30/12
Ο
σκώρος τρώει τις καλύτερες κάλτσες της γενιάς μου στον ανθό της νιότης τους…
Τρία ζευγάρια από τ΄ αγαπημένα μου, δυό γλυκά εμπριμεδάκια κι΄ ένα μονόχρωμο
άλικο βυσσινί σα τα ξαναμμένα χείλη, μάλλινα ράτσας, κείτονται διάτρητα στο
βάθος τού μεγάλου πάνινου σάκου - αυτόν όπου φυλάω τα τρόπαια του παρελθόντος.
Δεν άκουα ο αναίσθητος κοτζάμ περασμένους Χειμώνες τις εκκλήσεις για βοήθεια,
τις κραυγές αγωνίας τους; Κουφάθηκα εντελώς πια; Ή μήπως το οργιώδες ξέσκισμα
έγινε με τη - σιωπηρή θέλω να πιστεύω - συναίνεσή τους; Κι΄ αν - αν λέω - τα
πράματα γίνανε έτσι, ο χρόνος τα έσβησε όλα;
Ξεχάσανε πως μαζί είχαμε μεγαλώσει, τα ολονύχτια περπατήματά μας, τους
όρκους πίστης; πως αγκάλιαζαν παθιασμένα και κρατούσαν ζεστά τα πόδια μου,
γλυκοφιλούσαν τ΄ ακροδάχτυλα στα κρύα του Χειμώνα;… Πώς μπόρεσαν; Όχι ότι δεν
έχω κάλτσες άλλες το ίδιο γλυκές με δαύτες, μα σκέφτομαι: Αν κατάφερε και μού
τις έφαγε αυτές ο σκώρος, έρχεται η σειρά και των άλλων… κι΄ εγώ πώς θα κρατήσω
κοντά μου όσες απόμειναν, τώρα που τα περπατήματα αραιώσανε και στα κρύα προτιμώ
τη θαλπωρή του κρεβατιού; και καπάκι: Μα κι΄ οι καλτσούλες μου τι φταίνε να
περνάνε μοναχές, αφόρετες και παραπονεμένες στη σκοτεινιά του σάκου - ζωή είν΄
αυτή; - δεν αξίζουν λίγη συντροφιά; Τότε - πιστέψτε, άθελά μου - θολώνει το
μυαλό κάτι που φέρνει με στριμάδα γέρου: «Οι δικές μου κάλτσες να κάνουν
συντροφιά σε άλλον; όχι! αυτό δεν θα το επιτρέψω…» και πεισμώνω, βάζω στο σάκο
αντισκωριακά με το τσουβάλι - καίτοι ξέρω πως είναι μάταιο - λες και δεν έχω
άλλο κάτι καλύτερο να κάνω. Κάποτε αδιαφορούσα για τον σκώρο - «αυτός τη
δουλειά του κι΄ εγώ τη δική μου» έλεγα. Σήμερα - τον μπαγάσα - τον
φοβάμαι…
27/12
Άκουγα
τη σειρήνα ανάσκελα. Πλάι η γυναίκα μου μού κρατούσε το χέρι. «Πως έγινες
έτσι!…», «Τι είναι αυτό το κακό που μας βρήκε ανήμερα Χριστουγεννιάτικα…»
επαναλάμβανε εναλλάξ. Τα δάκρυά της με τις σταγόνες τής βροχής στο τζάμι είχαν
ζευγαρώσει ιδανικά. Σκεφτόμουνα τη θεία Άντα που φούσκωνε τα μάγουλά της σα
μπαλόνι και με κορόιδευε κάνοντας με τη χαρακτηριστική βαθιά φωνή του Αη Βασίλη
«Χο Χο Χο!» - πλάκα είχε – και τη μάνα μου που τα ΄χε χρειαστεί και ξεφώνιζε
«Σταμάτα πια! Δεν ειν΄ αστείο, το παιδί έχει γίνει σα παντζάρι!…». Η γαλοπούλα
- γεμιστή με συκωτάκια πουλιών, κάστανα και μπόλικα μπαχάρια - νόστιμη ήταν,
κάτι τι όμως με χάλασε και πρήστηκα, έγινα κατακόκκινος. Στα «επείγοντα» μού
κάνανε μία ένεση και έγινα περδίκι. Μέχρι τότε έχανα την ανάσα μου - νόμιζα πως
θα πήγαινα να συναντήσω τον αγαπημένο μου θείο να ζευγάρωνε το θανατικό… Nα ΄ναι καλά η
άλλη θεία, η Ματίνα, που κατέχει τα ιατρικά και με τη προτροπή της καλέσαμε το
ασθενοφόρο - τέλος καλό όλα καλά. Σε λιγότερο από ώρα έδινα το παρόν στο
τραπέζι παρέα με τους αγαπημένους μου. Τούς βρήκα πεσμένους με τα μούτρα στα
γλυκά: Κορμός σοκολάτας μπανόφι - ειδική παραγγελία για τη περίσταση -
καταπληκτικός! μελομακάρουνα, κουραμπιέδες, δίπλες… Ένοιωθα καλά και τα τίμησα
δεόντως. Μετά πιάσαμε συζήτηση – τις ευχάριστες μα ελαφρώς αδιάφορες, περί
ανέμων και υδάτων πασπαρτού συζητήσεις των ημερών - για να διασκεδάσουμε τη
μελαγχολία μας που ο θείος δεν θα ΄τανε ξανά κοντά μας να δίνει το τόνο στις
οικογενειακές συναθροίσεις. Ουδείς ανάφερε το όνομά του ή είπε το παραμικρό για
λόγου του, μέρα χαράς θα ήταν απρέπεια στη μνήμη του, εξάλλου όλοι νοιώθαμε τη
παρουσία του εκεί - το ίδιο ζωντανή με αυτή των ζωντανών - να μάς παρακολουθεί
και να ευχαριστιέται, αδιάφορο ότι δεν συμμετείχε στη συζήτησή μας. Ο άλλος θείος, εξαίρετος συζητητής, εκεί που
λέγαμε τα πήρε στο κρανίο και τα γράδα στην ομήγυρη ανέβηκαν απότομα. «Μιλάει
το κρασί…» είπε η ξαδερφούλα μου – εγώ όμως έμεινα με την εντύπωση ότι ο θείος
Γιάννος είχε αρχίσει να κουράζεται – μπορεί και να έπληττε - και η κούραση τού
βγήκε με νεύρα… - δόξα τω Θεώ γρήγορα ηρέμησε. Συνεχίσαμε με τη παραδοσιακή
χαρτοπαιξία, ξέρετε: πράσινη τσόχα, μάρκες, «κέντα χρώμα, τρία φουλ»… η οικογένειά μας το ΄χει με τα χαρτιά. Η γιαγιά
– θεός σχωρέστην – έλεγε πώς όποιος δεν παίζει χαρτιά δεν θα πάει στο
Παράδεισο… άρα για όλους εμάς – ζωή να ΄χουμε - η θέση είναι αγκαζαρισμένη. Υπό
το άγρυπνο βλέμμα της γιαγιάς και του θείου - δεινός χαρτοπαίκτης και αυτός -
όλα κύλησαν ανέφελα. Ένα μόνο θα σας πω: Τούς πήρα και τα σώβρακα! Τι το ΄θελα;
«Κομμένες οι τζαναμπετιές!…» έκανε ο οικοδεσπότης κοιτάζοντάς με, υπονοώντας
εμένα τζαναμπέτη και – δε σάς κρύβω – παρεξηγήθηκα. Λίγο έλειψε να πιαστούμε
στα χέρια. Ευτυχώς πέσανε μονοί διπλοί οι υπόλοιποι και μάς χώρισαν: «Ντροπή!
Συγκρατηθείτε χρονιάρα μέρα…» Τελικά δώσαμε τα χέρια με τον ξάδερφο και
αγκαλιαστήκαμε. «Νερό κι΄ αλάτι τζαναμπέτη…» μού είπε - έκανα πως δεν άκουσα τη
τελευταία λέξη. «Τύχη ήταν, μόνο η τύχη μετράει!… Μπες στο ergasimosblog που τα
έχει όλα να μάθεις…» τον συμβούλεψα εγώ χαριτολογώντας μα εκείνος δεν
αποκρίθηκε, μάλλον δεν κατάλαβε για τι πράμα μιλούσα - τον αγαπάω τον ξάδερφό
μου μα είμαστε διαφορετικοί, εκείνος ευέξαπτος στο πιτς φιτίλι να αρπαχτεί, εγώ
αφασία. Είχε έρθει αισίως η ώρα τού καφέ
με υπόκρουση απαλές Χριστουγεννιάτικες μελωδίες - πόσο άρεσαν στο θείο! Η θεία
Άντα δεν ήθελε καφέ μα προτίμησε να έχει συμπλήρωμα κορμό σοκολάτας μπανόφι - η
άλλη θεία δεν ήθελε να χαλάσει τη δίαιτά της, εγώ προτίμησα μπέρμπον με μισό
δάχτυλο νερό – τα παιδιά δεν πίνουν, η γυναίκα μου πορτοκαλάδα. Τα δύσκολα
είχαν περάσει, είχα κερδίσει και στα χαρτιά, εν ολίγοις ήμουνα στα πάνω μου.
«Ας χαρούμε μέρα που είναι σήμερα!» αναφώνησα και ανέλαβα πρωτοβουλία, μαζί και
το θάρρος να ζητήσω από τους οικοδεσπότες να κλείσουν την ωραία μουσική από το
ραδιόφωνο για να καθίσω στο πιάνο να τραγουδήσουμε παρέα. Όλοι ανεξαιρέτως συμφώνησαν μετά χαράς. Με
τραγούδι το τραβήξαμε μέχρι αργά τ' απόγεμα. Η μάνα μου - έξω φωνή –
καταευχαριστήθηκε (τέτοια τρομάρα που πέρασε με το πάθημά μου είχε ανάγκη να
ξεδώσει), η ξαδερφούλα μου τσιμπολογούσε – ουδέποτε σταμάτησε - τα απομεινάρια
από τα κάστανα της γέμισης, «Είναι μούρλια!…» επαναλάμβανε μετά από κάθε
μπουκιά. Ο θείος και η γιαγιά - υποθέτω - θα κρατούσαν το σεκόντο στα ρεφρέν,
μα από εκεί ψηλά πού ν΄ ακουστούν…, ο άλλος θείος ήδη ροχάλιζε ξαπλωμένος με τα
ρούχα του στον καλό τον καναπέ – ευτυχώς είχε βγάλει τα παπούτσια (και δεν
μύριζαν τα πόδια του). Ο ξάδερφος - «Και
τού χρόνου μαζί, να ΄μαστε όλοι καλά!» ευχήθηκε - ήπιε καφέ μονάχος αφού η
γυναίκα του είχε αποσυρθεί στη κουζίνα να πλύνει τα πιάτα. 21/12
Μελομακάρουνα που μακάρια κολυμπούν στα μέλια, το
πιο κοινό γλύκισμα από καταβολής κόσμου, περιμένουν στη πιατέλα το αναπόδραστο.
Οι πάντες κολλάνε μαζί τους – ακόμα και αυτοί που ισχυρίζονται πως δεν τους
αρέσουν - κι΄ εγώ ήδη γλύφω τα δάχτυλά μου και ετοιμάζομαι για δεύτερο γύρο. Καλύτερα
είναι τα «χωμάτινα» αυτά οπού το σιμιγδάλι θρυμματίζει στο στόμα και αφήνουν
γλυκιά επίγευση ματαιότητας, και - προσοχή να ΄ναι γλυκιά – ουδέποτε ταγκή. Αν
ταγκίσουν μη διστάσετε να τα πετάξτε και φτιάξτε καινούργια - κάποτε θα τα
καταφέρετε. Το καλό λάδι είναι απαραίτητο, κι΄ ένα ευχέλαιο – ίσως - για τους
θρησκευόμενους. Η σπουδή ανώφελη – πάρτε μια βαθιά ανάσα και δώστε τους χρόνο ν΄ αναδείξουν τα
γήινα αρώματά τους, αδιάφορο το πότε - τα μελομακάρουνα είναι παντός καιρού. Όσο
για το μέλι, όποιο να΄ ναι κι΄ ό,τι θέλει ας είναι - κι΄ αν ζαχαρώνει ακόμα
καλύτερα να χορτάσει ο κοσμάκης γλύκα. Άφησα τελευταία τα καρύδια - ψιλοκομμένα
ρίξτε τα από ψηλά σα πεφταστέρια να σμίξουν με το μέλι και κάντε μιαν ευχή. Βγει
δε βγεί, το κρίμα δεν θα ΄ναι δικό σας - εσείς τουλάχιστον θα ΄χτετε κάνει ό,τι
περνάει απ΄ το χέρι σας… Άντε και καλή επιτυχία.
ΥΓ. Κατόπιν απαίτησης τού
αναγνωστικού κοινού παραθέτω αυτούσια και τη συνταγή για κουραμπιέδες που είχα
δημοσιεύσει πέρσι τέτοιο καιρό:
Τύχη, μόνο τύχη μετράει. Τύχη το αλεύρι, τύχη
γλυκιά η ζάχαρη, τύχη μυρωδάτη το βούτυρο κι έτοιμη η συνταγή. Οι κουραμπιέδες
θέλουν τύχη για να πετύχουν, επιμένω, μόνο τύχη. Αν θέλετε, όταν κρυώσουν, τους
πασπαλίζετε με μπόλικα όνειρα - ζεστά
ξεθωριάζουν με το πρώτο φως της μέρας. Αλλά και χωρίς δαύτα τρώγονται μια χαρά,
μη σάς πω πως είναι καλύτεροι. Βλέπω χρονιάρες μέρες τους ζαχαροπλάστες του
κόσμου να πιλαλούν συνταγές, χαρτιά, βαθμολογίες, διακρίσεις, γλώσσες,
μεταπτυχιακά, επιδιώξεις, προσδοκίες - αφήστε εκείνες τις προσδοκίες των άλλων…
για να φτιάξουν τον καλύτερο κουραμπιέ. Τι αστείο! Θα μού πείτε: Και τι έγινε
που 'γινες ο καλύτερος κουραμπιές; θα σε κάνουν οι άλλοι μια χαψιά! Δεν ξέρω -
με μπερδέψατε, ίσως έχετε δίκιο. Εμένα πάντως μ' αρέσουν οι κουραμπιέδες - όχι
αυτοί του «παλιού καλού καιρού», της «γιαγιάς» κι' άλλες τέτοιες σαχλαμάρες -
οι σημερινοί, οι κουραμπιέδες της κρίσης. Βουρ να τούς φτιάξουμε με τη
μοναδική, αξεπέραστη συνταγή. Και καλή τύχη.
17/12
Αξίζει να χαίρεσαι - κι΄ όχι μόνο να χαίρεσαι μα - να χαίρεσαι
περισσότερο! σού λένε. Ωραίο ακούγεται παιδιά μα τόση χαρά πώς να αντέξω; Κι΄
έπειτα να χαίρομαι τι; Όχι τίποτ΄ άλλο, θα με νομίσουνε χαζοχαρούμενο!… Είναι
κι΄ αυτή η μπολικαδούρα των καιρών, ένα ίσον κανένα επιμένουν. Εγώ ένα θέλω άμα
πια! ένα και καλό. Και χαρά με μέτρο. Φοβάμαι τα πολλά μη δεν τα προλάβω και
τελικά δεν μού μείνει τίποτα. Αλλά αυτοί το βιολί τους. Πήγα στους τηλεφωνάδες
να διαμαρτυρηθώ. «Κύριοι μ΄ αυτά που λέτε τρελαίνετε τον κόσμο!» τούς είπα. Με
κοιτάζανε σαν ούφο. «Μόνο για σήμερα σάς προσφέρουμε δωρεάν 500 λεπτά επιπλέον
ομιλίας να μπορείτε να μιλάτε με τα αγαπημένα σας πρόσωπα» μού απάντησαν! Άλλα
λόγια ν΄ αγαπιόμαστε… Χαιρέτησα και
έφυγα. Στο δρόμο άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια: Δε μπορεί, τόσος κόσμος που
θέλει να χαίρεται περισσότερο κάτι θα ξέρει - ρε μπας εγώ είμαι ο
απροσάρμοστος; Τελικά λέγε λέγε το είδα αλλιώτικα. Χρονιάρες μέρες χαράς, τι
ψυχή έχει μια σταλιά χαρά παραπάνω; Κάποτε στη προσφέρανε «για πάντα!» Τώρα αλλάξανε βιολί και λένε «περισσότερο» - καλύτερα είναι έτσι. Τουλάχιστον δεν φορτώνουν στη
καμπούρα σου χαρά για μια ζωή. Στο χέρι σου είναι να πεις όχι. Σερβίρεσαι όση θέλεις, όποτε θέλεις. Και δεν
χρειάζεται να ξεκοιλιαστείς…
15/12
Ξεραΐλα
πελάτες μου, πιστέψτε με, ξεραΐλα! Όσο πιο «ενεργοί» για τη πάρτη σας είστε,
τόσο θα κορακιάζουμε στην άνυδρη χώρα. Κι΄ αν δεν κόφτεστε για πάρτη σας - που
κόφτεστε - νεροκουβαλητές είσαστε στο μύλο, ή καλύτερα στη κουτάλα, κάποιων
πονηρών. Γι΄ αυτό παρακαλώ συγκρατήστε την «ενέργειά» σας - ξέρω πόσο δύσκολο
είναι αυτό για εσάς - και σα γίνουμε κάποτε με το καλό πολίτες, παλεύουμε μετά
το «ενεργοί», το «αλληλέγγυοι» και όλα τα καλούδια που εκόντες άκοντες εννοούμε
να ευτελίζουμε σήμερα. Σάς έκοψα στο
καλύτερο μα τι να κάνω; Βλέπετε άλλο πολίτης κι΄ άλλο πελάτης… Το πρώτο είναι ζόρικο, έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις -
πακέτο πάνε αυτά στη καμπούρα του εσαεί που το παίρνει ή τ΄ αφήνει, δεν παίζει
αλακάρτ - προϋποθέτει κοντολογίς μιαν άλλη σπανίζουσα στα καθ΄ ημάς νοοτροπία,
αυτού που εμείς οι ιθαγενείς αποκαλούμε υποτιμητικά «κορόιδο». Και κορόιδα, ως
γνωστό, δεν ήμαστε - μοναχά κατ΄ ανάγκη όταν δεν μπορούμε να τη σκαπουλάρουμε,
τουναντίον περνιόμαστε ως ο εξυπνότερος όλων λαός! Εντάξει, εντάξει… μη με βαράτε «ενεργοί» μου! Δεν μάς βάζω όλους στο ίδιο
κουβά. Δείτε τι ωραία πού περνάμε -
πόσοι μίζεροι απ΄ αυτούς που υπονοώ τη βγάζουν αλήθεια σαν εμάς; δείτε πόσο
κιμπάρηδες είμαστε, πόσο έξω καρδιά, σε αντίθεση με αυτούς τους δυστυχείς
ξενέρωτους… δόξα τη κρίση καλοζωισμένοι, ροδαλοί,
ορεξάτοι! Κι΄ η παρέα μας απίθανη! - λίγη, δικαιολογημένη, γκρίνια για τον
παλιό καλό καιρό που πίσω δε γυρνά μόνο ως ένδειξη άκρας υγείας μπορεί να εκληφθεί…
13/12
Μια κηδεία σαν
των πολλών ανθρώπων τις κηδείες. Μη με ρωτάτε να σάς πω τι και πως. Όλα
τακτοποιημένα. Όλα στην εντέλεια. Ο πεθαμένος περίμενε υπομονετικά τη σειρά του
για τη καθιερωμένη διαδικασία. Εξόδιος ακολουθία, δεύτε τον τελευταίο ασπασμό,
πομπή, ταφή. Γυναίκα, παιδιά, συγγενείς, φίλοι και γνωστοί τον αποχαιρέτησαν.
Αυτό είναι όλο. Δεν είδα πρόσωπα κι΄ αν είδα δε θυμάμαι. Τον πεθαμένο θυμάμαι
μόνο. Ήσυχος ήταν. Σα κούκλα. Και περιποιημένος. Στη τρίχα Α, έδειχνε και
ευχαριστημένος. Μετά πήγαμε για φαγητό. Εγώ προτίμησα ζυμαρικά με σάλτσα
κόκκινη και ψιλοκομμένο μοσχάρι. Άλλοι ψάρι. Φέτα, στον ατμό ή στο φούρνο ήτανε
δεν ξέρω, σάς είπα δεν το προτίμησα. Σούπα δεν είχε. Βγάλαμε και φωτογραφίες.
Εγώ μία μόνο. Με βγάλανε δηλαδή. Άλλοι περισσότερες. Μετά πήραμε γλυκό. Κρεμ
μπρουλέ. Καλό ήταν. Δεν ξέρω γιατί, μα το περίμενα χειρότερο. Οι περισσότεροι
νομίζω προτίμησαν Νιου Γιορκ τσιζκέικ. Όταν τελειώσαμε το φαγητό σηκωθήκαμε. Πλάι
στην είσοδο - έξοδο αν προτιμάτε - υπήρχαν δύο ξύλινα αναλόγια, ένα σε κάθε
πλευρά. Πάνω τους από ένα πλαίσιο με κολάζ φωτογραφίες. Δεκάδες φωτογραφίες -
μικρές, μεγάλες, χρωματιστές, ασπρόμαυρες. Οι πιο πολλές γαριασμένες από το
πέρασμα τού χρόνου. Ήμουνα κι' εγώ σε κάποιες. Ήτανε και πεθαμένοι. Εξόν από
αυτόν τής κηδείας σήμερα που ασφαλώς είχε τη τιμητική του. Ζωντανοί και
πεθαμένοι μαζί. Παρέα με αναμνήσεις. Όλα ένα κουβάρι. Για μια στιγμή
μελαγχόλησα.
Ένα διαμαντάκι λάμπει στις σκοτεινές
αίθουσες και τ΄ όνομα αυτού "Good Time". Όχι good μα "Κακά
Ψυχρά κι΄ Ανάποδα" θα μπορούσε να λέγεται αφού όλα πάνε απ΄το κακό στο
χειρότερο κι΄ ο κεντρικός ήρωας - λες γεννημένος looser - βλέπει το «όνειρο» ολοένα να
ξεμακραίνει, μα ο σαρκασμός των αδερφών Σάφντι δεν αφήνει τίποτα όρθιο μηδέ των
τίτλου εξαιρουμένου. Το μεγάλο μήλο νύχτα - έξοχα φιλμαρισμένο - φυλακή για
ανθρώπινα ναυάγια δίχως χαραμάδα διαφυγής όπου μοναχά απελπισία, μοναξιά,
φτώχια και βία έχουν θέση, συνεχή γκρο πλαν, σιωπές ανάσες της ψυχής, ματιά
κοφτερό ξυράφι, μοντάζ με χίλια, ερμηνείες στο πετσί των ρόλων, φινάλε και
τίτλοι τέλους για ανθολογία… τα είπα όλα κι΄ αν ξέχασα κάτι κι΄ αυτό
αψεγάδιαστο είναι - δεν υπερβάλλω. Υπαρξιακό δράμα παρά αστυνομική περιπέτεια
στη παράδοση των καλύτερων τού είδους πλάι στον Σκορτσέζε, τον Μάικλ Μαν, φόρος
τιμής στον Κασσαβέτη… Κύριοι Σάφντι υποκλίνομαι!
«Καθαρίσαμε τους κακομούτσουνους!…»
φωνάζανε. Ποιοι ήταν; Τι θέλανε από τη ζωή μου; Άρχισα να κοιτάζομαι στο
καθρέφτη. Κι΄ ας ήμουνα σίγουρος πως δεν εννοούσανε εμένα. Βέβαια - τόσες φορές
που κοιτάχτηκα - διέκρινα κάποιες ατέλειες. Πώς μέχρι σήμερα είχανε περάσει
απαρατήρητες; Είναι να μη σου μπει η ιδέα…
Πάντως κακομούτσουνος δεν ήμουνα.
Τουλάχιστον συγκριτικά με άλλους. Κάντε μια βόλτα στα μέρη μας να καταλάβετε τι
εννοώ… Με τις δικές μου μικροατέλειες θα ασχολιόντουσαν; Και καλά σε τούτο τον
χαμό δεν βρήκανε κάτι πιο σημαντικό ασχοληθούν; Τι ήθελα και τον θυμήθηκα; τώρα
άρχισα να παίρνω ανάποδες… Εγώ κακομούτσουνος; Τι είναι δηλαδή αυτοί που
ωρύονται και παριστάνουν τους κριτές; Ομορφότεροι από μας; Για να σάς δω
πουλάκια μου. Όχι φωτογραφίες και κολπάκια με φωτοσόπ… Εδώ ελάτε, στη γειτονιά.
Αυτοπροσώπως. Εδώ στη λάσπη να δούμε τις ομορφιές σας, ξέρω τι λέω. Αυτοί δεν
κοιτούσανε το πρόσωπό μου μα το φόντο. Βάλτε κι' εμένα μέσα σε μεγαλεία να
δείτε πόσο ωραίος θα δείχνω…
Τελικά έσπασα τον καθρέφτη και βρήκα την
υγειά μου. Ούτε ατέλειες βλέπω, ούτε φωνές ακούω. Έπρεπε να το ΄χα σκεφτεί
νωρίτερα. Το είχα δηλαδή μα δίσταζα. Νόμιζα πως ένας καθρέφτης μού έλειπε για
να φαίνομαι ωραιότερος. Αυτό ήταν το λάθος μου: Να φαίνομαι κι’ όχι να είμαι.
Τώρα είμαι. Και μ’ αυτούς που με είχαν αναστατώσει τακίμιασα.
Τελικά όλοι ίδιοι ήμαστε. Κι΄ όλοι το ίδιο
θέλουμε. Αυτό που αλλάζει είναι ο τρόπος. Εμένα, για παράδειγμα, η βία δεν μού
αρέσει. Προτιμώ τα επιχειρήματα. Αυτοί το βλέπουν διαφορετικά. Σεβαστό. Όχι πως
κι΄ εκείνοι δεν έχουν επιχειρήματα. Έχουν και παραέχουν. Μπορεί πιο αποτελεσματικά
απ΄ τα δικά μου. Σού λένε κύριε είσαι κακομούτσουνος; Ε τότε θα σε καθαρίσουμε!
Απλά και ξάστερα! Φοβάσαι; Θέλεις το κεφάλι σου στη θέση του; Ε τότε κόψε το να
βρεις λύση! Εγώ τη βρήκα.
Τη βρήκα… τρόπος του λέγειν. Ακόμα
φωνάζουν… Φαίνεται τα πράματα είναι σοβαρά. Το παραχέσαμε κι' εμείς γαμώτο… Θα
σάς πω κάτι μα να μείνει μεταξύ μας: Έκανα πως κοιταζόμουνα στο καθρέφτη… Ελάτε
στη θέση μου. Ποιος θα μπορούσε να αντέξει τέτοια σκατόφατσα; Κι΄ όμως, τώρα
όλοι μού λένε «Ρε συ ομόρφυνες!» Να ΄ναι απλώς κομπλιμέντο; Ότι και να ΄ναι πάντως
εγώ τους πιστεύω. Τα μάτια τους είναι ο καθρέφτης μου. Τα φυλάω σα κόρη
οφθαλμού.
17/11
Μ’
αρέσουν τα ψέματα, οι μισές αλήθειες, οι υπαινιγμοί, τα αμφίσημα, τα θολά, τα
ζαβά, τα χαλασμένα, αυτά που μπάζουν κι΄ ελπίζουν κάποτε να φτιάξουν, μ’ αρέσουν
όλα αυτά που οι καλοί συζητητές περιφρονούν (κι΄ αν τούς αφορούν τότε μού
αρέσουν πιο πολύ) μα προπάντων τα καλύτερά μου είναι, το ξέρετε, τα
υποκειμενικά και οι υποκειμενικοί και πιότερο όσοι από αυτούς επαίρονται λάβροι
για την αντικειμενικότητά τους· δεν εννοώ πολιτικούς και λογής
δημοσιολογούντες, αυτοί είναι δασκαλεμένοι, επαγγελματίες, μιλάω για
τους άλλους, γνωστούς και άγνωστους, συνάδελφους, φίλους, συγγενείς, την
αφεντομουτσουνάρα μου μη ξεχάσω… αυτοί όλοι μ΄ αρέσουν όταν αυθόρμητα και δίχως
ιδιοτέλεια κόφτονται για τη τιμή των όπλων, φουσκώνουν μηνίγγια και καρωτίδα
γιατί τούς πνίγει το δίκιο, πασχίζουν ν΄ ακουστεί η κουτσή αλήθεια τους κι΄ όσο
για το δεκανίκι της έχει ο θεός… τότε είναι που απολαμβάνω τη συζήτηση, ρόδα
μοιάζει που γυρίζει και γυρίζει… κι΄ εγώ τίποτ΄ άλλο δεν θέλω παρά μια θεσούλα να πηγαίνω
γλυκά στη φορά της πάνω κάτω, ούτε επιχειρήματα, ούτε αποδείξεις, ούτε
αντιπαραθέσεις, βόλτα στη σιωπή μονάχα με φόντο τον αχό των λέξεων να τις
τσιμπολογώ κατά βούληση - όσες δεν ευτύχησαν καρφωμένες και τις παίρνει ο αέρας
- μα για λίγο, προλαβαίνω δεν προλαβαίνω μέχρι να γυρίσει η ρόδα ξανά στα πάνω
της κι΄ ο ψεύτικος μικρόκοσμος γίνει πάλι μέγας, αληθινός… Πώς να πιστέψουν
αυτοί που αγαπάω, και με το δίκιο τους, ότι η σιωπή είναι η δική μου λαλιά -
και όχι αυτοσκοπός, ούτε ένδειξη υπεροψίας ή απαξίωσης - αφού χωράει τα πάντα,
ακόμη και τις αλήθειες που δεν λέγονται κι΄ ούτε πρόκειται ποτέ να ειπωθούν, σε
καμία συζήτηση, να τις προσεγγίσουμε - πάντα κατά μόνας – ανάξιοι εραστές
ποθούμε επί ματαίω και προτιμάμε να βολευτούμε με το ψέμα, γρήγορο, πεταχτό,
χαριτωμένο, αυθόρμητο, στην ατάκα, προτιμότερο από το τίποτα - σάμπως το
αληθινό γλυκαίνει πάντα τη καρδιά;… 14/11
Το Σαββατοκύριακο τού ανικανοποίητου. Θα μπορούσε να΄ ναι
τίτλος ταινίας -σκηνοθεσία, σενάριο, ηθοποιία: Εργάσιμος. Γιατί όχι; ένας
ανεξήγητος αρνητισμός με κατατρέχει τελευταία. Μ’ αυτές που είδα πάντως έπληξα.
Η πρώτη, η Σαββατιάτικη, αν μη τι άλλο, συνέγειρε το πατριωτικό φρόνημα των
θεατών. «Το τελευταίο σημείωμα». Κλάμααα! Και χειροκρότημα στο φινάλε. Να πεις
πως δεν μ΄ αρέσουν τα μελό; Κόβω φλέβα για δαύτα! Ντάγκλας Σερκ και Φασπμίντερ
έχω στη καρδιά μου αντί αίμα. Το δίδυμο Βούλγαρης – Καρυστιάνη κόπιασε να
φτιάξει ταινία «ευρωπαϊκών προδιαγραφών». Αυτό μόνο του δεν αρκεί. Όλα
προσεγμένα και καλοφτιαγμένα. Κι΄ οι καλοί καλοφτιαγμένοι, κι’ οι κακοί
περισσότερο απ΄ τους καλούς. Μα το ρεζουμέ λίγο. Μασημένη τροφή. Όσο νόστιμη
κι΄ αν είναι πάντα κάτι τής λείπει. Με την επίγευση τού ανικανοποίητου έμεινα
από τη τέχνη. Τέχνη και πολιτική το αποκούμπι μας. Κυριακάτικα αποφάσισα να
ασχοληθώ με την πολιτική. Το έργο: Νέο ελπιδοφόρο εγχείρημα της εγχώριας
κεντροαριστεράς. Σκέφτηκα πως το ρεζουμέ ίσως προκύψει πιο ενδιαφέρον. Μα στο
εκλογικό τμήμα όπου βρέθηκα μ’ έπιασε κατάθλιψη. Μόνο τα σουβλάκια κι΄ οι
μπύρες έλειπαν από το γενικότερο κλίμα οικειότητας ημών των παλιών
συναγωνιστών… Τι ήθελα εγώ μ΄ αυτούς; - να ΄τος πάλι ο αρνητισμός που σας είπα.
Πρώτη σκέψη να κάνω μεταβολή. Με προλαβαίνουν. «Φίλος ή μέλος;» με ρωτάνε.
«Εεε… φίλος…» λέω. «Τρία ευρώ πρώτα κι΄ ύστερα στη κάλπη Β». Αν έφευγα θα
΄λεγαν πως μού φάνηκαν πολλά τα τρία ευρώ… Εν τέλει έδωσα το παρόν. Μα το
ανικανοποίητο ρίζωσε μέσα μου πλέον για τα καλά. Και δυσοίωνες σκέψεις. Αν η
τέχνη παίζει πολιτική κι΄ η πολιτική σινεμά… πού θα βρούμε αποκούμπι;
10/11
Μόλις έφτασα στη λίμνη αναζήτησα τον φίλο
μου. Και τον βρήκα. Τετράπαχος, θα ΄χε πάρει κάνα δυο κιλά, κορμί ρωμαλέο,
λέπια ασημοκόκκινα ίδια αστραφτερή πανοπλία. Ψάρι στεναχωρημένο γίνεται; Κι΄
όμως ήταν. «Τι τρέχει φίλε;» τον ρωτώ. «Τίποτα…» μού απαντάει. «Πώς τίποτα;
Αφού βλέπω κάτι έχεις» επιμένω. «Βαρέθηκα…» μού λέει. Σκέφτομαι να διασκεδάσω
τη κουβέντα αλλάζοντας θέμα. «Η λίμνη σήμερα είναι μούρλια, να τη πιείς στο
ποτήρι!» Πράγματι το εννοούσα. Η βρωμερή λαχανί λαδομπογιά στην επιφάνεια είχε
εξαφανιστεί. Το Μιτσικέλι ως τη Ντραμπάτοβα καθρεφτίζονταν πεντακάθαρα στο
ασάλευτο νερό κι΄ εκείνος, μισή σπιθαμή κάτω, πήγαινε νωχελικά την ουρά του
πέρα δώθε σε πλεύση σημειωτόν. «Ναι… κώπασ΄ η θέρμη και με μπουνάτσα σήμερα δεν
ψαρεύουν οι φίλοι σου» αποκρίνεται. «Καλύτερα μπουνάτσα φίλε. Την επόμενη φορά
που θα σε πιάσουν δεν θα σταθείς – όπως τότε - τυχερός…» «Τυχερός… ας γελάσω!
Δεν υπάρχει τέτοια λέξη σ’ αυτήν εδώ τη λίμνη. Γιατί εσύ νομίζεις πως την
προηγούμενη που μ΄ έπιασαν και μ΄ έριξαν πίσω στο νερό το έκαναν από καλοσύνη;»
«Δεν ξέρω, το έκαναν πάντως. Και βλέπω χλωμό να το ξανακάνουν». «Το κομμάτι
τους έκαναν. Να βγάλουν σέλφι με το τρόπαιο… δεν το κατάλαβες; Στο φούρνο
τουλάχιστον θα ένιωθα χρήσιμος…» Κεφάλι σκυμμένο ίσαμε το πάτωμα, τα φτερά του
ψαλιδισμένα, κι΄ εγώ, ξανά, πασχίζω να διασκεδάσω τη κουβέντα: «Κοτζάμ
ψάρουκλας μεγάλε δεν περνάς κι΄ απαρατήρητος!…» μα κάνει πως δεν ακούει και
επαναλαμβάνει: «Βαρέθηκα σού είπα!» Δεν είχα παρά να πάω παρακάτω - αυτό το
ψάρι από τότε που το πρωτοείδα είχε μπει στη καρδιά μου. «Και τι θα σε τραβούσε
από τη βαρεμάρα;» «Τώρα πια τίποτα. Αν μπορούσα θα έσβηνα το παρελθόν με μια
μονοκοντυλιά!» «Είσαι να το σβήσουμε μαζί;» Στην αρχή σα να μη με πίστεψε. Μα
όταν άπλωσα το χέρι προς το μέρος του το άρπαξε και μ΄ ένα δυνατό τίναγμα της
ουράς βρέθηκε έξω από το νερό. Δύο τρία ταλαντέματα τού κορμιού και στάθηκε
πλάι μου ισορροπώντας στην ουρά του. Έριξε μια ματιά, σα να αποχαιρετούσε, τη
λίμνη που άφηνε. «Φύγαμε!» μού λέει. Πήγαμε κατά μήκος τού ξύλινου ντόκου, χαλί
στρωμένο με φθινοπωρινά πλατανόφυλλα, πλάι στο μικρό λιμανάκι με τις πλάβες. Τα
βλέμματα των περαστικών καρφωμένα πάνω μας - αναμενόμενο, αφού δεν είναι ό, τι
πιο συνηθισμένο ψάρι έξω απ΄ το νερό να περπατάει. Η παιδική χαρά έσφυζε από
ζωή. Ένας μπόμπιρας μάς πλησιάζει «Μαμά, μαμά, ένα ψάρι κάνει βόλτα έξω από το
νερό!» και μεμιάς μαζεύονται καμιά δεκαριά φίλοι του «Κοιτάξτε το πώς πάει!…
Αστείο είναι!…» «Πάμε σε παρακαλώ κάπου πιο ήσυχα… » Κι΄ αλλάζουμε ρότα για τη
παραλίμνια μακριά περατζάδα με τους μοναχικούς περιπατητές, εκεί οπού τα
λιμνοπούλια σηκώνουν τού ήλιου χρυσό φωτοστέφανο πίσω από τις καλαμιές. «Σε
καταλαβαίνω…» λέω. «Από πότε οι άνθρωποι καταλαβαίνουν τα ψάρια;…» Επιμένω.
Ανοίγω τη καρδιά μου και τον κοιτάζω καρφί στα μάτια: «…Σε καταλαβαίνω γιατί κι΄
εγώ κάποτε ήθελα να τα αλλάξω όλα και βαρέθηκα… - όπως εσύ - φίλε». Μα εκείνος
αγκαλιά με τη σιωπή - σιωπή που ακούγεται πιο ηχηρή από μπόμπα μεγατόνων να
σκάει δίπλα στ΄ αυτί μου - ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλό του, μετά στη λίμνη,
και μέχρι να χαθεί κάνει στο ασάλευτο νερό αμέτρητους επάλληλους κύκλους. «Και
μέσα στη λίμνη δάκρυζα μα δεν φαίνονταν…» σα να προσπαθεί να δικαιολογηθεί.
Πιάνουμε τη μακριά περατζάδα. «Σ΄ αρέσει εδώ;» «Ωραία είναι…» «Αυτή η περατζάδα
είναι τόσο παλιά όσο ο πρώτος άνθρωπος που περπάτησε τον κόσμο…» «Κι' αυτή η
λίμνη όσο το πρώτο ψάρι που κολύμπησε μα δεν έμαθε ποτέ να κολύμπά…» σιγοντάρει
και μού δείχνει το νωπό σημάδι από τ΄ αγκίστρι στα χείλια του. «Τώρα σβήσαμε το
παρελθόν μονοκοντυλιά!» Στιγμιαία παύση. Ξεκαρδιζόμαστε. Γέλια τρανταχτά,
μέχρις δακρύων, αντηχεί το Μιτσικέλι, ρυτιδώνει η λίμνη, σκιάζεται ο ήλιος,
κρύβεται - «Φίλε κρυώνω…»
Σπαρταρούσε. Έβγαλα το μπουφάν μου και το έριξα στους ώμους του. Έξω από τα νερά του το είχε περισσότερο από μένα ανάγκη.
8/11
Ο Μιλτιάδης ήταν ο τελευταίος των Μοϊκανών. Τώρα που μάς τελείωσαν ποιος έχει σειρά; Να ξέραμε και τι ωραία που θα ΄τανε! Θα βάζαμε στη θέση τους γνωστούς και φίλους, καθένα ανάλογα τα έργα του (θα μάς έβαζαν στη θέση μας κι΄ εκείνοι), θα τα βρίσκαμε με τον εαυτό μας (θα κάναμε μια προσπάθεια και με τους άλλους), θα τακτοποιούσαμε χαλαρά τις ψιλο-εκκρεμότητες, ένα ζεστό αντίο, και φύγαμε γι’ άλλα. Τόσο απλά! Ενώ τώρα… Αυτοί οι Μοϊκανοί πάντως ήτανε σκληρά καρύδια! Ψημένοι στη φτώχεια και τις δυσκολίες, σμιλεμένοι στα πέτρινα χρόνια. Όχι με το αζημίωτο, το λέω γιατί άκουσα κάποιους να αγιογραφούν. Το ότι αγαπήσαμε δεν τούς εξωραΐζει δίκην θεού - οποία ύβρις! - αγαπήσαμε ανθρώπους κι΄ αυτούς θα εξακολουθούμε φανατικά ως το τέλος. Ας είναι, ανθρώπινα αυτά – δεν αλλάζουν… Η καταμέτρηση των παρόντων στο τραπέζι της παρηγοριάς έμοιαζε πιότερο με γιορτή και καλά έκανε, το κρασί τής λησμονιάς βάλσαμο. Μακάρι όλες οι κηδείες τού κόσμου να ήτανε όπως αυτή.
28/10
Σήμερα - ανήμερα του «ΟΧΙ» - καβατζάρω τα 59. Χα, διανύω μετα-εφηβική ηλικία διαρκείας με ανοιχτή ημερομηνία λήξης! «Σοβαρέψουουου! Μεγάλωσες πια. Αποχαιρέτα τον νέο που έχεις - από καιρό - χάσει. Πρέπει ν΄ αποφασίσεις πως θα πορευτείς από δω και πέρα και, που ΄σαι, κάνε και κανένα απολογισμό – δε βλάφτει…» εννοούν να με προσγειώνουν συνέχεια γνωστοί και φίλοι. «Όχι!» τους φωνάζω εναρμονισμένος με το πνεύμα της ημέρας. Μεταξύ μας, καταλάβετέ με, ζορίζομαι… Δύσκολη αυτή η ηλικία για αναποφάσιστους, αμέτοχους, ουδέτερους, ανήξερους, ανυποψίαστους… και άλλους σα και δαύτους. Εύκολη - επιβάλλεται να είναι εύκολη - για αποφασισμένους, συμμέτοχους, στρατευμένους, πολύξερους, υποψιασμένους. Και αν κρατάν τα κότσια σου γιατί όχι; - συνένοχους, απατεώνες, τυχοδιώκτες, προδότες, προφήτες, επαναστάτες… τους έβαλα όλους στο κουβά να μη λέτε αργότερα «δε ξέραμε…» Σήμερα λοιπόν θα καβατζάρω τα 59 αν δεν τα ΄χω καβατζάρει ήδη. Βλέπετε η μάνα μου δεν θυμάται τι ώρα γεννήθηκα! Μα είναι δυνατόν; Αν κάτι αξίζει να θυμάσαι είναι αυτό! Τα ρέστα είναι απολύτως περιττά. Όσο για το πότε θα πεθάνεις θα θυμούνται, αν θυμούνται, άλλοι για σένα. Εν πάση περιπτώσει - να μη μακρηγορώ - είμαι πανέτοιμος! έχω ήδη αποφασίσει. Αλλά, μη με πιέζετε, δε θα σάς πω. Ένα μόνο: Κρατάν και παρακρατάν τα κότσια μου. Αν λέω ψέματα μάρτυς μου ο Θεός…
21/10
Τίποτα δεν είναι όπως ήταν χτες, έτσι και το ταξίδι. Άλλο λατινική Αμερική πριν κοντά δέκα χρόνια παρέα με τον Τσε, κι΄ άλλο Ρωσία. Γύρισαν οι καιροί. Τότε, νεώτεροι με τη φλόγα και τον ενθουσιασμό τού νεοφώτιστου θ΄ αλλάζαμε το κόσμο, τώρα σα να περιφέρουμε το σαρκίο μας χωρίς σκοπό, καθένας τη βολεψιά του κι΄ ότι τού καπνίσει. Ο Νετσάγιεφ, για παράδειγμα έχει του κώλου του το χαβά και φωνάζει συνεχώς «καφέ!» Μα γίνεται έτσι επανάσταση; «Ο καφές μπορεί να περιμένει, η επανάσταση ποτέ!» βάζει ευτυχώς τα πράματα στη θέση τους ο Λιερόφ. Άλλαξαν κι' άνθρωποι γαμώτο, σα να έμαθαν να υπομένουν στωικά τη μοίρα τους και να το φχαριστιούνται. Ή μήπως πάντα έτσι ήταν; δεν ξέρω.
Έλεγα για το κρησφύγετο μας. Κι΄ αν δεν έζησε σ΄ αυτό ο Ραχμάνινοφ - ποσώς μ' ενδιαφέρουν αυτοί που μαγεύτηκαν από τις σειρήνες του καπιταλισμού - πάντως πιάνο έχει. Και παρτιτούρες έχει, παντού - στα τραπέζια, στα κάδρα, κολλημένες στους τοίχους. Και μιαν αύρα παλιακιά. Έχει και την Αλίνα, μία λιπόσαρκη νέα με γλυκό πρόσωπο, μεγάλα γυαλιά, χαμόγελο αθωότητας, προστυχιάς και αφέλειας - τρία σε ένα, και χέρια γιομάτα τατουάζ. «Ντόμπρε ούτρα» τής λέω, «καλημέρα» μού απαντάει. «Τι να σκέφτεται για μένα; Να τη πάρω μαζί μου, μακριά από τη μίζερη ζωή της» ρωτάει και καπάκι αποφαίνεται ο Νετσάγιεφ, κι΄ εγώ σιγοντάρω μ΄ ένα ξερό «ίσως…» λες και γνώριζα τι θα επακολουθούσε.
Η φλόγα της επανάστασης ανάβει σύμφωνα με το πρόγραμμα στο όνομα τού σύντροφου Αλέξανδρου Νιέφσκι, στρατηλάτη πρίγκιπα του Νόβγκοροντ, πρώτου εμβληματικού και αδιαφιλονίκητου ηγέτη των Ρώσων, και αγίου. Το πρόγραμμα είναι ιερό - κάτι σαν «ευαγγέλιο τού επαναστάτη» - τηρείται με ευλάβεια και απαρέγκλιτα. Η επανάσταση ξεκινάει από τα κανάλια της «Βενετίας του βορά» - όπως αποκαλούν τη Πετρούπολη, και γρήγορα επεκτείνεται στο μετρό – ακόμα πονάν τα ποδαράκια μου από τη πιλάλα, και στο λιμάνι - όπου ο Λιερόφ κι’ η αφεντιά μου καβαλήσαμε στο θωρηκτό «Αρόρα» και στρέψαμε τις μπούκες των κανονιών στους μπουρζουάδες εκμεταλλευτές, γρήγορα θεριεύει στους δρόμους και τις πλατείες, ενώ κορυφώνεται με το μεγαλειώδες νικηφόρο ντου στα χειμερινά ανάκτορα του τσάρου. Μα σα τελειώνουνε τα δύσκολα αρχίζουν φοβερά και τρομερά.
«Η ουδετερότητα είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της οικοδόμησης του σοσιαλισμού - εσάς τούς ουδετερόφιλους θα ξεπαστρέψουμε πρώτους! » εκστομίζει σε ανύποπτο χρόνο ο Νετσάγιεφ και, ας ήτανε τοις πάσι γνωστό πως ήμουνα ορκισμένος πιστός του σύντροφου Λιερόφ, με ζώνουν μαύρα φίδια. Ο άθλιος συκοφάντης απεργάζονταν φράξια μέσα στην ομάδα κι’ ο υποφαινόμενος, με τη συνεπή και σταθερά προσανατολισμένη στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού συμπεριφορά, τού χαλούσε τα σχέδια - μού εκμυστηρεύτηκε η Αλίνα. «Όμως μη πεις σε κανένα τίποτα. Κινδυνεύει η ζωή μου!» με παρακάλεσε. Η δύστυχη νέα ήταν το αυτί και το μάτι του Λιερόφ στο Ραχμάνινοφ. Αργότερα έμαθα πως την είχαν βασανίσει φριχτά οι μπράβοι από το Τρίτο Γραφείο - στο οποίο ήταν πληροφοριοδότης ο Νετσάγιεφ – και την βίαζαν επί μια εβδομάδα καλύπτοντας το κορμί της τατουάζ με προσευχές και αναθέματα ώσπου κατάφερε να ξεφύγει από εκείνα τα τέρατα και βρήκε καταφύγιο στο χοτέλ.
Δεν έβγαλα κιχ μα άρχισα να φυλάγομαι από δαύτον. Εξάλλου έχουμε με πιο σημαντικά να ασχοληθούμε: η επανάσταση φυλλορροεί από μια δράκα αυτοαποκαλούμενων αναρχικών στο ντόκο της Κροστάνδης, λίγο πιο πέρα από τα μέρη μας, και προέχει να αναλάβουμε επειγόντως δράση. Το πρόβλημα είναι πως οι σύντροφοι εμφανίζονται διχασμένοι: Άλλοι είναι με τους αναρχικούς, άλλοι κατά, άλλοι αμφιταλαντεύονται μέχρι τέλους με ποιους να πάνε. «Ο σκοπός μας είναι σωστός γι’ αυτό θα νικήσουμε!» αναφωνεί ο Λιερόφ και συνεγείρει το επαναστατικό φρόνημα. Αυτό ήταν: Ο καιρός βγάζει φίδια μα εμείς σαν ένας άνθρωπος ξεχυνόμαστε στη παγωμένη θάλασσα και, να μη μακρηγορώ, τούς κάνουμε με τα κρεμμυδάκια!
Όμως το πρόβλημα δεν είχε λυθεί. Απλώς το κρύψαμε προσωρινά κάτω από το χαλί. Όχι! Ο Λιερόφ ξέρει τα πάντα και – όπως πάντα - παίρνει τις τύχες μας στα χέρια του. Δίνει διαταγή και μπουζουριάζουμε τον Νετσάγιεφ σ΄ ένα κελί στο φρούριο Πέτρου και Παύλου παρέα με άλλους εξέχοντες συντρόφους - ζάχαρη την έβγαλε εκεί ο μπαγάσας!
Κι΄ ο επαναστάτης χρειάζεται την ανάπαυλά του. Το ίδιο βράδυ βρισκόμαστε ινκόγκνιτο - με τη γυναικούλα μου και τους συντρόφους Γκουντουνόφ και Μουσόρσκι - στα πίσω θεωρεία του Θέατρου Μαρίνσκι, μπας και ξεφύγουμε λίγο από τις ίντριγκες και τα συντροφικά μαχαιρώματα, να παρακολουθήσουμε κινγκ σάιζ όπερα σε λιμπρέτο βασισμένο σε πόνημα του Πούσκιν για τον εξαίσιο κύριο Μπορίς Γκουντουνόφ που σκότωσε το παιδί και διάδοχο τού θρόνου τού Ιβάν του Τρομερού - αυτού που ουδείς ξέφυγε απ’ το μαχαίρι του, εξ΄ ου και «τρομερός» - προκειμένου να γίνει ο ίδιος χαλίφης στη θέση του χαλίφη. «Τι ωραία είναι η ζωή! Τι καλοί οι άνθρωποι! Τι υπέροχος ο κόσμος!…», αναφωνήσαμε τρις με τη γυναικούλα μου στην έξοδο και συμφωνήσαμε πως τα βλέπουμε όλα ωραία - αν τα βλέπουμε ωραία, είναι ωραία - και πως ζόφος και μαυρίλα μάς αφήνουν παντελώς αδιάφορους. Αισθανόμασταν - βλέπετε - ασφαλείς που ο μοχθηρός Νετσάγιεφ ήταν κλειδαμπαρωμένος στους τέσσερις τοίχους τού κελιού του - έτσι νομίζαμε δηλαδή. Αμ δε…
«Κάψτε τα όλα! Σκοτώστε τους όλους! Κι΄ αν κάποιος από δαύτους είναι αθώος ίσως να τον συγχωρέσει ο θεός…» Αλάριχος και Νετσάγιεφ εις σάρκα μία! Πετάγομαι απ' το κρεβάτι. Ποιους «όλους» εννοούσαν; μόνος ήμουνα στο δωμάτιο. Βλέπω δυο νταβραντισμένους να ΄ρχονται προς το μέρος μου και δίχως δεύτερη σκέψη πηδάω απ’ το παράθυρο. Τρία πατώματα ψηλά θα γινόμουνα λιώμα, μα ευτυχώς είναι η γυναικούλα μου από κάτω και προσγειώνομαι στην αγκαλιά της. Πηλαλώντας, κατά πόδα κι΄ ο ακατανόμαστος, τραβάμε κατά Τσάρκογιε Σελό και λαχανιασμένοι - με τους συντρόφους Πούσκιν και Ντοστογιέφσκι από μηχανής θεούς - χανόμαστε στα κατάβαθα της Ρώσικης ψυχής και τα περασμένα μεγαλεία της.
Ένα απρόσμενο τηλεφώνημα απ’ τη πατρίδα για τη κορασίδα μου κάνει το χειλάκι μου να γελάσει. Για λίγο. Γρήγορα το γέλιο παγώνει: Εκείνος ταξιδεύει μαζί μας! Στο διπλανό βαγόνι! – πώς και γιατί είναι ελεύθερος μη με ρωτάτε, δεν ξέρω. Ο Λιερόφ ξέρει. Τού τα χώνω «Άμα ανακατεύεσαι με τα πίτουρα σε τρων΄οι κότες… Να τελειώνουμε με δαύτον…» μα εκείνος ανένδοτος. Κι΄ εγώ δεν θέλω να με φάνε κότες, ούτε όμως και να επιμείνω για ευνόητους λόγους… Πώς έχω μπλέξει έτσι;
Να το και το Νόβγκοροντ. Μια απ’ τα ίδια κι΄ εδώ: Θα μεταλαμπαδεύσουμε την επανάσταση. Ο Νετσάγιεφ παίζει τώρα τον καλό, γελάει κάτω από τα μουστάκια του και κάνει χιούμορ! Οι γνωστές λυκοφιλίες των επαναστατών… σκέφτομαι. Ήταν το Νόβγκοροντ κάποτε η μοναδική δημοκρατική πόλη της Ρούσσιας – τι γυρεύουμε εμείς εδώ; αναρωτιέμαι. Να ΄τος στο βάθος και ο Αλέξανδρος Νιέφσκι που μπαίνει τροπαιοφόρος στο Κρεμλίνο καβάλα στο κάτασπρο άτι του - στο κατόπι του ο Λιερόφ κι΄εγώ με το ψωράλογο και τη Δουλτσινέα μου, από πίσω κι’ ο Νετσάγιεφ με το πούρο του.
Δε μ’ αρέσει η γκρίνια, προτιμώ να το διασκεδάζω. Έχετε δει τους «Γενναίους του Μπρανκαλεόνε»; Ξεκινήσαμε την επανάσταση μια ομάδα γενναίων με κοινό όραμα κι΄ ιδανικά και στο δρόμο χάσαμε τον μπούσουλα. Άλλος καφέ, άλλος να κατουρήσει, άλλος να πάει για σουβενίρ, άλλος κουράστηκε, άλλος νυστάζει, άλλος δεν γουστάρει… Έτσι συντρόφια θα πάρουμε τη Πόλη; αναφωνώ, από μέσα μου ασφαλώς, καθότι προέχει η συνοχή και σύμπνοια της ομάδας για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Κι΄ όμως, τα καταφέρνουμε! Ίσως γιατί στο άκουσμα και μόνο της μαγικής λέξης έχουμε ίσαμε δέκα οργασμούς ο καθένας! Ας όψονται ο συμπατριώτης Θεοφάνης κι΄ ο πρωτομάστοράς του Αντρέι Ρουμπλιώφ - μακρινός πρόγονος του συνονόματού του Ταρκόφσκι - που μ΄ έκαναν να ξεχάσω τα βάσανά μας…
Όσο για μένα - ξέχασα να σάς πω - δεν υπάρχω, είμαι σκεπτομορφή. Και η γυναικούλα μου, κι΄ οι κόρες μου το ίδιο - ποιες κόρες μου δηλαδή, νομίζω πως έχω παιδιά… Αυτά ισχυρίζεται ο Νετσάγιεφ που εν τω μεταξύ έχει γίνει ο καλύτερος φίλος μου - πώς αλλάζουν οι καιροί! Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε, σύντροφε. Μού πάει καρδιά να σε στεναχωρήσω;
Με τα πολλά φτάνουμε στη Μόσχα. Μεγάλη και σίγουρη! Εδώ η επανάσταση έχει ριζώσει για τα καλά - «κουμμουνο-καπιταλιστική» την αποκαλούν οι σύντροφοι - κατά τα φαινόμενα δεν θα 'χουμε πολλή δουλειά να κάνουμε. Ο σύντροφος Λιερόφ εν τούτοις μάς λέει να φυλαγόμαστε από τους πληρωμένους εγκάθετους του Πούτιν και δίνει διαταγή να μεταμφιεστούμε σε τουρίστες. Υπακούουμε μα, ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω τι έχει αλλάξει - επαναστάτες τουρίστες ξεκινήσαμε, τουρίστες επαναστάτες καταλήξαμε… σταθερά προσανατολισμένοι στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού βεβαίως. Ένα επιβεβλημένο προσκύνημα στη κόκκινη πλατεία, πεντ΄ έξι ακόμα εκκλησίες, ολίγη κουλτούρα και βουρ στα σουβενίρ. Εδώ τα παλιατζίδικα έχουν τη τιμητική τους. Ο Νετσάγιεφ αγοράζει σάλπιγγα εποχής σε τιμή ευκαιρίας, με αυτή θα ξυπνάει γλυκά κάθε πρωί την καλή του, κατά τ' άλλα, με τόση επανάσταση έχει αποκάμει - όπως όλοι μας δηλαδή - και κοιμάται συνέχεια. Οι υπόλοιποι τής γκρούπας τα γνωστά - έτσι είναι οι επαναστάτες, δεν μπαίνουν σε καλούπια. Ο σύντροφος αρχηγός έχει βγάλει σπυράκια με τα καμώματά μας και στριφογυρνάει συνεχώς σα να κυνηγάει την ουρά του. «Μα δε μπορεί να τα φτιάξανε οι άλλοι καλύτερα από εμάς…» σα να λέει. Η γυναικούλα μου είναι στεναχωρημένη που σε λίγο θα πάρουμε το δρόμο του γυρισμού. Εγώ μελαγχολικός. Νικήσαμε, χαρήκαμε το γλυκόπιοτο κρασί της νίκης μα, δε ξέρω, κάτι μού λείπει. Είναι κι΄ ο καιρός που δε βοηθάει τη διάθεση…
Τελευταία μέρα και, ανεπάγγελτοι επαναστάτες πλέον, τραβάμε κατά Βλαντιμίρ. Ο σύντροφος Λιερόφ αγορεύει. Αγωνίζεται μήπως αφυπνίσει το επαναστατικό φρόνημα των εναπομεινάντων τής ομάδας μα οι μισοί ήδη κοιμούνται κι΄ οι άλλοι μισοί το 'χουν ρίξει στο χασμουρητό. Μάς λέει για ένα βαθύτερο σχέδιο πίσω από την - ζοφερή - φαινομενικότητα που οδηγεί στον επιθυμητό σκοπό, σα τις βουλές του ύψιστου που εξασφαλίζουν - στην άλλη ζωή - την επικράτηση του καλού. Θεία πρόνοια και ξερό ψωμί δηλαδή. Εμείς οι επαναστάτες, βέβαια, δεν μασάμε από τέτοια, θεία πρόνοια για εμάς είναι οι νόμοι της ιστορίας. Στης ιστορίας το χοντρό το κινητή η μοίρα μας - δε βαριέσαι…
Χρυσοκόκκινη απεραντοσύνη του τοπίου και σύννεφα ταξιδιάρικα πίσω απ΄ το τζάμι. Η γυναικούλα μου ταλαιπωρημένη μπάμπουσκα κουρνιάζει στο πλευρό. Ο οδηγός βιάζεται και πάει τού σκοτωμού. Όνειρα - επαναστατών - γλυκά. Μα κάποια στιγμή ξυπνάνε και, σα να τους τσίμπησε μύγα, ανάβουν τα αίματα. Γυρίζω στον Νετσάγιεφ να ρωτήσω τι τρέχει - να πει κάτι, ό,τι να ναι, ένα ανέκδοτο έστω ν΄ αλαφρύνει λίγο το κλίμα - μα απάντηση δε παίρνω. Τελικά ούτε Νετσάγιεφ υπάρχει, ούτε Λιερόφ, ούτε κανένας - όλοι είμαστε σκεπτομορφές!
Πρώτα Μωυσής, μετά Στάλιν. Σήμερα ποιος θα μάς οδηγήσει στη γη τής επαγγελίας; Ή μήπως έχουμε ήδη φτάσει και δεν το ΄χουμε καταλάβει; Αναλογίζομαι τα λόγια του Μπρεχτ «αλίμονό μας αν χρειαζόμαστε ήρωες» και νοιώθω μπερδεμένος. Τρεις κι΄ ο κούκος απομείναμε, στριμωγμένοι σ΄ ένα ταξί στο δρόμο για το αεροδρόμιο, και δε λέει ακόμα να ξημερώσει. Ομίχλη και ψιλόβροχο.
29/9
Πλησιάζει η ώρα κι΄ η καρδιά μου σκιρτάει - ραντεβουδάκι έχω δώσει, είσαστε
οι πρώτοι που το εκμυστηρεύομαι. Σύντροφοι, θα πεταχτώ στα μέρη της επανάστασης.
Έχει γενέθλια, φέτος κλείνει τα 100! Άραγε θα με περιμένει να γιορτάσουμε μαζί
ή θα ΄χει σπιτωμένο κάποιον άλλο; Ποιος ξέρει… Εγώ πάντως – έστω και μόνος – θα
το γιορτάσω. Μ΄ ένα φλάμπουρο από τα παλιατζίδικα – και κουρελιασμένο δε με
χαλάει - να το σηκώσω ψηλά με τ΄ αριστερό, κι΄ ένα μπουκάλι κρασί κόκκινο –
γλυκόπιοτο σαν αυτό της νίκης – στο άλλο, θα πάρω σβάρνα τους δρόμους της Αγίας
Πετρούπολης, το πάλαι ποτέ ένδοξο Λένιγκραντ, ζητωκραυγάζοντας και χορεύοντας υπό
την υπόκρουση θούριων επαναστατικών, να κάνω σαματά μπας και ξυπνήσει η ριμάδα.
Πρέπει - επιτέλους! - να ξυπνήσει. Γιατί δεν πάει άλλο πια, παράγινε το κακό
στο παγκόσμιο καπιταλοχώρι. Κι' όταν με το καλό ξυπνήσει θα γυρίσω στη ταλαίπωρη
πατρίδα με μπαμπούσκες και σαμοβάρια μα, κυρίως, ανεπανάληπτη, μεθυστική, επαναστατική
αύρα. Α και – να μη ξεχάσω – μπόλικα πόστερ σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αυτά με τα
ευθυτενή κορμιά, τα ατσάλινα μπράτσα, τις υψωμένες γροθιές, τα βλοσυρά πρόσωπα που ξεχειλίζουν χαλύβδινη
θέληση και κάποτε μού φαίνονταν αστεία. Ας όψεται ο γεροντοέρωτας…Σπαρταρούσε. Έβγαλα το μπουφάν μου και το έριξα στους ώμους του. Έξω από τα νερά του το είχε περισσότερο από μένα ανάγκη.
8/11
Ο Μιλτιάδης ήταν ο τελευταίος των Μοϊκανών. Τώρα που μάς τελείωσαν ποιος έχει σειρά; Να ξέραμε και τι ωραία που θα ΄τανε! Θα βάζαμε στη θέση τους γνωστούς και φίλους, καθένα ανάλογα τα έργα του (θα μάς έβαζαν στη θέση μας κι΄ εκείνοι), θα τα βρίσκαμε με τον εαυτό μας (θα κάναμε μια προσπάθεια και με τους άλλους), θα τακτοποιούσαμε χαλαρά τις ψιλο-εκκρεμότητες, ένα ζεστό αντίο, και φύγαμε γι’ άλλα. Τόσο απλά! Ενώ τώρα… Αυτοί οι Μοϊκανοί πάντως ήτανε σκληρά καρύδια! Ψημένοι στη φτώχεια και τις δυσκολίες, σμιλεμένοι στα πέτρινα χρόνια. Όχι με το αζημίωτο, το λέω γιατί άκουσα κάποιους να αγιογραφούν. Το ότι αγαπήσαμε δεν τούς εξωραΐζει δίκην θεού - οποία ύβρις! - αγαπήσαμε ανθρώπους κι΄ αυτούς θα εξακολουθούμε φανατικά ως το τέλος. Ας είναι, ανθρώπινα αυτά – δεν αλλάζουν… Η καταμέτρηση των παρόντων στο τραπέζι της παρηγοριάς έμοιαζε πιότερο με γιορτή και καλά έκανε, το κρασί τής λησμονιάς βάλσαμο. Μακάρι όλες οι κηδείες τού κόσμου να ήτανε όπως αυτή.
28/10
Σήμερα - ανήμερα του «ΟΧΙ» - καβατζάρω τα 59. Χα, διανύω μετα-εφηβική ηλικία διαρκείας με ανοιχτή ημερομηνία λήξης! «Σοβαρέψουουου! Μεγάλωσες πια. Αποχαιρέτα τον νέο που έχεις - από καιρό - χάσει. Πρέπει ν΄ αποφασίσεις πως θα πορευτείς από δω και πέρα και, που ΄σαι, κάνε και κανένα απολογισμό – δε βλάφτει…» εννοούν να με προσγειώνουν συνέχεια γνωστοί και φίλοι. «Όχι!» τους φωνάζω εναρμονισμένος με το πνεύμα της ημέρας. Μεταξύ μας, καταλάβετέ με, ζορίζομαι… Δύσκολη αυτή η ηλικία για αναποφάσιστους, αμέτοχους, ουδέτερους, ανήξερους, ανυποψίαστους… και άλλους σα και δαύτους. Εύκολη - επιβάλλεται να είναι εύκολη - για αποφασισμένους, συμμέτοχους, στρατευμένους, πολύξερους, υποψιασμένους. Και αν κρατάν τα κότσια σου γιατί όχι; - συνένοχους, απατεώνες, τυχοδιώκτες, προδότες, προφήτες, επαναστάτες… τους έβαλα όλους στο κουβά να μη λέτε αργότερα «δε ξέραμε…» Σήμερα λοιπόν θα καβατζάρω τα 59 αν δεν τα ΄χω καβατζάρει ήδη. Βλέπετε η μάνα μου δεν θυμάται τι ώρα γεννήθηκα! Μα είναι δυνατόν; Αν κάτι αξίζει να θυμάσαι είναι αυτό! Τα ρέστα είναι απολύτως περιττά. Όσο για το πότε θα πεθάνεις θα θυμούνται, αν θυμούνται, άλλοι για σένα. Εν πάση περιπτώσει - να μη μακρηγορώ - είμαι πανέτοιμος! έχω ήδη αποφασίσει. Αλλά, μη με πιέζετε, δε θα σάς πω. Ένα μόνο: Κρατάν και παρακρατάν τα κότσια μου. Αν λέω ψέματα μάρτυς μου ο Θεός…
ΜΕ ΤΟΝ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΛΙΕΡΟΦ ΤΟΝ ΝΕΤΣΑΓΙΕΦ ΚΑΙ ΤΗ
ΓΥΝΑΙΚΟΥΛΑ ΜΟΥ
ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Γύρισα για να πέσω σ' ένα βαρέλι δίχως πάτο που με ρουφάει όλο και πιο
βαθιά μέσα του, λες κι' οι μέρες εκεί ήταν πλασμένες αλλιώτικα κι΄ εγώ κάποιος
άλλος αφού οι σκοτούρες είχαν εξαφανιστεί και μοναχά
κούραση ήταν παρούσα κι΄ αυτή γλυκιά. Έστειλα και επιστολή στον Νετσάγιεφ - στον
οποίο παρεμπιπτόντως χρωστάω χίλια ρούβλια που καταχράστηκα ανενδοίαστα -
ζητώντας του να μού δώσει κουράγιο, μα δε το βλέπω αφού το τσεκούρι της
αδελφότητας ήδη επικρέμεται της κεφαλής μου…
Φτάσαμε στη
Πετρούπολη μέσω Μόσχας με τη γυναικούλα μου και την αφεντομουτσουνάρα του, μετά
από μακρύ ταξίδι. Την επόμενη θα συναντηθούμε με τον Λιερόφ – επικεφαλής της γκρούπας
– στο κρησφύγετο μας, καλά κρυμμένο στο δεύτερο όροφο κτίριου του προπερασμένου
αιώνα δίχως ασανσέρ, χοτέλ Ραχμάνινοφ το
λένε, για ξεκάρφωμα, λίγα βήματα από τη Νιέφσκι πρόσπεκτ – πιο κεντρικά δεν
γίνεται. Θα ξεκινήσουμε απ' την αρχή σοφότεροι, άλλη μια φορά, την επανάσταση
μπας και ριζώσει επιτέλους, έχουμε μάθει – λέμε – από τα λάθη που κάναμε, μα
από πότε μαθαίνουν οι άνθρωποι - να το μάθω κι' εγώ; στη καλύτερη να μάθουν να
ξεχνάνε. Ο καιρός βροχερός μα δεν βρέχει.
Πρώτη εικόνα τής
πόλης αυτή της απλοχωριάς, χώρος για όλους εξόν τους φτωχούς και κατατρεγμένους
εννοείται, γι’ αυτούς και για να βάλουμε τα πράματα στη θέση τους ήρθαμε εδώ.
Δεύτερη η αρχοντιά, σα να μπήκαμε σε μουσείο. «Θα το κάνουμε λαμπόγυαλο των
μπουρζουάδων!» ωρύεται ο Νετσάγιεφ και κουνάω το κεφάλι προσποιούμενος πως συμφωνώ.
Τι φταίνε δηλαδή τα ντουβάρια; στους ανθρώπους να γυρέψουμε το φταίξιμο. Τίποτα δεν είναι όπως ήταν χτες, έτσι και το ταξίδι. Άλλο λατινική Αμερική πριν κοντά δέκα χρόνια παρέα με τον Τσε, κι΄ άλλο Ρωσία. Γύρισαν οι καιροί. Τότε, νεώτεροι με τη φλόγα και τον ενθουσιασμό τού νεοφώτιστου θ΄ αλλάζαμε το κόσμο, τώρα σα να περιφέρουμε το σαρκίο μας χωρίς σκοπό, καθένας τη βολεψιά του κι΄ ότι τού καπνίσει. Ο Νετσάγιεφ, για παράδειγμα έχει του κώλου του το χαβά και φωνάζει συνεχώς «καφέ!» Μα γίνεται έτσι επανάσταση; «Ο καφές μπορεί να περιμένει, η επανάσταση ποτέ!» βάζει ευτυχώς τα πράματα στη θέση τους ο Λιερόφ. Άλλαξαν κι' άνθρωποι γαμώτο, σα να έμαθαν να υπομένουν στωικά τη μοίρα τους και να το φχαριστιούνται. Ή μήπως πάντα έτσι ήταν; δεν ξέρω.
Έλεγα για το κρησφύγετο μας. Κι΄ αν δεν έζησε σ΄ αυτό ο Ραχμάνινοφ - ποσώς μ' ενδιαφέρουν αυτοί που μαγεύτηκαν από τις σειρήνες του καπιταλισμού - πάντως πιάνο έχει. Και παρτιτούρες έχει, παντού - στα τραπέζια, στα κάδρα, κολλημένες στους τοίχους. Και μιαν αύρα παλιακιά. Έχει και την Αλίνα, μία λιπόσαρκη νέα με γλυκό πρόσωπο, μεγάλα γυαλιά, χαμόγελο αθωότητας, προστυχιάς και αφέλειας - τρία σε ένα, και χέρια γιομάτα τατουάζ. «Ντόμπρε ούτρα» τής λέω, «καλημέρα» μού απαντάει. «Τι να σκέφτεται για μένα; Να τη πάρω μαζί μου, μακριά από τη μίζερη ζωή της» ρωτάει και καπάκι αποφαίνεται ο Νετσάγιεφ, κι΄ εγώ σιγοντάρω μ΄ ένα ξερό «ίσως…» λες και γνώριζα τι θα επακολουθούσε.
Η φλόγα της επανάστασης ανάβει σύμφωνα με το πρόγραμμα στο όνομα τού σύντροφου Αλέξανδρου Νιέφσκι, στρατηλάτη πρίγκιπα του Νόβγκοροντ, πρώτου εμβληματικού και αδιαφιλονίκητου ηγέτη των Ρώσων, και αγίου. Το πρόγραμμα είναι ιερό - κάτι σαν «ευαγγέλιο τού επαναστάτη» - τηρείται με ευλάβεια και απαρέγκλιτα. Η επανάσταση ξεκινάει από τα κανάλια της «Βενετίας του βορά» - όπως αποκαλούν τη Πετρούπολη, και γρήγορα επεκτείνεται στο μετρό – ακόμα πονάν τα ποδαράκια μου από τη πιλάλα, και στο λιμάνι - όπου ο Λιερόφ κι’ η αφεντιά μου καβαλήσαμε στο θωρηκτό «Αρόρα» και στρέψαμε τις μπούκες των κανονιών στους μπουρζουάδες εκμεταλλευτές, γρήγορα θεριεύει στους δρόμους και τις πλατείες, ενώ κορυφώνεται με το μεγαλειώδες νικηφόρο ντου στα χειμερινά ανάκτορα του τσάρου. Μα σα τελειώνουνε τα δύσκολα αρχίζουν φοβερά και τρομερά.
«Η ουδετερότητα είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της οικοδόμησης του σοσιαλισμού - εσάς τούς ουδετερόφιλους θα ξεπαστρέψουμε πρώτους! » εκστομίζει σε ανύποπτο χρόνο ο Νετσάγιεφ και, ας ήτανε τοις πάσι γνωστό πως ήμουνα ορκισμένος πιστός του σύντροφου Λιερόφ, με ζώνουν μαύρα φίδια. Ο άθλιος συκοφάντης απεργάζονταν φράξια μέσα στην ομάδα κι’ ο υποφαινόμενος, με τη συνεπή και σταθερά προσανατολισμένη στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού συμπεριφορά, τού χαλούσε τα σχέδια - μού εκμυστηρεύτηκε η Αλίνα. «Όμως μη πεις σε κανένα τίποτα. Κινδυνεύει η ζωή μου!» με παρακάλεσε. Η δύστυχη νέα ήταν το αυτί και το μάτι του Λιερόφ στο Ραχμάνινοφ. Αργότερα έμαθα πως την είχαν βασανίσει φριχτά οι μπράβοι από το Τρίτο Γραφείο - στο οποίο ήταν πληροφοριοδότης ο Νετσάγιεφ – και την βίαζαν επί μια εβδομάδα καλύπτοντας το κορμί της τατουάζ με προσευχές και αναθέματα ώσπου κατάφερε να ξεφύγει από εκείνα τα τέρατα και βρήκε καταφύγιο στο χοτέλ.
Δεν έβγαλα κιχ μα άρχισα να φυλάγομαι από δαύτον. Εξάλλου έχουμε με πιο σημαντικά να ασχοληθούμε: η επανάσταση φυλλορροεί από μια δράκα αυτοαποκαλούμενων αναρχικών στο ντόκο της Κροστάνδης, λίγο πιο πέρα από τα μέρη μας, και προέχει να αναλάβουμε επειγόντως δράση. Το πρόβλημα είναι πως οι σύντροφοι εμφανίζονται διχασμένοι: Άλλοι είναι με τους αναρχικούς, άλλοι κατά, άλλοι αμφιταλαντεύονται μέχρι τέλους με ποιους να πάνε. «Ο σκοπός μας είναι σωστός γι’ αυτό θα νικήσουμε!» αναφωνεί ο Λιερόφ και συνεγείρει το επαναστατικό φρόνημα. Αυτό ήταν: Ο καιρός βγάζει φίδια μα εμείς σαν ένας άνθρωπος ξεχυνόμαστε στη παγωμένη θάλασσα και, να μη μακρηγορώ, τούς κάνουμε με τα κρεμμυδάκια!
Όμως το πρόβλημα δεν είχε λυθεί. Απλώς το κρύψαμε προσωρινά κάτω από το χαλί. Όχι! Ο Λιερόφ ξέρει τα πάντα και – όπως πάντα - παίρνει τις τύχες μας στα χέρια του. Δίνει διαταγή και μπουζουριάζουμε τον Νετσάγιεφ σ΄ ένα κελί στο φρούριο Πέτρου και Παύλου παρέα με άλλους εξέχοντες συντρόφους - ζάχαρη την έβγαλε εκεί ο μπαγάσας!
Κι΄ ο επαναστάτης χρειάζεται την ανάπαυλά του. Το ίδιο βράδυ βρισκόμαστε ινκόγκνιτο - με τη γυναικούλα μου και τους συντρόφους Γκουντουνόφ και Μουσόρσκι - στα πίσω θεωρεία του Θέατρου Μαρίνσκι, μπας και ξεφύγουμε λίγο από τις ίντριγκες και τα συντροφικά μαχαιρώματα, να παρακολουθήσουμε κινγκ σάιζ όπερα σε λιμπρέτο βασισμένο σε πόνημα του Πούσκιν για τον εξαίσιο κύριο Μπορίς Γκουντουνόφ που σκότωσε το παιδί και διάδοχο τού θρόνου τού Ιβάν του Τρομερού - αυτού που ουδείς ξέφυγε απ’ το μαχαίρι του, εξ΄ ου και «τρομερός» - προκειμένου να γίνει ο ίδιος χαλίφης στη θέση του χαλίφη. «Τι ωραία είναι η ζωή! Τι καλοί οι άνθρωποι! Τι υπέροχος ο κόσμος!…», αναφωνήσαμε τρις με τη γυναικούλα μου στην έξοδο και συμφωνήσαμε πως τα βλέπουμε όλα ωραία - αν τα βλέπουμε ωραία, είναι ωραία - και πως ζόφος και μαυρίλα μάς αφήνουν παντελώς αδιάφορους. Αισθανόμασταν - βλέπετε - ασφαλείς που ο μοχθηρός Νετσάγιεφ ήταν κλειδαμπαρωμένος στους τέσσερις τοίχους τού κελιού του - έτσι νομίζαμε δηλαδή. Αμ δε…
«Κάψτε τα όλα! Σκοτώστε τους όλους! Κι΄ αν κάποιος από δαύτους είναι αθώος ίσως να τον συγχωρέσει ο θεός…» Αλάριχος και Νετσάγιεφ εις σάρκα μία! Πετάγομαι απ' το κρεβάτι. Ποιους «όλους» εννοούσαν; μόνος ήμουνα στο δωμάτιο. Βλέπω δυο νταβραντισμένους να ΄ρχονται προς το μέρος μου και δίχως δεύτερη σκέψη πηδάω απ’ το παράθυρο. Τρία πατώματα ψηλά θα γινόμουνα λιώμα, μα ευτυχώς είναι η γυναικούλα μου από κάτω και προσγειώνομαι στην αγκαλιά της. Πηλαλώντας, κατά πόδα κι΄ ο ακατανόμαστος, τραβάμε κατά Τσάρκογιε Σελό και λαχανιασμένοι - με τους συντρόφους Πούσκιν και Ντοστογιέφσκι από μηχανής θεούς - χανόμαστε στα κατάβαθα της Ρώσικης ψυχής και τα περασμένα μεγαλεία της.
Πως
τη γλύτωσα δε θυμάμαι. Πρωτοάνοιξα τα μάτια μου στο τραίνο για Νόβγκοροντ.
Παραδίπλα οι σύντροφοι αποκαμωμένοι. Πέντε μέρες αχαλίνωτης επαναστατικής
δράσης περάσαμε - πέντε μέρες που άλλαξαν τον κόσμο. Λέω να πάρω καφέ να
ξυπνήσω. Η μικροκαμωμένη ξανθούλα στάζει μέλι, σερβίρει και με ρωτάει:
«Έλληνες;» «Για δουλειές…» τής απαντάω κάνοντας πως δεν καταλαβαίνω την
ερώτηση, αποφεύγοντας να αποκαλύψω το παραμικρό για τη ταυτότητά μας.
Δουλειές!…
Χα ας γελάσω, ένας κατεργάρης χασομέρης είμαι που τριγυρνάει τα λημέρια του
κόσμου και καμώνεται τάχατες πως κόφτεται για την επανάσταση - να το ΄ξερε ο
Νετσάγιεφ θα με καθάριζε με το καλημέρα!… σκέφτομαι. Μα μάλλον διάλεξα λάθος
εποχή για χασομέρι, «ο καπιταλισμός εδώ δεν αστειεύεται…» μού είχε εκμυστηρευτεί
ο - σύνδεσμος μας στη Πετρούπολη - Βλαντιμίρ, ένας θρησκευόμενος σύντροφος.
«Έτσι είναι Βλαντιμίρ. Ας ευχηθούμε τουλάχιστον να σηκωθεί ξανά ο σταυρός πάνω
από την Αγιά Σοφιά» τού απάντησα και το πρόσωπό του έλαμψε. Τι τρέχει; Εμείς οι
παλιοί λέγαμε τη θρησκεία «όπιο του λαού». Ήξερα πως κάποιοι μπλέκανε τον
σταυρό με τη κουτάλα, σήμερα τον μπλέκουν και με την επανάσταση. Ο καφές δεν
πίνεται.Ένα απρόσμενο τηλεφώνημα απ’ τη πατρίδα για τη κορασίδα μου κάνει το χειλάκι μου να γελάσει. Για λίγο. Γρήγορα το γέλιο παγώνει: Εκείνος ταξιδεύει μαζί μας! Στο διπλανό βαγόνι! – πώς και γιατί είναι ελεύθερος μη με ρωτάτε, δεν ξέρω. Ο Λιερόφ ξέρει. Τού τα χώνω «Άμα ανακατεύεσαι με τα πίτουρα σε τρων΄οι κότες… Να τελειώνουμε με δαύτον…» μα εκείνος ανένδοτος. Κι΄ εγώ δεν θέλω να με φάνε κότες, ούτε όμως και να επιμείνω για ευνόητους λόγους… Πώς έχω μπλέξει έτσι;
Να το και το Νόβγκοροντ. Μια απ’ τα ίδια κι΄ εδώ: Θα μεταλαμπαδεύσουμε την επανάσταση. Ο Νετσάγιεφ παίζει τώρα τον καλό, γελάει κάτω από τα μουστάκια του και κάνει χιούμορ! Οι γνωστές λυκοφιλίες των επαναστατών… σκέφτομαι. Ήταν το Νόβγκοροντ κάποτε η μοναδική δημοκρατική πόλη της Ρούσσιας – τι γυρεύουμε εμείς εδώ; αναρωτιέμαι. Να ΄τος στο βάθος και ο Αλέξανδρος Νιέφσκι που μπαίνει τροπαιοφόρος στο Κρεμλίνο καβάλα στο κάτασπρο άτι του - στο κατόπι του ο Λιερόφ κι΄εγώ με το ψωράλογο και τη Δουλτσινέα μου, από πίσω κι’ ο Νετσάγιεφ με το πούρο του.
Δε μ’ αρέσει η γκρίνια, προτιμώ να το διασκεδάζω. Έχετε δει τους «Γενναίους του Μπρανκαλεόνε»; Ξεκινήσαμε την επανάσταση μια ομάδα γενναίων με κοινό όραμα κι΄ ιδανικά και στο δρόμο χάσαμε τον μπούσουλα. Άλλος καφέ, άλλος να κατουρήσει, άλλος να πάει για σουβενίρ, άλλος κουράστηκε, άλλος νυστάζει, άλλος δεν γουστάρει… Έτσι συντρόφια θα πάρουμε τη Πόλη; αναφωνώ, από μέσα μου ασφαλώς, καθότι προέχει η συνοχή και σύμπνοια της ομάδας για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Κι΄ όμως, τα καταφέρνουμε! Ίσως γιατί στο άκουσμα και μόνο της μαγικής λέξης έχουμε ίσαμε δέκα οργασμούς ο καθένας! Ας όψονται ο συμπατριώτης Θεοφάνης κι΄ ο πρωτομάστοράς του Αντρέι Ρουμπλιώφ - μακρινός πρόγονος του συνονόματού του Ταρκόφσκι - που μ΄ έκαναν να ξεχάσω τα βάσανά μας…
Όσο για μένα - ξέχασα να σάς πω - δεν υπάρχω, είμαι σκεπτομορφή. Και η γυναικούλα μου, κι΄ οι κόρες μου το ίδιο - ποιες κόρες μου δηλαδή, νομίζω πως έχω παιδιά… Αυτά ισχυρίζεται ο Νετσάγιεφ που εν τω μεταξύ έχει γίνει ο καλύτερος φίλος μου - πώς αλλάζουν οι καιροί! Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε, σύντροφε. Μού πάει καρδιά να σε στεναχωρήσω;
Με τα πολλά φτάνουμε στη Μόσχα. Μεγάλη και σίγουρη! Εδώ η επανάσταση έχει ριζώσει για τα καλά - «κουμμουνο-καπιταλιστική» την αποκαλούν οι σύντροφοι - κατά τα φαινόμενα δεν θα 'χουμε πολλή δουλειά να κάνουμε. Ο σύντροφος Λιερόφ εν τούτοις μάς λέει να φυλαγόμαστε από τους πληρωμένους εγκάθετους του Πούτιν και δίνει διαταγή να μεταμφιεστούμε σε τουρίστες. Υπακούουμε μα, ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω τι έχει αλλάξει - επαναστάτες τουρίστες ξεκινήσαμε, τουρίστες επαναστάτες καταλήξαμε… σταθερά προσανατολισμένοι στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού βεβαίως. Ένα επιβεβλημένο προσκύνημα στη κόκκινη πλατεία, πεντ΄ έξι ακόμα εκκλησίες, ολίγη κουλτούρα και βουρ στα σουβενίρ. Εδώ τα παλιατζίδικα έχουν τη τιμητική τους. Ο Νετσάγιεφ αγοράζει σάλπιγγα εποχής σε τιμή ευκαιρίας, με αυτή θα ξυπνάει γλυκά κάθε πρωί την καλή του, κατά τ' άλλα, με τόση επανάσταση έχει αποκάμει - όπως όλοι μας δηλαδή - και κοιμάται συνέχεια. Οι υπόλοιποι τής γκρούπας τα γνωστά - έτσι είναι οι επαναστάτες, δεν μπαίνουν σε καλούπια. Ο σύντροφος αρχηγός έχει βγάλει σπυράκια με τα καμώματά μας και στριφογυρνάει συνεχώς σα να κυνηγάει την ουρά του. «Μα δε μπορεί να τα φτιάξανε οι άλλοι καλύτερα από εμάς…» σα να λέει. Η γυναικούλα μου είναι στεναχωρημένη που σε λίγο θα πάρουμε το δρόμο του γυρισμού. Εγώ μελαγχολικός. Νικήσαμε, χαρήκαμε το γλυκόπιοτο κρασί της νίκης μα, δε ξέρω, κάτι μού λείπει. Είναι κι΄ ο καιρός που δε βοηθάει τη διάθεση…
Τελευταία μέρα και, ανεπάγγελτοι επαναστάτες πλέον, τραβάμε κατά Βλαντιμίρ. Ο σύντροφος Λιερόφ αγορεύει. Αγωνίζεται μήπως αφυπνίσει το επαναστατικό φρόνημα των εναπομεινάντων τής ομάδας μα οι μισοί ήδη κοιμούνται κι΄ οι άλλοι μισοί το 'χουν ρίξει στο χασμουρητό. Μάς λέει για ένα βαθύτερο σχέδιο πίσω από την - ζοφερή - φαινομενικότητα που οδηγεί στον επιθυμητό σκοπό, σα τις βουλές του ύψιστου που εξασφαλίζουν - στην άλλη ζωή - την επικράτηση του καλού. Θεία πρόνοια και ξερό ψωμί δηλαδή. Εμείς οι επαναστάτες, βέβαια, δεν μασάμε από τέτοια, θεία πρόνοια για εμάς είναι οι νόμοι της ιστορίας. Στης ιστορίας το χοντρό το κινητή η μοίρα μας - δε βαριέσαι…
Χρυσοκόκκινη απεραντοσύνη του τοπίου και σύννεφα ταξιδιάρικα πίσω απ΄ το τζάμι. Η γυναικούλα μου ταλαιπωρημένη μπάμπουσκα κουρνιάζει στο πλευρό. Ο οδηγός βιάζεται και πάει τού σκοτωμού. Όνειρα - επαναστατών - γλυκά. Μα κάποια στιγμή ξυπνάνε και, σα να τους τσίμπησε μύγα, ανάβουν τα αίματα. Γυρίζω στον Νετσάγιεφ να ρωτήσω τι τρέχει - να πει κάτι, ό,τι να ναι, ένα ανέκδοτο έστω ν΄ αλαφρύνει λίγο το κλίμα - μα απάντηση δε παίρνω. Τελικά ούτε Νετσάγιεφ υπάρχει, ούτε Λιερόφ, ούτε κανένας - όλοι είμαστε σκεπτομορφές!
Πρώτα Μωυσής, μετά Στάλιν. Σήμερα ποιος θα μάς οδηγήσει στη γη τής επαγγελίας; Ή μήπως έχουμε ήδη φτάσει και δεν το ΄χουμε καταλάβει; Αναλογίζομαι τα λόγια του Μπρεχτ «αλίμονό μας αν χρειαζόμαστε ήρωες» και νοιώθω μπερδεμένος. Τρεις κι΄ ο κούκος απομείναμε, στριμωγμένοι σ΄ ένα ταξί στο δρόμο για το αεροδρόμιο, και δε λέει ακόμα να ξημερώσει. Ομίχλη και ψιλόβροχο.
18/9
Τη μέρα εκείνη κατάλαβε πως είχε πεθάνει. Κι΄ όμως ήταν ολοζώντανος! -
αφήστε που έχαιρε και άκρας υγείας. Η πλάκα είναι πως το ίδιο είχαν καταλάβει
από καιρό και κάμποσοι άλλοι μα δεν τού το ΄λεγαν. Γιατί; Μόνο υποθέσεις μπορώ
να κάνω. Μπορεί επειδή δεν ήθελαν να τον στεναχωρήσουν – αν και, έτσι όπως γίνανε
τα πράματα, δεν ήταν διόλου βέβαιο ότι θα στενοχωριόταν, ή γιατί έκριναν το
γεγονός ανάξιο λόγου, ή γιατί σκέφτονταν ότι θα τού κάνανε περισσότερο κακό
παρά καλό, μπορεί κάποιοι από ιδιοτέλεια ή μοχθηρία. Μα κρύβονται τέτοια; θα
ρωτήσετε. Ασφαλώς όχι. Ο «μακαρίτης» ήξερε μα αρνιόταν να το πάρει απόφαση αφού
η ζωή είναι γλυκιά ακόμα και για πεθαμένους. Το γεγονός, ως αναμένονταν, πήρε διαστάσεις
και κλήθηκαν επαΐοντες περί τα ανθρώπινα να το διερευνήσουν. Μετά από ενδελεχή
μελέτη κατέληξαν πως επρόκειτο για κάτι συνηθισμένο - «συμβαίνει και στα
καλύτερα σπίτια» αποφάνθηκαν επί λέξει. Ίσως γι’ αυτό εκείνος δέχτηκε το
μοιραίο στωικά και μάλλον με ανακούφιση. Όταν ξεμπέρδεψε με τους αποχαιρετισμούς
των τεθλιμμένων φόρεσε το καπελάκι του στραβά και τράβηξε κατευθείαν στο
πλησιέστερο γραφείο όπου κανόνισε με κάθε λεπτομέρεια, ερήμην όλων, τα της κηδείας
του – με απόλυτη μυστικότητα, σε άγνωστο κοιμητήριο και από ανήξερο παπά - όπως
έγινε. Και επιτέλους - ο πεθαμένος - ξανάνιωσε! «Τι περίμενα τόσο καιρό…» συλλογίζεται
και μελαγχολεί.
16/9
Εδώ γεννήθηκα, σ' αυτή τη λίμνη, σ' αυτή
έμαθα, στο σκοτάδι, στη λάσπη, εδώ τριγυρνάω ολημερίς, τρώω, κοιμάμαι,
ερωτεύομαι, γεννάω, γερνάω… εδώ τα κάνω όλα - βαρέθηκα… καιρός ν΄ ανεβώ, να ιδώ
τον ήλιο, τη λίμνη αλλιώς - τον κόσμο αλλιώτικο - κι' αν δεν είναι πάνω τόσο
όμορφα - όσο λένε - θα 'ναι τουλάχιστον καλύτερα από δω, λίμνη πράσινη, πράσινη
σα μαρούλι, σα να΄χουνε ρίξει μέσα αμέτρητους κουβάδες μαρουλο-μπογιά κι' ένα
παχύ στρώμα έχει κάτσει στην επιφάνειά της, ασάλευτο, γυαλιστερό, φέρνει και
μυρωδιά μυστήρια σα φυσάει ο αέρας προς τη μύτη, μυρωδιά σάπιου - μού έρχεται
αναγούλα - τη συνήθισα, τώρα πια δε με ξενίζει, είναι – λένε - «από τα
καλάμια», μπορεί από το «πλακτόν», μπορεί από τη «μόλυνση», εγώ όμως ξέρω πως
μπαίνοντας το Καλοκαιράκι πάντα η λίμνη ζεσταίνεται, βγάζει «θέρμη», έτσι
λέγανε οι παλιοί αυτή τη πρασινίλα που εξαφανίζεται σαν αρχίζουν οι βροχές με
τα πρώτα κρύα, παλιότερα ήταν λιγότερη, είχε – βλέπετε - τότες εκεί έξω πηγές η
λίμνη και ανανεώνονταν το νερό, το θυμάμαι γάργαρο που έπεφτε με ορμή κι' εγώ
πήγαινα από κάτω και χτυπιόμουνα ανάμεσα στις καλαμιές όταν ήτανε καιρός να
λευτερωθώ απ' τ' αυγά, μα τις μπαζώσανε κι' απέμειναν μαναχά οι υπόγειες, πάλι
καλά, αυτές φαίνεται δεν μπορούν να τις μπαζώσουν, αν μπορούσαν σίγουρα θα το
΄χαν κάνει. Από πλήξη τρώω, συνέχεια, οτιδήποτε - που θα πάει; θα μού κάτσει,
εψές αργά τ' απόγεμα μού κάθισε, εκεί που σουλάτσαρα να 'τος μπροστά μου ένας μεζές,
ήξερα πως τέτοιοι μεζέδες εδώ κάτω είναι πολύ ωραίοι για να 'ναι αληθινοί, πως
κάτι κακό κρύβουν, μα, χωρίς άλλη σκέψη, έκανα το σταυρό μου και τον πήρα μια
χαψιά, ώρα πολλή κράτησε το χαμένο παιχνίδι, δε ξέρω γιατί αντιστεκόμουνα και
δεν αφέθηκα, τι να πω - ίσως για τη τιμή των όπλων… κάποτε κουράστηκα,
παραδόθηκα και μ' έβγαλαν όξω, ξαπλωτό, ωραία που ήταν! είδα επιτέλους φως,
πουλιά να φτερουγίζουν – πάντα ήθελα να ΄μουν κι' εγώ πουλί ν' άνοιγα φτερά και
να 'φευγα μακριά σ' άλλη λίμνη, και σε ποτάμι με γάργαρο νερό δε με χαλούσε, ή
γιατί όχι; στην απέραντη θάλασσα, να ταξιδεύω… - μα να, ήδη ταξίδευα, ταξίδι
δίχως γυρισμό - δε πειράζει, από το τίποτα κάλιο αυτό - με κεφάλια πάνωθέ μου
να με περιεργάζονται και να σχολιάζουν «πω πω πόσο μεγάλο είναι! θηρίο!…», εγώ,
ένα γριβάδι της λίμνης που ξεψυχούσε έγινα θηρίο στα χέρια τους… ύστερα με
ξαγκίστρωσαν και μ΄ απίθωσαν σε μια μεγάλη διχτυωτή τσάντα για να με ζυγίσουν
ζωντανό! - τι κάνουν; αναρωτήθηκα - ήταν ακατανόητη η συμπεριφορά τους μα
σκέφτηκα πως έτσι θα είναι οι άνθρωποι και χαλάρωσα, είχε αρχίσει να λιγοστεύει
και το φως - 6,950 το βάρος μου, άκουσα, μα σα βγει η ψυχή μένει κάτι λιγότερο
- πρόλαβα να ιδώ το Μιτσικέλλι και σκοτείνιασε. Δε ξέρω πόση ώρα είχε περάσει
όταν ένοιωσα υγρή θαλπωρή στο σώμα μου, οξυγόνο στα στεγνά βράγχια μου, μα
είναι τόσο ωραία στο κάτω κόσμο! αναφώνησα, άνοιξα τα μάτια και - τι να ιδώ -
κάποιος χάιδευε τη κοιλιά μου -
γαργαλιόμουνα - και μ' είχανε ξαναβάλει μέσα στο νερό, σ' αυτή την απαίσια
πράσινη λίμνη, δεν το πίστευα - θεέ μου τι άλλο μένει να ιδούν τα μάτια μου… -
και τι να 'κανα; ζωντάνεψα, ένα σάλτο και να ' μαι ξανά στο νερό, δε ξέρω γιατί
δεν έμεινα εκεί καρφωμένος - όχι από αγκίστρι αλλά γιατί το ήθελα γαμώτο, γιατί
δεν ύψωσα ανάστημα, γιατί δεν είπα κοτζάμ ψάρι «Δεν πάω πουθενά κύριοι, έξω θα
μείνω!», ίσως γιατί καθένας έχει ότι τού αξίζει κι’ εγώ αυτή εδώ τη λίμνη.
4/9
Είχε ξεκινήσει με ακατάσχετη πολυλογία επί παντός διανθισμένη με χωρατά
αραδιασμένα φύρδην μίγδην από το ατελείωτο τσουβάλι των χωρατών που ανακαλούσε
στο μνημονικό κατά βούληση δίκην ριπής πολυβόλου πασχίζοντας να εκμαιεύσει το
χαμόγελό της ενώ εκείνη τον άκουγε σιωπηλή, συνεχίζοντας με ανάλυση τής
δεδομένης παρούσας κατάστασης εξετάζοντας όλα τα ενδεχόμενα και προσεγγίζοντάς
την με αντικειμενικό και αμερόληπτο - το τόνισε - τρόπο, και με επιχειρήματα,
μιλώντας έξω απ' τα δόντια - όπως άλλωστε πάντα έκανε - με ολιγόλεπτες
παρενθέσεις εντός των οποίων τεκμηρίωνε τα λεγόμενά του από έγκυρες πηγές,
γιατί δεν ήθελε να αφήσει τη παραμικρή σκιά ή αμφιβολία για την αξιοπιστία και
- προπάντων για - τις προθέσεις του την ώρα που εκείνη κάθισε σταυροπόδι και σμήνος
πολύχρωμες πεταλούδες σηκώθηκαν στον αέρα. Παρατήρησε τότε τα καλοσχηματισμένα
πόδια της, τους γλουτούς της που διαγράφονταν ευκρινώς κάτω από την εφαρμοστή
μαύρη φούστα, τις αλαβάστρινες γάμπες της που - ήταν βέβαιος - ουδέποτε είχε
χαϊδέψει ήλιος και θάλασσα παρά μόνο γλυκό νερό και ακριβό αρωματικό
μοσχοσάπουνο - το μύριζε ήδη, και την χαρακτηριστική ελιά στο κέντρο τής εξωτερικής
πλευράς τής αριστερής γάμπας - πιο γουστόζικη και σικάτη ελιά σε ανθρώπου πόδι δεν
είχε ξαναδεί - και καίγονταν να συνεχίσει τη παρατήρηση σε βάθος μα ήταν αδύνατο
με πόδια σφιγμένα σε επαφή το ένα με τ'
άλλο, ερμητικά κλειστά στα αδιάκριτα βλέμματα και τοποθετημένα με χάρη υπό
ελαφριά κλίση, που μοναχά υποθέσεις τον άφηναν να κάνει και η φαντασία του ξεσάλωνε
- και τι περίεργο! αρχικά τού είχε φανεί ούτε όμορφη ούτε άσχημη, ούτε μεγάλη
ούτε μικρή, ούτε λεπτή ούτε αδύνατη… σα να μην ήταν κανένα επίθετο πλασμένο για
να τής ταιριάζει παρά μόνο το ουσιαστικό: γυναίκα - ενώ συνέχιζε να λέει
ακατάπαυστα, ούτε που ήξερε τι διάολο έλεγε, σάμπως – αλήθεια - είχαν καμία σημασία;
«Καμία» τού φάνηκε πως αποκρίθηκε κι΄ εκείνη - το άκουσε - μα χρειάζονταν
επειγόντως χρόνο να αποφασίσει γιατί το είπε και τί εννοούσε, αν άναβε το πράσινο
φως για συνέχεια ή - αντίθετα - έκλεινε τη πόρτα άπαξ και δια παντός, ήταν απόλυτο
μα το 'θελε αινιγματικό - ίσως χαραμάδα ελπίδας, και συνέχισε να λέει σαν από
κεκτημένη ταχύτητα μα μάλλον από αμηχανία μαζί και ταραχή ενώ ταυτόχρονα
σκέφτονταν, ή - για την ακρίβεια - προσπαθούσε να σκεφτεί, όμως μάταια, γιατί η
καρδιά του είχε ξελογιαστεί και ταξίδευε ήδη μακριά, πεταλουδίτσα που σκίρτησε
στο πρώτο φύσημα τού αγέρα, και τού ήταν αδύνατο - σώμα χωρίς καρδιά - να
συμμαζέψει τα κομμάτια τού μυαλού, όλο κι΄ όλο το είναι του μια γλώσσα που
έτρεχε… κατάλαβε πως είχε χάσει τη μπάλα, πως πήγαινε όπου εκείνη ήθελε να τον
πάει και αφέθηκε μαριονέτα στα απαλά της δάχτυλα, χαζό παιχνιδάκι στα αζήτητα
που ποθούσε να το παίξει, τσιχλόφουσκα στα χείλια της που η γλώσσα έσπρωχνε νωχελικά
αργά έξω απ΄ το στόμα και ολοένα φούσκωνε αναστεναγμούς μέχρις ότου – αλίμονο!
- θα έσπαγε με εκκωφαντικό θόρυβο, και ευχήθηκε - η τελευταία του ελπίδα - τουλάχιστον
να κολλούσε μια για πάντα στα θεσπέσια μάγουλά της.
2/9
Μιάμιση ώρα καθυστέρηση σε προγραμματισμένα δίωρο
ταξίδι δεν είναι και λίγο. Την ανάγγειλαν τα μεγάφωνα σε δόσεις, η πρώτη έλεγε
πως κατόπιν εντολής του τοπικού λιμεναρχείου θα έχουμε ολιγόλεπτη καθυστέρηση, ή
δεύτερη, μισή ώρα μετά, ότι σύντομα προβλέπεται
να μπούμε στο λιμάνι, και η τελευταία μάς πληροφόρησε πως περιμένουμε… για να
μπούμε αμέσως μόλις βγει το άλλο καράβι, το προηγούμενο από το δικό μας δηλαδή,
που όλη αυτή την ώρα - ελέω καιρού - πάσχιζε να δέσει στο ντόκο.
Περιμέναμε υπομονετικά - άλλωστε πού να πηγαίναμε; - μαζεμένοι στο σαλόνι περιμέναμε
να φύγουμε και δυνατότητα εναλλακτικής λύσης ξέραμε δεν υπήρχε, μια παρέα
ήμασταν - κοινή γαρ η μοίρα μας. Και τη διασκεδάζαμε, όπως μπορούσε ο καθένας,
άλλος λέγοντας ιστορίες για θαλασσοδαρμένους
ναυτικούς που τους κατάπιαν εν τέλει τα κύματα, άλλος για τα αμέτρητα, σπαρμένα
στα νησιά, ξωκλήσια που αγναντεύουν το πέλαγος για να φυλάνε τους ταξιδευτές - και
αλίμονο! κάποτε δεν τα καταφέρνουν, άλλος κοιτούσε εμμονικά το ρολόι του
αναλογιζόμενος πόσες ώρες λιγότερες τού απέμεναν να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητές
του στο νησί, άλλος λαγοκοιμόταν καθιστός με περιοδικά τινάγματα του κορμιού σαν
σε εφιάλτη, άλλος - όπως εγώ - σκότωνε την ώρα του ρίχνοντας τα χαρτιά κι έμοιαζε η τράπουλα ταρώ για να ξορκίσει
κάποιο κακό, γιατί απροσδιόριστη ανησυχία υπόβοσκε εντός μας. Ανησυχία και
αδημονία ίσως, βιασύνη – θα το ξαναπώ – όχι. Γι’ αυτό και όλοι απορήσαμε
παραξενεμένοι όταν κάποια στιγμή ακούστηκε πως κάποιος βιάζεται. Ποιος ήταν αυτός
και γιατί δεν μάς το έλεγε ο ίδιος για να τού εξηγούσαμε πως λόγος βιασύνης δεν
υπήρχε αφού, κατά τα φαινόμενα, όλα ήταν ανεπιστρεπτί προγραμματισμένα και αργά ή γρήγορα θα παίρνανε το δρόμο τους; και
επιπλέον να υπενθυμίζαμε στον αγχωμένο - και ξεχασιάρη - συνεπιβάτη μας πως όταν
δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά, η υπομονή, αυτή που είχε χάσει, είναι η
μεγαλύτερη όλων αρετή. Από στόμα σε στόμα το απρόσμενο νέο διαδόθηκε φευγάτη
ανάσα και δε μάς άφησε ανεπηρέαστους, άλλον λίγο, άλλον περισσότερο,
εντείνοντας την αδημονία μας κι ας μην υπήρχε λογική σε αυτό, κι ας ήταν η
λογική αυτή που χρειαζόμασταν πιο πολύ. Γιατί άθελα στο μυαλό φώλιαζε η
αμφιβολία, που συνήθως τους βιαστικούς καταλαμβάνει, μήπως κάτι δεν πήγαινε
καλά, και παρέα της ο φόβος, αφού έξω από το λιμάνι ήμασταν - το βλέπαμε - μα μέσα
στην αγριεμένη θάλασσα ακόμα, κι ο αέρας σειρήνα συναγερμού που σφύριζε διαολεμένα,
ολοένα και δυνατότερα, απαίσια σειρήνα στο μυαλό - που δεν έλεγε να κοπάσει - πως
κάτι κακό τάχατες θα συνέβαινε, το ξέρω, πόσο αστείο! αφού ήταν απλώς θέμα
χρόνου να πάνε τα πράματα κατ΄ ευχή. Και πήγαν όταν κάποτε ο θεός Αίολος επέτρεψε και έδεσε στο ντόκο το
προηγούμενο από το δικό μας πλεούμενο, κατέβηκαν ταξιδιώτες κι' αυτοκίνητα, και
σαν εκείνο άδειασε τη γωνιά ήρθε η σειρά μας να δέσουμε κι' εμείς. Τα
καταφέραμε αισίως με τη τρίτη, και ένας βαθύς στεναγμός ανακούφισης ακούστηκε σαν
από ένα στόμα. Είχε έρθει η πολυπόθητη ώρα τού φευγιού και ένας ένας με τη
σειρά του, εν πομπή τολμώ να πω και με χαμηλωμένα κεφάλια, ωσάν να είχαμε αποδεχτεί
τα κελεύσματα του καιρού υποκλινόμενοι σε αυτά, αρχίσαμε να βγαίνουμε από τη
μεγάλη σκοτεινή μπουκαπόρτα. Πρόσωπα, αποσκευές, αυτοκίνητα… λούζονταν στο
Αυγουστιάτικο ήλιο, καθρέφτες που αντανακλούσαν το φως στα μάτια μας, μα πιο πολύ απ΄ όλα ένα αυτοκίνητο απαστράπτον
που είδαμε να πηγαίνει μοναχό μπροστά, διαφορετικό απ΄ τ΄ άλλα, μακρύτερο, κατάμαυρο.
Και αίφνης, διαταράσσοντας την ασάλευτη μακαριότητά μας, μια γυναικεία φωνή ακούστηκε,
σπαρακτική, τρεμάμενη από συγκίνηση «Γιατί βιάστηκες να φύγεις;…» ενώ ο πλοίαρχος, οι αξιωματικοί και το πλήρωμα του
σκάφους μάς ξεπροβόδιζαν από το καταπέλτη ψηλά:«Ευχαριστούμε που ταξιδέψατε
μαζί μας και θα χαρούμε να σάς ξαναδούμε σύντομα κοντά μας…»
29/8
Τι ήθελε να πει ο ποιητής; Άντε να καταλάβει… Άνοιξε βιβλία, λεξικά, περιηγήθηκε
στο διαδίκτυο, έψαξε σε βιβλιοθήκες, ρώτησε φίλους, γνωστούς και άγνωστους,
επαΐοντες και μη, απελπισμένος ακόμα και τη κυρά Μαρίκα - στο ψιλικατζίδικο στη
γωνία του σπιτιού του - ρώτησε μήπως είχε ακούσει κάτι, μήπως εκείνη τελικά
ήξερε αφού όλοι οι άλλοι λέγανε ότι τους κατέβαινε, ο καθένας το κοντό του και
το μακρύ του. Όμως ο ποιητής κάτι ήθελε να πει, το ήξερε κι’ ας μην ήξερε τι
ήταν αυτό, κι΄ αν δεν το ήξερε θα το ψυχανεμίζονταν, τόσες σελίδες, τόσα
στριμωγμένα γράμματα χώρια τα υπόλοιπα τυπογραφικά στοιχεία, τόσες λέξεις,
προτάσεις, παράγραφοι, κεφάλαια… χωρίς λόγο; χαράς το κουράγιο του αν μη τι
άλλο, τόσο γράψιμο – αλήθεια δεν πιάστηκε το χέρι του; - για να πάει στράφι;
Τού είχαν πει ή είχε ακούσει – δεν θυμότανε καλά, ίσως και να το είχε βγάλει ο
ίδιος από το μυαλό του - ότι όσο περισσότερο διάβαζε τόσο περισσότερο θα
καταλάβαινε, όπως τον ποιητή λόγου χάριν, μα και αυτό δεν συνέβαινε, το αντίθετο,
όσο περισσότερο διάβαζε τόσο λιγότερα καταλάβαινε, ένοιωθε φρικιό - κάποιος διαβασμένος
βλαξ τού οποίου η κατάσταση διαρκώς χειροτέρευε, κατέληξε μάλιστα ότι οι
ποιητές είναι εξ΄ ορισμού δυσνόητοι, τόσο πολύ που απευθύνονται σ’ αυτούς του
σιναφιού τους μόνο, τους λίγους της υψηλής διανόησης και τέτοιος χωρίς
αμφιβολία ήξερε πως δεν ήταν. Κι’ ας τους θαύμαζε τους ποιητές, κι’ ας ήθελε
όσο τίποτα στο κόσμο να ήταν ένας απ’ αυτούς, στο ελάχιστο νιονιό που νόμιζε
πως τού είχε απομείνει τον έτρωγε πως γίνεται και κανένα ποίημα δεν γεμίζει το
στομάχι του πεινασμένου, ούτε βάζει ένα κεραμίδι πάνω από το μουσκεμένο κεφάλι
του, ούτε παίρνει τουλάχιστον κάνα ρουχαλάκι στο παιδάκι που τουρτουρίζει – και
δεν ήταν από τους πονόψυχους… αλλά και το αφεντικό του και τους άθλιους πολιτικούς
δεν αλλάζει προς το καλύτερο - την ίδια τη τύχη του σε τελευταία ανάλυση, αφού
ακόμα κι΄ αν καταλάβαινε τι ήθελε να πει ο ποιητής, κι΄ αν μπορούσε να αλλάξει ο
ίδιος εξαιτίας του, όλα στο κόσμο ίδια και απαράλλαχτα είχε πειστεί πως θα μένανε
- ίδια δύσκολα και ζοφερά. Αποκαμωμένος κάποτε σταμάτησε να τριβελίζει το μυαλό
του και το πήρε απόφαση, «θα καταλαβαίνω ό, τι καταλαβαίνω» είπε, πήρε χαρτί
και μολύβι κι΄ έγραψε στο ποιητή δυο λέξεις από καρδιάς «συμπάθα με, εσύ τη
δουλειά σου κι΄ εγώ τη δικιά μου… κι’ αν δεν καταλαβαίνεις τι εννοώ δεν
χρειάζεται να το βασανίσεις πολύ…», το έβαλε σ’ ένα φάκελο, το ταχυδρόμησε στη
διεύθυνση που αναφέρονταν στο εσωτερικό τού οπισθόφυλλου, και ευθύς σα να
ξαλάφρωσε από βάρος δυσβάστακτο μα - κυρίως – σα να ξαναβρήκε το χαμένό του εαυτό
κι’ από βλαξ έγινε κοινής νοημοσύνης άνθρωπος, το μυαλό του άρχισε να
δουλεύει ρολόι, στο χτύπο της καρδιάς, το ίδιο έντονα, ρυθμικά, ασταμάτητα… Και
κατάλαβε, όχι μοναχά τον ποιητή - πανεύκολο ήταν, κατάλαβε τα πάντα.
26/8
Τι να πω…
Όλοι μού δίνουν συγχαρητήρια τελευταία χωρίς να ξέρω γιατί. Kι' εγώ
επαναλαμβάνω στερεότυπα: «Ευχαριστώ, ευχαριστώ… » Έκανα κάτι; Κάτι σημαντικό;
Δε νομίζω. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου τα ίδια κάνω κάθε μέρα. Ξυπνάω - πιο νωρίς
από παλιά, κάνω ένα γρήγορο ντουζάκι - να μη ξανακοιμηθώ, πλένω τα δόντια μου,
ντύνομαι, παίζω κιθάρα διαβάζω και γράφω ότι μου κατέβει, χαζεύω, τρώω
μεσημεριανό, τη πέφτω για ύπνο καμιά ωρίτσα, ξυπνάω, χασμουριέμαι, παίζω κιθάρα
διαβάζω και γράφω ότι μου κατέβει, χαζεύω, πηγαίνω υγιεινό περίπατο, τρώω
βραδινό και όνειρα γλυκά. Δε λέω, είναι τόσο ωραία! Και τόσα χρόνια τώρα πια,
έμαθα, τα κάνω καλά και, κυρίως, προσπαθώ με στυλ. Αλλά και πάλι βρίσκω τα
συγχαρητήρια υπερβολικά. Δε σάς κρύβω πως νιώθω και κάπως άβολα. Τόσα συχαρίκια
κάπως θα πρέπει να τα δικαιολογήσω. Στον εαυτό μου εννοώ, γιατί στους άλλους -
για να τα δίνουν – ασφαλώς είναι δικαιολογημένα. Αλλά μετά λέω: «Χαζός είσαι;
Κάτσε στ' αυγά σου. Προέχει ο μύθος σου… Εσύ είσαι ο άνθρωπος των συγχαρητηρίων!»
Και κάθομαι. Και συνεχίζω τα ίδια, τα καθημερινά, που σάς είπα. Τότε
ξαποσταίνουν λιγάκι, σα να περιμένουν τον καινούργιο - υποτιθέμενο υπαρκτό - άξιο
συγχαρητηρίων λόγο για να ξαναρχίσουν. Και ξαναρχίζουν τα συγχαρητήρια. Πιο
πολλά. Κι΄ εγώ «ευχαριστώ, ευχαριστώ»…
24/8
«Δεν θα πας στο παράδεισο…» μού είπε μια
φίλη με περισσή βεβαιότητα και πόνο ψυχής. Μ’ έζωσαν μαύρα φίδια. Κι΄ αν είχε
δίκιο; Μια θεσούλα στον ήλιο, όπως όλοι, κι΄ εγώ γυρεύω. Γιατί δηλαδή να είμαι
στην απ΄ έξω; Αυτοί που την έχουνε καπαρωμένη είναι καλύτεροι; Μετά σκέφτηκα
πως μπορεί να είχε δίκιο. Λίγο - όχι πολύ. Εντάξει… είχε δίκιο, μα προσποιήθηκα
έκπληξη και απορία: «Λες; Είσαι σίγουρη; Δεν γίνεται κάτι; Ν΄ ανοίξω μια
χαραμάδα ελπίδας έστω;… » Ξέρετε, λέγοντας τέτοια ταυτίζομαι τόσο με τα
λεγόμενα που τα πιστεύω κι΄ εγώ. Αφήστε που παίρνω κουράγιο για τα δύσκολα που
έρχονται - είναι ζόρικη η κόλαση γαμώτο. Φωτιές, καζάνια, τσιγκέλια, κραυγές
πόνου, αναφιλητά, αφόρητη ζέστη… Δεν αντέχεται, σκέφτηκα. Και άλλαξα ρότα. «Να
το διαπραγματευτούμε…» τής είπα «…Ξέρεις κάποιον; Δεν μπορεί, κι΄ εκεί πάνω όλο
κάποιος θα κάνει κουμάντο… και δεν εννοώ τον Μεγάλο - αυτός, ξέρω, έχει να
ασχοληθεί με ποιο σημαντικά από το δικό μου ρουσφέτι». Κατάλαβε την αγωνία μου.
Ήξερε και εκείνη πως τα έργα και οι ημέρες μου δεν επέτρεπαν την παραμικρή
αισιοδοξία, πως κάτι έπρεπε να κάνω γιατί πήγαινα ντουγρού στη κόλαση με
σπασμένα φρένα!… Όμως για βαστάτε -
μέχρι εδώ. Γιατί είχα να περάσω στον αντίλογο. Η καλή φίλη δεν είχε ακούσει
τίποτα περί μετάνοιας; «Μετανοώ εδώ και τώρα!» τής είπα. Μειδίασε με νόημα. «Αν
δεν είναι έτσι όπως τα μάθαμε, γιατί δεν το λένε στο κόσμο καθαρά και ξάστερα
να ξέρει πώς να πορευτεί; Εγώ φταίω που πιστεύω; Πες με «εύπιστο», «αφελή» ή
όπως αλλιώς θέλεις, μα «αμαρτωλό» με τίποτα. «Τακτικιστή» εντάξει, το δέχομαι,
μα αυτό κακό είναι; - τα κουμάντα μου κάνω. Με κοιτάς με δυσπιστία - θέλεις να
το παραδεχτώ; Να το παραδεχτώ λοιπόν - μεταξύ κατεργαρέων ειλικρίνεια. Μα δε μου λες, ακόμα κι΄ αν
είμαι εγώ αμαρτωλός, αυτοί που είπαν ψέματα και, ακόμα χειρότερα, απόκρυψαν
σκόπιμα εν γνώσει τους την αλήθεια, αυτοί που το παίζουν κριτές των άλλων, τι
είναι;» ξέσπασα. Ήταν φανερό πως δεν το περίμενε. Παρέμεινε σιωπηλή. Μάταια
προσπάθησα να ηρεμήσω. Είναι δυνατόν να μην είχε ακούσει τίποτα περί
μετάνοιας; Αποκλείεται. Γιατί τότε ήταν
κατηγορηματική «ΔΕΝ θα πας στο παράδεισο»; Ήξερε κάτι; Κάτι που εγώ δεν ήξερα;
Γιατί τόση βιασύνη να αποφανθεί; Φαινόμουνα χλωμός; Κουρασμένος; Αδύναμος;
Σκελετωμένος; Μήπως με το ένα πόδι στο τάφο; - αυτό ήταν… σκέφτηκα. Σκοτεινιά
με καταπλάκωσε - «Κάτι ξέρεις και δε μού το λες…» Κράτησα σφιχτά το χέρι της
και την κοίταξα κατάματα - «…Βοήθησέ με σε παρακαλώ…» Και τότε ο πόνος
εξαφανίστηκε και έδωσε θέση στο πιο χαρμόσυνο χαμόγελο του κόσμου: «Ησύχασε…
Ένα αστείο είπα χαζέ…»
21/8
Μπαίνουν μαζί. Με τη λάβρα. Πρώτη… Δεύτερη… Τρίτη. Απροσδιόριστης
ηλικίας. Κακογερασμένες. Μαλλί ξεβαμμένο. Ίδια κοψιά. Ίδια ρούχα. Εμπριμέ φόρεμα,
πλαστική τσάντα και παντόφλες. Απ' το πανέρι. Φάτσα πόρτα εγώ. Στη σαραβαλιασμένη φυσαρμόνικα. Ο σαματάς της
καρότσας ανυπόφορος. Η μηχανή σα να πάει να σπάσει. Καυτός αέρας για τα πόδια μου
όταν πηγαίνουμε. Ζεστός σα σταματάμε - το ερκοντίσιον αγκομαχεί να πάρει
μπροστά. Μοιάζει θαύμα που τα καταφέρνει! Σκέφτομαι καλύτερα να ΄μαστε
σταματημένοι -κι' ας μη φτάναμε ποτέ.
Το «τέρμα» ο πηγαιμός μου. Κι' αν το ταξίδι έχει σημασία - σάμπως λένε - άλλο
τόσο έχει η ταλαιπωρία. Αυτό να γράψουν. Στη φωτεινή οθόνη που κρέμεται πάνω
απ’ τα κεφάλια. Με μεγάλα γράμματα να φαίνονται. Να μη ξεχνιούνται οι φτωχοί.
Προς παραδειγματισμό. Ευτυχώς εγώ χομπίστας τού λεωφορείου. Μπήκα για να βγω. Και
δε θα ξαναπατήσω πόδι – ελπίζω δηλαδή. Η πρώτη κάθεται δεξιά. Αντικριστά από μένα. Η κάψα από τη μηχανή τη παίρνει απ' το κεφάλι. Πετάγεται όπως το ελατήριο. Για να βολευτεί όπως όπως στα ψηλά. Πίσω. Τελευταία σειρά. Με τα πόδια κρεμάμενα μια σπιθαμή από το δάπεδο. Μία παντόφλα παίρνει δρόμο και σταματάει μερικά σκαλιά παρακάτω. Τώρα θα σκύψει να τη πιάσει και θα κουτρουβαλιαστεί - καλομελετώ. Κι’ έρχεται. Έλεος θεέ των εποχούμενων της ανάγκης!…
Η δεύτερη διστακτική. Κάθεται τη θέση που είχε καθίσει η πρώτη. Με μισό κωλομέρι. Τ' άλλο μισό στον αέρα. Τη βλέπω, είναι ανήσυχη. Δείχνει κάτι θέλει. Κάτι ψάχνει ίσως. Σίγουρα δεν βολεύεται. Να φταίει η θέση; Υποθέτω πως την ενοχλεί η κάψα. Μα σίγουρος δεν είμαι - μπορεί κάτι άλλο. Έτσι καθισμένη περνάνε ίσαμε δέκα στάσεις. Ισάριθμα εγκαύματα στα πόδια… Χτυπήματα του κουδουνιού… Φρεναρίσματα… Σταματήματα… Ανάσες του ερκοντίσιον. Στη δέκατη αποφασίζει να σηκωθεί. Παραπατάει λες χαμένη καταμεσής στην ερημιά του διάδρομου. Μόλις που διακρίνω το πίσω μέρος του κότσου της. Χάνεται, πάει κι' αυτή…
Έχει μείνει η τρίτη. Παρηγοριέμαι. Και συνάμα περιέργεια με γαργαλάει. Αυτή που κατευθύνθηκε σα κουρδισμένη στην άδεια θέση μπροστά μου. Διαγωνίως κι΄ αντικριστά. Ήξερε καλά που έπρεπε να καθίσει. Μάλλον είχε ξανακαθίσει σε αυτή. Δείχνει σίγουρη για την επιλογή της. Θα ΄χει δροσιά και ησυχία… – συμπεραίνω. Βγάζει από τη τσάντα ένα κομμάτι τσαλακωμένο χαρτόνι. Ζέστα… λέει. Βενταλίζεται. Το αεράκι φτάνει ως εδώ. Λάθος συμπέρασμα έβγαλα - μα δε πειράζει. Αυτή το έχει. Σ' αυτή ποντάρω. Μόλις σηκώνεται ο νεαρός μπροστά της - χωρίς χρονοτριβή - κάνει στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών. Μετακομίζει στη θέση του. Με την ίδια γνωστή σιγουριά. Ο ήλιος κοντεύει να μεσουρανήσει. Τρυπώνει από τη κουρελιασμένη κουρτίνα. Διακρίνω καθαρά τη καμπουριασμένη πλάτη και τις χαρακιές - φλέβες ανοιχτές στο ηλιοκαμένο σβέρκο της. Κάνουν τη σιγουριά ακόμα πιο σκληρή. Ανυποχώρητη. Οριστικά αμετάκλητη.
13/8
Στη μπουζουκοχώρα ένα είδος άνθιζε ανέκαθεν, και θα
ανθίζει στον αιώνα τον άπαντα. Όλα τ' άλλα ξενέρωτα, παρακατιανά,
κουλτουριάρικα, ελιτίστικα και πάει λέγοντας. Δε μπορεί, θα το 'χε καταλάβει
αυτό η μακαρίτισσα. Κάποτε μάλιστα τραγουδούσε «για μεγάλους δρόμους για βαθιά
νερά τώρα ανοίγω τα φτερά…».
Να ΄ταν απλώς τρόπος τού στιχουργείν, έμπνευση της στιγμής; Ή μήπως πράγματι
ετοίμαζε τα μπαγκάζια για άλλα μέρη
όπου θα μπορούσαν να εκτιμήσουν τα φόντα της; Γιατί είχε. Φωνή σφραγίδα, ερμηνεία
που ξεχείλιζε ευαισθησία… μάλιστα δοκιμάστηκε, είδε τα κόζα της. Τι τής έλειπε;
Υποθέτω ένα αεροπορικό εισιτήριο… Λένε πως είναι καλύτερα πρώτη στο χωριό παρά
τελευταία στη πόλη.
Τελικά στο χωριό, σκέφτομαι, ούτε το ένα ούτε το άλλο κατάφερε η Αρλέτα. Πάντα πολλά υποσχόμενη, μεταξύ
αναγνώρισης και λησμονιάς, μεταξύ αγάπης των φίλων και αδιαφορίας, μεταξύ
φθοράς και αφθαρσίας τσούλησε το κάρο στη μοναξιά… Όλοι στη μοναξιά μας ένα κάρο τσουλάμε αν το
καλοσκεφτείς · επιλογή της ήταν
να παραμείνει ακριβή μινιατούρα στο ημίφως… παρεμβαίνει ο άλλος μου εαυτός.
11/8
Μαμ λένε οι μαμάδες στα παιδάκια τους. «Μαμ» λένε και τη τρύπα στη
Πεσματζόγλου με τις ωραίες κουρού και το κορυφαίο παγωτό μηχανής. Για το παγωτό
ο λόγος. Να τρώει η μαμά και στο παιδί να μη δίνει! Ούτε «κρέμες», ούτε
«σοκολάτες» απ' αυτές που λιγώνουν, φωνάζουν σκόνες και συντηρητικά και κολλάνε
στον ουρανίσκο. Άσπρο, μόνο, που μοσχομυρίζει γάλα και είναι εξόχως δροσιστικό.
Σαν αυτό που θα έφτιαχνε η μαμά μου. Kαι η μαμά τού μπόμπιρα στο καροτσάκι σήμερα το
πρωί. «Να πάρουμε τυρόπιτα;» τον ρωτάει. Παντοτινός εραστής της δροσιάς
παρεμβαίνω απρόσκλητος στη στιχομυθία. «Με τέτοιο καύσωνα καλύτερα προτιμήστε
το παγωτό για να δροσιστείτε, και δεν θα μετανιώσετε - σάς το προτείνω
ανεπιφύλακτα είναι κα-τα-πλη-κτι-κό!» Δεν εισακούστηκα και σκέφτηκα πως είμαι
πλέον αρκετά μεστωμένος για να εισακούομαι από νεαρές μαμάδες ει μη μόνο σα
μπαμπάς τους. Μοναχά ο μπόμπιρας έτεινε ευήκοο ους στα λεγόμενά μου και άρχισε
να χτυπιέται φωνάζοντας ρυθμικά ΠΑ-ΓΩ-ΤΟ ΠΑ-ΓΩ-ΤΟ…
Δεν ξέρω αν η μαμά χτύπησε και παγωτό για να κάνει το χατίρι τού γιόκα της ή επειδή
το έκανε κέφι - επηρεασμένη ίσως από τα λεγόμενά μου - αφού απομακρύνθηκα γλείφοντας
ηδονικά το αντικείμενο του πόθου μου. Και παρακαλώ τζάμπα: το χωνάκι 0,70 ευρώ.
7/8
Τέσσερα χρόνια πέρασαν από την τελευταία φορά που πάτησα το πόδι στον
αιγιοπελαγίτικο βράχο της καρδιάς μου. Μετράω τον χρόνο με την απουσία. Ειδικά
στα μικρά μέρη, όπου οι ψυχές λιγοστές και η απουσία εύκολα αντιληπτή, το
μέτρημα γίνεται θέμα συζήτησης της παρέας …Κι΄ ο τύπος με τη γουρούνα; πέθανε…
Κι’ ο Τάσος; είναι νεοφερμένος κι' έχει φτιάξει ωραίο μαγαζί… ένας πλην,
ένας συν - ήρθαμε στα ίσα, μετράμε. Η συζήτηση προχωράει παραπέρα χάριν
περιέργειας …Πρέπει να ήτανε ωραίος άντρας στα νιάτα του - κοίταξε αυτή τη φωτογραφία,
τη κατέβασα απ' το φέισμπουκ… οι σκαμπρόζικες πινελιές δεν λείπουν …Τα
έφτιαξε με τη κομμώτρια της γυναίκας του και έφυγε απ' το σπίτι… το
ίδιο και ο σχολιασμός των γεγονότων, η σύνδεσή τους με άλλα κατά το δοκούν, ένα
χαλαρό μπρέιν-στόρμινγκ επί παντός επιστητού που κάνει τη συζήτηση θελκτική και,
κυρίως, διασκεδάζει την απουσία. Μυαλό και διάθεση ξεχνιούνται με ανθρώπους
ζωντανούς που έχουν νιτερέσα, επιθυμίες, χαρίσματα, πάθη, βάσανα, αδυναμίες… ανθρώπους
που βρέθηκαν, κάποιοι αγάπησαν, και ρίζωσαν στο βράχο αυτό μέχρι να τους σηκώσει
το πρωινό μελτέμι. Η απουσία, καίτοι παρούσα και αφορμή για τη συζήτηση,
αποτραβιέται διακριτικά από το προσκήνιο και ο χρόνος σταματάει. Μα - το
ωραιότερο - γλυκαίνει! Ευφυολογήματα, ατάκες, πλάκα, γιατί όχι χαβαλές,
χαρμόσυνα πρόσωπα και γέλια μέχρις δακρύων δίνουν τον τόνο σ΄ έναν τρελό χορό
λησμονιάς. Ας κάναμε κι΄ αλλιώς…
Με
καλούσε το πεπρωμένο μου. Τρεις μέρες είχα περάσει άπρακτος. Κατώτερος των
περιστάσεων. Κυριολεκτώ. Υπό άλλες περιστάσεις θα είχα δείξει τον καλύτερο
εαυτό μου. Τον ευκοίλιο. Δε μου πάνε οι δυσκοίλιοι, σοβαρολογώ. Όμως ανέκαθεν
έτσι γίνονταν. Έξω απ’ τα νερά μου αδρανοποιούταν η πεμπτουσία των αναγκών.
Ευτυχώς προσωρινά. Μέχρι να επέλθει ο εγκλιματισμός και αποκατασταθεί η
ισορροπία. Με παρηγορούσε μόνο πως, κατά τα λεγόμενα, δεν ήμουν ο μόνος.
Παρηγοριά απλώς - ουδέποτε εφησυχασμός. Διότι το χρέος παρέμενε επιτακτικό και
το ερώτημα ένα: Αν όχι εμείς ποιοι; Ποιοι θα αφήσουν το αποτύπωμά τους στο
κόσμο, παρακαταθήκη στις επερχόμενες γενιές; Οι πολιτικάντηδες; οι μαμωνάδες;
οι προφεσόροι; μήπως οι κολονέλοι; ας γελάσω… Εμείς είμαστε εδώ! - για τα
δύσκολα… βροντοφώναξα. Φόρεσα το μπανιερό και κατέβηκα στη παραλία. Ανελέητη η
αμμοβολή στο γυμνό κορμί μου. Το μελτέμι έβγαζε φίδια. Όμως δεν πτοήθηκα.
Ποσειδώνα δώσε μου δύναμη να κάνω το χρέος μου πράξη… Κι΄ ώριμο τέκνο της
ανάγκης έπεσα στ΄ αγριεμένα κύματα. Ταξίδι στο άγνωστο. Μπας κι΄ έβρισκε η
ανάγκη μου απάνεμο λιμάνι ν΄ ανακουφιστεί. Κι΄ ο δυσκοίλιος κόσμος να συνεχίσει
να ελπίζει…
Ήμουνα
ψάρι. Στο νερό. Τα άλλα ψάρια στη παρακάτω γειτονιά είχανε φαγοπότι. Λέγανε πως
κατέβαινε μάνα εξ ουρανού λαχταριστό ψωμί ζυμωμένο με τυρί. Ποιος ήταν ο καλός
θεούλης μας δεν ήξερα. Ψυχανεμιζόμουνα πως ήταν άνθρωπος κι’ αυτό με μάγκωνε -
από δαύτους καλό δεν είχαμε δει… Στην αρχή δίσταζα να πάω. Με παρακίνησε ο
φίλος μου ο σπάρος, ψωμωμένος και μουρντάρης. «Έλα, έχει ψωμί…» μού είπε.
Κυριολεκτούσε. Δίσταζα, ήταν βλέπετε εκείνο το μάγκωμα μέσα μου που σας είπα.
Ήταν και κάτι άλλο: Ανέκαθεν αντιπαθούσα τη πολυκοσμία. Τον συγχρωτισμό των
ψαριών… καταλαβαίνετε τι εννοώ - πλήξη
και των γονέων… Όμως εκείνο το πρωινό πεινούσα σα λύκος. «Θα έρθω» τού είπα.
Και πήγα. Με κρύα καρδιά. Εκεί ήταν οι γνωστοί: Ο γύλος, η χειλού, ο κέφαλος, ο
σαργός, η πέρκα, η σάλπα, ο σκάρος… και ακόμα κάποιοι νεοφερμένοι στα μέρη μας.
Όλοι ανεξαιρέτως μέσα στη τρελή χαρά. Μεθυσμένοι απ’ τη κουτάλα. Α ξέχασα να
σάς συστηθώ: Μελανουράκι. Γύρεψα τον σπάρο μα είχε εξαφανιστεί. Κάποιος μου ΄πε
πως τον είχε δει να πηγαίνει σφαίρα προς την επιφάνεια και να φωνάζει βοήθεια.
Οι γνωστές τερατολογίες των ψαριών… είπα μέσα μου. Από αυτά που έβλεπα πίστευα
τα μισά κι’ απ’ αυτά που μού λέγανε τίποτα…
Δε το περίμενα, γρήγορα συνήθισα τη πολυκοσμία. Ή - για να ακριβολογήσω
- γλυκάθηκα και αφέθηκα. Η μυρουδιά του τυριού έκανε τα σάλια μου να τρέχουν.
Στην αρχή βολευόμουνα με τα τρίματα που μένανε από τους άλλους. Μετά μπήκα και
εγώ μέχρι τα μπούνια στο φαγοπότι. Βοήθεια! άκουγα ολοένα πιο συχνά. Κάποια
στιγμή μάλιστα που τα χρειάστηκα φώναξα κι’ εγώ. Τώρα δεν μού λέγανε, μα
έβλεπα. Με τα ίδια μου τα μάτια. Δεν μπορούσα να ισχυριστώ πως δεν ήξερα, πως
δεν μπορούσα να φανταστώ τι θα επακολουθούσε. Και όχι μόνο το περίμενα, αλλά -
τι παράξενο – με είχε συνεπάρει η γλυκιά προσμονή να κατάφερνα κι’ εγώ τη μεγάλη
μπουκιά. Να γέμιζα το στόμα μου λαχταριστό τυρόψωμο, το θυμάμαι κι'
ανασταίνομαι! Θεέ μου ακόμα και σήμερα, αν ξαναζούσα, δεν θα μπορούσα να τού
αντισταθώ. Να σας πω κάτι; Όλα γραμμένα είναι. Και καλά καμωμένα. Βρέθηκα μέσα
σε μια πλαστική σακούλα πλάι στο σπάρο το φίλο μου, ακίνητο και ντερλικωμένο. Η
αγωνία τού θανάτου είχε δώσει τη θέση της στο χαμόγελο της ικανοποίησης. Χαλάλι
- είναι ευχαριστημένος, σκέφτηκα. Μαζί κι' ο σκάρος, κι' ο σαργός, κι' ο γύλος…
Πολυκοσμία… και στριμωξίδι. Εδώ ήταν κι' η δική μου θέση, το ήξερα, δεν είχα
πλέον τη παραμικρή αμφιβολία. Και καθώς τα τελευταία σπαρταρίσματα διαπερνούσαν
το κορμί μου και το βλέμμα σκοτείνιαζε, σα σίφουνας πέρασε μπροστά η ζωή μου -
θαρρείς αιώνια, τοπίο του βυθού μαγεμένο.
Γέλασα
με τη καρδιά μου, καλή της ώρα. Ήθελε ν’ ανοίξει φτερά, να πάει ψηλά. Ήθελε μα
δεν ήθελε… Ή δεν προσπάθησε – το ίδιο κάνει. Είχε το λόγο της βεβαίως. Εξάλλου
είναι φορές που το θέλω διψάει απεγνωσμένα ζεστασιά για ν’ ανθίσει, αφήστε που
η σιωπή είναι πιο ηχηρή απ’ το μεγαλύτερο θέλω. Κι’ ασύγκριτα πιο ενδιαφέρουσα.
Τα ήξερε αυτά γι’ αυτό σιώπησε, υπέθεσα. Κι’ αν δεν τα ήξερε, σίγουρα τα
ψυχανεμίζονταν. Μα σ' αυτό το νησί και τα μύχια της ψυχής ακόμα παίρνει ο
άνεμος. Έτσι καταλήξαμε στα χαμηλά. Πρώτη θέση πίστα στο νυφοπάζαρο του
λιμανιού. Όψιμη νυφούλα του θέλω θαρρείς, πλάι μου. Εκείνη που παντρεύτηκε τη
σιωπή, αυτή εντός της, γιατί κατά τ’ άλλα - ίσως για να την ξορκίσει - μιλούσε
ακατάπαυστα. Στις λιγοστές παύσεις διέκρινα ανεπαίσθητη μελαγχολία. Να ΄τανε
για τη ζωή που καταφέραμε; Και φτάσαμε να γίνουνε τα φτερά ένα με το σώμα και
να μη λένε τα ρημάδια ν’ ανοίξουν; Κι' εγώ - τόσο πια ανυποψίαστος; - πριν από
λίγο γελούσα… Αχ και ν’ ανοίγανε, έστω για μια στιγμή, τα φτερά της - μια
σπιθαμή μακριά από κει που καθόμασταν ήταν η Χώρα. Κι’ από τη Χώρα άλλη μία το
Όνειρο…
19/7
Τα ξερά πρέπει να φεύγουν. Υλοτόμοι κατέφθασαν στο κήπο μας να τα
κλαδέψουν, τρεις τον αριθμό· ο ένας ψηλός, ξανθός, με μακριά μαλλιά
πιασμένα πίσω κότσο, ο άλλος με γυαλάκια αλά Λένον, περιποιημένο κοκκινόξανθο
υπογένειο και όψη διανοούμενου, ο τρίτος ίδια με τους άλλους γεροδεμένος,
μελαχρινός, σταρένια επιδερμίδα, μάτια γαλάζιο τ' ουρανού - σαν σταρ τού σινεμά· από την Αλμπέρτα
παρακαλώ!· φέρανε και τα πριόνια τους, τσεκούρια, σκοινιά, κρεμαστάρια,
σκάλες πτυσσόμενες ψηλές ίσαμε τα σύννεφα… επαγγελματίες οι άνθρωποι. Η Αλμπέρτα βρίσκεται στο Καναδά, ο κήπος μας στο
Διόνυσο· είναι και τα δύο ορεινά και κακοτράχαλα, ίσως περισσότερο η
Αλμπέρτα, δεν έχω πάει, έτσι μου ΄πανε· και στο κήπο μας δεν πηγαίνω,
κάτι με κρατάει μακριά του, δεν ξέρω τι. Τα δέντρα με τα ξερά τους, δεκατέσσερα
τον αριθμό, έλαχε να φυτρώσουν σε άγνωστη γη για μένα μα με τα χρόνια τ’
αγάπησα, μαζί μου μεγάλωσαν κι΄ έριξαν μπόι - μια χαρά κρατιόνται μη τα ματιάσω.
Όσα κάποτε έβλεπα από το μπαλκόνι μου πάνω από τις κορφές τους, τώρα βρίσκονται
κάτω από τα τελευταία κλαδιά τους! Ψηλώνουν τα δέντρα ή μαζεύω εγώ, ίδια και
απαράλλαχτα βλέπω: Τη κεραμοσκεπή του γείτονα, τη καμινάδα του, άλλα
δέντρα, μια λαμαρινοσκεπή - ή κάτι τέτοιο - που αντανακλά στο σούρουπο το φως
του ήλιου, κάμποσα σπίτια μακρινά, το βουνό στο βάθος με το καζίνο και τις
αντένες του… τα ήσυχα βράδια ακόμα ακούω και το ντούπου ντούπου τού τραίνου όταν
περνάει. Με αυτό το τραίνο ήρθαν στα μέρη μας οι υλοτόμοι από τη μακρινή
Αλμπέρτα· κάποτε, στα πέτρινα χρόνια, έρχονταν για τα ξερά οι Αλβανοί
της ανάγκης, τώρα στη γη της επαγγελίας καταφθάνουν απ' όλο το κόσμο μοναχά οι
καλύτεροι. Τους άφησα ήσυχους να πιάσουν δουλειά και τράβηξα κατά τη κιθάρα μου
να γρατσουνίσω το ομώνυμο τραγούδι του κοντοχωριανού τους Μπομπ, ιδανικό
σάουντρακ τού έργου που ζούσα· να γλυκάνει τον ήχο τού πριονιού…
13/7
Με γέλασαν. Ήμουνα
άμαθο μαθητούδι. Ρώτησα, μα κανένας δε μού άνοιξε τα μάτια. Μόνο εγκώμια και
υποσχέσεις. Πολλές υποσχέσεις. Ωραίες υποσχέσεις. Ε φτιάχτηκα. Πίστεψα πως ήταν
Η επιλογή. Όχι απλώς καλύτερη. Η μοναδική. Δε μού είπαν ψέματα. Πίστευαν αυτά
που έλεγαν. Κι’ εγώ πίστεψα εκείνους. Αυτό είναι όλο. Σκοινί κορδόνι πάει η
πίστη στα πρόβατα. Μαύρο ή άσπρο πρόβατο ουδεμία σημασία έχει. Το αντίθετο θα
έλεγα. Τα μαύρα πιάνονται πιο γερά από τη μύτη. Τότε φάνταζαν όλα ειδυλλιακά.
Έτσι νομίζω δηλαδή. Γιατί κάποιοι μιλούσαν για δύσκολους καιρούς. Μετά από τόσα
χρόνια πώς μπορώ να θυμάμαι; Ίσως και να μην ήταν τόσο. Ευτυχώς που η μνήμη μάς
αφήνει με τα χρόνια. Διαφορετικά πώς θα τη βγάζαμε; Πάει να ΄βρει άλλους πιο
νέους. Οι παλιοί δεν τη χρειάζονται. Έμαθαν ό, τι είχαν να μάθουν. Όπως εγώ.
Έμαθα πώς με γέλασαν. Ίσως να ήμουνα γελασμένος από πριν. Ίσως να είμαι ακόμα.
Με πρόχειρο υπολογισμό ζω μισή ζωή γελασμένος. Στο περίπου. Με ποια μεζούρα να
μετρήσεις τη ζωή; Πάντως δε βαρυγκωμώ. Ωραία είναι κι’ έτσι. Μπορεί καλύτερα
από το να μη μασούσα. Τι να ΄κανα δηλαδή; Ν΄ άκουγα το στραβό μου κεφάλι; Αφού
σάς είπα, ήμουνα άβγαλτο μαθητούδι. Στραβοκέφαλο γαμώτο!… Μισή ζωή δεν είναι
και λίγη… Τα πήρα στο κρανίο και τούς τα ΄χωσα. Πλιοκερατάδες με γελάσατε… Κι’
εμείς γελασμένοι ήμαστε… Το αποτέλεσμα;
Ηρέμησα και κάθισα στ’ αυγά μου. Τελικά σα και μένα ήταν κι΄ εκείνοι. Δε
με πιστεύετε; Με περνάτε για κορόιδο ε; Γελασμένοι που είστε κι’ εσείς…
11/7
Γελάει με τη καρδιά του για τα καμώματα
των ανθρώπων στα φώτα της μέρας – αχ αυτές οι στιγμιαίες αναλαμπές του εφήμερου!…
αναστενάζει·
και σαν έρθει η νύχτα συμπληρώνει το λάδι στα καντήλια και ξαπλώνει· η κούραση βαραίνει
τα βλέφαρά του, παραδίνεται στη γλυκιά αγκαλιά τού Μορφέα και το πιο δυνατό απ’
όλα συναίσθημα θεών και ανθρώπων, τον ύπνο· ακόμα κι'
αυτός, ο ένας, θέλει να ξεχάσει, να μηδενίσει τον μετρητή, να πάει απ' την αρχή· γιατί με τη
πρώτη ηλιαχτίδα θα στρωθεί πάλι στη δουλειά, τα καμώματά τους δεν έχουν
τελειωμό!·
πώς τους έφτιαξα… αναλογίζεται λες κι' έχει μετανιώσει κι' η φλόγα που
τρεμοπαίζει στο καντηλέρι φωτίζει ανεπαίσθητο ειρωνικό μειδίαμα, μα δε θέλει να
τους κακοκαρδίσει·
δημιουργός και δημιούργημα από καταβολής κόσμου έσονται εις σάρκα μία εις το
καιρό τον άπαντα. Κλείνω τα παραθυρόφυλλα, ίσαμε να περνάει από τις χαραμάδα τόσο
δα το χλωμό τού φεγγαριού και το κλάμα τού γκιώνη - έτσι για να μη ξεχνιώμαστε,
και απλώνω το σαρκίο μου δίπλα του· καίγομαι να προλάβω, να πιάσω στασίδι στην
ολονυχτία προς δόξα τού μοναδικού που έχουμε κοινό και μάς σώνει· «ας μιλήσουμε λοιπόν
για την ειρωνεία, η δική μου ποταπός σαρκασμός, η δική σου αφ΄ υψηλού, από
αγάπη για το ζαβό δημιούργημά σου - με όλο το σεβασμό εμού τού ασεβούς» τού λέω· «νομίζεις;…» -
αποκρίνεται ρωτώντάς με, με τον αέρα αυτού που ξέρει πως έχει το πάνω χέρι -«…είμαι
στ’ αλήθεια πολύ κουρασμένος, καλύτερα να τα πούμε κάποια άλλη φορά· καληνύχτα»· πού να ΄βρει ο
ξεθεωμένος όρεξη για κουβέντα; - σα μαχαίρι κόβεται κι΄ η δική μου - να
κοιμηθεί μονάχα θέλει μα εγώ δεν νυστάζω, το μάτι μου γαρίδα, θέλω επιτέλους να
μιλήσουμε σαν άντρας προς άντρα - έστω μια φορά, να πούμε λόγια από καρδιάς κι'
όχι μαλακίες μήπως λυθεί αυτός ο κόμπος που δε φεύγει· «μια ευκαιρία ζητάω
να μάθω πριν νυχτώσει, δεν μπορώ να περιμένω τη γαμημένη όρεξή σου - ποτέ μη
σώσει να ΄ρθει!…» - τού φωνάζω - «…αυτή τη φριχτή ανθρώπινη συνθήκη θέλω να καταλάβω· δώσε μου τα
φώτα σου!» - τον εκλιπαρώ…
Μάταια· έχει ήδη
αρχίσει να ροχαλίζει.
3/7
Ψηνόμουνα όπως το κοκορέτσι στη σούβλα, μόνο
που δεν γύριζα συνέχεια από την ίδια πλευρά μα μία από τη μία, μία από την
άλλη. Τα σεντόνια μουσκεμένα και τσαλακωμένα σα πατσαβούρα, κολλημένα κατάσαρκα
πήγαιναν με τη φορά του σώματός μου αφήνοντας ακάλυπτο το νοτισμένο στρώμα, το
αγκομαχητό τού, πάντα κατώτερου των περιστάσεων ανεμιστήρα, ανεκπλήρωτη
υπόσχεση δροσιάς. Μία μύγα που αναζητούσε πρόσφορο πεδίο προσγείωσης στην
ιδρωμένη σάρκα μου μπήκε στο αναιμικό ρεύμα τού αέρα να βολιδοσκοπήσει. Να δεις
που θα κολλήσει και δε θα μπορέσει να σηκωθεί… σκέφτηκα - στη κατάσταση που
βρισκόμουν η χαιρεκακία φάνταζε μέγιστη ηδονή - μα εκείνη σηκώθηκε για να ξανακατέβει
μισή σπιθαμή παραπέρα. Φαίνεται βρήκε κάτι φαγώσιμο γιατί κουνούσε τη
προβοσκίδα της πέρα δώθε, τι ήταν αυτό; νεκρό δέρμα παπάρα στον ιδρώτα! και μη
χειρότερα… τόσο πεινασμένη ήταν; Σιχαμένο έντομο! θα με χέσει από πάνω και θα
φύγει… συνέχισα τις δυσοίωνες προβλέψεις. Απ’ το μυαλό μου πέρασε να τής χαλάσω
τη ζαχαρένια αν και το καλύτερο που είχα ήταν να σηκώσω τη παλάμη και να τη
κάνω λιώμα, εξάλλου δε φοβόμουνα μήπως λερωθώ αφού ήδη βρωμούσα ξυνισμένη ιδρωτίλα…
περισσότερο με απασχολούσε μήπως οι όμοιές της μυρίζονταν μυγίσιο κρέας και
πλάκωναν κι’ αυτές - έτσι δε κάνουν οι μύγες; Όμως βαριόμουνα ακόμα και το
μικρό μου δαχτυλάκι να κουνήσω και παρέμεινα άπραγος γυρίζοντας πλευρό, να ιδώ
τα πράματα διαφορετικά, με άλλο μάτι, και τα κατάφερα - ναι, η μύγα είχε εξαφανιστεί!
Έτσι έκλεισα τα μάτια και, σα να μην έφταναν τ' αναμμένα κάρβουνα, είδα φτερωτούς
άγγελους της κόλασης με μορφή μύγας πάνω απ' το κεφάλι μου, να διασκεδάζουν με
το μαρτύριό μου χαχανίζοντας… άρχισα κι' εγώ να χαχανίζω νευρικά - έτσι για να
τους τη σπάσω - μέχρι που δεν άντεξα: «Ήμαρτον Θεέ! Βάλε στο τέρμα τον
ανεμιστήρα τού κόσμου να δροσίσει λιγάκι· δείξε έλεος στους αμαρτωλούς…»
30/6
Στη
γιορτή της αποφοίτησης όλοι κάθισαν κατά ηλικία. Μπροστά οι γηραιότεροι. Τον
λόγο πήρε ο πρόεδρος του δεκαπενταμελούς των αποφοίτων. «Τι ωραία που είναι η
ζωή!» αναφώνησε. Τον χειροκροτήσαμε. Ακολούθησε ο πρόεδρος των διδασκόντων ή
κάτι τέτοιο τέλος πάντων. «Τα ωραιότερα είναι μπροστά σας!» Έτσι ισχυρίστηκε,
χειροκροτήσαμε και αυτόν. Σειρά είχε ο πρόεδρος του συλλόγου γονέων και
κηδεμόνων. Αυτός ευχαρίστησε όλους όσους συνέβαλαν, ο καθένας με το τρόπο του
και από το δικό του μετερίζι, στην επιτυχία τής εκδήλωσης που μόλις άρχιζε. Ένα
μπαμ ακούστηκε και δεκάδες πολύχρωμα μπαλόνια άρχισαν να σηκώνονται στον
ουρανό. Πόθος, επιτυχία, δάκρυ, θέληση, επιθυμία, έρωτας, φόβος, αποτυχία,
απογοήτευση, επιμονή, αλήθεια, ευτυχία, χαρά, αναζήτηση, τόλμη, πίστη… μερικά από
τα ονόματά τους που συγκράτησα. Κι' ένα πιο μεγάλο, πιο λαμπερό, πιο ωραίο απ'
όλα: τύχη. Και πυροτεχνήματα, πολλά πυροτεχνήματα… Μετά τους λόγους και τις
ευχαριστίες ήρθε η ώρα που όλοι διακαώς περίμεναν, η ώρα της απονομής των
βραβείων. Ένας ένας κατ΄ αλφαβητική σειρά οι απόφοιτοι έκαναν τον γύρο τού
θριάμβου συνοδεία ανάλογης μουσικής υπόκρουσης και παρελάμβανε ο καθένας το
δικό του. Κάθε γονιός επευφημούσε και χειροκροτούσε στην ώρα του, μόνο το δικό
του βλαστάρι - επ' αυτού είχαν δοθεί από τους διοργανωτές σαφείς οδηγίες. Μάλιστα,
ξέχασα να σάς πω, ότι είχαν αναρτήσει πανό με ευμεγέθη γράμματα: «ΚΑΘΕΝΑΣ ΓΙΑ
ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ΚΙ Ο ΘΕΟΣ ΜΑΖΙ ΣΑΣ». Στη συνέχεια το πρόγραμμα περιελάμβανε
φαγητό, μουσική και χορό. Τσίμπησα κάτι λίγο, δεν πεινούσα. Κι' η μουσική μού έπεσε
βαριά. Όσο για χορό και ξεφάντωμα, προτίμησα να δώσω τη θέση μου στους νέους
που κάθονταν στις τελευταίες σειρές. Τα είχαν περισσότερο από μένα ανάγκη.
29/6
Μία
μία οι συνήθειες του παρελθόντός μας μάς αφήνουν. Πάει σήμερα το μπαλέτο, χτες
το σχολείο, τα γαλλικά, τα αγγλικά της Ιωάννας, προχτές της Ελένης… Έγνοιες,
τρεξίματα, συζητήσεις, χαρές, λύπες, χαχανητά, απ' όλα είχε ο μπαχτσές - τόση
ζωή με κόπο μαζεμένη πώς μπορεί να φεύγει και να μάς αφήνει; Πού να πηγαίνουν άραγε
οι παλιές μας συνήθειες; Σε ποιών ανθρώπων τις ζωές στήνουν καινούργια φωλιά; Κουράστηκαν
βλέπετε. «Ξανά; Πάλι τα ίδια; Βαρέθηκα…» λέγαμε κάποτε γι΄ αυτές που μάς άκουγαν
υπομονετικά σιωπώντας - κι΄ η σιωπή τους έλεγε πολλά. Μα τι να καταλάβουμε εμείς
μέσα στο μαγκανοπήγαδο της ρουτίνας; Ν΄ απαλλαγούμε θέλαμε μόνο γιατί, τόσα
χρόνια μαζί, νομίζαμε πως θα΄ τανε στη καμπούρα μας εσαεί… Μόνο που να τώρα, απηυδισμένες
μάς αφήνουν χρόνους και στη καμπούρα μας απομένει ασήκωτη η γλυκιά θύμησή τους!
Πόσο βιαστικοί ήμασταν… Τι θ' απογίνουμε τώρα χωρίς αυτές; Πώς θα περάσουμε
χωρίς τη ρουτίνα τους το υπόλοιπο του
βίου; αργά το καταλάβαμε πως η συντροφιά τους ήταν μια κάποια λύση, έδινε κάποιο
νόημα στη μοναξιά της ύπαρξης μας. Τις παρατηρώ να ξεμακραίνουν κι' αυτές
βλέποντάς με μελαγχολικό μού λένε: «Νόμιζες πως εμείς οι συνήθειες δεν έχουμε
καρδιά κι’ αξιοπρέπεια; Αν εσείς μάς αγαπούσατε, να ξέρεις, θα ' μασταν μαζί σας
για μια ζωή! Διαφορετικά γιατί να γινόμαστε βάρος; Μη μελαγχολείς που σάς
αφήνουμε. Καλύτερα αναλογίσου τι άλλο έχει σειρά…»
25/6
Τον βόλευαν οι μεγάλες και φωτεινές μέρες
σαν αυτή, για να φέρνει βόλτα τις δουλειές που προγραμμάτιζε και όσες πάντα
προέκυπταν στο διάβα, κάπως έτσι το έβλεπε και, παρότι συνήθως βαριόταν, το
πρέπει έπαιρνε το πάνω χέρι. Κι΄ ας προτιμούσε τις μικρές, αυτές που φλερτάρουν
τη νύχτα, αυτές με ημίφως που αγκαλιάζουν τα ανομολόγητα, που κρύβουν όσα
αξίζουν να κρυφτούν, που γλυκαίνουν το πέρασμα του χρόνου, που στρώνουν το χαλί
προετοιμάζοντας το σκοτάδι, που είναι συμφιλιωμένες με αυτό έχοντας επίγνωση
τού αναπόδραστου, που ξημερώνουν παιχνιδιάρικα πίσω από τα σύννεφα σα να
βασιλεύουν για να φωνάξουν φτου ξελεφτερία! και να ξεφωτίσουν, και πάλι να
ξανακρυφτούν - αυτό το κρυφτούλι τού θύμιζε τότε που ήταν μικρός. Στις 21
Ιουνίου, τότε που οι μεγάλες μέρες αρχίζουν να μικραίνουν μέχρι να έρθουν στα
ίσα με τη νύχτα, είχε τα γενέθλιά του και άλλη μια δουλειά να κάνει που είχε
ξεχάσει - να τα γιορτάσει αν προλάβαινε και ξεμπέρδευε δηλαδή από τις άλλες που
τον έτρεχαν – και την θυμήθηκε όταν είδε σύννεφα να παραβγαίνουν το φως. Δεν θα
απαριθμήσω τα προγραμματισμένα, πόσο βαρετό θα ήταν κάτι τέτοιο… εξάλλου τι
νόημα θα είχε αφού δεν τα έκανε, θα σάς πω μόνο τα απαραίτητα: Σκέφτηκε πως ήταν
ευκαιρία να ξεκινήσει υπό σκιά παρά με λιοπύρι, προπάντων όμως χάρηκε γιατί
ακόμα και στις μεγάλες, άχαρες, φωτεινές μέρες κρύβονται μικρές, γλυκές, παιχνιδιάρικες, που τόσα τού θύμιζαν… μα
πέθανε.
18/6
Χάζευα τα στριμωγμένα ανάμεσα στις πολυκατοικίες ρημαγμένα απομεινάρια
της αστικής ζωής τού παρελθόντός μας όταν ένα ευεργετικό αεράκι και μυρουδιά
λεμονανθού φανέρωσε μια πόλη μαγική με βεράντες και κήπους ολάνθιστους, σαν
αυτή που θα μπορούσε να ήταν η πόλη μας μα ατύχησε. Και είναι κρίμα, σκέφτηκα,
νέα, ωραία κι' ατυχής πολύφερνη νύφη, κάποτε, θα μπορούσε να' χε φτιάξει τη ζωή
της ζηλευτή. Γιατί σα το δικό της ευλογημένο καιρό και τόσα κάλλη πόσες αλήθεια
πρωτευουσιάνες μπορούν να περηφανευτούν ότι κληρονόμησαν; Πηγαίνοντας στης
εσπερίας τα μέρη καλοτυχίζουμε τους κουτόφραγκους, που κράτησαν ανέπαφο το
παρελθόν τους να πατήσει γερά πάνω του το παρόν, κι' αναρωτιόμαστε: Γιατί όχι κι'
εμείς; Μα επιστρέφοντας στα πάτρια ως εκ θαύματος τέτοιες ευαισθησίες εκλείπουν
και το εμείς γίνετ' εγώ, νιτερέσο, μαγκιά, ο ορίζοντας κλείνει ασφυκτικά και μετατρέπεται
σε μικροχώρο του καθενός - και το παρελθόν σε βαρίδι εντός μας, σώμα ξένο, κάποιου
ενοχλητικού, αποσυνάγωγου… Πού να ΄βρει το παρόν απάγκιο στο διχασμένο κορμί για
ν΄ ανθίσει; Χάζευα κι' αναπολούσα: τι ωραία που ήταν τότε! Σάμπως ήξερα πως ήταν
τότε… Ήθελα να πάω πίσω στο παρελθόν, να ξεφύγω απ' την ασχήμια ο αφελής - ματαίως,
αφού η ασκήμια είναι εντός μας και το έξω δεν είναι παρά η αντανάκλασή της. Την
αναπόλησή μου διέκοψαν κάμποσοι κατεργάρηδες, μαζεμένοι στο δρόμο διαδηλώνανε:
Κάτω - τα χέρια - από - το πα - ρελθόν μας! Γέλασα… και έσμιξα μαζί τους. Είχα
κάτι καλύτερο να κάνω;
11/6
Βρέχει.
Κι' έλεγα πως θα τη γλύτωνα… Τίποτα πιο σκληρό από το να λες πως όλα θα πάνε
καλά και να μη πάνε. Ίσως μόνο το να λες πως όλα θα πάνε καλά ενώ ξέρεις πως δε
θα πάνε… Όχι, δεν υπονοώ κάτι. Ούτε έλεγα, ούτε ήξερα. Ήλπιζα μόνο. Πώς να
βολευτεί τώρα κοτζάμ ελπίδα κάτω από μια τόσο δα ομπρελίτσα; Με τρώει το παράπονο. Αν ήξερα, κάτι θα ΄κανα - που λέει ο λόγος δηλαδή. Μπορεί να ΄κανα κάτι λάθος, ατελέσφορο. Όμως θα έκανα. Κανείς δε θα μπορούσε να πει πως έμεινα με σταυρωμένα χέρια. Περιμένοντας τη βροχή… Και στον εαυτό μου θα είχα έναν καλό λόγο να πω: «Έκανες αυτό που ήθελες…» Ή, έστω, «…αυτό που πίστευες ότι έπρεπες να κάνεις, μα δε σού βγήκε».
Σα να κόπασε. Δώρον άδωρον - έχει μουλιάσει το μυαλό μου!… Όχι, ρίχνει… Να δεις που έτσι θα το πάει μέχρι το απόγεμα. Και το βράδυ θα σταματήσει. Τότε που δε θα με νοιάζει ποσώς!… Ευτυχώς που πήρα τα μέτρα μου. Έχω υπολογίσει τα πάντα - σχεδόν τα πάντα… Λέτε πια να' ρθει ο κατακλυσμός;
Η σκέψη μου στριφογυρίζει στις λιακάδες που πέρασαν. Γι’ αυτές που θα ΄ρθουν… δε μού καίγεται καρφί. Χώρια το παράπονο - στεναχωριέμαι από πάνω. Τόσες μέρες λιακάδα… χάθηκε να βρέξει μία; Σήμερα βρήκε; Βλέπω και τον γείτονα που λάμπει από τη χαρά του. Ό, τι βρέξει ας κατεβάσει… ο τύπος. Πώς μπορεί; Ευτυχώς, δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Εκείνος είναι ο τυχερός, εγώ ο άτυχος… Σα να παίζω πάντα στο ίδιο στημένο παιχνίδι.
Τελικά μόνο η βροχή θα μείνει. Όλα τ' άλλα θα τα ξεπλύνει… Και να πεις πως ζήταγα πολλά; Μια σταλιά λιακάδα μονάχα. Σκέψου να 'θελα και περισσότερα… Μα τι λέω; Υπάρχουν περισσότερα απ' αυτά που γυρεύουμε; Μόνο το μαύρο σκοτάδι. Γιομάτο Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες που καραδοκούν να μάς κατασπαράξουν.
Και η βροχή όλο δυναμώνει…
9/6
Το έργον σήμερον: «Ο πλανητάρχης μας κάνει
μπίζνες με τους πετρελαιάδες». Ριμέικ παλιότερου, χιλιοπαιγμένου… Το πρωτότυπο
τού πράγματος έγκειται στο ότι τώρα κάνει μπίζνες με τους καλούς πετρελαιάδες!
Τους κακούς - που βοηθούν τους τρομοκράτες - είπε και ελάλησε και αμαρτία ουκ
έχει: Θα τους πάρει και θα τους σηκώσει… Ήδη οι μπόμπες σκάνε σα ποπκόρν στων
κακών το καυτό τηγάνι, μόνο που αντί βούτυρο μυρίζει ανθρώπινο κρέας. Και
έπεται συνέχεια. Η διπλωματία της μπόμπας βλέπετε, χτες στα μέρη των «άπιστων»,
σήμερα στων «πιστών»… Ο άνθρωπος είναι τουλάχιστον ειλικρινής, δεν παριστάνει
τον ειρηνοποιό. Μπίζνες υπεράνω όλων! διαλαλεί. Κι’ είναι αλήθεια μπόλικοι οι
μουστερήδες… Ό,τι άλλο πέρα από μπίζνες είναι για τους τεμπέληδες, τους αργόσχολους, τους χαραμοφάηδες, τους άξιους της μοίρας τους, τους κουλτουριάρηδες, τους αφελείς, τους βλάκες… Αχ και να μπορούσε να εξαφανίσει όλους αυτούς με μια χαψιά… Θα βλέπαμε κάτι πιο ενδιαφέρον, υπερπαραγωγή σπλάτερ με ολίγη από Δράκουλα! Μα γεγονός είναι ένα: Είναι πολλοί, πάρα πολλοί για να τους κάνει ζάφτι. Από την άλλη, ακόμα κι’ αν μπορούσε, χωρίς δαύτους για μέτρο σύγκρισης πώς θα ξεχώριζαν οι περιούσιοι; Τα ξέρει όλα αυτά ο πλανητάρχης και, σα καλός μπίζινεσμαν και πρακτικός άνθρωπος που είναι, σού λέει: Εδώ έχουμε έτοιμη φάμπρικα με τους τρομοκράτες… γι’ άλλο σενάριο θα ψαχνόμαστε; Βέβαια οι κακοί πετρελαιάδες δεν είναι τίποτα κακομοίρηδες να φοβηθούν και να λουφάξουν. Σοβαροί μπίζνεσμαν, σαν τον πλανητάρχη μας, είναι. Και, ως γνωστόν, το σινάφι τους δε συγκινείται με «καλούς» και «κακούς»…
7/6
Τώρα που η αξιολόγηση οδεύει κατ' ευχή,
τώρα που τα χρωστούμενά μας θα τακτοποιηθούν δεόντως, τώρα που το καράβι είναι
ξανά σε σωστά χέρια, τώρα που ήρθε και το Καλοκαιράκι, λέω να κλείσουμε το
μαγαζί και να πάμε κατά παραλία μεριά για καμιά βουτιά και, πρώτα ο θεός καλά
να 'μαστε, τον Σεπτέμβρη γυρνάμε και συνεχίζουμε… Μια ταμπέλα στη πόρτα
«ΚΛΕΙΣΤΟ ΛΟΓΩ ΔΙΑΚΟΠΩΝ» κι΄ ένα λουκέτο, μη τυχόν και ανοίξουν το μαγαζί τίποτα
άσπονδοι φίλοι, όλα όσα χρειαζόμαστε - τώρα που το καλοσκέφτομαι ούτε το λουκέτο
έχουμε ανάγκη, γιατί, και να το ανοίξουν, τι θα 'βρουν να πάρουν; Τα σώβρακά
μας τ' άπλυτα που δεν θα θέλουμε αφού θα φοράμε τα μπανιερά μας; Τις παραλίες
μας, τη θάλασσά μας, τον ήλιο μας, το ραχάτι μας, το ένδοξο αρχαίο παρελθόν
μας, και προπάντων την αστείρευτη ομοψυχία μας - και να ΄θελαν να πάρουν –
ευτυχώς δεν μπορούν. Είναι εσαεί εδώ. Αν τα λεγόμενά μου σάς φαίνονται κάπως… ούτε αστεία είναι, ούτε τα βγάζω απ' το κεφάλι μου. Οι διακοπές είναι το φλέγον θέμα των ημερών, παλλαϊκό αίτημα και απανταχού συζήτηση. Όσους γνωρίζω διακοπές προγραμματίζουν, στη χειρότερη τις ονειρεύονται, καθημερινά βλέπω μια γλυκιά προσμονή στα μάτια τους. Στη χώρα των διακοπών κορμιά πλασμένα για παραλία γεννηθήκαμε - κι' αν κάποιοι ακόμα δεν το 'χουνε καταλάβει, μόνο κακό τού κεφαλιού τους κάνουν. Οι άλλοι πάντως, οι έξωαποδώ, το 'χουνε κι', επειδή μάς ζηλεύουν, μάς βασανίζουν. Και το βάσανο που μάς πονάει πιο πολύ απ’ όλα λέγεται φτώχεια, παντός τύπου, μα ομιλώ για τη μονέδα καθότι, καίτοι δευτερευούσης σημασίας, με άδεια τσέπη πού να πάς να μιζεριάσεις…
Αλλά κι' έτσι όπως έχουν τα πράματα λέω, έτσι για το γινάτι, να το κλείσουμε το μαγαζί κι' ας μη πάμε πουθενά διακοπές - να κλειδαμπαρωθούμε στα σπίτια μας με τα αιρκοντίσιον και τα ρέστα μας - ζάχαρη θα περάσουμε! Να κατηφορίσουν οι άσπονδοι φίλοι μας και να ΄βρουν τις παραλίες έρημες, δίχως ξαπλώστρες, δίχως ομπρέλες, δίχως σερβιτόρους, δίχως ρουμς του λετ… να μην έχουν πού να ξαπλώσουν, πού να φάνε, που να κοιμηθούν, να τσουρουφλιστούν στο λιοπύρι οι κερατάδες, αυτές οι διακοπές να τους μείνουν αξέχαστες… Μήπως έτσι καταλάβουν το κακό που μάς έχουν κάνει οχτώ χρόνια τώρα και αλλάξουν μυαλά. Όχι τίποτ΄ άλλο, θα κρατήσουμε και τα σώβρακά μας.
2/6
Τα κατάφερε τελικά κι' ο Μητσοτάκης… Είχε
παρακαθυστερήσει, λέγαν κάποιοι, μα δεν συμμεριζόμουν τη πρεμούρα τους. Γιατί
κόφτονταν; Αλήθεια, έχουν την ίδια πρεμούρα και για πάρτη τους; Τι να πω… οι γνωστοί
αθεόφοβοι που χώνουν τη μύτη τους παντού κι' έχουν άποψη για τα πάντα… Ακόμα
και για το λάδι στο καντήλι τού άλλου! Όλα κι' όλα, θα πάρω αναφανδόν το μέρος
του μακαρίτη. Όχι επειδή ο πεθαμένος δικαιώνεται και τέτοιες σαχλαμάρες, μα
απλά επειδή δε τους πέφτει λόγος. Κύριε, σού λέει ο άλλος, εγώ γουστάρω να
πεθάνω στα 99. Και το κάνει! Ζήλια, ψώρα… Τον λιβανίζουν κι' οι εφημερίδες «έζησε
μια γεμάτη ζωή, σα μυθιστόρημα…» Και ζηλεύουν ακόμα περισσότερο. Γιατί αυτοί - κατά
τα φαινόμενα - ζουν μια άδεια ζωή, πληκτική. Με μοναδική χαρά το κουτσομπολιό.
Και, σαν έρθει η ώρα τους να φύγουν, η κακία θα τούς έχει μείνει… Ακούνε και
τους καμένους από την απελπισία συμπατριώτες να αναπολούν νοσταλγικά τον
μακαρίτη και να ονειρεύονται να αναστηθεί - που λέει ο λόγος - για να σώσει τη
πατρίδα, και παθαίνουν. «Γιατί, εμείς οι ζωντανοί μπρίκια κολλάμε;» σού λένε.
Εμ κάντε το ντε αν έχετε κότσια! Ο μακαρίτης δεν πρόλαβε… Κάντε το εσείς!
30/5
«Μη σπρώχνετε!» Ποιος το είπε; Γυρνάω προς
το μέρος της φωνής αφενός για να απολογηθώ και αφετέρου να διευκρινίσω ότι δεν
ευθύνομαι για το σπρώξιμο μα κάποιος άλλος που με έσπρωξε και, άθελά μου,
έσπρωξα κι΄ εγώ·
θα προσπαθήσω να διασκεδάσω την ενόχληση που έχω προκαλέσει απαλύνοντας το θυμό
του με αστεία δοκιμασμένα όπως, για παράδειγμα, το φαινόμενο ντόμινο όπου ο
πρώτος σπρώχνει και όλοι πέφτουν στη σειρά ο ένας μετά τον άλλο… χα χα χα,
τέτοια ξέρω μπόλικα και τα ξεφουρνίζω κατά περίσταση, βέβαια δεν βρίσκομαι
στο πλέον κατάλληλο μέρος για «εξυπνάδες» - σάμπως και θα τις ακούσει ο
άγνωστος συνεπιβάτης μου; - μα κάπως πρέπει να επανορθώσω, εξάλλου δική μου ήταν
η απόφαση να ανέβω αψηφώντας το
αδιαχώρητο,
είναι βλέπετε κι' ο οδηγός που επαναλαμβάνει στερεότυπα από το μικρόφωνο «έχει
χώρο για όλους, όλοι από ένα βήμα μπροστά παρακαλώ - άδειο είναι το λεωφορείο!»,
πού το πάει ο χριστιανός; θέλει να μάς ξεζουμίσει; κάνει και κουφόβραση… να
κάποιος μού λέει «μπορείτε να ανοίξτε το παράθυρο παρακαλώ;» και το ανοίγω.
Μετράω σε απόσταση αναπνοής καμιά δεκαριά νοματαίους μα δε δείχνει κανένας από
δαύτους ικανός να ανεβάσει τον τόνο της φωνής του και να πει επιτακτικά «μη
σπρώχνετε», κουρασμένοι άνθρωποι είναι, τής ανάγκης, παραδομένοι αμαχητί στη
περίσταση που μοιάζει ζωγραφισμένη στις φάτσες τους πιο αδυσώπητη κι’ από τη μοίρα, πώς να
καταλάβω τον ενοχλημένο; σε ποιον να απολογηθώ, να δώσω εξηγήσεις;· κι' αν το «μη
σπρώχνετε» είχε αποδέκτη κάποιον άλλο; αναρωτιέμαι, και αρχίζω να
αμφιβάλλω ακόμα και για το κατά πόσο είχα σπρώξει ενώ μια ηλικιωμένη κυρία με
ρωτάει «ξέρετε μήπως; είναι αυτό το τελευταίο δρομολόγιο;», διπλή ερώτηση:
μία αν ξέρω - για ξεκάρφωμα - και μία για ν' ακούσει ως απάντηση αυτή που η
ίδια μού υπαγορεύει,
θα μπορούσα να απαντήσω με ένα ναι ή ένα όχι και να ξεμπερδέψω και με τις δύο,
όμως δεν θα την ικανοποιήσω,
«ίσως… ποιος ξέρει;…» απαντάω με ερώτηση - για άλλη μια φορά θα το πω:
απεχθάνομαι τις απαντήσεις - κι' ας ξέρω τα δρομολόγια απ’ έξω κι΄ ανακατωτά αφού
την ίδια διαδρομή ανεβοκατεβαίνω καθημερινά μα να, μια συνηθισμένη καθυστέρηση,
μια αναποδιά και τα δρομολόγια γίνονται κουλουβάχατα…· εξάλλου τι
σημασία έχει αν είναι πρώτο ή τελευταίο; «…όποιος προλάβει ν’ ανέβει πρόλαβε…»
συνεχίζω, χωρίς τη παραμικρή πρόθεση να μπερδέψω τη κυρία περισσότερο μα μού
βγαίνει αυθόρμητα. «Τουλάχιστον εγώ ανέβηκα, προτιμότερο από το να
ξεροσταλιάζεις στη στάση…» ισχυρίζεται και, παρότι κι' εγώ το ίδιο είχα σκεφτεί,
δεν ανταποκρίνομαι και κόβω τη κουβέντα· ίσως γιατί κάτι μέσα μου με κάνει να αμφιβάλλω
για την ορθότητα της απόφασής μου, η αμφιβολία, σκέφτομαι, είναι σαράκι
κολλητικό… σίγουρος είμαι μόνο πως τελικά εγώ είμαι ο υπαίτιος για το σπρώξιμο τού
κακομοίρη που ξενύχιασα·
ωχ! κάποιος μου' δωσε τώρα μια να καταλάβω… πόνεσε η νεφραμιά μου! - σα θεία
δίκη φαίνεται - δε θα διαμαρτυρηθώ, το ξέρω πως είναι ανώφελο. «Κύριε, λυπάμαι
που θα σάς το πω αλλά, μπήκαμε σε λάθος λεωφορείο…» μού λέει αυτός που' ναι σα βδέλλα
πάνω μου και όλη αυτή την ώρα παρακολουθεί τη στιχομυθία· σκέφτομαι «βαλτός
είναι;…» και κάτι με τρώει ν' απαντήσω μα - βράχος στην απόφασή μου - συζήτηση
δεν ανοίγω. Να 'τος πάλι ο οδηγός «όλοι από ένα βηματάκι ακόμα για να κλείσει η
πόρτα!»·
η συμπεριφορά του λοιπόν με προβληματίζει, μού φαίνεται τουλάχιστον ακατανόητη:
το λεωφορείο είναι φίσκα κι' αυτός εννοεί να σταματάει και να περιμαζεύει από
τις στάσεις κάθε ξέμπαρκο!… Τα πνεύματα αρχίζουν ν' ανάβουν «τι μάς λες
αγαπητέ; έχουμε γίνει σαρδέλες εδώ μέσα! δε πέφτει καρφίτσα!» λέει ένας, «ένα
βηματάκι σάς ζητήσαμε κύριε, όχι τον ουρανό με τ΄ άστρα…» απαντάει ο οδηγός κι΄ αρχίζω να τον συμπαθώ, όλοι σ' αυτό το
κονσερβοκούτι μια θεσούλα στον ουρανό με τ' άστρα γυρεύουμε - τι είχαμε τι
χάσαμε να πάμε ένα βηματάκι μπας και τον βρούμε…· μα μοναχά τον
ουρανό της καρότσας για την ώρα μπορώ να δω, τον γαριασμένο από τα χνώτα και τη
πολυκαιρία με τις χειρολαβές ασυνάρτητα εκκρεμή πάνω από το κεφάλι μου να μού
φέρουν κατά νου κρεμάλες σε αναμονή, κι', απ' ένα καθρεφτάκι πάνω από τη πόρτα, τη φάτσα μου
που δείχνει απ’ τη κούραση υπερβολικά γερασμένη, α ξέχασα και τις
ξεχαρβαλωμένες πλαφονιέρες που πνέουν τα λοίσθια και τρεμοπαίζουν σα κεριά, όσες
δηλαδή απ΄ αυτές ακόμα ανάβουν. «Φρακάραμε!…» αποφαίνεται κάποιος, κατά
πόρτα μεριά, και ο οδηγός απτόητος αφήνει το τιμόνι και
κατεβαίνει να σπρώξει τη πόρτα που κόλλησε, τα καταφέρνει και ξεκινάει… Εδώ θα μείνω· και να ΄θελα
να κατέβω, τώρα είναι αργά.
20/5
Τι ζωντάνια! τι δροσιά! τι κέφι! Πού; Στο «παιχνίδι της σφαγής», το έργο
τού Ιονέσκο που ανέβασε η θεατρική ομάδα «ΑΦΑΝΤΟΙ» των φοιτητών του
Πανεπιστήμιου Αθηνών όπου συμμετέχει η κορασίδα μου. Μαύρη κωμωδία. Σε μια πόλη
για ανεξήγητο λόγο έχει πέσει θανατικό. Οι άνθρωποι πεθαίνουν σωρηδόν. Πτώματα
παντού. Οι ζωντανοί έντρομοι χωρίζονται σε «μολυσμένους» και μη. Μάταια αρχίζουν
να καθαρίζουν ο ένας τον άλλο μήπως σωθούν. Άλλοι, απελπισμένοι, αυτοκτονούν.
Μερικοί ονειρεύονται, κάνουν σχέδια για το μέλλον… Πού κολλάνε η ζωντάνια, η
δροσιά και το κέφι σε τούτο το χαμό; Μα πού αλλού, στη ζωή! Γιατί μιλώντας για
το θάνατο μιλάς για τη ζωή. Και όσο «παράλογος» φαίνεται ο θάνατος άλλο τόσο
και περισσότερο παράλογη δείχνει η ζωή, το παράλογο σ' αυτή είναι τόσο οικείο…
Και τα νιάτα, που ρουφάνε τη ζωή ως το μεδούλι, στήνουν επί σκηνής ένα τρελό, ολοζώντανο
χορό με φόντο το θανατικό. Μάλιστα στο φινάλε ο θάνατος «πεθαίνει» και οι
εναπομείναντες ζωντανοί, μέσα στη καλή χαρά, κάνουν μια καινούργια αρχή… Οι
«ΑΦΑΝΤΟΙ» είναι κάθε χρόνο και καλύτεροι. Φέτος, συγκρινόμενοι με πέρυσι,
απογειώθηκαν, ανέβηκαν επίπεδο. Όχι μόνο σα μονάδες, ερμηνευτικά, μα κυρίως σαν
ομάδα. Η παράσταση, πέρα από ζωντάνια και κέφι, είχε ομοιογένεια, συντονισμό,
ευρηματικές σκηνοθετικές λύσεις που δούλεψαν. Το συνολικό, εξαιρετικό για
«ερασιτέχνες», αποτέλεσμα κρύβει πολλή δουλειά και μεράκι. Όσο για το αγαπημένο
μου Ελενάκι, για άλλη μια φορά έδωσε τη ψυχή του, ότι άλλο αν πω γι’ αυτό - επειδή
θα’ ναι εγκωμιαστικό - θα φανεί κουβέντα «χαζομπαμπά». Α ξέχασα το μότο του
έργου: «Θάψε τον πλησίον σου, μπορείς!»…
19/5
Παρατηρούσα εκείνο το παιχνιδιάρικο βουναλάκι να ξεφουσκώνει
σχηματίζοντας στιγμιαία στη θέση του λακουβάκι - ίσα που χώραγε μία δροσοσταλίδα
ιδρώτα – και να φουσκώνει ξανά στο πάνω μέρος της παλάμης μου, δίπλα στον
αντίχειρα. Περισσότερο ένοιωθα - αλλιώτικα πιθανότατα θα είχαν περάσει
απαρατήρητα - εντός της ένα τικ τικ απόλυτα συγχρονισμένο στο ρυθμό εμφάνισής
τους, κάτι σα πετάρισμα, σα σπουργιτάκι στη χούφτα μου που η καρδιά του χτυπούσε
τρελά μόλις ελάχιστα δευτερόλεπτα για να σιγήσει αμέσως μετά. Τι παράξενα συμβαίνουν!
Αυτό το ρυθμικό τικ τικ, κι’ ας έτρεχε σα τρελό και σταματούσε όποτε του
κάπνιζε, μού έφερνε κατά νου το στάξιμο της χαλασμένης βρύσης τού μπάνιου που
αντικατέστησε προ ημερών ο υδραυλικός μας. Βέβαια εκείνη δάκρυζε - την έβλεπα δακρυσμένη
καιρό μα αδιαφορούσα - στη συνέχεια το δάκρυ της έγινε γοερό, κι' όταν έπεφτε η
νύχτα, όπου όλα στο σπίτι ησύχαζαν, ακούγονταν πάνω στο νιπτήρα τικ τικ, χτύπος
ρολογιού να μετράει το χρόνο που απόμενε στο σκοτάδι - γιατί με το πρώτο φως
του ήλιου σταματούσε ή εγώ δεν το άκουγα. Τώρα το κλάμα ήταν βουβό, μήτε
σταγόνα δάκρυ εμφανίζονταν μόνο ιδρώτας, στο λακουβάκι μέσα, ιδρώτας κρύος για
κάτι που δεν ήξερα τι στο καλό ήταν. Πρώτη σκέψη μου να ρωτήσω τον υδραυλικό -
σα πιο ειδικό από μένα στα τικ τικ - μήπως επρόκειτο περί αφανούς διαρροής στο
εσωτερικό της παλάμης μου, μα η απουσία, ίχνους έστω, εμφανούς υγρασίας με
αποθάρρυνε, ίσως κακώς, αφού και ιδρώτας είχε εμφανισθεί και κλάμα απαρηγόρητο
εντός μου για τη καθημερινότητα που τελευταία σα να είχε βαλθεί να μού
υπενθυμίζει όλα όσα κάποτε νόμιζα πως δεν ήσαν παρά θλιβερό προνόμιο περασμένης
ηλικίας… Αποφάσισα τον ανορθόδοξο δρόμο να λύσω την απορία μου, αυτόν εκείνων
με τις λευκές μπλούζες που πάντα σού λένε αυτό που ξέρεις κι' έπειτα ρωτάνε οι
καψεροί τους ίδιους τού σιναφιού τους να τούς πουν για πάρτη τους αυτό που
ξέρουν οι ίδιοι… τόσο πολύ τα είχα χαμένα, και, καλά να πάθω, απορία δεν έλυσα
μα βολεύτηκα αυτοπαρατηρούμενος. Σαν αυτό που έκανα εκείνη τη νύχτα όταν το
φεγγαρόφωτο έλουζε το δωμάτιο, καθισμένος στο κρεβάτι, και, είναι αλήθεια,
ανέκαθεν μού άρεσε να παρατηρώ παρά να κάνω, μα έχοντας επίγνωση - σχεδόν
βεβαιότητα - πως αρκεί να κουνούσα το μικρό μου δαχτυλάκι και μπορούσα να κάνω
όλα όσα λαχταρούσα (πόσο μάλλον να σταματούσα εκείνο το ασήμαντο τικ τακ που
μού είχε γίνει έμμονη ιδέα). Ίσως γι' αυτό αναθάρρησα και όλος αποφασιστικότητα
κατευθύνθηκα στην ολοκαινούργια βρύση μας και με δυο τρεις γερές τη ξεχαρβάλωσα,
την έκανα όπως πριν, να δακρύζει, ν' ξαναρχίσει να μετράει ανάποδα το χρόνο που
με πλάκωνε στο σκοτάδι… Και σαν το τικ τικ στο νιπτήρα ξανακούστηκε, κατάλαβα
πως, είχε εξαφανιστεί από τη παλάμη μου.
10/5
Σκέφτονταν τι θα έκανε στη ζωή του όταν μεγαλώσει και κατέληξε ότι δεν
είχε τίποτα καλύτερο από το να κοπροσκυλιάζει και να βαριέται, γυρνώντας ρεμάλι
εδώ κι' εκεί, χαζεύοντας ολημερίς, μα είχε και χειρότερα, μπορεί να γίνονταν υπάλληλος
μ΄ ένα μαλάκα προϊστάμενο πάνω από το κεφάλι του, πίσω από κάποιο γραφείο μαζί
μ' άλλους λοβοτομημένους, να απαγγέλλει καθημερινά το ανθολόγιο της κοινοτυπίας
και ανουσιότητας, ή παρτάιμερ σε πολυκατάστημα, να 'ναι κι' ευχαριστημένος…, γιατί όχι ντελιβεράς, να τρέχει
που τού άρεσε τού σκοτωμού με το μηχανάκι, να προλάβει μη κρυώσει η πίτσα, να'
χει και καμιά πίτσα μπόνους, καλύτερα
από να τρέχει πίσω από το φακελάκι σαν αυτό που δώσανε στο κωλογιατρό για
ευχαριστώ πριν πεθάνει τη γιαγιά του, ίσως ευτυχισμένος οικογενειάρχης, όπως ο πατέρας
του, με παντόφλες, υστερική γυναίκα, τιβί και παιδιά, ή απατημένος σύζυγος
καψουρεμένος με κάποια καριόλα, αν και προτιμούσε καυτός εραστής να πηδάει
αβέρτα αλλά μάλλον δεν το 'χε, μπορεί μπάτσος να ξυλοφορτώνει τους κακούς, θα 'κανε και νυχτοκάματο δεύτερη δουλειά πόρτα
σε ξενυχτάδικα, το γαμάω θα 'τανε να 'πιανε τη καλή με κάνα τζόκερ, πολιτικός
πάντως δε θα το άντεχε, όχι για κανένα άλλο λόγο μα δε γούσταρε κολλητιλίκια με
τους μαλάκες ψηφοφόρους, παρατρεχάμενός τους πάντως δε θα τον χάλαγε, να κάνει
μπίζνες με το κράτος σα τον θείο του τον μπρούκλη που ψήφισε Τραμπ, παπάς θα
'ταν καλύτερα, να ΄χε κρατημένο στασίδι κοντά στον Μεγάλο, τρομοκράτης μπορεί να
'χε τζερτζελέ μα κώλωνε… όλα όσα μπορούσε να σκεφτεί αυτά ήτανε, χωρίς τίποτα
ζηλευτό, τίποτα ρομαντικό, ούτε καν' άξιο να ειπωθεί, να ΄χουν κάτι να λεν για
πάρτη του, δίχως ίχνος γκλαμουριάς, δίχως εκείνο το ηλίθιο χαμόγελο της επιτυχίας
που τού ανακάτευε τα άντερα. Τίποτα καλύτερο παρά να 'δινε εξετάσεις, τον
γράψανε στο φροντιστήριο, όλοι που 'ξερε το ίδιο κάνανε, σα να ΄τανε το
πεπρωμένό του, κάτι νομοτελειακό που δε μπορούσε να ξεφύγει, αν ξέφευγε θα
'τανε δακτυλοδεικτούμενος, κι' αν έμπαινε θα 'χε να λέει πως σπούδαζε, χέστηκ΄
η φοράδα στ΄ αλώνι δηλαδή, μια δουλειά είχε καταλάβει πως ήταν κι' αυτή, με
σύμβαση ορισμένου χρόνου παράτα στη βαρεμάρα του, η μόνη δουλειά της προκοπής
που θα μπορούσε να πιάσει, θα τη τραβούσε όσο πήγαινε, θα' ταν κι' οι γέροι
ευχαριστημένοι δε θα του ζάλιζαν τ' αρχίδια… «Φαφούτη την άσκηση!»
…ψυχανεμίζονταν πως μπορεί και να γούσταρε εκεί μέσα, τη σπουδή κομμάτι δύσκολο, μα την όλη φάση έπαιζε, να 'βρισκε και γκόμενα, αν κι' όλες εκείνες οι διαβασμένες τού φαίνονταν φύτουκλες, εκείνος μπορεί και να ' μπαινε κάπου, φύτουκλας δεν ήταν, κωλόφαρδος ναι, και κουλαριστός, αν δεν έμπαινε στα παπάρια του, θα περίμενε να ξαναδώσει, οχτώ χρόνια τώρα περιμένανε, τί; δεν είχε καταλάβει, ένα, δύο… θα τον μαράνανε; αυτό το λούκι που 'χανε μπει οι γέροι του δε το γούσταρε, περίμεναν έλεγαν να φτιάξουν τα πράματα…, φτιάχνουν τα σκατά στο σκατότοπο; μα ακόμα κι' αν φτιάχνουν, ποιοι θα τα έφτιαχναν; οι σκατάνθρωποι; αυτό φοβότανε περισσότερο απ' όλα, μη γίνει κάποια μέρα σα και δαύτους τούς κουστουμαρισμένους σωτήρες, θα φρίκαρε! προτιμότερο να φούνταρε τώρα απ’ το μπαλκόνι…, κι΄ έπειτα τού λέγαν πως δεν έχει όνειρα, όνειρα είχε μα δεν ήταν ίδια με τα δικά τους, δε χωρούσαν στα καλούπια τους, δεν ήθελε να τα κάνει σα τα μούτρα τους, τα όνειρα που πραγματοποιούνται πεθαίνουν κι΄ εκείνος ήθελε τα όνειρά του ζωντανά, μα, κι΄ αν δεν είχε, τι ζόρι τραβούσαν; τουλάχιστον ήξερε τί αρνιόταν να ονειρευτεί, εκείνοι θα τον κρίνανε; από ποιανού κοιλιά είχε βγει δηλαδή, απ΄ τού Φούφουτου; Έλεος! ξεφώνισε…
«Έλεος Φαφούτη! Δε θα το ξαναπώ, στο πίνακα για την άσκηση!»
…σηκώθηκε στο πίνακα βαριεστημένα.
4/5
Νόμιζε ότι δεν έφταιγε και - εδώ που τα λέμε - δεν είχε άδικο. Η μάνα
του, ίσως για να μη τον στεναχωρήσει, δεν το ΄χε ξεκαθαρίσει. Κι' εκείνος
κατάλαβε τα λόγια της έτσι όπως ήθελε. Τού είχε πει να μην έτρωγε όλο το γλυκό,
αν δεν πείναγε πολύ. 'Έλα όμως που πείναγε… Είχε φτιάξει το αγαπημένο του, κέικ
περιχυμένο με ζεστή σοκολάτα. Όλο το σπίτι είχε μοσχομυρίσει. Ήταν ικανός να το
φάει μεμιάς ολόκληρο! Δύο ολόκληρες μέρες άντεξε κάνοντας υπομονή. Κάθε φορά
έβλεπε όσο απόμενε αφάγωτο και του τρέχανε τα σάλια. «Να το φάω μαμά;» ρωτούσε
και ξαναρωτούσε. Τη τελευταία φορά που τη ρώτησε, μαζί με το «αν δεν πεινάς
πολύ», τού είπε ότι το κέικ άρεσε και στη μικρή του αδερφούλα του. Η μάνα του
έβλεπε δίκαιο - αυτές τις δύο λέξεις είχε χρησιμοποιήσει - να έτρωγε εκείνη όσο
είχε απομείνει. Γιατί όσο έλειπε το είχε φάει αυτός… Δεν ήξερε τι ήταν το «δίκαιο»
ούτε και τού εξήγησε η μάνα του. Θα μπορούσε να την είχε ρωτήσει μα δε τη
ρώτησε γιατί - μέσες άκρες - πίστευε ότι καταλάβαινε τι εννοούσε. Μα ότι κι' αν
εννοούσε, αυτό που καταλάβαινε - ή μάλλον ένιωθε περισσότερο - ήταν ότι υπήρχε
μία ασάφεια στα λεγόμενά της. «Αν», «δεν», «πεινάς», «πολύ», «βλέπω», «δίκαιο»… Τελικά τι πρακτικό όφελος είχαν αυτές οι
λέξεις; Θα προτιμούσε να τού είχε πει: «Μη τολμήσεις να το αγγίξεις γιατί θα
σού κόψω τα χέρια!», πραγματικά θα το προτιμούσε. Έτσι θα ήξερε τι έπρεπε να
κάνει. Μπορεί να μη τού άρεσε αυτό που θα άκουγε, να υπάκουε από φόβο, μα - ακόμα
κι' έτσι - καλύτερα θα ήταν. Ναι, η μάνα του έφταιγε. Μόνο εκείνη. Και όσο
περνούσε η ώρα δεν απόμεινε μέσα του η παραμικρή αμφιβολία γι' αυτό. Ήθελε να τον
φορτώσει ενοχές για κάτι που εκείνη έφταιγε. Δε θα τής έκανε το χατίρι. Στο
φινάλε, σκέφτηκε, αν ήθελε να φάει το κέικ η αδερφή του θα μπορούσε να το είχε κάνει,
δύο μέρες την περίμενε, εκείνος δε την εμπόδισε. Κι' όταν η μάνα του θα έφτιαχνε
πάλι το αγαπημένό του κέικ, το ίδιο θα έκανε. Μα αυτή τη φορά δεν θα περίμενε
λεπτό.
29/4
Παιδί της πόλης είμαι και στη πόλη επιστρέφω σε κάθε ευκαιρία, σαν αυτή εκείνο
το απόγευμα να ξεσκουριάσουμε τα δάχτυλά μας στη κιθάρα και να τραγουδήσουμε με
τον φίλτατο Γιώργο. Κατηφόριζα την Ζωοδόχου Πηγής πηγαίνοντας προς το σπίτι του
κι' έκανε ζέστη καλοκαιριάτικη όταν ένα ευεργετικό αεράκι δρόσισε και αίφνης -
ήταν σύμπτωση; - ανέβηκε το ρολό τού απέναντι παράθυρου στη πολυκατοικία όπου
περνούσα απ’ έξω. Όχι μέχρι τέρμα - τι ενδιαφέρον άλλωστε θα είχε κάτι τέτοιο;
- μα μια σπιθαμή μονάχα, με τις αγκαλιασμένες γρίλιες να αποχωρίζονται μαχμουρλίδικα
η μια την άλλη σα να είχαν μόλις ξυπνήσει από τη μεσημεριανή σιέστα. Πίσω το
τζαμιλίκι ορθάνοιχτο, η κουρτίνα σε ελαφρύ κυματισμό και ένα ζευγάρι μάτια ανάμεσα
στις γρίλιες πυγολαμπίδες στο ημίφως. Μάτια γυναικεία; Αντρικά;
Αγουροξυπνημένα; Περίεργα; Λάγνα; Φοβισμένα;… Σκαμπρόζικη περιέργεια άρχισε να
με γαργαλάει, να' μουνα κι΄ εγώ πίσω απ' τις γρίλιες - όπως παλιά έφηβος στο
πατρικό μου - να μάθαινα, και σαν μάθαινα
ν' ανταλλάσσαμε κλεφτές ματιές, ένοχες, προκλητικές μα μέχρι εκεί - σαν
εκείνες που ουδέποτε πήγαν παραπέρα αλλά
παρέμειναν σιωπηλές υποσχέσεις ανεκπλήρωτες. Να
'μουνα εκεί άλλη μια φορά… ίσως γι’ αυτό επιτάχυνα το βήμα μου, ήθελα να
βγω από την εμβέλεια των άγνωστων ματιών που με κοίταζαν – ή μήπως ήταν ιδέα
μου; - κι’ ούτε που έστρεψα το κεφάλι να ιδώ πίσω, παρά μόνον όταν είχα μακρύνει
- εκ του ασφαλούς δηλαδή. Και τότε ένοιωσα πως στην αποστειρωμένη γειτονιά όπου
σήμερα βολεύομαι είναι τα βλέμματα που μού λείπουν πιο πολύ, ούτε τα θέατρα,
ούτε τα σινεμά, ούτε οι λογής εκδηλώσεις, ούτε το νταλαβέρι της πόλης… μόνο τα βλέμματα πίσω απ' τις γρίλιες που
κρυφοκοιτάζουν τη ζωή να περνάει…
21/4
Θλιβερή επέτειος η σημερινή θα περάσει απαρατήρητη. Βλέπετε τα θλιβερά
έγιναν καθημερινότητα στη ζωή μας, μπλέκονται με τα παλιότερα και γίνονται ένας
πολτός. Είναι κι' η κούραση που βάζει το χεράκι της, κι' ο χρόνος που
ξεθωριάζει το μνημονικό και αγκαζέ με τη νοσταλγία εξωραΐζει τα πάντα… Μα
προπάντων είναι η εκτυφλωτική λάμψη της ελευθερίας μας. Αυτής που αναβλύζει από το κιτρινισμένο χαρτί
της φωτογραφίας, ξεχειλίζει το κάδρο και διαχέεται στο τώρα. Φοράω γυαλιά ήλιου
και παρατηρώ τους ελευθερωτές. Νέα παιδιά, πιθανόν φοιτητές. Κάθονται καταγής
με τη πλάτη στο τοίχο προσπαθώντας να προστατευτούν από το ανέσπερο φως, άλλοι
βάζοντας το κεφάλι ανάμεσα στα σκέλια, άλλοι καλύπτοντας με τη παλάμη τα μάτια.
Στο φόντο γραμμένη με κόκκινη μπογιά και ευμεγέθη γράμματα η λέξη τού ονείρου.
Φαίνονται αποκαμωμένοι. Στη σειρά, ο ένας δίπλα στον άλλο, δείχνουν μια παρέα.
Μπορεί να’ ναι φίλοι, μπορεί απλώς η στιγμή να έσμιξε τους δρόμους τους. Ένας
κρατάει το πικρό πιοτί της απογοήτευσης, άλλος στηρίζει το κεφάλι του που πάει
να σπάσει. Αυτός που τους απαθανάτισε δεν μπορεί να ήταν δικός τους, στον δικό
τους θα κοίταζαν κατάματα το φακό. Κατάματα και με ορθάνοιχτα μάτια. Κι’ ας
έχαναν το φώς τους από την εκτυφλωτική της λάμψη. Χαλάλι της! Τώρα κρύβονται
απ΄ το φακό σα να φοβούνται. Ή λαχταρούν να ήταν κάπου αλλού, να μάζευαν τα
κομμάτια τους, ν’ άδειαζαν το κεφάλι από σκέψεις και θύμησες, ν’ αφήνονταν
γλυκά στην αγκαλιά του Μορφέα… Κι’ αν
όλα δεν είναι παρά εικασίες και η ελευθερία είναι υπεύθυνη - ναι καλά διαβάσατε
- για τα δεινά τους; Μήπως η εκτυφλωτική της λάμψη φανέρωσε αίφνης ασχήμια
πρωτόγνωρη; Μήπως εντός της κρύβεται τόση μοναξιά που ούτε καν' μπορούσαν να
διανοηθούν; Ή απλώς είναι η λάμψη ανυπόφορη για τα ανθρώπινα μάτια και μόλις εκείνη
τη στιγμή το συνειδητοποίησαν;
16/4
Ο
Λέλος και ο Στεναχωρημένος θα γιορτάσουν την Ανάσταση, ένα αρνί κόκαλα στη
καθισιά τους δεν είναι και λίγο! Ο Λέλος, ξανθός, κοντοξυρισμένος, γεμάτος
αυτοπεποίθηση, ορμάει σα σφαίρα στο φαί και το κάνει να. Mοναχοφάης, δεν
αφήνει κανένα να διανοηθεί καν πως θα το μοιραστεί μαζί του. Τι κανένα δηλαδή,
σάμπως είναι πολλοί οι μουστερήδες; ο Στεναχωρημένος, ο φιλαράκος του, είναι
μοναχά. Καφέ σοκολατί, σαν από βελούδο, μόνιμα στεναχωρημένος, και πρώτος να
φτάσει στο φαί το τρώει ο άλλος! Βάζει ο Λέλος τη μουσούδα του μέσα στο πιάτο
με το έτσι θέλω κι’ ο Στεναχωρημένος υποχωρεί αδιαμαρτύρητα, παραιτείται τής
διεκδίκησης, κάνει δυο βήματα πίσω και περιμένει να μυρίσει το άδειο πιάτο. «Βρε
Στεναχωρημένε έτσι όπως κάνεις θα πεινάσεις…» του λέω. Με κοιτάζει ο γλύκας στα
μάτια και κουνάει την ουρά του. Το ίδιο κάνει κι’ ο Λέλος αποχωρώντας περήφανος
με βηματισμό αργό, θριαμβευτής της μάσας. «Λέλο…» του φωνάζω «…δε ντρέπεσαι;
Άφησες τον φίλο σου νηστικό!» Χαμπάρι αυτός… Αυτά τα σκυλιά λοιπόν έχουν κάτι
ανθρώπινο, τα αγαπάω. Τώρα τούς βάζω φαί χωριστά, ο καθένας το πιάτο του.
Σκέφτηκα πως έτσι μπορεί να γελάσει το χειλάκι τού Στεναχωρημένου. «Μα γελάνε
τα σκυλιά;» με ρωτάει η γυναίκα μου. «Δεν γελάνε; Μπορεί ν' αλλάξει μυαλό ο
Λέλος…» «Εγώ πάντως κι’ έτσι δε βλέπω καμία διαφορά» συνεχίζει. «Ούτε ’γω» τής
απαντάω. Τι να ’λεγα ψέματα δηλαδή;
13/4
Τρεις
κι’ εξήντα τα αργύρια της «προδοσίας» μου. «Μέσα σε τούτο το χαμό να ’σαι και ευχαριστημένος…»
μού είπαν. Στο δείπνο δεν ήθελα να πάω. Τελικά πήγα καθυστερημένος και κάθισα
παράμερα. Μακριά απ’ τους άλλους. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. «Κάποιος θα με
προδώσει» είπε Εκείνος. «Κάποιος!» τι αστείο! Τσιμουδιά. Απ’ όλους. Κερατάδες
θα σάς ξεμπροστιάσω, είπα μέσα μου. Φούντωσα. Ήταν αδικία. Ο Πέτρος κατάλαβε.
Με πλησίασε κι’ έσκυψε στ’ αυτί μου: «Μη κάνεις καμιά μαλακία…» Δεν απάντησα.
Είχα ήδη πάρει την απόφασή μου. Εγώ ο Ιούδας, ταπεινός Του δούλος, ήρθε η ώρα
να σάς πω τα ανείπωτα μέχρι τώρα. Άλλα είχαμε συμφωνήσει άλλα γίνανε. Όλοι ξέραμε ότι η ιστορία είχε ήδη γραφτεί
και τίποτα στο κόσμο δεν θα την άλλαζε. Κάποιος έπρεπε να Τον προδώσει. Φίλοι
καρδιακοί – έτσι νόμιζα - μαζί θα προχωρούσαμε. Θα παίρναμε όλοι την ευθύνη. Οι
άλλοι κιότεψαν. «Να βάλουμε κλήρο…» είπαν. Δέχτηκα. Έτσι κι’ αλλιώς μόνος
ήμουνα που διαφωνούσα. Ε έπεσε σ’ εμένα. Σκέτη τύχη ήταν γαμώτο! Νομίζετε πως
το ’θελα; Κι’ Εκείνος, που ήξερε, άφησε τα πράματα να πάνε όπως πήγαν. Ο μόνος
που μπορούσε, αν ήθελε, να τ’ αλλάξει… Κι’ οι δικοί μου εξασφάλισαν εσαεί την
υστεροφημία τους!…
5/4
Δε
πειράζει που οι ιδέες ξέφτισαν - αρκεί που 'μαστε καλά να τις θυμόμαστε, δε
πειράζει που τα όνειρα ξεθώριασαν - έτσι τουλάχιστον δικαιώθηκαν, δε πειράζει
που τα χείλη ξεράθηκαν - θα τ' αλείψουμε βούτυρο του κακάο να ξαναβρούν τη
χαμένη λάμψη τους, δε πειράζει που τα τραγούδια μας βουβάθηκαν – θα γράψουμε
καινούργια, δε πειράζει που οι σημαίες έγιναν βορά στις ριπές των ανέμων - όπου
να' ναι γλυκαίνουν οι καιροί, δε πειράζει που η αγάπη έγινε συνήθεια – κι’ η
συνήθεια αγαπιέται, κι' ο έρωτας βάσανο ανυπόφορο – σάμπως πάντα τέτοιο δεν
ήταν; δε πειράζει που τα παιδιά μεγάλωσαν και πάνε – καλή τους ώρα, δε πειράζει
που οι τσέπες μας τρύπησαν - θα τις μαντάρουμε πρώτα ο Θεός, δε πειράζει που οι
λέξεις χάσανε το νόημα τους - θα τις καλαφατίσουμε να γίνουν πιο αληθινές, και
το νόημα έγινε περίγελος και δεν άντεξε τη ντροπή – και τι κατάφερε; κάποιο
άλλο νόημα θα βρούμε, και η λαλιά σίγησε – έτσι είναι καλύτερα, και το
δίκιο έγινε κλοτσοσκούφι στα πόδια των
ισχυρών – σιγά το νέο! δε πειράζει αν κάποιοι συνεχίζουν να ακονίζουν τα
μαχαίρια τους – αρκεί η μονέδα να κουνιέται, κι' ο
κόσμος κάτι σάπιο μυρίζει – θ’ ανοίξουμε τα παράθυρα να μπει καθαρό
αεράκι· όλα σα να ’σταξε η ουρά τ' αλόγου - δε πειράζει σού λέω, τίποτα δε
πειράζει. Ένα παράπονο έχω μόνο· που φεύγουν τα κουράγια τόσο γρήγορα.
31/3
Όλοι κρύβουμε έναν σουρβάιβορ μέσα μας. Και να μη θέλουμε, μπορούμε να
κάνουμε αλλιώς; Ή μάλλον μπορούμε. Αλλά θα ήμαστε χαμένοι από χέρι. Γιατί
τίποτα δεν χαρίζεται. Για να επιβιώσεις πρέπει να αγωνιστείς. Κι’ αν νικήσεις
τρως ένα κομμάτι ψωμί που λέει ο λόγος - μπορεί πίτσα ή χάμπουργκερ όπως στο
σουρβάιβορ. Πάντως φαγητό της προκοπής, στο τραπέζι με πιρούνι και μαχαίρι, αποκλείεται.
Φαστ φουντ που παχαίνει. Και να ΄σαι ευχαριστημένος… Θα μού πείτε με το δίκιο
σας: Άμα πεθαίνεις της πείνας φοβάσαι μη παχύνεις; Έλα ντε… χαζεύω αυτά τα
δύσμοιρα παιδιά στη τιβί. Έχουν ρέψει! Η πείνα και η απόγνωση είναι
ζωγραφισμένα στα μάτια τους. Κι’ όμως αγωνίζονται! Γιατί είναι σουρβάιβορς. Είναι
οι καινούργιοι εθνικοί ήρωές μας. Είναι ο σουρβάιβορ που κρύβουμε μέσα μας αλλά
δειλιάζουμε να τον βγάλουμε φόρα παρτίδα. Έτσι εξηγείται το ότι η τηλεθέαση
έχει καταρρίψει όλα τα ρεκόρ. Θα το ξαναπώ: Καινούργιοι καιροί, καινούργιοι
ήρωες. Οι παλιοί σήκωναν παντιέρες και καριοφίλια για να δοξάζονται μια στο
τόσο στις επετείους. Οι καινούργιοι απλώς αγωνίζονται κάθε μέρα στη τιβι. Επιστρατεύουν
τη τελευταία ικμάδα ρώμης που τους έχει απομείνει από τη πολυήμερη εξοντωτική
αφαγία, μήπως και βάλουν κάτι τι στο στόμα τους. Να παραμείνουν γαντζωμένοι στη
ζωή. Κι’ όταν παραμείνουν ξανά μανά απ’ την αρχή… Έτσι είναι. Ο αγώνας για την
επιβίωση δεν τελειώνει ποτέ. Βέβαια δεν τραβάνε κάμερες όλους τους
αγωνιζόμενους. Οι περισσότεροι αγωνίζονται σιωπηλά, μοναχικά, μακριά από τα φώτα
της δημοσιότητας. Ας είναι… μικρό το κακό. Αυτά τα παιδιά, ακόμα κι’ αν διψούν
για μια σταλιά δημοσιότητα, επιτελούν εθνικό σκοπό: Αφυπνίζουν το φιλοθεάμον
κοινό, όλους μας δηλαδή. Μάς δίνουν κουράγιο να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε. Και
ελπίδα ότι αγώνας μας δεν είναι μάταιος…
27/3
Ο Τσακ, που πριν δέκα μέρες εγκατέλειψε τα εγκόσμια, είχε ξεχωριστή θέση
στη μπάντα. Αν κάποια λυπήθηκε περισσότερο για το φευγιό του ήταν η κιθάρα που
έμεινε χωρίς αυτόν κυριολεκτικά ορφανή και ένας θεός ξέρει αν κάποτε το
ξεπεράσει. Κι’ αυτό γιατί ο μακαρίτης ήταν μακράν ο κορυφαίος στυλίστας της κιθάρας
ανεξαρτήτως μουσικών ειδών, εξαιρέσει των κλασικών. Είχε το μαγικό άγγιγμα στις
χορδές που έκανε τους επώνυμους συναδέλφούς του να μοιάζουν μπροστά του αδιάβαστα
μαθητούδια και να αναρωτιούνται: Δυο νότες παίζει ο μπαγάσας ίδια με μένα,
γιατί αυτός ακούγεται καλύτερα; Εγκατέλειπαν λοιπόν τη προσπάθεια και τις
έπαιζαν κατά πως τούς βόλευε, όλοι, μηδενός εξαιρουμένου. Και καλά έκαναν
δηλαδή οι άνθρωποι, γιατί το παίξιμο τού δάσκαλου - περισσότερο από οποιοδήποτε
άλλο κιθαρίστα - είχε τη δική του, μοναδική, άμεσα αναγνωρίσιμη σφραγίδα, τόσο
αναγνωρίσιμη που αν την αντέγραφες, στη καλύτερη κινδύνευες να γίνεις
καρικατούρα του… Το Τζώνυ Β. Γκουντ ήταν το πρώτο κομμάτι του που προσπάθησα να
παίξω στη κιθάρα συνοδεύοντας τη φωνή τού παλιόφιλου – συμμαθητή τότε - Μανώλη,
και ένα από τα πρώτα που έπαιξα σαν έπιασα κιθάρα στα χέρια μου. Ακολούθησαν
μπόλικα άλλα, γιατί - τι παράξενο! – είτε ποπ, είτε ροκάς, είτε καρεκλάς, είτε
χαρντροκάς, είτε μπαλανταδόρος, είτε τζαζίστας παιρνόσουνα, τα κομμάτια τού Τσακ
ήταν κομμάτια αναφοράς, σεβαστά απ’ όλους! Κι’ αν ήξερες την εισαγωγή τού Κάρολ,
ας πούμε, η ομήγυρη έμενε με το στόμα ανοιχτό και εισέπραττες θαυμασμό και
αναγνώριση, άσε που έπεφταν κι’ οι γκρούπις όπως οι μέλισσες στο μέλι… Δεν
λυπήθηκα που έφυγε ο Τσακ, όσο υπάρχουν στο κόσμο μπάντες θα ’ναι παρών. Λυπήθηκα
μόνο γιατί στεναχωρήθηκε η κιθαρούλα μου που αγαπάω τόσο πολύ. Αντίο σ' ένα
δικό μας με το τρόπο που κι' ο ίδιος θα ήθελε - πάμε μαζί: Γκόου - γκόου - γκόου λιτλ Κουίνι Γιεεε!…
24/3
Η ετυμηγορία ήταν δεδομένη: Στέρηση αγκαλιάς και φιλιών μέχρι νεωτέρας! «Κύριε
πρόεδρε, σάς παρακαλώ, ελάτε στη θέση μου…» «Κατηγορούμενε δεν θα το ξαναπώ,
αγκαλιές και φιλιά με το ζόρι δεν γίνεται. Λύεται η συνεδρίαση.» Χαμήλωσα το
κεφάλι περίλυπος. Και τώρα πώς θα ζούσα χωρίς αγάπη; Γιατί μπορεί ν’ αγαπάς δίχως
να το δείχνεις; Εγώ πάντως δεν μπορούσα. Πάλι καλά που το δικαστήριο αποφάνθηκε
«μέχρι νεωτέρας» αφήνοντας χαραμάδα ελπίδας γι’ αργότερα… Υπομονή… είπα μέσα
μου. Βγήκα από την αίθουσα - με περίμενε η μικρή κορασίδα μου. Μόλις με είδε
έπεσε στην αγκαλιά μου και με γέμισε φιλιά. «Μπαμπά μη στεναχωριέσαι. Για μένα
είσαι αθώος. Κι’ αυτοί το κατάλαβαν, απλά δε μπορούσαν για την ώρα να κάνουν διαφορετικά…
Κάνε λίγο υπομονή…» «Έχεις δίκιο αγάπη μου - το ίδιο είπα στον εαυτό μου.» Με
κοίταξε στα μάτια. «Παραπονιάρη…» Μ’ αγκάλιασε πιο σφιχτά. Ένοιωθα καλύτερα.
Ευτυχώς ένας άνθρωπος που αγαπούσα με καταλάβαινε. Κι’ εγώ κατάλαβα τότε ότι κανένα
δικαστήριο στο κόσμο δε μπορούσε να μού στερήσει την αγάπη αν ο ίδιος δεν ήθελα.
Λαχταρούσα να τη σφίξω στην αγκαλιά μου μα - αν το έκανα - κινδύνευα να βρεθώ
στη ψειρού. Στη πολιτεία αυτή οι δικαστές δεν αστειεύονταν - ουδείς έπαιζε με
το «νόμο». Κι' εγώ - είναι αλήθεια - ήμουνα μαθημένος διαφορετικά… «Πάμε να φύγουμε!»
τής είπα αυθόρμητα. «Να πάμε πού;» «Όπου εσύ θέλεις, στην άλλη άκρη της γης… πάμε
στην… Ιαπωνία! Αρκεί να 'μαστε μακριά από δω.» Άθελα είχα υψώσει την ένταση της
φωνής μου. Κάποιος μάς κρυφάκουγε. Η μικρή μ' έπιασε τρυφερά αγκαζέ: «Πάμε
σπίτι μπαμπά. Οι άνθρωποι παντού ίδιοι είναι…»
23/3
Τι καημό να κουβάλησε ο Περέιρα στον άλλο κόσμο; Ότι ξόδεψε τη ζωούλα
του για χάρη της κι’ η ρουφιάνα τον ξέχασε; Γιατί για χάρη της τη ξόδεψε! Μπας
και μείνει κάτι καλό να γραφτεί στα κιτάπια της: Μια φορά κι’ ένα καιρό ήταν
ένας γενναίος φτωχός πρίγκιπας που πάλευε να φτιάξει το κόσμο… Αμ δε… Την ιστορία
τη γράφουν οι κουμπουροφόροι. Τόσο άκαρδη πια; Λίγες αράδες το αγγελτήριο του
θανάτου του, και αυτό ήταν - πάει, τέλειωσε! Σάμπως όταν γεννήθηκε τη ρώτησε
κανείς; Στα επίσημα κιτάπια, αυτά που θα διαβάζουν κάποτε τα παιδιά στο
σχολείο, θα λάμπει με την απουσία του. Και δεν θα είναι μόνος. Εκεί πάνω
μιλιούνια οι ξεχασμένοι!… Ένας χορταριασμένος σταυρός δίπλα στο μεγάλο ποτάμι,
ανάμεσα σε μια ντουζίνα τουλάχιστον άλλους Περέιρα, όπου με δυσκολία θα
διακρίνεται τ’ όνομά του, η επίγεια ανταμοιβή. Κι’ αν είναι ξύλινος, όπως
συνηθίζεται στα μέρη των φτωχών, ένα απολειφάδι του θα απομείνει - αν απομείνει
κι’ αυτό - απ’ τα σκουλήκια. Έτσι έχουν τα πράματα, κιτάπι. Κι’ αυτά δεν
αλλάζουν… Τον βλέπω να κάθεται μονάχος σε μια γωνιά. Η φλόγα μέσα του, εκείνου
που κάποτε ζέσταινε τις καρδιές των άλλων, κοντεύει να σβήσει. Πιο πέρα οι
κουμπουροφόροι που έκαναν τη βρώμικη δουλειά - συγχωριανοί του ήταν - τον
προγκάρουν: «Ει Περέιρα τι κατάλαβες που έφαγες το κεφάλι σου;» «Δεν μπορούσα
αλλιώτικα» αποκρίνεται.
21/3
Ο Βαλντομίρου Κόστα Περέιρα, ακτιβιστής του Κινήματος Ακτημόνων Αγροτών
ή MST, δολοφονήθηκε χτες
μέσα στο νοσοκομείο της πόλης Παραουαπέμπα στη πολιτεία Παρά, στη Βραζιλία, όπου
νοσηλεύονταν φρουρούμενος έπειτα από προηγούμενη απόπειρα κατά της ζωής του. Αυτή
τη φορά δε στάθηκε τυχερός, πέντε ένοπλοι αφού αιχμαλώτισαν τους φύλακές του τον
καθάρισαν εν ψυχρώ. Αυτά διαβάζω και πονάει η καρδιά μου που στον επί γης
παράδεισο είναι η ζωή τόσο σκληρή και άδικη - εύχομαι ο Περέιρα να 'βρει στον
επουράνιο όπου πήγε το δίκιο για το οποίο αγωνίζονταν. Στην απέραντη χώρα το
50% της καλλιεργήσιμης γης κατέχεται από το 1% του πληθυσμού της. Οι ακτιβιστές
τού MST, άνθρωποι τής
ανάγκης, οργανωμένοι σε μικρές αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες εγκαθίστανται σε
εκτάσεις που παραμένουν επί χρόνια ακαλλιέργητες και τις καλλιεργούν
εξασφαλίζοντας το προς το ζην. Κοιτάζω τη φωτογραφία τού Περέιρα και σα να
βλέπω μπροστά μου - εννιά χρόνια μετά - το χαμόγελό τους αβίαστο και ζεστό. Και
οι αναμνήσεις μου ζωντανεύουν: Η περιέργεια και αγωνία για το πρωτόγνωρο, η προσυμφωνημένη
συνάντηση μαζί τους εκείνο το πρωινό στα περίχωρα του Σάου Πάολου, η ανοιχτή
αγκαλιά τους, η φτώχεια κι' η πικρή αλήθεια της, τα απορημένα μάτια των παιδιών…
18/3
Με τίγκαρε αγάπη και μετά μου ’κανε τη καρδιά περιβόλι. Έτσι είναι αυτοί
που λένε μόνο καλά, για τελευταίο έχουν ένα μαχαίρι κοφτερό. Κάθε μέρα ξυπνούσε
μέσα σε παραλήρημα ικανοποίησης: Άλλη μια υπέροχη μέρα, μετά από έναν υπέροχο
ύπνο, αγκαλιά με μια υπέροχη γυναίκα, μ’ ένα υπέροχο πρωινό, σ’ ένα υπέροχο
σπίτι, συντροφιά με μια υπέροχη … υπέροχου εγκώμιο χωρίς τελειωμό. Και να
σταματούσε εδώ; Αμ δε, συνέχιζε ακάθεκτος με μπράβο, μπράβο που ξύπνησες,
μπράβο που σηκώθηκες απ’ το κρεβάτι, μπράβο που κατούρησες, μπράβο που ξύστηκες,
μπράβο που φταρνίστηκες, μπράβο που γουργούρισε η κοιλιά σου… επιβραβεύσεις αχρείαστες για κάθε τι ασήμαντο,
τετριμμένο, ανάξιο λόγου που διαφορετικά θα περνούσε παντελώς απαρατήρητο - πως
αλλιώς θα μπορούσε να εκλάβει κάποιος τόσα μπράβο αν όχι ειρωνεία; Όμως
ειρωνεία δεν ήθελα να τα εκλάβω γιατί καπάκι άρχιζε τις ευχαριστίες: Ευχαριστώ που
’σαι μαζί μου - που είσαι ακόμα μαζί μου, που είσαι καλή μαζί μου, που με
θέλεις, που με αντέχεις, που με αγαπάς, που με ακούς - που θέλεις να με ακούς,
που πιστεύεις σε μένα - στην οικογένειά μας, που έχεις κάνει τα υπέροχα παιδιά
μας, που μού χαρίζεις απλόχερα τόση ευτυχία, που σιδερώνεις τέλεια τα πουκάμισά
μου, που είσαι καταπληκτική μαγείρισσα… και τι θα ’κανα χωρίς εσένα, εσύ είσαι
η ζωή μου – δε μπορώ να τη διανοηθώ μακριά σου… το στόμα του έσταζε μέλι. Μα
σήμερα το πρωί, μετά το πρώτο παραλήρημα, μετά τα μπράβο και τις ευχαριστίες,
και αφού τού έφτιαξα τον «καλύτερο καφέ τού κόσμου», σα να τον τσίμπησε μύγα
και μού ξεφούρνισε, στη ψύχρα, ότι θα φύγει. Και πριν προλάβω να ρωτήσω γιατί,
μού είπε ότι βρήκε μία άλλη υπέροχη, καλύτερη από μένα, έτοιμη να παραδοθεί
αμαχητί στην απόλυτη αγάπη, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς καθόλου επιθυμίες, μόνη
επιθυμία της είναι ν’ ακούει και ν’ ακούει… σα σφουγγάρι που ρουφάει αχόρταγα
χωρίς σταματημό ωραία λόγια για να συντηρεί τη ματαιοδοξία της, να βρει κι’
εκείνου η δόλια αγάπη ευκαιρία ν’ απογειωθεί σε άλλη σφαίρα…
14/3
Ρόδα είναι και γυρίζει… Μα σα να’ ναι πάντα οι ίδιοι στο πάτο. Πατιούνται,
χτυπιούνται, χαρακώνονται, γδέρνονται… μα αντέχουν! Η ανάγκη βλέπετε… Άλλοι λένε η πίστη… Πάντως αντέχουν.
Σκέφτομαι: Αυτό σημαίνει πρόοδος, να αντέχεις! Στο πάτο αντέχουν και στα ψηλά ζουν
με το φόβο πως κάποτε θα ’ρθει η ώρα ν’ αλλάξουν θέση. «Μα είναι δυνατόν να είμαστε
τόσο ανίκανοι να σωθούμε;» διερωτώνται - η ερώτηση είναι ρητορική, ακόμα
προλαβαίνουν. Αν είναι λέει!… Γιατί η ρόδα γυρίζει… Ή κάνει πως γυρίζει. Κι’
όλοι περνιούνται ευχαριστημένοι που γυρίζει και το τραίνο τσουλάει. Ή μήπως και
αυτό κάνει πως τσουλάει; Όχι, τσουλάει, το βλέπω! Αργά μα σταθερά, σα παιδικό τραινάκι.
Στ’ αυλάκια της ιστορίας. Πατάει καλά. Δεν πρόκειται να ξεφύγει ρούπι, η
διαδρομή είναι προδιαγεγραμμένη. Στο βάθος διακρίνω σταυρούς και τ’ απομεινάρια
τού παρελθόντος, πλάι τους άλλοι γελάνε κι’ άλλοι κλαίνε. Ήδη βρισκόμαστε στην
απέραντη χώρα των αγορών. «Γή της επαγγελίας» την είπανε - ερημότοπος φαίνεται…
«Έχεις παραισθήσεις!…» μού λέει ο διπλανός. Σ’ αυτό το τραίνο με βάλανε;…
ανέβηκα;… δε θυμάμαι. «Φτάσαμε!» φωνάζουν περιχαρείς κάποιοι. Χειροκροτούν. Πιάνουν
θέση για να πάρουν πάλι τη πρωτιά… Άλλοι κάνουν το σταυρό τους. Κι’ εγώ μαζί
τους. Πώς θα αντέξω αν δεν πιστέψω; Στους νέους θεούς - αυτούς που πήραν τη
θέση των παλιών.
12/3
Χτυπούσε μία μία τις νότες του are you lonesome tonight? ν' αφήσει χώρο στο άρωμα της μελωδίας
ν' ανασάνει γιατί όταν στουμπώνονται νοιώθουν κι' αυτές μοναξιά, αυτή του
πλήθους που καταπίνει κάθε τι μοναδικό, ευαίσθητο, διαφορετικό, κι' εν' τέλει -
ενδιαφέρον. Μα μπέρδευε τα δάχτυλά του απ’ το τρακ γιατί εκείνο το βράδυ τού
φαίνονταν τόσο γλυκές όσο ποτέ άλλοτε, και τις είχε ερωτευτεί. Και σαν η
ερώτηση να απευθύνονταν στον ίδιο, απάντησε καταφατικά, για να νοιώσει την
αλήθεια τους - αυτό πάντα κάνει - γιατί οι νότες είναι ζωντανές, έχουν ψυχή, αισθήματα,
και αν δεν τις νοιώσεις σε τιμωρούν, ακούγονται όλες ίδιες, κενές περιεχόμενου.
Τού 'λειπε βέβαια η ριμάδα τεχνική μα σάμπως ήτανε ποτέ τεχνίτης; ούτε
«καλλιτέχνης» ήτανε - υπάρχει άραγε και «κακοτέχνης»; - τις νότες του πιάνου μόνο
ήθελε να χτυπάει, με το δεξί, ει δυνατόν πάντα μία μία. Κι' όταν τις ένοιωθε
έτοιμες να ζευγαρώσουν τσουπ να' σου κότσαρε με το αριστερό συντροφιά τους μια
δεύτερη, μια τρίτη λυπημένη, ένα βαθύ μπάσο παρμένο αναστεναγμός απ' τα σπλάχνα
του. Έτσι κυλούσε η βραδιά, με παραλλαγές του ίδιου σκοπού. Τις βάφτισε «μελωδίες
της μοναξιάς», γιατί δεν είχε απαντήσει ψέματα, η καλή του ήταν μακριά του και
τού έλειπε. Μα και δίπλα του να ήτανε, που τόσο πολύ ήθελε, τού άρεσε τόσο η μοναξιά
που πάλι μόνος θα ήτανε - κι' ακόμα πιο πολύ θα τού έλειπε.
10/3
Μια γρίπη με τριγυρίζει αυτόν τον Χειμώνα, μια με καλοπιάνει μια μ’
αφήνει, μια μού δίνει στο δοξαπατρή και μια με ξεχνάει. Μια το φτάρνισμα έχει
τη τιμητική του, μια η μύτη βρύση ξεχαρβαλωμένη που στάζει ακατάπαυστα, μια
βήχας χουρχουριστός εκ βαθέων, μια κεφάλι πιο ασήκωτο κι' απ' τις σκοτούρες του
κόσμου. Η γρίπη μου είναι σα την αξιολόγηση, σούρνεται, δεν μπορείς να τη
πάρεις στα σοβαρά μα δε μπορείς και να την αγνοήσεις. Θέλεις να απαλλαγείς μα
σκέφτεσαι «αν απαλλαγώ τι με περιμένει μετά; τουλάχιστον αυτή μια γρίπη είναι,
θα περάσει…» Θα περάσει λοιπόν λέω και εγώ. Μέχρι τότε κοιμάμαι συνεχώς. Όπου
σταθώ κι’ όπου βρεθώ. Ο ύπνος είναι το καλύτερο γιατρικό και δε με νοιάζει
μήπως κάποιοι με πουν κοιμισμένο, κάποιοι, συνήθως νέοι και άπειροι, που
επιμένουν ότι ο ύπνος κοιμίζει τον άνθρωπο, υπονοούν πως τον κάνει να μην
αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα ως έχει - άλλοι αντιλέγουν πως απλώς την
συνηθίζει, και, κυρίως, να μην αντιδρά στα ενοχλητικά εξωτερικά ερεθίσματα -
χειρότερο από φυτό δηλαδή. Υπερβολές ημιμαθών ή μη παθόντων. Προφανώς συγχέουν
τον ύπνο με τη βλακεία ή, αν όχι, δεν γρίπιασαν ποτέ! Πάντως, οφείλω να
ομολογήσω πως δεν έχουν εξ ολοκλήρου άδικο. Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στον
ύπνο μα στο χασμουρητό: Ο ύπνος φέρνει ύπνο και αυτός με τη σειρά χασμουρητό,
και το χασμουρητό, ως γνωστόν, είναι κολλητικό. Φανταστείτε να περπατάτε στο
δρόμο και όλοι να χασμουριούνται ακατάπαυστα, ή, ακόμα χειρότερα, σε μια φιλική
συνάθροιση, σε ένα επαγγελματικό μίτινγκ, σε μία διάλεξη, μια συναυλία…
φανταστείτε δύο ερωτευμένους να ανοίγουν διάπλατα στόματα και αντί παθιασμένα φιλιά
και «σ’ αγαπώ» να χασμουριούνται! Ή τέλος, φανταστείτε να χασμουριέστε επειδή
κολλήσατε, να' σαστε από πάνω και γριπιασμένος όπως εγώ!… Ε δεν παλεύεται…
8/3
Μισό δόντι έμεινε, το άλλο μισό τρόχισε η
Κοτρούτσα η οδοντογιατρός μου κι' έγινε σκόνη. Έβλεπα το σύννεφο που έβγαιν’
από το στόμα μου σαν από νταμάρι και μελαγχολία με κατέβαλλε μαζί με τον
ανατριχιαστικό ήχο του κομπρεσέρ. Ίσως το έχετε αντιληφθεί, έχω μιαν ιδιαίτερη
σχέση με τα δόντια. Μ' αυτά στολίζω το χαμόγελο, μ’ αυτά μασάω, μ' αυτά λέω τα
πράγματα καθαρά, μ' αυτά δαγκώνω - ιδίως το τελευταίο. Η απώλειά τους
σηματοδοτεί παραίτηση, η σταδιακή απώλεια αρχή παραίτησης. Ήταν η σκόνη λευκή
σα τέφρα, μαζί με λεπτότατα σταγονίδια νερού - ή μήπως επρόκειτο για σάλια; -
σαν από αγιασμό, το θυμιατήρι μόνο έλειπε… «Έι Κοτρούτσα, τι κάνεις εκεί; άστο
καλύτερα… Ένα δόντι πονεμένο μόνο είχα γαμώτο. Μη κουράζεσαι να με γιάνεις –
νοιώθω γερός σα ταύρος», προσπάθησα να τής μηνύσω παρά το σωληνάκι αναρρόφησης
που κρέμονταν σα τσιγκέλι από τα χείλια μου και τα μπαμπάκια που μ' είχε
στουπωμένο. Η καλή οδοντογιατρός σταμάτησε, έβγαλε τη μάσκα και ξεκρέμασε από
πάνω μου το τσιγκέλι: «Πονάς; Δεν μπορεί! Στο ορκίζομαι είναι πεθαμένο.»
Ξεστόμισε αυτό που φοβόμουνα! Ήθελα να τής εξομολογηθώ τον ανομολόγητο φόβο
μου, αυτόν που οι ανυποψίαστοι λένε τής «οδοντιατρικής καρέκλας», μα δίστασα.
Έπρεπε να φερθώ σαν άντρας και όχι σα φοβισμένο σφαχτάρι. «Όχι» τής είπα
προσποιούμενος αποφασιστικότητα. Φόρεσε πάλι τη μάσκα της, ξανακρέμασε το
τσιγκέλι, και γκάζωσε: ιιιιιιι τρύπησε τ' αυτί μου. Νέο σύννεφο μεμιάς σηκώθηκε
πάλι. Δεν κρατήθηκα: «Πονάω Κοτρούτσα! Πονάω!…»
6/3
Πεθαίνω για Ντιουκ Έλινγκτον! Χαζεύω τη
φωτογραφία του στη πλάκα και ταξιδεύω. Λάιβ στο Νιούπορτ… Τι μελωδία, τι
ρυθμός, τι ξέφρενοι αυτοσχεδιασμοί, τι φινέτσα, τι βράδυ εκείνο αξέχαστο! Το ξημέρωμα
με βρήκε μικρό θεό που έπαιζε τον κόσμο παιχνιδάκι στα χέρια του αφημένο στην
ευτυχία. Μάταια έψαξα να τον ευχαριστήσω. Είχε φύγει. Ούτε ένα «γεια» δεν είπε.
Ψηλομύτης ο Ντιουκ… μα δεν με πείραζε. Όσοι αξίζουν τούς πρέπει να ’χουν ψηλή
μύτη, ανέκαθεν πίστευα. Έκτοτε δε τον ξανάδα και, ομολογώ, τον ξέχασα. Άλλοι
Έλινγκτον με τις θεσπέσιες μουσικές τους μπήκαν στη ζωή μου. Τους πόθησα, με
συνεπήραν, ταξίδεψα μαζί τους και κάποτε έφυγαν κι’ αυτοί όπως ο Ντιουκ, μα η αύρα
εκείνης της συνάντησης στο Νιούπορτ μού έμεινε αξέχαστη. Ένα πρωί έμαθα ότι
είχε πεθάνει. «Είναι αλήθεια;» «Ναι, μη περιμένεις να ξαναγυρίσει. Ό, τι ζήσαμε ζήσαμε.» Ήμουνα απαρηγόρητος. «Μία
φορά ακόμα, μία τελευταία…» έσφιξα το χέρι της κοιτώντας την στα μάτια. Απόρησε
και δικαίως. «Τι εννοείς; Να τον ξαναφέρω στη ζωή;» «Μόνο εσύ μπορείς να
αναστήσεις τον χαμένο έρωτά μας»… Αξέχαστες
στιγμές του παρελθόντος, ο πόνος που σα λάδι φούντωνε πάλι τη φωτιά, και μια
ακατανόητη επιμονή, σχεδόν πείσμα, πως τίποτα δεν είχε τελειώσει, μέσα μου ένας
κόμπος. «Ντιουκ σε παρακαλώ, δώσε μας μια τελευταία ευκαιρία… Πώς θα ζήσω χωρίς
εσένα;»… Ήταν φανερό πως είχα παραισθήσεις. Νόμιζα πως μπροστά μου ήταν ο
Ντιουκ ολοζώντανος, ο Ντιουκ κι' εκείνη εις σάρκα μία, κι΄ εγώ ποθούσα να γυρίσω
το χρόνο που είχε φύγει ανεπιστρεπτί! Το κατάλαβε και γλύκανε. «Καλύτερα θα
είναι έτσι και για τους δυο μας - ήρθε η ώρα του. Τώρα μακριά του θα σκιρτάνε οι
καρδούλες μας…» είπε, και μού πρόσφερε - ενθύμιο απώλειας - τη πρώτη μας πλάκα.
4/3
Πως
πάει η αξιολόγηση; Δεν εννοώ της τσέπης μας, αυτή έχει ήδη αξιολογηθεί. Εννοώ
την αξιολόγηση της σοβαρότητας. Γιατί έχει τεθεί τέτοιο θέμα; θα με ρωτήσετε.
Όχι, μα δεν θα έπρεπε; Κι' αν οι αξιολογητές δεν το θέτουν ευθέως να το θέσουμε
εμείς! Να τους πούμε «κοιτάξτε κύριοι», χρωστάμε τα μαλλιοκέφαλά μας αλλά
ήμαστε άνθρωποι σοβαροί και αξιοπρεπείς, και ως τέτοιοι πρώτα απ’ όλα κρατάμε
το λόγο μας». Μη γελάτε, δεν αστειεύομαι. Το να τηρείς τα υπεσχημένα δείχνει το
ποιόν σου, ειδάλλως, αν δεν σκοπεύεις να τα τηρήσεις, μην υπόσχεσαι. Να έρθουν
λοιπόν αυτοί οι κύριοι να μάς αξιολογήσουν. Επί τής ουσίας. Τα φραγκοδίφραγκα,
πολλά ή λίγα ανάλογα με το πορτοφόλι του καθένα, ως μετρήσιμα μπορεί να
βολεύουν, μα δεν είναι ασφαλές κριτήριο. Μέχρι να 'ρθουν εκείνοι, ελάτε να
βάλουμε εμείς ένα χεράκι για να τη πάμε αυτή τη ριμάδα που αγκομαχεί ένα βήμα
παραπέρα. Εγώ άρχισα ήδη από τους κοντινούς, οικογένεια, συγγενείς, φίλους, γνωστούς,
συναδέλφους… Αξιολογώ και καταγράφω.
Όταν τελειώσω θα σάς ανακοινώσω το αποτέλεσμα.
2/3
«Ανκόρ…» ζητούσε εκείνη, «κι’ άλλο…» εκείνος, έρως στο διηνεκές,
άχρονος, παθιασμένος, σώματα που ριγούν, ιδρώνουν, παλεύουν για να σμίξουν,
γλώσσα αρχέγονη, σαν ανάσα, μυκηθμός, κλάμα μωρού, δίχως λόγο, φτιασιδώματα,
συμβάσεις, άλλως «ζωή», η ζωή που γεννιέται μέσα από τον έρωτα και συνεχίζεται…
«Κι’ άλλο, κι’ άλλο!…» φώναζαν (από μέσα τους) κι' οι μυημένοι θεατές - ποιος
μυημένος θα έμενε αδιάφορος σε μια παράσταση τόσο ξεχωριστή, υψηλής τεχνικής,
και αισθητικής αρτιότητας; Εγώ το μάτι γαρίδα, δύο τρεις φορές χασμουρήθηκα
μόνο – έφταιγε η κούραση της μέρας που δοκίμαζε τις αντοχές μου μα και μια
ακαθόριστη αίσθηση πως κάτι τής έλειπε. Αναρωτιόμουνα ποιο ήταν αυτό, και δεν
σάς κρύβω – δεδομένων των διθυραμβικών κριτικών που είχα διαβάσει – κλονίστηκα
και άρχισα να αμφιβάλλω για το επαρκές της μύησής μου στο «σωματικό θέατρο» του
Θοδωρή Τερζόπουλου - ίσως δικαίως. Μα έπειτα από διεξοδική συζήτηση επί του
θέματος με τον αδερφό μου Θοδωρούκο και την αγαπημένη κορασίδα μου, αμφότερους
πωρωμένους θεατρόφιλους, αναθάρρησα και ανακτών αυτοπεποίθηση στο θεατρικό
κριτήριό μου τολμώ να πω πως τελικώς το βρήκα: Το έργο αυτό, που διέθετε τα
πάντα, διψούσε κείμενο. Κείμενο ως συνδετικό ιστό που θα έδινε υπόσταση και εν
τέλει θα απογείωνε τα επί της σκηνής δρώμενα, θα τα μετέτρεπε από υψηλού
επιπέδου περφόρμανς σε θεατρική μυσταγωγία, κείμενο έστω ελλειπτικό, αποσπασματικό,
αφαιρετικό, κατακερματισμένο ή όπως αλλιώς ήθελε ας ήταν, αλλά κείμενο!
28/2
Ξημέρωμα, τρέχω να προλάβω το ζεστό νερό μπας και ξεβρομίσω, να στεγνώσω
μετά τα μαλλιά μη κάνω αρπαχτή καμιά ψύξη, να πλύνω κι' ακονίσω τα δόντια μου για
το επιούσιο, να φιλήσω γυναίκα, προγόνους, απογόνους, όλους αυτούς που πιστεύουν
σε μένα και πίστεψα σε δαύτους, να φύγω για δουλειά. Δουλειά μου το δούλεμα,
χρόνια στο κουρμπέτι –φυσάω!, το βασίλειό μου σημαία ευκαιρίας με γραφείο λουξ,
γραμματέα μπάνικη, το μάτι μου ξουράφι να γίνουν τα πράματα όπως πρέπει, κι’ αν
δε γίνουν - να φανεί ότι έγιναν, κι’ ύστερα να το κοινολογήσω, είναι πολύς
κόσμος που μ’ ακούει για να λέω δυσάρεστα, τα αυτιά όμορφα χαϊδεύονται κι'
εμένα να μ’ αγαπάει ο κόσμος θέλω - τίποτ’
άλλο. Ποιος είμαι; σημασία δεν έχει, κάποιοι πίνουν νερό στ' όνομά μου, κάποιοι
με λένε «βολεψάκια», άλλοι απλά «καπάτσο», οι κακεντρεχείς «Ιούδα» - κι’ ας μη
βιάζομαι να κρεμαστώ, η γυναίκα «αγάπη μου», εγώ προτιμώ κάτι πιο ψυχρό - το
συναίσθημα πάντα θολώνει το στόχο, «επαγγελματία» ας πούμε ή άντε κάποιον που «τουλάχιστον
προσπάθησε - με τ’ αζημίωτο - να κάνει στη ζωή του κάτι καλύτερο από τους
προηγούμενους μα δε τα κατάφερε», μπορεί να μη προσπάθησα αρκετά, μπορεί να μην
ήθελα κατά βάθος, μπορεί να μη με άφησαν, μπορεί χίλια μπορεί…, όλοι έχουν το δίκιο
τους κι’ όλοι φταίνε - όλοι και κανείς - τούς έχω μάθει καλά απ’ τη καλή και
την ανάποδη, εγώ πάντως κούτελο έχω καθαρό, ύπνο ήσυχο, στομάχι γερό, μέση
εύκαμπτη, γλώσσα μακριά, γυαλιά μαύρα σα κατράμι –ειδική παραγγελία - το άδικο
κι’ η δυστυχία αλλιώς δεν αντέχονται. Βράδιασε, τώρα γυρίζω σπίτι ξεθεωμένος, βγάζω
τα γυαλιά, βάζω τις παντόφλες, ανοίγω τη τι-βι, χαζεύω κι’ εγώ παρέα τους - μα πέρασε
από το μυαλό σας πως είμαι κάτι ξεχωριστό από αυτούς που δουλεύω; - την κλείνω,
φιλάω τα παιδιά που μεγαλώνουν – πόσο μού μοιάζουν! - και πάω γραμμή για ύπνο,
ό, τι έκανα έκανα - κι' αύριο μέρα είναι αν ξέχασα κάτι να επανορθώσω.
Ξημέρωμα, ίδιο κι' απαράλλαχτο με το προηγούμενο, τέσσερις τοίχοι βρωμεροί, τέσσερις νοματαίοι – ένας για τον καθένα, μία
πόρτα, μισό παράθυρο, μακάρι να μη ξημέρωνε - μ' αρέσει η νύχτα γιατί κρύβει
την ασχήμια, δεν έχει τέλος αυτό το ξημέρωμα – αλλάξτε το! φυλακίστε το! θάψτε
το! - ματώνει τη καρδιά μου, κι' η γυναίκα δίπλα με τη τσίμπλα στο μάτι μυξόκλαιει
- τα παιδιά ακόμα κοιμούνται. Και τώρα καμιά χριστοπαναγία για να πάει καλά η
μέρα, γύρα στο άσχετο, κάνα καφενείο… ζωή με ψέματα δηλαδή, μη με ρωτάς για
δουλειά - άσε καλύτερα… και να 'θελα δε θα 'βρισκα, αφού ξέρεις… άμα δεν έχεις
άκρες… άλλοι στήνουν το έργο κι’ εγώ ένας κομπάρσος στους τόσους, ποιος
νοιάζεται για μας; Πώς με λένε; έχει σημασία; «κανένα», «ανύπαρκτο», «τίποτα»,
κάποιοι με λένε «ρεμάλι», μπορεί και να 'μαι, μπορεί να θέλω να 'μαι, μπορεί να
στάθηκ' άτυχος, μπορεί μαλάκας, μάγκας, μπορεί χίλια μπορεί… μα με τα μπορεί δε
χορταίνεις κι' εκείνη μου 'χει σπάσει τ' αρχίδια, τής λέω «δε γουστάρω να με
γαμάνε για τρεις κι' εξήντα» και παίρνω ανάποδες - μόνο έτσι καταλαβαίνει, μετά
θέλει αγάπες… τρομάρα μας! - αγάπη και μιζέρια μαζί δε λέει, δε ταιριάζουν τα
χνώτα τους. Εντάξει έχει τα δίκια της, είναι και τα κουτσούβελα βλέπεις, άμα
μεγαλώσουν κι' αρχίσουν να καταλαβαίνουν τι θα τους πω; πώς ο πατέρας σας είναι
χαραμοφάης; αν δεν το πω εγώ θα τους το πει εκείνη, και θα με ρωτήσουν με το
δίκιο τους «και τότε γιατί μάς αράδιασες ρε μαλάκα;» - μόκο εγώ… πάντως, θα
τους το πω, κούτελο έχω καθαρό. Τώρα που νυχτώνει σα να 'ρχομαι στα ίσα μου,
αναθαρρώ, ελπίζω, στο σκοτάδι ζει η ελπίδα, με το φεγγαρόφωτο ανασταίνεται,
ζητάει αίμα σα βαμπίρ - το αίμα μου, αν είναι να φιλήσω κατουρημένες ποδιές και
πιάσει τόπο να το δώσω στη ρουφιάνα, μα κάθε φορά το ίδιο παραμύθι μάς πουλάνε
- δε το βλέπω.
19/2
Είναι το τίμημα της αγάπης η αδιαφορία; Ένα τηλεφώνημα ν’ ακούσω τη
φωνούλα σου και τι στο κόσμο! Ο Γκράχαμ Μπελ θα γελάει με τα καμώματά μου. Και
μαζί θα φουσκώνει από περηφάνια: Σε πια άλλη εφεύρεση κρέμεσαι πάνω της εκτός
από τη δική του; Ν’ ακούσω τη φωνή σου, ζεστή ή κρύα, χαρούμενη ή λυπημένη, ρέουσα
ή κομπιαστή, σταθερή ή τρεμάμενη, να βγαίνει από τα σπλάχνα ζωντανή, ακριβή
ακτινογραφία τού μέσα - ακόμα κι’ αν είναι ελάχιστες, μετρημένες στα δάχτυλα
του ενός χεριού, οι λέξεις. Με τα μηνύματα που μού στέλνεις τι να καταλάβω; Αλήθεια
ποιανού φαεινού νου «εφεύρεση» η εισβολή τους στη καθημερινότητά μας προς δόξα
της μουγγαμάρας; Άψυχα τυπογραφικά στοιχεία, απρόσωπα στρατιωτάκια στη γραμμή, πασχίζουν
να ξεπετάξουν μιαν υποχρέωση που βλέπουν αγγαρεία. Ή μήπως υπερβάλλω; Μήπως δεν
είναι έτσι, μα φταίει ο χρόνος που τρέχει σα γάργαρο νερό; Και, είναι αλήθεια,
υπάρχουν φορές που νοιώθεις ότι δε προλαβαίνεις να τον χορτάσεις, χάνεται μέσα
απ’ τη χούφτα σου κι’ εσύ διψάς, θέλεις να πιεις κι’ άλλο. Και τότε βέβαια μόνο
μυαλό για τηλέφωνα και κουβέντες δεν έχεις, σού φαίνονται περιττά, ανώφελα
«πρέπει», χάσιμο πολύτιμου χρόνου. Σε καταλαβαίνω - εκεί που είσαι ήμουνα… Μα η
μνήμη ασθενής και επιλεκτική ήταν ανέκαθεν, και πονάω, άσε που μ’ έχει πιάσει
το παράπονο. Αρκεί που ’σαι καλά και
χαρούμενη, κι’ ας είναι πάντα γάργαρο νερό ο χρόνος σου κι’ ο δικός μου αρυτίδωτη
λίμνη κοιμισμένη που περιμένει ένα τόσο δα βοτσαλάκι, τη φωνούλα σου, για να
ξυπνήσει.
13/2
Έφτασες νωρίς, μπαίνεις στην άδεια αίθουσα – είναι όλη δική σου! - διαλέγεις
μία θέση, τη καλύτερη, και παρατηρείς τον κόσμο που όσο περνάει η ώρα καταφθάνει.
Όλοι κάθονται κοντά σου, δίπλα, μπροστά, πίσω σου, κάτι τούς τραβάει σα
μαγνήτης, ασφαλώς η επιλογή σου που ήτανε σωστή - συμπεραίνεις. Ο κλοιός αργά
μα σταθερά μεγαλώνει σα μέγγενη που σε σφίγγει, η απλοχωριά δίνει τη θέση της στον ενοχλητικό
συνωστισμό, εμπόδια ορθώνονται μπροστά σου, αρχίζεις να αμφιβάλεις, να νοιώθεις
πως η ελευθερία των επιλογών σου κακοφόρμισε και πάει από το κακό στο
χειρότερο! Κι' αναρωτιέσαι - λες και δεν
ξέρεις την απάντηση - ποια είναι η καλύτερη θέση, αφού εννιά στους δέκα θα σού πούνε
στο κέντρο απέναντι από τη σκηνή, οι πιο κοντοί ει δυνατόν στη πρώτη σειρά - αν
ήτανε να διαλέξουν αυτή θα διάλεγαν - κι’ οι άλλοι όσο πιο κοντά γίνεται, κι' ένας
στους δέκα θα απαντήσει «δεν ξέρω» ή δε θα 'μπει καν' στο κόπο. Γιατί οι εννιά πιστεύουν
ότι αν κάθονται στο κέντρο και κοντά στη σκηνή θα χαρούν το έργο περισσότερο -
να μη το χαρούν ούτε που περνάει απ’ το μυαλό τους - το ίδιο πίστευες κι' εσύ, κι'
ο ένας φαίνεται πως αδιαφορεί για τη χαρά, τον πήγαν στο θέατρο με τα ζόρι ή
πήγε για να μη χαλάσει το χατίρι των άλλων ή βρέθηκε εκεί τυχαία - ίσως από
περιέργεια, θέατρο είναι σαν όλα τ' άλλα - λέει, πλαϊνές και μακρινές ήταν ανέκαθεν
θέσεις στ' αζήτητα ή γι' αυτούς που η τσέπη τους δεν αντέχει, στραβολαιμιάζεις,
ξεστραβώνεσαι, δεν ακούς καλά, μόνο αυτός ο ένας μπορεί να τις ζητήσει για να
πάρει εκεί χωρίς να γίνει αντιληπτός έναν υπνάκο και να ξυπνήσει φρέσκος, από
το χειροκρότημα, όταν το έργο θα' χει τελειώσει. Όλα αυτά ωραία και λογικά σού
φαίνονται – εξάλλου τα ήξερες - η απάντηση στην ερώτησή σου δείχνει προφανής, κι'
όμως - το ψυχανεμίζεσαι - το παράλογο εμφανίζεται σαν κάτσει η στραβή: Τυχαίνει
μπροστά σου κάποιος ένα κεφάλι πιο ψηλός από σένα ή με μαλλί αφάνα ή μια κυρία
με περμανάντ μίτρα τού πατριάρχη, ή εκνευριστικό εκκρεμές που πάει συνεχώς
αριστερά δεξιά ή εννοεί να απολαύσει το έργο αγκαλιασμένος με τη καλή του αδιαφορώντας
αν κλείνει το οπτικό σου πεδίο, ή να μη φταίει ο μπροστινός μα ο διπλανός σου
που ο αγκώνας του διεμβολίζει τη νεφραμιά σου ή ο πίσω που με τα κανιά
ταρακουνάει τη καλή σου διάθεση, ή ο αγαπημένος σου ηθοποιός που γι' αυτόν κουβαλήθηκες
στο θέατρο και παίζει συνέχεια στην ίδια θέση - σα να τον έχουνε καρφώσει πάνω
στη σκηνή - και όσο κι’ αν κουνήσεις το δικό σου κεφάλι κάποιο άλλο μπροστινό πάντα
τον κρύβει ή είναι αγνώριστος γιατί έπεσες στη κακιά του μέρα, ή το έργο, αυτό
για το οποίο διάβασες τα καλύτερα ή σου ’πανε «μη το χάσεις» ή νόμισες ότι θα
σ’ αρέσει ή - κι' αν δε νόμισες - έπεισες τον εαυτό σου για κάποιο ανεξήγητο
λόγο να πάς να το δεις, βγαίνει μάπα, ή - έστω - εσύ δεν κατάλαβες Χριστό από
δαύτο… Πώς μπορείς να τα αποφύγεις; Αδύνατον! Και ξεκινάει το θέατρο του
παράλογου, ένα δεύτερο - πιο βασανιστικό από αυτό που πήγες - αφιερωμένο
εξαιρετικά σε σένα που, αν το ήξερες, ούτε απ' έξω δε θα περνούσες γιατί σου
αρέσουν τα λογικά, άσε που ξεπόρτισες για να ξεσκάσεις, να περάσεις δυο ωρίτσες
ευχάριστα κι' όχι να τρελαθείς. Στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα… αναπολείς τότε μια θέση στη γαλαρία, τέρμα
πλάι κι' όσο πιο πίσω γίνεται, ει δυνατόν σε θέση με πλάτη στη σκηνή μα τέτοιες
δεν υπάρχουν κι' αν κάποτε υπάρξουν όλοι θα τις περιφρονούν, κανείς δε θα τις
θέλει προκαταβολικά και - σκέφτεσαι πώς - είναι λογικό: Ακόμα κι' αν η θέση σου
είναι η καλύτερη θέση του κόσμου και απλώς πήγες σε λάθος έργο, αν δεν το δεις
πώς θα καταλάβεις τι έγινε; Κι' όταν καταλάβεις και ο φρέσκος αέρας του δρόμου
σε ξυπνήσει, μπορεί να σκεφτείς πως καλύτερη θέση ίσως είχε αυτός ο ένας…
11/2
Είναι κάποια έργα μεγάλα κι' η παράσταση μικρή, συμβαίνει συχνά. Είναι
φορές η παράσταση ξεχωριστή μα το έργο παρακάτω, συμβαίνει κι' αυτό. Το ένοιωσα
στον «Γενικό Γραμματέα» του Ηλία Καπετανάκη, που σκηνοθέτησε η Σοφία Μαραθάκη
για τη Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Η παράσταση ψαγμένη, ξεχείλιζε
από κέφι, ιδέες, μεράκι, ερμηνείες. Μα
όλα αυτά σα να ξεπερνούσαν το κείμενο, να το κοίταζαν με αγάπη μεν, αλλά εκ των
πραγμάτων αφ' υψηλού! Μια τέτοια παράσταση, παρά τα τόσα προτερήματά της, δεν
μπορεί να θεωρηθεί πως πέτυχε το στόχο - που θα' πρεπε να' ταν - να υπηρετήσει
το έργο και όχι να καταφέρει να το παραβγεί. Κείμενο, σκηνοθεσία, ερμηνεία, σκηνικά,
φωτισμοί, μουσική, ακόμα και ο χώρος που εξελίσσεται το θεατρικό δρώμενο αλληλεπιδρούν,
οφείλουν να βρίσκονται σε συνέργεια. Η Μαραθάκη που πέρυσι απόδειξε περίτρανα το
ταλέντο της στη εξαιρετική παράσταση «Ο Φίλιπ Γκλας αγοράζει μια φρατζόλα ψωμί»,
φέτος δεν ευτύχησε - τουλάχιστον όχι στο βαθμό των προσδοκιών που έχει
δημιουργήσει. Στο υπόγειο του Εθνικού ο «υγιεινός» περίπατος τού 1890 ήταν με
Φεράρι… Δεν ένοιωσα το ίδιο στο «Πόθοι
κάτω απ' τις λεύκες» του Ευγένιου ο Νηλ, στη Κεντρική Σκηνή του Εθνικού σε σκηνοθεσία Αντώνη
Αντύπα. Εδώ, έργο και παράσταση φλερτάρουν δημιουργικά. Κύριο μέλημα του
έμπειρου σκηνοθέτη ήταν να υπηρετήσει όσο πιο αποτελεσματικά μπορούσε το
εξαίρετο κείμενο. Και τα κατάφερε. Κάποιοι τον είπαν παλιομοδίτη, ότι έχει
μείνει στα ίδια, ότι δεν έχει η ματιά του κάτι καινούργιο. Μπορεί, μα το
«καινούργιο» δεν είναι αυτοσκοπός. Εξάλλου το διαχρονικό κείμενο του Ο Νηλ
είναι τόσο καινούργιο σα να γράφτηκε σήμερα. Κι' ας εκτυλίσσονται τα δρώμενα
στον προπερασμένο αιώνα. Τι περισσότερο μπορεί να φιλοδοξεί μια παράσταση, η
τέχνη εν γένει, από το να στοχεύει κατευθείαν στη καρδιά;
7/2
Ήμουνα κι' εγώ εκεί, στο πάρτι του Λουκιανού
Κηλαϊδόνη στη Βουλιαγμένη κατακαλόκαιρο του 1983 που άφησε, λένε, εποχή. Και
άφησε κυριολεκτικά: Πέρασαν χρόνια, άλλαξαν οι καιροί - όσο άλλαξαν, ήρθαν νέοι,
ξεχάστηκαν τα τραγούδια του Λουκιανού - όπως τόσων άλλων, μάς άφησε χρόνους κι'
ο ίδιος. Απ' το
πάρτι θυμάμαι κοσμοσυρροή - τέτοια που στάθηκε αδύνατο να πλησιάσουμε την
εξέδρα με την ορχήστρα, τις βουτιές του κόσμου στη θάλασσα, βαβούρα ανάμικτη με
μουσική από τα μεγάφωνα της πλαζ, τη γλυκιά πανσέληνο, πως καβαλήσαμε τη μηχανή
και φύγαμε πριν τελειώσει, πώς ήμουνα 25αρης. Μα ήμουνα εκεί και πιο πριν, τα
καλοκαίρια με τη γρανίτα στο χέρι στις παραστάσεις του «ελεύθερου θέατρου στο
άλσος Παγκρατίου», στο πατρικό μου να λιώνω τα κόκκινα αυλάκια του βινύλιου των
«Μικροαστικών» – ντροπή τέτοιο παιδί… – παρέα με τον καλό ποιητή Γιάννη
Νεγρεπόντη, στο Media Luz - μέσα στη σκοτεινή αίθουσα ο «μικρός» στη παλιοπαρέα
του Ροζικλέρ, στα θερινά σινεμά - τα καλύτερά μου χρόνια - με τ' αγιόκλημα και
τα γιασεμιά, στις θλιμμένες νότες του πιάνου της decadenza, και αργότερα, στο χιλιοτραγουδισμένο «Αχ πατρίδα
μου γλυκειά», στα «fifties και
ξερό ψωμί»… και πού δεν ήμουνα! Τον γνώρισα
είκοσι χρόνια μετά το πάρτι, στο θέατρο Μεταξουργείο όπου πιάσαμε κουβέντα για
τον Σάκη Ταμβακάκη, τον κατοπινό δάσκαλό μου στη κιθάρα, και μ' έφερε σ΄ επαφή
μαζί του. Μου' χε πει τότε: Τα ωραία τραγούδια δε τα γράφουν οι άνθρωποι μα η
εποχή τους. Πιστεύω πως είχε δίκιο. «Αισθάνεστε παλιομοδίτης, αυτό που λέμε
εκτός φάσης»; τον ρώτησαν κάποτε. «Μπα, η
φάση είναι εκτός, εγώ είμαι μια χαρά» …
είχε απαντήσει. Ένοιωθα δικό μου άνθρωπο τον Λουκιανό, δάκρυσ’ η καρδούλα μου για το φευγιό του. Σήμερα το
πρωί μπροστά στη πόρτα τού παράδεισου τον πήρε τα’ αυτί μου να σιγοτραγουδάει: Μη χτυπάς, να σ' ανοίξουνε μη χτυπάς μία πόρτα
κλειστή που κανείς δεν ακούει… ποτέ μη χτυπάς μια πόρτα για σένα χαμένη, ο
δρόμος αυτός κι' αν είναι στενός δεν είναι για σένα στερνός…
6/2
Δεν άλλαξα καθόλου, είπε, και δεν ξέρω αν το εννοούσε, το έβλεπε έτσι, το
ήθελε έτσι, το έλεγε για να το πει, ή αστειεύονταν. Στα μάτια της διέκρινα την
ειλικρίνεια της συμπάθειας που απομένει όταν ξεθωριάζει η θύμηση, που μόνο
ειλικρίνεια βέβαια δεν είναι - μα φλερτάρει άθελά της τη κολακεία. Περίμενε την
αντίδρασή μου, κάτι να πω, κάτι να κάνω, έστω ένα πόσο χαίρομαι που σε βλέπω
κι’ εσύ δεν άλλαξες… αυτά τα τυπικά που λέγονται στα πεταχτά για να γεμίσουν το
κενό τού χρόνου και είναι σα να μην ειπώθηκαν ποτέ, ή να την αγκαλιάσω, ίσως να
την φιλήσω, όχι στα χείλια αλλά στο μάγουλο στο σημείο κοντά στ' αυτί, φιλί
στον αέρα δίχως, ή έστω με ανεπαίσθητο, άγγιγμα της σάρκας, όσο είναι αρκετό για
τα διαπιστευτήρια της στιγμής, έστω μια στιγμιαία διέγερση του οσφρητικού
νεύρου και αναγνώριση - μπορεί και ταυτοποίηση - από το αραχνιασμένο στη λήθη
αρχείο των μυρουδιών, να ξεκινήσει καπάκι η βολιδοσκόπηση χάριν μιας
περιέργειας που απρόσμενα φούντωσε απ' το μηδέν και δε θέλει να κοπάσει.
Περίμενε να τη ρωτήσω πού ήταν τόσο καιρό - σάμπως είχε για μένα τη παραμικρή
σημασία…, με τι ασχολιόταν, αν έχει άντρα, παιδιά και πόσα, αγόρια ή κορίτσια, σπίτι,
δουλειά, όνειρα ακόμα, αν θυμάται τα παλιά - ήμουνα κάτι παραπάνω από βέβαιος
ότι θα θυμότανε, πώς βρέθηκ' εδώ…, και
μόλις μού έδινε τις σχετικές απαντήσεις στα εύκολα να περνούσα, όσο γινόταν πιο
διακριτικά - αλλά να περνούσα ήθελε διάολε, στα λιγότερο εύκολα - κάτι σαν αυτοσχέδιες
εξετάσεις της στιγμής με απαντήσεις πολλαπλών επιλογών, σ' αυτές - το ήξερα - θα
δυσκολεύονταν να 'βρει αλήθεια ή ψέματα μα ευκαιρία ήταν κι' αυτά να ειπωθούν. Περίμενε
πώς κι' εγώ κάτι περίμενα, δεν ήξερα τι ακριβώς, μα ήμουν πανέτοιμος ν' ανοίξω
το στόμα να ανταποκριθώ στη φιλοφρόνηση - κι' ας μην ήταν τέτοια, να ελευθερώσω
τις λέξεις από μέσα - κι είχα μάλλον καθυστερήσει, να' βρω τη κατάλληλη
μουτσούνα, τη πιο ωραία φορεσιά, να ξανάβγαινα στου πιο τρελού νυφοπάζαρου τη
γύρα, να μεθούσα το γλυκό κρασί της χαμένης νιότης, άραγε θυμήθηκε που αναρωτιότανε
πώς θα ’μαστε σε δέκα χρόνια; - τότε τα δέκα φάνταζαν αιώνες! - να ’μαστε
λοιπόν, λύθηκε η απορία της, εγώ δεν άλλαξα καθόλου κι’ εκείνη δεν άλλαξε, σαράντα
χρόνια μια στιγμή! Περίμενε - ή μήπως
είχε φύγει; - κι’ εγώ μια ριμάδα στιγμή ήθελα
ακόμα να πάρω μπροστά, όταν συνειδητοποίησα πως είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό
σα χάνος και τη κοίταζα, δεν έβγαιναν ούτε αυτά τα τυπικά που συνήθως λέγονται,
για «να κάνω» ούτε λόγος να γίνεται - γιατί αλήθεια θέλουν «να κάνουν» οι
άνθρωποι για να πούνε «χάρηκα»… αμέσως μετά;
2/2
«Γιατί
γράφεις;» με ρώτησε η κόρη μου. «Από ανία» της απάντησα. Με κοίταξε απορημένη -
σα να μη με πίστεψε: «Πες μου την αλήθεια…» «Αλήθεια σού λέω. Όταν βαριέμαι
γράφω». Δεν φάνηκε ικανοποιημένη από την απάντησή μου αλλά έτσι είναι! Αν είχα
να κάνω κάτι πιο ενδιαφέρον δεν θα έγραφα. Θα προτιμούσα να «έκανα» παρά να έγραφα
σημειωματάριο. Κάνω σημαίνει κουνάω τα χέρια, το μυαλό, αφήνω κάτι χειροπιαστό.
Γράφω γεμίζω το άδειο χαρτί με λέξεις, παραμυθιάζω, παραμυθιάζομαι. Το
παραμύθιασμα βέβαια είναι ωραίο. Από μόνο του ανέκαθεν ήταν ένας καλός λόγος για
να ασχοληθεί κάποιος με το γράψιμο, βλέπεις τη ζωή με μάτι λοξό, αστεία, με
πίστωση – ποτέ τοις μετρητοίς. Αλλά δεν τη ζεις - απλά ξορκίζεις τους εφιάλτες
της. Ιδού το παράδοξο σε μια ζωή τίγκα στο παραμύθι: Κι’ ας το ξέρεις καλά, δεν
αρκεί. Όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου θα συγγράψω «οδηγίες προς νέους
παραμυθιασμένους» καθότι οι παλιοί υποθέτω δεν τις έχουν ανάγκη. Δείτε το
σπίρτο των ψημένων στην απονιά, το βλοσυρό των υποψιασμένων, δείτε αυτούς που
δεν τσιμπάνε στα παραμύθια. Δεν τους ζηλεύετε; Εγώ τους ζηλεύω. Μέχρι να φτάσω
εκεί ψηλά, μαζί τους, έχω φέρει τα «κάνω» στα μέτρα μου: Χάζι, βόλτες, πλάκα, ψιλή
κουβεντούλα, τσιζκέικ, καμιά μακαρονάδα… Όχι όνειρα - αυτά μού θυμίζουν παραμύθια. Κι' όταν βαριέμαι, και
βαριέμαι συχνά, γράφω το σημειωματάριό μου.
1/2
Στης Κηφισιάς τα πεζοδρόμια, λίγα βήματα από το εμπορικό της κέντρο,
κάποιοι έσπειραν καταμεσής τους και φύτρωσαν κολώνες! Παρέα και τα κακόμοιρα
δεντράκια που ασφυκτιούν ανάμεσα σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα και μαντρότοιχους,
οι κάδοι των σκουπιδιών και τα λογής χύμα άχρηστα πεταμένα δίπλα τους, τα
κουράδια των τετράποδων φίλων… Είναι δηλαδή εν ολίγοις στης ωραίας Κηφισιάς τα
μέρη οι δρόμοι των πεζών αδιάβατοι! Το γεγονός δεν με εντυπωσιάζει παρότι θα
΄πρεπε, γιατί, αφού καταφέρνουν και κυκλοφορούν έξω από τα σπίτια τους πεζοί
στα κατ' ευφημισμό πεζοδρόμιά τους οι Κηφισιώτες, θα πρέπει να έχουν αποκτήσει
αξιοζήλευτες ικανότητες! Απορώ μόνο πώς
κυκλοφορούν τυχόν μαμάδες με τα παιδάκια τους σε καροτσάκια - προφανώς στη
Κηφισιά απεχθάνονται τα καροτσάκια, και οι λογής αναξιοπαθούντες και μιας
κάποιας ηλικίας κάτοικοι που δεν τυγχάνουν αίλουροι να υπερπηδούν και
αποφεύγουν εμπόδια. Εν πάση περιπτώσει έχουν τον τρόπο τους - ανέκαθεν ο
άνθρωπος στις αντιξοότητες ξεδίπλωνε τα κρυφά χαρίσματά του. Ούτε βεβαίως είναι
μόνο οι Κηφισιώτες με αδιάβατα πεζοδρόμια να αισθάνονται μοναξιά. Το θέμα
λοιπόν δεν είναι αυτό, αλλά μία κολώνα από τις πολλές σπαρμένες καταμεσής. Όχι
ότι απρόσεκτος και χαλαρός περιπατητής έπεσα πάνω της και κονόμησα καρούμπαλο,
αλλά ότι, σαν έστρεψα τη κεφαλή μου προς τον ουρανό να σταυροκοπηθώ, είδα ότι
δεν είχε λόγο ύπαρξης! Επρόκειτο περί μιας, συνηθισμένης κατά τ' άλλα, κολώνας
από τσιμέντο, όμως χωρίς καλώδια, χωρίς σύρματα, χωρίς αναμονές, φυτρωμένη
σκέτη κολώνα χωρίς τίποτα απολύτως! Περίσσευε και δεν είχαν πού αλλού να τη
βάλουν; Εξυπηρετούσε κάποτε συγκεκριμένο σκοπό που με τη πάροδο του χρόνου
εξέλιπε κι’ έμεινε εκεί παρατημένη στ’ αζήτητα; Περιμένει να επιτελέσει το
σκοπό της σαν έρθει το πλήρωμα του χρόνου; Είναι μήπως κάποιο σημάδι μυστικό,
για μυημένους; Έργο εικαστικών; Εξωγήινων; Ποιος ξέρει… Στη Κηφισιά μια κολώνα που
κοιτάζει τον θεό!… δόξα στο παράλογο, στο παράδοξο, στο ανεξήγητο, στο φαιδρό
της καθημερινότητάς μας.
27/1
Διαβάζω
για την «εποχή της μετα-αλήθειας» που κάποιοι ανακάλυψαν τελευταία λόγω Τραμπ. Γι’
αυτούς που δεν εννοούν να διακρίνουν την αλήθεια από το ψέμα, τη πραγματικότητα
από τη μυθοπλασία, για τους νέο-Μακιαβέληδες που δεν έχουνε κανένα συνειδησιακό
ενδοιασμό να πλασάρουν στρατηγικά τα ψεύδη τους. Και για τους άλλους, τους
εύπιστους, τους αφελείς, τους ανυποψίαστους, που, βοηθούσης της τεχνολογίας, αποφασίζουν
για το τι είναι ψευδές και τι αληθές με βάση την ακροαματικότητα και τη θεαματικότητά
του - ή μάλλον εκείνες αποφασίζουν για πάρτη τους. Και απορώ πώς ανακάλυψαν
κάτι που υφίσταται προ αμνημονεύτων χρόνων, από τότε που υπάρχει επί γης άνθρωπος
και ξεκίνησε να νταραβερίζεται τους ομοίους του! Κι’ ας βοήθησε η τεχνολογία να
πάρει πρωτόγνωρες μέχρι σήμερα διαστάσεις, η ουσία είναι μία και απαράλλαχτη: Η
μετα-αλήθεια, ή όπως αλλιώς θέλουν να τη βαφτίσουν, ανέκαθεν ήταν υπεράνω
εποχών και προϋπήρξε των αρθρογράφων της. Μήπως λοιπόν και αυτή η αρθρογραφία,
όπως των νέο-Μακιαβέλιδων, εντάσσεται στη προσπάθεια από μέρους τους να
μεγαλώσουν τα ακροαματικά ποσοστά τους; Ή μήπως είναι και αυτοί το ίδιο αφελείς
κι' ανυποψίαστοι με τους άλλους, νομίζοντας ότι ανακάλυψαν πρώτοι την Αμερική;
Αμφότερα φάουλ. Το πολεμούν πάντως οι άνθρωποι, σε ένα γήπεδο που για τερέν
έχει τη κούραση απ' τη σκοτούρα της καθημερινότητας και οι «ανακαλύψεις» τους
φαντάζουν στα μάτια του κοσμάκη πιτιτέλια για χορτάτους. Τι να σού κάνουν όμως μπροστά
σε έναν Τραμπ - για παράδειγμα, ή άλλους αστέρες τής εμβέλειάς του, τής κλάσης και
- κυρίως - τής τσέπης του; Είναι χαμένοι από χέρι…
«Δίκιο
έχεις. Η μονέδα κάνει το παιχνίδι - πλασάρει, ντριπλάρει, σκοράρει, παίζει
κατενάτσιο… Όποτε γουστάρει!» συμφώνησ' ένας φίλος. «Κι’ οι θεατές, που απολαμβάνουν
το ματς αγκαλιά με μια οθόνη…» συμπλήρωσα. «Θέαμα διαρκείας φίλε, χορταστικό,
24 ώρες το 24ωρο, δεν προλαβαίνεις να δεις το ένα και να’ σου έρχεται καπάκι το
άλλο! Είναι ωραίο να χαίρεσαι περισσότερο που λέει μια διαφήμιση… Όλα για τη
χαρά του παιχνιδιού! Φωνάζουμε ΚΙ'Α-ΛΛΟ, μπουχτίσαμε… όμως μάς αρέσει! Τελικά
όλα μάς φαίνονται καλά, άντε - να μην υπερβάλλω – συμπαθητικά. Όλα όμως βλέπονται
βρε αδερφέ! Και να σού πω κάτι: Ωραία τα λένε όλοι! Αν είναι μάλιστα κομμάτι
μπάνικοι κι’ ευχάριστοι – να μη σε ψυχοπλακώνουν γιατί δεν αντέχω άλλο
ψυχοπλάκωμα… - τι πρόβλημα έχεις; Κι’ έρχονται μέσα στο σπίτι σου, μεγάλη
ευκολία! Τι με νοιάζει εμένα ποιος κάνει παιχνίδι – δε πα να ΄ναι όποιος θέλει!
Έχεις κάτι καλύτερο να προτείνεις;» Δεν είχα. Τον άφησα και βγήκα να ξεσκάσω. Στο
δρόμο - δε ξέρω πώς μου' ρθε - θυμήθηκα την ατάκα που λέγαν οι παλιοί: Με τα λεφτά
μου γαμώ και τη κυρά μου… Αυτό ήταν! Μπήκα στο πρώτο μαγαζί που βρήκα μπροστά
μου, πουλούσε καλούδια για αθλητές. Τα ’σκασα. Αγόρασα παντελονάκι, μπλούζα με
το σήμα της αγαπημένης μου ομάδας, ποδοσφαιρικά παπούτσια, μπάλα και τα φόρεσα
επί τόπου. Βγήκα από το μαγαζί χοροπηδώντας όπως βγαίνουν φορτσάτοι οι
ποδοσφαιριστές στο γήπεδο να τα δώσουν όλα – όχι παίζουμε. «Κάνουμε κι’ εμείς
παιχνίδι!» έξω φωνή εγώ, και ξεκίνησα τη κλωτσοπατινάδα. Σα τις μέλισσες στο
μέλι μαζευτήκαν οι περαστικοί και σχημάτισαν κύκλο γύρω μου. Τι χειροκροτήματα!
Τι επευφημίες!… Φώναζαν ρυθμικά ΚΙ’Α - ΛΛΟ - ΚΙ’Α - ΛΛΟ…
26/1
Ο Πάτερσον, ένας λεωφορειατζής πού γράφει
ποιήματα… ίσως παράδοξο αλλά εντάξει. Και
όλα τού φαίνονται εντάξει! Σίγουρα παράδοξο. Είναι αόμματος; Χαζός; Προσποιείται;
Κάνει πλάκα; Τι τρέχει τέλος πάντων με δαύτον; Είπαμε: Γράφει ποιήματα. Κι' αν
θέλετε να ξέρετε, δεν του φαίνονται μόνο εντάξει, είναι! Ξύπνημα, πρωινό,
δουλειά, λεωφορείο, επιβάτες, πόλη, κάτοικοι, ποτάμι, γέφυρα, δέντρα, πουλιά,
ουρανός, σπίτι, γυναίκα, φιλί, σκύλος, βόλτα, γείτονες, μπαρ, καληνύχτα… μια
λιακάδα όλα, καθαρογραμμένα όπως τα ποιήματά του. Μόνη παραφωνία ο σκύλος που
θα πάρει ανάποδες κάποια στιγμή και θα τα κάνει κομμάτια. Μα κι΄ αυτό λιακάδα γίνεται,
και αφορμή για καινούργιο ξεκίνημα. Ο Πάτερσον αγαπάει τη ρουτίνα του, δε θέλει
ν’ αλλάξει. Ποιος ο λόγος; Ό, τι αλλάζει γίνεται χειρότερο. Έχει άδικο;
Αυταπάτες πάντως δεν έχει. Οι ποιητές δεν έχουν αυταπάτες - μιαν αδιόρατη
μελαγχολία μόνο. Η καθημερινότητα, δηλαδή η ζωή με άλλα λόγια, ιδωμένη μέσα απ'
το μάτζικ μπας του Πάτερσον που γυρίζει σε μια πόλη μαγική και γυρίζει… Κυρίες
και κύριοι επιβιβαστείτε! Είναι πανέμορφη αυτή η βόλτα - μη τη χάσετε! Στο
σινεμά…
25/1
Άραγε
τι αισθανόνταν ο Μπαράκ παραδίνοντας τη σκυτάλη τού πλανητάρχη; Ανακούφιση, που
θα ησύχαζε επιτέλους από τις σκοτούρες και τους παρατρεχάμενους; Μήπως
απογοήτευση, επειδή ο ελπιδοφόρος και ισχυρότερος άνθρωπος του κόσμου κατάφερε
εν τέλει τόσο λίγα; Τίποτα δε πάει χαμένο… παρηγοριόταν ο Μπαράκ μπροστά στα
φλας και τις κάμερες. «Τίποτα δεν άλλαξε – ή μήπως άλλαξε προς το χειρότερο
Μπαράκ; Και το «Ομπάμακέρ» σου θα πάει φούντο, και η ελπίδα σου πήγε στράφι
(ευτυχώς που αυτή είναι εφτάψυχη, μού το ’πε ο καλός μου, τι ωραία που τα λέει
ο Ντόναλντ μου!), και το «γες γουί καν», τρίχες! κανείς δε τσίμπησε, άσε που οι
μπαχαλάκηδες στο κόσμο - κύριε μεγάλε ειρηνοποιέ - κάνουν πάρτι…» ψιθύρισε στ’
αυτί του η Μελάνια σα να’ χε μαντέψει τη σκέψη του. «Να 'τα μας η Μπάρμπυ! Και
δεν έχει άδικο…» είπε – από μέσα του – ο Μπαράκ με έκπληξη είναι αλήθεια,
τέτοιο καρφί στη ψύχρα δεν περίμενε από τη Μελάνια… Η Μισέλ, που στέκονταν πλάι
στον Μπαράκ και οι κεραίες της έπιαναν τα πάντα, παρέμενε αμίλητη. «Ήταν κι’
εκείνη η Χίλαρυ τόσο λίγη… να ’τανε στη θέση της η Μισέλ…» σα να προσπάθησε να
δικαιολογηθεί, ν' αλλάξει θέμα ο Μπαράκ, να τον ακούσουν οι δύο κυρίες που τον
είχαν βάλει στη μέση ενώ παραδίπλα ο οίστρος είχε συνεπάρει τον νέο πλανητάρχη.
Η Μελάνια δεν έδωσε συνέχεια στη στιχομυθία. Εκείνος σταύρωσε χαμηλά τα χέρια
και αφέθηκε στο βάσανο τού πανηγυρικού του Ντόναλντ κάνοντας μαύρες σκέψεις και
κύκλους με τους αντίχειρές του σε αντίθετη φορά ο ένας απ' τον άλλο, σαν αυτούς
που κάνει η ζωή όταν φέρνει τα πάνω κάτω. Σκέψεις και πίκρα ένα κουβάρι. Ναι
πίκρα, μόνο πίκρα αισθανόταν ο Μπαράκ επειδή δεν είχε καταφέρει να αλλάξει -
έστω τόσο δα - όχι το κόσμο, μα ούτε καν’ τους ίδιους τους συμπατριώτες του.
«Έτσι όπως τούς βρήκα πριν οχτώ χρόνια, έτσι απαράλλαχτους τούς αφήνω! Μα τι
έκανα; αλλάζουν οι άνθρωποι;… Εγώ ήμουνα ο προβληματικός και όχι αυτοί!»
μονολόγησε. Ο Ντόναλντ συνέχιζε γκαζωμένος. Ναι, αυτός ο ανερυθρίαστος ψεύτης,
αυτός ο ξετσίπωτος, ο άξεστος κτηματομεσίτης, ο τιποτένιος που έγινε
πλανητάρχης, αυτός ήταν τώρα ο Θεός! Και ο Μπαράκ δε τον πήγαινε ούτε με
σφαίρες… Είχε μάθει όμως καλά ότι οι Θεοί – αντίθετα με τους ανθρώπους -
αλλάζουν, προσαρμόζονται στους καιρούς. Ειδάλλως τι σόι Θεοί θα ήταν; Νέοι
καιροί - νέοι Θεοί, πριν από οχτώ χρόνια είχε αστέρι η αφεντιά του, τώρα έχει ο
Ντόναλντ, αύριο… ποιος ξέρει; Ίσως η Μισέλ, ίσως η Μελάνια… «Ρε λες η
Μελάνια;…» αναρωτήθηκε και με δυσκολία συγκρατήθηκε να γελάσει. Μα γιατί όχι;
θαύμαζε τη Μισέλ και την αγαπούσε, αλλά και η Μελάνια τού Ντόναλντ είχε ανέβει
στην εκτίμησή του. «Οι Θεοί των ανθρώπων πάντα είχαν κάτι από Ντόναλντ…» σκέφτηκε
ο πονηρός Μπαράκ και αναστέναξε.
19/1
Σε άφησα μόνο σου με τη
καλοσύνη των ξένων να βολοδέρνεις στων γιορτινών συναναστροφών την ανία,
ευτυχώς που υπήρξαν και άξια λόγου, μετρημένα στα δάχτυλα, που, κι’ ας ήταν ανθρώπινα,
είχαν την αύρα τω θεών, να σκιρτάνε καρδιά και μυαλό να βλέπουν τη ζωούλα μ’
άλλο μάτι, κι’ έρχονται χαρά μου οι αναγνώστες σου και με ρωτάνε πού
ήσουν τόσο καιρό,
πού εξαφανίστηκες, ξέρω ν’ ανασάνεις απ’ το συγχρωτισμό ήθελες, να
ξεκουράσεις τη μοναξιά σου, μα εσύ συνέχεια ξεκουράζεσαι… λένε - πόση αποκοτιά!
- να βάλεις το καπελάκι σου στραβά και ν’ αποχωρήσεις τούς πρέπει γιατί τέτοιοι
αναγνώστες δουλευταράδες να σού λείπουν, μα μετανιώνω στο δρόμο, με διπλαρώνει η
αγωνία από τότε που σ’ έφτιαξα ποιος χριστιανός θα μείνει να σε διαβάζει, παλιά,
στο ξεκίνημα τού χρόνου, σ’ έδινα με το ζόρι - πόσο το’ χω μετανιώσει! - σε
φίλους και γνωστούς κι' έτρεμε το φυλλοκάρδι σου σαν άβγαλτο κοριτσόπουλο σε
χέρια βαρβάτων, κατάλαβα πως ματαιοπονούσα, θα σε φτιάξω είπα και το ’κανα, ντουντούκα
της καρδιάς μου, γλίτωσα κι από τις φωτοτυπίες έκανα και φίλους στη κουτσομπόλα
δυνητικούς αναγνώστες – ωραίο ε; - και ναι το εγχείρημα πέτυχε, τι λάικ, τι
χαμογελαστά πρόσωπα και προσωπεία, τι αιμάσσουσες χάριν τελειότητας καρδούλες -
να’ ναι καλά οι άνθρωποι – κι’ εγώ πόσο ψηλά… στα ουράνια κι’ ακόμα παραπάνω
πετούσα, και τώρα αντί για ευχαριστώ να τούς κάνω τον καμπόσο δε λέει, γι' αυτό
να' μαι στο χρόνο να τρέχω κατόπι τους, συμπαθάτε με μια γρίπη άτιμη με
ταλαιπώρησε - πάντα κάτι βρίσκω ο μικρός να εξοβελίσω απ’ το κάδρο την αλήθεια
- τώρα είμ’ εδώ, μαζί σας, στις επάλξεις, μαζί θα προχωρήσουμε! - μπας και συνεγείρω
το αναγνωστικό τους φρόνημα, προχώρα εσύ και βλέπουμε… εκείνοι, απαθείς, σάρκινες
παγοκολόνες, σα να βάλθηκαν να μού βάλουν τα γυαλιά - στη μικρότητά μου δηλαδή,
έπρεπε να μην είχα γυρίσει, κάποτε, νέος, εύκολα έριχνα μαύρη πέτρα πίσω μου
και τράβαγα χι με τη σέσουλα, τώρα που μεγάλωσα ακόμα κι’ οι πέτρες είναι δυσεύρετες,
έτσι ζαλώθηκα τον υπολογιστή να στύψω το κοκαλωμένο στο ξεροβόρι μυαλό μπας και
βγάλει τίποτα ουσία, να γράψω να διαβάσουν οι άνθρωποι να πουν εδώ είναι αυτός
δεν πέθανε ακόμα, περάσαν λίγες μέρες απραξίας, αιώνες μού φαίνονται φριχτής
σιωπής, γύρισε λένε κι’ ο χρόνος - σε λίγο θα μάς τελειώσει κι’ ο γυρισμένος - μα
εγώ δε κατάλαβα χριστό, δε μπορεί κάτι θ’ αξίζει να γραφτεί να σωθεί από τη
λησμονιά – τι αστείο! - μα πού τέτοια χαρά, είναι κι’ αυτή η μικρή που μ’ έχει
ξεμυαλίσει ξανά τελευταία και με βασανίζει γλυκά, αυτή με τις καμπύλες και τις
έξι χορδές, άντε να' βρω μυαλό για γράψιμο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου