θεωρείται αμελητέο, συγκρινόμενο
με την ικανοποίηση που προσφέρει η ευγενής άμιλλα του αγώνα για έναν εξίσου
ευγενή σκοπό. Κάποιοι, κακοήθεις βεβαίως, μιλάνε για ευημερούσα μπίζνα που
εκμεταλλεύεται το «κόλλημα»των παικτών σε ένα
- στημένο σκόπιμα άκρως ανταγωνιστικά - χαρτοπαίγνιο και το ταμάχι τους
να μαζέψουνε πόντους για να ανέβουν, μα αυτό είναι άλλη ιστορία… Η γυναικούλα
μου κατέχει ήδη θέση στην τρίτη κατηγορία και ανεβαίνει ακάθεκτη.
16 Μαϊ.
Είμαι
ένας πολύ τυχερός άνθρωπος. Ούτε ξύπνιος, ούτε ικανός, ούτε μορφωμένος, ούτε
οτιδήποτε άλλο που έχει να κάνει με κάθε είδους προσόντα και δεξιότητες. Μόνο
τυχερός. Στη ζωή εξάλλου τυχαία ερχόμαστε - από τα εκατομμύρια σπερματοζωάρια
μόνο ένα βρίσκει το δρόμο του - και τυχαία φεύγουμε, τίποτα δεν
προγραμματίζεται. Και στο διάβα της, η τύχη είναι που καθορίζει τη πορεία μας -
και πάντως σίγουρα όχι τα προσόντα. Προσόντα είναι αυτό που λέμε στη
χαρτοπαιξία «καλό φύλλο». Όσο περισσότερα τόσο καλύτερο. Μα έλα που δεν
κερδίζει αυτός που έχει το καλύτερο φύλλο αλλά αυτός που ξέρει να παίζει! Θα
πείτε ότι και αυτό προσόν είναι, και μάλιστα μακράν το σημαντικότερο όλων, και
θα συμφωνήσω μαζί σας. Ως εδώ όμως. Εδώ εξαντλούνται οι δυνατότητές μας και από
δω και πέρα αρχίζει να παίζει η τύχη, και μάλιστα χωρίς αντίπαλο! Πάρτε το
απόφαση. Εγώ το πήρα και πορεύομαι με τη τύχη αγκαζέ. Την προσέχω σαν τα μάτια
μου, της κάνω όλα τα χατίρια κι' αν - παρόλα αυτά - με στεναχωρήσει, καλά καμωμένο. Αλλά δεν
έχω παράπονο - μέχρι τώρα - έχει φανεί γενναιόδωρη μαζί μου. Η μεγαλύτερη
γενναιοδωρία της είναι ότι τα 'φερε έτσι στη ζωή να μην έχω ανάγκη της όποιας
εξουσίας για να βιοποριστώ. Ουδέποτε ζήτησα κάτι - από κανένα πολιτικό, από κανένα
αφεντικό - έχω την πολυτέλεια να αδιαφορώ για το σινάφι τους. Δεν χρωστάω σε
κανένα. Και αυτό είναι το πολύτιμο κεφάλαιό μου, η περιουσία μου.
Είμαι
ένας δυστυχισμένος! Γιατί ότι αγάπησα πολύ στη ζωή μου το αγάπησα για πλάκα!
Κι' όταν αποφάσισα να σοβαρευτώ την έπαθα σαν τον πλακατζή βοσκό που φώναζε
ψέματα «Λύκος! Βοήθεια!» κι' όταν ο λύκος πράγματι εμφανίστηκε δεν τον πίστεψε
κανείς ούτε έτρεξε να τον βοηθήσει. Έτσι κι' εγώ. Μεγαλώνοντας, μετά από τόσες
πλάκες, έμεινα μόνος μακριά από τις αγάπες μου. Τώρα προσπαθώ να επανορθώσω (μα
ποιος πιστεύει τώρα σ' αγάπες κ'
έρωτες…) Λένε ποτέ δεν είναι αργά. Κάποτε πίστευα ότι αυτά που αγαπάμε πρέπει
να μένουν καλά φυλαγμένα στη καρδιά μακριά από το ζόρι του βιοπορισμού. Σαν
κάτι τι λεπτεπίλεπτο και ιερό που έχουμε χρέος να προφυλάξουμε από την
αλλοτρίωση της σκληρής καθημερινότητας πάσει θυσία. Έκανα λάθος. Στη ζωή δεν
έχουν θέση θησαυροφυλάκια. Όλα εδώ δοκιμάζονται, εξελίσσονται, αντέχουν ή
πεθαίνουν. Όσοι ονειρεύονται εαυτό
θησαυροφύλακα είναι καταδικασμένοι δια βίου να μείνουν μόνοι, παρέα με τον
θησαυρό τους.
26 Μαϊ.
Το
«έκτο πάτωμα» είναι ανάλαφρη θεατρική
κωμωδία του Γάλλου Alfred Jarry, μα ταυτόχρονα και καυστικό σχόλιο
χαρακτήρων με κοινωνικές νύξεις. Πραγματεύεται την καθημερινότητα μιας ομάδας
ανθρώπων, συγκάτοικων στο έκτο πάτωμα μιας λαϊκής πολυκατοικίας. Η φωνακλού
σπιτονοικοκυρά κυρία Μαρέ, ο Μαξ - «μέγας ζωγράφος» - και η κουτσομπόλα γυναίκα
του Ζερμέν, ο λογιστής και «συγγραφέας» Οσπό με την κορούλα του Εντβίζ, ο
«ωραίος» Ζονβάλ, ο νέος ένοικος που τα ρίχνει ταυτόχρονα στη «μοιραία» Ιρέν και
στην Εντβίζ - η οποία και μένει έγκυος, ο εργάτης - και ερωτευμένος με την Εντβίζ
- Ζοζό, η «εύκολη» Ζαν… Κουτσομπολιά, απωθημένα, τσακωμοί, όνειρα,
έρωτες, γέλια και δάκρια καθημερινών ανθρώπων στο έκτο πάτωμα, «εκεί που
συμβαίνουν όλα μαζί μα ταυτόχρονα δεν συμβαίνει τίποτα ποτέ!»
Το
έργο αυτό επέλεξε και ανέβασε η φοιτητική θεατρική ομάδα «Άφαντοι» του
Πανεπιστήμιου Αθηνών. Τον ρόλο της άβγαλτης και ντροπαλής Εντβιζ ερμήνευσε η
Ελένη με περίσσεια εκφραστικότητα και εσωτερικότητα. Συγκινήθηκα! Αλλά και τα
υπόλοιπα παιδιά της θεατρικής ομάδας ήταν φανερό πως προσπάθησαν σκληρά να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό και τελικά τα
κατάφεραν. Τα αρνητικά - δεδομένου
μάλιστα ότι πρόκειται για ερασιτέχνες ηθοποιούς – είναι ανάξια λόγου μπροστά
στα θετικά αυτής της παράστασης που ξεχείλιζε από ενέργεια και τη δροσιά των
νιάτων που σε συνέπαιρνε.
Η
Ελένη εκείνη την ημέρα δεν έμεινε ευχαριστημένη από τη παράσταση και μού είπε
ότι την προηγούμενη όλα είχαν πάει πολύ καλύτερα. Επιπλέον συγχύστηκε με
κάποιους νεαρούς από το κοινό που έκαναν χαβαλέ… Αγαπούλα μου αυτά συμβαίνουν.
Η θεατρική πράξη, όσο καλά κι' αν είναι προετοιμασμένη, δεν πάει να
εκτυλίσσεται ζωντανά μπροστά σε ένα απρόβλεπτο κοινό και - όπως σε όλες τις
ζωντανές παραστάσεις - η σταθερή απόδοση ενός επιπέδου είναι κάθε φορά
ζητούμενο. Ο καλλιτέχνης επιβάλλεται να μπορεί να μένει ανεπηρέαστος από το
κοινό. Όσο δύσκολο κι’ αν είναι αυτό. Και
είναι δύσκολο γιατί η σχέση καλλιτέχνη – κοινού είναι αμφίδρομη. Όπως
υπάρχουν διαφορετικού επιπέδου καλλιτέχνες, το ίδιο συμβαίνει και με το κοινό. Υπάρχει
κοινό απαιτητικό, εξοικειωμένο, πληροφορημένο, καλλιεργημένο, φιλικό, ζεστό… μα
και κοινό ακαλλιέργητο, ψυχρό, εριστικό, απληροφόρητο - που άλλα νόμιζε ότι θα
βρει και άλλα βρήκε, κοινό που είδε φως και μπήκε… Ο πραγματικός καλλιτέχνης
δημιουργεί – ο ηθοποιός εν προκειμένω παίζει - για τον εαυτό του, για το σαράκι
που τρώει το εντός του. Αλίμονο αν έπαιζε για να χαϊδέψει τα γούστα του κοινού.
Από την άλλη όμως παίζει μπροστά σε κοινό. Αυτό είναι που θα τον κρίνει, θα τον
επιβραβεύσει, θα τον αγκαλιάσει, θα τον καταξιώσει στο χώρο του. Σε τελική
ανάλυση η γνώμη του κοινού είναι αυτή που μετράει. Και η γνώμη του βρίσκεται σε
ευθεία συνάρτηση με το επίπεδο του. Ανέκαθεν υπήρξαν μεγάλοι καλλιτέχνες,
μπροστά από την εποχή τους, που λοιδορήθηκαν από το κοινό. Το ίδιο κοινό που
αργότερα τους ανέβασε στα ουράνια…
Νοιώθω
περήφανος για τη κόρη μου. Γιατί δίνεται σ' αυτό που αγαπάει. Δεν ξέρω το μετά,
ποιος το ξέρει άλλωστε. Δεν ξέρω αν η ενασχόλησή της με το θέατρο θα έχει
συνέχεια, η ίδια αυτό θέλει. Θέλει δουλειά, πολλή δουλειά, επιμονή και γερά νεφρά.
Της το εύχομαι με όλη μου τη καρδιά. Μα
πιο πολύ της εύχομαι να 'ναι η φλόγα της, οι ευαισθησίες της, οι ανησυχίες και
τα θέλω της ο μπούσουλας της ζωής της. Και να την κάνουν ευτυχισμένη.
Διαβάζω
μια συνέντευξη του Richard Ford, ενός από τους εξέχοντες πεζογράφους του καιρού
μας: Δουλειά της τέχνης είναι να διευρύνει την κατανόηση και τη συμπόνια μας
απέναντι στους άλλους… Δεν ξέρω αν η ενασχόληση με τη τέχνη μάς κάνει και πιο
συμπονετικούς, μα σίγουρα μάς δίνει φτερά να βλέπουμε τον κόσμο - και την ίδια
τη ζωή - με άλλα μάτια. Εκπαιδεύει τη ματιά μας. Και αμφιβάλω αν η τέχνη κάνει
τον κόσμο καλύτερο. Ένα έργο τέχνης, όσο επιδραστικό και να είναι, δεν μπορεί
ν’ αλλάξει τον κόσμο μα σίγουρα μάς δίνει δύναμη να τον αντέχουμε. Και αυτό
είναι πολύτιμο εφόδιο ζωής.
2 Ιουν.
Στο
«κόκκινο χωράφι», όπου πάμε με τον φίλο
μου Κώστα για τον απογευματινό υγιεινό περίπατό μας, συναντάμε περιπατητές κάθε
είδους. Αθλητικούς, στυλάτους, τρέντηδες, μπυροκοιλιές, λαϊκούς, πολυλογάδες… Λίγοι πιλαλούν, άλλοι σούρνονται, κάποιοι
πάνε ψιλή κουβεντούλα, άλλοι σημειωτόν, κάποιοι λύνουν τα θέματα εν χορώ μόνιμα
καθισμένοι. Ένας άλλος, με αμίμητο στυλ, πατώντας πάντα στα ίδια χνάρια του
γωνιάζει κυριολεκτικά το γήπεδο, για να μη ξεφύγει – υποθέτω - ούτε πόντο
παρακάτω από τον προκαθορισμένο περιπατητικό στόχο του. Το ασθενές φύλο
αποτελεί είδος διακριτό και αξιοσημείωτο όχι τόσο για τα περιπατητικά, μα για
τα υπόλοιπα, εξόφθαλμα, προσόντα του. Μακριά από μένα το κουτσομπολιό,
προτιμάω τον όρο «κοινωνική κριτική», μα
έχει ενδιαφέρον το ανθρωπομωσαϊκό του «κόκκινου χωραφιού». Άφησα τελευταίο ένα
είδος που μέχρι χτες δεν ήξερα ότι ενδημεί στο χωράφι. Πρόκειται για τους
«μουζαχεντίν αντιμνημονιακούς» (η ονοματοδοσία δική μου). Τους ανυπότακτους
μουζαχεντίν που προτιμούν να αποθάνουν μετά των αλλοφύλων - των δανειστών μας
δηλαδή, σε περίπτωση που αυτοί δεν δεχτούν τις θέσεις μας και τραβήξουν το
σκοινί στα άκρα - παρά να αποθάνουν μονάχοι. Γιατί, στην απευκταία προηγούμενη
περίπτωση, προεξοφλούν ότι θα πέσει, και καλώς θα πέσει, γενικευμένο θανατικό.
Και οι – της ιδίας αντίληψης με αυτούς – κυβερνώντες, δίκην μεσσία -
δικαιωματικά, θα οδηγήσουν τον υπόδουλο από τα μνημόνια λαουτζίκο στην
ελευθερία μέσω του θανάτου του, γράφοντας νέες λαμπρές σελίδες αυτοθυσίας στη
μακραίωνα ιστορία μας… Άκουγα τον θηλυκό μουζαχεντίν να μου λέει αυτά και
ένοιωσα κακομοίρης νεοέλληνας υποταγμένος στα μνημόνια, ανάξιος απόγονος
ένδοξων προγόνων. Και δειλός, κυρίως δειλός, όταν αυθόρμητα ψέλλισα: Μα εγώ
αγαπάω τη ζωή, θέλω να ζήσω!
4 Ιουν.
«Η ζωή εδώ πάνω δεν είναι αληθινή, ζούμε σ’
ένα χρυσό κλουβί» μού είπε η κόρη μου και σιγοντάρισα. Μα της απάντησα ότι,
χωρίς να θέλω να υποβαθμίσω την σημασία του περίγυρου, το χρυσό κλουβί εμείς οι
ίδιοι το φτιάχνουμε. Και, αν επιλέξουμε να ζούμε σε χρυσό κλουβί, το κάνουμε
παντού. Ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας. Χρυσό, ασημένιο, μπρούτζινο ή
σιδερένιο, κλουβί είναι - το ίδιο κάνει. Δεν είμαστε απολογούμενοι, πόσο μάλλον
ένοχοι, επειδή μένουμε στο Διόνυσο και όχι – για παράδειγμα - στα Εξάρχεια. Και
αυτός που μένει στο παράπηγμα μέσα στη χωματερή τι να πει; Μήπως εκεί είναι η
αληθινή ζωή; «Και εκεί, και παντού όπου υπάρχουν άνθρωποι. Αληθινή ζωή είναι
αυτή που ζούμε. Ακόμα και η ψεύτικη! … Μην εξιδανικεύεις πρόσωπα και
καταστάσεις, αντιμετώπισε τα κριτικά. Ο ρατσισμός είναι ίδιος παντού, ακόμα και
για εμάς - τους προνομιούχους - που ζούμε στον Διόνυσο» κατέληξα. Και
συμφώνησε. Μα στο βλέμμα της διέκρινα μία ανεπαίσθητη αμφιβολία. Ίσως γιατί οι
κεραίες της έπιασαν πρώτες την ίδια αμφιβολία και σε μένα. Πως γίνεται να είναι
ίδιος όταν ο ένας έχει τα πάντα και ο άλλος πεινάει; «Τι έχει μείνει απ’ τη
φωτιά;» με ρωτούσε η κόρη μου και εγώ περί άλλων, ως συνήθως αγόρευα…
Άλλοι
ήμαστε κάποτε, άλλοι τώρα. Και μου φαίνεται φυσικό! Ο χρόνος βλέπετε, που
βαραίνει τη καμπούρα, μάς κάνει μαλθακούς, ραχατηλήδες. Ο χρόνος και τα
«κεκτημένα» του, ο χρόνος που απονέμει νέους ρόλους, προσδοκίες,
προτεραιότητες… Αλλά και το μυαλό νερουλιάζει, κουράζεται, μπερδεύεται,
φλομώνει με τα ασήμαντα. Ουφ τα’ ριξα
όλα στο χρόνο και καθάρισα! Μακάρι να ήταν έτσι, αμ δε… Χτες ένας
απολυμένος φίλος - δημόσιος υπάλληλος - βάφτισε λάβρος το συμφέρον ιδεολογία,
και το χειρότερο: κοντεύει να πιστέψει ότι έτσι είναι. Τι να του έλεγα όμως
όταν ξέρω πόσο πολύ πιεσμένος νοιώθει και οι «ανάγκες» τον τραβάνε απ’ το
μανίκι; Τι να του έλεγα όταν ξέρω πως ένα μαύρο πρωί ξύπνησε επί ξύλου
κρεμάμενος και το δίκιο τον πνίγει; Τι να του έλεγα εγώ ο «βολεμένος»; Δεν θα
με άκουγε καν’, δεν είχε αυτιά ν’ ακούσει. Όσο για τους χιλιάδες απολυμένους
ιδιωτικούς, τους «άλλους», σα να μην υπάρχουν γι’ αυτόν. Κι’ έπειτα μιλάνε για
«χρυσό κλουβί». Πού το είδαν; Ο μικρόκοσμός μας ο κόσμος όλος!…
5
Ιουν.
Καθαρός
Έφτασε
παρά πέντε πριν τα μεσάνυχτα και είπα να πάω για ύπνο. Μα ένα χέρι, ένα
τεράστιο κατάμαυρο χέρι με νύχια γαμψά, στέκεται απειλητικά εδώ και μέρες πάνω
από τα κεφάλια μας και δεν μ' αφήνει να κοιμηθώ. Τι κακό κι' αυτό! Πότε θα
φύγει; Κανείς δεν ξέρει. Άλλοι λένε «όπου να ’ναι - να φεύγει», άλλοι «σε λίγες
μέρες», άλλοι «σε κάποια χρόνια», άλλοι κατηγορηματικά «Ποτέ!» Και όσο αν αυτοί
οι τελευταίοι ακούγονται υπερβολικοί, έχουν το λόγο τους: Αυτό το απαίσιο χέρι
όλο ακούγεται πως φεύγει και συνέχεια εδώ είναι - πιο μαύρο, πιο απειλητικό. Η
ζωή βέβαια συνεχίζεται στη σκιά του, οι άνθρωποι εξακολουθούν να πηγαίνουν στις
δουλειές τους, γελάνε, ονειρεύονται, κάνουν έρωτα, πεθαίνουν, οι μανάδες
βυζαίνουν τα παιδάκια τους, τα βάζουν για ύπνο ή τα πηγαίνουν στο σχολείο και
μετά για ψώνια, συγυρίζουν το σπίτι, μαγειρεύουν. Κι’ ας επικρατεί πλήρης
σύγχυση σε ποιον ανήκει. Είναι του κακού; Του κακού εαυτού μας, όπως λένε
κάποιοι; Του Μαμωνά; Του Θεού για να μάς τιμωρήσει; Άλλοι, απαισιόδοξοι,
διαλαλούν πως ήρθε η συντέλεια - αν όχι του κόσμου - σίγουρα της πόλης μας, η
ώρα της κρίσης. Σ' ένα μόνο συμφωνούνε: Αυτό το χέρι σ' όλους κάτι θυμίζει. Σαν
να το έχουνε ξαναδεί! Στις τηλεοράσεις έχει ανάψει η σχετική συζήτηση: Πού το
είδες; Είσαι σίγουρος; Άλλο χέρι ήταν εκείνο!… Παράξενα συμβαίνουν στη πόλη
μας, ακατανόητα και ψυχοπλακωτικά. Μα εγώ είμαι ήρεμος, προσπαθώ να παραμένω
ήρεμος. Εξάλλου δεν έχω κάτι να φοβηθώ - το μόνο που ζητάω είναι λίγο ήσυχο
ύπνο - δεν έκανα κακό, δεν χρωστάω σε κανένα. Τα τελευταία χρωστούμενα - της
γυναίκας μου στο βενζινά - πενήντα ευρώ, τα εξόφλησα χτες. Αν ήρθε, όπως λένε,
η ώρα της κρίσης θέλω να σταθώ ενώπιον του Μεγάλου καθαρός.
6 Ιουν.
Θα
τα καταφέρει ο Αλέξης, είμαι σίγουρος. Και μαζί του όλοι εμείς. Ανεξάρτητα αν
τον ψηφίσαμε ή όχι. Ανεξάρτητα συμφωνίας ή όχι. Ανεξάρτητα τού τι θα περιέχει
αυτή η συμφωνία - αν γίνει. Ανεξάρτητα τού αν θα είναι σύμφωνη με τις
προεκλογικές εξαγγελίες του ή ίδια και χειρότερη με αυτές των άλλων. Γιατί όλοι
είμαστε εθισμένοι στη ψευτιά, μάς αρέσει να χαϊδεύουν τ' αυτιά μας. Έχουμε
σοβαρό λόγο να φοβόμαστε την αλήθεια και είναι απολύτως ανθρώπινο. Κι' ο Αλέξης
είναι ένας από εμάς - και καλύτερος ίσως. Θα τα καταφέρει λοιπόν. Στέκομαι πλάι
του.
Από
την άλλη τσαντίζομαι, όχι με τον Αλέξη - δεν είναι προσωπικό το θέμα,
τσαντίζομαι που άλλοι ορίζουν τα της ζωής μου. Σάμπως όμως κάπως έτσι δεν
συνέβαινε ανέκαθεν; Ο γέρος, ο φίλος, η γυναίκα, τα παιδιά, το αφεντικό… Μα ορίζουν τη ζωή μου άλλοι, άσχετοι! Αυτό
είναι που με τσαντίζει, δεν μπορώ να το προσπεράσω. Παίρνουν αποφάσεις για
πάρτη τους - κι' ας ισχυρίζονται τ' αντίθετο, αποφάσεις όμως που ορίζουν τη
δική μου ζωή. Κι' όλα γίνονται στη τύχη. Από καραμπόλα.
8 Ιουν.
Στην
εποχή του μνημονίου η ταμπέλα «αντιμνημονιακός» είναι το διαβατήριο για τα
ύπατα κυβερνητικά αξιώματα και τίποτα άλλο δεν μετράει. Αυτό δεν είναι
καινούργιο, το ζούμε μήνες τώρα. Τρανή απόδειξη για του λόγου το αληθές ο
Πάνος, υπουργός Εθνικής Άμυνας, ο εσχάτως – και αυτό είναι το καινούργιο -
επονομαζόμενος «κύριος στα τέσσερα» (η ονοματοδοσία δική μου). Ο ακροδεξιός
κυβερνητικός εταίρος της αριστερής κυβέρνησής μας, εκτός από βαθιά συντηρητικός
πολιτικάντης, κατέκτησε επάξια και τον τίτλο του πιο χυδαίου. «Ο «κύριος» αυτός
δείχνοντας όλο το μεγαλείο της πολιτικής σκέψης του, την κοσμιωτάτη
ελληνοχριστιανική αγωγή του – βαθιά θρησκευόμενος γαρ, και αποτελώντας
παράδειγμα προς μίμηση - ως οφείλει να είναι ένας άξιος εκπρόσωπος του έθνους,
απευθυνόμενος στους πολιτικούς αντιπάλούς του σε συνεδρίαση της βουλής -
ενώπιον της ολομέλειας και τηλεοπτικών καμερών - τους προέτρεψε να πέσουν στα
τέσσερα! Είναι προφανές ότι ο άνθρωπος εμφορείται από υπέρμετρη γενετήσια ορμή.
Δεν κρατιέται! Ως Έλλην ανεξάρτητος, μα κυρίως ως άντρας, δεν σας κρύβω πως
ακούγοντάς τον ένοιωσα εθνικά υπερήφανος. Γιατί η προτροπή του Πάνου θα φτάσει
στα πέρατα της οικουμένης και μαζί της θα αναγεννηθεί η - ξεχασμένη δυστυχώς –
δοξασμένη εικόνα του θερμού Έλληνα εραστή με το ακατάβλητο σθένος και το υψηλό
ηθικό, που εξύμνησαν κάποτε οι - μνημονιακές - γκόμενες του βορά πεσμένες στα
τέσσερα, και που τόσο πολύ έχουμε ανάγκη τα λεφτά τους τις δύσκολες ώρες που
περνάμε. Ίσως γι’ αυτό – πέραν των «αντιμνημονιακών» περγαμηνών του, ο
πρωθυπουργός Αλέξης τον αντιμετώπισε μειδιών συγκαταβατικά. Εγώ πάντως για καλό
και κακό φόρεσα ήδη τσίγκινο σώβρακο.
9 Ιουν.
Οι
παπούα, γηγενείς της Γουινέας – του δεύτερου μεγαλύτερου νησιού του πλανήτη
μετά τη Γροιλανδία – μοιάζουν με εμάς τους Έλληνες. Το διαπίστωσα με έκπληξη
χτες, παρακολουθώντας σχετικό ντοκιμαντέρ στα πλαίσια παρουσίασης ταξιδιού στη
Γουινέα τού φίλου Γιώργου. Που έγκειται η ομοιότητα; Ασφαλώς όχι στο χρώμα -
τουλάχιστον οπτικά: μαύροι μελανήσιοι εκείνοι, λευκοί εμείς οι μαύροι. Ούτε στο
μυαλό - είναι πασίγνωστο πως εμείς ήμαστε ασυζητητί ο εξυπνότερος λαός του
κόσμου… Ούτε στη μαγκιά - για μας είναι ύψιστο προτέρημα και δε χάνουμε
ευκαιρία να τη δείξουμε, εκείνοι φαίνονται μπουνταλάδες… Πού λοιπόν; Θα σάς
φανεί περίεργο: στο τρόπο που κινούνται! Μπουλουκοειδώς προς κάθε κατεύθυνση -
μα οργανωμένα είναι η αλήθεια σε αντίθεση μ' εμάς - σα να μη ξέρουν που θέλουν
να πάνε, χοροπηδώντας και κραυγάζοντας - ο καθένας κατά βούληση. Αυτή η εικόνα
μου θύμισε έντονα πατρίδα και τους εδώ ιθαγενείς. Βέβαια όλα αυτά στους παπούα
δεν είναι παρά μέρος ενός τελετουργικού αιώνων ενταγμένου αρμονικά στη
καθημερινότητά τους, βλέπετε εκείνοι ζουν σε καλύβες μέσα στη ζούγκλα μακριά
από τις ανέσεις των λεγόμενων πολιτισμένων - εν αντιθέσει μ' εμάς που διαβιούμε
μέσα στη χλίδα και όσοι δεν τα καταφέρνουν το' χουν απωθημένο γιατί πολύ θα
ήθελαν. Ίσως γι' αυτό φαίνονται πιο χαρούμενοι και χαμογελαστοί από εμάς που
έχουμε πέσει σε βαριά κατάθλιψη - φαντάζομαι ότι εκείνοι δεν έχουν και
μνημόνιο…
10 Ιουν.
200
χρόνια πέρασαν από το Βατερλώ και όλοι μνημονεύουν τον ηττημένο - τι παράξενο!
Στο μυαλό μου γίνονται άθελα παράξενοι συνειρμοί και περνάνε σαν σε ταινία fast
forward άλλα 200. Στα βιβλία του μέλλοντος ποιος θα μάς μνημονεύει; Η ιστορία
γράφεται από τους νικητές, μα οι «κακοί» ηττημένοι - όπως όλοι οι κακοί - ήταν ανέκαθεν πιο
ενδιαφέροντες και ασκούσαν κρυφή γοητεία. Πέραν αυτού είναι και χρήσιμοι -
πάντα χρειάζεται ένας κακός. Στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή οι ηττημένοι
κατέχουν εξέχουσα θέση για να δοξάζονται οι αυτοκράτορες.
12 Ιουν.
Σήμερα
όλα είναι πιο δύσκολα. Ιδίως όταν σε πλακώνουν. Κάνεις να σταθείς στα πόδια σου
και παραπατάς. Για να μη πέσεις - ακόμα πιο χαμηλά - αρχίζεις να γράφεις μετά
μανίας, να ξαλαφρώσεις - τα ίδια, τα χιλιοειπωμένα. «Τα σπουδαία βιβλία έχουν
γραφτεί, τα σπουδαία λόγια έχουν ειπωθεί. Προσπαθώ καμιά φορά να σκιτσάρω τι
τρέχει εδώ γύρω» είχε πει ο Bob Dylan. Δεν είναι εύκολο. Η πληροφόρηση, κι' ας
ρέει κρουνηδόν, είναι για πέταμα. Τι κρίμα, τόσες λέξεις, τόση φαιά ουσία, τόσες
ανθρωποώρες να πηγαίνουν στράφι! Αν ήμασταν διαφορετικοί…, αν δεν ήμασταν εθισμένοι στη μπολικαδούρα,
άπληστοι στα φτηνά… Και στις ιστορίες εθισμένοι: success story, μνημόνιο story…
- τουλάχιστον αυτές είναι η μνήμη μας, δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτές.
Όταν θα κάνουμε ταμείο η πούληση θα' ναι απελπιστικά φτωχή. Και θα ξαναβγούμε
ζήτουλες στη γύρα.
14
Ιουν.
Τα
-ακια είναι πολύ της μόδας: σινεμαδάκια, ποτάκια, τυράκια, παγωτάκια,
ταβερνάκια, μπαράκια, μπανάκια… Και τα -ουλα επίσης: βολτούλα, εκδρομούλα,
σαλατούλα, παρεούλα, ντοματούλα… Και τα -ιτσα όμως δεν πάνε πίσω: μπυρίτσα,
ωρίτσα, ελίτσα, κιθαρίτσα… Όλα έχουν να κάνουν με την καλοζωία, την ευχάριστη
πλευρά της ζωής - δεν έχω ακούσει καμία στεναχωριούλα, δυστυχιούλα, θλιψούλα,
αρρωστούλα ή θανατούλη. Σα να καλοπιάνουμε με χαϊδευτικά τα ευχάριστα, για να
τα κάνουμε οικεία, ει δυνατόν δικά μας. Κι' όσο πιο ζοφερή η καθημερινότητά μας,
τόσο εμείς επιμένουμε για να ξορκίζουμε το κακό. Ακούω της μόδας τα
υποκοριστικά και παραξενεύομαι. Μα όσο κι' αν θέλω να τους δείξω καλοπροαίρετα
τη συμπάθειά μου, δεν σας κρύβω πως νοιώθω συμπόνια. Τη συμπόνια για αυτό που
δεν τα κατάφερε και έμεινε ανεκπλήρωτο. Για το σινεμαδάκι που δεν ήταν σινεμά,
την εκδρομούλα που δεν έγινε εκδρομή, την ελιά που έμεινε ελίτσα…
16 Ιουν.
Η
υπνική άπνοια δεν είναι ασθένεια. Είναι ένα παράξενο, ένα καπρίτσιο της ζωής
σαν τόσα άλλα, ενίοτε ενοχλητικό, μα καπρίτσιο - απλώς κοιμάσαι όταν δεν θέλεις
και δεν κοιμάσαι όταν θέλεις. Άλλοι κοιμούνται όρθιοι - των ορθίων είναι η πιο
ενδιαφέρουσα περίπτωση - άλλοι καθιστοί, οι περισσότεροι - ως συνήθως -
ξαπλωμένοι. Για να γίνω περισσότερο κατανοητός, όταν έχεις υπνική άπνοια
πέφτεις για ύπνο και σε πιάνει ύπνος αμ δε… νομίζεις πως κοιμάσαι! Αυτό δεν
είναι κατ' ανάγκη κακό καθότι υποδηλεί πνεύμα σε εγρήγορση και ανήσυχο. Βέβαια
κινδυνεύει να παρεξηγηθεί από τον κοινωνικό περίγυρο που δεν αντιλαμβάνεται
πάντα την διαφορά μεταξύ κοιμισμένου και ξύπνιου. Το πρόβλημα περιπλέκει το
ροχαλητό, διότι ο έχων υπνική άπνοια συνήθως ροχαλίζει, συχνά ενοχλητικά, και
το ροχαλητό αποτελεί μείζον κοινωνικό πρόβλημα και αιτία κοινωνικής απαρέσκειας
- ως είναι γνωστό πολλές σύζυγοι εξ' αιτίας του εγκατέλειψαν την συζυγική κλίνη
και ουκ ολίγα καθώς πρέπει σπίτια έκλεισαν. Είναι υπό εξέταση εάν το ροχαλητό
που συχνά γίνεται αντιληπτό τελευταία σε κοινωνικές συναθροίσεις, πολιτικές
ομιλίες, καθώς και σε καλλιτεχνικά δρώμενα - μουσικά, θεατρικά και άλλα,
οφείλεται στην υπνική άπνοια ή αλλού.
Οι
γιατροί έχουν άλλην άποψη επί του θέματος και δικαίως - ένα σινάφι
βιοποριζόμενο είναι και αυτοί - όπως τόσα άλλα - και κάπως πρέπει να ζήσουν.
Θεωρούν, για ιδικό τους λόγο – πάντα βρίσκεται ένας λόγος εάν πρέπει να βρεθεί
- την υπνική άπνοια ασθένεια και συνιστούν αδιακρίτως στους «ασθενείς» την
χρήση αναπνευστήρα. Με τον αναπνευστήρα λένε κοιμάσαι καλύτερα και κυρίως πιο
βαθιά – αυτός είναι ο στόχος. Ζήτω ο βαθύς ύπνος λοιπόν! Τι να πω… ως μη
ειδικός δεν μου μένει παρά να συμφωνήσω. Ο αναπνευστήρας συνοδεύεται από μάσκα,
κάτι σαν τη μάσκα που φοράνε οι ψαροντουφεκάδες. Είμαι απόλυτα πεπεισμένος πως,
με λίγη καλή προσπάθεια βοηθούντος και του Καλοκαιριού, οσονούπω η μάσκα θα
πηγαίνει σετ – έστω και ως δώρο - με βατραχοπέδιλα και ψαροντούφεκο. Δεν
αστειεύομαι - έτσι δουλεύει η αγορά, έτσι θα κινηθεί το χρήμα. Διότι τα
βατραχοπέδιλα και το ψαροντούφεκο ακολουθούν μαγιό, μπουρνούζι, αντηλιακό,
πέδιλα, φραπές, κάτι να βάλεις στο στόμα σου, ναύλα, ξενοδοχεία… η λίστα
ατέλειωτη. Η αύξηση του τζίρου θα φέρει με τη σειρά της νέες θέσεις εργασίας,
έσοδα στο κράτος… Μερικές φορές
αναλογίζομαι πόσο απλό είναι – αν υπάρχει θέληση – να βγούμε από τη κρίση. Και
τα σινάφια έχουν να παίξουν – ευτυχώς ανέκαθεν έπαιζαν - καθοριστικό ρόλο στην
εθνική προσπάθεια.
20
Ιουν.
Μιλώντας
περί σιναφιών στο νου μου ήρθαν οι δημόσιοι υπάλληλοι και - για να μη
παρεξηγηθώ από φίλους και γνωστούς - εγώ δεν τους θεωρώ σινάφι (χειρότερο των
άλλων). Μιλάω εξάλλου εκ πείρας: καίτοι ιδιωτικός γιαλαντζί, η καρδιά μου
δημόσιο χτυπά και η καρδιά - ως γνωστόν - βαράει αριστερά. Οποία σύμπτωση, οι
δημόσιοι υπάλληλοι είναι οι αριστεροί της σήμερον, το πλέον ριζοσπαστικό, το
επαναστατημένο κομμάτι της κοινωνίας! Δημόσιοι από ΠΑΣΟΚ μεριά – πλέον
μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού - μέχρι την ακρότατη αριστεροδεξιά, ενώ
φυσικά την μερίδα του λέοντος απολαμβάνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ποιος θα το περίμενε, οι
θεωρούμενοι πάλαι ποτέ αδιάφοροι, συντηρητικοί, γραφειοκράτες, πιστοί πελάτες
και συχνά παρατρεχάμενοι του εκάστοτε κομματικού καθεστώτος να είναι σήμερα οι
μπροστάρηδες στον αγώνα για την αλλαγή!
Και να' ναι μονάχα αυτοί, αφού οι ιδιωτικοί έχουν παραδοθεί άνευ όρων
μπροστά στη μνημονιακή λαίλαπα και οδηγήθηκαν στο χρονοντούλαπο της ανεργίας,
οι μικροεπιχειρηματίες και αυτοαπασχολούμενοι ταλανίζονται μεταξύ
αντιμνημονιακού αγώνα και παραίτησης, όσο για τη - γνωστή και μη εξαιρετέα -
εγχώρια μπουρζουαζία ούτε να γίνεται λόγος.
Ω καιροί ω ήθη! Κάποτε όλοι ονειρευόμαστε μια θέση στο δημόσιο, σήμερα
όλοι είμαστε δημόσιοι υπάλληλοι! Σε μία Ελλάδα δημόσιων επαναστατών!… Γελάω και
φοβάμαι.
21 Ιουν.
25
χρόνια δεν είναι λίγα - το 1/4 του βίου με προσδόκιμο τα 100, ή το 1/3 με πιο
ρεαλιστική πρόβλεψη. Όπως και να’ χει, 25 χρόνια γάμου μού φαίνονται πάρα
πολλά. Σήμερα, 21 Ιανουαρίου - την μεγαλύτερη μέρα του χρόνου, γιορτάζουμε τις
αντοχές μας, την υπομονή μας, τη διάθεσή μας να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο,
να τού αφήνουμε ζωτικό χώρο να αναπνέει. Όλα τ’ άλλα που λέγονται σε γαμήλιες
επετείους είναι αστεία εκ περισσού. Όταν είμαστε νέοι δεν βρίσκαμε λόγο να
παντρευτούμε. Μετά βρήκαμε. Αργότερα ήρθαν τα παιδιά και βρήκαμε άλλον ένα.
Περνώντας τα χρόνια βρίσκαμε κι’ άλλον, κι’ άλλον… Τελικά πάντα μπορεί να βρει κανείς ένα καλό
λόγο να παντρευτεί. Μια φίλη χαρακτήρισε τον γάμο μας «πετυχημένο», κάτι που
παραπέμπει σε συνταγή. Ίσως να έχει δίκιο. Με τη γυναικούλα μου αποφασίσαμε να
τη βγάλουμε σε βιβλίο.
24 Ιουν.
Η
Μαλίτσια των εφηβικών ονειρώξεων μας δεν μένει πια εδώ! Η Λάουρα Αντονέλι που
στοίχειωσε τα όνειρά μας πέρασε στο πάνθεον του πόθου και της κάβλας, παντοτινό
αιώνιο θηλυκό. Κι' εμείς μείναμε εδώ – ιδανικοί κι’ ανάξιοι εραστές της -
περιμένοντας να ξανάρθει στο κρεβάτι μας… Η ζωή του άντρα είναι οι γυναίκες που
πέρασαν στο διάβα του - αυτές που γνώρισε, έκανε έρωτα, ερωτεύτηκε, αγάπησε,
αυτές που πόθησε κι’ ονειρεύτηκε. Όχι η Λάουρα δεν πέθανε. Όσο ζούμε θα ζει.
25 Ιουν.
Φτάσαμε
στο τέρμα της διαπραγμάτευσης και στην ώρα των κρίσιμων αποφάσεων (έτσι λένε).
Ο Αλέξης άσπρισε. Αυτός κάνει ότι μπορεί. Η άλλη πλευρά κάνει ότι θέλει! Αυτή
είναι η μοίρα των αδύναμων. Μέχρι να γίνουν κι' αυτοί κάποτε δυνατοί και να
πάρουν τη θέση τους άλλοι με την ίδια μοίρα…
Δυστυχώς, για εμάς η σκάντζα βλέπω ν' αργεί. Δεν μάς βοηθάει και ο κακός
εαυτός μας. Όλα ήταν γνωστά, ουδεμία έκπληξις, τα συμφέροντα τους διαφυλάσσουν
οι άνθρωποι, γι’ αυτά πιέζουν. Κι' είναι ευκαιρία να πάρουν όσα μπορούν
περισσότερα. Η απληστία τούς έχει μεθύσει. Η απληστία αυτού που έχει και το μαχαίρι
και το πεπόνι. Γι' αυτούς - εδώ που φτάσαμε - το διακύβευμα της διαπραγμάτευσης
προφανώς και δεν είναι οικονομικό μα η διαφύλαξη της ατσαλάκωτης εικόνας του
ισχυρού. Εμείς κάνουμε κουμάντο κι' αν σας αρέσει… Κι' ας λένε άλλα, αυτό
εννοούν. Το μήνυμα έχει περισσότερους από εμάς αποδέκτες. Οι «Ευρωπαϊκές αξίες»
είναι το κερασάκι στη τούρτα των αφελών. Εμείς τι διαφυλάσσουμε σ' αυτή τη
διαπραγμάτευση; Την αξιοπρέπεια την έχουμε χάσει προ πολλού. Δεν λέω, να τη
ξαναβρούμε, καλό θα μας κάνει. Μάς φτάνει; Αφήνω την απάντηση σ’ εσάς. Ο
καθένας μετράει με τη δική του μεζούρα.
26
Ιουν.
Άτιτλο
Νύχτα,
βαθιά νύχτα. Προχωρούσαν στα τυφλά χωρίς σκοπό – έτσι, για να μη μείνουν
ακίνητοι και τους πάρει ο ύπνος. Γιατί ήξεραν ότι από τον ύπνο αυτό δεν θα
ξυπνούσαν. Σκιές του εαυτού τους, με τη κούραση βαρίδι στα πόδια τους, μέρες
άυπνοι. Δεν είχαν άλλη επιλογή. Θυμόντουσαν τους παλιούς – αυτοί οι τυχεροί είχαν
φύγει – που μίλαγαν για τη γη της επαγγελίας όπου ζούσαν άνθρωποι διαφορετικοί
από αυτούς που ήξεραν. Αν κατάφερναν να φτάσουν εκεί θα είχαν μία ελπίδα…
Αστραπόβροντα έσκισαν το σκοτάδι, άνοιξε ο ουρανός. Να’ ταν κακό σημάδι ο
κατακλυσμός; Να’ θελε ο θεός - πριν τους πάρει - να τους ξεπλύνει από τις
αμαρτίες τους; Μηχανικά έκαναν το σταυρό τους, τουλάχιστον ξεδίψασαν. Το βήμα
τους έγινε ασήκωτο μέσα στη λάσπη. Η βροχή καρφιά στο πρόσωπο τους, και δεν
έλεγε να κοπάσει. Κρατιόντουσαν χέρι χέρι - μια αλυσίδα κινούμενων ερειπίων -
να μη ξεχαστεί κανένας πίσω και δεν τον πάρουν χαμπάρι. Ο καθένας για τον άλλο
και ο θεός εναντίων όλων, είπε κάποιος. Ήταν ο πρώτος που μίλησε μετά από
πολλές μέρες που πήγαιναν. Και δεν ξαναμίλησε κανείς. Κι’ ας ήταν κάποτε λαλίστατοι.
Θυμόντουσαν – μόνο οι αναμνήσεις τους είχανε απομείνει – τις καλές μέρες που ο
ήλιος έλαμπε. Ακόμα και τη νύχτα (έτσι νόμιζαν). Ποιος το περίμενε ότι θα
άλλαζαν τόσο τα πράματα; Κάποιοι έλεγαν πως έπρεπε να το περιμένουν. Μα τι
σημασία είχε; Το χλωμό φεγγάρι που ξεπρόβαλε για μια στιγμή σα να τους
χαμογέλασε. Πίσω από τη κουρτίνα της βροχής διέκριναν ένα χαμόσπιτο.
Επιστράτευσαν την τελευταία σταγόνα κουράγιο
που τους είχε απομείνει. Θα πήγαιναν προς τα εκεί. Κάποτε έφτασαν και
τρυπώσανε μέσα - μουσκεμένοι ποντικοί - σα κυνηγημένοι. Μα δεν τους κυνηγούσαν
παρά μονάχα οι Ερινύες. Αγρίμι, θεριό ανήμερο ο άνθρωπος. Όταν δεν τρώει τις
σάρκες του, τρώει τους άλλους. Έτσι φαγωθήκανε. Στην αρχή χωρίστηκαν σε
φατρίες, φώλιασε ο διχασμός. Για να βρουν κοινή περπατησιά, ούτε λόγος. Όλοι
νοιώθαν ανίκητοι, είχαν το δίκιο με το μέρος τους. Το δίκιο τους. Πέρασε πολύς
καιρός, ζωές ολόκληρες φαρμακωμένες. Γιατί η διχόνοια φαρμάκι είναι. Κι' ακόμα
χειρότερη. Όταν το κατάλαβαν ήταν αργά. Είχαν ήδη κανιβαλιστεί! Για ένα
καπρίτσιο, για το τίποτα! Όσοι απόμειναν ζωντανοί μάζεψαν τα κομμάτια τους και
κίνησαν για άλλα μέρη. Δεν μπορεί - κάπου θα υπήρχαν, είχαν ακούσει και από
τους παλιότερους. Αν ήταν παντού ο άνθρωπος ίδιο αγρίμι, το' χαν πιστέψει πως
δεν άξιζε να ζουν. Στο χαμόσπιτο νοιώσανε βασιλιάδες. Δεν ξέρανε γιατί, δεν
είχανε κανένα λόγο, μα ξάφνου η ελπίδα φούντωσε πάλι μέσα τους. Και σαν από
θαύμα, αυτοί οι ξεψυχισμένοι ένοιωσαν ξανά ζωντανοί! Πού κρύβανε αυτή τη
δύναμη; Πόση ακόμα τους απόμενε; Οι ψυχωμένοι πρότειναν να προχωρήσουν. Δεν
τους έμενε καιρός. Αν περίμεναν να κοπάσει η μπόρα μπορεί να ήταν αργά. Η γη
της επαγγελίας υπήρχε και τους περίμενε! - έτσι είπαν. Λίγοι όμως προχώρησαν.
Κάποιοι ήθελαν μα δε μπόρεσαν - η κούραση και η νύστα σφάλιζε τα βλέφαρά τους.
Οι πιο πολλοί έμειναν πίσω.
28
Ιουν.
Πρώτα
υποσχέθηκε την άμμο της θάλασσας, ύστερα έστησε άνευ προηγούμενου επικοινωνιακό
παιχνίδι - όλα προς ικανοποίηση των πεινασμένων ιθαγενών. Στο παραπέντε -
κυριολεκτικά - αυτός ο λάβρος αντιμνημονιακός διαπραγματευτής πρότεινε στους
δανειστές μας άλλο ένα σκληρό μνημόνιο, έβαλε μάλιστα φαρδιά πλατιά και την
υπογραφή του… Κι' ενώ όλοι ευχόμαστε περαστικά
μας, την επομένη να' τος με ύφος θριαμβευτή να εξαγγέλλει δημοψήφισμα. Ο
κυρίαρχος λαός, είπε, θα αποφασίσει αν θέλει το νέο μνημόνιο των δανειστών –
χειρότερο, είπε, από αυτό που ο ίδιος πρότεινε - ή όχι. Κι' αν όχι, να θέλει τι
δηλαδή; Είχε έτοιμη την απάντηση: Μια τίμια και αμοιβαία επωφελή συμφωνία! Μα
αυτή δεν διαπραγματεύονταν επί ματαίω πέντε μήνες τώρα; Και γιατί ρίχνει τώρα
το μπαλάκι στο λαό; Μήπως δεν είχε νωπή τη λαϊκή εντολή; Πιο νωπή δεν γινότανε!
Το
επικοινωνιακό παιχνίδι λοιπόν συνεχίζεται ακάθεκτο. Μόνο που σε δύο μόλις
μερούλες πρέπει να πληρώσουμε χρέη κάτι δις και το ταμείο είναι μείον. Επίσημη πτώχευση και περήφανη διαπραγμάτευση
πουθενά στο κόσμο δεν υπάρχει. Στο τέλος του μήνα με δυσκολία θα πληρώσουμε την
ιερή αγελάδα που λέγεται «μισθοί και συντάξεις» - και λέγεται έτσι γιατί για
όλα τα υπόλοιπα προ πολλού έχει κηρυχτεί στάση πληρωμών. Όσο για τους μισθούς
και συντάξεις του επόμενου, ούτε να γίνεται λόγος. Τι απομένει έτσι όπως πάμε;
Να δώσουμε αντί ρευστού υποσχετικές; Να κόψουμε δραχμούλες; Όχι, λέει. Έχουμε
το ευρώ! « Όχι» στο επάρατο μνημόνιο των δανειστών δεν σημαίνει έξοδος από το
ευρώ. Οι δανειστές θα το ξανασκεφτούν και θα
κάνουν
πίσω! Και θα συνεχίσουν αυτοί να ζούνε καλά κι' εμείς - σίγουρα - καλύτερα και
κυρίως περήφανοι με το κεφάλι ψηλά, χωρίς μνημόνια!
Η
κατάσταση είναι για γέλια και για κλάματα… Η πλάκα είναι πως η πρόταση –
μνημόνιο των δανειστών ήδη αποσύρθηκε, άρα στο δημοψήφισμα θα ψηφίσουμε για
κάτι που δεν υφίσταται! Αλλά και να ήταν ακόμα στο τραπέζι, γιατί παρακαλώ
δημοψήφισμα; Γι’ αυτό δεν εκλέξαμε κυβέρνηση – για να παίρνει αποφάσεις, και το
πολιτικό κόστος βεβαίως των αποφάσεων της; Και μάλιστα για ένα θέμα τεχνικό που
απαιτεί πληροφόρηση και εξειδικευμένες γνώσεις. Με ποια κριτήρια θα αποφασίσει
ο λαός; Αλλά και αν δεχτούμε ότι είναι αναφαίρετο δημοκρατικό δικαίωμα του λαού
να αποφασίσει για ένα θέμα που τον καίει - ακόμα κι’ αν έχει γι’ αυτό μαύρα
μεσάνυχτα, γιατί δημοψήφισμα στο παρά πέντε της λήξης της προθεσμίας για
συμφωνία; Πέντε μήνες τώρα δεν κατάλαβαν πιο νωρίς ότι η διαπραγμάτευση δεν
προχωράει; Μήπως η επιλογή του δημοψηφίσματος στη τούρλα του Σαββάτου
υποκρύπτει άλλες σκοπιμότητες πέρα από την ελεύθερη έκφραση του κυρίαρχου
λαού;
Η
απόφαση για αυτό το δημοψήφισμα αποτελεί ομολογία αποτυχίας των διαπραγματευτών και κατ’ επέκταση της
κυβέρνησης να φέρει εις πέρας – ως όφειλε - μια δουλειά που είχε αναλάβει. Και
τώρα επιστρέφει το μπαλάκι της απόφασης σ’ αυτούς που την εξέλεξαν πρωτίστως
για να διαπραγματευτεί. Αλλά, το χειρότερο, είναι πράξη πολιτικής υποκρισίας
γιατί επικαλείται υποκριτικά την βούληση του λαού με απώτερο σκοπό κατά τα
φαινόμενα την παράταση της παραμονής της στην εξουσία. Και μετά το γνωστό
«βλέποντας και κάνοντας»… Ο Αλέξης εγκλωβίστηκε
στις προεκλογικές εξαγγελίες του, κάτι που ήταν παραπάνω από βέβαιο ότι θα
συμβεί. Μήπως λοιπόν, λέω μήπως, προκήρυξε το δημοψήφισμα ως μπλόφα colpo
grosso προσδοκώντας κατά βάθος να αποσπάσει ένα
«ναι» που θα του έλυνε τα χέρια και θα τον απεγκλώβιζε; Τρελό… Μα κατά
βάθος λογικό! Ο Αλέξης θέλει μα δεν μπορεί. Δεν είναι μόνο το εκλογικό
ακροατήριό του, οι δικοί του εσωκομματικοί, δεν είναι οι συνιστώσες ούτε οι
συμβουλάτορες. Είναι κυρίως ο εσωτερικός διχασμός του. Είναι ένας πρόωρα
κουρασμένος, ένας άνθρωπος εξουθενωμένος από την πίεση. Και πολύ φοβάμαι – και
δεν το θέλω - άλλος ένας ηγέτης κατώτερος των περιστάσεων. Κι' ας ήρθε για να
μείνει. Ελπίζω όχι ως μοιραίος…
29
Ιουν.
Μα
τι θέλεις να κάνουμε; Να κατεβάσουμε τα βρακιά μας; είπε ένας φίλος. Δεν
βλέπεις το παιχνίδι που παίζουν οι δανειστές; Ότι η «δημοκρατική» Ευρώπη
διολισθαίνει αργά μα σταθερά στον απολυταρχισμό των ισχυρών; είπε ένας άλλος.
Το
βλέπω και το παραβλέπω και θλίβομαι γι’ αυτό. Και ουδέποτε ισχυρίστηκα ότι
πρέπει να κατεβάσουμε τα βρακιά μας - ίσως μόνο για να χέσουμε πατόκορφα κατά
βούληση… Μα το παιχνίδι το στημένο ήταν
γνωστό, δεν το ανακαλύψαμε στη διαπραγμάτευση. Και τα συμφέροντα το ίδιο, και
οι Ευρωπαϊκές αξίες ala carte. Γιατί άλλο αυτό που πιστεύουμε ή αυτό που θα
θέλαμε, και άλλο αυτό που καλώς ή κακώς ισχύει. Και θα συμφωνήσω μαζί τους ότι
πρέπει να βλέπουμε πέρα από τη μίζερη πραγματικότητα – είμαι ρεαλιστής γι’ αυτό
πιστεύω στο αδύνατο , αν αυτό υπονοούν – και να μην την αποδεχόμαστε ως
μοιραία. Και ασφαλώς έχουμε χρέος να την αλλάξουμε στο καλύτερο. Όμως αγαπητοί μου φίλοι δεν είμαστε εμείς
άμοιροι ευθυνών για εδώ που φτάσαμε, ούτε φταίνε πάντα οι άλλοι για τα δεινά
μας. Και σε αυτό, το ξέρω, συμφωνούμε. Και το ότι ελάχιστα κάνουμε για να
διορθώσουμε τα στραβά στη ρημαδοχώρα, με θλίβει ακόμα περισσότερο. Δεν θα
επεκταθώ, έχω πει κατά καιρούς γι’ αυτό πάρα πολλά. Ένα μόνο: Η αντίσταση
ξεκινάει από τα κακώς κείμενα του οίκου μας και προχωράει στους απ’ έξω. Δεν
μπορείς εσύ ο αδύναμος να πας κόντρα στον ανήθικο δυνατό όταν έχεις κάψει ο
ίδιος το μοναδικό σου ίσως όπλο: την ηθική σου ανωτερότητα. Αντίσταση με εύκολα
και παχιά λόγια ήταν ανέκαθεν βούτυρο στο ψωμί των εκάστοτε ισχυρών.
Εξήντα
ευρώ κατά κεφαλή - πλαφόν στα μηχανάκια των τραπεζών - είναι τα αργύρια της
αντίστασης. Και ουρές. Ουρές μπροστά στις κλειστές τράπεζες, στα σουπερμάρκετ,
στα βενζινάδικα (η αντίσταση απαιτεί θυσίες μα - όλα κι' όλα - τα βασικά είναι
αναφαίρετο δικαίωμά μας και δεν τα διαπραγματευόμαστε). Μια ουρά μεγαλύτερη απ'
όλες, πελώρια, σα φίδι, σχηματίστηκε πρώτη και μεγαλώνει συνεχώς: ο φόβος.
Ξύπνησαν μνήμες και ξεχασμένες εικόνες δεκαετιών στους παλιούς, από τον λήθαργό
τους οι νεώτεροι. Οι ακόμα πιο νέοι δεν μοιάζουν να πολυασχολούνται με το θέμα.
Θα περάσει κι' αυτό - η ζωή είναι μπροστά τους. Κατά τ' άλλα, τα συνηθισμένα:
Οι έχοντες κομπόδεμα ανησυχούν περισσότερο, οι βολεμένοι κραυγάζουν ν' ακουστεί
το δίκιο τους. Και οι άλλοι, το μεγάλο ανθρώπινο ποτάμι, κυλάει όπου το πάνε. Τα
μέσα έχουν πάρει φωτιά. Οι δημοσιολογούντες δίνουν ρέστα. Ξερνούν οργή και
πολεμικά ανακοινωθέντα. Ανακοινωθέντα εκατέρωθεν. Εμείς οι εκ γενετής άκαπνοι
ζούμε μέσα σε διασταυρούμενα πυρά! Και βλέπω να αγριεύει το πράμα… Πώς θα
ξεμυτίσουμε για να ψηφίσουμε στο δημοψήφισμα;
Το δημοψήφισμα είναι η
συνέχεια της διαπραγμάτευσης, είπαν τα πλέον αρμόδια κυβερνητικά χείλη χωρίς να
γελάσουν. Μα αυτοί είναι εκπαιδευμένοι… θα πείτε. Γιατί εγώ τουλάχιστον δεν
μπόρεσα να κρατηθώ. Δεν το αποκλείω - τίποτα δεν πρέπει να αποκλείεται - μα
ειλικρινά δυσκολεύομαι να καταλάβω πώς μπορεί να βοηθήσει μία διαπραγμάτευση
όταν και οι δύο πλευρές συνεχίζουν να επιδίδονται σε ένα πινγ πονγκ
αλληλοκατηγοριών για ψεύδη και ανευθυνότητα, πώς είναι δυνατό να μεταστραφεί το
άσχημο κλίμα και να χτιστεί η απαραίτητη ελάχιστη μεταξύ τους εμπιστοσύνη;
Μακάρι να είναι έτσι όπως τα λένε, μα στα δικά μου αυτιά τα λεγόμενά τους
ακούγονται ευσεβείς πόθοι. Ή ειλημμένη απόφαση ρήξης. Ρήξης ανεξαρτήτως
αποτελέσματος του δημοψηφίσματος. Και το λέω αυτό γιατί η ρήξη θα είναι από δω
και πέρα ο αναπνευστήρας που θα κρατάει στη ζωή την πολιτική πρωτοκαθεδρία του
ΣΥΡΙΖΑ. Κάθε άλλη επιλογή θα ξεφουσκώσει το μπαλόνι του τόσο γρήγορα όσο
φούσκωσε. Α το ξέχασα - υπάρχει και το θαύμα: Μια συμφωνία κυριολεκτικά της
τελευταίας στιγμής, τόσο «καλή» που θα μπορέσει να τη λανσάρει ο Αλέξης στο
εσωτερικό ως εθνική επιτυχία. Ελπίζω να μην είναι πλέον αργά για θαύματα.
30 Ιουν.
Διαβάζω
πως «ναι» σημαίνει μνημόνιο, δηλαδή νέοι δυσβάστακτοι φόροι, άρα υποτέλεια,
ανέχεια, δυστυχία, «όχι» αξιοπρέπεια, αντίσταση, δημοκρατία, ελπίδα. Διαβάζω
πως «ναι» ψηφίζουν οι Σαμαρο-Βενιζέλοι, ο Λάτσης, ο Μπόμπολας, ο
Βαρδινογιάννης, ο Πρετεντέρης…, «όχι» ο φτωχός, ο μεροκαματιάρης, ο άδολος, ο
πατριώτης. Και βγάζω απ’ αυτά που διαβάζω το συμπέρασμα ότι «ναι» σημαίνει κάτι
σαφέστατα μετρήσιμο που θα πλήξει τους πολλούς, και είναι καλό μόνο για τους
λίγους, τους λεφτάδες. Όμως δεν διαφωτίζομαι ιδιαίτερα τι σημαίνει το «όχι»
παρά μόνο συμπεραίνω ότι ο λογαριασμός θα είναι αμελητέος αφού το ψηφίζει ο
φτωχός… Άσπρο – μαύρο λοιπόν, «καλοί» και «κακοί» στο ίδιο χιλιοειδωμένο κακό
έργο. Κι’ εμείς, θεατές ψηφοφόροι, τσακωνόμαστε σα τα κοκόρια για ένα σπυρί
κοινής λογικής… Είναι μεγάλη η ευθύνη του Αλέξη για τον νέο διχασμό. Ο
λογαριασμός, σε ευρώ ή σε δραχμές, θα’ ναι ασήκωτος είτε με το «ναι» είτε με το
«όχι» - σίγουρα ασήκωτος γι’ αυτούς που πάντα ήταν τέτοιος. Και δεν θα είναι
αξιοπρεπείς οι μεν και αναξιοπρεπείς οι δε, δημοκράτες οι μεν και
αντιδημοκράτες οι δε, αντιστασιακοί οι μεν και υποταγμένοι οι δε. Ούτε θα
ψηφίσουν το «ναι» μόνο οι μπουρζουάδες και οι ευνοημένοι της εξουσίας και το
«όχι» ο φτωχός και άδολος λαός. Ο Αλέξης ποντάρει στο συναίσθημα, στις «ωραίες»
λέξεις που στοχεύουν κατευθείαν στη καρδιά. Για τον λογαριασμό τσιμουδιά.
Το
ξέρω, προτρέχω, μα ποιος θα υλοποιήσει το «ναι»; Η νέα κυβέρνηση του Αλέξη που
θα προκύψει από τις εκλογές που ο ίδιος θα προκηρύξει; Αυτοδύναμη ή
συνεργασίας; Με εταίρο τον Πάνο ή τον Σταύρο; Μήπως κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας;
Κι’ οι άλλοι, οι «αντιστασιακοί», ιδίως αν η διαφορά με το «όχι» είναι
μικρή, θα κάτσουν με σταυρωμένα τα
χέρια; Ή μήπως ο Αλέξης θα τους πάρει μαζί του και θα βγει στα βουνά; Το μόνο
σίγουρο είναι ότι η όποια νέα διαπραγμάτευση με τους δανειστές θα γίνει τότε
υπό δυσμενέστερους όρους. Η επιτυχής κατάληξή της κάθε άλλο παρά προεξοφλημένη
είναι… Γιατί το «όχι» θα υλοποιήσει ασφαλώς η τωρινή κυβέρνηση του Αλέξη. Και
τι θα κάνει; Θα επανέλθει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, λέει, με ανανεωμένη
την λαϊκή αντιμνημονιακή εντολή. Είναι και αυτό κάτι. Μα δεν νομίζω το ιερατείο
των δανειστών να συγκινηθεί… Θα τα βάλει
κάτω και αν τα λεφτά που θα δώσει είναι περισσότερα από αυτά που θα χάσει απ’
το Grexit, θα πει το ναι – εξάλλου τα σχέδια είναι ήδη έτοιμα. Το παιχνίδι
θυμίζει ρώσικη ρουλέτα. Όχι, δεν υπονοώ ακαριαίο θάνατο αν αναγκαστούμε σε
Grexit. Ένα είναι βέβαιο: Η ζωή θα συνεχιστεί. Και τότε θα γίνουμε - εξ ανάγκης
- υπέρ του λιτού βίου.
1
Ιουλ.
Ακούγοντας
την πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, Ζωίτσα Κωνσταντοπούλου, συμπεραίνω ότι το
μόνο που δεν έχουμε δει ακόμα είναι ένοπλες επαναστατικές ομάδες να περιπολούν
στους δρόμους για να διαφυλάξουν τη τάξη και να συλλαμβάνουν τους οπαδούς του
«ναι» με τη κατηγορία της αντεθνικής προπαγάνδας! Καίτοι επιεικώς αχαρακτήριστη
– θυμίζει κακότροπο υστερικό κοριτσάκι - η συμπεριφορά της Ζωίτσας, η
επιχειρηματολογία της περί αντικυβερνητικής προπαγάνδας δεν στερείται βάσης. Τα
κανάλια ξεσαλώνουν νυχθημερόν κάνοντας συστηματικά την τρίχα τριχιά. Και την
τριχιά θηλιά στο λαιμό μας, ένας κόμπος που μέρα τη μέρα μάς πνίγει. Μια χώρα
σε πολιορκία - αβεβαιότητα, φόβος και – ελεγχόμενος ακόμα - πανικός. Θέλει να’
χεις καλή διάθεση και καθαρό μυαλό (μα τέτοια ώρα πού τα πουλάνε;) για να ακούς
τα «νέα» ψύχραιμα και κριτικά. Είναι φανερό πως παίζονται παιχνίδια εξουσίας
στη καμπούρα του κοσμάκη - προς δόξα της ενημέρωσής του… Του κοσμάκη που απ’
τον ανηλεή βομβαρδισμό έχει φλομώσει και
δεν καταλαβαίνει πλέον τίποτα. Μα, επιμένω, η κυβέρνηση άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου.
Με την παρελκυστική τακτική και τα διαπραγματευτικά λάθη της, τους
τυχοδιωκτισμούς, τις παλινωδίες και αυτοδιαψεύσεις της, τον καιροσκοπισμό της,
το άνευ λόγου και μέτρου επικοινωνιακό παιχνίδι της, την άκρατη αισιοδοξία της
που αποδείχτηκε φιάλη κενού περιεχομένου, την διεθνή απομόνωση στην οποία έχει
οδηγήσει τη χώρα, την διαρκώς επιδεινούμενη κατάσταση στην αγορά, τη
μακράν χειρότερη εδώ και δεκαετίες
ψυχολογία του κόσμου… Κάθε εξουσία κάπου
ποντάρει. Η εξουσία της «αριστεράς μας» με το δημοψήφισμα ποντάρει στο
τελευταίο χαρτί που της απόμεινε, το συναίσθημα. Σε πείσμα της ζοφερής
πραγματικότητας έχρισε εαυτό ηγέτιδα της «επανάστασης» ενάντια στη λιτότητα,
και τους οπαδούς της προλετάριους, «αντιστασιακούς». Την ευχαριστώ μα δεν θα
πάρω. Μόνη αντίσταση ήταν και είναι για μένα αυτή του υποψιασμένου πολίτη
απέναντι στην αυθαιρεσία και τα τερτίπια της κάθε εξουσίας.
Απ’
όλες τις φιγούρες τής - κατά τ’ άλλα γραφικής - κυβέρνησής μας, καμιά δεν
διεγείρει το μυαλό μου τόσο παράξενα όσο της Ζωίτσας. Αυτή η κοπέλα μοιάζει να
βγήκε από τις σκοτεινές σελίδες κάποιου κόμικ του Μίλο Μανάρα. Ή, καλύτερα, από
τον φανταστικό κόσμο του σελιλόιντ, μια βιτσιόζα «Μεγαλειοτάτη» του δυστοπικού
μέλλοντός μας. Ιδού λοιπόν η υπόθεση: Ο κόσμος μας έχει καταστραφεί από τους
κακούς κι’ η Ζωίτσα ως άλλος – θηλυκός - Mad Max, με μαύρα, στρας, πέτσινα,
καρφιά και ζαρτιέρες, βγαίνει στη γύρα προς αναζήτησή τους. Έναν έναν τους
εντοπίζει και - καίτοι μάλλον κακομούτσουνη - τους γητεύει με τα θέλγητρά της.
Πριν αυτοί καταλάβουν τη θανάσιμη παγίδα που τους έχει στήσει, έχουν ήδη γίνει
πειθήνια σκυλάκια της. Όμως εκείνη αφού πρώτα τους βασανίσει επί ημέρες με
καταιγιστικά ερωτόλογα μέχρι θανάτου, τους ρίχνει βορά στα θηρία. Γιατί όλα
αυτά; Μα για να πάρει η αθεόφοβη τη θέση τους! Αδίστακτη και χωρίς οίκτο θα
κάνει τα πάντα προκειμένου να ανέβει στο θρόνο… (η συνέχεια επί της οθόνης).
2
Ιουλ.
Θα
είναι κρίμα να επιβεβαιωθεί το σενάριο της αριστερής παρένθεσης. Μία αριστερή
κυβέρνηση θα μπορούσε να ευδοκιμήσει στο τόπο μας. Οι συνθήκες είναι ώριμες. Μα
μία αριστερή κυβέρνηση σημερινή, και όχι του προηγούμενου αιώνα. Μία έξυπνη
κυβέρνηση, που δεν θα χτυπούσε τη γυμνή γροθιά της πάνω στο μαχαίρι. Που θα
συνδύαζε τον ρεαλισμό με το όραμα και θα έπαιρνε δύσκολες αποφάσεις χωρίς
ενοχές, χωρίς να φοβάται μήπως κακοχαρακτηριστεί ότι δεν είναι αριστερή. Που
όχι μόνο θα πόνταρε στην ηθική ακεραιότητά της, αλλά και από τη πρώτη μέρα
άσκησης των καθηκόντων της θα έκανε το παν για να την δικαιώσει στα μάτια όλων.
Που δεν θα χάιδευε αυτιά. Που δεν θα είχε πελάτες και «δικούς της». Μια τέτοια
αριστερή κυβέρνηση θα μπορούσε να πετύχει. Μα κι’ αν τελικά δεν τα κατάφερνε,
θα άξιζε το κόπο. Γιατί θα άφηνε σπόρο να καρπίσει. Και θα έφευγε με ψηλά το
κεφάλι.
3 Ιουλ.
Εδώ
στην Εταιρία Υδάτων μία κλαίμε, μία γελάμε - και ζούμε μοναδικές στιγμές!
Κλαίμε από λύπη γιατί μας τελείωσε ο Αντωνάκης, ανεψιός και συνεπώνυμος του
μακαρίτη γενικού διευθυντή επί των οικονομικών της Νέας Δημοκρατίας, επιτυχημένος
μάνατζερ και επί σειρά ετών κεφαλή της εταιρίας μας. Γελάμε από χαρά γιατί τη
θέση του καταλαμβάνει ο Γιαννάκης, σύντροφος της Περιφερειάρχου Αττικής και
πρωτοκλασάτης του ΣΥΡΙΖΑ Ρένας, επιτυχημένος επιχειρηματίας. Η συγκίνηση τρέχει
από τα μπατζάκια μας, το ίδιο και οι προσδοκίες. Κάποιοι ήδη γυαλίζουν θέσεις, άλλοι φορέσανε
παντελόνια με φαρδιές τσέπες, μερικοί προβάρουν άλλο χρώμα κουστούμι, όλοι
άθελά τους κάτι περιμένουν – ακόμα και αυτοί, σαν εμένα, που δεν περιμένουν
τίποτα. Η νέα «αριστερή» κεφαλή μας
ενσαρκώνει την πεπατημένη συνέχεια μιας φαύλης υπερκομματικής παράδοσης
που καλά κρατεί.
Μπρρρ βγήκε παγανιά το φάντασμα των κολονέλων! Και την πόρτα άνοιξε όχι
κάποιος δηλωμένος νοσταλγός της χούντας, μα ο ίδιος ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας.
Είπε λοιπόν ο εν λόγω κύριος μπροστά στις κάμερες, και παρουσία του
πρωθυπουργού, ότι οι ένοπλες δυνάμεις διασφαλίζουν τη σταθερότητα στο εσωτερικό
της χώρας! Ναι στο εσωτερικό! Γλώσσα λανθάνουσα; Αποκοτιά; Βλακεία; Ή μήπως
έμμεσο μήνυμα στους «δοσίλογους» των καιρών μας… Λέτε καπάκι με το διχαστικό
δημοψήφισμα να επανήλθε στο προσκήνιο και ο άληστου μνήμης διαχωρισμός σε
«εθνικόφρονες» και «μιάσματα»; Από έναν Καμμένο που αγωνιά για τη πολιτική
επιβίωσή του περιμένω κάθε αθλιότητα. Το θέμα είναι ότι και ο Αλέξης τον άκουσε
χαμογελαστός και δεν αντέδρασε…
4 Ιουλ.
«Πως καταντήσαμε λοχία…» είπε ο ηλικιωμένος μα
καλοστεκούμενος κύριος με την ευγενική φυσιογνωμία, που στέκονταν στην ουρά
πίσω από μένα. Το παράπονό του ζεστή αύρα στο κρύο πρωινό - μπήκε Ιούλιος και
δεν λέει να καλοκαιριάσει. Δροσιά και παγωμάρα. Γύρισα, τον κοίταξα, και
χαμογέλασα. Χωρίς να μιλήσω. Στην ουρά μπροστά μου ήταν πέντε, πίσω από τον
ηλικιωμένο κύριο ήρθε ένας, μετά άλλος ένας, κι' άλλος… αργά μα σταθερά
μεγάλωνε σα σκόρπιο φίδι. Μια γιαγιά υποβασταζόμενη από τη κόρη της κάθισε στο
κοντινό παγκάκι. «Είσαστε μετά από μένα» τής είπαν. Μπροστά μου μια νέα γυναίκα
με δύο παιδάκια. Το ένα της τραβούσε το φόρεμα και έλεγε να φύγουνε, το άλλο
ζητούσε παγωτό. Δύο άλλοι, πριν απ' αυτή, είχαν ανοίξει κουβέντα για το ποιος
φταίει πασχίζοντας να τα βρούνε. Άλλη μια διαπραγμάτευση… σκέφτηκα. «Τα
εικοσάρικα τέλειωσαν, βγάζει μόνο πενηντάρικο» είπε ένας γιάπης κρατώντας ανά
χείρας και επιδεικνύοντάς μας, ως επίζηλο λάφυρο, το χαρτονόμισμα. Εκείνο το
κρύο πρωινό περιμέναμε να σηκώσουμε από το μηχάνημα της τράπεζας τα εξήντα ευρώ
που μας αναλογούν. Ίσως και να μάς αξίζουν. Εξήντα ευρώ τη μέρα. Ο αέρας
ξαναφύσηξε κρύος. Αναζήτησα τον ηλικιωμένο κύριο πίσω μου μα είχε φύγει.
6 Ιουλ.
Έπεσα
έξω. Έβλεπα οριακή την διαφορά υπέρ του «ναι»! Ευσεβείς προσδοκίες θα πείτε… Το
δέχομαι. Όλοι μας κάτι προσδοκάμε, ακόμα κι’ αν αυτό έχει μηδαμινή αξία. Έπεσα
έξω γιατί υποτίμησα τη κρίση του κόσμου. Είναι προφανές: Το 60 / 40, υπέρ του
«όχι», βρίσκεται πιο κοντά στη λογική. Έτσι όπως διατυπώθηκε το ερώτημα, «όχι ή
ναι στο μνημόνιο», ποιος «φυσιολογικός» θα έλεγε «ναι»; Ποιος αόμματος δεν
θέλει το φως του; Ποιος πικραμένος δεν θέλει να γλυκαθεί; Πρώτα ξέρουμε τι
αρνιόμαστε και μετά να βρούμε τι θέλουμε. Το δημοψήφισμα αναφέρονταν στο πρώτο,
το εύκολο. Τα δύσκολα τ’ αφήσαμε για μετά. Έχει ο θεός λοιπόν…
Σεβαστή
η γνώμη του κόσμου όπως και να’ χει. Σεβαστή και η γνώμη της μειοψηφίας. Και το
λέω αυτό γιατί κάποιοι θερμοκέφαλοι, σιγοντάροντας τα τετριμμένα λογύδρια περί
του «περήφανου Ελληνικού λαού» - λες κι’ έχουμε αποκλειστικότητα στη περηφάνια
- και «κακών δανειστών», έπεσαν ακόμα παρακάτω χαρακτηρίζοντας την μειοψηφία
«ανθέλληνες» και «γερμανοτσολιάδες»! Αυτοί οι κύριοι είναι η αιχμή του δόρατος
της προοδευτικής – όπως αυτοαποκαλούνται - πλειοψηφίας που έχει διαμορφωθεί
τελευταία στη κοινωνία. Τόσο προοδευτικής, που μας πηγαίνουν δεκαετίες πίσω με
όρους εμφυλιοπολεμικούς… Ούτε βέβαια ταυτίζονται οι μειοψηφήσαντες με τους
«ολιγάρχες» των καναλιών – που έδωσαν τα ρέστα τους υπέρ του «ναι» - και τις
διεφθαρμένες ελίτ, όπως θέλουν οι ίδιοι θερμοκέφαλοι να τους παρουσιάσουν. Οι
κάθε φύσης και απόχρωσης ταμπέλες καθώς και το ασύστολο χάιδεμα των αυτιών του
κοσμάκη είναι πολύ πιο συντηρητικά και οπισθοδρομικά από μία ψήφο στο «ναι» ή
στο «όχι». Είναι προς τιμή του Αλέξη που
στο διάγγελμά του μετά το δημοψήφισμα μίλησε για Έλληνες ενωμένους ανεξάρτητα
του τι ψήφισε ο καθένας.
Το
αποτέλεσμα είναι αναμφίβολα ψήφος εμπιστοσύνης στον Αλέξη. Δεύτερη, μετά από
αυτή στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές. Και μάλιστα ισχυρή. Με αυτή
επιβεβαιώνει την κυριαρχία του στο πολιτικό σκηνικό. Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε
χτες, ο Σαμαράς σήμερα, έμεινε μόνος με τον Σταύρο, τη Φώφη, τον σύντροφο
Κουτσούμπα και τους χρυσαυγίτες. Θα πρέπει να νοιώθει μεγάλη μοναξιά… Η
μονοκρατορία τού δίνει φτερά. Για τον παράδεισο. Μα και για την κόλαση… Ένα με
παρηγορεί: Το ότι τώρα, θέλει δεν θέλει, μπορεί δεν μπορεί, θα πρέπει να σπάσει
τα αυγά. Και να καταλήξει κάπου. Άλλο στρίβειν δια του δημοψηφίσματος δεν
έχει.
7
Ιουλ.
Τι
είναι υπερηφάνεια και τι αξιοπρέπεια; Είναι ο Ελληνικός λαός που θέλει να
σκίσει τα μνημόνια, περήφανος και αξιοπρεπής; Κι’ αυτοί που υπέγραψαν τα
μνημόνια και έφεραν τα δημόσια οικονομικά στο χάλι που βρίσκονται σήμερα,
προέκυψαν από παρθενογένεση; Ή μήπως κάθισαν με το ζόρι στο σβέρκο του; Δεν
τους ψήφισε ο ίδιος για να τον εκπροσωπήσουν; Τόσο πολύ τον εξαπάτησαν; Τελικά
μήπως, εκτός από περήφανος και αξιοπρεπής, είναι και απίστευτα αφελής; Δεν
ξέρω, αλήθεια είμαι μπερδεμένος. Μα ακόμα κι’ έτσι, είναι υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια
να χρωστάμε, να ζητάμε κι' άλλα δανεικά, και να απειλούμε από πάνω ότι δεν θα
επιστρέψουμε τα χρωστούμενα; Κι’ αν δεν έχουμε, μήπως μπλέξαμε την περηφάνια
και την αξιοπρέπεια με την ανάγκη; Κι’ αν έχουμε, μήπως πρόκειται για κοινή
απατεωνιά; Ποιος γενναίος θα βρει κάποτε τα κότσια και, επιτέλους, θα
σταματήσει να χαϊδεύει τ’ αυτιά του «περήφανου» Ελληνικού λαού;
Ένα
τεράστιο σύννεφο με χαμηλή αυτοεκτίμηση μάς σκεπάζει. Καθένας μας έχει αυτό που
του αξίζει. Τη τσεπούλα του, τη κατσίκα του - να’ ναι καλά, να' ναι καλά κι’ η
κατσίκα του γείτονα που τον άφησε χρόνους. Μα σκεφτόμαστε πως θα μπορούσαμε να
είμαστε καλύτεροι. Είναι κι’ αυτό το αρχαίο πνεύμα, το αθάνατο, η δυσβάσταχτη
κληρονομιά μας, που τόσο θα θέλαμε στα κρυφά, μα δεν μπορούμε να αποποιηθούμε…
Μα να είμαστε καλύτεροι γενικώς και αορίστως, γιατί διαφορετικά έχουμε
πρόβλημα. Ας γίνει πρώτα καλύτερος ο γείτονας – ναι, αυτός που του ψόφησε η
κατσίκα - και μετά βλέπουμε… Κι' αν ψόφησε η δικιά μας κατσίκα, ε ας γίνουν όλα
τότε στάχτη και μπούρμπερη! Κι’ έτσι όμως πάλι δεν είναι καλά. Είμαστε
πονόψυχοι και βασανιζόμαστε. Τι φταίει δηλαδή ο καλός ο γείτονάς μας; αρχίζουμε
τη γκρίνια. Ποιος φταίει; Τα πράγματα μοιάζουν εύκολα, όλο και κάποιον
βρίσκουμε. Και τα παίρνουμε στο κρανίο με δαύτον. Θα τον γαμήσουμε τον κερατά!
Και σηκώνουμε το νάιλον σημαιάκι του αγώνα, εμείς οι - κληρονομικώ δικαιώματι -
εξ αίματος επαναστάτες. Μα κάπου στο βάθος μάς κατατρώει το σαράκι της ενοχής
μας. Η ψυχολογία μας καρδιογράφημα - απ’ το επαναστατικό ζενίθ στο ναδίρ της συντριβής.
Μετανιώνουμε, η απογοήτευση μάς κυριεύει. Μοιραίοι και ενοχικοί αντάμα
προσμένουμε ίσως κάποιο θαύμα.
9
Ιουλ.
Μεροληπτείς,
μού λένε οι φίλοι. Μόνο εμείς φταίμε; Όχι ασφαλώς. Ευθύνες υπάρχουν και από τις
δύο πλευρές. Θα το ξαναπώ, θα το βροντοφωνάξω: Οι δανειστές είναι απαίσιοι
συμφεροντολόγοι. Μία ελίτ ισχυρών του χρήματος και οι παρατρεχάμενοί τους, που
θέλουν να διαφεντεύουν τους υπόλοιπους και βγάζουν σπυράκια με κάθε φωνή
αντίθετη από τη δική τους – ala carte, άρα κατ' επίφαση δημοκράτες. Και η
συνταγή τους αποτυχημένη - το ίδιο φάρμακο σε όλους για πάσα νόσο και μαλακία…
Και λοιπόν; Θα τους αλλάξουμε; Θα αντιδράσουμε σε δαύτους - ο άνεμος της
αλλαγής φουντώνει σε όλη την Ευρώπη, μού απαντούν. Φίλοι μου για να το λέτε,
έτσι θα' ναι - ειλικρινά δηλώνω άγνοια. Η ιστορία επαναλαμβάνεται σα φάρσα, μα
ξέρει και να κρατάει - η ρουφιάνα - τα χαρτιά της καλά κρυμμένα. Χωρίς να το θέλω,
ανοίγω της καρδιάς μου το παράθυρο να’ μπουν μέσα οι άνεμοι της αλλαγής. Και
να, βλέπω τον κόσμο στους δρόμους, τα πανό, τις σημαίες, ακούω τα συνθήματα,
τους πύρινους λόγους, αφουγκράζομαι την ελπίδα, τον ενθουσιασμό, ένα ανθρώπινο
ποτάμι ανάγκης και οργής που φουσκώνει και ορμητικό παρασέρνει αδιάκριτα τα
πάντα στο διάβα του για να φτιάξει έναν καινούργιο υπέροχο κόσμο ίδιο με τον
παλιό. Βλέπω και αυτούς που κινούν τα νήματα καβάλα - τα χαϊδεμένα παιδιά της ιστορίας - να στρογγυλοκάθονται μ' ένα
ελαφρύ ειρωνικό μειδίαμα, ν' ανταλλάσουν μεταξύ τους μάσκες, προσωπεία,
ονόματα, φωνές, ρούχα κι' ότι άλλο μπορεί να βάλει ο νους, μα να παραμένουν -
και αυτοί - απαράλλαχτα ίδιοι, κρατώντας σφιχτά τα γκέμια…
Όμως
οι φίλοι μου ήδη έχουν αλλάξει θέμα - πλήττουν με τις πολυλογίες μου - και
επιμένουν στη γνώμη τους. Ίσως να έχουνε δίκιο. Ίσως εκείνοι βλέπουν αυτό που
εγώ δεν έχω πια μάτια να δω. Ίσως γέρασα…
Μα – θέλω να τους διαβεβαιώσω - η καρδούλα μου πεταρίζει ακόμα.
10 Ιουλ.
Τα
ΑΤΜ - αγγλιστί Automated Teller Machine - είναι το φετίχ των ημερών. Δέκα μέρες
με κλειστές τις τράπεζες ο κοσμάκης καθημερινά κάνει ουρές μπροστά από αυτά.
Έχει πλέον συνηθίσει. Τα ΑΤΜ μπήκαν για τα καλά στη ζωή μας, έγιναν αναπόσπαστο
κομμάτι της φαιδρής καθημερινότητάς μας. «Έχει χρήματα; Δουλεύει; Βγάζει
εικοσάρικα; Έχει μόνο πενηντάρικα;…» οι συνηθισμένες αγωνιώδεις ερωτήσεις. Κι'
εκείνα αν είχαν στόμα θα έσκαγαν στα γέλια! Μακάρι. Γιατί 'ναι τόσο άσκημα!
Τετράγωνα σα φουσκωτοί μποντιμπιλτεράδες, σοβαροφανή, με αυτή την απαίσια
κατάμαυρη γυάλινη μάσκα για μουτσούνα, ρομποτάκια εγκιβωτισμένα στο τσιμεντένιο
ντουβάρι… Μόνο οι χρωματιστές χαλκομανίες VISA, MASTERCARD, AMERICAN EXPRESS…
που έχουν κολλημένες στο κούτελό τους – παράσημα της αλλοτινής ευμάρειάς μας -
απαλύνουν κάπως την ασκήμιά τους. Το ξέρω, απορούνε, μη μπορώντας να πιστέψουν
πως έχουν γίνει το αντικείμενο του πόθου! Όλη η Ελλαδίτσα μπροστά από ένα ΑΤΜ.
Για 60 ψωρο-ευρώ! Χρειαζούμενα ή μη, δεν έχει σημασία. Έτσι κάνουν όλοι – όσοι
τα έχουν εννοώ, είναι η ανάγκη της επαφής με τον ομοιοπαθή, να μοιραστείς το
ντέρτι σου να ξαλαφρώσεις. Κι' αν ξαναφτιάξουν κάποτε οι τράπεζες θα αναπολούμε με νοσταλγία τις ΑΤΜ μέρες της
ζωής μας.
11 Ιουλ.
Γέμισα
εικοσάρικα! Δώδεκα μέρες επί τρία εικοσάρικα - ανάληψη κάθε μέρα ανά κάρτα -
μάς κάνει τριάντα έξι, επί δύο κάρτες μάς κάνει εβδομήντα δύο εικοσάρικα! Και
να' ταν μόνο αυτά; Αφήστε… Λεφτά, πολλά λεφτά σάς λέω! Τι θα τη κάνω τόση
χαρτούρα άμα γίνει συμφωνία; (μεταξύ μας, σε κάθε περίπτωση δεν έχω καταλάβει
τι θα τη κάνω…) Τώρα όμως τα βάσανά μας τελειώνουν και τα ευρώ θα αρχίσουν να
ρέουν κρουνηδόν στην αγορά. Είμαι αισιόδοξος. Αλλά ακόμα και να συνεχίσουμε
στην ίδια ρότα, ποιος λόγος να αποθησαυρίζω; Για να πεινάσω λίγο αργότερα από
τους άλλους; Από Δευτέρα θα βάλω σε εφαρμογή σχέδιο επανακατάθεσης στις
τράπεζες του ρευστού που διαθέτω. Ενώ οι - μέχρι χτες - σύντροφοι μου θα περιμένουν στις ουρές
μπροστά από τα ΑΤΜ για τα τρία εικοσάρικα καρπό της υπομονής τους, εγώ θα είμαι
ο μόνος που θα περιμένω για να τα καταθέτω! Θα σκάσουν από τη ζήλεια τους οι
φραγκοφονιάδες! Θα είναι, σκέφτομαι, και - η μόνη ίσως αληθινή - πράξη
αντίστασης.
Κάθε γενιά κάτι ζει. Λιμό, σεισμό, ολοκαύτωμα, πόλεμο, επιδημία, κραχ… Η
δική μου τι ζει; Μ' έχει καταλάβει αγωνία αν θα' χουμε κάποτε κάτι να
θυμόμαστε. Και να λέμε με κρυφή περηφάνια: Να, ήμουνα και γω εκεί - και
επέζησα! Να κοιτάζουμε τα αυλάκια του χρόνου στο καθρέφτη, τα τραύματα εντός
μας, και να νοιώθουμε λίγο πιο σοφοί. Γιατί τι αξίζει το ταξίδι με μάτια
κλειστά; Με μύτη και αυτιά βουλωμένα; Ατσαλάκωτοι, ανυποψίαστοι και ευτυχείς;
Κάποιοι μακαρίζουν τις γενιές που δεν γνώρισαν τα χειρότερα. Τους καταλαβαίνω
μα δε θα συμφωνήσω μαζί τους. Καιρός να ξεκουμπιστούν οι σαπιοκοιλιές της
ιστορίας. Καιρός κάτι να γίνει.
12 Ιουλ.
«Δύσκολη εποχή…» μού είπε ο Θανάσης. Ποιος
Θανάσης; Eίπα λοιπόν ν' αγοράσω ένα ανεμιστήρα να δροσίζομαι, τώρα που το
θερμόμετρο της διαπραγμάτευσης έχει χτυπήσει κόκκινο μέσα στο κατακαλόκαιρο. Ο
Θανάσης είναι ο καλός ηλεκτρολόγος που τον εγκατέστησε στο ταβάνι. «Δύσκολη εποχή…» και άρχισε να αναλύει
διεξοδικά έναν προς ένα τους λόγους της δυσκολίας. «Έτσι είναι Θανάση»
επαναλάμβανα μονότονα εγώ, κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι σα μοσχάρι. Στην
αρχή σκέφτηκα ότι ήταν το γνωστό λογύδριο του ακριβοθώρητου μάστορα στο πελάτη
προκειμένου να φτιάξει κλίμα: Δύσκολη εποχή, άρα δεν βγαίνω, άρα μη ζητάς πολλά
πολλά – χάρη σού έκανα που ήρθα, και μη περιμένεις να σου κόψω απόδειξη… Μα ο
Θανάσης φαίνονταν αυτό που λέμε «καλό παιδί», γρήγορα αναθεώρησα το σκεπτικό
μου. Το πρόσωπό του εξέπεμπε κάτι το ειλικρινά προβληματισμένο, σα να έβλεπα
την δύσκολη (με δέλτα κεφαλαίο) εποχή στο βλέμμα του, η φωνή του χαμηλότονη και
σα φοβισμένη, μα και η στάση του σώματός του – παρότι εύσωμος και γεροδεμένος,
το χαμηλωμένο κεφάλι, οι πεσμένοι ώμοι του, οι ανεπαίσθητα μαγκωμένες κινήσεις
του. Αυτός εδώ αν δεν είναι ειλικρινής είναι μεγάλος θεατρίνος… είπα μέσα μου.
«Έτσι είναι Θανάση…» κρατούσα το ίσο, ενώ ο Θανάσης μίλαγε και δούλευε
ταυτόχρονα, συνεχίζοντας να κουνάω συγκαταβατικά το κεφάλι. Όχι ότι δεν
συμμεριζόμουνα την ειλικρίνειά του. Μα κάτι μού πήγαινε στραβά στη τόση
δυσκολία. Έσπαγα το κεφάλι μου να θυμηθώ μία φορά – έστω μόνο μία – που είχα
ακούσει κάποιον να λέει ότι περνάμε εύκολη εποχή. Μήπως είναι ανθρώπινο να
κλαιγόμαστε υπερτονίζοντας στις δυσκολίες και να περνάμε απαρατήρητες τις
ευκολίες; Μα από τότε που ήμουνα παιδάκι και μπορώ να θυμάμαι μόνο για «δύσκολη
εποχή» ακούω! Βρε Θανάση μήπως είναι «δύσκολη» γιατί κάποιοι θέλουν να την
παρουσιάζουν έτσι κι' οι υπόλοιποι - σα παπαγάλοι - το επαναλαμβάνουμε; Ρε μπας
κι' αυτή που περνάμε είναι μία σαν τις άλλες;
13 Ιουλ.
Η
συμφωνία της Βάρκιζας επετεύχθη. Ο καπετάν Αλέξης ήταν συγκινητικός. «Άλλο
δρόμο από τη συμφωνία δεν είχαμε. Αγωνιστήκαμε σκληρά μέχρι τέλους, σε άνισο
αγώνα, με αντίπαλο κατά πολύ ισχυρότερο
από εμάς. Δεν μπορούσαν να σηκώσουν οι ώμοι μας την ευθύνη για μια συντριβή. Μα
δεν παραδοθήκαμε, ο αγώνάς μας συνεχίζεται. Μέσα από τη συμφωνία. Ήταν μια
δύσκολη και επώδυνη συμφωνία , μα αναγκαία. Για τη σωτηρία της πατρίδας. Για να
μη δικαιωθούν τα σχέδια των πιο ακραίων και συντηρητικών φωνών της Ευρώπης…» Η
τελευταία αποστροφή του λόγου του ενόχλησε σφόδρα. Ήταν φανερό σε ποιες
αναφέρονταν ο καπετάνιος - όχι μόνο σε αυτές από τον μακρινό βορρά. Ήδη οι
σύντροφοι του καπετάν Λαφαζάνη διαφώνησαν με τη συμφωνία, αρνήθηκαν να
παραδώσουν τα όπλα και ετοιμάζονται να βγουν στο αντάρτικο. Για τη σωτηρία της
πατρίδαςισχυρίζονται και κείνοι. Το έργο θα έχει συνέχεια. Και εκπλήξεις, όχι
κατ' ανάγκη ευχάριστες (ή δυσάρεστες – εξαρτάται από ποιά σκοπιά του καθένα).
Τουλάχιστον δεν θα πλήξουμε.
Ουδεμία
έκπληξις βεβαίως για την εξέλιξη των πραγμάτων. Με δεδομένη την απόφαση για
παραμονή στην ευρωζώνη, η συμφωνία ήταν μονόδρομος. Και βέβαια αυτή σήμαινε
νέο, βαρβάτο μνημόνιο. Κι' όσο πιο πολύ στη τούρλα του Σαββάτου γίνονταν, τόσο
πιο βαρβάτο θα ήταν. Όλα αυτά ήταν γνωστά. Προς τι λοιπόν οι λεονταρισμοί, οι
βερμπαλισμοί, οι επικοινωνιακοί θεατρινισμοί, η τόση κωλυσιεργία, και τέλος η
απόφαση για το δημοψήφισμα, που πέτυχαν μόνο να ρίχνουν νερό στο μύλο των πιο
ακραίων και συντηρητικών φωνών; Έλλειψη σχεδίου; Στρατηγικής; Απειρία;
Υπεραισιοδοξία; Κακοί συμβουλάτορες; Αλλαγή προαποφασισμένης ρότας τη τελευταία
στιγμή; Όλα μαζί; Και τον κοσμάκη τού «όχι στο μνημόνιο» - αυτόν που πίστεψε
τις αχαλίνωτες εξαγγελίες και θέριεψαν οι προσδοκίες του – τώρα μετά τη
συμφωνία ποιος θα τον μαζέψει; Ποιος θα δικαιολογήσει στα μάτια του τα
αδικαιολόγητα; Εύχομαι να μην επαναληφθεί η ιστορία της αριστεράς μια τραγωδία.
16
Ιουλ.
Κολυμβητής
Η
θάλασσα ήταν λάδι και ιρίδιζε καθώς οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν στο δόξα
πατρί. Μακριά έβλεπα μπαλίτσες κρέμα σαντιγί ανταύγειες μέσα στο γαλάζιο. Θα
ήταν καμιά εικοσαριά. Έμοιαζαν ακίνητες, μα άμα τις κοίταζα προσεχτικά είχαν
μιαν ανεπαίσθητη κίνηση περί τον άξονά τους. Βάλθηκα να κολυμπήσω λιγάκι, παρά
να τσαλαβουτάω στα ρηχά με τις γιαγιάδες και τα παιδάκια, και πήγα προς αυτές.
Μια, δυο απλωτές - μια, δυο ακόμα… Μού φάνηκε πως ολοένα ξεμάκραιναν. Η γυναίκα
μου φώναξε - φαίνεται πως είχα απομακρυνθεί από την ακτή - δεν άκουσα τι είπε
μα υπέθεσα, πάντα το ίδιο μού λέει: να μην απομακρύνομαι. Μ’ αρέσει να κολυμπάω
βάζοντας ένα στόχο να φτάσω - μια βάρκα, ένα βράχο, μια σημαδούρα, τις σαντιγί
μπαλίτσες… Παιδεύτηκα, μα τα κατάφερα. Πλησίασα τόσο που να μπορώ να τις
διακρίνω καθαρά. Δεν ήταν παρά μια παρέα κολυμβητών με κατάλευκα σκουφάκια. Φαίνονταν
σα να είχαν πιάσει ψιλή κουβεντούλα μέσα στο νερό – ήμουνα πλέον κοντά τους, μα
όχι τόσο κοντά που να μπορώ να ακούω. Από την ακτή τους έβλεπα στο ίδιο σημείο
και είχε περάσει αρκετή ώρα από τότε. Τόση ώρα τι να λέγαν άραγε; Πάντως
έδειχναν μία παρέα, σα να γνωρίζονταν μεταξύ τους - σκέφτηκα πως ίσως να ήταν
μέλη κάποιου τοπικού συλλόγου κολυμβητών. Αποφάσισα να πλησιάσω κι’ άλλο να
τους πω μια καλημέρα. Μοναχικός κολυμβητής εγώ μακριά απ’ την ακτή, είναι
στιγμές που βγαίνει στην επιφάνεια ο συνήθης ακαθόριστος εσώτερος φόβος ότι
κάτι κακό μπορεί να συμβεί. Τότε αποζητάω τη στιγμιαία επαφή με τους άλλους
«τρελούς» που συναντώ στη ρότα μου – ένα κοίταγμα, ένα χαμόγελο, μια καλημέρα…
Μα δεν είμαι σίγουρος - ίσως είναι καλύτερα να αποστρέφεις το βλέμμα για να
αποφύγεις την αρχή μιας ανούσιας συζήτησης, και να συνεχίσεις απερίσπαστος.
Ίσως τα «λευκά σκουφάκια» – έτσι τους αποκάλεσα, να ένοιωθαν την ίδια ανάγκη με
μένα, να ανταλλάξουν μια καλημέρα για να αποδιώξουν τον δικό τους ακαθόριστο
εσώτερο φόβο που σας λέω. Μα μπορεί και να μη το είχαν ανάγκη, μπορεί να με
έβλεπαν σαν παρείσακτο, έναν ενοχλητικό που θα διέκοπτε την - κατά τα φαινόμενα
- ενδιαφέρουσα συζήτησή τους. Αυτά σκεφτόμουν καθώς τους πλησίαζα. Μα πριν
προλάβω να πω την πρώτη λέξη, ένα ελαφρύ αεράκι ρυτίδωσε το νερό και φούσκωσε
τα σκουφιά τους σα να’ ταν πανιά, και μεμιάς – σα συνεννοημένοι - όλοι μαζί
σάλπαραν κατά τη φορά του. Όταν κόπασε κοντοστάθηκαν λίγα μέτρα πιο πέρα και
συνέχισαν τη συζήτησή τους. Είχα αρχίσει να κουράζομαι - σκέφτηκα και τον δρόμο
που είχα για τον γυρισμό - παρ’ όλα αυτά έκανα μια προσπάθεια ακόμα για να τους
φτάσω. Μάταια αφού φύσηξε και μεμιάς σάλπαραν ξανά. Τα μάτια με κόβανε απ’ την
αρμύρα κι’ η ματιά μου θολή σε σκοτοδίνη, μα μπόρεσα να τους δω να φεύγουν - σα
ξωτικά. Ήταν το αεράκι που τους σήκωσε ή κάτι άλλο; Δεν ξέρω. Η θάλασσα πάντως ήταν λάδι…
Η
γυναίκα μου είχε πράγματι ανησυχήσει. Μου έδωσε γρήγορα μία πετσέτα να
σκουπιστώ. Έτρεμα. Τα δόντια μου χτυπούσαν σαν ασυντόνιστες καστανιέτες. Τα
χείλια μου είχαν γίνει μπλαβί.
17 Ιουλ.
Αν
ζούσε η Billie Holiday θα ήταν εκατό χρονών. Ακούω τη φωνή της δύσης της και οι
νότες γίνονται μπουμπούκια που ανθίζουν. I'm a fool to want you… Η ερμηνεία της καθηλώνει. Στο φόντο τα
strings ερωτοτροπούν μαζί της. Πριν από εκατό χρόνια γεννήθηκε και ο Frank
Sinatra, «η φωνή». Αυτός σε αντίθεση με τη Billy μακροημέρευσε, απόλαυσε
πλούτη, καλή ζωή, γυναίκες, he (always) did it his way. Οι μεγάλοι ερμηνευτές υπερβαίνουν στυλ και
ετικέτες. Σκίζουν τη σιωπή στο χρόνο. Αγέρωχοι, μεγαλοπρεπείς. Γιατί η μουσική
είναι παύσεις, ανάσες μέσα στη σιωπή. Και συναισθήματα - τα εξής δύο: Έρωτας,
μοναξιά. Πώς να τα πουν αυτά οι νότες;
Ακούω
κάποιους «μουσικούς» σήμερα και γελάω. Ήχοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι
φτιασιδωμένοι όπως η πουτάνα, αλαλλάζοντες δεξιοτέχνες του μπουρδουκλώματος και
της κενολογίας. Μα τους συγκρίνω με τη Billie και τον Franky; Προς Θεού! Όχι
βεβαίως, επ' ευκαιρία τούς θυμήθηκα. Είναι στιγμές που αναδύονται στην
επιφάνεια τα αρχέγονα δίπολα - με το καλό θυμάσαι το κακό, με το ωραίο το
άσκημο, με το ακριβό το φτηνό… Το ξέρω, είμαι πολύ κακός και δεν το κρύβω. Μα
και αυτοί κερδίζουν με το σπαθί τους την κακία μου!
20 Ιουλ.
Πέρασε
βδομάδα από τη συμφωνία με τους δανειστές μας και δεν έγραψα σχετικά ούτε μία
λέξη. Έχω τον λόγο μου: Δεν ξέρω αν πρέπει να χαμογελάσω ή να κλάψω με μαύρο
δάκρυ. Να χαμογελάσω για την αχτίδα ελπίδας που αχνοφαίνεται στο σκοτάδι. Μα η
ελπίδα από μόνη της δεν επιτρέπει χαμόγελο αισιοδοξίας. Για έναν και μόνο
απλούστατο λόγο: Πως μπορεί να εφαρμοστεί μια συμφωνία την οποία ουδείς
πιστεύει - με πρώτο και καλύτερο αυτόν που την υπόγραψε; Αν αυτή δεν είναι μια
θνησιγενής συμφωνία τότε ποια είναι; Να κλάψω με μαύρο δάκρυ λοιπόν, για το
σκοτάδι που θα πέσει ακόμα πιο βαθύ… Και για έναν επιπλέον λόγο: Αυτή η
συμφωνία είναι λεόντειος. Δεν μπορείς να αναγκάσεις αυτόν που χρωστάει να
πληρώσει αποδεδειγμένα πάνω από τις δυνάμεις του. Άντε να τον κλείσεις στη ψειρού.
Μα μπορείς να κλείσεις στη ψειρού έναν ολόκληρο λαό ενός «κυρίαρχου» κράτους με
δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση; Γιατί αυτή η συμφωνία μοιάζει με δια βίου
κάτεργο. «Αφού δεν έχετε να πληρώσετε να μας δώσετε την περιουσία σας» μάς
λένε. Όμως – διαβάζω - ακόμα και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, κανένα κυρίαρχο
κράτος δεν μπορεί να στερηθεί την περιουσία του. Πρόκειται για έμμεση
ολοκληρωτική κατάλυση της - ήδη λειψής - κυριαρχίας μας, με απροσδιόριστες
μελλοντικά συνέπειες, σε έναν οικονομικό πόλεμο με τους δανειστές μας που
ηττηθήκαμε κατά κράτος. Και τι θα μπορούσε να γίνει; Εύκολος δρόμος ασφαλώς δεν
υπήρχε – το συνειδητοποίησε με οδυνηρό τρόπο ο Αλέξης - καλύτερη συμφωνία
πιθανόν. Και οι ευθύνες του για το αποτέλεσμα της εξάμηνης διαπραγμάτευσης – θα το ξαναπώ – είναι μεγάλες. Το ίδιο και
μεγαλύτερες - λόγω ισχύος - και οι ευθύνες των δανειστών, με πρώτες αυτές της
Γερμανίας. Εξήντα χρόνια μετά, στην «ενωμένη» Ευρώπη των «λαών», της
«δημοκρατίας» της «ελευθερίας» και της «αλληλεγγύης», κάνουν παιχνίδι τα
συμφέροντα των ίδιων μοιραίων. Εν τω μεταξύ το αυγό του φιδιού επωάζεται…
22 Ιουλ.
Φωτιές
στα μπατζάκια μας! Δεν μας έφταναν οι «φωτιές» των ημερών, πλάκωσαν και οι
πραγματικές. Μέσα σε μια βδομάδα είχαμε στα πέριξ φωτιές στο Καρέα, στη
Μαλακάσα, στους Θρακομακεδώνες, στη Σταμάτα, στη Κερατέα και έπεται συνέχεια…
Άλλο ένα έργο στο θερινό σινεμά που έχουμε ξαναδεί. Η χτεσινή στη Σταμάτα ήταν
κοντά στο σπίτι μας. «Θαυμάζω τη ψυχραιμία σου» μού είπε ένας φίλος και
γείτονας, υπονοώντας όχι τη ψυχραιμία μα την αναισθησία μου. Γιατί ψύχραιμος
δεν είμαι - στη θέα της φωτιάς, που’ χει θεριέψει και κατατρώει τα πάντα στο
πέρασμά της παραλύω. Μα «αναίσθητος», το προσπαθώ. Είναι η αυτοάμυνά μου. Όταν
πριν από 25 χρόνια ήρθαμε στον πευκόφυτο Διόνυσο δεν φανταζόμαστε ότι θα άρχιζε
ο Καλοκαιρινός ψυχολογικός γολγοθάς μας με τις φωτιές. Θυμάμαι το πρώτο
Καλοκαίρι, βρισκόμασταν με την Αλεξάνδρα στη Σαντορίνη, όταν είδαμε τις
εφημερίδες με πηχυαίους τίτλους «καίγεται ο Διόνυσος». Πάθαμε τη πλάκα μας!
Έκτοτε κάθε Καλοκαίρι το ίδιο βιολί. Στο τρελότοπο που διάλεξα να ζήσω δεν είχα
παρά να διαλέξω: Ή να ζω με το φόβο και την αγωνία ή να το διασκεδάσω! (κατά το
δυνατό). Κάθε Καλοκαίρι λοιπόν γίνομαι πυρολάγνος και ως άλλος Νέρωνας, μόνο η
χλαμύδα και το στέμμα μού λείπει, παρακολουθώ με διεστραμμένη περιέργεια τις
φωτιές που ξεσπάνε σα τα μανιτάρια τριγύρω μου. Κι’ όταν αυτές πλησιάζουν
επικίνδυνα, παίρνω των ομματιών μου σε απόσταση ασφαλείας. Μέχρι να περάσει η
«θεομηνία» και να ξαναγυρίσω. Πιστέψτε με, έτσι είναι καλύτερα. Αν τα
Καλοκαίρια της ζωής μας ζούμε πανικόβλητοι μέσα στο φόβο και την αγωνία, τους
Χειμώνες τι να περιμένουμε;
Και
μιλώντας για Καλοκαίρια, 56 αισίως τον αριθμό, σκέφτηκα ότι τα 10 τελευταία έχω
περάσει στη Σέριφο. Αν υπολογίσουμε και τα παλιότερα έχω χάσει το λογαριασμό,
μπορεί να φτάνουν τα 15 ήτοι πάνω από το 1/4 του συνόλου! Καίτοι οι αριθμοί δεν
με συγκινούν, στη περίπτωση δεν μπορεί παρά κάτι να σημαίνουν. Είναι ο
Κυκλαδίτικος ήλιος; Οι αετοφωλιές με τις κατάλευκες πιτσιλιές; Ο αέρας που
φέρνει την αρμύρα της θάλασσας στα χείλια; Τα προβατάκια που καλπάζουν και
παίρνουν κι' εμάς μαζί τους από τη μια μύτη στην άλλη, τη μια ακρογιαλιά στην
άλλη, το ένα αρμυρίκι στο άλλο, και από το λιθόστρωτο με τις ιδρωμένες μασχάλες
στο μπαλκόνι με ανάσες ανακούφισης και μια σπιθαμή σκιάδι; Αυτός ο βράχος είναι
στη καρδιά μου μα όλα του κάτι μού θυμίζουν. Τότε τι είναι; Τι με τραβάει σα
μαγνήτης κάθε Καλοκαίρι κοντά του; Τι άλλο από τους ανθρώπους! Οι άνθρωποι
κάνουν τη διαφορά. Οι φίλοι μου. Φέτος όμως είναι ένα αλλιώτικο Καλοκαίρι:
Μαζεύουμε τα κομμάτια μας, αναθεωρούμε όσα νομίζαμε δεδομένα, πασχίζουμε να
φτιάξουμε άλλο πειστικό αφήγημα στη ζωή μας, και μερικές φορές – αλίμονο – η
σκοτούρα φέρνει τη ψύχρα, τα ανύπαρκτα «πρέπει» παίρνουν κεφάλι από τα «θέλω»
μας. Μα εγώ τη Σέριφο την έχω μάθει αλλιώς, γεμάτη ζεστασιά. Φέτος, λυπάμαι,
δεν θα περάσω μαζί της.
23 Ιουλ.
Μπρος
πίσω παλινδρομούμε στο διηνεκές λες και δεν έχουμε κάτι καλύτερο να κάνουμε,
λες και ο χρόνος μας δεν έχει αξία στον άχρονο τόπο. Αναλωνόμαστε με τ’
ασήμαντα γιατί στα σημαντικά ουδέποτε συμφωνήσαμε. Μα δεν πειράζει, είμαστε οι
καλύτεροι - είμαστε το κέντρο του κόσμου, οι άλλοι οφείλουν να υποκλίνονται στο
μεγαλείο μας. Κι’ όταν έρχεται η ώρα του απολογισμού αυτοί φταίνε για τα δεινά
μας. Αυτοί φταίνε για τα δεινά μας (ήρθε η ώρα του απολογισμού). Οι άλλοι
οφείλουν να υποκλίνονται στο μεγαλείο μας, γιατί είμαστε οι καλύτεροι - είμαστε
και το κέντρο του κόσμου. Μα δεν πειράζει που αναλωνόμαστε με τ’ ασήμαντα,
γιατί στα σημαντικά ουδέποτε συμφωνήσαμε, λες και ο χρόνος μας δεν έχει αξία
στον άχρονο τόπο, λες και δεν έχουμε κάτι καλύτερο να κάνουμε. Μπρος πίσω
παλινδρομούμε στο διηνεκές…
24
Ιουλ.
Δημητρούλα vs. Καλλιοπίτσα
«Δημητρούλα
μου;
Α
καλημέρα Καλλιοπίτσα.
Καλημέρα,
καλημέρα Δημητρούλα.
Καλλιοπίτσα
μου τι κάνεις;
Καλά,
καλά.
Εκεί
ακόμα;
Εδώ,
εδώ, είχαμε κι ένα δυσάρεστο – το μαθες;
Καλλιοπίτσα
μου αλήθεια; δεν ξέρω τίποτα – τι έγινε;
Αχ
Δημητρούλα μου, δεν μπορώ, δεν μπορώ πια.
Τι
έγινε; πες μου Καλλιοπίτσα μου.
Το
τι πέρασα Δημητρούλα μου δεν περιγράφεται.
Κατάλαβα
- ξανά βρε Καλλιοπίτσα;
Καλά
κατάλαβες - ξανά, κι’ απ’ ότι φαίνεται θα έχουμε και συνέχεια Δημητρούλα μου.
Κουράγιο
Καλλιοπίτσα μου.
Ευχαριστώ
Δημητρούλα μου – τι κάνεις εσύ;
Καλά
Καλλιοπίτσα μου, όπως τα ξέρεις - εδώ.
Τα
'ξερα εγώ μα δεν μπορούσα να το πιστέψω.
Μη
στεναχωριέσαι Καλλιοπίτσα μου, όλα καλά θα πάνε.
Μακάρι
Δημητρούλα μου – αν και δεν το βλέπω.
Ποτέ
δεν ξέρεις.
Λες
Δημητρούλα μου;
Ποτέ
δεν ξέρεις – το πιστεύω Καλλιοπίτσα μου.
Κι
ο ψυχολόγος το ίδιο μου είπε.
Είδες;
Απ
το στόμα σας και στου Θεού τ’ αυτί.
Είσαι
ευχαριστημένη από τον ψυχολόγο;
Καταπληκτικός!
Δημητρούλα μου δεν τον αλλάζω με τίποτα – ότι μού είπε έχει βγει.
Άμα
είναι καλός είναι μια βοήθεια.
Είναι
απίστευτος!
Μπορεί
να τον χρειαστώ κι’ εγώ, κράτησε το τηλέφωνό του.
Να
στο δώσω τώρα;
Εντάξει
– θα σου πω όταν είναι.
Όποτε
θέλεις Δημητρούλα μου – εμένα με έσωσε, δεν μπορείς να φανταστείς τι πέρασα –
να σκεφτείς…
Καλλιοπίτσα…
Καλλιοπίτσα μου να σ’ αφήσω γιατί θα μού καεί η τυρόπιτα;
Εντάξει,
εντάξει Δημητρούλα μου – κι’ εγώ δεν έχω μαγειρέψει αλλά με όλα αυτά τι να πρωτοκάνω;
– δεν έχω και διάθεση.
Προσπάθησε
όταν έχεις και μη στεναχωριέσαι Καλλιοπίτσα μου - αντίο.
Σ’
ευχαριστώ – αντίο, αντίο Δημητρούλα μου.
Αντίο,
αντίο Καλλιοπίτσα μου.
Σ΄
ευχαριστώ Δημητρούλα μου, αντίο.
Κι’
εγώ, Καλλιοπίτσα μου αντίο, αντίο».
Η
τυρόπιτα είχε αρπάξει όταν την έβγαλε από το φούρνο. Ακούμπησε το ταψί στο
πάγκο της κουζίνας και το σκέπασε με μια πετσέτα να μη πάνε οι μύγες που είχαν
ήδη αρχίσει να μαζεύονται.
30
Ιουλ.
Τρεχάτε ποδαράκια μ
«Ένα
μενού καυτερές φτερούγες παρακαλώ με coca cola.
Θα
θέλατε κάτι άλλο;
Όχι,
ευχαριστώ.
5
ευρώ και 66 λεπτά παρακαλώ.
Δεχόσαστε
κουπόνια της ticket restaurant;
Βεβαίως.
Ορίστε.
Αυτό
είναι έξι ευρώ. Δυστυχώς δεν μπορώ να σας δώσω ρέστα.
Δεν
πειράζει, χάρισμά σας.
Θα
θέλατε να πάρετε κάτι για να καλύψετε τη διαφορά των 34 λεπτών;
Σαν
τι δηλαδή;
Να
σάς δώσω ένα ψωμάκι; Κάνει 60 λεπτά, είναι το φτηνότερο που έχουμε.
Ευχαριστώ
δεν θέλω. Κρατήστε τα ρέστα.
Μα
είναι κρίμα.
Αρκούν
οι πατάτες του μενού, δεν θέλω και ψωμί.
Γιατί
να χάσετε 35 λεπτά;
Αφού
επιμένετε βάλτε επιπλέον μια φτερούγα κοτόπουλου.
Δυστυχώς
μία δεν μπορώ. Μπορώ αν θέλετε να βάλω τρεις με χρέωση…
Μη
βάλετε. Κανένα πρόβλημα, δεν θέλω ρέστα.
Τι
άλλο… είναι κρίμα.
Βάλτε
περισσότερες πατάτες.
Να
σας χρεώσω μια extra large;
Ευχαριστώ
δεν θέλω extra large, μην προβληματίζεστε – σας είπα δεν θέλω τα ρέστα.
Τι
να σας δώσω…
Βάλτε
περισσότερα παγάκια στη coca cola!»
Αυτή
η τελευταία ιδέα μου αποδείχτηκε το μαγικό κλειδί που ξεκλείδωσε την
παραγγελία. Στο δίσκο έβαλε, εκτός από το μενού, και ένα πλαστικό ποτήρι γεμάτο
παγάκια.
«Γεμίστε
το με νερό.
Βεβαίως.
Ευχαριστούμε, καλή όρεξη.
Ευχαριστώ.»
Με
τον δίσκο ανά χείρας κατευθύνθηκα στο τραπέζι όπου με περίμενε η γυναίκα μου.
Επανέλαβα τη στιχομυθία διακωμωδώντάς την.
«Γι'
αυτό άργησες;
Ναι.
Είχε
πλάκα η επιμονή της. Αφού είπα από την αρχή ότι δεν θέλω ρέστα.
Μπορεί
να είχε πρόβλημα με το ταμείο.
Και
πώς τελικά το έλυσε;
Καλά,
δεν έπαιρνες και συ ένα ψωμάκι να τελειώναμε;
…
»
Άρχισα
να ξεκοκαλίζω μία μία τις καυτερές τραγανές φτερούγες μου, και μία τηγανιτή
πατάτα από πάνω και μία γουλιά παγωμένη coca cola, και τούτη τη φορά μού
φάνηκαν πιο νόστιμες από ποτέ. Δεν ήξερα γιατί. Σκέφτηκα πως έφταιγε εκείνη η
στιχομυθία και ο κόπος του πεινασμένου για να πείσει την επίμονη και νοστιμούλα
πωλήτρια να ξεκλειδώσει τη παραγγελία - σα να της έκανα στενό μαρκάρισμα και
στο τέλος είπε το ναι. Μα ας λένε κάποιοι «τα καλά κόποις κτώνται», ουδέποτε
πίστευα τέτοιες μπαρούφες - είναι για τους αφελείς. Ήταν προφανές πως έφταιγε
εκείνο το ποθούμενο ναι το ξεχασμένο στο χρονοντούλαπο εντός μου, το ναι
εγερτήριο σάλπισμα στο ερωτικό κάλεσμα, αυτό το ναι που δίνει φτερά στην
επιθυμία και κλείνει την όρεξη για φαγητό. Μα από όρεξη άλλο τίποτα - ήδη
βρισκόμουνα στη τελευταία φτερούγα. Επανήλθα έτσι στη πεζή πραγματικότητα - με
πεσμένες τις φτερούγες μου και φουσκωμένη τη κοιλιά - πιάνοντας το νήμα της
αναζήτησης του λόγου της νοστιμιάς από την αρχή - κι' ας είχε παρέλθει
ανεπιστρεπτί ο όποιος λόγος να το κάνω, κι' ας μην είχε πλέον κανένα νόημα,
αφού οι φτερούγες μου είχαν τελειώσει και στο πιάτο δεν απέμεναν παρά μόνο τα
κόκαλα. Γι' αυτό σκέφτηκα πως θα έπρεπε να πιάσω το νήμα της νοστιμιάς υπό
ευρύτερη έννοια, την ομορφιά που συναντάμε απροσδόκητα και μάς κάνει να
νοιώθουμε διαφορετικά - δεν θα έλεγα κατ' ανάγκη καλύτερα - μα σίγουρα
νοστιμίζει τη ζωούλα μας. Όμως αν δεν
ήταν τα πράματα ακριβώς έτσι όπως τα ανακάτευα στο μυαλό μου; Αν αυτή η γελοία
στιχομυθία δεν ήταν παρά το πρόσχημα για να μού κάνει εκείνη στενό μαρκάρισμα,
αν άλλα ήθελε κι΄ εγώ - στο κόσμο μου - δεν είχα πάρει χαμπάρι και τής έλεγα
ένα κάρο μαλακίες; Να χέσω! (είπα μέσα μου).
Είχα
χρόνο να επανορθώσω;
2
Αυγ.
Η σημαδούρα
Έκανα
λίγες απλωτές και βρέθηκα δίπλα στη σημαδούρα που είχα βάλει στο μάτι από την
παραλία. Ήταν μία πλαστική κίτρινη σημαδούρα σαν υπερμεγέθες αργίτικο πεπόνι
γεμάτη κολημένες πεταλίδες και πρασινόμαυρα φύκια ως εκεί που έφτανε το νερό.
Ένα χοντρό γλιτσερό σκοινί τη κρατούσε στη θέση της σε σύνδεση με τον βυθό με
κάποια άγκυρα ή τσιμεντένιο μπλόκι υπέθεσα – αφού τα νερά ήταν τόσο βαθειά και
θολά που δεν μπορούσα να δω. Συντροφιά μου ένας γλάρος που έκανε πιρουέτες πάνω
από το κεφάλι μου, πού και πού και κάθετες εφορμήσεις μέχρι την επιφάνεια του
νερού, μέχρι που βαρέθηκε, φαίνεται, και πέταξε μακριά. Η θάλασσα ήρεμη - μόνο
μία ανεπαίθητη στεναχώρια την έπιανε και ρυτίδιαζε φευγαλέα το λείο πρόσωπό της
αντανακλώντας τα καυτά χνώτα του ήλιου και κάνοντας τη ζέστη αποπνικτική.
Τύλιξα τη σημαδούρα με τα πόδια και ξάπλωσα το σώμα μου ανάσκελα στην επιφάνεια
του νερού με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από το κεφάλι κλείνοντας τα μάτια ν'
ακούω μοναχά τις ανάσες μου αλλόκοτα ενισχυμένες στη σιωπή. Μού αρέσει να
νανουρίζομαι αφημένος στην υγρή αγκαλιά, να ταξιδεύω με το φύσημα του ανέμου
και τον παλφασμό του κύματος σε μια γλυκειά μουργέλα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου.
Τότε που το κορμί αφήνεται, το μυαλό βρίσκεται σε πυρετώδη οργασμό. Θυμάται
θαλασσινές ιστορίες καπεταναίων - σα του θείου μου - ταξιδεμένες παρέα με άλλες
νησιώτικες απ’ τον πατέρα μου που άκουγα μικρός, αλλά και δικές μου – άσχετες - που σκαρώνω
επί τούτω και φουντώνουν από το πουθενά για να σβήσουν όπως τα κύματα. Δεν
κατάλαβα πόση ώρα πέρασα σε αυτή τη θέση. Με ξύπνησαν οι ψιχάλες που έπεφταν
και τρύπαγαν σα καρφιά το παραμικρό κομμάτι μου που ήταν έξω από το νερό. Η
θάλασσα είχε πάρει ένα άγριο σκοτεινό μπλε ίδιο με του ουρανού που είχε
συννεφιάσει. Ο γλάρος είχε επιστρέψει και συνέχιζε τις πιρουέτες πάνωθε μου
μόνο που τώρα μου θύμιζαν τους κύκλους που κάνουν τα όρνεα πάνω από το ψοφίμι –
τέτοια συντροφιά δεν ήθελα - μα ευτυχώς πέταξε πίσω προς τη στεριά. Τότε
κατάλαβα ότι δεν είχα φτάσει την σημαδούρα ή - για να ακριβολογήσω - σημαδούρα
δεν υπήρχε, και ήμουν βέβαιος γι’ αυτό, αφού βλέποντας τις ομπρέλες στη παραλία
– διέκρινα και τη δική μας με τη γυναίκα μου από κάτω – υπολόγισα ότι
βρισκόμουν στο ίδιο σημείο με αυτό που είχα φτάσει πριν ξαπλώσω ανάσκελα και
κλείσω τα μάτια. Μα ήμουνα το ίδιο βέβαιος πως αυτή η σημαδούρα ήταν κάποτε
εκεί – ίσως πέρυσι, ίσως πρόπερσι – την είχε ποντάρει ο δήμος της Βουλιαγμένης
για να μην απομακρύνονται πέρα από αυτή οι λουόμενοι. Γιατί πέρα από αυτή ήταν
άγνωστη και άκρως επικίνδυνη - γι’ αυτό απαγορευμένη – περιοχή, στην οποία
ουδείς διανοείτο να περάσει, με ταχύπλοους Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες που
πήγαιναν σαν δαιμονισμένοι και τρέφονταν – έλεγαν - με κομμάτια σάρκες ανυποψίαστων
κολυμβητών. Μα είχα επανειλημμένα κολυμπήσει μέχρι αυτή τη σημαδούρα – τολμώ να
την αποκαλέσω αγαπημένη μου – κοιτάζοντας με δέος και – ενδόμυχα – θαυμασμό,
ίσως και λίγο φόβο – σαν άλλος Κολόμβος - το άγνωστο, σκαρώνοντας στο μυαλό μου
ταξίδια μακρινά συνεπαρμένος από την μυστηριώδη γοητεία του και με τη φαντασία
να οργιάζει. Μα γιατί την ξήλωσαν; αναρωτήθηκα. Ή μήπως την είχαν πάρει μαζί
τους οι αέρηδες και οι φουρτούνες του Χειμώνα; Όπως και να’ χε, η θάλασσα
αγρίευε - δεν είχα χρόνο για στοχασμό. Άρχισα να κολυμπάω προς την παραλία.
Πήγαινα κόντρα στα κύματα.
3
Αυγ.
Ένας γιατρός!
Κοιτούσε
με τις ώρες κάτι στο βυθό που δεν ήξερα τι ήταν, σκεφτόμουν πιθανόν κάποιο ψάρι
ή μαλάκιο, ίσως έναν πολύχρωμο αστερία ή μια εντυπωσιακή θαλάσσια ανεμώνη, μπορεί ένα κοχύλι – βούκινο σαν αυτά που
κρέμαγαν παλιά οι ψαράδες για διακοσμητικά στα σπίτια τους. Μα τέτοια πράματα
δεν υπήρχαν εκεί κάτω, άντε που και που κανένα ψαράκι μικρό και φοβισμένο που
γλίτωσε παρά τρίχα από τη μανία των ανθρώπων και αχινοί, κατάμαυροι αχινοί –
ασφαλής ένδειξη, κατά τους ειδικούς, ότι τα νερά είναι καθαρά. Βέβαια πόσο
καθαρά, όταν τριγύρω κόβουν βόλτες και δένουν δεκάδες πλεούμενα και στη πλαζ
λίγο πιο πέρα τσαλαβουτάνε εκατοντάδες, είναι άλλο θέμα. Στο βράχο που
καθόμουνα συνωστίζονταν ήδη καμιά δεκαριά της φυλής των λουόμενων της Κυριακής,
τους ξεχωρίζεις εύκολα απ' τα συμπράγκαλα που κουβαλάνε μαζί τους με πρώτο και
καλύτερο το πλαστικό ψυγείο με τους φραπέδες, τα νερά και τις μπύρες,
ακολουθούν οι κάθε μεγέθους, υλικού, σχεδίου, χρώματος και διακόσμησης τσάντες
μπάνιου φισκαρισμένες με την υπόλοιπη οικοσκευή. Ανάμεσά τους και τρεις
καλλίπυγες χάριτες που έδιναν το δικό τους σόου προς άγραν βλεμμάτων. Να πέσω;
Κι' αν είναι κρύο; (μέσα στο κατακαλόκαιρο που έσκαγε ο τζίτζικας). Βγάλε μας
μία φωτογραφία καθώς θα πέφτουμε. Να έτσι (και τούρλωναν τα κωλομέρια τους). Αχ
μ' αρέσει να πέφτω με τον ποπό! Πιο σιγά βρε μαλακισμένο, είναι άνθρωποι
τριγύρω και μάς ακούνε! Και να τα χαχανητά και να τα κουνήματα. Όμως εκείνος με
το κεφάλι και τη πλάτη γυρισμένη σε μάς, αδιάφορος με τα εγκόσμια, αληθινά
Ολύμπιος, περιεργάζονταν τον βυθό με τη μάσκα σχεδόν ακίνητος, μόλις λίγα μέτρα
μακριά από τον βράχο που βρισκόμουνα. Ήμουνα πλέον βέβαιος πως είχε βρει κάτι
εξαιρετικά ενδιαφέρον, κι' ας μην ήξερα τι μπορεί να ήταν αυτό, όμως σίγουρα
κάτι που τού έδινε πραγματική χαρά στον υποβρύχιο παράδεισο. Ίσως ένα σεντούκι
γλυκές αναμνήσεις από τότε που ήταν παιδί, λίγα δάκρυα χαράς κι’ άλλα τόσα
λύπης, παλιούς φίλους που είχε ξεχάσει μα τους ξαναβρήκε σε απαρτία εκεί κάτω
να πίνουν και να γελάνε - κάπου κοντά ήταν και η μακαρίτισσα η μάνα του που τον
γέμισε φιλιά, μπορεί ακόμα έναν χαμένο έρωτά του. Ο ήλιος είχε σκαρφαλώσει στο
ψηλότερο σημείο του ορίζοντα και σκέφτηκα πως ήταν ώρα να την κάνω πριν πνιγώ
από το ξαναμμένο πλήθος των ιθαγενών που κατέφθαναν χωρίς σταματημό. Είχα
φτάσει ήδη στο δρόμο όταν άκουσα μια φριχτή γυναικεία τσιρίδα: Έχει πνιγεί!
Ένας γιατρός! Υπάρχει κάποιος γιατρός εδώ;
5
Αυγ.
Καλημέρα Κύριε Πρόεδρε
Έτρεξα
να προλάβω. Ο γνωστός διάδρομος έξω από το γραφείο μου – έχω περπατήσει κάθε
σπιθαμή του εκατοντάδες φορές – έμοιαζε μαραθώνιος.
Έφτασα
με δυσκολία μούσκεμα στο σημείο όπου ήταν η γλάστρα με τον φίκο και σταμάτησα.
Το καχεκτικό φύλλωμά του μού φάνηκε όαση μέσα στην έρημο, την λουσμένη με το
παγωμένο φως από τις μακρόστενες - μέσα σε καθρέφτη - λάμπες της ψευδοροφής
(θεέ μου, ούτε σε ανακριτικό γραφείο δεν έχουν τέτοιες! πώς δεν τις είχα
προσέξει;) Επειγόμουν, μα δεν μπορούσα να κάνω ούτε ένα βήμα παραπέρα. Κάθισα
σε στάση προσοχής ρουφώντας την πλαδαρή κοιλιά μου και σφίγγοντας τους λαγόνες.
Θα τα κατάφερνα ή θα γινόμουνα ρεζίλι; Μη έχοντας να κάνω κάτι άλλο άρχισα να
περιεργάζομαι για πρώτη φορά τον κακομοίρη φίκο – θα ήμουν ό πρώτος που το έκανε
– και μετά, δίπλα του στην άλλη γλάστρα,
το σπαθίφυλλο, ως αληθινός φυσιολάτρης διευθυντής, μία πλευρά της
προσωπικότητάς μου που - και αυτή πρώτη φορά – είχα την ευκαιρία να επιδείξω
στους διερχόμενους συναδέλφους μου. Ύστερα άρχισα να εξετάζω την «Αθήνα στους
χρόνους του Ανδριανού με τον Ιλισσό», φανταστική ξυλογραφία του 1887, στον
τοίχο (ομολογουμένως ενδιαφέρουσα - πώς δεν την είχα προσέξει και αυτήν;)
σφίγγοντας ακόμα περισσότερο τους λαγόνες μου σε μία τελευταία απέλπιδα
προσπάθεια να κρατηθώ.
Ακόμα
και η ανιαρή καθημερινότητα του γραφείου επιφυλάσσει εκπλήξεις και απρόοπτα που
έξυπνο είναι να καλωσορίζουμε και, γιατί όχι, διασκεδάζουμε. Μα εκείνη την ώρα
καλύτερα ας μού τύχαινε να κλείσω χίλιους ισολογισμούς κι’ άλλες τόσες
καταστάσεις αποτελεσμάτων χρήσεως κι’ όποια άλλη δουλειά ήθελε, παρά το
απρόοπτο αυτό. Ευτυχώς όμως, ένοιωσα η ανάγκη μου να οπισθοχωρεί. Άδραξα τη
στιγμή κάνοντας λίγα βήματα παρακάτω και κοντοστάθηκα, εξ ανάγκης, έξω από την
πόρτα με την ταμπέλα με τα τεράστια – για αόμματους – γράμματα και το
μακροσκελές «Υπηρεσία ταμειακής διαχείρισης και χρηματοοικονομικού». Θα
μπορούσε να ήταν και χειρότερα - εδώ τουλάχιστον διαβιούσαν κάποιοι που σπανίως
εμφανίζονταν σε κοινή θέα - αν σταματούσα μπροστά σε κάποιο άλλο, πολυσύχναστο γραφείο,
θα είχα πρόβλημα. Έκανα λίγα βήματα ακόμα. Είχα αρχίσει να αναθαρρώ βλέποντας
την ελπίδα να ξαναγυρνάει για να φωλιάσει μέσα μου. Υπήρχε θεός τελικά! (άραγε
υπήρχε;) Μπροστά μου εμφανίστηκε από το πουθενά ο ιθαγενής μικρός θεός – ένας
συνηθισμένος – με μια κουστωδία παρατρεχάμενους.
«Καλημέρα
κύριε Πρόεδρε.»
«Καλημέρα.
Ευτυχώς που σε πέτυχα και σε ήθελα.»
Ας
άνοιγε καλύτερα η γης να με καταπιεί να μη με πετύχαινε! Τι να έκανα; Είχα
φτάσει έξω από τη πηγή και δεν θα έπινα νερό… Αποφάσισα να μη δώσω σημασία και
να κάνω πως δεν άκουσα. Έτσι λένε πάντα αυτοί οι τύποι, όλο και κάτι θυμούνται
όταν βλέπουν κάποιον απλό θνητό - το ήξερα εκ πείρας. Εξάλλου τίποτα δεν ήταν
πιο επείγον από την ανάγκη μου, όλα τα άλλα (και όλοι) μπορούσαν να περιμένουν.
Αυτή ήταν ο θεός μου, αυτή με εξουσίαζε καρφωμένη στο μυαλό και κατεύθυνε σα να
’μουνα ρομπότ τα βήματά μου, έστω με δυσκολία, προς μία και μόνο κατεύθυνση,
προς έναν στόχο που αν τον έχανα κάθε τι θα ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία…
Μαζί με τους κοιλιακούς και τους λαγόνες είχε έρθει η ώρα να σφίξω και τα
δόντια και να προχωρήσω. Έτσι έκανα. Προσπέρασα τον Πρόεδρο, τον μαραμένο πόθο
της επόμενης γλάστρας, άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Και πρόλαβα.
Τι
ανακούφιση! Το αεράκι δρόσισε, ο Ιλισσός γάργαρος ξεδίψασε τον φίκο και το
σπαθίφυλλο, ο πόθος ξαναζωντάνεψε…
11
Αυγ.
Υπάρχουν
ευλογημένοι τόποι – για ανθρώπους δεν ξέρω. Ένας τέτοιος είναι το Πήλιο.
Τελευταία το επισκεπτόμαστε κάθε χρόνο να ιδούμε αν βρίσκεται στη θέση του –
όχι το βουνό μα – ο ελαιώνας που διαφεντεύουμε πάνω στο κύμα. Και πάντα
βρίσκεται. Χαιρετιόμαστε, ανταλάσουμε κάθε φορά ίδιες τυπικούρες του τύπου
«φτού σου - μια χαρά είσαι, δεν άλλαξες καθόλου!… » και αποχωρούμε
ικανοποιημένοι που κάναμε την υποχρέωσή μας. Άξιος ο κόπος μας – άρα
δικαιούμαστε τα βασικά: Ένα κονάκι να χαλαρώσουμε, μία βουτιά στη θάλασσα, κάτι
τις να βάλουμε στο στόμα μας… Μα αυτά τα
ρημάδια δεν χορταίνονται! – είναι και το ειδυλλιακό τοπίο του Κάλαμου που
ξεκουράζει ακόμα και τον πιο ξεκούραστο…
- έτσι το τραβάμε δυό τρεις μερούλες παραπάνω, περιφέροντας το ταλαίπωρο
σαρκίο μας στα ίδια πάντα βήματα: Από τα λευκά σεντόνια στη θάλασσα κι' απ'
αυτή στο δίπλα ταβερνάκι και πίσω ξανά, αγκαλίτσα στη δροσερή θαλπωρή του
ορμητήρίου μας να πάρουμε δυνάμεις να τα επαναλάβουμε. Οι Κένταυροι θ' απορούν
μ' εμάς μα δεν πειράζει.
Τέσσερα
μπαρμπούνια πηλιορείτικα, ζωντανά, 900 γραμμάρια – κοντά ένα τέταρτο το καθένα!
Εκεί κάτω θα ήταν οι σταρ του βυθού… Τα κουτούπωσα μόλις τα είδα μέσα στο πάγο
μαζί με τα μικρότερα αδερφάκια τους. Ο Δημήτρης ρώτησε «τηγανητά;» «Ψητά» του
απάντησα. Η γυναικούλα μου αποφεύγει το τηγάνι μα δεν είναι αυτό. Το χοντρό
ψάρι – ακόμα και το τηγανόψαρο σα το μπαρμπόυνι - αποζητάει τη γλύκα της
τσίκνας. Ειδικά οι μπαρμπούναροι είναι θεικοί ψητοί - όπως και το βραστόψαρο η
σκορπίνα. Αρκεί να είναι φρέσκο και να ψηθεί με μαεστρία - μέχρι το κόκαλο
χωρίς να χάσει τους χυμούς της η σάρκα του. Ήρθαν στο τραπέζι μας λαχταριστά
περιχυμένα με λαδολέμονο μοιρασμένα σε δύο πιατέλες - τα φέρνω ξανά στα μάτια μου και μου τρέχουν
τα σάλια! Αχ αυτές οι μικροαπολαύσεις
της ζωής, η μαγεία του εφήμερου! Αυτές που ξέρεις πως θα τελειώσουν μα δεν το
σκέφτεσαι γιατί αφήνεσαι παραδομένος στη στιγμή. Και συνειδητοποιείς τότε πως
ευλογημένο υπάρχει: Το ανθρώπινο εφήμερο – μόνο αυτό και αρκεί.
12
Αυγ.
Στριφογυρίζουν
τόσα στο μυαλό μου που μπερδεύτηκαν και μπλόκαρε! Άντε να τα ξεμπερδέψω τώρα…
Πατάω delete και ξαναρχίζω. Πρώτα στη κατάταξη τα σημαντικά. Μα τα σημαντικά
μάς τέλειωσαν! Στον καιρό λοιπόν. Πρώτα τα πιασάρικα. Μα με δαύτα ουδέποτε
ασχολήθηκα! Στον καιρό ξανά. Από ποια ν' αρχίσω; Λείπει και η Αλεξάνδρα να μου
δώσει καμία ιδέα, λείπουν και οι φίλοι μου σε διακοπές. Όλοι λείπουν… Αυτοί που λείπουν μού έδιναν πάντα τις
καλύτερες ιδέες - τους ευχαριστώ από καρδιάς. Κι' αν κάποτε παρανοώ τις ιδέες τους
και τους στεναχωρώ με τις ξεροκεφαλιές μου, τους ζητάω συγνώμη. Υπάρχουν βέβαια
και οι πολιτικοί που είναι εδώ μεσ' στο κατακαλόκαιρο για να σώσουν τη πατρίδα,
αλλά και οι καθημερινοί τύποι που συναντώ, υπάρχουν και αυτά που διαβάζω
οπουδήποτε λάχει - όλοι και όλα δίνουν αφορμές για να γράψεις. Οι πρώτοι, οι
σωτήρες, είναι οι πιο εύκολοι - έως βαρετοί θα έλεγα. Τα λεγόμενα τους
στερούνται ουσίας, ίσως γιατί οι περισσότεροι από αυτούς είναι πλέον απλώς
επαγγελματίες, «μεροκαματιάρηδες» του είδους. Το μεροδούλι τους δίνει μία
διαφορετική, σαφώς πιο ενδιαφέρουσα, διάσταση, μα εν τοιαύτη περιπτώσει γιατί
να μην ασχοληθεί κανείς με τους πραγματικούς καθημερινούς μεροκαματιάρηδες,
αλλά με τους δήθεν; Το ότι αυτοί οι δήθεν παίρνουν αποφάσεις που επηρεάζουν τις
ζωούλες μας είναι άλλου παπά ευαγγέλιο… Τα τελευταία, τα απανταχού
γραφόμενα, απηχούν τη ματιά του
γράφοντος και σαν τέτοια δεν μπορεί παρά να είναι ενδιαφέροντα - όσο πιο
υποκειμενική, τόσο πιο ενδιαφέροντα είναι. Αυτά στοιβάζονται φύρδην μίγδην στον
σκληρό του εγκεφάλού μου και ανεβαίνουν απρόσκλητα όταν έρθει η ώρα τους.
Μένουν λοιπόν οι καθημερινοί άνθρωποι - και πάλι δεν εννοώ κατ' ανάγκη αυτούς
μίας κάποιας κοινωνικής τάξης - αστείρευτη πηγή παρατήρησης και έμπνευσης για
μένα. Πρώτα τούς παρατηρώ καλά καλά, και μετά αρχίζει να με γαργαλάει το σαράκι
του γραψίματος. Η παρατήρηση είναι το άλφα και το ωμέγα. Μ' αρέσει να παρατηρώ
τα πάντα - μέχρι και τα φαινομενικά ανάξια παρατήρησης. Κυρίως αυτά. Σε αυτά
κρύβονται θησαυροί! Πάντα πίσω από το φαινόμενο κάτι κρύβεται. Το ζουμί είναι
εκεί. Το ίδιο ισχύει και με τα λόγια: όσα κρύβονται είναι πάντα πιο
ενδιαφέροντα από όσα λέγονται. Όπως ο
ακτινοδιαγνώστης, έτσι κι' εγώ, πρώτα σκανάρω την βιτρίνα του υποκείμενου της παρατήρησης.
Στη συνέχεια γίνομαι εξερευνητής - ψάχνω… Όχι για πολύ – δεν το βασανίζω. Η
διάγνωση έρχεται αμέσως - μαζί και το γαργάλημα που σας έλεγα. Τι ψάχνω;
Ουδέποτε ξέρω προκαταβολικά. Αυτό που ξέρω είναι ότι υπάρχουν ενδιαφέρουσες
βιτρίνες, πολλά υποσχόμενες. Μα είναι φορές που πέφτω έξω.
Τριγυρνάω
στον Αυγουστιάτικο ουρανό. Χαζεύω για ώρα ένα γλάρο – τον ίδιο γλάρο, το ίδιο
ταξιδιάρικο σύννεφο, τον δρόμο του ήλιου που κουρασμένος βασιλεύει. Η νύχτα
σκαντζάρει τη μέρα κι' ο Μεγάλος κάνει την τελευταία του εφοδία: «Όλα εντάξει –
μπορείς να βγεις.» Μα το φεγγάρι - πάντα επιφυλακτικό - διστάζει, θέλει – λέει
- να σιγουρευτεί πρώτα πως είναι κάθε κατεργάρης στο πάγκο του. «Αμάν δεν υποφέρεσαι
- κάθε μέρα το ίδιο βιολί!» τα παίρνει στο κρανίο εκείνος και κοκκινίζει από το
θυμό του - και βάφονται από τη φούντωση τα σύννεφα πορτοκαλλί. Μέχρι να
σκαντζάρει κι' αυτό με το μαύρο της νύχτας. Ο γλάρος γίνεται νυχτερίδα, ένα
κουνούπι βγαίνει παγανιά να πιεί το αίμα των ανθρώπων, ο καντηλιέρης των ψυχών
πιάνει δουλειά και τρεμοπαίζει ένα ένα τ' άστρα στον ουρανό. Μα κάτι τρέχει
αυτή τη νύχτα που ο νους των θνητών αδυνατεί να συλλάβει: Το μαύρο σκίζεται στα
δύο και ανοίγεται φεγγαρολουσμένος ο δρόμος για την αθανασία! Φεγγαράκι μου σ'
ευχαριστώ. «Μα αυτό είναι ο μεγαλύτερος κατεργάρης!»… μού τη βγαίνει ο Μεγάλος
πριν κλείσει τη πόρτα… Όνειρο θερινής
νύχτας η ζωή μας κι' εμείς τον ύπνο του δικαίου…
13
Αυγ.
Το
τρίτο μνημόνιο είναι εδώ κι' οι «αντιμνημονιακοί» έγιναν «μνημονιακοί»! Θα το
επαναλάβω για όσους ακόμα απορούν: Αναμενόμενο, ουδεμία εκπληξις. Διαρρηγνύουν
βέβαια τα ιμάτιά τους οι τελευταίοι - πλήρεις ενοχών - πώς δεν το ήθελαν, πώς
αμάρτησαν - σαν τους προηγούμενους - για να σώσουν την πατρίδα. Ουδεμία
έκπληξις και για τα λεγόμενά τους. Όμως και οι «αντιμνημονιακοί» είναι εδώ και
το κόμα τους – το κόμα του «ΟΧΙ» στα μνημόνια - στα σκαριά. Τζάμπα κόπος -
χτυπάνε ανοιχτή πόρτα. Στην ιθαγενεία, που ζητούμενο είναι οι ταμπέλες γιατί
μάθαμε να προσδιοριζόμαστε απ' αυτές, όλοι ανεξαιρέτως έιμαστε κατά βάθος
«αντιμνημονιακοί». Τίποτα δεν άλλαξε λοιπόν.
Αχ δύσμοιρη πατρίδα στο ίδιο έργο θεατής πόσο πλήττεις! Σου' δωσαν
διαζύγιο η κριτική σκέψη, η ουσία, το διαφορετικό, όσο για τη φαντασία…
ξεχασμένη λέξη. Όλα αναμενόμενα και προδιαγεγραμμένα μέχρι κεραίας! Τουλάχιστον
θά' χεις να θυμάσαι στα γεράματά σου πως βάδιζες σε σίγουρο δρόμο…
14 Αυγ.
Μεταφέρω
αυτούσιο και χωρίς σχόλια το άρθρο για τα συμπεράσματα μελέτης του γερμανικού
Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών της Χάλε (IWH) - που δόθηκε στη δημοσιότητα –
και διαπιστώνει ότι χάρη στην παρατεταμένη ελληνική κρίση, η Γερμανία κατάφερε
να μηδενίσει το δημόσιο έλλειμμά της και να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της,
για πρώτη φορά έπειτα από χρόνια. Και τούτο γιατί η κρίση στην Ελλάδα και τις
άλλες χώρες της ευρωπεριφέρειας έστρεψε μεγάλη μερίδα των επενδυτών σε «ασφαλή
καταφύγια» όπως τα γερμανικά κρατικά ομόλογα. Η μαζική εισροή κεφαλαίων σε
αυτούς τους τίτλους οδήγησε τα επιτόκιά τους σε ιστορικά χαμηλά και το κόστος
δανεισμού του γερμανικού Δημοσίου σε εξευτελιστικά επίπεδα. Επί της ουσίας
δηλαδή, το Βερολίνο είχε συμφέρον η ελληνική κρίση να μην έχει τέλος, είχε
συμφέρον τα προγράμματα να είναι φτιαγμένα έτσι ώστε να μη βγαίνουν, αφού αυτό
του διασφάλιζε για παρατεταμένη χρονική περίοδο τον ρόλο του ασφαλούς
επενδυτικού λιμανιού, τον φτηνό και άφθονο δανεισμό, τη σχεδόν τζάμπα
εξυπηρέτηση του χρέους του. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του IWH, το συνολικό
όφελος που αποκόμισε το γερμανικό Δημόσιο από τα χαμηλότερα επιτόκια στη χρονική
περίοδο από το 2010 ώς τα μέσα του 2015 έφτασε τα 100 δισ. Ευρώ. Το ποσό αυτό
ξεπερνά τις ζημιές που συσσώρευσε η Γερμανία από την ελληνική κρίση. Σύμφωνα με
τις σχετικές εκτιμήσεις, το μερίδιο της Γερμανίας στα πακέτα διάσωσης της
Ελλάδας ανέρχεται στα 90 δισ. Ευρώ. Ετσι, όπως χαρακτηριστικά τονίζει το IWH,
ακόμη και αν η Ελλάδα κήρυσσε στάση πληρωμών, ακόμη και αν δεν επέστρεφε ούτε
ένα ευρώ πίσω στο γερμανικό Δημόσιο, αυτό θα ήταν και πάλι κερδισμένο από την
κρίση.
19 Αυγ.
Αν
εκείνο το βράδυ - κάπου ανάμεσα στους τόσους Ανδρείους στο δημοτικό θέατρο της
Χώρας - βρισκότανε και ο Αριστοφάνης, δεν ξέρω τι γνώμη θα αποκόμιζε από τους
Αχαρνείς του. Ίσως να του άρεσαν, αφού ο μεγάλος κωμικός ήταν - κατά τα
φαινόμενα - ο διασκεδαστής της εποχής του, και αν κρίνω από το θερμό
χειροκρότημα και τα μπράβο, ο κόσμος διασκέδασε. Ίσως από ένα σημείο και μετά
βαρέθηκε, όπως εγώ, από τις σκηνοθετικές φιοριτούρες και ταρατατζούμ που -
πέραν του εντυπωσιασμού - ουδέν προσέφεραν, τα αχρείαστα χορευτικά, τις
πιασάρικες τετριμμένες ατάκες, και κυρίως, την - απανταχού παρούσα στις μέρες
μας - τηλεοπτική αισθητική τους. Το πιο πιθανό είναι να τους αντιμετώπισε
συγκαταβατικά σαν φάρσα, σαν κάποιους άλλους, τους κατά Κακλέα Αχαρνείς του
σήμερα. Αυτό που είμαι βέβαιος πως όχι μόνο δεν θα του άρεσε αλλά θα τον
τσάντισε, είναι η αγωνιώδης προσπάθεια του σκηνοθέτη στο φινάλε να επεξηγήσει
το έργο αγγαρεύοντας τον Λειβαδίτη, δίκην μασημένης τροφής στους απαίδευτους
θεατές του μήπως και δεν το κατάλαβαν, λες και δεν μπορεί το ίδιο το έργο να το
κάνει για πάρτη του. Συμπάθαμε Αριστοφάνη, καταλαβαίνω τη τσαντίλα σου μα –
καίτοι διαφωνώ ριζικά με τον Κακλέα – μπορώ να τον καταλάβω: Παρά να πάνε, μετά
από τόση ταλαιπωρία και πονεμένα κωλομέρια μέσα στην Αυγουστιάτικη λάβρα, δυο
ώρες στράφι, παρά καθόλου - προτιμότερη η μασημένη τέχνη. Το ωφέλιμο μετά του
τερπνού λοιπόν, αφού στο θέατρο δεν έπεφτε καρφίτσα… Και για να μη κατηγορηθώ
άδικα πως τα βρήκα όλα άσκημα, αξίζουν εύφημης μνείας οι ικανοί ηθοποιοί, με
προεξάρχοντα τον Χαραλαμπόπουλο – Δικαιόπολη, ως μονάδες αλλά και ως
καλοκουρδισμένο σύνολο. Έκαναν αυτό που τους δασκάλεψαν όσο καλύτερα μπορούσαν.
20 Αυγ.
Υπάρχει
η μεγάλη τέχνη υπάρχει και η μεγάλη στιγμή, εκείνη η μαγική στιγμή της
έμπνευσης που δίνει στον δημιουργό φτερά, η μαγική στιγμή που η τέχνη ως
δρώμενο παίρνει σάρκα και οστά και κοινωνείται στο κοινό - αθάνατος ο τυχερός
θνητός που μεταλαμβάνει αυτής της κοινωνίας. Υπάρχει και η «άλλη» τέχνη, διόλου
ευκαταφρόνητη, που μπορεί να προσφέρει ανείπωτη ευχαρίστηση και ψυχική ανάταση.
Υπάρχει και το κοινό, χωρίς αυτό τέχνη δεν θα υπήρχε - η σχέση της τέχνης με το
κοινό ήταν ανέκαθεν ζώσα και αμφίδρομη. Όπως και στη τέχνη, υπάρχει μεγάλο
κοινό υπάρχει και το «άλλο» - και στεγανά μεταξύ τους δεν υπάρχουν.
Υπάρχουν
και οι άνθρωποι της τέχνης, κάποιοι ζουν από αυτή - μεγάλοι και μικροί - στους
τελευταίους συγκαταλέγονται αυτοί που πουλάνε για βάλσαμο περιωπής τα φτηνά
χαϊδολογήματά τους στα γούστα του κοινού, αυτοί οι πολλά υποσχόμενοι που
συνδιαμορφώνουν το πολυσυζητημένο μέσο γούστο. Μα τι να έκαναν; Να κάθονταν στο
θρόνο τους εκεί ψηλά - όπως κάποιοι άλλοι ομότεχνοί τους - ατενίζοντας αφ'
υψηλού την πλέμπα; Μήπως αντί για κρίμα τους αξίζει ένα μεγάλο ευχαριστώ; Και
στο φινάλε, ο καλλιτέχνης διαμορφώνει το μέσο γούστο του κοινού ή το κοινό
ανέκαθεν έφερνε στα νερά του τον καλλιτέχνη; Ποιος ξέρει; Ούτε εγώ. Η συζήτηση
αυτή καλά κρατεί… Αυτό που εγώ ξέρω είναι ότι το χαϊδολόγημα - έστω
«πετυχημένο» - στα γούστα του κοινού είναι η μπαναλιτέ της τέχνης, η
πεπατημένη. Μα ακόμα κι' αυτή, μπορεί να κρύβει διαμάντια.
Τέσσερις συνεχόμενες μέρες στην Άνδρο με μπουνάτσα είναι είδηση, σ'
εμένα τουλάχιστον τυχαίνει πρώτη φορά – και έχω επισκεφθεί το νησί καμιά
δεκαριά φορές. Άπνοια και ζέστη. Χαράς ευαγγέλια για τη μουτσουνίτσα μου που
σκιάζεται τα κύματα - η θάλασσα είναι λάδι και απολαμβάνει το μπάνιο. Το ίδιο
κι' εγώ, κι' ας μου λείπουν το βουητό του αέρα και τα προβατάκια της θάλασσας
που με ταξιδεύουν. Ξέρω πως σύντομα θα γυρίσουν - ας χαρεί εκείνη όσο είναι
καιρός. Τα συνεχώς φουρτουνιασμένα Άχλα, η μακράν ωραιότερη παραλία του νησιού
και μια απ' τις ωραιότερες του Αιγαίου, ήτανε σαν λίμνη! Με τον Στέλλιο και το Ιωαννάκι μαζί μας,
κολυμπήσαμε μέχρι τον τελευταίο κάβο, ως εκεί που έφτανε το μάτι και πίσω ξανά,
μονορούφι δύο ώρες (τόσο μάς χρονομέτρησε η υπόλοιπη παρέα). Εκεί πέρα, δίπλα
μας πάνω στο βράχο όπου σταματήσαμε να ξαποστάσουμε, διακρίναμε ένα
θαλασσοπούλι με μακρύ λαιμό που μάς περιεργάζονταν μα, προς έκπληξή μας, δεν
έδειξε διόλου να θορυβείται από την ενοχλητική - υποθέτω για εκείνο - παρουσία
μας. Μάλλον μας είδε αποκαμωμένους απ' το κολύμπι και μάς θεώρησε ακίνδυνους…
Εδώ είναι το βασίλειο μου, εδώ κάνω κουμάντο εγώ μικρά ανθρωπάκια… ήταν σα να
μάς έλεγε.
Η
Υδρούσα πάντα γοητευτική. Αυτό το νησί πάντα κάτι κρύβει και κάθε φορά που το
επισκέπτεσαι σε καλεί να το ανακαλύψεις. Αυτή τη φορά ανακαλύψαμε το Βιτάλι,
μια παραλία με λευκό ψιλό βοτσαλάκι στο βοριά και έναν απίθανο βράχο για
βουτιές. Μ' αρέσει η μυστικοπάθεια της Άνδρου – εκεί που όλα νομίζεις πως τα
ξέρεις να' τη και σου ξεφουρνίζει κάτι νέο, και ανανεώνεται το ενδιαφέρον σου
και φτου από την αρχή! Αν ήταν γυναίκα θα' χε μεγάλο σουξέ.
Η
παρέα μας είναι το δέκα το καλό! Ζεστή, παντός καιρού, δοκιμασμένη: Γώργος –
Ναταλία και ο μικρός Γιάννης – τι μικρός δηλαδή κοτζαμ' άντρας έχει γίνει,
Στέλλιος – Σοφία. Ο Γιώργος, πάντα υποδειγματικός οικοδεσπότης, έχει βαλθεί να
μάς κάνει θρεφτάρια: τραπέζι
μεσημεριανό, μπάρμπεκιου για βραδινό, σπέσιαλ πρωινό! Μας έκοψε, φαίνεται,
κάπως αδυνατισμένους… Όσο για τον
αγαπημένο παλιόφιλό μου, νοιώθω ότι έκλεισε μια μακριά περίοδος κοινής απουσίας
- είχαμε να περάσουμε Καλοκαίρι σε νησί 36 ολόκληρα χρόνια! - και είμαι
περιχαρής γι' αυτό. Εύχομαι από καρδιάς οι φετινές διακοπές μας να
σηματοδοτήσουν μια νέα αρχή, όπως παλιά που ήμασταν νέοι…
Μπάνιο,
φαί, ύπνος, καλή παρέα και ζεστασιά το Ανδριώτικο Καλοκαιράκι μας! Τι άλλο;
21 Αυγ.
Να'
τες και οι εκλογές! Σε ένα μήνα. Θα μπορούσα να παραθέσω αυτούσιο το πρώτο
γράψιμο του ημερολογίου μου με μια αξιοσημείωτη προσθήκη: Στις εκλογές του
περασμένου Γενάρη είδαμε το έργο
«αντιμηνημονιακοί» εναντίων «μηνημονιακών» με τον Αλέξη μοναδικό φαβορί στο
ρόλο του καλού αντιμνημονιακού. Σ' αυτές εδώ τη θέση του έχει πάρει ο Λαφαζάνης
με τους περί αυτόν. Τους εφτά δύσκολους μήνες που πέρασαν ο Αλέξης φαίνεται να
βρήκε το δρόμο του. Απευθύνεται πλέον σε μεγάλα παιδιά και όχι σε ιθαγενείς με
γυαλιστερές χάντρες και καθρεφτάκια. Νοιώθω πως ήρθε προς το μέρος μου.
Πιστεύει - δεν πιστεύει αυτά που λέει, μπορεί – δεν μπορεί να τα κάνει, παίζει
ξανά μόνος χωρίς αντίπαλο. Σ' αυτές τις εκλογές θα είμαι με τους νικητές…
23 Αυγ.
Η
χαρά και το φως μου, η μικρή κορασίδα μου, μού λέει «μού τη δίνεις…» που της
κάνω την ίδια ερώτηση: Μ' αγαπάς; Κι' εγώ θυμώνω και τη γεμίζω φιλιά για να την
τιμωρήσω, κι' όσο πιο πολλά τα φιλιά τόσο πιο σκληρή η τιμωρία της. Γιατί είναι
η αγάπη βάσανο μεγάλο γι' αυτόν που αγαπάει μα μεγαλύτερο γι' αυτόν που
αγαπιέται, αφού τα θέλει όλα διαρκώς και άλλη ανάγκη από την ίδια δεν
καταλαβαίνει - είναι και επίμονη και παθολογικά ζηλιάρα. Η μαμά της – «το
μαμάκα μου» όπως τη λέει - βασανίζεται και βασανίζει με αγάπη βουβή που η
κορασίδα μου, φαίνεται, εκτιμά περισσότερο. Είναι και περισσότερο χρήσιμη -
πρακτικά χρήσιμη - από εμένα, αφού την απαλλάσσει από την ενοχλητική παρουσία
των εντόμων - «εντομοκτόνο μαμά» την φωνάζω περιπαικτικά και «την δίνω» στο
Ιωαννάκι ακόμα περισσότερο. Η χαρά μου έχει επιλέξει στην υδρόγειο τα δύο
διαμετρικά αντίθετα πιο μακρινά σημεία από την Ελλάδα, την Αμερική και την
Ιαπωνία, για να ζήσει – για την πατρίδα ούτε λόγος, την θεωρεί ανθυγιεινό
μικροχώρι του κόσμου μας και τους συμπατριώτες απλώς χωριάτες. Θέλει να
παντρευτεί κατά προτίμηση Γιαπωνέζο, κατά προτίμηση με λεφτά, μα απαραίτητα
κάποιον χωρίς γένια ή μούσια – είναι το δεύτερο μετά τα έντομα που την ενοχλεί
- μάλιστα σε κάθε ευκαιρία με προτρέπει να ξυριστώ γιατί τα φιλιά μου την
γαργαλάνε κι' εγώ πεισματικά δεν ξυρίζομαι για να μάθει και τις τρίχες - θα το
χρειαστεί. Η χαρά μου θέλει να δηλώσει υποψηφιότητα συμμετοχής στη πρώτη
αποστολή ανθρώπου στον Άρη που προγραμματίζεται να γίνει στην ερχόμενη
εικοσαετία, εισιτήριο απλής μετάβασης σ' ένα ταξίδι δίχως γυρισμό αφού όσοι
επιλεγούν να πάνε θα παραμείνουν για πάντα εκεί. Κι' εγώ που έπεσα απ' το Άρη
θέλω να γυρίσω σπίτι μου, μαζί με τη χαρά μου, μα σκέφτομαι - και στεναχωριέμαι
μαζί - πως τότε θα είμαι αρκετά μεγάλος για τέτοια ταλαιπωρία…
25
Αυγ.
Επιτέλους
Ανδριώτικος καιρός! Αερικό και πρωινή δροσιά. Χτες ήταν το πρώτο βράδυ που
ζήταγε το σεντονάκι. Βλέπω την ακίνητη φουρτουνιασμένη θάλασσα από τη βεράντα
στο «Αγνάντι» - όνομα και πράμα – ανάμεσα στο γιασεμί, που δεν κουράζεται να
προσφέρει γενναιόδωρα τα λουλούδια του θυσία στο θεό αέρα, και τη βουκαμβίλια
που διαμαρτύρεται και τρίζει γιατί την έχουνε σφιχτοδεμένη στη βάση της
πέργκολας. Αντίκρυ τα Γιούρα, σήμερα τόπος εξορίας για τα θαλασσοπούλια, στο
βάθος δεξιά η Τζια, αριστερά η Σύρος. Χτες το απογευματάκι περπατήσαμε για άλλη
μια φορά τα σοκάκια της Χώρας. Η παναγία
η θαλασσινή και το Φραγκομονάστηρο του Σαν Μπεναρδή έφεραν στη θύμησή μου ένα
παλιό συνάδελφο, τριάντα χρόνια πριν, που παραθέριζε μόνιμα σ΄ αυτή. Ήταν λίγο
πριν βγει στη σύνταξη και χωρίς παιδιά, Αιγυπτιώτης, φιγούρα ευγενική μιας άλλης εποχής που τότε,
μέσα στη γενικευμένη ξετσιπωσιά την «αλλαγής», έμοιαζε παρωχημένη και σίγουρα
όαση στη βλαχιά του γραφείου. Ο Δημήτρης της ώρες της σχόλης ταξίδευε - κι' εγώ
τον άκουγα – στα Καλοκαίρια της νιότης του στη Χώρα. Θυμήθηκα το πεντάμετρο
ολοκαίνουργιο καλάμι του - ειδική παραγγελία για κείνον από την Ιαπωνία – που είχε
γίνει ο φόβος και ο τρόμος των σαργών και των μελανουριών της περιοχής, τον
καθημερινό υγιεινό απογεματινό περίπατο με τη γυναικούλα του από τη Πλατεία του
αφανούς ναύτη μέχρι την Καίρειο βιβλιοθήκη και ανάποδα, τα εκπληκτικά μιλφέιγ
«καλύτερα δεν υπάρχουν Μάκη μου!…» στο Γαλανό κάθε Σάββατο πρωί - γιατί μόνο τα
Σάββατα ξεφούρνιζε και μόλις τα ξεφούρνιζε γίνονταν ανάρπαστα αφού «το μιλφέιγ Μάκη μου τρώγεται της ώρας
ζεστό αμέσως μόλις βγει το φύλλο από τον φούρνο γιατί άμα μπει στο ψυγείο
πανιάζει…» Κι' εμένα τρέχαν τα σάλια μου κι' ας μην είχα τότε το νου μου στο
φαί. Κι' ας ζήταγε τη παρέα μου ο Δημήτρης, κι' ας μου τηλεφωνούσε αφότου βγήκε
στη σύνταξη κάθε χρόνο για να μού ευχηθεί χρόνια πολλά στη γιορτή μου, εγώ κατά
βάθος αδιαφορούσα, γιατί ο καλός συνάδελφος φαίνονταν πολύ γέρος για μένα -
ίσως και «λίγος» - κάποιος μιας άλλης εποχής που έφευγε ανεπιστρεπτί… Σήμερα θα
έχει πατήσει προ πολλού τα ενενήντα. Περπατούσαμε λοιπόν στα καντούνια του
Φραγκομονάστηρου, λίγο παρακάτω λίγο πιο δώθε, και άθελα έπιασα τον εαυτό μου
να τον ψάχνει –δεν ήξερα γιατί. Ήταν παιχνίδισμα της θύμησης – ένα κρυφτούλι
πίσω από τις σκιές των σπιτιών, ανάμεσα στα ανοίγματα, στα λιγοστά ξέφωτα,
παρέα με το βουητό του αέρα – κάτι σαν καλειδοσκόπιο με επαναλαμβανόμενους
συμμετρικά Δημήτρηδες στα χρώματα του ουράνιου τόξου καθώς οι αχτίδες του ήλιου
διαθλούνταν στα σταγονίδια της αρμύρας που έφερναν τα κύματα και θάμπωναν τα
μάτια μου. Κι' όταν κατάλαβα ότι έψαχνα μάταια – καλή του ώρα όπου κι' αν
βρίσκεται - επανήλθα στο παρόν δριμύτερος με μια λαχταριστή πάστα αμυγδάλου από
τον Γαλανό - που ζει και βασιλεύει - ήπια κι' ένα ποτήρι νερό από τη Σάριζα
στην υγειά του. Γυρνώντας στο «Αγνάντι», ψηλά στον ουρανό πάνω από τη Πιτροφό,
ένα μοναχικό μαυροπούλι - το ίδιο μαυροπούλι που’ χαμε ξαναδεί πηγαίνοντας -
έκοβε βόλτες. Να’ τανε γεράκι, αετός ή κάτι άλλο; Να’ τανε το πουλί της
δυστυχίας κι’ αν ναι, τι γύρευε πάνω από τα κεφάλια μας σε χαρούμενες στιγμές
Καλοκαιρινής ανεμελιάς; Ή μήπως ήτανε εκεί για κάποιον άλλον; - μα άλλος κανείς
δεν υπήρχε. Κατέληξα πως δεν ήταν παρά ένα μαύρο μοναχικό πουλί που σε λίγο θα
είχα ξεχάσει, κατάμαυρο σαν τη λήθη.
27
Αυγ.
Ιστορία για σκύλους
Ο
Αράπης πέρασε την άσφαλτο κουνάμενος σεινάμενος.
«Έλα
Αράπη βιάσου!»
«Στου
Απροβάτου οι άνθρωποι δεν βιάζονται μάνα. Έχουν βάλει μυαλό.»
«Δεν
με νοιάζει τι κάνουν οι άνθρωποι. Οι γάτες πάντα βιάζονται!»
Δεν
απάντησε, ίσως και να μην άκουσε καν, μα κατευθύνθηκε αργά στον Κανέλο. Ήταν
γέρος και άρρωστος, διασταύρωση γκέκα με λυκόσκυλο - ίσως και με κάτι άλλο,
ένας αξιαγάπητος μπάσταρδος. Κάποτε θα γάβγιζε, μπορεί και να' τρεχε ξωπίσω
του, τώρα έκανε πως δεν τον είδε.
«Κανέλο
πως ήταν οι άνθρωποι στο νησί όταν ήσουν παιδάκι;»
«Ίδιοι
και απαράλλαχτοι. Είναι καλύτερα να μένεις μακριά τους - και να' χεις λίγες
κουβέντες μαζί τους, μόνο τα απαραίτητα.»
Δεν
απάντησε, ίσως και να μην άκουσε καν. Κατά βάθος τον φόβιζε το σκληρό βλέμμα
του - ήταν φορές που νόμιζε πως ήταν τυφλός, και τελευταία τον σιχαίνονταν. Τα
μάτια του, αυτά τα ανέκφραστα μάτια, είχαν πάρει το χρώμα της χολής - κίτρινο -
γεμάτα τσίμπλες, από το στόμα του έτρεχαν τα σάλια σα βρύση και αναδύονταν
απαίσια μυρωδιά, και - σαν να μην έφταναν αυτά - έκανε την ανάγκη του όπου
βρίσκονταν, συνέχεια χωρίς σταματημό.
Ο
Αράπης είχε ακούσει πως η μάνα του κάποτε τον θαύμαζε - ο ίδιος πίστευε πως
τότε ήταν ερωτευμένη μαζί του όπως τόσο εύκολα ερωτεύονταν ο ίδιος σήμερα - μα
στη κοινωνία των γατιών το να ερωτευτείς τον ταξικό εχθρό δεν ήταν ανεκτό. Και
ενώ σκεφτότανε αυτά που του' χε πει η μάνα του, τον διαπέρασε σαν ηλεκτρικό από
το κεφάλι μέχρι την ουρά μια φούντωση γιατί δεν είχε τολμήσει να ακούσει τη
καρδιά της μα αρκέστηκε στη γατο-πεπατημένη. Και γύρισε να της τα χώσει, μα
είχε ήδη απομακρυνθεί. Γιατί ήξερε πως εκείνος θα όριζε τη ζωή του όπως ο ίδιος
ήθελε αδιαφορώντας τι λένε οι άλλοι, μεγαλύτεροι, φίλοι, συγγενείς, ακόμα και
με την ίδια τη μάνα του ήταν διατεθειμένος να συγκρουστεί για να περάσει το
δικό του. Και ένοιωθε τη σιγουριά και την ευλογημένη αύρα της παντοδυναμίας που
μοναχά τα νιάτα χαρίζουν.
Ψηλά
στο πλακόστρωτο η μάνα αισθάνονταν μια ακατανόητη ανησυχία. Ήταν γιατί είχε
χάσει τον Αράπη από τα μάτια της; Έφταιγε ο Κανέλος; Είχαν περάσει τόσα χρόνια
από τότε… Κι' η ίδια δεν ήξερε. Αυτό που ήξερε ήταν ότι ασυναίσθητα προτίμησε
να μη διασταυρωθούν οι ματιές τους. Ακόμα φαίνονταν στο βάθος - εκείνη μόνο τον
έβλεπε, εκείνος πήγαινε αργά με σκυμμένο κεφάλι. Μα τι είχε πάθει και έκαναν
πουλάκια τα μάτια της; Τι κούκλος! κορμοστασιά! Τι στιλπνό τρίχωμα! Ο Κανέλος
που έτρεχε σαν αίλουρος κυνηγώντας τις γάτες του κόσμου, μα εκείνη την άφηνε
πάντα να ξεφεύγει… Ο ωραιότερος σκύλος του κόσμου!…
Ο
ήλιος ανέβαινε αργά στο θρόνο του κι' να στεφάνι σπουργίτες κελαηδούσαν γλυκά
το ωσαννά. Τα προβατάκια στο δίπλα χωράφι, με μπουκωμένο στόμα κρατούσαν το
ίσο, μπεεε…, και το γκάρισμα του γάιδαρου κάτω απ' τη συκιά, ίσαμε τις εκατό
κόρνες, κατατρόμαξε τις κότες. Δροσερό αεράκι έφερε στα ρουθούνια του τα μυρωδικά
της μάνας γη, φασκόμηλο, θρούμπι, ρίγανη. Ο Αράπης χοροπηδούσε αμέριμνος στην
άκρη της ασφάλτου - τι ωραία που είναι η ζωή! - όταν ακούστηκε ένα
ανατριχιαστικό σφύριγμα.
Πρόλαβε
να δει στο λιβάδι της ανυπαρξίας άλικο πέπλο να τον πνίγει.
Ο
Κανέλος, ίσως και να μην άκουσε καν, ούτε γύρισε να κοιτάξει.
30
Αυγ. (της Αγίας Αλεξάνδρας)
Δεν
έχω αμφιβολίες - σήμερα γιορτάζει, το συζητήσαμε μόλις χτες βράδυ με τη μάνα
μου και τον θείο, και μπόλικες φορές τις προηγούμενες μέρες - ήταν αδύνατο να
το ξεχάσω. Για όλα τα άλλα έχω, θέλω να έχω. Μ' αγαπάει; Είναι ακόμα – τόσο δα
– ερωτευμένη μαζί μου; Με θέλει; Με καταλαβαίνει; Με αντέχει; Με βαριέται; Με
συμπονάει; Είναι μαζί μου για τα παιδιά; Από συνήθεια; Από ανάγκη; Από
ανημποριά; Από λύπηση; Επειδή δεν έχει κάποιον καλύτερο; Επειδή βαριέται πλέον
να τον ψάξει; Επειδή απλώς περάσαν τα χρόνια κι' ήρθαν οι ρυτίδες και τα
γεροντόπαχα;
Δεν
πρόκειται να ξεδιαλύνω μόνος τις αμφιβολίες μου. Γιατί ψυχανεμίζομαι πως και
εκείνη έχει τις ίδιες για μένα. Αυτό που
μπορούμε να κάνουμε είναι να καθίσουμε ένα πρωί σαν πολιτισμένοι άνθρωποι να
τις συζητήσουμε, καλόπιστα και με αμοιβαία κατανόηση. Βλέπετε, καλές οι αγάπες
και τα λουλούδια, μα στο μαγκανοπήγαδο της καθημερινότητας μπαίνει ο εγωισμός
στη μέση. Μία σου και μία μου… Δύσκολα
πράγματα… τώρα που το ξανασκέφτομαι ίσως
η συζήτηση να μην είναι καλή ιδέα. Αν δεν σκεφτώ κάποια άλλη καλύτερη θα
παραμείνω εσαεί αμφιβάλλων. Ας κρατήσουμε λοιπόν αγαπούλα μου ο καθένας τις
αμφιβολίες του να γίνουνε χαλί πετούμενο να μάς πάνε όσο πιο γλυκά… Σάμπως αυτό
ίσαμε τώρα δεν κάνουμε;
31
Αυγ.
Τι
θα γινότανε αν κάποιοι ξεκουμπίζονταν και πήγαιναν στο διάολο; Δεν θα ήταν
καλύτερη η ζωούλα μας; Πόσο εγωιστικό και επικίνδυνο ακούγεται αυτό! θα πείτε.
Μα τι να περιμένουμε από τους άλλους - ας πούμε τους πολιτικούς - αν δεν
αλλάξουμε πρώτα εμείς οι ίδιοι; Γίνεται να μάς αλλάξουν αυτοί που καθ' εικόνα
και ομοίωσή μας ψηφίσαμε; Πως να γίνει ο εξυπνάκιας ξύπνιος, ο καπάτσος ικανός,
το λαμόγιο τίμιος, ο μάγκας κύριος, ο πελάτης πολίτης;… Γιατί τέτοιοι ήμαστε.
Χτες το βράδυ πήγαινα τον μονόδρομο ακριβώς μπροστά στο σπίτι μου στη Βάρκιζα.
Από το αντίθετο ρεύμα έρχονταν παράνομα – υπάρχουν σε κάθε διασταύρωση
απαγορευτικά σήματα – και μάλιστα φουριόζος, ένας οδηγός. Σαν κύριος μού έκανε
σινιάλο με τους προβολείς να κινηθώ στα δεξιά του δρόμου προκειμένου να
μπορέσει να περάσει γιατί στο σημείο εκείνο ο δρόμος είναι στενός. Στρίβω το
τιμόνι ελαφριά δεξιά και προχωράω λίγο, τόσο ώστε να μη χωράει να περάσει αλλά
να έρθει πλάι μου, και κατεβάζω το τζάμι. Είναι ένας μεσήλικας με μία γυναίκα
στη θέση του συνοδηγού. Αρχίζω τον παρακάτω διάλογο: «Γνωρίζετε ότι
απαγορεύεται;» Τσιμουδιά. Με κοιτάζει σαν κουνούπι κουνώντας τα χέρια έτσι όπως
θα τα κούναγε κάποιος που ρωτάει «ε και;» ή «τι θέλεις;» Εγώ ακάθεκτος. «Ο
δρόμος αυτός είναι μονόδρομος, πηγαίνετε αντίθετα στο ρεύμα.» Συνεχίζει την
ίδια απαξιωτική αντιμετώπιση σιωπώντας, εγκλωβισμένος – το νοιώθω, κι'
ανυπόμονος να φύγει, να εξαφανιστεί. Συνεχίζω κι' εγώ. «Ξέρετε κύριε, εγώ
τουρίστας είμαι – επισκέπτης στα μέρη σας, μα σέβομαι και τηρώ τους νόμους,
αυτούς που εσείς γράφετε στα παλιά σας τα παπούτσια.» Εκείνος βράζει και
συνεχίζοντας να κουνάει εν εκνευρισμώ τα χέρια του κατά τον ίδιο τρόπο, τούτη
τη φορά εδέησε και άκουσα και τη φωνή του. «Ε και λοιπόν τι θέλεις; Να περάσω;»
Μα είχα κι' εγώ φορτώσει, δεν κρατήθηκα. «Να περάσετε. Και να πάτε στο διάολο!»
Και τον άφησα να πάει χωρίζοντας οι δρόμοι μας.
3
Σεπτ.
«Παράλογος άνθρωπος»! Και μόνο από τον τίτλο -
χωρίς να ξέρω περί τίνος πρόκειται - με εξίταρε να την δω, όμως είναι η
τελευταία ταινία του Γούντυ Άλεν - να ένας ακόμα λόγος. Πήγα λοιπόν και την
είδα: Το ανθρώπινο παράλογο σε οικεία Γουντιαλεϊνική γκλάμουρους -ρομάντζο
βερσιόν με ένδυμα αστυνομικό. Όλα μαζί σαν ένα κουβάρι μπλεγμένα. Μέχρι το
διάλλειμα λες «πολύ κακό για το τίποτα». Το έργο δικαιώνεται στο δεύτερο μέρος
εις βάρος όμως της ισόρροπης ανάπτυξης της σεναριακής ιδέας. Ο πρωταγωνιστής
Χοακίν Φίνιξ ρολίστας ιδανικός. Η συμπρωταγωνίστριά του Έμα Στόουν - κι' ας το
πάλεψε - μού θύμιζε ρεκλάμα από
διαφήμιση οδοντόκρεμας. Η μεταξύ τους χημεία προβληματική. Κι' όμως, καίτοι όχι
στα καλύτερά του, ο θείος Γούντυ
εξακολουθεί να παραμένει πνευματώδης και γοητευτικός. Κι' ας τα μπλέκει που και
που. Λέει: «Καμιά φιλοσοφική θεωρία δεν μπορεί να νικήσει τα τρομακτικά
γεγονότα της ζωής. Προσπαθεί με κάποιο τρόπο να χρυσώσει το χάπι, να γλυκάνει το
πικρό χάπι της ζωής. Δεν μπορεί να το κάνει. Ο Πλάτωνας λέει εκείνο, ο Νίτσε το
άλλο, ο Βιτγκενστάιν κάτι τελείως διαφορετικό, αλλά στη τελική τίποτα απ' όλα
αυτά δεν λειτουργεί στη πράξη…» Μα τι είναι φιλοσοφία θείε Γούντυ, οδηγίες
χρήσης για κάθε πικραμένο; Και γιατί ντε και καλά να νικήσει; Πίστεψε με θείε:
Αδιαφορεί πλήρως!
7
Σεπτ.
Εκατοντάδες
απελπισμένοι αποβιβάζονται καθημερινά στα νησιά μας που γειτονεύουν με τα
Τουρκικά παράλια. Ανθηρή φάμπρικα «εξυπηρέτησης» αυτών των ανθρώπων, με το
αζημίωτο βεβαίως, έχει στηθεί και από τις δύο πλευρές των συνόρων. Τα λεφτά
είναι μπόλικα και κατά τα φαινόμενα πολλοί βολεύονται: λιμενοφύλακες, μπάτσοι,
βαρκάρηδες, ταξιτζήδες, ξενοδόχοι, έμποροι, αεριτζήδες… xώρια την κατά το
δοκούν πολιτική εκμετάλλευση του προβλήματος. Προσφυγικό ή μεταναστευτικό - για
άλλη μια φορά - είναι σε έξαρση και ζητάνε επειγόντως άμεση αντιμετώπιση. Όλοι
ανεξαιρέτως έχουν επιδοθεί σε πλειοδοσία φιλανθρωπίας, όλοι δηλώνουν έκπληκτοι
και συγκλονισμένοι από τις εικόνες που κανιβαλίζουν καθημερινά τα μέσα. Ποτάμια
δακρύων, και οργής για τους άδικους αυτού του κόσμου, αναβλύζουν από επώνυμους
και ανώνυμους. «Το παιδάκι που πνίγηκε στα παράλια της Τουρκίας στάθηκε απλώς
εξαιρετικά άτυχο να γεννηθεί τη λάθος στιγμή στη λάθος χώρα; Ή το εγκαταλείψαμε
εμείς – σεβόμενοι υποκριτικά την ανεξάρτητη Συρία – στην αποτρόπαια μοίρα
του;…» διερωτάται - για παράδειγμα - ο Χρήστος Χωμενίδης.
Λες
σε δουλειά να βρισκόμαστε χαζεύουμε το πλάνο ενώ η αέναη υπερπαραγωγή της
ιστορίας περνάει απαρατήρητη. Γιατί τα πάντα θα ξεχαστούν βεβαίως σε λίγες
εβδομάδες, όταν ο καιρός φορέσει το Χειμωνιάτικο κουστούμι του. Τότε οι
απελπισμένοι θα κάνουν κράτει, τα λεφτά δεν θα λένε, θα’ χουν τελειώσει και οι
εκλογές, τότε όλοι τα κεφάλια μέσα - μέχρι το επόμενο Καλοκαίρι. Πρόσφυγες ή
μετανάστες, αυτοί θα είναι εκεί, να στοιχειώνουν τον ύπνο των απανταχού
νοικοκύρηδων, άλλοι περιμένοντας υπ’ ατμό στην αβίωτη πατρίδα, άλλοι στη γη της
επαγγελίας, άλλοι στον πάτο της θάλασσας…
Όσο υπάρχουν λόγοι – και ουδέποτε θα εκλείψουν – να ξεριζωθεί ο άνθρωπος
από τη γη του, να αφήσει σπίτι, οικογένεια, δουλειά για μια καλύτερη τύχη στο
άγνωστο – συχνά για την ίδια την επιβίωσή του, αυτοί θα είναι εκεί. Είναι το
νέο αίμα που θα μπολιάσει το παλιό, η ενσάρκωση της προκοπής - προς μήνη και
φθόνο των κουρασμένων, οι αυριανοί νοικοκύρηδες. Όλοι ήμασταν - και όλοι θα
γίνουμε - κάποτε μετανάστες.
8 Σεπτ.
Τι
είναι αυτό που δίνει αξία σε ότι κάνουμε; Γιατί δύο άνθρωποι κάνουνε την ίδια
στιγμή το ίδιο ακριβώς και του ενός φαίνεται ενδιαφέρον ενώ του άλλου αδιάφορο;
Φταίει η προσωπική ακτινοβολία; Τα διαφορετικά και ευμετάβλητα κριτήρια των
άλλων; Όλα μαζί; Μήπως είναι απλώς και
μόνο το τυχαίο της στιγμής, μια ρουλέτα γνωστών και άγνωστων μεταβλητών που η
μπίλια της κάθεται κάπου; Αυτά σκεφτόμουνα και απάντηση δεν είχα. Ήξερα μόνο
πως όταν δίνουμε αξία σε αυτό που κάνουμε μόνο τότε τα’ χουμε καλά με τον εαυτό
μας, ήξερα και ότι αξία δίνουμε όχι περιαυτολογούντες - το αντίθετο, αλλά
χρειάζεται κάτι παραπάνω που δεν ξέρω. Ευτυχής στην άγνοιά μου λοιπόν χαλάρωσα
και άφησα το χρόνο να κυλήσει - όταν χαλαρώνεις δίνεις αξία στο χρόνο, αν
γούσταρα τεμπελιά - όχι πως δεν γουστάρω, μα αυτό τον καιρό βρίσκομαι στον
αστερισμό της πνευματικής άσκησης - θα ξάπλωνα σα τον κοπρίτη που λιάζεται στο
πλακόστρωτο και θα γύρναγα μια από τη μία, μια από την άλλη να λιαστώ
ομοιόμορφα - πάντα ζήλευα τους κοπρίτες, είναι Καλοκαιρινοί τύποι,
φιλοσοφημένοι, κι’ η ζωή μας Καλοκαίρι τόσο δα μικρό (οι Χειμώνες για μένα δεν
μετράνε). Κι’ ας σκέφτομαι συνέχεια τα ίδια, κι' ας αναμασάω τα ίδια, κι' ας
κάνω τα ίδια, κι’ ας επαναλαμβάνομαι σαν ένας αφόρητα βαρετός, σ’ αυτά τα ίδια
τα κοινά πράγματα δίνω αξία, ναι εγώ θέλω να δίνω αξία σε ότι κάνω και όχι αυτά
που κάνω σε μένα. Αδιάφορο λοιπόν αν είναι τόσο απαράλλαχτα όμοια με των άλλων
ή τόσο μοναδικά, δεν πολυσκοτίζομαι. Μα δεν είναι πάντα εύκολο να δίνεις αξία
στα κοινά πράγματα. Πρέπει να παλέψεις να' βρεις δύναμη να τους δώσεις αυτό το
ελάχιστο κομμάτι από σένα - τότε το ελάχιστο φαίνεται υπερμέγεθες! - που θα
κάνει τη διαφορά.
12
Σεπτ.
Κάθε
Παρασκευή βράδυ συναντιόμαστε σ’ ένα φαγάδικο - κάτι μεταξύ καφενείου,
ψητοπωλείου, σουβλατζίδικου και ταβέρνας - στη γειτονιά μας. Όλη η καλή παρέα
σα να χτυπάει κάρτα, σα να πρέπει να χτυπάει κάρτα σ' αυτό και πουθενά αλλού!
Παρόμοια μαγαζιά να φαν κι' οι κότες στη γειτονιά. Είναι ο συμπαθής χαμηλών
τόνων μαγαζάτορας με τη λαδωμένη πάντα ποδιά του και την γενικότερη αίσθηση
απλυσιάς που αποπνέει; Μήπως ο ιδίων προδιαγραφών σερβιτόρος; Άνθρωποι της
δουλειάς, βασανισμένοι μεροκαματιάρηδες - μη το ψειρίζεις… θα πούνε κάποιοι.
Δεν το ψειρίζω λοιπόν και πάω παρακάτω. Είναι το ωραίο περιβάλλον που θυμίζει
καλύβα του Καραγκιόζη (την αδικώ – αυτή τουλάχιστον έχει στυλ), με τον
ανύπαρκτο εξαερισμό, τόσο που αν πας Χειμώνα - που ο μπερντές κλείνει -
βγαίνοντας βρωμάς και ζέχνεις τσικνοτηγανίλα, με τις δυο - παρακαλώ -
τηλεοράσεις φάτσα κάρτα που παίζουν ασταμάτητα αθλητικά (υποθέτω κάποιος τους
έχει πει ότι οι πελάτες είναι αθλητικο-maniacs), με τους διακριτικούς και
ευγενείς θαμώνες - μισοί «ντόπιοι - χωριάτες» μισοί «ξένοι» με τους μισούς να
κοιτάζουν με μισό μάτι τους άλλους μισούς; Είναι το εξαιρετικό φαγητό με τα
ξαναζεσταμένα, συχνά κρύα και θεόστεγνα της ώρας; Είναι οι δελεαστικές τιμές
του που - αν και μέσα στα πλαίσια των μαγαζιών του είδους και δεδομένων όσων
προανέφερα - μόνο δελεαστικές δεν είναι; Τι είναι λοιπόν και πηγαίνουμε εκεί
κάθε Παρασκευή σα μαγεμένοι; Είναι η παρέα, «θυσιαζόμαστε» για χάρη της!
υπονοούν κάποιοι φίλοι. Και θα συμφωνήσω ως προς τη παρέα, άλλωστε το δείχνω
έμπρακτα με τη παρουσία μου. Ψυχανεμίζομαι όμως πως είναι και κάτι άλλο. Αυτή
η δήθεν λαϊκότητα και η αίσθηση του χύμα
φαίνεται πως είναι τελικά το γερό χαρτί του μαγαζιού! Άλλωστε το επιβεβαιώνει η
πελατεία (κι’ ας μη ξέρουμε πόση πελατεία θα είχε αν το φαγητό ήταν καλύτερο
και το περιβάλλον πιο ανθρώπινο). Ένα είναι βέβαιο: μέσα σ' αυτό το περιβάλλον νοιώθουμε πιο άνετα και
ελεύθεροι να ξεφύγουμε. Ουδείς όμοιός μας θα μας κριτικάρει αρνητικά, εξάλλου
όλοι γινόμαστε μια «παρέα». Είναι η μεταφορά της εκκλησίας του δήμου στο σήμερα
με όρους νεοελληνικής ευτέλειας, χωρίς τους αποκλεισμούς του αρχαίου ένδοξου
παρελθόντός μας. Όλοι μπορούν να βρουν εκεί μια θέση, όλοι και όλα: η κουβέντα,
η πλάκα, ο χαβαλές - ακόμα και η υποβάθμιση, και η κακογουστιά! (κι' ας με
συμπαθάνε όσοι δεν συμφωνούν με τους χαρακτηρισμούς). Κι' αν δεν είμαστε εμείς
οι υποβαθμισμένοι στο υποβαθμισμένο περιβάλλον, κι’ αν εμείς έχουμε γούστο και
«άποψη» μέσα στη κακογουστιά, κι' αν δεν είμαστε «χωριάτες», ακόμα καλύτερα!
Σαν υπεράνω, νοιώθουμε ακόμα πιο άνετα, ακόμα πιο καλά. Να ένας σημαντικός
λόγος που θέλουμε όχι μόνο να πηγαίνουμε και να ξαναπηγαίνουμε αλλά και, αν
μπορούμε, να είμαστε κολλημένοι στην ίδια πάντα – τη δική μας θέση! Εξάλλου – είναι ανθρώπινο - τα πάντα
συνηθίζουμε…
Επ' ευκαιρία θυμήθηκα ένα
περιστατικό από το οδοιπορικό μου στη latinamerica. Κάπου στα ενδότερα της
επαρχιακής Βολιβίας, σ’ ένα χωριό απ’ τα εκατοντάδες που περάσαμε με τα
πανόμοια ισόγεια φτωχικά πλινθόχτιστα σπίτια και τους χωματόδρομους με το
χαρακτηριστικό σα πούδρα κοκκινόχωμα, ήτανε παντού σκουπίδια πεταμένα. «Μα
γιατί δεν τα μαζεύουνε;» αυθόρμητα αναρωτήθηκα. «Φτωχοί άνθρωποι είναι,
προηγούνται άλλα πιο σημαντικά να κάνουν από το να μαζέψουν τα σκουπίδια»
απάντησε το ίδιο αυθόρμητα ο Θοδωρούκος που καθότανε στο πούλμαν πλάι μου – εγώ
παράθυρο κι’ εκείνος δίπλα διάδρομο για να μπορεί να απλώνεται. «Δηλαδή οι
φτωχοί πρέπει να πάψουν να ναι φτωχοί για να ζουν σ’ ένα καλύτερο από δαύτο
περιβάλλον;» συνέχισα και πυροδότησα μεταξύ μας μία μακριά συζήτηση, από αυτές
τις παθιασμένες συζητήσεις - και είχαμε με τον Θοδωρούκο στο ταξίδι τέτοιες
μπόλικες -που σταματάνε το χρόνο. Άρχισε να μου λέει για την φτώχεια που
ουδέποτε ζήσαμε και γι’ αυτό αδυνατώ να καταλάβω, την εκμετάλλευση των αδύναμων
από τους δυνατούς, την υποβάθμιση του περιβάλλοντος από τις πολυεθνικές που
απομυζούν ανεξέλεγκτα πλουτοπαραγωγικές πηγές και ανθρώπους… Και συμφώνησα με
τα λεγόμενα του μα επέμεινα: «Δεν κατάλαβα γιατί δεν μαζεύουνε τα σκουπίδια
μπροστά από τις πόρτες των σπιτιών τους. Δεν έχουν χρόνο; Τους αρέσει να ζουν
μ’ αυτά;» Για να μη μακρηγορώ, με τα πολλά θυμάμαι συμφωνήσαμε τελικά ότι το
υποβαθμισμένο περιβάλλον στο οποίο ζούσαν ήταν επιλογή τους. Μπορεί να φταίγανε
άλλοι για τα δεινά τους, μα αυτό ήταν επιλογή τους – μια επιλογή σύμφυτα
ανθρώπινη. Δεν έφταιγε η εκμετάλλευση, η διαφθορά, οι πολυεθνικές, η φτώχεια -
ίσα ίσα το σκουπιδαριό έκανε στα μάτια μας τη φτώχεια τους πιο άγρια - κι’ όμως
μέσα εκεί ανάπνεαν, ερωτεύονταν, έπαιζαν τα παιδιά τους - η κόλαση στα μάτια
μας, μπορεί να ήταν ο δικός τους παράδεισος. Ήταν η συνήθεια, η δύναμη της
συνήθειας είναι τρομαχτική. Είχαν συνηθίσει να ζουν με τα σκουπίδια τους
αγκαλιά, τους φαίνονταν φυσικό, εξάλλου όλοι τους το ίδιο έκαναν. Κι’ αν
βρίσκονταν σε ένα πιο ανθρώπινο περιβάλλον - μέχρι να το συνηθίσουν κι’ αυτό
- θα ένοιωθαν άβολα…
18 Σεπτ.
Σε
δύο μέρες έχουμε εκλογές και κάτι συγκεκριμένο επί της ουσίας μέχρι σήμερα δεν
άκουσα. Οι δύο «μεγάλοι» διαγκωνίζονται πως θα προσαρμόσουν καλύτερα την
ρητορική τους στο εκάστοτε ακροατήριό τους. Θέλουν να τους έχουν όλους
ικανοποιημένους, ή - τώρα που οι υποσχέσεις μείνανε στα αζήτητα - τουλάχιστον
να ελπίζουν. Από την προεκλογική αντιπαράθεση έλαμψε δια της απουσίας της η
συζήτηση για τα υπαρκτά και οξύτατα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και οι
προτάσεις για την επίλυσή τους. Λες και οι εκλογές γίνονται κάπου αλλού, σε μια
άλλη ευτυχισμένη χώρα με πολίτες χωρίς προβλήματα. Αντίθετα μπαφιάσαμε από
παρελθοντολογία, συνθηματολογία, εκατέρωθεν κατηγορίες. Οι «μικροί»
διαγκωνίζονται στο ίδιο μοτίβο πως θα αλιεύσουν ψηφαλάκια, άλλοι ως
«αντιμνημονιακοί» και άλλοι ως «ευρωπαϊστές». Βέβαια και αυτοί που ψήφισαν το
μνημόνιο τώρα πλασάρονται αντίθετοι με το μνημόνιο αφού το «αντιμνημονιακός»
εξακολουθεί να πουλάει - μνημόνιο ίσον για όλους ο κακός μπαμπούλας που πρέπει
να απαλλαγούμε όσο πιο γρήγορα και όχι ευκαιρία να φτιάξουμε τα κακώς κείμενα.
Το όλο σκηνικό προκαλεί θλίψη και - ασφαλώς - δεν προμηνύει καμία αισιοδοξία.
Μόνη ελπίδα είναι η κυβέρνηση που θα προκύψει να κάνει τα στοιχειωδώς αυτονόητα
ξεχνώντας την προεκλογική ρητορική και βάζοντας σε δεύτερη μοίρα το πολιτικό
κόστος… και μια κυβέρνηση Αλέξη υπό τη
πίεση των πραγμάτων είναι περισσότερο πιθανό, τους άλλους τους ξέρουμε καλά
δεκαετίες τώρα. Θα τον ψηφίσω ως μονόφθαλμο μεταξύ στραβών όχι για αυτά που
λέει προεκλογικά, μα για αυτά που θα ήθελα να κάνει.
19
Σεπτ.
Απορώ
με το μένος όσων αντιπαθούν αυτό το «παλιόπαιδο» τον Αλέξη και είναι έτοιμοι να
κολακέψουν ακόμα και το διάολο παρά να βρουν ένα καλό λόγο για πάρτη του. Είναι
τόσο παθιασμένοι! Κι’ αν τους ρωτήσεις γιατί, επαναλαμβάνουν καρμπόν αυτά που
λένε στο γυαλί οι πιο βαμμένοι δεξιοί πολιτικάντηδες - τόσο που ψυχανεμίζομαι
ότι θα τους ψηφίσουν κιόλας (κι’ ας ισχυρίζονται το αντίθετο). Τι τους έχει
κάνει αυτό το παιδί; Γιατί μόνο παλιόπαιδο δεν μπορείς να το πεις, το αντίθετο.
Είναι το πρότυπο του καλού παιδιού: καλοσυνάτο, χαμογελαστό, ομιλητικό, φαγανό,
με μάγουλο φράπα, παιδί που κάθε Ελληνίδα μάνα θα ήθελε δικό της. Και επιπλέον
πεταλώνει τον ψύλλο, έχει και τον επιβεβλημένο τσαμπουκά που πρέπει να’ χουν τ’
αγόρια. Μήπως λοιπόν το σωστό ερώτημα είναι τι δεν τους έχει κάνει; Κάτι μου
λέει πως αν τους έδειχνε λίγο περισσότερη σημασία - τόση ίσαμε να αισθανθούν
πως είναι και αυτοί μέσα στο παιχνίδι, αν τους έσκαγε ένα χαμόγελο κλείνοντάς
τους ταυτόχρονα πονηρά το μάτι, ακόμα αν αφιέρωνε λίγο από το χρόνο του για να
τους ψιθυρίσει στ’ αυτί καμιά πατσανάτσα και να διασκεδάσει τις φοβίες τους, η
εικόνα του στα μάτια τους θα άλλαζε ριζικά. Και από πνέοντες μένεα θα
μετατρέπονταν σε φανατικούς οπαδούς πρόθυμους να ζαλωθούν τη σημαία και τη
ντουντούκα και να γίνουν ένθερμοι χειροκροτητές του. Αλέξη παιδί μου, μη τους
ξεσυνερίζεσαι - ρίξε και συ λίγο τη μύτη σου και δες μπροστά. Όταν όλοι οι
άλλοι θα' χουν φύγει, αυτοί θα είναι δίπλα σου - οι τελευταίοι πραιτωριανοί.
23
Σεπτ.
Τρεις
μέρες πέρασαν από τις εκλογές και όρεξη να γράψω λίγες αράδες δεν βρίσκω.
Σκέφτομαι πως χωρίς αναφορά στο εκλογικό αποτέλεσμα το ημερολόγιό μου θα είναι
ένα λειψό ημερολόγιο. Εδώ γράφω άλλα γι' άλλα που κανένα δεν ενδιαφέρουν και
δεν θα γράψω για τις κρισιμότερες εκλογές από τη μεταπολίτευση; Έτσι λένε
δηλαδή, εγώ ιδέα δεν έχω για την κρισιμότητα. Βαρέθηκα τα δύσκολα. Μού αρκεί
πως είμαι με τους νικητές, τον νικητή Αλέξη δηλαδή. Κι' επειδή ακόμα και στη
μεγαλύτερη χαρά πάντα υπάρχει ένα γαμημένο συννεφάκι να τη σκιάζει, με χαλάει
αυτός ο ανεκδιήγητος τύπος που λέγεται Καμένος, ο παρά φύσει κολλητός του
Αλέξη. Τι να πω; Στον έρωτα όλα επιτρέπονται… Αγνό φλερτ ορκισμένων
αντιμνημονιακών τον περασμένο Γενάρη, σκληρό μνημονιακό σεξ για τη σωτηρία της
πατρίδας σήμερα. Ας μη το μιζεριάζω όμως - συμπαθάτε με, μού βγαίνει χωρίς να
το θέλω - κι' ας χαρώ τη νίκη. Αύριο ποιος ζει ποιος πεθαίνει…
25
Σεπτ.
Για Πάντα Μαζί
Δεν
μασάω!
είπε
ο πρώτος αριστερά στο κάτω πάτωμα γομφίος στον από πάνω συνονόματό του.
Καλά,
σε πίστεψα…
Δυσκολεύεσαι
να το πιστέψεις… Πάνε οι παλιές καλές εποχές. Αλήθεια σου λέω.
Ο
από πάνω τον κοίταξε περισσότερο με αγωνία παρά με συμπόνια. Ήξερε ότι πονούσε
μα δεν περίμενε τέτοια εξέλιξη.
Κι’
εγώ τι θα κάνω;
Δεν
χαίρεσαι που θα’ σαι αραχτός;
τον
ρώτησε ο από κάτω για να αποφορτίσει το κλίμα.
Άμα
σταματήσεις να μασάς εσύ θα σταματήσω να μασάω κι εγώ. Εμείς οι δύο είμαστε το
πιο μασερό ζευγάρι. Αχώριστο.
Στη
ζωή και στο θάνατο…
Τι
αστείο!
Έκανε
μια μικρή παύση και συνέχισε:
Δεν
γίνεται τίποτα;
Τι
εννοείς;
Να
καμία θεραπεία… Να παραμείνεις στη θέση σου. Εγώ, να ξέρεις, θα σε θυμάμαι για
πάντα.
Άψυχο
κουφάρι; Συγκινήθηκα…
Εκείνη
τη στιγμή η νύχτα έγινε μέρα. Φρέσκος αέρας δρόσισε το χώρο.
Συνέχεια
χασμουριέται…
Έλα
ντε.
Θυμάσαι
παλιά…
Τον
διέκοψε.
Ξέχασε
τα παλιά. Κι’ εσύ νομίζεις πως μασάς όπως τότε;
Πάει
καιρός που κουράζομαι πιο εύκολα. Είναι κι’ αυτό το παλιό σφράγισμα που μ’
ενοχλεί γαμώ το.
Να
το κοιτάξεις, μη τα αφήνεις. Άμα το δόντι πονάει θέλει κοίταγμα, δεν
γιατρεύεται από μόνο του.
Πλάκα
μου κάνεις!
Να
το διασκεδάσουμε λιγάκι. Το χεις πάρει κατάκαρδα.
Ο
από πάνω δεν απάντησε. Μεσολάβησε ολιγόλεπτη σιωπή που τη διέκοψαν περίεργοι
ήχοι και κραδασμοί από τα έγκατα της γης.
Σεισμός!
Ροχαλίζει…
(παύση)
Να
τη κάνουμε από δω, να φύγουμε απ’ το γέρικο σώμα!
άνοιξε
τώρα τη κουβέντα αυτός του πάνω πατώματος.
Θα
αστειεύεσαι! Εσύ δηλαδή τι θαρρείς πως είσαι, νιάτο; Ποιος νέος θα σε δεχτεί
στη καμπούρα του; – στο στόμα του ήθελα να πω. Κι’ έπειτα ας πούμε ότι σε
δέχονται εσένα - ο πληθυντικός που κολλάει; Εγώ σε λίγο θα πεθάνω.
Θα
φύγουμε μαζί όσο ακόμα κρατάνε τα πόδια σου. Θα σε πάρω μαζί μου. Μόνος δεν πάω
πουθενά.
Κάνε
ότι σε φωτίσει ο θεός… Δικιά σου ιδέα ήτανε.
Δεν
μου πάει να σ’ αφήσω…
Είπαμε
μαζί στη ζωή, μαζί και στο θάνατο.
Μεσολάβησε
ολιγόλεπτη σιωπή και συνέχισε.
Το
τομάρι σου σε νοιάζει! Όχι εγώ.
Κάτι
πήγε να τού απαντήσει ο από πάνω μα το ροχαλητό είχε δυναμώσει τόσο πολύ που
πλέον δεν μπορούσε να ακούει ο ένας τον άλλο.
Μεσολάβησε
πάλι ολιγόλεπτη σιωπή και συνέχισε.
Συγνώμη.
Ο
άλλος έκανε πως δεν άκουσε.
Συγνώμη
είπα. Ειλικρινά δεν το εννοούσα.
Την
δέχομαι.
Ξέρεις
πως είσαι ο καλύτερός μου φίλος. Δεν μου’ χουν απομείνει και πολλοί…
Δεν
μάς έχουν απομείνει και πολλοί - είδες που σκέφτεσαι μόνο εσένα; Ετοιμάσου να
χάσεις άλλον ένα.
Δεν
θα τ’ αντέξω. Καλύτερα να με σκοτώσουν και μένα μαζί σου.
Με
πήραν τα ζουμιά…
Πάμε
να φύγουμε! Εκεί που θα πάμε θα σε βάλω σε μια θεσούλα κάτω από μένα και θα σε
φροντίζω. Κι’ αν κάποτε ξεψυχήσεις θα είμαστε μαζί.
Επιμένεις;
Ναι,
στο υπόσχομαι.
Δεν
μ’ έχεις βαρεθεί τόσα χρόνια;
Εσύ
μ’ έχεις βαρεθεί;
Εσένα
ρωτάω…
Και
προσπάθησαν να αγκαλιάσουν ο ένας τον άλλο μα ήταν δύσκολο γιατί κραδασμοί από
το ροχαλητό δεν τους άφηναν.
Μόλις
χασμουρηθεί θα τη κάνουμε!
(παύση)
Πέρασαν
πολύ ώρα ξάγρυπνοι μέσα στο μαύρο σκοτάδι. Όχι πως δεν ήταν συνηθισμένοι, αλλά
αυτή τη φορά η προσμονή για μια καινούργια ζωή ήταν πιο δυνατή από οτιδήποτε
άλλο είχαν ζήσει μέχρι τότε. Περίμεναν την ευκαιρία κουρνιασμένοι κι’ αμίλητοι
σε μια γωνιά. Ο χρόνος είχε παγώσει. Μα το επόμενο χασμουρητό δεν ήταν σαν τα
προηγούμενα. Εκτυφλωτικό φως έκανε τη νύχτα μέρα και μια βελόνα εμφανίστηκε από
το πουθενά και τσίμπησε τον κάτω πριν προλάβει να κουνηθεί. Μια γλυκιά μουργέλα
κατέλαβε όλο του το σώμα κι’ ο πόνος άρχισε αργά αργά να φεύγει. Γρήγορα τον
πήρε ο ύπνος. Ο φίλος του μπορούσε, αν ήθελε, να φύγει. Μα έτσι απρόβλεπτα που
εξελίχτηκαν τα πράγματα προτίμησε να μείνει εκεί, μαζί του – εξάλλου είχε δώσει
τον λόγο του. Το φάρμακο είχε αρχίσει να ζαλίζει και κείνον όταν είδε τις
απαίσιες δαγκάνες της τανάλιας…
26 Σεπτ.
Έγκριτοι
δημοσιογράφοι και δημοσιολογούντες έχουν επιδοθεί σε μία άνευ προηγουμένου
προσπάθεια να επεξηγήσουν την «αλλόκοτη» συμπεριφορά του εκλογικού σώματος -
καλή τύχη! Τους ακούω και πλήττω, αλλάζω σταθμό, κανάλι, σάιτ, γυρίζω σελίδα,
κλείνω τη τηλεόραση μα μετά πάλι τους βρίσκω μπροστά μου να ξεφυτρώνουν σα
μανιτάρια νερόβραστα, σα μαϊντανοί δίχως άρωμα. Γιατί δεν το χωράει ο νους
τους: Πως είναι δυνατόν ο κόσμος να πιστεύει ψέματα; Οι ίδιοι, εξυπακούεται,
πιστεύουν μόνο αλήθειες, ή - έστω - αλήθειες που δεν έχουν ακόμα αποδειχθεί
ψέματα. Μπράβο τους! - το λέω και το εννοώ - αλίμονο αν ήταν διαφορετικά, δεν
θα επρόκειτο για ανθρώπους μα για κάτι άλλο. Κι’ όμως τους διαφεύγει αυτό που
έχει καταλάβει και η κουτσή Μαρία κάτι χιλιάδες χρόνια τώρα: Ότι η απόσταση από
την αλήθεια στο ψέμα δεν είναι παρά ένα κατασκεύασμα του μυαλού. Το ψέμα μας
είναι η δική μας αλήθεια (κι' αν είναι ευχάριστο, τότε χαράς ευαγγέλια, διπλή
αλήθεια), βασικό υλικό στη συνταγή της ύπαρξής μας, χωρίς αυτό ο βίος είναι
αβίωτος. Αγαπητοί έγκριτοι καταλαβαίνω πως πρέπει με κάτι να βγάλετε το
μεροκάματο, μα βρείτε καλύτερα άλλο θέμα. Μη κουράζεστε ξοδεύοντας τις λέξεις,
τα πράματα είναι τόσο απλά: Είμαστε όλοι ψεύτες, μάς αρέσουν τα ψέματα και
πάντα θα τους κλείνουμε πονηρά το μάτι.
29
Σεπτ.
Κερκόπορτα (Χρονικό Ήττας)
Όλη
νύχτα δεν έκλεισε μάτι μα στριφογύριζε στο κρεβάτι με το αυτί καρφωμένο στην εξώπορτα. Άκουγε παράξενους
ήχους, άλλοτε τους νόμιζε βήματα, σα κάποιος ή κάποιοι ασθενείς του να
ανέβαιναν τα σκαλοπάτια, άλλοτε κουβέντες
έξω από τη πόρτα του - τι έλεγαν δεν μπορούσε να καταλάβει, άλλοτε του
θύμιζαν κροτίδες – μπορεί και πυροβολισμούς - ανάμικτα με χασμουρητά ασθενών
και τρίξιμο από άρβυλα που πιλαλούν στο πλακόστρωτο. Άλλοτε πάλι όλα ησύχαζαν
και το μόνο που άκουγε ήταν το ροχαλητό της κοιμισμένης πόλης, σταθερά
επαναλαμβανόμενο σαν επιθανάτιος ρόγχος,
που βάραινε τα βλέφαρά του, μα ο αχός της πόλης - όσο του επέτρεπαν να ακούσει τα διπλά τζάμια στα
παραθυρόφυλλα της κρεβατοκάμαρας - τα κρατούσε με το ζόρι ανοιχτά, το ίδιο και
οι θόρυβοι από το εσωτερικό του σπιτιού, η βρύση που έσταζε - πέντε φορές τις
μέτρησε, ο ηλεκτρικός πίνακας που έκανε ένα ανεπαίσθητο τρίξιμο σα
γουργούρισμα, το πιάτο που μετακινήθηκε μόνο του μια φορά στη πιατοθήκη της κουζίνας… Στη μακριά
βασανιστική νύχτα ήξερε πως όλα ήταν
πέρα για πέρα αληθινά και θέμα χρόνου να περάσουν το κατώφλι του. Προσπάθησε να
απωθήσει τις μαύρες σκέψεις στο καιάδα του ύπνου μάταια όμως, πριν ξημερώσει σηκώθηκε - δεν είχε λόγο να
παραμείνει κι’ άλλο ξαπλωμένος. Το πρώτο προγραμματισμένο ραντεβού της ημέρας
ήταν για τις οκτώ το πρωί. Ξάγρυπνο τον περίμενε μια δύσκολη μέρα αφού θα το
πήγαινε σερί μέχρι αργά το απόγευμα.
Στο
δρόμο όλα φαίνονταν ήσυχα - φαίνονταν ο ίδιος ήξερε πως δεν ήταν, το φως της
μέρας κουρτίνα από διάφανο βελούδο είχε κρύψει την αλήθεια της νύχτας και το
ίδιο έκανε κάθε μέρα.
Ως
πότε;
αναρωτήθηκε.
«Το
μυστικό για ένα καλύτερο και πιο βαθύ ύπνο…» διάβασε στη διαφημιστική λεζάντα
με τα φωτισμένα από νέον γράμματα που έβγαζαν μάτι.
Καλημέρα
γιατρέ.
Καλημέρισε
κι’ αυτός και μπήκε μέσα. Το ιατρείο απέπνεε αέρα περασμένης εποχής. Τα έπιπλα
ξύλινα, το μικρό γραφείο του από καρυδιά με τα σκόρπια χαρτιά - που θύμιζε
περισσότερο γραφείο δικαστικού επιμελητή σε επαρχιακό δικαστήριο παρά καθηγητή
πανεπιστημίου, η βαριά δρύινη σιφονιέρα με το πολύ βαθύ συρτάρι δίπλα στο
γραφείο, η εντυπωσιακή βιβλιοθήκη που έπιανε ένα τοίχο απ’ άκρη σ’ άκρη με
βιβλία ιατρικής ανάκατα με κορνιζωμένες οικογενειακές φωτογραφίες - πορτραίτα
και στιγμές χαράς με τη γυναίκα, τα παιδιά και τα εγγόνια του, οι τρεις
ταλαιπωρημένες σκαλιστές ροκοκό καρέκλες. Παραφωνία στη συγχορδία του ξύλου το
σιδερένιο κρεβάτι εξέτασης ασθενών με το
γαριασμένο παραβάν δίπλα του, συλλεκτικά κομμάτια από τον προηγούμενο αιώνα. Το
δάπεδο, ξύλινο κι’ αυτό, παρκέ με γεωμετρικά σχέδια μαρκετερί, μαυρισμένο από
τη χρήση. Ο τοίχος στο χρώμα της ώχρας, μάλλον από τη πολυκαιρία παρά από
επιλογή - σ' αυτόν είχε κρεμασμένα τα κορνιζωμένα πτυχία και τον όρκο του Ιπποκράτη.
Η
μέρα τέλειωσε το ταξίδι της μέσα στη νύχτα που βάραινε τη πόλη και τη καρδιά
του. Το τελευταίο ραντεβού κόντευε να τελειώσει.
…Θέλατε
έναν πιο βαθύ ύπνο αν κατάλαβα καλά.
Ναι
γιατρέ!
Αγαπητή
μου είσαστε άτυχη, μόλις τον πήρε ο προηγούμενος ασθενής… (ακούστηκε ένας
υπόκωφος θόρυβος σα να χτυπούσαν ξύλινη επιφάνεια) …μη δίνετε σημασία - από
κάτω μετακομίζουν…
Με
πρόλαβε εκείνος ο συμπαθής κύριος… Τον τυχερό!
Λυπάμαι.
Θα σάς ξαναδώ όπως είπαμε σε μια βδομάδα…
Άνοιξε
τη πόρτα με το ένα χέρι και με το άλλο ξεπροβόδισε την τελευταία ασθενή της
ημέρας. Έπειτα κοντοστάθηκε πίσω από τη κλειστή πόρτα να ακούσει τον
χαρακτηριστικό ήχο που κάνει του ασανσέρ όταν φτάνει στον όροφο, τα βήματα στο
κούφιο πάτωμα της καμπίνας όταν μπαίνει κάποιος μέσα, και μετά το γκουπ της
ασφάλειας και το μοτέρ που ξεκινάει. Όταν σιγουρεύτηκε ότι είχε κατέβει,
περίμενε να ακούσει και τον μεταλλικό ήχο που κάνει η κεντρική εξώπορτα όταν
κλείνει, προχώρησε σχεδόν συνωμοτικά
προς τη σιφονιέρα.
Έχει
τρελαθεί ο κόσμος!
μονολόγησε.
Κι'
ας ήτανε μόνος, κοίταξε ανήσυχος τριγύρω σα κάποιος που φοβάται ότι τον
παρακολουθούν.
Εδώ
τους έχω, κλεισμένους για πάντα!
είπε
θριαμβευτής.
Στη
σιφονιέρα ξεκλείδωσε το συρτάρι και το άνοιξε. Τα μάτια του γουρλώσαν σα να
αντίκριζε κρυμμένο θησαυρό και πάντως κάτι πολύτιμο.
Όλοι
οι συνομήλικοι συνάδελφοί του είχαν συνταξιοδοτηθεί μα εκείνος επέμενε στις
επάλξεις με τα τρόπαια μιας ζωής αφιερωμένης στο συνάνθρωπο που με κόπο και
θυσίες είχε φυλακίσει και φύλαγε σαν κόρη οφθαλμού. Αλλά οι καιροί είχαν
αλλάξει και όλα φαίνονταν μάταια, οι ίδιοι οι ασθενείς ζητούσαν - όχι γιατρικό
μα - αναισθητικό και λησμονιά. Αυτός παρέμενε πιστός στον όρκο του.
Θα
σας κρατήσω μακριά τους ακόμα κι' αν χάσω και τον τελευταίο ασθενή μου! Δεν θα
κάνω τη χάρη στους τρελαμένους…
απευθύνθηκε
στο περιεχόμενο του συρταριού λες και βρίσκονταν μέσα σ’ αυτό πλάσματα με
αυτιά, πάντως - αν και βαθύ - άνθρωποι δεν χωρούσαν.
…Βγείτε
έξω αν σας βαστάει τώρα που μείναμε οι δύο μας. Ο γέρο-γιατρός δεν το βάζει
κάτω!
Εκείνη
τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι και η πόρτα άνοιξε - κατάλαβε ότι δεν την είχε
κλείσει καλά, ίσως να την είχε ξεχάσει ανοιχτή. Πίσω από το πορτόφυλλο
εμφανίστηκε δειλά το κεφάλι μιας γυναίκας. Ήταν η τελευταία ασθενής του.
Γιατρέ!
Ευτυχώς που δεν φύγατε. Ξέχασα τα κλειδιά του αυτοκίνητου.
Εκείνος
έμεινε αποσβολωμένος, ίδια κολώνα πάγου. Έκανε να κλείσει το συρτάρι μα ήταν
αργά.
Η
ματιά της έπεσε στο περιεχόμενό του, το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο και
άρχισε να φωνάζει έξαλλη.
Μου
είπατε ψέματα! Ντροπή σας! Τι σόι γιατρός είσαστε εσείς που κοροϊδεύετε τους
ασθενείς σας;…
Πολύ
αργά εκείνη τη μέρα οι πιο βαθιοί ύπνοι δραπέτευσαν από το συρτάρι. Είχε
φυλακίσει τόσους πολλούς που γρήγορα γέμισαν ασφυκτικά το ιατρείο, ύστερα το
κλιμακοστάσιο, το ασανσέρ, από την κεντρική εξώπορτα βγήκαν στο πεζοδρόμιο κι’
από κει στους δρόμους, στις πλατείες, σε μαγαζιά, σε σπίτια… πόρτα πόρτα άλωσαν όλη τη πόλη.
12 Οκτ.
Τεμπέλιασα…
μα δε πειράζει, είναι ωραία η τεμπελιά. Κι όσο πιο πολύ τεμπελιάζω τόσο πιο
κουρασμένος νοιώθω, τόσο πιο γρήγορα φεύγει ο χρόνος σα χαλί κάτω απ’ τα πόδια
μου. Κι’ ας φεύγει – τι μυστήριο! – είναι πάντα εδώ, φίλος μου, να
κουβεντιάζουμε τετ α τετ με τις ώρες αυτά που άλλοι νομίζουν περιττή πολυτέλεια
μα για μάς δεν είναι. Νοιώθει, μου εκμυστηρεύεται ανάμεσα στ' άλλα, μεγάλη
μοναξιά. Όλοι τον αποφεύγουν. Κι' ας μιλάνε συνέχεια όλοι γι’ αυτόν, είναι –
λένε - αυτός ο φταίχτης για όλα. Τι φταίει αλήθεια ο φίλος μου για δεινά μας;
Κι’ εντάξει για το ότι βαραίνει τη καμπούρα μας ας πούμε ότι φταίει, κάποτε
νέους μάς πλάνεψε πως ουδέποτε θα συμβεί. Μα για τα μυαλά που κουβαλάμε; Ο
χρόνος φταίει γι’ αυτά; Γιατί αυτά είναι το πρόβλημα. Στη ζωή πορευόμαστε κατά
τα μυαλά μας, αν αυτά δε μάς σερβίρουν…
Θα σκεφτείτε πως περιαυτολογώ, ίσως εκλάβετε τα λεγόμενά μου ως απόπειρα
αυτοκριτικής - και δεν θα’ χετε άδικο. Όπως και να’ χει τεμπέλιασα και το
ημερολόγιό μου ανάσανε, μα είχα την ευκαιρία να τριγυρίσω στα στέκια της κάτω
πόλης όπου κάτι γίνεται - γιατί εδώ πάνω όπου διαβιώ είναι φορές που νοιώθω πως
δεν γίνεται τίποτα κι’ αυτό με πνίγει. Τα ίδια και τα ίδια μάς πρήξατε τ’
αρχίδια… φωνάζαμε απηυδισμένοι το πάλαι ποτέ στο γέρικο κατεστημένο, κι’ ας μη
ξέραμε ποιο διαφορετικό από τα ίδια θέλαμε, ψυχανεμιζόμαστε ότι υπάρχει και
διψούσαμε να το ζήσουμε. Τότε βέβαια το ταυτίζαμε με τον καινούργιο υπέροχο
κόσμο που ξανοίγονταν μπροστά στα μάτια μας… Κι’ αν ο κόσμος εκείνος ήταν της
φαντασίας μας, το διαφορετικό ουδέποτε έπαψε να είναι τροφή για τη καρδιά και
το μυαλό. Θα μου πείτε η επανάληψη είναι μήτηρ της μαθήσεως, κάτι τέτοια μάς
μαθαίναμε και στο σχολείο - με τα μυαλά που κουβαλάω το είχα ξεχάσει.
Στα
στέκια της πόλης λοιπόν γίνονται πολλά κι’ ενδιαφέροντα. Άκουσα μουσικές
διάφορες από νέους μουσικούς με την αύρα της νιότης, ευαίσθητες, αισθησιακές,
ταξιδιάρικες, και – κυρίως - είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω, για άλλη μια
φορά, το ανεβασμένο επίπεδο – τεχνικό και ερμηνευτικό – της μουσικής σκηνής
σήμερα. Όλους όσους άκουσα, παρά τις τυχόν επί μέρους αδυναμίες τους - είχαν
κάτι να πουν, καθένας με τον τρόπο και το στυλ του, όλοι ευφράνανε τ’ αυτιά
μου. Αναλογίζομαι τα εργαλεία και τις δυνατότητες που προσφέρονται σήμερα στους
νέους φερέλπιδες μουσικούς και απέχουν παρασάγγες μπροστά από τα μηδαμινά που
είχαμε εμείς κάποτε, όμως ταυτόχρονα αναγνωρίζω - και κυρίως ακούω - τη σκληρή προσωπική δουλειά που κρύβεται
πίσω από τα παιξίματά τους. Γιατί χωρίς δουλειά τα εργαλεία και οι δυνατότητες
παραμένουν δώρον άδωρον. Και ποιος τα λέει αυτά παρακαλώ: Εγώ, ένας συνειδητός
τεμπέλης! Δικαιολογημένα θα πείτε οι
περί τα μουσικά αδαείς: Δε σε πιστεύουμε κύριε, ο πρότερος ανέντιμος βίος σου –
μα φευ και ο τωρινός – σε καθιστούν αναξιόπιστο, τι μπορείς να καταλάβεις εσύ
από δουλειά… Το ίδιο φαντάζομαι θα πουν και οι περί τα μουσικά
αυτοδιαφημιζόμενοι σπουδαίοι, κυρίως αυτοί. Αυτοί που μπερδεύουν τη μουσική με
το χαβαλέ, οι «εντάξει μωρέ…», αυτοί που θεωρούν ως κάτι φυσικό να ταλαιπωρούν οι
άλλοι τ' αυτιά τους απλώς και μόνον επειδή είναι οι ίδιοι ωραίοι! Γιατί πλάι στην ανεβασμένη μουσική σκηνή που
σας έλεγα ευδοκιμούν και οι ντραγκαντρούγκες, και, για να μη παρεξηγηθώ, δεν
έχω κάποιον συγκεκριμένα κατά νου. Είναι η απαιδευσιά τους; Η έλλειψη
αυτογνωσίας; Το μεγάλο ακροατήριο που παραμένει μουσικά στην εποχή των σπηλαίων
και καταπίνει τα πάντα; Η κρίση και η ανάγκη που αυτή γεννάει για το
κουτσουρεμένο μεροκάματο; Αυτό το τελευταίο να πέφτει – λένε - και λίγοι θα
καταλάβουν…
19-21
Οκτ. (Άνδρος)
Έβλεπα
τον συννεφιασμένο ουρανό και αναλογιζόμουνα αν θα μας έκανε ο καιρός τη χάρη.
Μικροσκοπικά σταγονίδια θάμπωναν τα γυαλιά μου και μια γλυκιά του ταξιδιού
αρμύρα απίθωναν στα χείλια. Όλες οι αποχρώσεις του μπλε και του γκρίζου ένωναν
εις σάρκα μία ουρανό και θάλασσα όπου έπεφτε το μάτι μέχρι την άκρη του
ορίζοντα και τις γύρω βραχονησίδες. Αντιανεμικό δεκανίκι μου η κουπαστή και τα
τουρλωτά κωλομέρια της νέας δίπλα μου με τα σαν αλόγου χαίτη μαλλιά που
ανακάτευε ο αέρας κουβάρι μπερδεμένο από γινάτι που - τι κι' αν ήθελε - δεν
μπορούσε να τη κάνει δική του. Φιλόδοξος περιπατητής και πάντα ταξιδιώτης
σκεφτόμουνα το πρώτο βήμα στο εμφανώς καλοπερπατημένο και σηματοδοτημένο
μονοπάτι που αίφνης ξανοίγονταν - πεδίο δόξης λαμπρό - πλάι μου, όταν με
διπλάρωσε από την άλλη ο εγκάρδιος φίλος και συνοδοιπόρος στη κοινή προσπάθεια:
Καλό εεε; Καλό… Ανταλλάξαμε κουβέντα, σαν από πριν συνεννοημένοι, μια και πλέον
διάγουμε την εποχή του καλού σε ελεύθερη πτώση με γενναίες εκπτώσεις και όλα
μάς φαίνονται καλά. Κι’ επειδή η θαλασσινή αύρα
περόνιαζε αφήσαμε τους αέρηδες για την υπήνεμη μεριά του καταστρώματος. Στο
νέο πόστο άλλη Κίρκη αντίκρυ, ξανθομαλλούσα με κύματα φτυστά με της θάλασσας
αυτή και τον υπολογιστή αγκαλιά – μια ζεστή αγκαλιά πεθύμησα καταμεσής στο
πέλαο και γω ο μαγκούφης - με ταξίδεψε στα φοιτητικά μου χρόνια φοιτήτρια γαρ
και δη νομικής. Θα μπορούσε να ήταν η κόρη μου μα και κόρη κάποιου άλλου… Είναι
φορές τελευταία που ανώφελες σκέψεις τριβελίζουν το μυαλό μου και φρενάρουν
κάθε πολλά υποσχόμενη, έτσι θέλω να πιστεύω, αρχή. Ευτυχώς που ο άλλος φίλος,
αρχηγός και οργανωτικός νους της αντροπαρέας στο κοινό εγχείρημα, με έβγαλε –
να είναι καλά - από σκέψεις και διλήμματα: Μισή ωρίτσα ακόμα… Μισή ωρίτσα
υπομονή και θα γυρνούσαμε σελίδα από τη βασανιστική αναμονή και τη στείρα
αναπόληση στη δράση - να’ τος και ο έτερος Καππαδόκης, τέταρτος και τελευταίος,
με τη φωτογραφική μηχανή ανά χείρας πανέτοιμος να την απαθανατίσει… Περιπατητές
του Μπρανκαλεόνε σε λάθος μέρος, λάθος καιρό, λάθος χρόνο, λάθος στόχο - όλα
λάθος στα μάτια μου ήταν – σε νέες ξεκαρδιστικές περιπέτειες. Ανδρείοι τρέμετε!
Ερχόμαστε.
Πόσο
λάθος ήμουνα… το εγχείρημα στέφθηκε από πλήρη επιτυχία! Η κατάκτηση της υψηλότερης κορυφής των Ανδρείων έγινε
γεγονός αναμφισβήτητο - υπάρχουν φωτογραφικά ντοκουμέντα για τους άπιστους
Θωμάδες και του λόγου το αληθές. Η ποθητή Κουβάρα – όνομα και δαύτο! – έπεσε
σαν ώριμο φρούτο στην αγκαλιά μας. Μάς περίμενε εκεί ψηλά στη μοναξιά της
κορυφής με σκέλια ανοιγμένα και αντικείμενο του πόθου ορθάνοιχτο! – θα
επαναλάβω υπάρχουν φωτογραφικά ντοκουμέντα για τους άπιστους Θωμάδες και του
λόγου το αληθές. Ούτε η κακοκαιρία, ο παγωμένος αέρας που φύσαγε ασταμάτητα σα δαιμονισμένος και η πνιχτή
ομίχλη που μας ανάγκαζε να πηγαίνουμε βήμα σημειωτόν στα τυφλά, ούτε το δύσβατο
και κακοτράχαλο ανηφορικό μονοπάτι - δίπλα στο γκρεμό που έκοβε την ανάσα - και
τα αμέτρητα μοχθηρά σκαθάρια να καραδοκούν σε κάθε μας βήμα, στάθηκαν ικανά να
κάμψουν την χαλύβδινη θέλησή μας. Αχ Κουβάρα, γλυκιά Κουβάρα τι τραβήξαμε…
λιώσαμε για σένα! Σάρκα, ιδρώτας και σπέρμα ενώθηκαν σ’ ένα τρελό πυρρίχιο
χωρίς σταματημό στη γιορτή της κατάκτησης. Όταν κάποτε η κούραση κατάφερε τα
αλύγιστα γόνατά μας η γιορτή συνεχίστηκε στο ράντσο του Ανδρείου καουμπόυ Κιόση
με αρνάκι λουκούμι αργοψημένο στη λαδόκολλα και γλυκόπιοτο καπερνιέ – τοπική
ποικιλία του νησιού.
Ο
γυρισμός αφήνει τη μελαγχολία ελεύθερη να τρυγάει καρδιά και νου. Εκεί στο
κατάστρωμα, καθισμένος στη πλαστική καρέκλα του γύφτου, παρατηρούσα τα σημάδια
της στις φάτσες των συνοδοιπόρων φίλων – ανάμικτα με ιλαρότητα - και σ' αυτές
των συνταξιδιωτών. Από παιδί φανταζόμουνα τη μελαγχολία σα τη Μάγια τη μέλισσα
- να πετάει από κεφάλι σε κεφάλι και με το τσίμπημά της να μεταδίδει την οικεία
γλυκόπικρη διάθεσή της στους ανθρώπους, χώρο να βρίσκει σε σιωπή και αναπόληση.
Μα αυτά που έχουμε στη σκέψη, πόσο μάλλον στη φαντασία μας, σπάνια – για να μη
πω ουδέποτε - είναι έτσι. Στο γυρισμό των Ανδρείων η μελαγχολία ήταν συνώνυμη
μοναχά με την ιλαρότητα. Θα μου πείτε: γιατί ντε και καλά θα πρέπει οι άνθρωποι
να είναι μελαγχολικοί; Ή: και που ξέρεις εσύ όλοι αυτοί αν έρχονται ή
πηγαίνουν; Αυτά πηγαινοέρχονταν στο μυαλό μου βλέποντας το τρίο απέναντι μου.
Σ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού ο ένας είχε γείρει δίπλα στο αυτί του άλλου και
κάτι πολύ ενδιαφέρον του ψιθύριζε ενώ ο άλλος άκουγε, ή έκανε πως άκουε,
κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι με το ίδιο χαμόγελο σα καρφιτσωμένο συνέχεια
στο πρόσωπό του. Δίπλα του μια λιπόσαρκη μικροκαμωμένη κυρία, απομεινάρι παιδί
της εποχής των λουλουδιών, έστριβε συνέχεια τσιγάρα και έδινε πότε στον ένα, πότε
στον άλλο, συμμετέχοντας στη κουβέντα μονολεκτικά με τρεις μόνο λέξεις: έτσι,
ακριβώς, μπράβο. Ποιο το θέμα του μονόλογου δεν μπορούσα να ακούσω - αν και
πολύ θα ήθελα, γι' αυτό άφησα ελεύθερη τη φαντασία να ταξιδέψει παρέα με τη
θαλασσινή αύρα κι' ένα περίεργο - σα και
μένα - γλάρο που κρυφάκουγε πάνω απ' τα κεφάλια μας. Ήταν λοιπόν ο απατημένος
Ανδρείος σύζυγος που εξιστορούσε στο συμπατριώτη του και συνταξιδιώτη το
παράπονό του και είχε αποφασίσει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του για να
δώσει ένα καλό μάθημα στην άπιστη. …Στα ώπα ώπα την είχα και έβγαλε τα μάτια
της μ' εκείνο τον χασομέρη Αθηναίο περιπατητή… / Έτσι / …τέλειωσαν οι αγάπες
και τα λουλούδια - είμαι καλός μέχρι μαλακίας αλλά μέχρι να μου πατήσεις τον
κάλο… / Ακριβώς / …θα της δείξω εγώ της καριόλας… / Μπράβο! Τον φανταστικό μονόλογο άφησε στη μέση ο
φωτογράφος μας που ήρθε προς το μέρος μου. Φυσάει εκεί, εδώ είναι καλύτερα…
είπε και κάθισε δίπλα. Τη προσοχή μας τράβηξε ένας σκυλοκαυγάς στο παραδίπλα
κάθισμα. Κύριε γιατί δεν μαζεύετε το ζωντανό; / Μη φοβόσαστε δεν δαγκώνει… Μια
ξανθιά μικρομάνα, μάλλον από χώρα της
Ανατολικής Ευρώπης, τάιζε με το μπιμπερό το μωρό της στο καρότσι μάλλον
βαριεστημένα – σίγουρα κάτι πιο ενδιαφέρον θα σκέφτονταν. Παραπέρα δύο γύρω στα
σαράντα σηκώθηκαν από τις καρέκλες τους κουνάμενες σεινάμενες για αλλού - τις
εγκωμίασε εύστοχα ο φίλος μου και συμφώνησα - έφυγε κι' αυτός με τον σκύλο. Το
τρίο απέναντι μας παρέμενε μέχρι τη Ραφήνα στη θέση του βράχος.
28 Οκτ.
57
χρόνια έκλεισα σήμερα, δεν είναι και λίγα, μα εδώ ισχύει όσο λιγότερα τόσο
καλύτερα. Οι φίλοι που με ανέχονται τόσα χρόνια – δεν αναφέρω τη γυναικούλα
μου, αυτή έχει αγιοποιηθεί – κατέφθασαν με γλυκά και βιβλία ανά χείρας. Με
νομίζουν γλυκατζή ή μήπως το απαιτούσε η μέρα να με γλυκάνουν; Όσο για τα
βιβλία, πιθανόν να εκπλήσσονται μα έχω διαρρήξει τους δεσμούς μου με το
διάβασμα πάνω από πέντε δεκαετίες, αφού από τα μικρά μου προτιμούσα το παιχνίδι
και τη γύρα. Μου έφεραν και κρασιά, πολλά κρασιά, να πιω να ξεχάσω. Γιατί στα
γενέθλια, αντίθετα με ότι νομίζει ο πολύς κόσμος, γιορτάζουμε τον χρόνο που μάς
μένει και όχι τον σβησμένο στα φυσοδαρμένα κεράκια. Κάποτε τα γενέθλιά μου
περνούσαν απαρατήρητα, πρώτα από μένα τον ίδιο – είχα φαίνεται με άλλα καλύτερα
ν’ ασχοληθώ, τα θυμόντουσαν μόνο οι γονείς μου. Πάει καμιά δεκαετία – να’ ναι
τυχαία άραγε η χρονική συγκυρία; - που τα πράγματα αντιστράφηκαν και τα θυμάμαι
πρώτος εγώ, θύμηση - και υπόμνηση μαζί - του αναπόδραστου που ζυγώνει, ένα
ξυπνητήρι που βαράει άπαξ κάθε χρόνο και πνίγω το κουδούνισμά του στον αχό της
γιορτής - άλλοι κάνουν το ίδιο σ' αυτόν της σκοτούρας. Όπου κι αν προτιμάει ο
καθένας, τα κρασιά δεν πάνε χαμένα.
5 Νοε.
Μπορεί
ο πόθος για έρωτα να σε τραβήξει από το τέλμα και την ανυπαρξία στον ουρανό;
Μπορεί! Μα μπορεί να επιβιώσει αγνοώντας τις συμβάσεις της κοινωνίας και τα
πρέπει της; Όχι… Αυτό μας λέει με γοητευτικό τρόπο ο Σιμό σε μια εξίσου
γοητευτική παράσταση του Θεάτρου Τέχνης. Η νουβέλα «Η Λίλα λέει» συνεχίζει στα
λαμπρά βήματα της παράδοσης του ερωτισμού των Γάλλων λογοτεχνών και η μεταφορά
της στο θέατρο ευτύχησε στα χέρια άξιων συντελεστών. Χώρος που εκτυλίσσεται μία
παιδική χαρά – σκουπιδότοπος στο γκέτο κάποιου Παρισινού προάστιου. Πρόσωπά της
ένα ζευγάρι: η έφηβη Λίλα, ξανθός άγγελος με γλώσσα πουτάνας, και ο -
συνονόματος με τον συγγραφέα - Σιμό, νεαρός Αραβικής καταγωγής χωρίς δουλειά,
χωρίς λεφτά, χωρίς όνειρα, χωρίς ελπίδα. «Πάει, κόλλησε η ζωή… Μα από πού
ξεφύτρωσε αυτό το κορίτσι; Ζούσε πάντα ανάμεσά μας; Πώς κατάφερε να ανθήσει
μέσα σε τόση βρώμα; Το πρόσωπό της, σαν φως μες στο σκοτάδι, τα μαλλιά της
ξανθά, σαν χρυσαφένιο στάρι, η φωνή της άνεμος που αναστατώνει τα λιβάδια την
Άνοιξη, μια φωνή που θα την ακολουθούσα ως το τέλος του κόσμου, μια φωνή που σε
πονάει χωρίς να το θέλει, που σε κάνει να πιστεύεις στα θαύματα.» «Θες να δεις
το μουνί μου;» τον ρωτάει εκείνη. Σοκ. Ο Σιμό δεν πιστεύει στ' αφτιά του. «Να
σου πάρω μια πίπα; Χθες το βράδυ τσιμπουκωνόμουνα μπροστά σ' έναν καθρέφτη, μ’
αρέσει να με βλέπω να παίρνω πίπα. Θέλω να πάω με 100 άνδρες μαζί…» «Πώς
γίνεται ένας άγγελος να μιλάει τόσο πρόστυχα; Είναι στιγμές που φοβάσαι ότι οι
λέξεις θα πληγώσουν τα χείλη της… αλλά όχι, περνάνε απαλά, σαν καλοκαιρινό
αεράκι». Η Λίλα «λέει τα πιο ακραία πράγματα απλά, απαλά, σαν αναγγελίες
πτήσεων που δε θα προσγειωθούν ποτέ» δίνει νόημα στην άχαρη ζωή του, γίνεται η
μούσα του. Κι εκείνος αρχίζει να γράφει. «Είμαι σαν κασετοφωνάκι» ομολογεί.
Άλλοτε οργίζεται «δεν μασάω, αν και μέσα μου τρέμω…», άλλοτε πονάει «θα ’θελα η
νύχτα να έβγαζε δόντια και να με κατάπινε», η Λίλα του δίνει φτερά, αφήνει τη
φαντασία του αχαλίνωτη. Πιο πολύ μπερδεύεται, ζηλεύει, καβλώνει. Είναι τρελός
για έρωτα: «η Λίλα είναι ευλογία… είναι το μεγάλο δώρο του γενναιόδωρου
ουρανού». Ποίηση και ζόφος γίνονται κουβάρι με εργαλείο λέξεις -μαχαίρια
κοφτερά, πιο αθώες δεν γίνεται. Γιατί ο δρόμος για τ' αστέρια περνάει μέσα απ'
τη θυσία…
7
Νοε.
Βόλος,
Παρασκευή 6 Νοεμβρίου ώρα 4 το απόγευμα στο Pettit fleur συνοδεία τούρτας
σοκολάτα, ροφήματος σοκολάτα με άρωμα κανέλλα πιπέρι και καυτερή πιπεριά, και
απαλής jazz. Με κοίταξε στα μάτια με ύφος σοβαρό: «Δεν υπάρχει περίπτωση να
καβαλήσω γάιδαρο που πετάει». Λογικό - οι γάιδαροι δεν πετάνε, σκέφτηκα. Μα
ήξερα πως δεν εννοούσε αυτό. Δεν επρόκειτο να καβαλήσει γάιδαρο που πετάει και
κυριολεκτούσε! Κι' αν υπάρχουν ιπτάμενοι γάιδαροι; Μπορεί. Θα ήμουνα ο
τελευταίος στο κόσμο που θα κοφτόμουνα περί του αντιθέτου. Κι' αν είναι έτσι,
μόνο χτες - είχε καβαλήσει μια ντουζίνα γαιδάρους. Το είδα με τα μάτια μου.
Ιπτάμενοι ήταν. Όλοι. Πετούσαν ψηλά, πολύ ψηλά, πιο ψηλά κι από τα αεροπλάνα.
Το απολάμβανε. Μαζί της κι εγώ. Το ύφος μας δεν είχε ίχνος σοβαρού. Δεν μάς
απασχολούσε να πείσουμε για την επιλογή μας, ούτε το ίδιο τον εαυτό μας. Ήταν
τόσο φυσικό. Σα την ανάσα. Είναι τόσο φυσικό να πετάς στον ουρανό με τον
άνθρωπό σου, ακόμα και πάνω σ' ένα γάιδαρο. Μα τώρα με κοιτούσε στα μάτια: Πες
μου πως ήταν ψέμα. «Ναι αγάπη μου, ψέμα ήταν». Να πάει το τώρα στο καλό και να
μη ξαναγυρίσει. Αρκεί να ήμαστε οι δυο μας καλά. Το ύφος της μαλάκωσε. Η
σιδερόφραχτη πανοπλία του θρυμματίστηκε καταγής με εκκωφαντικό θόρυβο. Ήταν
τόσο εκκωφαντικός - περισσότερο και από τη σιωπή - που έφτασε στ αυτιά μας εκεί
ψηλά πάνω απ' τα σύννεφα. Και ο γάιδαρος μάς πήγαινε…
11
Νοε.
…Έχεις και συ τέτοια προβλήματα; με ρώτησε ο
καλός συνάδελφος. Και ποιος δεν έχει; στη καμπούρα μας μόνο προβλήματα, μικρά ή
μεγάλα, πραγματικά ή όχι, ουδέποτε θα εκλείψουν… (είπα για να τον παρηγορήσω)
…Μα δεν με απασχολούν τα προβλήματά μου αλλά η επίλυσή τους. Μεγάλε! αναφώνησε
ο συνάδελφος κι εγώ συνέχισα ακάθεκτος. Η ερώτηση πρέπει να επαναδιατυπωθεί ως
εξής: τι κάνεις για να επιλύσεις τα προβλήματά σου; Γιατί αν δεν κάνεις,
προβλήματα δεν έχεις - όλα στη ζωή σου είναι ανέφελα!… (με κοίταξε προσπαθώντας
να καταλάβει αν μιλούσα σοβαρά ή έκανα πλάκα - και μάλλον δεν αστειευόμουν) …Το
λέω και το εννοώ: γιατί να χαλάμε τη καρδιά μας για κάτι που έχουμε αποδεχτεί;
Κι’ αν δεν λύνονται; έκανε ρελάνς ο καλός συνάδελφος. Ε τότε απευθυνόμαστε στο
Θεό να μας βοηθήσει! Αλλά και πάλι ποιος ο λόγος να προβληματιζόμαστε αφού δεν
λύνονται; δεν απομένει παρά να σφίξουμε τη καρδιά και να το πάρουμε απόφαση.
Ακόμα δεν είχε καταλάβει - το έβλεπα στα μάτια του - αν μιλούσα σοβαρά. Το
παράξενο ήταν πως ούτε εγώ είχα καταλάβει – δεν ήξερα αν μιλούσα σοβαρά ούτε κι
εγώ ο ίδιος! Η συζήτηση φάνηκε να εξαντλείται και αλλάξαμε θέμα.
13
Νοε.
Με
τα ντουβάρια ουδέποτε τα πήγαινα καλά. Κι’ αν με πετροβολάνε και πίσω από
ντουβάρι τρέχω να καλυφτώ, είναι από ανάγκη. Πάντα μου άρεσαν τα περαστικά, τα
φευγαλέα, αυτά που έρχονται και πάνε για να ξανάρθουν ωραιότερα, να ξαναφύγουν,
να ξανάρθουν… Κι ας κατάλαβα μεγαλώνοντας ότι τα ντουβάρια θα μείνουν εδώ,
αδιάψευστοι αυτόπτες μάρτυρες της φθαρτότητάς μας. Να ναι καλά και πάντα εδώ να
θυμίζουν στους επερχόμενους τα μεγαλεία μας, η ευχή μου. Τα οικόπεδα όμως, αυτά
με το χώμα και τα δέντρα πάνω τους που καρπίζουν, έχουν κάτι το ξεχωριστό,
εξασκούν – τολμώ να πω – μίαν έλξη. Στους περισσότερους που γνωρίζω. Τους
καταλαβαίνω - στο ίδιο οικόπεδο όλοι περνάμε την ώρα μας κι’ άμα κάποτε
ξεκουμπιστούμε σ’ αυτό θα καταλήξουμε, μα δεν συμμερίζομαι τον οικοπεδοέρωτά
τους. Θα ενώσω τη φωνή μου με το πέρασμα του χρόνου προς δόξα του εφήμερου:
Πάτσα Μάμα είσαι το σπίτι μας, το αποκούμπι μας… να σε αφήσουμε και λίγο στην ησυχία σου…
16
Νοε.
Αν
η μικρή κορασίδα μου δεν γίνει επιστήμων να ανοίξει η γης να με καταπιεί! Τι θα
πω στη μαμά μου (ευτυχώς ο μπαμπάς εγκατέλειψε τα εγκόσμια χάλια μας), στη
πεθερά μου (ευτυχώς - και πάλι - πεθερούλη μου που δεν θα μας βλέπεις), στους
θείους, στις θείες, στα ξαδέρφια, στη κουνιάδα, στο μπατζανάκη μου, στους
άλλους συγγενείς, στους γνωστούς, στους φίλους… με τι μάτια θα τους αντικρύσω;
Μα πριν απ’ όλους πως θα αντικρύσω την ίδια τη μάπα μου στο καθρέφτη; Απέτυχες
μαλάκα! θα του πω. Και θα τον σπάσω! Και βέβαια ο δύσμοιρος καθρέφτης δεν θα
φταίει για τα καμώματα της κορασίδας μου, εγώ θα φταίω - άντε, λίγο και εκείνη
που δεν κατάλαβε το καλό της - μα αυτός θα το πληρώσει. Γιατί τα παιδιά μας
είναι καθρέφτης του εαυτού μας και αντικατοπτρισμός των επιθυμιών μας, των
ανασφαλειών μας, των ματαιωμένων ονείρων και απωθημένων μας. Υπερβάλλω, θα πουν
κάποιοι, μα έτσι είναι. Η ζωή τους είναι συνέχεια της δικιάς μας στο ίδιο σώμα
- σα να μη κόπηκε ποτέ ο ομφάλιος λώρος, το μυαλό τους μυαλό μας, η καρδιά τους
καρδιά μας, η ευτυχία τους ίδια η δικιά μας, τα φτερά τους το ίδιο ανοιχτά ή
ψαλιδισμένα με τα δικά μας… Μου έρχεται να βάλω τα κλάματα - δεν υπάρχει
ελπίδα. Μα τώρα που το καλοσκέφτομαι, ευτυχώς - για μένα - υπάρχει. Η κορασίδα
μου, αν οι μαύρες σκέψεις μου δεν είναι αποκύημα αχαλίνωτης φαντασίας, δεν έχει
άλλη επιλογή από το να γίνει επιστήμων σαν τον μπαμπά της. Ουφ! Τα παραπέρα
λίγο με σκοτουριάζουν. Κι’ αν είναι ξύλο απελέκητο (λουστραρισμένο) ή τούβλο
(περιωπής) - ο αυριανός σκυφτός ανθρωπάκος - ακόμα λιγότερο με στεναχωρεί. Έχει
ο θεός…
17
Νοε.
Εκατόν
τριάντα σκοτωμένοι κι' άλλοι τόσοι να ψυχορραγούν ο απολογισμός της
μισαλλοδοξίας στο κέντρο του Παρισιού. Ανυποψίαστοι και άτυχοι μαζί, δεν τους
έπρεπε τέτοια μοίρα - σε κανένα δεν έπρεπε τέτοια μοίρα, oύτε στους
κομματισμένους άμαχους από τις μπόμπες των «πολιτισμένων»… Αυτό το ματοβαμμένο
σήριαλ καλά κρατεί και δεν θα τελειώσει ποτέ. Ποιος άνοιξε τον ασκό του Αιόλου
στο τελευταίο επεισόδιο που παρακολουθούμε; Μήπως τα συμφέροντα και η απληστία;
Τι αποκοίμισε το μυαλό, πέτρωσε τη καρδιά και όπλισε το χέρι των δραστών
καμικάζι; Πόσο απελπισμένος και αποκλεισμένος από τη ζωή μπορεί να νοιώθει
κάποιος για να γίνει κατά συρροή εν ψυχρώ ψυχρός δολοφόνος προτού τινάξει τα
μυαλά του; Μέχρι το επόμενο επεισόδιο οι διαφημίσεις παίζουν νέες σταυροφορίες
- υπερπαραγωγές κατά των απίστων ρίχνοντας νερό στο μύλο της μισαλλοδοξίας. Κι’
ας γίνανε στο όνομα του θεού τα μεγαλύτερα εγκλήματα. Ποιος αληθινά νοιάζεται;
Κάποιοι παίζουν με τα στρατιωτάκια εκ του ασφαλούς – έτσι νομίζουν, αντί ν’
ασχοληθούν με την εξάλειψη των αιτιών που γεννάνε τέτοια φαινόμενα. Είναι αυτοί
που πάντα μπλέκουν τον σταυρό με τη κουτάλα…
Μέχρι το επόμενο επεισόδιο ας κρατήσουμε ενός λεφτού σιγή στη μνήμη των
θυμάτων στο μακελειό του Παρισιού, μα και της Συρίας, του Ιράκ, της Λιβύης…
18
Νοε.
Υπάρχουν
υποβαθμισμένα μέρη, υπάρχουν και υποβαθμισμένοι άνθρωποι που κατά τρόπο
περίεργο σπάνια μνημονεύονται λες και το υποβαθμισμένο περιβάλλον τούς ρουφάει
βαθιά στο σκοτεινό εντός του να μη ξαναδούν φως. Το περιβάλλον φταίει για την
υποβάθμισή τους ή οι ίδιοι, υποβαθμισμένοι όντες, το έκαναν σαν τα μούτρα τους;
Ανώφελη η απάντηση όποια να' ναι. Μα έλα που μπόλικοι από το σινάφι τους
διαβιούν πλουσιοπάροχα σε καλά μέρη! πως εξηγείται; Αυτοί δεν ξέρουν ότι είναι
υποβαθμισμένοι… μήπως οι άλλοι - είμαι σίγουρος πως - το ξέρουν; Κι' αν δεν το
ξέρουν, το υποψιάζονται - η «υποψία» είναι λέξη κλειδί - οι «πλουσιοπάροχοι»
δεν έχουν πάρει μυρουδιά! Μου φάνηκε πως είχα δίκιο. Την επομένη βγήκα στη
γύρα, σα λαγωνικό που οσμίζεται κυνήγι, σε άγρα υποβαθμισμένων. Κοιτούσα μοναχά
τα μάτια των ανθρώπων, ήθελα να τους ξετρυπώσω από το λαγούμι χωρίς να
επηρεαστώ από την εμφάνισή τους ή το περιβάλλον, και να διαπιστώσω τον βαθμό
αυτογνωσίας τους: καταλάβαιναν οι ίδιοι, έστω τόσο δα, πόσο πολύ ή λίγο υποβαθμισμένοι
ήταν; Κι' αν δεν είδα μάτια… έλειωσα τις
σόλες μου απ' το περπάτημα. Ε σάς πληροφορώ πως οι υποβαθμισμένοι είχαν
εξαφανιστεί!
23
Νοε.
Ο
μύθος λέει πως ο Αχμάντ Φαντίλ παράτησε το σχολείο για να δουλέψει σε
βιντεοκλάμπ να βγάλει λεφτά και να κάνει πολλά τατουάζ. Παρότι μουσουλμάνος,
έπινε, άρχισε να παίρνει ναρκωτικά και να 'χει τραβήγματα με τους μπάτσους. Τι
θα είχε συμβεί αν η μητέρα του Αχμάντ, απηυδισμένη από τα καμώματα του γιόκα
της, δεν τον είχε στείλει σε μια ισλαμική τάξη αυτοβοήθειας; - κάτι σαν τους
«Ανώνυμους Αλκοολικούς» ή το «ΚΕ.ΘΕ.Ε.Α» της εκκλησίας. Ποιος ξέρει; Η ιστορία
δεν γράφεται με υποθέσεις μα κάνει πάντα του κεφαλιού της. Αν ζούσε σήμερα ο
Αχμάντ, γιατί τον καθάρισαν στα σαράντα του οι έξυπνες μπόμπες των Αμερικάνων,
θα ήταν ο ηγέτης ενός κράτους που - κυριολεκτικά με το έτσι θέλω και από το
πουθενά - έχει στη κατοχή του πάνω από το ένα τρίτο των εδαφών που ανήκαν
κάποτε στη Συρία και άλλα τόσα του Ιράκ, είναι το καμάρι πλήθους μουσουλμάνων,
πόλος έλξης για τους απανταχού του κόσμου τζιχαντιστές και έχει ξεφτιλίσει την
υπερσύγχρονη στρατιωτική μηχανή των «απίστων». Επιπλέον το σημαντικότερο
κατόρθωμά του, κατέχει επάξια μακράν το πιο αναγνωρίσιμο και ακριβό brand name
του τρόμου παγκοσμίως, τόσο ακριβό που αυτό της υπερδύναμης φαίνεται συνοικιακό
μικρομάγαζο μπροστά του. Ο λόγος για τον περιβόητο Άμπου Μουσάμπ Αλ Ζαρκάουι
και το «Ισλαμικό Χαλιφάτο». Όπου γης οι μανάδες ονειρεύονται προκοπή για τα
βλαστάρια τους, όπως εννοεί τη προκοπή η καθεμιά. Δεν ξέρω αν ζει σήμερα αυτή η
δόλια μάνα του αιμοσταγή μακαρίτη, μα αν ζει είμαι σίγουρος πως θα είναι
περήφανη για το γιο της.
24
Νοε.
Το
φάγαμε και το φετινό Πολυτεχνείο… Τώρα το πήρα χαμπάρι! Να’ χαμε κι’ άλλο λίγο
να το γιορτάζαμε κάπως αλλιώς βρε αδερφάκι μου. Με πορεία, όχι στη πρεσβεία του
«φίλου» μαυρούλη Ομπάμα, μα έστω στης Γερμανίας ή κάπου αλλού – δεν ξέρω πού.
Ίσως μία καλή ιδέα είναι να μη γίνεται πορεία και στη θέση της να προβάλλονται
σε γιγαντοοθόνη στιγμιότυπα από τη πρώτη, αυτή του 1974 – άντε και από τις δυο
τρεις επόμενες, προκειμένου να υπενθυμίζουν στους παρευρισκόμενους το ανώφελο
του πράγματος. Κι’ αν κάποιοι επιμένουν, άλλη μία καλή ιδέα είναι να
εναρμονιστούν τα συνθήματά της με το σήμερα, να μην αποπνέουν αυτό το παλιακό
που αγγίζει τους μεστωμένους αναπολούντες μα λίγο τον νεαρόκοσμο. Η κόρη μου
συμμετείχε στη πορεία παρέα με τον πάντα έφηβο – του το εύχομαι από τα τρίσβαθα
της καρδιάς μου - νονό της Θοδωρούκο, και απογοητεύτηκε: «Πολλοί είχαν πάει για
να πάνε, σα να μην είχανε να κάνουνε κάτι καλύτερο…» Δεν ξέρω τι περίμενε να
βρει - ίσως και η ίδια δεν ήξερε επακριβώς - σίγουρα πάντως κάτι διαφορετικό
από αυτό που βρήκε, ούτε ήθελα να αβαντάρω το συναίσθημα της απογοήτευσης –
έχει δρόμο μπροστά της. Της είπα αυτό που λέει η καρδιά και αυθόρμητα βγήκε απ’
το στόμα μου και που, σαράντα χρόνια πριν, θα ήθελα να μου είχε πει κι’ εμένα ο
πατέρας μου - και ο ίδιος ήθελε - μα δείλιασε: «Μπράβο αγάπη μου». Θυμάμαι
τσακώθηκα μαζί του επειδή «ίσως θα ήταν καλύτερα να μη πάω» γιατί φοβότανε -
και με το δίκιο του - μη γίνουν επεισόδια από τα σταγονίδια της χούντας που
μετά τη «κάθαρση» ενσωματώθηκαν κανονικότατα στο κρατικό μηχανισμό… Τότε συμμετείχαμε στη πορεία πιστεύοντας
διακαώς πως αυτό ήταν, όχι απλώς το καλύτερο που είχαμε να κάνουμε μα, ιερή –
τολμώ να πω – υποχρέωσή μας. Και κατεβαίναμε, θυμάμαι εν χορώ τη τάξη του
σχολείου μας, ασυγκράτητοι και ανυποψίαστοι με τα πανό μας και την φλόγα στη
καρδιά…
29
Νοε.
Ζήτω
η κρίση! Σοβαρολογώ! Τι θα κάναμε χωρίς αυτή; Μα θα περνούσαμε ζάχαρη, μού
λένε. Και τι θα λέγαμε στα παιδιά μας; Σιωπή. Ότι όλα πάνε κατ’ ευχή και έτσι
θα εξακολουθήσουν να πηγαίνουν; Ότι η ζωή είναι εύκολη, σα παστρικιά που την
αγοράζεις με τα ψέματα και για ευχαριστώ στα ακουμπάει πλουσιοπάροχα; Ότι μια
θέση στο δημόσιο να τρυπώσουν είναι πάντα εδώ και τα περιμένει; Ζήτω η κρίση
και πάλι ζήτω! Κι’ ας μη περνάμε ζάχαρη - λέμε τώρα, σ’ εμάς τους χορτασμένους
κάνει καλό. Γιατί οι πεινασμένοι ανέκαθεν αδιαφορούσαν για τη κρίση - κι’ ας
γίνανε εξαιτίας της περισσότεροι, θα συμφωνήσω - μα η ουσία δεν αλλάζει. Η
κρίση μάς θύμισε, με βίαιο τρόπο, το απρόβλεπτο του βίου. Ότι βεβαιότητες και
κεκτημένα δεν υπάρχουν εσαεί. Όλα παίζονται. Και στο παιχνίδι – καιρός να
μάθουμε στα παιδιά μας - καλύτερος δεν είναι κατ’ ανάγκη αυτός που έχει το
καλύτερο φύλλο, μα αυτός που ξέρει να παίζει.
30
Νοε.
Τα
μοναχοπαίδια είναι τα καλύτερα παιδιά. Παίζουν στο γήπεδο του σπιτιού χωρίς
αντίπαλο. Τι κι’ αν ο συναγωνισμός – λένε - σε κάνει καλύτερο, αυτά από νωρίς
μαθαίνουν ότι το παιχνίδι είναι στημένο πριν καλά καλά αρχίσει. Η
συνειδητοποίηση του λόγου το αληθές είναι τραυματική γι’ αυτά εμπειρία. Έχουν
κάτι το τραγικό τα μοναχοπαίδια αφού μια ζωή παλεύουν να συμφιλιωθούν μεταξύ
του διαφυγόντος μεγαλείου της νιότης τους και της σκληρής πραγματικότητας. Τα
λένε κακομαθημένα - ή καλομαθημένα, διαλέξτε ότι θέλετε, μα δεν είναι παρά το
φαίνεσθαι της αυτοάμυνάς τους για να τα βγάλουν πέρα. Μιλάω εκ πείρας. Κι' ας
έβλεπα τα μεγαλεία ανέκαθεν αδιάφορα, σχεδόν αφ' υψηλού. Βοήθησαν, βλέπετε, γι’
αυτό οι γονείς μου. Η μητέρα μου ήταν το συναίσθημα, το γκάζι για το όνειρο, ο
πατέρας μου η λογική, το φρένο. Έτσι τους έβλεπα κάποτε. Μεγαλώνοντας βέβαια
κατάλαβα ότι οι ταμπέλες αδικούν και τους δύο αφού πάντα λένε – στη καλύτερη -
τη μισή αλήθεια. Ένα είναι βέβαιο: Έπαιζα κι’ εγώ χωρίς αντίπαλο, έκανα ότι
ήθελα. Με συγκατάθεση ή όχι των γονιών μου, με τη προτροπή τους ή μη, μα πάντα
έβαζαν πλάτη. Μοναχοπαίδι ελεύθερο χωρίς ελαφρυντικά! Βάρος ασήκωτο…
1
Δεκ.
Ένστικτα
και λογική. Αυτό είμαστε. Πως να συνταιριάξει το ασυνταίριαστο; Πως να
συγκεράσει το ασυγκέραστο; Κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες που πασχίζουν να
ορθοφωνίσουν, κύμβαλα αλαλάζοντα, σοβαροφανείς και παντογνώστες στη γελοιότητά
μας. Όταν και η τελευταία μάσκα θα έχει πέσει - σε καμιά χιλιοπεντακοσαριά
χρόνια από σήμερα, θ' απομείνει μοναδικό δεκανίκι μας η λογική και τα ένστικτα
θα εξοβελιστούν δια νόμου στο πυρ το εξώτερο. Ο λογικός υπερ-άνθρωπος του
μέλλοντός μας θα απαρνηθεί - ακρωτηριάζοντας - τη μισή «κακή» φύση του και θα
διαιωνίζει το είδος σα μηχανή, χωρίς συναισθήματα. Και η γελοιότητα, παρέα με
τον εφιάλτη, στη πανανθρώπινη φυλακή του «Μονοκράτους» θα χτυπήσει κόκκινο. Μα
ευτυχώς - ή δυστυχώς; - που ο έρως σιγοκαίει μέσα στις στάχτες… Αυτά, και όχι μόνο, πραγματεύεται το
δυστοπικό μυθιστόρημα «Εμείς» του Γεβγένι Ζιαμάτιν, που ευτύχησε στη μεταφορά
του από την «Ομάδα Σημείο Μηδέν» στο Θέατρο Άττις.
2
Δεκ.
Η
ανακεφαλαιοποίηση επέτυχε μα ο ασθενής απεβίωσε! Κάπως έτσι μπορεί να διαβαστεί
το success story των ημερών. Το εγχώριο τραπεζικό σύστημα ελέγχεται πλέον από
ξένα επενδυτικά κεφάλαια, αυτά που κάποτε ο αντιμνημονιακός Αλέξης ξόρκιζε: Ο
αφελληνισμός των τραπεζών μας δεν θα περάσει… Επιβίωσαν βέβαια αλώβητες - προς
το παρόν, οι καταθέσεις - όσες απέμειναν, για να' χει ο κοσμάκης να πληρώνει
από τα έτοιμα τους φόρους - όποιος
πληρώνει και του' χουν μείνει έτοιμα. Μ'
ένα σμπάρο δύο τρυγόνια! Χρονικό προετοιμαζόμενου θανάτου… Γινότανε
διαφορετικά; Εδώ που φτάσαμε, δεν ξέρω. Όταν τελειώσουν τα success stories θ'
αρχίσει ν΄ αχνοφαίνεται φως στο τούνελ.
14
Δεκ.
Βαριέμαι
να γράψω και το τέλος κοντεύει. Λυπάμαι να φύγει ο χρόνος παραπονεμένος στη
σιωπή. Κι' εγώ ο φλύαρος, τώρα που έφαγα τον γάιδαρο κι' έμεινε μόνο η ουρά,
μουγκός! Αστείο φαίνεται. Λυπάμαι και μα φοβάμαι: Κι' αν συνηθίσω μουγκός και
δεν ξαναμιλήσω; κι' αν μ' αρέσει; Δεν πειράζει, μπορεί να είναι καλύτερα έτσι.
Πάντως χτες το απόγεμα στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Χαλανδρίου την
καταβρήκα σιωπηλός συνομιλητής του Αντρέα Εμπειρίκου δια στόματος του υιού του
Λεωνίδα, παρέα με τον Θοδωρούκο που είχε γενέθλια και τα ξέχασα ο αθεόφοβος.
Εικόνες ονειρικές μάς ταξίδεψαν πολύ πίσω, στα τελευταία μαθητικά μας χρόνια,
τότε που κάναμε νυχτερινούς περιπάτους και ατέλειωτες συζητήσεις περί τέχνης
και σουρεαλιστών. Τότε που σαν θάλασσα που φιλεί το χέρι μιας δεσποινίδος
πετάχτηκε η φωνή του ονείρου μας. Τριακόσιοι νάνοι περιεκύκλωσαν την μυσταγωγία
μας. Μερικοί παρεφρόνησαν μα οι περισσότεροι έστυψαν την καρδιά τους και την
έφαγαν. Τα φύλλα της χθεσινής εσπέρας πέφτουν και όλες οι δεσποινίδες που
γνώρισαν τον έρωτα χτυπούν τα χέρια τους και τα μέτωπά τους από λατρεία για τη
λατρεία μας και ολοένα μάς μοιάζουν περισσότερο όπως εμείς ολοένα μοιάζουμε
περισσότερο με τους γαλανούς μαστούς και τις πόρπες του στήθους των…
17
Δεκ.
Χρονιάρες
μέρες που είναι αξίζουμε περισυλλογή και λιγότερο ανώφελο ξόδεμα - δεν ξέρω αν
τα αξίζουμε δηλαδή μα καλό θα μας έκαναν. Τι μας λες τώρα… εσείς σκέφτεστε, κι
εγώ παρατηρώ τα ελατάκια για πούληση στα πεζοδρόμια που ολοένα και λιγοστεύουν
και διψασμένα χλωμιάζουν μέρα με τη μέρα. Το έθιμο επιβάλλει ένα στολισμένο
κουφάρι στο σπίτι μας! - το καταλαβαίνουμε όταν αρχίζει να μαδάει και άρον άρον
τότε το ξεφορτωνόμαστε παρατημένο στο πεζοδρόμιο μαζί με τα σκουπίδια. Όλοι
έτσι κάνουν… εσείς σκέφτεστε, συμπαθάτε με υπερβάλω - από τη πολλή περισυλλογή
έπεσα σε εορταστική κατάθλιψη πασπαλισμένη με ολίγο γκρανγκινιόλ. Έφτασα ήδη
στα μαγαζιά με τις στολισμένες βιτρίνες και το «τρίγωνα κάλαντα» παντού στην
ίδια εκτέλεση, αυτή για μηχανικό πιάνο χωρίς πιανίστα. Προσπαθώ να σιγοντάρω
τον σκοπό πρρρ πρρρ με το στόμα, κάτι μεταξύ τρομπέτας, φαγκότου και πορδής!
Πάλι καλά που στιγμές έχω το γνώθι σ αυτόν… εσείς θα σκέφτεστε. Στου Βάρσου η
πωλήτρια χαμογελάει με το παράξενο άκουσμα – «πως το κάνετε;» - μα ο μηχανικός
ρυθμός με ξενερώνει και τα παρατάω. Έφτασε η ώρα να τονώσω κι εγώ την
αγοραστική κίνηση των ημερών και μπαίνω στου Νάκα ν’ αγοράσω χορδές για την
tele μου: «12, 14, 18, 26, 36, 46». Πανικός! «Δεν έχουμε τέτοιο σετ κύριε.»
«Δεν έχετε μεμονωμένες;» Που ξεφύτρωσε χρονιάρες μέρες τούτος ο ιδιότροπος…
σκέφτηκαν, κι’ όση ώρα έψαχναν εγώ παρατηρούσα τον θεογκόμενο Αη Βασίλη
παραπέρα που, αν τραγουδούσε το ίδιο θεϊκά, θα γινόταν η μούσα μου. Ευτυχώς
τελικά βρήκαν τις πολύτιμες ριμάδες – δεν άξιζαν δα και καμιά περιουσία - ενώ
εγώ ήδη είχα φτάσει στο σπίτι και τις κούρδιζα στη tele. Και το «τρίγωνα
κάλαντα» ξαναβρήκε τη χαμένη ψυχή και ζεστασιά του, όπως τού πρέπει χρονιάρες
μέρες.
19
Δεκ.
Σβήνουν
τα αστέρια; Ποτέ! Κι' αν κάποιο με τις ώρες κρεμασμένο εκεί ψηλά κουραστεί και
πέσει και χαθεί απ' τον ουρανό, θα ναι γιατί πήγε για λίγο σπίτι να ξαποστάσει,
να ρίξει κανένα υπνάκο - ενώ αμέτρητα άλλα θα το νανουρίζουν στο προσκεφάλι του
- και να επιστέψει στη θέση του ακόμα πιο λαμπερό. Το ίδιο, είμαι σίγουρος,
συμβαίνει και με την «Εστρέλλα», ένα από τα πιο παλιά και γουστόζικα - με άποψη
- μαγαζάκια της πόλης, επί της Σούτσου, λίγα μέτρα από την πλατεία Μαβίλη.
«Ξεπούλημα. Όλα 50%!» έγραφε με μεγάλα γράμματα στο τζάμι της σκοτεινής
βιτρίνας και η πόρτα του, ώρα 7.00 απόγευμα Παρασκευής μια βδομάδα πριν τα
Χριστούγεννα, κλειδαμπαρωμένη. «Αραιά και που, κι' αν ανοίξει…» μού είπε με
νόημα ο γείτονας. Θα ξεκουράζεται… σκέφτηκα. Kαι κατηφόρισα προς τη πλατεία με
το «Flower», το ιστορικό και ένδοξο «Flower» - αφού τόσες επαναστάσεις
ξεκινήσαμε από αυτό στις κοπάνες των μαθητικών μας χρόνων. Στη θέση του ήταν
ένα μπαρ, «Flower» δεν υπήρχε - και σκέφτηκα πως το λουλούδι θα άνθισε και από
το σπόρο του κάποιο άλλο με άλλο όνομα ξεφύτρωσε στη θέση του. Το μπαρ έσφυζε
από ζωή. Πίσω από τη τζαμαρία διέκρινα λουλουδιαστά νιάτα - αγόρια και
κορίτσια, μαθητές, φοιτητές… Στο διπλανό μαγαζί - τι σύμπτωση! ανθοπωλείο - τα
λουλούδια στο ψυγείο είχαν αρχίσει να μαραίνονται.
20
Δεκ.
Και
μιλώντας για τ' αστέρια πέρασε από το μυαλό μου διάττον το “A free spirit is a
divine fuck-up! Be a star-screwer!” του «καταραμένου» μπίτνικ Gregory Corso και
χάθηκε σ' έναν ουρανό δίχως αστέρια, ούτε καν' αυτό της Βηθλεέμ να μάς φωτίσει.
Ανήμερα Χριστούγεννα θα' χουμε πανσέληνο, φαινόμενο σπάνιο λένε οι αστρολόγοι.
Λένε και άλλα πολλά μα εγώ δεν πιστεύω κανένα και τίποτα. Ελπίζω μόνο - ένας
φίλος συνήθιζε να λέει « ελπίδα είναι ο άσσος που βάζουμε μπροστά από το
μηδενικό της ζωής», να ναι ο νέος λιγάκι
πιο ανθρώπινος. Τ' άκουσες χρόνε μπαμπέση; (φωνάζω στο σαμάρι να τ’ ακούσει ο
γάιδαρος) Ούτε φράγκα, ούτε μπίζνες, ούτε δόξα, ούτε επιτυχίες, ούτε «την υγειά
μας να' χουμε», ούτε άλλη αγάπη κι' ευτυχία… Τόσο δα πιο ανθρώπινος! Κατά τ' άλλα ότι βρέξεις ας κατεβάσεις.
24
Δεκ.
Η
ετήσια τακτική συνέλευση χθες το απόγευμα εξελίχτηκε σε τραγωδία δίχως κάθαρση.
Ήταν βέβαια εν πολλοίς αναμενόμενο για μία χαλαρών ηθών ξεφωνημένη, μα τέτοια
κατάντια - για άλλη μια φορά - απομόναχή της. Τραγικά πρόσωπα οι νεόπτωχοι
ιδιοκτήτες. Είχαν κάποτε τον κόσμο στα πόδια τους και τον έχασαν. Τώρα
παραπατάνε ζαλισμένοι πασχίζοντας να κρατηθούν – αλίμονο ματαίως – από
αναμνήσεις περασμένων μεγαλείων. Και να’ ταν μόνο αυτό; Θλιβεροί αλλοτινοί
θεοί, έχρησαν θεούς κοινούς, μα κοινότατους θνητούς προκειμένου να αποκαθάρουν
τα ανομήματά τους! Και οι νέοι υπέκυψαν στο δέλεαρ της μεγαλύτερης ύβρεως, αυτή
της αντιποίησης θεϊκής αρχής. Το αποτέλεσμα; Αίμα παντού, μένος, χολή και
απωθημένα διάσπαρτα καταγής. Ο διαχειριστής διασώθηκε ρίψασπις κηρύσσοντας άρον
άρον την λήξη της ανθρωποφαγίας. Μέχρι νεωτέρας.
26
Δεκ.
Πιλαλεί
σα τον αέρα, σα τη φωτιά η αγάπη μου κι εγώ σπουργίτης στο παραθύρι της με
σπασμένο φτερό… Έτσι ένοιωσα ανήμερα Χριστούγεννα με τα δώρα του Αη Βασίλη κάτω
από το δέντρο. Αυτή τη φορά κόντρα στη κατήφεια ο Άγιος, μακράν ο ωραιότερος,
εμφανίστηκε παιχνιδιάρικο θηλυκό! Λίγο extra μυαλό για τον «μπουζουκοκέφαλο».
Extra και διαφορετικό… Το χρειάζεται. Ένας ονειροπόλος μικρός πρίγκιπας για «το
μαμάκα». Και το καλύτερο για το μικρό «ζούζου»: ένα στριγκάκι. Φλος ρουαγιάλ!
Κυνηγοί
όλοι μας, ο καθένας εφ ω ετάχθη. Εγώ για παράδειγμα είναι φορές που κυνηγάω την
ουρά μου σα τον σκύλο. Άλλες επιδίδομαι σε πιο ενδιαφέροντα και ο ενθουσιασμός
με συνεπαίρνει. Δεν σκέφτομαι παρά μόνο το θήραμα, γίνομαι περίπου εμμονικός.
Το θήραμα μπορεί να είναι οτιδήποτε αρκεί να' χει πιασίματα, τελευταία δεν
είναι του χεριού μα του νου - ο νους πάει γρηγορότερα ακόμα κι αραχτός! Γιατί
το να νοσταλγείς το παρελθόν είναι σα να κυνηγάς τον άνεμο…
27
Δεκ.
Τελικά
το χάψαμε το παραμύθι. Και το χειρότερο: το συνηθίσαμε. Καλύτερα μικροί θεοί,
να κρατάμε το μέλλον στα χέρια μας, παρά χαμένοι από χέρι… Καλύτερα χαμογελαστοί και αισιόδοξοι
καρπαζοεισπράκτορες παρά μίζεροι και γκρινιάρηδες μέσα στη κατάθλιψη… Καλύτερα απασχολήσιμοι κι' ευέλικτοι παρά
άνεργοι… Καλύτερα εργαζόμενοι των 400 ευρώ, και κάτι ψιλά, παρά part timers των
100, 200… Καλύτερα με δυό, τρεις
κακοπληρωμένες δουλειές ο καθένας, παρά τεμπέληδες… Καλύτερα να μη πεθάνουμε απ' τη πείνα παρά να
πεθάνουμε, και για τ' άλλα έχει ο Θεός… Κι' όσοι δεν είναι σα κι' εμάς ε να
πάνε να γαμηθούν! Ας πρόσεχαν, κανείς δεν τους φταίει παρά μόνο το ξεροκέφαλό
τους. Άμα πια! Ο κόσμος προχωράει μ' εμάς τους δυνατούς, οι υπόλοιποι ας
κατέβουν απ' το τραίνο…
30
Δεκ.
Δεν
έχω κάτι αξιοσημείωτο να γράψω για πάρτη σου. Κι' ο απολογισμός, παρά τα
φαινόμενα, φτωχός. Τώρα είμαι βέβαιος: πολύ κακό για το τίποτα. Κι' οι
συγκινήσεις, που απλόχερα μάς έδωσες, γρήγορα θα βρουν τη θέση τους στη
λησμονιά. Πάμε γι' άλλα λοιπόν. Παρ' όλα αυτά νοιώθω την ανάγκη να σε ασπαστώ.
Ζήσαμε κάμποσο παρέα. Τώρα αν αυτό το κάμποσο είναι ένας χρόνος - όπως θέλεις
να λέγεται και μάλιστα με ονοματεπώνυμο - ή μια σταγόνα στην ακίνητη θάλασσα
της λήθης, δεν θέλω να σε στεναχωρήσω…
Έλα, μη μυξοκλαίς. Όχι αποχαιρετισμοί και δάκρυα. Πάμε γι' άλλα
είπαμε… Πρέπει να φανούμε οι δυνατοί του
κόσμου - τι λέγαμε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου