Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

2021 ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ


28/12           ΗΘΕΛΑ ΠΟΛΥ Ν΄ ΑΚΟΥΣΩ ΤΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥ

Ανήμερα της γιορτής τού Μανώλη είπαμε να πάμε εκεί που τρίβανε κάποτε το μπαρούτι. Είπαμε, τρία ζευγάρια. Δώσαμε ραντεβού στο τρίστρατο κοντά στα σπίτια μας. Ας έκανε ψύχρα. Η μέρα έδειχνε ανέφελη.  Βγήκα από το αυτοκίνητο να πω  "Χρόνια πολλά".  Να ρωτήσω "Πώς τα περάσατε χτες" και τα τοιαύτα.  Το ίδιο κάναμε όλοι. Μετά πήραμε το δρόμο για κάτω από τ΄ αυλάκι. Εκεί που μένει ο Μανώλης. Στα διόδια αναρωτήθηκα πόση ταχύτητα θέλει για να σπάσει το αυτοκίνητο την κατεβασμένη μπάρα. Δεν ξέρω πως μού ΄ρθε. Περάσαμε κάμποσα χωριά. Δε θυμάμαι τίποτα από δαύτα. Μόνο το όριο ταχύτητας. Κι΄ αυτό, σαν το ξεπερνούσα. Λες είχα βάλει τον αυτόματο. Πάντως μού φάνηκε πως φτάσαμε γρήγορα. Φτάσαμε πεινασμένοι. Κοσμοσυρροή. Αναμενόμενο. Τέτοια μέρα όλοι το ίδιο σκέφτηκαν. Να φύγουν. Κάπου να πάνε. Οπουδήποτε. Εκεί που τρίβανε κάποτε το μπαρούτι ήτανε, φαίνεται, καλή επιλογή. Θα μπορούσε ίσως να ήτανε κάπου αλλού. Εξίσου καλά. Μπορεί και καλύτερα. Ο μπαρουτόμυλος πάντως , άκουσα να λένε, ήτανε κλειστός. Περί μουσείου πρόκειται γιατί μπαρουτόμυλος πλέον δεν υπάρχει. Όχι πως είχα καμία διάθεση να τον δω. Στα μουσεία πλήττω αφόρητα. Θα  μπορούσε πάντως να μυρίζει λίγο μπαρούτι. Έστω σαν τουριστική ατραξιόν. Αντί μπαρούτι μύριζε τσίκνα. Μάλλον η δύναμη τής νοσταλγίας για ηρωικούς ξεσηκωμούς με είχε συνεπάρει. Για το 1821 μιλάω. Τελικά βρήκαμε κάπου να κάτσουμε για φαί. Παραγγείλαμε αρνί, χοιρινό, σαλάτα και πατάτες τηγανητές. Το κρασί, χύμα, παραδόξως δε με χάλασε. Είκοσι ψωροευρώ το κεφάλι. Τότε ήτανε που τηλεφώνησα στο Μανώλη. Ήθελα να τού μιλήσω. Ήθελα πολύ ν΄ ακούσω τη φωνή του. Εκεί, στη ταβέρνα, ήμουνα ακόμα σαν τού τηλεφώνησα. Είπαμε για τη γυναίκα, τα παιδιά, πως υγιαίνουμε, και ανταλλάξαμε ευχές. Αυτά που λένε οι άνθρωποι. Τον ρώτησα και για το Καλοκαιράκι που θα έρθει.  Όποτε μιλάω με τον Μανώλη θυμάμαι το Καλοκαιράκι. Μετά το φαί κάναμε βόλτα. Να χωνέψουμε. Το καλντερίμι ήταν ανηφορικό. Γλιστρούσε. Κάναμε βόλτα πιασμένοι αγκαζέ. Βγάλαμε και φωτογραφίες να μείνει κάτι. Πιάσαμε κουβέντα.  Τής είπα  "Θέλω να ήμαστε όπως παλιά".  Μού είπε  "Δε γίνεται".  Μετά αλλάξαμε κουβέντα. Θυμάμαι αυτή για τη γραφικότητα τού χωριού. Και την άλλη για την ομορφιά τής φύσης. Τελευταίο συμφωνήσαμε να γλυκαθούμε. Άλλο κάτι δεν κάναμε. Πήραμε το δρόμο του γυρισμού πριν νυχτώσει. Να προλάβουμε. Τελικά μάς πρόλαβε η νύχτα.



18/12           TO ΚΟΥΡΙΕΡ

Ήρθε! Το περίμενα πως και πως. Πολύ καιρό. Κάθε τόσο τού τηλεφωνούσα  "Τι τρέχει;"   Είχαμε γνωριστεί. Μια ευγενική γυναικεία φωνή μού απαντούσε "Ήξερα πως θα τηλεφωνούσατε…"   Εγώ εκεί, το βιολί μου  "Τι τρέχει; Ξέρετε ανησυχώ…"  "Μην ανησυχείτε…  Δεν τρέχει κάτι, όλα είναι υπό έλεγχο"  με διαβεβαίωνε.  "Όταν με καθησυχάζετε ανησυχώ περισσότερο…"  τής έλεγα        "…Ανησυχώ μήπως οι παραδόσεις έχουν σταματήσει."   "Έχουν σταματήσει;"  απορούσε.  "Οριστικά εννοώ"  διευκρίνιζα. Έτσι πάντα πήγαινε η κουβέντα μας. " Υπομονή θα έρθει…" επαναλάμβανε στερεότυπα  "…Δώστε μου παρακαλώ ένα λεπτάκι να δω την πορεία τής παραγγελίας σας."   Στην άλλη άκρη της γραμμής κάθε φορά έμπαινε ο ίδιος μελαγχολικός σκοπός  "…Θα έρθει" επιβεβαίωνε. Κι΄ εγώ περίμενα. Περίμενα κοντεύοντας να ξεχάσω τι περιμένω. Στην αρχή πίστευα πως για τη καθυστέρηση έφταιγε ο κωρονοϊός. Έτσι μού είχανε πει. Και πάντως κάτι ανεξάρτητο από τη θέλησή μου. Μετά συνήθισα να περιμένω. Τόσο που άρχισα να αμφιβάλω αν υπήρξε καν καθυστέρηση.  Μέχρι που χτύπησε το κουδούνι. "Είσαστε εσείς;"  με ρώτησε.    "Υποθέτω…" απάντησα. Μού ζήτησε ταυτότητα και πείστηκε. "Υπογράψτε εδώ". Έβαλα φαρδιά πλατιά την υπογραφή μου.  "Ορίστε" μού είπε. Μού είπε και το πήρα στα χέρια μου. Το κοίταξα με πόθο και το φίλησα  "Χρόνια σε περίμενα μα ξέρω πως τα χρόνια αυτά δεν πήγανε χαμένα περιμένοντας …"  Γύρισα στο κούριερ. " Τώρα είναι δικό μου!  Ευχαριστώ"  τού είπα.  "Ανοίξτε το πρώτα και μετά λέτε ευχαριστώ…" μού λέει. Είναι αλήθεια διέκρινα στα λόγια του κάτι απροσδιόριστο που με χάλαγε. Μα δεν έδωσα συνέχεια. Ξαναλέω  "Ευχαριστώ " και κλείνω την εξώπορτα. Ακούω να κατεβαίνει τη σκάλα. Μού φαίνεται πως σχολιάζει ειρωνικά. Το πιθανότερο όμως είναι ιδέα μου. Σαν πήγε στο καλό το ακούμπησα στο τραπέζι. Η χαρά μου δεν περιγράφεται. "Γιούπι! Γιούπι!  Ήρθε! Γιούπι! Ήρθε!"  Κάνω σα παιδάκι που τού έφερε δώρο ο Αη Βασίλης. Θέλω να με ακούσουνε όλοι. Μα δεν είναι κανένας σπίτι. Κανένας δε θα με ακούσει. Θέλω να μοιραστώ τη χαρά.  Θα ΄τανε καλύτερα να μοιραστώ τη χαρά. Σίγουρα καλύτερα. Και κάτι πρέπει να κάνω γι΄ αυτό. "Θα το γιορτάσω!" λέω.  Πηγαίνω κατευθείαν στη κουζίνα. Βγάζω από το ντουλάπι δύο κολονάτα. Κρυστάλλινα. Αυτά για τις ξεχωριστές στιγμές. Ανοίγω και μια μποτίλια κόκκινο κρασί. Τα γεμίζω. Τα τσουγκρίζω. Κάνω μία ευχή. "Να γεράσουμε μαζί"  λέω.  Είναι η πρώτη φορά που κάνω τέτοια θλιβερή ευχή μα την κάνω.  Κατεβάζω μονορούφι το ένα ποτήρι. Το άλλο μένει αμανάτι στο χέρι μου γεμάτο. Το ακουμπάω δίπλα του. Στο τραπέζι. Πλάι στο βάζο με τις μαργαρίτες. Κάθεται εκεί έτσι όπως το είχα αφήσει. Το ίδιο ποθητό. Με περιμένει. Περιμένει να τραβήξω τη μία άκρη τής κορδέλας. Να λυθεί ο φιόγκος και ν΄ ανοίξει. Πανεύκολο. Ένας εντυπωσιακός φιόγκος συγκρατεί το αμπαλάζ. Μια κίνησή μου αρκεί για ν΄ ανοίξει και φανερωθεί το περιεχόμενο. Γυμνό μπροστά τα μάτια μου. Ω θεέ μου μια κίνηση μόνο!  Μια γαμημένη κίνηση. Προς το παρόν αρκούμαι να το γδύνω με τα μάτια. Αφού όποτε θέλω το ανοίγω. Τώρα αν θέλω. Σε πέντε λεπτά. Λίγο αργότερα…  Όποτε θέλω. Τότε θυμάμαι πως η κοιλιά μου γουργουρίζει. Θέλω να τσιμπήσω κάτι. Αυτό το κούριερ  μού είχε πει  "Νωρίς το πρωί…" και μάς έπιασε καλό μεσημέρι ώσπου να  έρθει. "Θα τσιμπήσω" λέω. Πρεμούρα δεν υπήρχε. Εκεί ήτανε και με περίμενε. Είχα πια συμφιλιωθεί με το χαρμόσυνο γεγονός. Τίποτα μα τίποτα απολύτως δε μπορούσε να το αλλάξει. Και η ζωή μου έμοιαζε αλλιώτικη. Δεν είναι ωραίο να σε περιμένει αυτό πού ποθείς; Να μπορείς να το έχεις όποτε θελήσεις; Κι΄ έπειτα να μην έχεις να δώσεις λογαριασμό σε κανένα;   "Τι είναι αυτό;" με ρωτάει η γυναίκα μου.  "Δικό μου. Το ΄φερε το κούριερ"  λέω.  "Εντάξει δικό σου… Τι είναι;"   "Κάτι δικό μου…"  Σα να πασχίζω να προσδώσω αχλή μυστηρίου σε κάτι που βρίσκεται ολοφάνερο μπροστά στα μάτια της.  "Τελικά το κούριερ είναι το μέλλον!"  λέω   "…Κάθεσαι αναπαυτικά στο σπιτάκι σου και σού έρχεται…"   "Κατάλαβα… Παράγγειλες το λούτρινο αρκουδάκι! Έχεις ξεμωραθεί εντελώς…"   Δεν απαντάω.  "Δε θα το ανοίξεις;"  με ρωτάει.  "Υπάρχει λόγος;" κάνω.  "Δεν έχεις περιέργεια να δεις τι είναι;" με ξαναρωτάει.  "Ξέρω!"  λέω. Τη βλέπω που πηγαίνει στο τραπέζι. Αρχίζει να το περιεργάζεται. "Ωραίος φιόγκος!… Δε γράφει κάτι απ΄ έξω…" λέει. Ύστερα το πιάνει στα χέρια της. Αρχίζει να το ζουπάει μπας και καταλάβει.   "Μη το ζουπάς, θα μού το κατσιάσεις…"  τής λέω. " Είμαι περίεργη… Μαλακούλι φαίνεται".  Έρχομαι πίσω της. Προσπαθούμε να μαντέψουμε μαζί. Φοράει ακόμα το μπουφάν της. Περνάω το χέρι μου μέσα στο μπουφάν, κάτω από το δικό της και την αγκαλιάζω.  "Μαλακούλι όπως εσύ…" κάνω.  "Έλα, άσε αυτά που ξέρεις… Θέλεις να έχεις μυστικά από μένα;" λέει.  "Θέλω να τσιμπήσω κάτι… Πείνασα… Ξεροστάλιασα περιμένοντας… Ετοιμαζόμουνα να τσιμπήσω κάτι" λέω. "Να δεις θα ναι πουλοβεράκι που δεν έχεις  ούτε ένα. Ή φορμίτσα για τη γυμναστική σου. Μήπως εκείνο το παντελονάκι λουζ φιτ που ζαχάρωνες;  Ή κάνα ζευγάρι καστόρινα μπορντό παπουτσάκια πού τόσο πολύ σού λείπουν;…"  Επιμένει να μάθει. "Μη σκοτουριάζεσαι αγάπη μου!  Ό, τι θέλει να ΄ναι  ας είναι. Καλοδεχούμενο!   Όλα μού χρειάζονται…"  τής λέω.




7/12            ΟΤΑΝ Ο ΟΡΦΕΑΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΗΝ ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Όταν ο Ορφέας συνάντησε την Ευρυδίκη ήτανε ήδη αργά. Κοραή, Σαββατόβραδο, έξω από το Άστυ. Μετά την τελευταία προβολή. Είχε βρέξει. Εκείνη τη στιγμή δεν έβρεχε. Στο βρεγμένο πλακόστρωτο καθρεφτίζονταν τα χρώματα της νύχτας. Ο Ορφέας είχε περασμένη στον ώμο του τη θήκη με τη κιθάρα. Η Ευρυδίκη είχε ριγμένη στη πλάτη μια εσάρπα στο κόκκινο της φωτιάς. Τα μαλλιά της κάνανε πλεξούδες με το νοτιά. "Σού άρεσε;" τη ρώτησε ο Ορφέας. "Εσένα;" τού απάντησε εκείνη. "Είσαι πολύ όμορφη" είπε ο Ορφέας. Τη φωνή του κάλυψε ο θόρυβος από μια τρύπια εξάτμιση. Η Ευρυδίκη έψαξε τη τσάντα της. Είπε "Ξέμεινα από τσιγάρα". "Πάμε μαζί μέχρι το περίπτερο;…"  Η Ευρυδίκη σα να μη τον άκουσε  "…Πάμε στο Μπλακ Ντακ για ένα ποτό; Στο Μπλακ Ντακ δεν θα πέφτει καρφίτσα. Θα  χαθούμε στο κόσμο και δε θα μάς βρίσκει κανείς. Εσύ κι΄ εγώ" είπε ο Ορφέας. "Είναι αργά" τού λέει εκείνη.  Προχωράει λίγα βήματα. Ο Ορφέας την ακολουθεί. Ακουμπάει το χέρι του στον ώμο της. "Λάθος δρόμο… Από δω καλύτερα να πάμε" λέει. Η Ευρυδίκη κοντοστέκεται. Γυρίζει προς το μέρος του. "Είναι αργά Ορφέα. Δεν καταλαβαίνεις; Είναι πια αργά" τού λέει.  Κοιτάζει το φωτισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο στη βιτρίνα. Ο Ορφέας κοιτάζει το δέντρο στα μάτια της. "Πρέπει να πάρω τσιγάρα" τού λέει η Ευρυδίκη. "Θα ΄ναι ανοιχτό το περίπτερο στο Σύνταγμα"  τής λέει. Ο Ορφέας θέλει να πάνε μαζί στο περίπτερο. Θέλει να πάνε μαζί για να τής πει "Τόσο καιρό μακριά σου να ΄ξερες πόσο μού λείπεις".  Θέλει ν΄ ακούσει από τα χείλια της  "Κι΄ εμένα μού λείπεις". Και μετά να την αγκαλιάσει. Να μείνουνε αγκαλιασμένοι μέχρι το ξημέρωμα. Εκεί, στη μέση της πόλης. Και με τη πρώτη ηλιαχτίδα να βγάλει τη κιθάρα και να τής παίξει το ωραιότερο τραγούδι που έχει ποτέ φανταστεί. Θέλει… Θέλει μα διστάζει. Η Ευρυδίκη διαβάζει τη σκέψη του και χαμογελάει.  "Έλα Ορφέα, άσε τις σαχλαμάρες! Πεθαμένη γυναίκα είμαι…"  Τότε είναι που σκάει μύτη η Περσεφόνη. Η Περσεφόνη ζαχαρώνει τον Ορφέα. Η Ευρυδίκη το ξέρει. "Θα παίξεις κάτι Ορφέα;" λέει η Περσεφόνη. Ο Ορφέας δείχνει απρόθυμος. "…Ένα παλιό σκοπό… Σα ψέμα γλυκό… Απ΄ αυτά που μόνο τα μαγικά σου δάχτυλα ξέρουν να τα κάνουν αληθινά" επιμένει. Ο Ορφέας ενδίδει. Βγάζει την κιθάρα από τη θήκη. Γρατζουνάει δυο φάλτσες νότες και σταματάει. "Είναι ξεκούρδιστη" κάνει. Η Περσεφόνη ισχυρίζεται πως έτσι τής αρέσει. Ζητάει κι΄ άλλο. Θέλει επίμονα κι΄ άλλο. Ο Ορφέας δείχνει να κολακεύεται. "Τι θα μού υποσχεθείς;" τής λέει. Η Ευρυδίκη ζηλεύει. "Αυτή η τσούλα τον φλερτάρει ασύστολα…"  σκέφτεται. Θέλει να τού το πει μα δεν τού το λέει. Θέλει να φύγει μα δε φεύγει. Θέλει ν΄ ανοίξει η γη να τη καταπιεί, τώρα λαχταράει να γυρίσει μια ώρα αρχύτερα στο κάτω κόσμο, μα η γη δεν ανοίγει. Όταν παίρνει απόφαση να κάνει κάτι, λέει "Είναι αργά… Εγώ σάς αφήνω…"  Πάει να φύγει.  Ο Ορφέας είναι απαρηγόρητος. Τής κρατάει σφιχτά το χέρι. Η Περσεφόνη το βλέπει. Το βλέπει και έκπληκτη τάχατες απορεί. "Είναι αργά; Τέτοια ώρα αργά; Τώρα ξεκινάει να ζει ο κόσμος!" λέει με νόημα. Μετά γυρίζει στον Ορφέα. "Παίξε κάτι Ορφέα. Έλα παίξε μας κάτι. Βαρέθηκε το κορίτσι σου…"  Η Ευρυδίκη κοιτάζει τον Ορφέα στα μάτια. "Θυμάσαι το I΄ll see you in my dreams;" τον ρωτάει



1/12           ΤΟ ΠΙΟ ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ

Ο Χουάν Σεμπαστιάν ή απλώς Γιάννης, Γιαννάκης για τους κολλητούς του, Ελκάνο ή Ντελκάνο,  ήτανε, λένε κάποιοι, ο πρώτος που έφερε μια γύρα τον κόσμο. Λένε καίτοι αυτό δεν είναι καθόλου βέβαιο. Το μόνο βέβαιο πως ο περί ου ο λόγος πρώτος ψυλλιάστηκε πως τα κατάφερε και καμάρωνε σα  γύφτικο σκεπάρνι για το κατόρθωμά του. Εγώ πάντως όλους αυτούς (που λένε) τούς πιστεύω. Από καταβολής ανθρώπου μέχρι σήμερα πολλοί φέρνανε γύρα. Άλλος με λιακάδα, άλλος με φεγγαρόφωτο, άλλος στη θάλασσα, άλλος στα κατσάβραχα, αγκαζέ ή κατά μόνας… όπου και όπως ήθελε ο καθένας ξεπόρτιζε. Μα όλοι το κρατούσανε για πάρτη τους. Τούτος ήτανε ο πρώτος που σα γύρισε στη πατρίδα το έκανε βούκινο και το έμαθε ακόμα και η κουτσή Μαρία! Βέβαια, ως συμβαίνει συνήθως, κάποιοι τον πίστεψαν, κάποιοι όχι. Κάποιοι ακόμα και σήμερα, πεντακόσια χρόνια από εκείνη την πρώτη γύρα τού κόσμου, δεν τον πιστεύουν. Αρνούνται το σαξές στόρι και ισχυρίζονται πως όλοι, τού Γιάννη μη εξαιρουμένου, συνεχώς γύρους κάνουν σα το σκύλο που κυνηγάει την ουρά του, ή ακόμα χειρότερα μέσα στη καλή χαρά, σα στη ρόδα του λούνα παρκ. Κάποια στιγμή, λένε, το γύρω γύρω μάς χαλάει, στη καλύτερη σκυλοβαριόμαστε, και σταματάμε. Μπορεί να έχουν δίκιο. Σκύλος δεν είμαι να ξέρω, μα όσο για τη ρόδα, εγώ τη βρίσκω στο λούνα παρκ, δε με ζαλίζει. Κι΄ όποτε βαριέμαι, και βαριέμαι συχνά, κάθομαι παράμερα, απλώνω την αρίδα μου και τη χαζεύω να γυρίζει -η καλύτερή μου!  "Πώς πέρασαν τα χρόνια! Πεντακόσια χρόνια τη χαζεύω να γυρίζει… νισάφι πια!" μού λέει ο Φρανθίσκο  Άλμπο. Ποιος είναι τούτος; Μη σάς ξεγελάει το φραγκολεβαντίνικο όνομα. Βέρος Έλληνας είναι, Χιώτης. Φτωχόπαιδο από μικρός στα καράβια. Όταν κάποτε για τα μάτια μιας μικρής ξεμπάρκαρε στη Σεβίλλη έφερε το όνομά του στο Σπανιόλικο να μη χτυπάει για ξένος. Τότε ήτανε που γνώρισε τον Γιάννη και γίνανε κολλητοί. Μα τον τραβούσε η μεγάλη του αγάπη η θάλασσα και δεν άργησε να μπαρκάρει ξανά. Τον πήρε πιλότο στο "Βικτώρια" ο κολλητός του πού στο μεταξύ είχε γίνει καπετάνιος. Ο πιλότος τότε ήτανε το δεξί χέρι τού καπετάνιου: Προσδιόριζε τη θέση τού πλεούμενου, χάραζε τη ρότα του, τσέκαρε αν πήγαινε σωστά… Όλα αυτά ολομόναχος μ΄ ένα δυό ψωροόργανα. Τι τού απόμενε για συντροφιά; Τα άστρα. Τα άστρα και τα θαλασσοπούλια. Κι΄ όταν το πλεούμενο φούνταρε κάποτε στα βράχια αυτός ήτανε υπεύθυνος. Ζόρικη δουλειά σας λέω, όχι όπως σήμερα που όλα αυτά φαίνονται παιχνιδάκι… Γνώρισα τον Άλμπο τυχαία στην Ηρακλειδών σε μια έκθεση, "Το πιο μακρύ ταξίδι", όπου σκότωνα την ώρα μου. Δυό κι΄ο κούκος ήμασταν. Με είδε και με πλησίασε. Ψόφαγε για κουβέντα. "Τι είναι αυτό που σε τραβάει σ΄ αυτή την ιστορία;"  με ρώτησε. Περίμενε, υποθέτω, να τού απαντήσω "το ταξίδι", "το άγνωστο",  "ο έρωτάς μου για τη θάλασσα", "οι μεγάλες συγκινήσεις", "το μυθικό Ελντοράντο", "το όνειρο" κι΄ άλλα τέτοια βαρετά και χιλιοειπωμένα. Δε θυμάμαι να τού απάντησα. Θυμάμαι μόνο πως έξω είχε μια μέρα να τη πιεις στο ποτήρι. "Πάμε μια βόλτα στο κόσμο όπως τότε;" τού πρότεινα στη ψύχρα. Και πήγαμε. Ανηφορίσαμε την Αποστόλου Παύλου και φέραμε γύρα τον ιστορικό περίπατο συζητώντας. " Με τον Γιαννάκη χαθήκαμε…"  μού είπε κάποια στιγμή." …Θα τον πάρω κάνα τηλέφωνο να βρεθούμε, τον έχω πεθυμήσει…"


 

15/11           ΤΙΠΟΤΑ ΠΙΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟ

Ένα σκύλο αγάπησα κι΄ εγώ στη ζωή μου και τον έχασα. Απόμεινε αμανάτι στα χέρια μου μια φωτογραφία του. Κοιτάζω τη φωτογραφία του. Δείχνει γερασμένος.   Η γυναίκα μου συμφωνεί.  "Ξέρεις πόσα χρόνια ζούνε τα σκυλιά;" την ρωτάω. Το γκουγκλάρει να βρει μία απάντηση.  "Εγώ πάντως αλλιώς τον φαντάζομαι σήμερα…"  τής λέω.   "Ξέρω… Νέο… Ποθητό… Συνεχώς ερωτευμένο…" κάνει ενώ ψάχνει. "Γιατί όχι; Προχτές, τον είδα, κόρταρε τη Μαρίκα στον παρακάτω δρόμο. Με τη Χιονάτη το Καλοκαίρι είχε φτιάξει κατάσταση…" επιμένω.  "Το πολύ δεκατρία χρόνια γράφει εδώ"  μού λέει.  "Γρουσούζικο νούμερο… Έτσι εξηγείται: Εγώ τού χάρισα την καρδιά μου κι΄ εκείνος έφυγε…" τής λέω.  Δείχνει να εκπλήσσεται. "Γιατί, ποιος σού είπε ότι έφυγε; Εγώ τον είδα. Στο σπιτάκι του ήτανε. Εκεί που ήτανε, εκεί εξακολουθεί να είναι".  "Ο Λέλος… Ο Λέλος μού το είπε" λέω. Κοιτάζω πάλι τη φωτογραφία. Πόσο μού λείπει!  Ο Λέλος. ο κολλητός του, για να το λέει κάτι θα ξέρει. Μα δε θέλω να το πιστέψω. Έκλεψε τη καρδιά μου κι΄ ύστερα έφυγε; Κι΄ ούτε ένα μήνυμα; Ένα σινιάλο; Ένα στεγνό  "αντίο"  έστω; Έτσι χωρίζουν δυό καρδιές; Ας μού το έλεγε καλύτερα στα ίσα. "Θα φύγω γιατί σε βαρέθηκα!" να μού πει.  "Βαρέθηκα τις καταθλιπτικές ιστορίες σου. Βαρέθηκα την αφόρητη αγάπη σου βρε αδερφέ! Θέλω να φύγω να βρω κάποιον άλλο. Να ερωτευτώ  ξανά. Θέλω να ρουφήξω τη ζωή ως το μεδούλι!…" Έτσι, νέτα σκέτα, έτσι να μού πει.  "Είπε!"  μού λέει ο Λέλος. Τον ακούω και ηλεκτρικό ρεύμα διαπερνά απ΄ άκρου εις άκρο το κορμί μου. "Τι είπε Λέλο;" τον ρωτάω. Η καρδιά μου κοντεύει να σπάσει. "Θα πήγαινε κατά θάλασσα μεριά, έτσι είπε…" μού λέει και σταματάει σα να θέλει κάτι να θυμηθεί. Μετά ξαπλώνει ανάσκελα, ανοίγει διάπλατα τα πίσω πόδια και γλύφει τον πισινό του. Μετά συνεχίζει "…Το άλλο που είπε δε θέλω να σού το πω… Μού ζήτησε να μη το πω σε κανένα".  "Πες μου Λέλο, πες μου σε παρακαλώ! Μη με κρατάς άλλο σε αγωνία… Σε ικετεύω!" εγώ.  Ο Λέλος διστάζει να μιλήσει. "Πες μου Λέλο… Εντάξει, έφυγε και σού ζήτησε να μη μού πεις… Μα πες μου τουλάχιστον: Ήτανε χαρούμενος;"   "Χαρούμενος ο Στεναχωρημένος;" κάνει ο Λέλος. "Έλα Λέλο… Πες μου! Δεν είναι ώρα αυτή γι΄ αστειάκια…"   "Σε αγαπάει"  λέει ο Λέλος  "…Ο Στεναχωρημένος μού είπε ότι έφυγε γιατί σε αγαπάει".   "Και τότε γιατί έφυγε;" τον ρωτάω.  "Δεν ξέρω… Αυτό δεν μού το είπε, ούτε τον ρώτησα. Αν ήθελε να μού το πει θα το έλεγε από μόνος του…" κάνει ο Λέλος. Μετά σηκώνεται βαρύς, γυρίζει τη πλάτη και πηγαίνει με την ουρά κατεβασμένη. Τον παρατηρώ καθώς απομακρύνεται. Είναι σα και μένα στεναχωρημένος που έχασε τον φίλο του. Τον αφήνω και γυρίζω σπίτι. "Τον βρήκες;" με ρωτάει η γυναίκα μου.  "Όχι" κάνω και κλείνομαι στο γραφείο μου. Βγάζω τη φωτογραφία του από το συρτάρι. "Δε θα μπορούσα να διανοηθώ πως θα αγαπούσα ποτέ ένα σκύλο. Μα όταν τα κατάφερα και σ΄ αγάπησα, τότε μόνο,  κατάλαβα πως δε θα μπορούσα να αγαπήσω ποτέ άλλο σκύλο όσο αγάπησα εσένα" τού λέω. Και αρχίζω να χτυπάω με μανία το πληκτρολόγιο σα να θέλω να το σπάσω. Η γυναίκα μου ανοίγει την πόρτα και μπαίνει στο γραφείο. Σκύβει και με φιλάει. "Είσαι καλά;… Μη στεναχωριέσαι…" μού λέει. Σηκώνω τα μάτια μου από το γυαλί. "Είμαι καλά…" τής λέω "…αύριο να δεις θα είμαι καλύτερα".  "Θέλεις ν΄ ακούσεις ένα ευχάριστο;" μού λέει. Την ακούω μα δε μπορώ να φανταστώ τίποτα πιο ευχάριστο από το να γράψω άλλη μία καταθλιπτική ιστορία σαν αυτή που γράφω.  "…Τον βρήκανε!"  λέει.  "…Και δεν είναι αυτός που νομίζεις.  Δεν είναι σκύλος ούτε τον λένε Στεναχωρημένο. Ο γείτονας μού είπε ότι είναι σκυλίτσα και τη φωνάζουν Σάντι!"   "Μη μού πεις!"  κάνω. Κοντεύω να κατουρηθώ από τη χαρά μου. Παρατάω την ιστορία στη μέση.  Σηκώνομαι. "…Πρέπει να προλάβω!"  τής λέω και αρχίζω να τρέχω. Τα πόδια μου έχουν βγάλει φτερά. Τρέχω, τρέχω… Τρέχω σα τρελός. Τρέχω κατά θάλασσα μεριά. Τρέχω να τη φτάσω. Και τη φτάνω. "Συγχώρεσέ με αγάπη μου, στο ορκίζομαι πως δε θα σ΄ αφήσω ποτέ ξανά. Τώρα που σε βρήκα τίποτα δεν μπορεί να μάς χωρίσει" τής λέω. Τής λέω και με κοιτάζει. Με κοιτάζει αμίλητη και βουτάει στην απέραντη θάλασσα. 



2/11           ΑΡΡΩΣΤΟ ΦΩΣ

Ήθελα βοήθεια. Και πήγα. Δεν άντεχα να τα βαστάω άλλο μέσα μου. Τα βασικά είχα μάθει παπαγαλία. Στα υπόλοιπα αυτοσχεδίαζα. Έλεγα κάνοντας μικρές παραλλαγές. Μικρές παραλλαγές στο ίδιο θέμα. Μού άρεσε έτσι. Μού άρεσε διαφορετικά. Διαφορετικά ένοιωθα μιαν ανακούφιση. Ειδάλλως τι γούστο είχε;

Πήγα μετά τη δουλειά. Πριν πάω τα έστρωσα ανοιχτά τραπουλόχαρτα στο τραπέζι. Να ξέρω τι θα πω. Να μη πάει λέξη χαμένη. Δεν ήθελα να πάει ούτε μία λέξη χαμένη. Σκέφτηκα πως δε θα είχα απεριόριστο χρόνο στη διάθεσή μου. Έπρεπε να βιαστώ. Δίχως όμως να χάσω πάλι τα λόγια μου. Ή να τα μπουρδουκλώσω. Δεν ήθελα να τα κάνω ακόμα μια φορά μαντάρα. Έπρεπε και να βιαστώ και να τού έδινα τού ανθρώπου να καταλάβει. "Θέλω να καταλάβω. Να τα καταλάβω όλα από την αρχή…"  έτσι τού είπα δίχως άλλο με το καλησπέρα. Έτσι να έκανα το χέρι μου θα την έφτανα. Θα την έσφιγγα στην αγκαλιά μου να μη τη χάσω. Μα κάθε στιγμή ένοιωθα να φεύγει ολοένα και περισσότερο μακριά μου. Να γλιστράει η ευτυχία χαλί κάτω απ΄ τα πόδια μου. Ένας φίλος το κατάλαβε και μού είπε να πάω. "Ξέρω τον Γ.Β. Μπορεί να σε βοηθήσει". Τον άκουσα. Δε θέλησα διευκρινίσεις. Έτσι μού είπε και πήγα. Χτύπησα το κουδούνι. Η εξώπορτα άνοιξε μόνη της. Καλό σημάδι! σκέφτηκα και μπήκα. Ήταν ένα διαμέρισμα. Με την πατίνα μιας αρχοντιάς παλιακής. Στο σαλόνι περίμεναν δύο. Και οι δύο άντρες. Κρατούσαν αποστάσεις. Το ίδιο έκανα κι΄ εγώ.  Είπα ένα μαγκωμένο  "γεια". "Μη χολοσκάς… Θα δώσει σημάδι ζωής…" άκουσα τον ένα. "Κάθε πράμα στο καιρό του…"  τον άλλο. Είχα καθίσει όταν μια γυναίκα με πλησίασε. Μάλλον βγήκε από το δίπλα δωμάτιο. Άνοιξε μια πόρτα κλειστή και βγήκε. Δεν πρόσεξα. Εκείνη τη στιγμή χάζευα στο κινητό μου. "Έχετε ραντεβού;"  άκουσα να ρωτάει. "Ραντεβού… Εγώ;…"  έκανα ασυναίσθητα. Πήρα τα μάτια μου από το κινητό. Σήκωσα το κεφάλι και την κοίταξα. Ήτανε γύρω στα πενήντα με μαλλιά βαμμένα καστανά, κοντό καρέ. Καλοστεκούμενη. "…Εμένα ρωτάτε;"  Έσκασε χαμόγελο. "Εσάς!" είπε. "Εγώ ραντεβού όχι… Έχουμε καιρό να μιλήσουμε"  απάντησα. "Αυτό είναι πρόβλημα… Χρειάζεται ραντεβού…"  είπε   "…Να ξέρετε θα αργήσει… Θα πρέπει να περιμένετε να τελειώσουν οι κύριοι πριν από εσάς".  Θα περίμενα έτσι κι΄ αλλιώς. Σάμπως είχα κάτι καλύτερο να κάνω; Αυτή τη φορά πρόσεξα.  Η γυναίκα άνοιξε μια δίφυλλη συρόμενη πόρτα με φιμέ τζάμι. Άκουσα μέσα τη φωνή τού Γ.Β.  Κάτι έλεγε. "Ο καιρός όλα τα γιατρεύει"  ξεχώρισα μα και γι΄ αυτό δεν είμαι σίγουρος. Ακολούθησε ησυχία. Έπειτα κάτι ειπώθηκε τόσο χαμηλόφωνα που ήταν αδύνατο να ξεχωρίσω. "Δες τη φάτσα σου στο καθρέφτη… Είναι χάλια!" μάλλον ξέσπασε ο Γ.Β. Έπειτα η γυναίκα έκλεισε τη τζαμόπορτα.  Την πρώτη φορά που πήγα ένοιωσα καλύτερα. Ίσως γιατί την πρώτη φορά κράτησα πισινή και δεν τα είπα όλα. Με υποδέχτηκε ζεστά. "Νομίζω πως μπορώ να σε βοηθήσω…" είπε. Ήμουνα έτοιμος να τον ευχαριστήσω προκαταβολικά. Με πρόλαβε. "…Αρκεί να θέλεις να βοηθήσεις κι΄ εσύ τον εαυτό σου".  Ώ θε μου! Πάλι τα ίδια; είπα από μέσα μου. Από τη μία βέβαια αυτό μού φάνηκε απόλυτα λογικό. Από την άλλη με χάλασε. Αν δεν ήθελα θα ήμουνα εκεί; Τη δεύτερη φορά τα ξεφούρνισα όλα. Δε λέω, τα άκουσε ο χριστιανός με προσοχή. Διέγνωσε πως τίποτα δεν έχει τελειώσει. Θυμάμαι επί λέξει τα λόγια του "Τίποτα δεν τέλειωσε που να ΄χει τελειώσει". Ύστερα θυμάμαι σηκώθηκε από το γραφείο και με χτύπησε καθησυχαστικά στη πλάτη. Είπε "Όλα θα πάνε καλά"…  Ο ένας πριν από μένα κάποτε μπήκε. Η γυναίκα έκλεισε τη πόρτα. Η φιγούρα της διαγράφονταν θολή ακόμα πίσω από το τζάμι. Πριν χαθεί μού φάνηκε σα να κοντοστάθηκε. Έμεινα μόνος με τον άλλο. Πάλι δύο είμαστε. Αυτή τη φορά εγώ και εκείνος. Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν στιγμιαία. Εκείνος αξύριστος, ατημέλητος, με κύκλους κάτω απ΄ τα μάτια… απέπνεε μιαν αύρα παραίτησης. Παρατήρησα τα χέρια του έτρεμαν. " Είσαι άρρωστος…" τού είπα. Τού είπα έτσι και γύρισα το κεφάλι μου αλλού. Αλλού, δίχως να τον χάσω στιγμή από τα μάτια μου. Είδα πως σηκώθηκε από τη θέση του. Στάθηκε όρθιος κάνοντας βήμα σημειωτόν στο παρκέ. Νόμιζα πως ήθελε να ξεμουδιάσει. "Ξεκόλλα!… Ξεκόλλα επιτέλους μαλάκα!"  άρχισε. Έτσι άρχισε να λέει. Με κάθε  "ξεκόλλα" που επαναλάμβανε έριχνε από ένα χαστούκι στο κάθε μάγουλο. Χαστούκι το χαστούκι  έφερε μια γύρα το σαλόνι. Μετά ήρθε προς το μέρος μου. Ήρθε διστακτικά και κάθισε δίπλα μου με μισό κωλομέρι." Επιτρέπεται;…" είπε. Έκανα πως δεν άκουσα. Δεν είχα όρεξη για κουβέντα. "…Πρώτη φορά εδώ;…" Δεν απάντησα.  "…Λένε πως είναι καλός… Πολύ καλός! Κάνει θαύματα! Έτσι λένε…"  Ούτε τώρα απάντησα. Εκείνος ακάθεκτος το βιολί του. "…Ερωτικό τσουνάμι και εσείς;" με ρωτάει. Με ρωτάει εμπιστευτικά. Σάμπως μη θέλει να μας ακούσουν οι άλλοι που δεν υπήρχαν… Σάμπως εγώ είχα καμιά ανάγκη να τού πω!  Ό,τι είχα να πω θα το έλεγα στον Γ.Β. Έπειτα το είχα πάρει απόφαση από δω και πέρα να νταραβερίζομαι υγιείς. Μόνο υγιείς! Υγιείς για το δικό μου καλό. Τον είδα βούρκωσε. Σκούπισε με ανάστροφη παλάμη ένα δάκρυ που κυλούσε αργά στο κοκκινισμένο από τα χαστούκια μάγουλό του. "Είναι ταξίδι…"  τού λέω  "…πάει καιρός τώρα που ΄χει φύγει μα θα γυρίσει… Να ΄ξερες και μένα πόσο μού λείπει!" τού λέω. Δεν είπα τίποτ΄ άλλο. 

Συνέχιζα να κοιτάζω αλλού. Τώρα έβλεπα την μπαλκονόπορτα. Από τα μισοκατεβασμένα στόρια έμπαινε άρρωστο φως. Υπολόγισα πως σε λίγο θα νύχτωνε. Σκέφτηκα ότι θα μ΄ έπιανε η νύχτα και είχα μέλλον ακόμα εδώ…  Σε λίγο η γυναίκα θα άνοιγε τη τζαμόπορτα. Θα έμπαινε στο σαλόνι και θα άναβε το πορτατίφ. Σε εκείνον θα έλεγε "Περάστε…"  Σε μένα θα έλεγε  "Λίγο υπομονή ακόμα… Αυτά θέλουν το χρόνο τους…"  Όλα αυτά με άψογο επαγγελματικό χαμόγελο. Έπειτα θα με περίμενε η γυναίκα μου σπίτι. Θα με ρωτούσε γιατί άργησα. Θα τής έλεγα. Θα τσιμπάγαμε μαζί κάτι ελαφρύ στη κουζίνα και μετά θα ξεραινόμασταν στον καναπέ μπροστά στη τι βι.



19/10           ΚΑΤΙ ΑΣΗΜΑΝΤΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΕΣ

Μετά από μαραθώνια ανταλλαγή μηνυμάτων που τη βαφτίσαμε "πολιτισμένη συζήτηση" είπαμε να συνεχίσουμε ζωντανά κάπου στο κέντρο. Βρεθήκαμε και πήραμε τούς δρόμους συζητώντας ό,τι είχε απομείνει. Λέγε λέγε πέρασε η ώρα χωρίς να το καταλάβουμε. Όταν το καταλάβαμε είχαμε ήδη ξεροσταλιάσει. "Να κάτσουμε να πιούμε κάτι;" πρότεινα. Κοντοστάθηκε σα να σκεφτόταν. "Προτιμώ να πάμε σπίτι" είπε.  "Να βρέξουμε λίγο τα χείλια μας… με τα πολλά στεγνώσανε…"  επέμεινα. Έπιασα το χέρι της  "…Έλα πάμε"  είπα και περίμενα. Περίμενα ότι θα επιμείνει και εκείνη. Δεν επέμεινε και καταλήξαμε σ΄ ένα καφέ στον πεζόδρομο της Ηπίτου. Εκείνη πήρε έναν καπουτσίνο μονό, μέτριο με καστανή ζάχαρη.  Εγώ ένα φυσικό χυμό πορτοκάλι χωρίς παγάκια -"χωρίς παγάκια" τόνισα στη σερβιτόρα. Είχε βγάλει ήλιο. Ο κόσμος κυκλοφορούσε ακόμα με κοντομάνικα. Μερικοί απλώς κρατούσανε μια ομπρέλα για κάθε ενδεχόμενο, νωρίς το πρωί ψιχάλιζε. Κάτω, στ΄ ανήλιαγα, ήτανε ακόμα βρεγμένα μα στέγνωναν κι΄ αυτά. "Χωρίς παγάκια;"  με ρώτησε η σερβιτόρα έκπληκτη λες και δεν πίστευε στ΄ αυτιά της. "Κάνει ψύχρα…" είπα. "Ζάχαρη θα σάς φέρω να βάλετε εσείς όση θέλετε" είπε σ΄ εκείνη και γύρισε τη πλάτη.  Τα μάτια μου έπεσαν στα οπίσθιά της που διαγράφονταν κάτω από το κολλητό τζιν. "Γιατί θέλεις να βασανίζεις τους ανθρώπους;" μού λέει. Την ακούω αλλά δεν έχω καμία όρεξη να ανοίξουμε πάλι την ίδια κουβέντα για να μού δώσει να καταλάβω. "Χτες είχε περισσότερη ψύχρα… Αν σήμερα ήταν όπως χτες θα τής έλεγα να τιγκάρει το ποτήρι μου παγάκια!" λέω. "Σού αρέσει;"  "Ποια;"  "Η σερβιτόρα" λέει. Κοιτάζω στο εσωτερικό του καφέ. Τη βλέπω. Τώρα βάζει μια δόση καφέ στη μηχανή, ασφαλίζει το χερούλι της μηχανής, μαζεύει και τη τελευταία σταγόνα, πετάει το κατακάθι, σκύβει, ανοίγει το ψυγείο, βγάζει από μέσα το κουτί με το γάλα, ρίχνει το γάλα σ΄ ένα μπρίκι, πλησιάζει το μπρίκι στη μηχανή, ακούω ένα παρατεταμένο σύριγμα κι ένα σύννεφο ατμού την καλύπτει. Γυρίζω και την κοιτάζω. "Θα μπορούσε να ΄ναι η κόρη μας…" τής λέω. Έτσι τής λέω μα δε με ακούει παρά χαζεύει τους μπάτσους. Τους μπάτσους στο πεζόδρομο να έχουνε πάρει το κατόπι έναν ταλαίπωρο που πιλαλεί. "Ακίνητος!  Ακίνητος ειδάλλως θα στην ανάψω!" τού φωνάζει ο ένας. "Ντεν έκανα κάτι κακό. Την αγαπάω!  Αλήθεια λέω, την αγαπάω! Την αγαπάω πολύ κύριε πόλισμαν!" λέει εκείνος. Οι μπάτσοι τον κουτουπώνουν, τού περνάνε βραχιόλια και χάνονται αλαμπρατσέτα στη γωνία. Σκέφτομαι πως, ώρα πολύ τώρα, θέλω να της πω κι΄ εγώ ότι την αγαπάω μα ακόμα δεν της το είπα. Έπειτα σκέφτομαι πως ποτέ δεν είναι αργά, μα ίσως θα ΄ναι καλύτερα να της το πω ιδιαιτέρως. Αποφασίζω να της το πω με τη πρώτη ευκαιρία. Θα τής το έλεγα κι΄ ας μην αποφάσιζα, την κατάλληλη στιγμή -ήμουνα σίγουρος- θα τής το έλεγα. "Είδες τι έπαθε ο ανθρωπάκος;" λέω. "Δεν έχει απομείνει τίποτα ερωτικό  σ΄ αυτή την πόλη…" λέει. "Ξέρεις ποιος ήτανε ο Ηπίτης;" την ρωτάω. "Εσύ ξέρεις;"  "Βασιλιάς της Αθήνας…"  λέω  "…Αυτός που ήτανε ερωτευμένος με δύο γυναίκες ταυτόχρονα, η μια ωραιότερη απ΄ την άλλη. Σ΄ αυτό το δρόμο είχανε φτιάξει ερωτική φωλιά. Εδώ  χαίρονταν τον έρωτά τους  μέχρι που ο μοχθηρός Δίας -που ζαχάρωνε και τις δύο- τον έπιασε στα πράσα και τον καταδίκασε στη πιο σκληρή τιμωρία: Να διαλέξει μία από τις δύο. Και σ΄ αυτή που θα διάλεγε να χάριζε την καρδιά του. Τότε εκείνος, παρά να διαλέξει, προτίμησε να κάνει τη καρδιά του πέτρα. Οι Αθηναίοι την ξερίζωσαν, έκαναν την πέτρα κομμάτια και με τα κομμάτια της καρδιάς του έστρωσαν πεζόδρομο. Τού έδωσαν και τ΄ όνομά του."   "Καλό!…" κάνει.  "…Από το κεφάλι σου το έβγαλες;" γέλασε. Συνέχισα να τής λέω. Τής είπα κι΄ άλλα για τον Ηπίτη. Μού είπε κι΄ εκείνη. Τη δικιά της ιστορία για τον Ηπίτη -είχαμε χρόνο, δεν υπήρχε βιασύνη. Είχαμε χρόνο και όλα πήγαιναν καλά: Ήμασταν μαζί, λέγαμε ιστορίες τής φαντασίας μας, ήταν ένα γλυκό Φθινοπωρινό πρωινό, τα κρύα του  Χειμώνα έμοιαζε να ΄ναι ακόμα μακριά, ήρθε και η παραγγελία μας -στον καπουτσίνο είδα ζωγραφισμένη μια καρδιά… μόνο τα πορτοκάλια μόλις είχανε τελειώσει και βολεύτηκα με μια γκαζόζα -μικρό το κακό. Κάτι ασήμαντες διαδικαστικές εκκρεμότητες είχαν  απομείνει στη ζωή μας να συζητήσουμε, ήτανε απλώς θέμα χρόνου να τις λύσουμε κι΄ αυτές." Πού είχαμε μείνει;"  την ρώτησα. Ρούφηξε μια τζούρα καφέ, άναψε τσιγάρο. Πριν συνεχίσουμε πέρασε από το μυαλό μου να της πω "αγκάλιασέ με…"  Ίσως κι΄ εκείνη να σκέφτονταν το ίδιο, δε μού είπε.

 



6/10           ΜΕ ΕΝΑΝ ΠΟΛΥ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΤΡΟΠΟ

Η βροχή είχε σταματήσει. Τώρα το φεγγαρόφωτο έλουζε τη λίμνη…  Ξύπνησα από τα μαύρα χαράματα. Προσπάθησα να ξανακοιμηθώ. Τελικά το πήρα απόφαση και σηκώθηκα. Έμεινα για λίγο στο κρεβάτι καθιστός. Τι είχα να κάνω; Ένα "γεια" μόνο. Να τής πω ένα "γεια". Να πήγαινα, καιγόμουνα να τής πω ένα "γεια". Τότε σκέφτηκα πως καλύτερα θα ήτανε να μη πάω. Εξάλλου δε με περίμενε. Σηκώθηκα και πήγα για κατούρημα. Πήρα τη μία από τις δύο οδοντόβουρτσες στο ποτήρι να πλύνω τα δόντια μου. Η άλλη έφυγε και έπεσε στο νιπτήρα. Τελευταίο έφυγε το ποτήρι. Έπεσε στο νιπτήρα κι΄ έγινε θρύψαλα. Ξύπνησε. "Τι κάνεις; Είσαι καλά;" "Τα κατάφερα… Έτσι όπως τα κατάφερα…" είπα.  " Αρκεί που είσαι εδώ, μαζί μου. Δε πα να σπάσουν όλα, δε με νοιάζει… " είπε. Ίσως κι΄ εμένα να μη με ένοιαζε. Είχαμε να βρεθούμε πάνω από χρόνο. Θυμόμουνα ακριβώς το σημείο όπου βρεθήκαμε για τελευταία φορά. Μόλις είχανε αρχίσει να σωριάζονται σαν τις μύγες οι κωρονοϊοπληγμένοι. "Ανησυχώ για σένα…"  μού είχε πει. Την αγκάλιασα. Η μοναδική φορά που την αγκάλιασα ήτανε τότε. Επειδή θα έφευγα. Θυμάμαι μέσα στη νύχτα… Πήρα χαρτί υγείας και μάζεψα τα θρύψαλα. "Μη περπατήσεις ξυπόλητη άμα σηκωθείς…" τής είπα. Πλάγιασα τις οδοντόβουρτσες τη μία δίπλα στην άλλη πάνω στο περβάζι και βγήκα από το μπάνιο σβήνοντας το φως. Τα μάτια της κωλοφωτιές στο σκοτάδι. Πήγα στο κρεβάτι και την φίλησα. "…Συγνώμη αγάπη μου, δεν το ήθελα".  "Δεν πειράζει… Τώρα πες μου όνειρα γλυκά και φύγε" μού είπε. Σκέφτηκα πως θα ΄πρεπε να ήμουνα ευτυχισμένος που είχα κάποιον να αγαπάω. Μετά πήρα την ομπρέλα μου και έφυγα. Καλύτερα θα ήτανε να μη πήγαινα και για έναν επιπλέον λόγο. Αυτόν τον λόγο που ζητούσα απεγνωσμένα να μάθω. Πέρασα όλη τη μέρα χαζολογώντας. Μεσημεράκι είχα φτάσει. Στο δρόμο είχε λιακάδα. Οι ουρανοί άνοιξαν με το που πάτησα το πόδι μου εδώ. Όταν βρέχει αυτή η λίμνη γίνεται ακόμα πιο σκοτεινή. Όταν βρέχει τα ανομολόγητα της πόλης εδώ καταλήγουν. Κάποτε οι Γιαννιώτες λένε έκαναν μπάνιο σ΄ αυτή τη λίμνη. Σήμερα κάνει μόνο εκείνη. Όταν έχει φεγγαρόφωτο βγαίνει από το νερό. Κάθεται στη προκυμαία και κοιτάζει το φεγγάρι. Εκείνο το βράδυ δε βγήκε. …"Ένα γεια πέρασα να σού πω… Είσαι καλά;"  Δε μίλησε –μα μιλάνε τα ψάρια; Μόνο με έβλεπε. Με έβλεπε με ιδιαίτερο τρόπο. Εκείνο το βράδυ με έβλεπε με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο που μ΄ έκανε να παγώσω. "Αύριο θα φύγω…" λέω. "Πότε ήρθες;" ίσως να με ρώτησε. "Χτες… Χτες το μεσημέρι…" λέω  "…Αύριο λέω να φύγω…"  Ένα διαβατάρικο σύννεφο έκρυψε προς στιγμή το νοτισμένο φεγγάρι. "…Θα φύγω για κάτω… Ξέρεις…" πήγα να πω, δεν ξέρω αν με άκουσε.  Παρέμενε στη θέση της ακίνητη. Το φεγγάρι ξαναβγήκε. Τώρα το σώμα της διαγράφονταν στο νερό μέσα σε ασημένιες ανταύγειες που αντανακλούσαν κατευθείαν στα μάτια μου. Και καθώς το είδωλό μου καθρεφτίζονταν πάνω στο δικό της δεν μπορούσα να διακρίνω ποιο ήτανε ποιο κι΄ αν ήτανε ακόμα εκεί ή φευγάτη. Ξαφνικά ένοιωσα μόνος. "…Δε θέλω να σε χάσω…" Κοιμότανε ήδη σαν αγγελούδι. Χάιδεψα τα μαλλιά της. "…Είναι ωραία τα μαλλιά σου… Όνειρα γλυκά."  Έφυγα την άλλη μέρα το πρωί όπως είχα προγραμματίσει. 



27/9           Ο ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ ΕΚΑΝΕ ΛΑΘΟΣ!

Ξανά και ξανά τα ίδια κάναμε· υγιεινό περίπατο πέρα δώθε την παραλία, χάζι τη θάλασσα, καμιά βουτιά καιρού επιτρέποντος, λίγες λαχανιασμένες αγκαλιές μέχρι τη σημαδούρα απέναντι, πίσω να ξαποστάσουμε στα ρηχά και φτου πάλι από την αρχή. Χτες είπαμε να κάνουμε κάτι αλλιώτικο· χτες δεν πήγαμε στη σημαδούρα παρά καθίσαμε μουλιάζοντας στα ρηχά. Εκείνη όλη μέρα μάζευε από την άμμο μικροσκοπικά κοχύλια· θα έφτιαχνε μ΄ αυτά μια μακριά αλυσίδα από κοχύλια -είπε- και θα μού τη χάριζε. Κι΄ εγώ κοχύλια μάζευα μόνο που τα πετούσα ένα ένα σημαδεύοντας τη σχισμή που σχηματίζονταν ανάμεσα στο στήθια της και το μαγιό, κι΄ αν κάποιο από δαύτα έβρισκε το στόχο φώναζα "γκοοολ!"· σα μικρό παιδάκι έκανα που τού αρέσουν οι σκανταλιές -ήτανε αλήθεια μεγάλη η χαρά μου όταν τα κατάφερνα γιατί ελάχιστα κοχύλια έβρισκαν τον στόχο τους- και εκείνη το έβρισκε αστείο και γελούσε κι΄ έψαχνε να βρει το τυχερό κοχύλι βαθιά στο κόρφο της, και, όταν το έβρισκε, το έβαζε κι΄ αυτό μαζί με τ΄ άλλα που είχε μαζέψει· στην αρχή νόμιζα θα κρατούσε συνέχεια αυτό το παιχνιδάκι, μετά όμως, κατάλαβα, βαρέθηκε και το έκοψα. Κοίταξα τη σακούλα με τα κοχύλια -έμοιαζαν αμέτρητα. "Θέλεις να παίξουμε κάτι άλλο;" την ρώτησα. Εν τω μεταξύ είχε ψυχράνει. Εγώ έριξα στη πλάτη μου ένα φούτερ, σήκωσα και την κουκούλα ως τα πάνω. Εκείνη με κοίταζε. "Εσύ δεν κρυώνεις;" την ρώτησα. "Μοιάζεις με καλόγερο…"  μού λέει. "Κι΄ αυτός που καρφώθηκε με χίλια πάνω στο δέντρο -τον είδες στη τιβί;- κουκούλα φορούσε… "  λέω εγώ, δεν ξέρω πώς μού ήρθε να το πω μα αυτό είπα. Κάνει μακροβούτι στη τσάντα της και ξεκινάει να ψάχνει· κάποτε φτάνει πάτο, ανασύρει από μέσα μια διχτυωτή εσάρπα και τυλίγει μ΄ αυτή τους γυμνούς ώμους της. "Μοιάζεις με ψαράκι που τουρτουρίζει…" τής λέω.  Τα χέρια της κατευθύνονται λες αυτόματα στο πακέτο που ΄χει κρυμμένο, το βγάζει από την τσάντα, το ανοίγει, βρίσκει αναπτήρα και ανάβει τσιγάρο. Με κοιτάζει στα μάτια. "Τι θες να παίξουμε;…"  τραβάει μια ρουφηξιά  "…Δεν ξέρω εσύ τι λες γι΄ αυτόν, εμένα μ΄ αρέσουν οι καλόγεροι…"  λέει. Δεν καπνίζω μα ανάβω κι΄ εγώ ένα. Προσπαθώ να βεβαιωθώ με κάποιο τρόπο πως υπονοεί αυτό που καταλαβαίνω πως υπονοεί· επείγομαι να βρω ένα τρόπο να συνεχίσω την κουβέντα μα δεν ξέρω πως. "Έτσι όπως πήγαινε σα τρελός αν δεν έβρισκε δέντρο μπροστά του θα έβρισκε τοίχο, θα έβρισκε βράχο, μπορεί κολώνα, γκρεμό…" λέω.  "Μπορεί σιωπή…" λέει.  Ενθουσιάζομαι. "Ναι! Αυτό ήταν! Παίζουμε το παιχνίδι της σιωπής;"   "Δεν είναι άσχημη ιδέα…" τραβάει μια δεύτερη τζούρα  "…Κοίταξε τον ήλιο πως χάνεται! Μπορεί να έβρισκε την πυρωμένη λάβα… πριν ήτανε βαθύ κίτρινο, μετά πορτοκαλί, τώρα κόκκινο της φωτιάς."  "Να βγάλουμε φωτογραφία τον ήλιο;…"  λέω και ψάχνω στα γρήγορα το κινητό στη τσάντα της  "…Γαμώτο πού είναι; Τώρα πρέπει…" συνεχίζω να ψάχνω  "…Τώρα είναι η ώρα! Τώρα είναι η κατάλληλη αναθεματισμένη ώρα να βγει φωτογραφία ο ήλιος…"  "Κρύφτηκε…"  κάνει  "…Άστο… Πάμε στο ταβερνάκι μας." (Σα σουρούπωνε πιάναμε στασίδι στο γνωστό ταβερνάκι πάνω στο κύμα, στο ίδιο πάντα τραπέζι, εκεί όπου συνήθως μάς έβρισκε το ξημέρωμα· κι΄ εδώ τα ίδια:  μια μερίδα πλαστικά καλαμαράκια μισά μισά, παντζάρια να κολυμπάνε στο βαμμένο άλικο λαδόξυδο, μια δυο φέτες ψωμί για παπάρα· οι καρέκλες μας βιζαβί, η τρίτη φορτωμένη με τα συμπράγκαλά μας και μιά καρέκλα, μόνιμα αδειανή, αγκαζέ για την απροσδιόριστη αίσθηση πως ό, τι κάναμε το κάναμε ολοένα και καλύτερα -όχι πως το είχαμε προσπαθήσει δηλαδή.) Την ακούω και παρατάω το κινητό.  "Λέω να βουτήξω…" τής λέω. Μ΄ ακούει και θέλει να μού αλλάξει γνώμη, το έβλεπα πως θα έκανε τα πάντα για να μού αλλάξει γνώμη. Μού λέει πρώτα "να τελειώσουμε το τσιγάρο που αρχίσαμε", μετά πως "είναι αργά", πως "όπου να ΄ναι θα σκοτεινιάσει", πως "η νύχτα και η ψύχρα ξεσαλώνουν", ισχυρίζεται πως "δεν υπάρχει κανένας λόγος" να βουτήξω κι΄ αν εύρισκα κάποιον ξεχασμένο δε θα ήτανε παρά "καπρίτσιο τής στιγμής"·  το πιθανότερο με είδε διστακτικό·  "Με το φουτεράκι σου θα βουτήξεις;  "Εγώ κοιτάζω την παραλία ως πέρα: ερημιά · παραδίπλα  παρατημένη στην άμμο μια ξαπλώστρα τουμπαρισμένη. "Φαίνεται κάποιοι την κάνανε βιαστικά…" λέω. "Πάμε κι΄ εμείς;" μού λέει. Τώρα η θάλασσα μοιάζει γυάλινη σα ψεύτικη. Ένα χελιδονόψαρο καθρεφτίζεται στην επιφάνεια, καταφέρνει προς στιγμή μια πιρουέτα και χάνει την ισορροπία του. "Ξέρεις γιατί ρυτίδιασε η θάλασσα;" την ρωτάω. "Λες να πνίγηκε;"  "…Ο Ποσειδώνας έκανε λάθος!"  Συνεχίσαμε να κοιτάζουμε τη θάλασσα παρέα· επάλληλοι κύκλοι ανοίγονταν, διαγράφονταν στο γυαλί και έσβηναν γλυκά  στα μάτια μας · εκείνη κοίταζε τη θάλασσα με την απορία κάποιου που από καιρό έχει συνηθίσει στα ακατανόητα·  και στο ταβερνάκι είπε πως συνηθίζω να λέω ακατανόητα και πως, ακόμα κι΄ αν είναι έτσι όπως τα λέω, κοτζάμ παντογνώστης, Θεός της θάλασσας που είναι -δεν μπορεί- κάτι θα ξέρει… 



10/9           ΠΙΣΣΕΣ

Αφού το ξέρεις πως είμαι τρελός και παλαβός για σένα! Αρρώστησα, κουτρουβαλιάστηκα, γκρεμοτσακίστηκα, τσουρουφλίστηκα… Τι άλλο να κάνω δηλαδή; Το χειρότερο απ΄ όλα: Χαίρω άκρας υγείας! Γιατί αν ήμουνα στο κρεβάτι τού πόνου όλα θα  ΄τανε καλύτερα: Θα ερχόσουνα με λίγα σπασμένα λουλούδια, θα χτυπούσες τη πόρτα του δωματίου διστακτικά και θα έμπαινες, εγώ θα σ΄ έβλεπα και θα πάσχιζα να ξεδιαλύνω το όνειρο από τη πραγματικότητα, θα ακουμπούσες αδέξια τα λουλούδια πάνω στο κρεβάτι, θα μού έπιανες το χέρι, "πώς τα κατάφερες;…" θα με ρώταγες, "είναι τόσο δύσκολο να σ΄ αφήσω…"  θα σού έλεγα, μα, μπανταρισμένος όπως θα ΄μουνα απ΄ τη κορφή ως τα νύχια, δε θα μπορούσα να αρθρώσω ούτε λέξη, σα ψάρι που σπαρταράει παραδομένο στα χεράκια σου θα σε κοίταζα, "είσαι θεοπάλαβος…  ανησύχησα για σένα!"  θα μού έλεγες και θα μ΄ αγκάλιαζες, θα μ΄ έπνιγες στα φιλιά… Και σα να μην έφταναν όλα αυτά χτες τα κατάφερα και πνίγηκα από πάνω. "Άνθρωπος στη θάλασσα!άκουσα. Ήτανε φωνή πνιγμένου για το βουητό τού αέρα που κάνει στ΄ αυτιά τού σαλεμένου παράξενα παιχνίδια; Χωρίς άλλη σκέψη φουντάρω στο νερό. "Πού ΄ναι; Πού ΄ναι;"  "Εδώ! Εγώ είμαι! Καλά, δε με βλέπετε ρε στραβούλιακες;"  τούς λέω. "Πλάκα μάς κάνεις;"  "Γιατί παρακαλώ;"   "Μάς κοψοχόλιασες! Άντε τσακίδια βγες έξω!"  Μα εγώ όχι μόνο δε βγαίνω αλλά επιμένω. Σηκώνω τα χέρια ψηλά. Τα κουνάω σαν ξεχαρβαλωμένα -τη γνωστή χαρακτηριστική κίνηση που κάνουν αυτοί που πνίγονται. "Σταμάτα πια να παριστάνεις τον Καραγκιόζη! Κατάντησες γελοίος…"  Με πιάνει το πείσμα μου. Βουτάω το κεφάλι μέσα. Αρχίζω να κάνω μπουρμπουλήθρες -από μικρούλης μ΄ άρεσαν οι μπουρμπουλήθρες. Το μάτι μου όμως γαρίδα, καρφωμένο πάνω σου. Θολή οπτασία με παρεό. Παρακολουθώ κάτω από το νερό την παραμικρή ανύπαρκτη αντίδρασή σου. Δεν αντέχω άλλο, θα σκάσω! Βγάζω το κεφάλι απ΄ το νερό και προσποιούμαι τον αδιάφορο. Έρχομαι προς το μέρος σου. Φοράω γυαλί, καπελίνο, τραβάω μια τζούρα καφέ. "Τελικά πνίγηκε;"  κάνω. Κορδώνομαι πως τον έσωσα. Έπειτα αποφασίζω ν΄ ασχοληθώ με τις πίσσες. Προτιμάω ν΄ ασχοληθώ με τις πίσσες. Αυτές που κολλήσανε στη φτέρνα μου. Τρίβω τη φτέρνα μου όρθιος με μανία στην άμμο. Ένα θαλασσοπούλι τσουπ! έρχεται και προσγειώνεται στα πόδια μου. Με κόβει με μισό μάτι. "Ποιος εισ΄ εσύ; τί γυρεύεις στα μέρη μου;"  Είναι ένα μαύρο, λαδωμένο, κακάσχημο θαλασσοπούλι με μακρύ λαιμό. Σκέφτομαι πως έχει πέσει και αυτό όπως εγώ στις πίσσες. "Θέλεις κάτι φιλαράκο;"  "Πίσσες είναι…" κάνει.  "Καλά, τι σόι φιλαράκος είσαι εσύ, ήξερες πως έχει πίσσες και δε μού λες τίποτα;"  Ρίχνει ένα μακροβούτι και εξαφανίζεται από τα μάτια μου για να βγει μετά από λίγο στο ίδιο σημείο. "Έχει και μία λευκή αχιβάδα εκεί κάτω, μια μικροσκοπική λευκή αχιβάδα" μού απαντάει. Κάθομαι μαζί του στην άμμο σταυροπόδι και περιεργάζομαι τη φτέρνα μου. Συνεχίζω να την τρίβω με άμμο για να φύγει το μαύρο. Τότε είναι που σε βλέπω να απομακρύνεσαι.  "Πες της κάτι…"  τού λέω.  "Σαν τί δηλαδή; Και να σε έσωζε τί θα άλλαζε;…"  Σηκώνομαι σαν ελατήριο. Δένω μεμιάς όλες τις ομπρελοξαπλώστρες στο λαιμό μου και είμαι έτοιμος να ξαναφουντάρω.  Με συγκρατεί. Βουτάει και μαζεύει από το βυθό τη μικροσκοπική αχιβάδα.  "…Κράτησέ τη για ενθύμιο. Έτσι… για να θυμάσαι πως κάποτε ήτανε κοντά σου…Κοντοστέκομαι και απλώνω αμήχανα το χέρι. Παίρνω την αχιβάδα και την κλείνω σφιχτά στη παλάμη μου να μη τη χάσω. Όσο πιο σφιχτά μπορώ –πίστεψέ με- δεν ήθελα να τη χάσω, θα τη φύλαγα σα κόρη οφθαλμού. Μα, αλίμονο, είναι τόσο μικροκαμωμένη που δε χωράει. Πέφτει και χάνεται… Συννεφιάζει. Ο ήλιος κρυφοκοιτάζει πίσω από τα σύννεφα και γελάει με τα καμώματά μου. Λέω να κάνω μια τελευταία προσπάθεια. "Ούτε ένα φιλί; μια αγκαλιά;"  τρέχω ξοπίσω σου. Σαν το σκυλάκι γαβ γαβ! γαβ γαβ! σηκώνω στο πόδι όλη τη παραλία. "Κυρία μου μαζέψτε το ζώο, είναι ενοχλητικό!…"  Τρίβομαι στα πόδια σου. Το αντηλιακό μού φέρνει φτάρνισμα. "Μπας κι΄ άρπαξες κάνα κορωνοϊό εκεί που τριγυρίζεις;"  γυρίζεις και μού λες. Αψού! Αψού!… κουνάω την ουρά μου. "Είσαι εσύ ένα σκανταλιάρικο…"  σκύβεις και επιτέλους με μαζεύεις στην αγκαλιά σου. "Πάμε για μια βουτιά έτσι όπως είμαστε αγκαλίτσα;" σού λέω. "Εγώ δεν μπαίνω με τίποτα! Έχει πίσσες!" μού απαντάς.  "Πού να βρεις σήμερα αμμουδιά δίχως πίσσες…"  κάνω.  Κουρνιάζω στην αγκαλιά σου και συνεχίζω να ονειρεύομαι πως θα βουτήξουμε αγκαλίτσα στις πίσσες. Πως θα μετανιώσεις, πως -δεν μπορεί- κάποτε θα μετανιώσεις, μπορεί ήδη να έχεις μετανιώσει μα δεν το δείχνεις. Πίσσες μου πισσούλες μου είσαστε η τελευταία ελπίδα μου! σκέφτομαι. Και μού έρχεται  φλασάκι πως, αν μετάνιωνες, ευκαιρία να γίνονταν τα κορμιά μας ένα. Στις πίσσες κολλημένα! Εσαεί κολλημένα…




25/8           ΕΞΟΛΟΘΡΕΥΤΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ

Και ήρθε η φωτιά!  Ο καιρός έφταιγε. Ήτανε τρομερή και φοβερή εκείνη η φωτιά. Ξεκίνησε από το νεκροταφείο τού χωριού. Γρήγορα επεκτάθηκε στη γειτονιά των ζωντανών. Εγώ την κοίταζα. Την κοίταζα και περίμενα να περάσει. Μα δεν περνούσε. Φούντωνε και ξαναφούντωνε… Πύρινες γλώσσες ίσαμε το μπόι μου με ζώσανε από παντού. Θα μπορούσα να έχω μείνει. Να γίνω λαμπάδα. Ωραία λαμπάδα. Η ωραιότερη λαμπάδα τής ζωής μου. Μα δεν πτοήθηκα. Το έβαλα στα πόδια. Σαν τους αγαπημένους μου ήρωες στο σελιλόιντ. Αυτούς πού στο φινάλε καίγονται. Κι΄ έπειτα να έμενα να έκανα τι; Μέσα στο χαμό ποιος θα με έβλεπε;  Μετά πλακώσανε τα κανάλια. Έριχναν σύννεφα νερό. Στο γυαλί. Εγώ εκεί. Στον καναπέ. Διψασμένος με το παράπονο. Ούτε μια σταγόνα για πάρτη μου… Κράτησε πολύ αυτή η φωτιά. Ακόμα καίει. Κάποτε θυμάμαι απόκαμα. Τώρα μόνο θυμάμαι. Από εκείνη τη φωτιά μόνο θυμάμαι. Θυμάμαι ένα πετούμενο. Κατάλευκο πετούμενο. Έμοιαζε με διαστημόπλοιο. Ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Σίγουρα όχι με τα πυροσβεστικά που ήξερα. Έκοβε βόλτες πάνω από το κεφάλι μου. Κι εγώ το χάζευα και φανταζόμουνα. Φανταζόμουνα την αφεντομουτσουνάρα μου στο πιλοτήριο. Να εφορμώ εξολοθρευτής άγγελος στις φλόγες. Μεσ΄ στους καπνούς. Με τα μεγάφωνα στη διαπασών. Φύγε! Φύγε όσο είναι ακόμα καιρός! / Φύγε γιατί μετά θα ΄ναι αργά / Οι λυπημένοι ζούνε στη μοναξιά / Στον ανείπωτο πόνο τού πάθους / Είναι αλήθεια λυπηρό να ξέρεις / Πως κανείς δε μπορεί να ζήσει με τη ψευδαίσθηση… 



12/8           ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ

Ένας βράχος αναδύεται φαλλός μέσα από τη θάλασσα. Μένει εκεί μαρμαρωμένος. Όρθιος εσαεί!  Οι άντρες κορδωμένοι καμώνονται πως είναι ο δικός τους. Οι γυναίκες ξεκαρδίζονται στα γέλια. Τα παιδιά συνεχίζουν να παίζουν στην άμμο με τα κουβαδάκια τους. Όλα αυτά στην πιο άσεμνη, την πιο σκανταλιάρικη, την πιο προβοκατόρικη, την πιο ερωτική παραλία των Κυκλάδων. Μιλάω για  "τής γριάς το πήδημα".  Με τον βράχο που λέγαμε να δεσπόζει. Από αυτόν πήδηξε η γριά στη θάλασσα και πνίγηκε. Άλλοι ισχυρίζονται ότι  τέτοιο πήδημα ουδέποτε έγινε. Απλά η γριά πηδήχτηκε, λένε, εξ ου και το όνομα. Κατά τα φαινόμενα γριά υπήρξε. Ποια ήταν;  Πότε έκανε το απονενοημένο διάβημα; Τι την ώθησε να το κάνει;  Ή, αν ευσταθεί η δεύτερη εκδοχή, ποιος την πήδηξε;  Πηδήχτηκε με τη θέλησή της;  Κι αν όχι, τιμωρήθηκε ο δράστης;  Μήπως, λέω εγώ, το περί ου ο λόγος "πήδημα" δεν ήτανε παρά μια  γεροντική φαντασίωση; Ουδείς γνωρίζει. Οι ερωτήσεις στοιχειώνουν αυτή την παραλία. Ερωτήσεις που θα μείνουν αναπάντητες. Όπως συμβαίνει συνήθως με κάθε ερώτηση που σέβεται τον εαυτό της. Δε λείπουν βέβαια και αυτοί που ισχυρίζονται πως όλα ξεκίνησαν σαν ένα χωρατό. Πάνε πολλά χρόνια λένε. Ζευγαράκι νέων ερωτοτροπούσε στην ερημική αμμουδιά. Σα τελείωσαν άναψαν τσιγάρο και πιάσανε κουβέντα. Κάποια στιγμή η νέα  αναρωτήθηκε πως θα το κάνανε άραγε σαράντα χρόνια μετά. Ο νέος έσκασε στα γέλια. "Πας καλά; Σαράντα χρόνια μετά; Τής γριάς το πήδημα!…"  τής είπε. "Όχι τού γέρου!…" τού είπε εκείνη με νόημα. "Τής γριάς" εκείνος, "τού γέρου" εκείνη, τής γριάς, τού γέρου… Τελικά η νέα υποχώρησε για να μη τον στεναχωρήσει.  Κάπως έτσι, λένε, έμεινε στη παραλία το όνομα. Μα είτε τού γέρου, είτε τής γριάς ένα είναι βέβαιο: Μια φορά κι΄ ένα καιρό σ΄ εκείνη τη παραλία έγινε ένα πήδημα. Ένα από τα αμέτρητα πηδήματα στο πέρασμα των καιρών που όμως, για αδιευκρίνιστο λόγο, δεν χάθηκε στη λησμονιά τού χρόνου όπως όλα τ' άλλα…



2/8           AU REVOIR

Έπεσα και μπλάβιασα σα μελιτζάνα! Από την ουρά ίσαμε το λαγόνι. Έπεσα από τη σκάλα. Εκεί που κατέβαινα την σκάλα να σου ακούω τον ήχο τής ειδοποίησης. "Αυτή είναι!"  Ψάχνω μεμιάς το κινητό. Το βγάζω από τη τσέπη. Βλέπω. Στέλνω μια καρδιά. Από αυτές τις μοναχικές καρδιές στο γυαλί δίχως ανταπόκριση. Που ζούνε όσο ένα βλέμμα. Τότε έπεσα. Ήθελα και έπεσα, δε λέει να κατεβαίνεις σκάλα αφηρημένος. Πριν πέσω πέταξα ως τα ουράνια. Μετά σκάω μπρούμυτα και αφήνομαι να κάνω τσουλήθρα. Ωπ! ωπ! χοροπηδάω ένα ένα τα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Όταν κάποτε αυτά τελειώνουν σταματάω. Άλλο πιο κάτω δεν έχει. Έχω φτάσει τον σκοτεινό διάδρομο που βγάζει στη μεγάλη φωτεινή εξώπορτα. Πρώτη μου δουλειά είναι να δω το γυαλί. Θρύψαλα.  Μα η καρδούλα εκεί. Καρφωμένη κι΄ ανέκφραστη.  Έγινα ρεζίλι… να κατάλαβε κάτι;  Στη συνέχεια κουνάω χέρια πόδια. Ο πόνος δεν με νοιάζει. Σιγά τα ωά… αν θέλεις, πάντα βρίσκεις έναν καλό λόγο για να πονάς. Σημασία έχει πως τα κατάφερα και σηκώθηκα. Δεν ξέρω αν αυτό έγινε με τη θέλησή μου ή για να φανώ στα μάτια της δυνατός. Είδα πως είχα γίνει μελιτζάνα. Μια μελιτζάνα πονεμένη. Χα! δεν είναι αστείο; Τελικά, τώρα που το καλοσκέφτομαι, μικρό το κακό. Φταίει που κατέβαινα την σκάλα. Αν την ανέβαινα -είμαι βέβαιος- όλα θα  ΄τανε μέλι γάλα. Άλλο ένα παραπάτημα το πολύ σ΄ ένα ψωροσκαλοπάτι, μόνο ένα, όχι που πήρα σβάρνα μια ολόκληρη σκάλα… Και μετά ξανά όρθιος. Θα συνέχιζα αδιάφορος σα να μην είχε γίνει τίποτα. Θα διέσχιζα εκείνον τον διάδρομο που λέγαμε. Η σκοτεινιά του θα ΄μοιαζε γλυκό ημίφως. Δυο τρεις δρασκελιές θα έφτανα στην εξώπορτα. Θα την άνοιγα και θα ΄βγαινα στο δρόμο. Μέχρι εδώ τίποτα δε θα άλλαζε, θα έκανα ό,τι έκανα δηλαδή. Εκείνη με περιμένει έξω από το Au Revoir. "Άργησες… Τρέχει κάτι; "Θα την αγκάλιαζα:  "Η καρδούλα σου μόνο… η καρδούλα σου μόνο ξέρει τι πέρασα…"  Θα με έπνιγε στα φιλιά. Με βλέπει. Κουτσαίνω. Το χέρι μου σαν κουλό. "Έχεις τα χάλια σου…"  μού λέει. "Τα καλύτερα δεν τα είδες… Κοίτα… έγινα μελιτζάνα!"  τής λέω. Σηκώνω το πουκάμισο. Να τής δείξω.  Ό, τι με τίποτα δε θα ήθελε να ξέρει.  "Θεέ μου πώς το ΄παθες;"  με ρωτάει. Τής εξηγώ. Ψάχνει στο κινητό της…



19/7          ΤΟ ΚΑΡΠΟΥΖΙ

Με το μαχαίρι έβγαλε την καρδιά. Κατακόκκινη ήταν, έσταζε μέλι. "Θέλεις;…"  Τον κοίταζε, δεν απάντησε.  "…Το υπόλοιπο είναι για πέταμα… Μόνο η καρδιά αξίζει!…" Παρέμεινε αμίλητη. Κράτησε τη μισή καρδιά για πάρτη του. Έτεινε το χέρι να τής δώσει την άλλη μισή. Έσταζε.  "…Πάρε!…"  Τα ζουμιά τρέχανε.  Το πουκάμισό του γέμισε κόκκινες ξεπλυμένες κηλίδες. "…Γαμώτο λερώθηκα!…Συνέχιζε αμίλητη. Τον κοίταζε.  "…Τι λες, θα φύγουν;"  "Με τίποτα!κάνει.  "Έλα πάρε! Πάρε ντε να το φχαριστηθείς! Τώρα ό,τι έγινε έγινε…"   Άπλωσε το χέρι της. Πήρε. Πήρε τη μισή καρδιά. Την έφερε στα χείλια. Μια σταγόνα χάιδεψε το μάγουλό της. Σταμάτησε εκεί. Μια δεύτερη την παραβγήκε. Έφτασε στο λαιμό κι΄ έγινε ένα με τον ιδρώτα. "Δεν είναι γλύκα; Έλα πάρε· πάρε κι΄ άλλο."  "Τέλειωσε… η καρδιά τέλειωσε" τού λέει. "Και το υπόλοιπο ωραίο θα είναι…"  "Τώρα; Τι θα κάνουμε τώρα;"  "Τώρα τί;"  "Δε ξέρω… σκέφτομαι πως συνήθισα έτσι. Το υπόλοιπο θα μού φαίνεται τώρα άγλυκο.Εκείνος συνέχισε να δαγκώνει τη γλυκιά σάρκα. Να ρουφάει το ζουμί ηδονικά. Μικρός που ήτανε τρελαίνονταν για καρπούζι. Τώρα έκανε σα να μην είχε ξαναφάει στη ζωή του. Εκείνη συνέχισε να τον κοιτάει. Όπως πρώτα. Είχε σταματήσει να τρώει και τον κοίταζε. Έβλεπε πως είχε γίνει χάλια. Ναι, είχε γίνει χάλια.  Εξάλλου τώρα δε μπορούσε να κάνει τίποτα. Τίποτα απολύτως. "Το καρπούζι είναι σούπερ!…" είπε. "…Αυτός ο τύπος λοιπόν έχει τα καλύτερα καρπούζια· όλα τα καρπούζια του είναι σούπερ, όλα! Ο κερατάς πού τα βρίσκει;"   Βάζει στο στόμα της το τελευταίο κομμάτι από την καρδιά. "Έτυχε…" κάνει.  Μια σταγόνα κυλάει. Πάλι. Τούτη τη φορά σα σφαίρα. Τίποτα δε φαίνεται ικανή να τη σταματήσει. Έχει βάλει πλώρη να κρυφτεί. Να κρυφτεί στα σκοτεινά. Δε θέλει να εξαερωθεί. Ούτε να γίνει πάλι ένα με τον ιδρώτα.  Τα καταφέρνει. Χάνεται ανάμεσα στα στήθια της. "Λερώθηκα!" κάνει. "Κι΄ εγώ!… Δε με βλέπεις; Κι΄ εγώ έγινα χάλια."  "Ωραία λοιπόν, ας σταματήσουμε εδώ. Δεν λέει να συνεχίσουμε…"  Την ακούει. Σκουπίζει το στόμα του με ανάστροφη την παλάμη. Εκείνη τον κοιτάζει ακόμα. Εκείνος τώρα κοιτάζει τα στήθια της. Η γλύκα έχει πιάσει στασίδι στα στήθια της. Σηκώνεται. Μαζεύει τα σπόρια στο τραπέζι, παίρνει ό,τι έχει απομείνει από το καρπούζι και τα πετάει στα σκουπίδια.




30/6           ΕΝΑ ΝΗΣΙ ΟΠΩΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Το έκανα! Το έκανα και νιώθω περίφημα. Ένα αθώο τσιμπηματάκι ήταν. "Αυτό ήταν όλο;"  ρώτησα. "Αυτό! Τελειώσαμε!"  μού απάντησε.  "Τελειώσαμε!…"  επανέλαβα. Τώρα θα μπορώ να κουρνιάζω στην αγκαλιά της… σκέφτηκα. Μού είχε λείψει  …Τώρα θα μπορώ να την αγκαλιάζω. Να είμαι μαζί της και να την αγκαλιάζω. Να χορταίνουμε φιλιά. Τώρα δε θα νομίζει ότι θέλω να είμαι μακριά της. "Πάλι φεύγεις;"  με είχε ρωτήσει. "Για καλό είναι"  τής είχα πει. Μόλις είχα γυρίσει από το νησί. Και έφευγα ξανά. Μόνος πήγα. Μόνος γύρισα. Σ΄ αυτό το νησί όλα είναι από ένα. Κανένα ζευγαράκι. Ένα νησί καταμόναχο καταμεσής στο πέλαγο! Θεέ μου πώς μπορεί; Και να ήξερα πάντως δε θα σάς έλεγα. Σ΄ εκείνη μόνο. Σ΄ εκείνη θ΄ άνοιγα τη καρδιά μου "Ορίστε, είναι δική σου. Αυτή η καρδιά είναι για σένα. Αν θέλεις ακόμα ξερίζωσέ την" θα της έλεγα.  Εξάλλου δυο τρία πράματα ξέρω γι΄ αυτή. Αυτά που ξέρουν όλοι. Πως είναι νησί τόσο δα καταμεσής στο πέλαγο -σάς το είπα. Τον Χειμώνα η θάλασσα βγάζει φίδια. Το Καλοκαίρι όλα αλλάζουν. Αυτά ξέρω. "Έχει ένα λιμάνι… μού είχε πει …Το ξέχασες;"  Ναι έχει. Πολλοί το νομίζουν απάνεμο. Δεν είναι. Το πλοίο κλυδωνίζεται επικίνδυνα. Οι κάβοι ζορίζονται. Κοντεύουν να σπάσουν. Τότε ο καπετάνιος διατάζει άρον άρον τον απόπλου. Όποιος προλάβει πρόλαβε. " Κάποιοι μένουν πίσω με το παράπονο"  τής απαντάω. Αυτά είπαμε κι΄ έφυγα. Θέλετε κι΄ άλλα; Το παράπονο δεν αρκεί; Ορίστε: έχει και ένα βουνό. Ίδιο χαμαιλέοντα. Ένα με το φως τού ήλιου. Τα βράδια το λούζουν τ άστρα. Αυτά έχει. " Εσύ έχεις να μού πεις κάτι άλλο;"  με ρωτάει. Στο βουνό αυτό ανεβαίνω συχνά. Από εκεί αγναντεύω τη θάλασσα. Όταν έρχεται το πλοίο φαίνεται από μακριά. Ακούγεται η τσιμινιέρα του χαρμόσυνα. Ένα ανθρώπινο μελίσσι συνωστίζεται στην αποβάθρα. Κατεβαίνω από το πλοίο. Ψάχνω να την δω. Στη θέση της βρίσκεται μια γοργόνα. "Ζει η αγάπη μας;"  με ρωτάει. Όταν το τιμόνι κολλάει, στην αποβάθρα επικρατεί αναβρασμός. " Θα το φουντάρει στα βράχια!… τρελάθηκε ο καπετάνιος…" ακούω. Πηδάω στη θάλασσα και κάνω τη κιθάρα μου κουπί. Στο ντόκο βλέπω φίλους αγαπημένους. "Καλό ταξίδι!"  με ξεπροβοδίζουν. "Πού θα μείνεις;"  με ρωτάει. "Δε ξέρω. Αλήθεια δε ξέρω…"  "Πότε θα γυρίσεις;"  "…Στη χώρα"  τής λέω. Έχει και μία χώρα. Σκαρφαλωμένη στο βουνό που λέγαμε. Λένε πως είναι πολύ όμορφη.  Την ερωτεύτηκα με τη πρώτη ματιά. Όσο κι αν προσπάθησα ουδέποτε την έκανα δικιά μου. Εδώ που τα λέμε δε θυμάμαι να προσπάθησα διόλου, απλώς έφυγα. Όταν με ρωτάνε "πώς πάς εκεί;"  σηκώνω τα χέρια ψηλά. Αμφιβάλω αν κανείς ξέρει πώς. Ίσως κάποιοι ντόπιοι που έχουν πεθάνει. Αυτά έχει. Όσο για το γιατί, γιατί να συμβαίνουν σ΄ αυτό το νησί τόσα παράξενα, ουδείς γνωρίζει. Σκέφτομαι πως ίσως φταίει εκείνο το αθώο τσιμπηματάκι.  Άλλο κάτι πάλι δεν μπορώ να σκεφτώ.




21/6           ΑΔΕΛΤΑΔΕΞ

Στο γιατρό άκουσα πρώτη φορά το αδελταδέξ. Πήγαινα στο γιατρό δύο φορές τη βδομάδα. Οι συνεδρίες κρατούσανε κάθε φορά τρία τέταρτα της ώρας, αν ξεχνιόμασταν με τη κουβέντα μπορεί περισσότερο. Με τον γιατρό κουβεντιάζαμε. Μόνο κουβεντιάζαμε. Εκείνος με ρωτούσε. Εγώ απαντούσα. Όταν με ρωτάνε νοιώθω άβολα. Σκέφτομαι πως θα μού άρεσε να κάνω εγώ τις ερωτήσεις. Οι απαντήσεις ανέκαθεν με ζόριζαν. Τών άλλων είναι καλύτερες. Εξάλλου -δε μπορεί, γιατρός είναι- κάτι περισσότερο από μένα θα ξέρει, έλεγα. Στη τελευταία επίσκεψη ανάφερε ξανά αυτή την ακαταλαβίστικη λέξη. Δε ξέρω αν το έκανε εσκεμμένα ή κατά λάθος. Δε ξέρω αν ήτανε σχετική με τη κουβέντα μας, δε ξέρω καν αν άκουσα καλά, αν είπε πράγματι αδελταδέξ ή ήτανε κάποια άλλη λέξη με παραπλήσιο άκουσμα. Και σίγουρα δε ξέρω αν βγάζει νόημα να ασχολούμαι καιρό τώρα με δαύτη. Ξέρω μόνο πως εκείνη τη μέρα η συζήτησή μας είχε φτάσει σε αδιέξοδο. Θυμάμαι καθόμουνα στη καρέκλα με μισό κωλομέρι.  Στη γνωστή καρέκλα, αυτή ακριβώς μπροστά στο γραφείο τού γιατρού. Εκεί όπου κάθονται οι πονεμένοι περιμένοντας πως και πως να ακούσουνε από το στόμα τού γιατρού καλά νέα. Καθόμουνα με τα χέρια μου σταυρωμένα πάνω στα γόνατα. Ιδρωμένα από την αγωνία. Με τα πόδια μου να τρεμοπαίζουν στέλνοντας σήματα μορς σε κάποιον άγνωστο από μηχανής θεό. Και την πλάτη μου όρθια, παράλληλα και σε απόσταση από την πλάτη της καρέκλας, στη τσίτα, αν τα πράματα σκουραίνανε, να σηκωθώ και φύγω. Στο μυαλό μου καρφωμένο το αδελταδέξ. Είχα καταλήξει στο συμπέρασμα πως επρόκειτο για κάποιο νέο φάρμακο. Από αυτά τα πολλά υποσχόμενα που βγαίνουνε κάθε λίγο και λιγάκι. Θα έκανε άραγε δουλειά στη περίπτωσή μου; Και ενώ εγώ κρεμιόμουν από τα χείλια του εκείνος λέει  "Ώστε αδελταδέξ λοιπόν…"  "Τι είναι γιατρέ;" τού λέω. Αντί απάντησης απλώνει το σώμα του στη μαύρη δερμάτινη πολυθρόνα του, μετά κάνει σα να θέλει να σηκωθεί μα τελικά στρογγυλοκάθεται και με κοιτάζει χαμογελώντας αινιγματικά. "Θέλεις να στο πω αλλιώτικα;"  επιμένει.  Η καρδιά μου πάει να σπάσει. "Τι είναι γιατρέ; Πες μου σε παρακαλώ και μη με βασανίζεις. Είναι κάτι σοβαρό;"  Τίποτα εκείνος. Μουγκαμάρα.  Μουγκαμάρα διαρκείας. Μουγκαμάρα που άρχισε να γίνεται πηγάδι απύθμενο όπου μέσα του γλιστρούσα ολοένα πιο βαθιά. Και όπως βούλιαζα στο σκοτάδι Αδελταδέξ, Αδελταδεξ… σα να φώναζα -αυτή την άγνωστη λέξη- Θεέ μου πόσο πολύ τη λαχταρούσα!  Μα κανείς πια δε με καταλάβαινε…  





13/6           ΜΙΑ ΧΑΡΗ

Γύρισε πλευρό. Έβαλε το ένα πόδι του πάνω από τα δικά της σαν τανάλια. Έφερε το κεφάλι του κολλητά στο δικό της να νοιώσει το χνώτο της. Ενώ με το ένα χέρι την αγκάλιασε σφιχτά τυλίγοντας το σεντόνι γερά γύρω από τον λαιμό τους. Να κρατήσει φυλακισμένη τη ζεστασιά τής σάρκας.   Έμειναν έτσι κάμποσο. Με τα μάτια κλειστά.  Οι ανάσες τους συντονίστηκαν. Στο ίδιο ρυθμικό ηδονικό γουργούρισμα. Το κατάλαβε όταν είχε αρχίσει να πονάει. Εγκλωβισμένο το άλλο χέρι κάτω από το κορμί της. "Πονάω…"  Το τράβηξε να το ξεπλακώσει. Γύρισε ανάσκελα. Εκείνη σταμάτησε να γουργουρίζει. Άλλαξε πλευρό. Την είδε να ανοίγει τα μάτια της.  "Ψύχρα είχε το βράδυ…» τού είπε. Τής έδωσε ένα φιλί στα πεταχτά. Στο μάγουλο.  "Από αύριο ανεβαίνει το θερμόμετρο".  Έκλεισε το ξυπνητήρι. Δεν είχε προλάβει να χτυπήσει. Έσπρωξε το σεντόνι με τα πόδια της. Μετά σηκώθηκε. Παραμένοντας στο κρεβάτι καθιστή. Με μία κίνηση έβγαλε τη νυχτικιά της. Εκείνος ακόμα ανάσκελα. Τα μάτια του πάνω της. "Κάτσε λίγο ακόμα…"   "Πρέπει να πάμε…" τού λέει. Θα πηγαίνανε μαζί. (Οι παλιές δε διαβάζονταν. Από καιρό. Όσο για τις φωτογραφίες με δυσκολία καταλάβαινες ποιον έδειχναν. Συμφώνησαν από κοινού πως θέλανε άλλαγμα. Τότε τις είχανε βγάλει μαζί. Τώρα θα τις αλλάζανε μαζί. Με "νέου τύπου").  Σηκώθηκε από το κρεβάτι. Κοίταξε στον καλόγερο  "Σιδέρωσες το πουκάμισο;"  Άρχισε να ντύνεται.  "Οι καινούργιες είναι σένιες. Είναι και μανιτζέβελες. Σε μέγεθος πιστωτικής κάρτας. Χωράνε στο πορτοφόλι…" τής είχε πει τότε. Και άλλα τής είχε πει.  "Συνηθίσαμε με τις παλιές…" τού είχε πει εκείνη. Ντύθηκε στα γρήγορα. Εκείνη σκέφτονταν τι θα φορέσει.  "Εγώ πάντως θα ζητήσω να κρατήσω τη παλιά…"   "Δε τη βαρέθηκες; "  "…Έτσι για ενθύμιο. Θα τη βάλω στο συρτάρι μαζί με τις άλλες"  τού λέει. Εκείνος κλείνει τη ρεμπάρτα του, κουμπώνει τη ζώνη και πηγαίνει κοντά της. Τής χαϊδεύει τα μαλλιά και τα μαζεύει πίσω από το αυτί. Ο λαιμός της τώρα είναι ελεύθερος. Τον φιλάει  "Εννοείς αυτό το συρτάρι που έχει φρακάρει;"    "Ναι…"  απαντάει εκείνη.  " …Μα, ξέρεις κάτι; Ένα χαρτί ακόμα… Τί τόπο πιάνει;"  Εκείνος έχει ήδη βγει από το υπνοδωμάτιο. Τώρα δείχνει βιαστικός. "Έλα, αποφάσισε τι θα βάλεις να φύγουμε. Μπορεί να έχει κόσμο…" τής λέει.  "Λέω να κάνω πρώτα ένα ντουζάκι. Για να ξυπνήσω." τού λέει εκείνη. Στο μπάνιο όπου πηγαίνει την ακολουθεί. Ακούει το νερό στη μπανιέρα να τρέχει. Το σιφόνι να ρεύεται. Ανοίγει κι΄ εκείνος τη βρύση τού νιπτήρα. Θα πλύνει τα δόντια του. Η σαπουνάδα κοκκινίζει. Ξεβγάζει στα γρήγορα. Έπειτα ρίχνει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Κοιτάζει τη βρεγμένη φάτσα του στο καθρέφτη. Κάνει μια γκριμάτσα. "Εγώ θα τους ζητήσω μία χάρη"  λέει. Εκείνη έχει κλείσει το νερό και είναι έτοιμη να βγει από τη μπανιέρα. "Μια χάρη;…" απορεί. Φοράει το ροζ μπουρνούζι. "Ναι, μια χάρη…" απαντάει. "…Μαζί με τη ταυτότητα να αλλάξουν και το όνομά μου. Μικρό το κακό…"  Εκείνη βγαίνοντας παραπατάει στο πατάκι.  "Εγώ ποιον θα αγαπάω;"  "Δεν αλλάζει κάτι… " της λέει. "…Ένας απλός αναγραμματισμός θα ΄ναι. Έτσι αστείο, όπως το ακούτε, γράψτε το -έτσι θα τους πω. Κι΄ ας στεναχωρηθεί ο πατέρας μου. Αν το μάθει ο πατέρας μου είμαι σίγουρος πως θα στεναχωρηθεί. Μπορεί να στεναχωρηθώ κι΄ εγώ αν το μάθει. Γι΄ αυτό θα φροντίσω να μη το μάθει. Δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να κρατήσεις ένα μυστικό… Η μάνα μου δε νομίζω να στενοχωρηθεί. Το είχα καταλάβει παιδί μου… είμαι σίγουρος, αυτό θα μού πει. Το παλιό μού φαίνεται μπανάλ. Όπου στρίψεις κι΄ όπου βρεθείς εμένα βλέπεις… Έπειτα εγώ θέλω κάτι αλλιώτικο. Πάντα ήθελα κάτι αλλιώτικο. Και τη φωτογραφία μου τη θέλω αλλιώτικη…"  Σταματάει μια στιγμή να πάρει ανάσα και συνεχίζει. "...Τουλάχιστον να είμαι ωραίος. Εδώ, όλα κι΄ όλα, δε χωράνε τσαπατσουλιές. Ταυτότητα είναι διάολε!  Η μόστρα. Πρέπει να βγεις ωραίος…"  Εκείνη έχει πάει στο υπνοδωμάτιο και ντύνεται. "…Πρώτα θα ρίξω ένα ξύρισμα. Μετά θα πεταχτώ στο κουρέα και μετά θα πάμε στο φωτογράφο. Έλα βιάσου, έχουμε να πάμε και τον κουρέα!  Θα καθαρίσω καλά και το γυαλί. Το θέλω λαμπίκο…"  συνεχίζει ενώ εξακολουθεί να κοιτιέται στο καθρέφτη. Κάνει άλλη μια γκριμάτσα.  "…Και το πουκαμισάκι μου κολλαριστό. Ε; Στη πέννα! Μού πάει;…"  Και συνεχίζει να λέει…  Δε λέει να σταματήσει. Τώρα εκείνος κρατάει το ξυράφι. Εκείνη έχει ντυθεί. Είναι έτοιμη. Τον περιμένει όρθια στη πόρτα. Μετά κάθεται στο γυαλί.  Το ανοίγει χωρίς φωνή. "Δε θα ξυπνήσουμε ποτέ Φίλις… Ναι Γουώλτερ… Σφίξε με κι΄ άλλο αγάπη μου…"  Τον περιμένει και σκέφτεται πως αυτά που ακούει δε γίνονται μα δε θέλει να του το πει και τον στεναχωρήσει… 





1/6           ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ

Κάθομαι στον καναπέ. Απέναντι από τη καινούργια μας τηλεόραση. Το φως σκοτωμένο τρυπώνει από τις γρίλιες. Η τηλεόραση κλειστή. Από τότε που τη πήραμε παραμένει κλειστή. Σήμερα είπαμε να την ανοίξουμε. Κοιτάζω το γυαλί. "Βγήκα λίγο να περπατήσω… Μετά από τόση κλεισούρα είχα ανάγκη όσο τίποτ΄ άλλο να βγω να περπατήσω" μού λέει. Φτάσαμε μαζί μέχρι την άλλη γωνία τού σπιτιού και αυτό ήταν. Γυρίσαμε πίσω. Γυρίζει και κοιτάζει την τηλεόραση. Το πρόσωπό της καθρεφτίζεται μέσα στο σκονισμένο γυαλί. "Τι βλέπεις;" με ρωτάει. "Είναι κούκλα η καινούργια μας τηλεόραση… Δεν είναι;" λέω. "Σα μεγάλη μού φαίνεται… Η άλλη ήτανε διαφορετική…" λέει. Κάθεται δίπλα μου. Μια δέσμη φωτός χαϊδεύει απαλά τη σκόνη που αιωρείται στον αέρα και καταλήγει στο γυαλί. Κοιτάζουμε παρέα. "Τι θα κάνουμε;" ρωτάω.  "Θα την ανοίξουμε. Έτσι δεν είπαμε;" μού απαντάει. Αρχίζει να βαράει ο συναγερμός τού γείτονα. "Πάλι τα ίδια…" κάνω. "Έξω κάνει λάβρα…"  λέει. Το κάδρο πίσω από την τηλεόραση μού φαίνεται στραβό. Σηκώνομαι από τον καναπέ. Κάνω λίγα βήματα και στέκομαι όρθιος πρόσωπο με τον τοίχο. PAUL KLEE 26 Ιουνίου – 12 Σεπτεμβρίου  Άνδρος 1993. Κοιτάζω το κάδρο ξανά και ξανά. Προσπαθώ να καταλάβω πού στραβώνει. Τελικά τo ευθυγραμμίζω με την τηλεόραση. "Εκεί καλά είναι;" την ρωτάω. "Εγώ δε βλέπω καμία διαφορά…" μού λέει.  "Το κρεμάσαμε στραβά ή στράβωσε τώρα;" την ρωτάω πάλι. "Μπορεί να φταίει η τηλεόραση…"  λέει.  "Και αυτός ο ελέφαντας πλάι στη τηλεόραση παράταιρος  δείχνει" συμπληρώνω.  "Να κρεμάσουμε τα άλλα…" λέει. "Αυτά με τις φωτογραφίες;" ρωτάω εγώ.  "…Μπορούμε αν θέλεις…"  κομπιάζω. "…Με μελαγχολούν οι φωτογραφίες…"   Χτυπάει το κουδούνι.  "Θα ΄ναι ο  κούριερ…" λέει. Φοράω τη μάσκα μου και πηγαίνω στη εξώπορτα. Ανοίγω. "Αυτή είναι για εσάς…" ακούω τον κούριερ.  "Κι΄ άλλη τηλεόραση;…"  απορώ  "…Αφού ψωνίσαμε…"   "Αφού αυτή που ψωνίσαμε δεν παίζει…"  πετιέται εκείνη.  "Φτηνοπράματα!…"  μονολογώ. Ακουμπάω το κουτί με τη τηλεόραση όρθιο πλάι στη χαλασμένη. Κάθομαι στον καναπέ. Συνεχίζουμε να κοιτάμε το γυαλί. Ο ήλιος τώρα έχει αφήσει το γυαλί και βρίσκει τοίχο. Ο συναγερμός τού γείτονα έχει σταματήσει.  "Τώρα μπορούμε να την ανοίξουμε…" λέει. Ακούω τον κούριερ να μαρσάρει και τον ήχο από τη μηχανή που σβήνει καθώς απομακρύνεται.                "Έφυγε…"  λέω.  "Μάς έμεινε αμανάτι η τηλεόραση…" λέει.  "Ετοιμάσου… Ήρθε η ώρα!…"  δίνω το σύνθημα εγώ.  Σηκώνομαι από τον καναπέ και κοντοστέκομαι:  "…Πριν την ανοίξουμε θέλεις να δούμε τις φωτογραφίες που έλεγες;"  Πηγαίνω γραμμή στο παλιό δρύινο σεκρετέρ και βγάζω από μέσα ένα σωρό.  Με τις φωτογραφίες αγκαλιά κάθομαι ξανά πλάι της.  "Κοίτα…" τής λέω.  "…Αυτή σού θυμίζει κάτι;"   "Η θάλασσα!…"  κάνει.  "Η θάλασσα… Ψέματα μού φαίνεται!…"   Κοιτάζει τη θάλασσα…




26/5           ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΦΙΛΕΝΑΔΑ 

Τηλε-όραση. Λέξη σύνθετη. Από το πρόθεμα τηλε και την όραση. Σημαίνει βλέπω μακριά. Πόσο μακριά; Εξαρτάται από την απόσταση τού καναπέ. Τηλεόραση και καναπές πάνε πακέτο.  Όσο πιο μακριά ο καναπές από την τηλεόραση τόσο πιο μακριά βλέπεις. Όσο πιο μακριά βλέπεις τόσο καλύτερη η τηλεόραση. Το μέγεθος τής εικόνας μιας τηλεόρασης μετριέται σε ίντσες. Μεγάλη κουβέντα γίνεται για το μέγεθος. Αντίθετα με αυτό που πολλοί πιστεύουν, το μέγεθος δεν παίζει ρόλο. Αυτό που παίζει είναι η ευκρίνεια. Η ευκρίνεια τής εικόνας. Μετριέται με πίξελ. Πόσα πίξελ χρειάζονται για να λογαριάζεται η εικόνα ευκρινής δε ξέρω. Εξάλλου η ευκρίνεια εξαρτάται και από άλλους παράγοντες. Διαφορετικά τα μάτια του καθένα. Άλλος βλέπει σα γεράκι. Άλλος δε βλέπει πέρα από τη μύτη του. Είναι και το άλλο: Καθένας βλέπει ό, τι θέλει. Το ίδιο και στη τηλεόραση. Εγώ, για παράδειγμα, τρελαίνομαι για σειρές. Αυτές που δεν τελειώνουν ποτέ και όταν τελειώνουν θέλω κι΄ άλλο.  Άλλος γουστάρει πιστολίδι.  Μπαμ και κάτω! Καθείς με το γούστο του. Απ΄ όλα έχει ο μπαχτσές. Στη τηλε-θέαση το γούστο, και μόνο το γούστο, αρκεί. Κάποτε η τηλεόραση ήτανε ίδιο μπαούλο. Ένα μπαούλο με εικόνα. Σήμερα είναι έξυπνη. Σμαρτ την αποκαλούν. Και με το δίκιο τους. Η σμαρτ τιβί είναι παραπάνω από τηλεόραση. Πέρα από τηλεόραση. Η σμαρτ τιβί  θέλει σμαρτ τηλεθεατή. Αυτό δεν είναι εύκολο. Εγώ πάντως, ομολογώ, τα έχω βρει σκούρα. Καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω…  Στο σπίτι έχουμε πέσει όλοι με τα μούτρα. Τα παιδιά θέλουν να τα δουν όλα μεμιάς και κάνουν συνέχεια ζάπινγκ. Εγώ δεν προλαβαίνω. Η γυναίκα μου κλεισμένη στο άλλο δωμάτιο βλέπει ακόμα από την παλιά… 




20/5           Ο ΚΑΦΕΣ 

Να σε πω τη μοίρα σου;  Άσε καλύτερα… τη ξέρω. Ζευγαράκια ερωτευμένα. Μ΄ ένα καφέ στο χέρι. Ρουφάνε αργά γουλιά γουλιά. Έπειτα πιάνουν το καλαμάκι. Ανακατεύουν  με αυτό όσο έχει απομείνει στο ποτήρι. Φέρνουν το καλαμάκι στα χείλια. Επαναλαμβάνουν την ιεροτελεστία. Ξερογλείφονται. Να μαζέψει η γλώσσα όλη τη γλύκα. Να μη πάει σταλιά χαμένη. Και μετά ξανά από την αρχή. Ξανά και ξανά το ίδιο. Στο διηνεκές. Σε μια απροσδιόριστα προδιαγεγραμμένη ηδονική συνέχεια. Θεέ μου, κάνε αυτός ο καφές να μη τελειώσει ποτέ!… Πάνε κάμποσα χρόνια που έκοψα το κάπνισμα. Μαζί και τον καφέ. Μα για ένα γλυκό καφεδάκι, όποτε τύχει, δε λέω όχι. Χτες θυμήθηκα τα παλιά. Λαχτάρησα καφέ. Να ΄ξερες πόσο μού έχει λείψει!  Πήρα που λες έναν κι΄ έπεσα με τα μούτρα. Σα να μην είχα ξαναδοκιμάσει ποτέ ξανά καφέ στη ζωή μου. Είναι αστείο. Είναι τόσο αστείο… Να σε πω τη μοίρα σου; και τον καφέ λέω άμα θέλεις… Είχα μείνει στο τελείωμα και ρούφαγα. Ρούφαγα με μανία… Αυτό μπορεί να πάρει καιρό. Στο τελείωμα πάντως ο καφές έχει άλλη γλύκα! Έχει γίνει ένα με τη ζάχαρη που κατακάθισε στο ποτήρι. Καφές και ζάχαρη σε σάρκα μία. Εγώ σερμπέτι. Εκείνη σκέτο… Να σε πω κύριος; Όχι δε θέλω!  Αμάν  πια!  Δε θέλω να μού πεις τη μοίρα μου!  Έφερα το καλαμάκι στα χείλια και ρούφηξα την τελευταία τζούρα. Ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος. Αυτός  που κάνει το καλαμάκι όταν τελειώνει ο καφές και τραβάει αέρα. Σκέτο αέρα. Πιτσίλισε κι΄ έγινα χάλια. Το ατσαλάκωτο πουκάμισό μου δηλαδή. Πάντα η ίδια λυπημένη ιστορία… το  λέρωσες! Γιατί δεν την άφησες να σού πει τη μοίρα; Ήτανε απλώς μια κακιά στιγμή… έτσι τής είπα… Η ώρα πέρασε δίχως άλλα απρόοπτα. Στο παγκάκι. Συντροφιά με τον καφέ. Όταν σηκώθηκα είδα πως είχε φύγει. Τώρα σκέφτομαι πως μπορεί να μην έφυγε. Ή μπορεί να ήτανε φευγάτη από πριν. Ή να έφυγε αργότερα κι΄ εγώ δεν τη πήρα χαμπάρι. Ή να το ήθελα. Συμβαίνουν αυτά…  Ένα με στενοχωρεί περισσότερο απ΄ όλα:  Ότι μπορεί να έφταιγε ο καφές. Το άρωμά του. Η γλύκα του. Προπάντων εκείνο το άγαρμπο ρούφηγμα…




14/5           ΩΤΙΤΙΔΑ!

Πονάω και μού λέει πως δεν είναι κάτι να ανησυχώ. Ο γιατρός που πηγαίνουμε παρέα μιλάει για ωτίτιδα. "Ώστε ωτίτιδα! Αυτή είναι η καταραμένη λέξη;…  Με βασανίζει μέρες τώρα γιατρέ και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί."   Εκείνη περιμένει στο σαλόνι μέχρι τώρα αμίλητη. "Τι είναι ωτίτιδα γιατρέ;" τον ρωτάει. Εγώ σαν άμαθο σχολιαρόπαιδο κρέμομαι από τα χείλια της. Με κοιτάζει απορημένος. Σχεδόν έκπληκτος. "Αυτό που έχεις! Καλά, είσαι εντελώς αναίσθητος… δεν το νοιώθεις;" μού λέει.  "Δε νοιώθω τίποτα πλέον γιατρέ! Απλώς πονάω, και πονάω πολύ. Αυτό δε φτάνει;"  θέλω να του πω. Δεν είπα τίποτα. Εκείνη έχει ήδη σηκωθεί από τον καναπέ. Φοράει το παλτό της και περιμένει. Πληρώνω, χαιρετάω, και φεύγουμε. Βγαίνουμε στο δρόμο. Η βροχή έχει σταματήσει. "Είδες που στα ΄λεγα;  Αφού δεν είχες ανάγκη τον γιατρό. Είναι φανερό, κάτι θα σε πείραξε… αυτό εννοούσε. Είπε θα περάσει".  Στο βρεμένο πλακόστρωτο καθρεφτίζονται τα φώτα της πόλης. Στον τοίχο μια αφίσα στο γράφει: "Σήμερα ο Λώρενς Φερλινγκέτι  θα απαγγείλει ποιήματα για την αγάπη. Όσοι πιστοί προσέλθετε."  Μα ο Λώρενς Φερλνγκέτι πέθανε! είναι δυνατόν; Κάποιο τυπογραφικό λάθος θα ΄χει γίνει, σκέφτομαι. Ένας κοπρίτης μάς έχει πάρει το κατόπι. Δείχνει μελαγχολικός και ζητάει χάδια. Μπλέκεται στα πόδια της κουνώντας πέρα δώθε την ουρά του. "Σε αγαπάει…"  λέω. Σκύβω και τον χαϊδεύω.  "Σκυλάκο μου πονάει και σένα το αυτάκι σου;… Τελικά δεν κατάλαβα: Τι είναι η ωτίτιδα;"  την ρωτάω. "Κάτι, σαν την αγάπη… Που πονάει λιγότερο"  λέει.  "Δεν μπορεί αγάπη…  αυτή είναι μια ξένη φορτική!  Μα είναι ολοδικιά μου και λαχταρώ για δαύτη"  τής λέω.  Ο σκύλος κάτι σκαλίζει στα σκουπίδια. Ξεθάβει  ένα μεγάλο κόκαλο και αρχίζει να το γλύφει.  "Στον κόσμο των πονεμένων ο πόνος δεν έχει θέση! Πρέπει να φανείς δυνατός…"  λέει.  Μού ζητάει και αγοράζω από το περίπτερο μια σοκολάτα. Τη σπάω στα δύο να την μοιραστούμε. Ο καθένας με τη σοκολάτα του. Καθένας με το δικό του κομμάτι. Προχωράμε για λίγο αμίλητοι. "Φιλάκι δεν έχει;" τής λέω. Το σκέφτεται. Ύστερα μού σκάει ένα κλεφτό φιλί:  "Χα! Κοίτα! Στο μάγουλό σου κάθισε ένα σοκολατένιο φιλί! Είναι αστείο! Πολύ αστείο! Μη μού πεις ότι δεν είναι… Δεν είναι;"   "Είναι…"  απαντάω.  "Σα φτάσουμε σπίτι θα βάλω σταγόνες στο αυτί σου για να μη πονάς" μού λέει. Κάπου μακριά ακούω μπουμπουνίζει.  Αρχίζει πάλι να ψιλορίχνει.  Ανοίγω την ομπρέλα. Πιανόμαστε αγκαζέ και κουρνιάζει πάνω μου σαν πληγωμένο πουλί. "Ας περπατήσουμε λίγο ακόμα"  προτείνω  "…Τώρα σα να γλύκανε ο πόνος".





2/5            ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

Το βάψιμο των αυγών μια περιπέτεια, πρώτη φορά σπάσαμε αυγά. Μάς ήρθε κεραμίδα κατακούτελα! Μη ξέροντας τι έφταιγε  αρχίσαμε να ρίχνουμε το φταίξιμο ο ένας στον άλλο:  "Μήπως τα ψώνισες ραϊσμένα;  Κι΄ αν ήτανε ραϊσμένα που είχες το μυαλό σου;  Κι΄ αν το ήξερες γιατί δεν μού το είπες;…"   αυτά και άλλα τέτοια λέγαμε.  Κι΄ όμως τα αυγά φαινόντουσαν γερά. Τίποτα δε προμήνυε πως θα άνοιγαν στο βράσιμο. "Δε μπορώ να θυμηθώ… Πώς βάφαμε κάποτε τ΄ αυγά;  Τώρα που το σκέφτομαι  κάτι σα  να πήρε το μάτι μου… Μια ανεπαίσθητη ρωγμή ίσως…"  είπε εκείνη. "Ανάξια λόγου…"  συμφώνησα εγώ.  Έπειτα ήτανε κι΄ η μπογιά. Η ίδια δοκιμασμένη κόκκινη μπογιά που τα βάφουμε κάθε χρόνο μάς βγήκε ροζ!  Αυγά ροζ  με άσπρα ξεπλυμένα στίγματα σα να είχανε λεύκη! Κι΄ όσο περνούσε η ώρα η μπογιά τρύπωνε από το σπασμένο τσόφλι. "Είναι απαίσια!… Θέλω να μάθουμε ξανά, να πάρουμε απ΄ την αρχή πως βάφονται τ΄ αυγά.  Αυτά εδώ δεν τρώγονται με τίποτα…" είπε. "Αν πετάξουμε το βαμμένο… Το υπόλοιπο μπορεί να τρώγεται…" είπα. "Αν πάθω καρκίνο από τη κωλομπογιά εσύ θα φταις!"  απάντησε. Κάναμε να μιλήσουμε ώρα. Φιλιώσαμε μόνο σα διαβάσαμε στη συσκευασία πως δε θα πάθουμε καρκίνο.  "Το τσόφλι φταίει που ανοίξανε!  Το τσόφλι τους ήτανε πολύ λεπτό…" είπα. "Κάποτε πετούσαμε αυγά και το φχαριστιόμασταν! Σήμερα σπάνε με το παραμικρό…" είπε.  "Όλα ψεύτισαν…" συμφώνησα.  Θυμήθηκα που μικρούλης είχα φυλαγμένο ένα ξύλινο αυγό και κάθε Πάσχα το έβαφα κόκκινο σαν αληθινό. "Τι αυγό ήταν εκείνο! Δεν καταλάβαινε Χριστό!… "  είπα.  "Μην αρχίσεις πάλι τα ίδια σε παρακαλώ… Σε ικετεύω!…" σχολίασε. Το νερό ήδη κόχλαζε. Το πρώτο αυγό ανέβηκε στην επιφάνεια σα φελλός παρέα με τις μπουρμπουλήθρες.  Με χέρια προτεταμένα και παλάμες ορθάνοιχτες άρχισε να φωνάζει "βοήθεια".  Ακολούθησαν τα υπόλοιπα  "βοήθεια! βοήθεια!…" κι΄ αυτά, μα κάναμε πως δεν ακούγαμε. "Συγχώρεσέ με αν παραφέρθηκα…  Εκεί μέσα ένοιωθα κομμάτι άβολα…" τής εκμυστηρεύτηκα μετά.  "Δε φταίει το καυτό… Και τα αυγά ημέρας ήταν…"  μού απάντησε. Είχε πάρει μια μεγάλη κουτάλα και τα ανακάτευε. Τα προτεταμένα χέρια ζαρωμένα από τους υδρατμούς κατέβηκαν και χάθηκαν μέσα στο νερό. Και όπως τα σωθικά τους είχανε ανοίξει, τώρα βράζανε ολόκληρα στο ζουμί τους. Τώρα πια δεν υπήρχε ούτε ένα ανέπαφο! Ούτε ένα, πάρεξ οι αναμνήσεις. Την έβλεπα που ανακάτευε και αναρωτιόμουνα τί σόι αυγά θα βγάζαμε. "Είναι έτοιμα! Θα έρθεις;" την άκουσα να λέει. Πήγα στη κουζίνα και τη βρήκα ξαναμμένη. "Θέλω να βάψουμε καινούργια…" μού λέει. Έσταζε.  Τα μαλλιά της κολλημένα στο πρόσωπο. Στο πρόσωπό της το κόκκινο της φωτιάς. "Μη στεναχωριέσαι… Θα πάρουμε έτοιμα, βαμμένα. Αυτοί ξέρουνε να τα βάφουνε καλύτερα από μας…"  τής είπα. Αρχίσαμε να τα βγάζουμε ένα ένα με προσοχή από την κατσαρόλα. "Μία σου εσύ, μία μου εγώ…" λέγαμε "…Αργά, πιο αργά… Με ρυθμό…"  Το είδωλό τού προσώπου της διαγράφονταν στη γυαλιστερή επιφάνεια της μπογιάς. "Αχ με τρελαίνει! Τρελαίνομαι για το κόκκινο της φωτιάς!"  τής λέω. "Κι΄ εμένα!  Να βάφουμε αυγά κάθε μέρα…"  λέει, λέει  και στηρίζεται στο πάγκο της κουζίνας. Συνεχίσαμε έτσι μέχρι το τελευταίο αυγό.

 




21/4           ΤΟ ΣΚΑΛΩΜΑ

Τέσσερα σπασμένα πλευρά, ρήξη άνω δεξιά πνευμονικού λοβού, ρήξη σπλήνας, δυό πόδια σακατεμένα και το αριστερό χέρι θρύψαλα -το δεξί ευτυχώς είναι μια χαρά και μπορώ να γράφω· γράφω, γράφω… όλο γράφω να προλάβω έτσι και τα κακαρώσω να θυμάμαι τι έγινε·  η γυναίκα μου μού έφερε ένα τεράστιο αετό ολόιδιο με τον δικό μου -απορώ πού βρήκε αετό τέτοια εποχή- και τον ακούμπησε όρθιο στο τοίχο απέναντί μου, ήτανε το πρώτο που είδα μόλις έκλεισα τα μάτια μου· κι΄ ύστερα είδα τον Αχμέτ  "εγώ τα έκανα σκατά εγώ θα τα καθαρίσω" του είχα πει και πήγα κι αγόρασα μια πτυσσόμενη σκάλα και πουρνό πουρνό με τη σκάλα παραμάσχαλα ξεκίνησα αποφασισμένος για το δέντρο που είχε θεριέψει εντός μου· άνοιξα όλα τα κομμάτια της σκάλας, τα ασφάλισα με προσοχή κι΄ άρχισα να ανεβαίνω ένα ένα τα σκαλιά, θα τον έφτανα, θα τον ξεσκάλωνα και θα τον πήγαινα σπίτι· γιατί ο αετός μου δεν ήτανε απ΄ αυτούς τούς τσίπικους τού σωρού που εμφανίζονται στους δρόμους από το πουθενά, αυτούς που προορίζονται να τσακιστούν στο χώμα ή περιμένουν μουχλιάζοντας από την υγρασία στην αποθήκη των ξεχασμένων αετών, ήτανε φτιαγμένος στο χέρι με μεράκι, τέλεια ζυγιασμένος, με μακριά, φουντωτή ουρά, αετός φτιαγμένος για να πετάξει ψηλά, πολύ ψηλά, κι΄ αν δεν ήτανε εκείνο το κλαδί ή ο αέρας πήγαινε διαφορετικά, ακόμα θα πετούσε· θα μπορούσα βέβαια να τον είχα σηκώσει στο ξέφωτο, εκεί όπου ήτανε όλοι μαζεμένοι και διαγκωνίζονταν ποιος θα πήγαινε πιο ψηλά, θα μπορούσα χίλια δυο… μα τι σημασία έχει κατόπιν εορτής; σκάλωσε γιατί ήτανε γραμμένο να σκαλώσει -και είχε σκαλώσει διάολε για τα καλά! θυμάμαι έκανα την καρδιά μου πέτρα, την παλάμη μου σκιάδι και γύρισα στον ουρανό να τον δω και το μόνο που είδα ήτανε κάτι μαύρα στίγματα με ουρές που τις πήγαινε όπου ήθελε ο άνεμος, εκεί ψηλά δε διακρίνεις χριστό… θέλεις να χαρείς τον αετό σου μα δεν μπορείς γιατί δεν τον βλέπεις, συνήθως τον μπερδεύεις με κάποιου άλλου·  έπειτα γύρισα και κοίταξα τον δικό μου, τον σκαλωμένο, μα ήταν χάρμα οφθαλμών!  "φτου να μη τον ματιάσω…" είπα μέσα μου· είχε απλώσει την αρίδα του στο κλαδί και ρέμβαζε του καλού καιρού πανέτοιμος να απογειωθεί, με την ουρά του ελεύθερη να λικνίζεται στο αεράκι με χάρη, ήξερα πως δεν ήτανε παρά ένα διάλειμμα· "ξεκουράσου φίλε και τού χρόνου θα τούς φάμε!" τού είπα και έκοψα την καλούμπα αφήνοντάς τον στο κλαδί· και οι μέρες περνούσανε κι’  όλα πήγαιναν μια χαρά όπως πάνε συνήθως, μέχρι που ο Αχμέτ ήρθε σπίτι να κλαδέψει τα τσακισμένα από τον χιονιά δέντρα στο κήπο· κι΄ έτσι όπως τον χάζευα να σκαρφαλώνει στα δέντρα σα μαϊμού πώς διάολο μου ΄ρχεται φλασάκι και "πώς τα καταφέρνεις;" τον ρωτάω, "είναι πανεύκολο…" μού λέει, "και δε φοβάσαι μήπως γκρεμοτσακιστείς;"  επιμένω, "συνηθίζεις…" μού λέει· ανοίγω τα μάτια μου με δυσκολία "πώς πάμε;" με ρωτάνε οι γιατροί, ήρθανε να με μπλαστρώσουνε παυσίπονα, κάθε τρεις και λίγο μια χούφτα παυσίπονα… "πώς να πάμε;"  τούς ρωτάω, εγώ δε χρειάζομαι παυσίπονα μα αν ήτανε μάγκες ας γυρίζανε τον χρόνο πίσω αυτό το σκάλωμα να το αγαπούσα, μόνο αυτό θέλω κι΄ ας πονάω, "θα σού περάσει…", απαντούν και βγαίνουν απ΄ το δωμάτιο ενώ η γυναίκα μου σηκώνεται να χαμηλώσει τα στόρια για να μη πέφτει ο ήλιος στα μάτια μου και με ρωτάει αν μού αρέσει ο αετός που μού έφερε, "αγάπη μου είναι τέλειος!" τής λέω  "…ο ωραιότερος αετός που είχα ποτέ στη ζωή μου".




12/4           SUNSET BOULEVARD

Δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω από αυτό που ήδη έκανα.  Ξύδι τούς πρέπει και έριχνα μπόλικο. Μετά τα άλειψα λάδι.  "Κοίτα! Κοίταξε πως κοκκινίζει! Τι χρώμα! Δεν είναι υπέροχο;"   Το κόκκινο απλώνονταν παντού στο πιάτο. Κόκκινο μεταδοτικό σαν αγάπη που τίποτα δε φάνταζε ικανό να τού αντισταθεί. Απέναντι  το γυαλί έπαιζε συνεχώς τους πεθαμένους. Παραδίπλα ο ταβερνιάρης  τηγάνιζε τα καλαμαράκια που είχαμε παραγγείλει. Πήρα στο χέρι μου το μαχαίρι:  "Να τα κόψω; Έκοψα ένα ένα τα παντζάρια μεθοδικά σε κυκλικές φέτες. Το κόκκινο έγινε πεθαμένο αίμα. Άρχισα να βουτάω μέσα το ψωμί. Το ψωμί διψασμένο, τραβούσε το αίμα σα σφουγγάρι. Ο σκύλος περίμενε πλάι μου ανυπομονώντας. Κάθε φορά άνοιγε το στόμα του και έκανε την παπάρα μια χαψιά.  "Οι σκύλοι παθαίνουν κωρονοϊό;"  Τον χάιδεψα  "… Άκουσα πως μόνο οι άνθρωποι πεθαίνουν από δαύτον."  Με παρατηρούσε αμίλητη.  Όταν μίλησε είπε:  "Σε ικετεύω· επιτέλους κοψ΄το!  Μη χαραμίζεις το κόκκινο.  Κράτησέ το καβάτζα για τις γκόμενες, τις βαρκούλες, τις πρασινάδες και τα ρομαντικά ηλιοβασιλέματα στη κουτσομπόλα…"   Ο ήλιος βρίσκονταν σε ελεύθερη πτώση. Λίγο πριν ακουμπήσει τη θάλασσα έκανε να πιαστεί από κάτι ψωροσωρείτες που ΄τανε στο διάβα του και κατέληξε φαρδύς πλατύς στο πιάτο με τα παντζάρια. Τα αίματα πετάχτηκαν και μ΄ έκαναν χάλια.  Ήτανε φανερό πως, όσο περνούσε η ώρα, εκείνη η ταβέρνα δεν είχε τίποτα ρομαντικό.  "Γκαρσόν!"  φώναξα  "…Γκαρσόν τον λογαριασμό! Φέρε μας σε παρακαλώ τον λογαριασμό να πάμε αλλού""Κάπου αλλού θα βρούμε να πάμε…" γύρισα και της είπα. Σηκώθηκε. Κι΄ όπως σηκώθηκε η καρέκλα της σωριάστηκε με τη πλάτη στο χαλίκι. Ο σκύλος τρόμαξε κι έκανε μερικά βήματα πέρα.  "Μέχρι να φέρει τον λογαριασμό κάτσε λίγο ακόμα κοντά μου…"  Έστησε όρθια την καρέκλα και ξανακάθισε. Πέρασε αρκετή ώρα χωρίς να ανταλλάξουμε λέξη.  Ο λογαριασμός άφαντος. "Γκαρσόν!"  ξαναφώναξα  "…Τα καλαμαράκιά μας έχουνε γίνει κάρβουνο!"  Ο ήλιος τα κατάφερε τελικά και βούλιαξε αύτανδρος. Το σκοτάδι μάς είχε αγκαλιάσει. Εκείνη κοίταζε τα πεφταστέρια. Εγώ τα μάτια της. "Γιατί;  Θεέ μου έγινε κομμάτια!…"  κάποτε είπε. Κράτησα το χέρι της: "Μη κλαις, έπεσε στη θάλασσα… Τα πεφταστέρια ξέρουν μπάνιο·  απλώς κάνε μία ευχή".  Έκανε.  Οι κόρες των ματιών της ραντάρ στο σκοτάδι συνέχιζαν να ψάχνουν σημεία ζωής: "Πεφταστέρι μου, μελαγχολικό πεφταστέρι, γιατί; Γιατί το έκανες αυτό;"  "Σού είπε;" ρώτησα. "Όχι· πήρε το μυστικό μαζί του… Αλήθεια σε νοιάζει;" απάντησε.  "Στη ζωή σου είχες ποτέ μυστικά;" ρώτησα.  "Εσύ;"  απάντησε.  Ο σκύλος βαρέθηκε να περιμένει με το στόμα ανοιχτό και έφυγε. Την ρώτησα αν ήθελε να παραγγείλουμε κάτι ακόμα. Διέκρινα ακόμα στο βλέμμα της το γλυκό φως από το ηλιοβασίλεμα που λαμπύριζε στο νερό και σχημάτιζε στην επιφάνειά του  μια λεωφόρο καμωμένη από χρυσές ανταύγειες.




29/3  ΣΤΟΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΓΑΠΗΣΑ ΠΟΤΕ

"Τι χρησιμεύει η αγάπη;"  Εμένα ρωτάς; Εγώ έχω πεθάνει· πέθανα πριν αγαπήσω. Το αποφάσισα και πέθανα.  Στη κηδεία έπιασα πρώτη θέση θεωρείο. Εκλιπών και απαρηγόρητος μαζί. Πριν πεθάνω τακτοποίησα όλες τις εκκρεμότητες. Κατά πως πρέπει. Μόνος μου πήγα και είπα: Παραιτούμαι! Παραιτούμαι από κάθε νόμιμο δικαίωμα. Αυτό είπα. Μού φάνηκε ηλίθιο μα αυτό είπα. Το "νόμιμο" δε ξέρω πως μού βγήκε. Μάλλον κάπου το είχα ακούσει. Όσο για το "δικαίωμα"  σάμπως είχα πάνω της κανένα δικαίωμα; Άκου δικαίωμα… Χα! ελεύθεροι άνθρωποι είμαστε. Ελεύθεροι άνθρωποι στο κλουβί. Πάντως ό, τι είχα να πω το είπα με στόμφο και αποφασισμένος. Η εκφορά των λέξεων αργά και καθαρά δεν άφηνε περιθώριο για την παραμικρή αμφιβολία πως ότι έλεγα το εννοούσα. Δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία τι ειπώθηκε. Με άκουσε ανέκφραστη. Δεν αντέδρασε. Σα να το περίμενε. Στέκονταν ακίνητη με τη πλάτη γυρισμένη προς το μέρος μου. Εγώ κάθε φορά έτρεχα σα το σκυλάκι. Έκανα στροφή 180 μοιρών και έβγαινα μπροστά της. Τζα! εδώ είμαι πάλι! έκανα. Ακριβώς μπροστά της. Πρόσωπο με πρόσωπο. Πρόσωπο με πρόσωπο ήθελα. Παραιτούμαι!…έλεγα  …Με άκουσες; Τ΄ αυτιά ξέρω… μα τα μάτια; ακούνε τα μάτια; Με φόβιζε το βλέμμα της. Κοίταξε με σε παρακαλώ…  Αν διασταυρώνονταν οι ματιές θα είχα μια τελευταία ευκαιρία· έτσι νόμιζα.  Ή θα ήτανε τουλάχιστον η αρχή για μια τελευταία ευκαιρία· αν, αν λέω, υπήρχε μια τελευταία γαμημένη ευκαιρία αυτή να ήτανε δικιά μου. Γύριζε αλλού το κεφάλι. Τα μάτια της καρφωμένα στο τοίχο. Σα να ήθελε να τρυπήσει το ντουβάρι. Να περάσει στην άλλη μεριά. Να το τρυπήσουμε μαζί, να φύγουμε από δω… Πόση μοναξιά μπορεί να χωρέσει στη φαντασία;  Ποιος σε περιμένει; ρώτησα. Την άφησα εκεί  έτσι όπως ήτανε καρφωμένη και έτρεξα να δω στο δίπλα δωμάτιο. Μετά γύρισα. "Τι είδες;"  Μια ροτόντα ξύλινη· μέσα στη σκόνη· ένα βάζο γυάλινο με πεθαμένες μαργαρίτες· με φύλλα και κοτσάνια που σάπιζαν·  το νερό, όσο είχε απομείνει δηλαδή, ήταν πράσινο·  μύριζε απαίσια·  ύστερα είδα έναν καναπέ·  μ΄ ένα κωλοπατημένο ριχτάρι·  είδα ψίχουλα στο πάτωμα· και μια λαδιά· είδα και την τηλεόραση που ακόμα έπαιζε· για κωρονοϊασμένους νομίζω… αυτά είδα τής είπα.  "Τις σοκολατένιες καρδούλες που λαχταράς και σού τρέχουν τα σάλια;"   Μία που είχε απομείνει την τσάκισα την έρμη… λέω.  "Την αγάπη; Είδες πουθενά την αγάπη;"  Ναι… την αγάπη… ίσως τριγυρνάει κάπου… Δε πρόσεξα…  Πού να ξέρω;… Δεν αγάπησα ποτέ, λέω.  "Ζηλεύεις;"   Σα τρελός!… λέω. Ζηλεύω τόσο πολύ που ποτέ δε θα μπορούσα να φανταστώ στη ζωή μου πως θα ζήλευα.  "Γιατί ζηλεύεις; Αφού ό, τι χρειάζεσαι δικό μου το έχεις".  Εκτός από αυτά που δεν μπορώ να έχω… λέω.  "Έτσι πάντα γίνεται…"  Ζηλεύω αυτόν τον τοίχο! Ζηλεύω αυτόν τον καριόλη τον τοίχο που κοιτάς συνέχεια αντί εμένα… λέω. Γελάει.  "Είσαι θεόμουρλος…"   …Θέλω να τον γκρεμίσω, να σε πάρω μακριά του.  "Δε χρειάζεται. Καλά είμαι εδώ…"  λέει. Λέει και με κοιτάζει στα μάτια.  "…Δεν έχω άλλο τι από το να  ΄μαι ευτυχισμένη, πρέπει να ΄μαι ευτυχισμένη· εδώ η ευτυχία είναι εξασφαλισμένη".   Αυτά ειπώθηκαν μεταξύ μας θυμάμαι· και, για να ειπώθηκαν, έτσι είναι. Στη κηδεία την είδα, έλαμπε.  Ντυμένη με τα χρώματα τού ήλιου και μαύρη πλερέζα. Το στεφάνι έγραφε Στον αγαπημένο μου που δεν αγάπησα ποτέ. Ήρθε και στάθηκε δίπλα μου. Στα σταυρωμένα χέρια της κρατούσε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Σκέφτηκα πως εκεί κάτω, στα υγρά κι΄ ανήλιαγα, ένα κόκκινο τριαντάφυλλο από τα χεράκια της ήταν ό, τι έπρεπε για να ζεστάνει τη στερημένη καρδιά μου. Για μένα είναι; τη ρωτάω.  "Καλύτερα να το ρίξω στο τάφο"  λέει. Κούνησα το κεφάλι συγκαταβατικά. Είπα: Συνηθίζεται… 





10/3          ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΚΟΥΝΟΥΠΙΚΟ ΤΗΣ

Ήτανε τέτοια η φούρια μου που φεύγοντας άφησα τη πόρτα ανοιχτή. Αυτή είναι η φωλίτσα μας, σ΄ αυτή εδώ μαζί θα πεθάνουμε. Μετά από χρόνια οι γείτονες θα ανοίξουνε την αραχνιασμένη πόρτα και θα ανακαλύψουνε δυο αγκαλιασμένα πιτσουνάκια που κανείς δε μπόρεσε να τα χωρίσει. Θα μπουκάρουν οι γείτονες να το κάνουν καλοκαιρινό… προς στιγμή σκέφτηκα …Μετά θα πλακώσουν τα κουνούπια και θα τής πιούν το αίμα. Δεν πλάκωσαν. Η πόρτα έκλεισε και το σπίτι ξανάγινε φρούριο κανονικό όπως το ήξερα. Το φαγητό είναι έτοιμο! Αμελέτητα! το αγαπημένο σου! Έλα πριν κρυώσει. Και μην αφήνεις τη πόρτα πολλή ώρα ανοιχτή γιατί θα μπούνε κουνούπια. Βαρέθηκα! Δεν αντέχω άλλο να μού πίνετε το αίμα! έλεγε και ξανάλεγε στα κουνούπια. Εμένα τα κουνούπια δε με πείραζαν. Με  έλεγε αναίσθητο επειδή δε με πείραζαν. Έλεγε πως στις φλέβες μου δεν κυλάει αίμα παρά αντικουνουπικό, πως τα κουνούπια μού πίνουνε το αντικουνουπικό μου κι΄ εγώ ο αναίσθητος δεν παίρνω χαμπάρι, και πως μετά τα κακόμοιρα ψοφάνε. Και, επειδή ψοφούσαν, έβαζε τα κλάματα. Τι έχουν τα κακόμοιρα και ψοφάνε; Έκλαιγε και εγώ στεναχωριόμουνα που έκλαιγε και όταν καθόντουσαν πάνω στη γυμνή σάρκα τα χάιδευα και έλεγα "ο-ο-ο το καλό κουνουπάκι τ΄ αγαπάω, το καλό κουνουπάκι…"  κι΄ εκείνη έλεγε "εμένα δε μ΄ αγαπάς όπως αυτά…"  αυτά και άλλα τέτοια λέγαμε. Ας μην αλλάξουμε κουβέντα λοιπόν, ας συνεχίσουμε να μιλάμε για τα κουνούπια, τις μύγες τσε τσε, τον κορωνοϊό, τους πεθαμένους, τις προφητείες των ειδικών, ας συνεχίσουμε καραντίνα την υπόλοιπη ζωή μας, να φορέσουμε μάσκα και στα κουνούπια… να τα κάνουμε όλα αυτά κι΄ άλλα τόσα αν θέλεις, μα σε παρακαλώ δε θέλω να ξανακούσω σ΄ αυτό το σπίτι τη λέξη αγάπη. Τα χάιδευα μα δεν έβλεπα τα κακόμοιρα να ψοφάνε, το αντίθετο, ολοένα αγρίευαν και ξεκίνησα να χτυπάω με μανία παλαμάκια λες και χειροκροτούσα, νόμιζε πως χειροκροτούσα μα δε χειροκροτούσα διόλου, τα χέρια μου είχανε βαφτεί κατακόκκινα από ξεκοιλιασμένα κουνούπια. Γιατί, πες μου, γιατί; νομίζεις πως δεν πονάνε; Ποιο κακό κουνούπι σε τσίμπησε; Η αγάπη! Αν μ΄ αγαπούσες όπως αγαπάς αυτά, θα σού άρεσαν όλα πάνω μου, όλα μου γαμώτο! δίχως την αγάπη σου είμαι μόνος μέσα σ΄ αυτό το σπίτι, μόνος με το κακό κουνούπι που με τσίμπησε. Δεν είσαι μόνος, είσαι άρρωστος! Το καταλαβαίνεις πως είσαι άρρωστος; έλα, πάρε το αντικουνουπικό σου σε παρακαλώ. Δε σφάξανε προτιμώ κάτι άλλο. Δε ξέρω τι είναι αυτό το άλλο, κάτι άλλο πιο δυνατό να δράσει, δράση, περισσότερη δράση, διπλή, τριπλή δράση, δράση στο μάξιμουμ κι΄ ας πεθάνω!  Κατέβηκα δυό δυό τα σκαλοπάτια. Έτρεξε στο κατόπι μου. Πάρε το σε ικετεύω! Είσαι άρρωστος, είσαι άρρωστος σ΄ έναν κόσμο πιο άρρωστο από σένα, μα άρρωστος. Χα! ας γελάσω, άρρωστος εγώ; εγώ που πάντα έκανα παρέα με υγιείς; Κοίταξέ με καλά: καλοζωισμένος, ροδαλός ροδαλός, σφύζω από υγεία! Άρρωστος εγώ που όλοι έχουνε να το λένε για μένα πώς τα καταφέρνω; που με έχουνε παράδειγμα για μίμηση; Εγώ είμαι ο άρρωστος; Διέσχισα το πλακόστρωτο τού κήπου. Χαιρέτησα τον πλάτανο που είχα φυτέψει με τα χεράκια μου και θέριεψε να με πνίξει, τον σκύλο που γάβγιζε και κούναγε πέρα δώθε την ουρά του, την τριανταφυλλιά με τα τριαντάφυλλα που τής πρόσφερα σε γιορτές και επετείους, κι΄ έφτασα στη καγκελόπορτα. Δε μ΄ αγαπάς. Σ’  αγαπάω, τώρα σ΄ αγαπάω, πίστεψέ με, πίστεψε όσο είναι καιρός  τα τελευταία λόγια τού άρρωστου που βγαίνει η ψυχή του, σ΄ αγαπάω στ΄ αλήθεια. Είπα να την αγκαλιάσω τελευταία φορά μα άλλη μία φορά έκανα πίσω. Τελικά δε θα πεθάνουμε μαζί… αλλά και πάλι δε ξέρεις… Ήταν η πρώτη φορά που δάκρυσα, όχι γιατί δε θα ζούσα, μα γιατί δε θα πέθαινα μαζί της. Καλύτερα να φύγεις. Και έφυγα, αυτό ήταν όλο. Περπάτησα με γρήγορο ρυθμό, έστριψα τη γωνία στο τετράγωνο, περπάτησα λίγα μέτρα ακόμα και βγήκα στη δημοσιά. Είχε άπνοια μα ένοιωσα το αεράκι να φουσκώνει τα πανιά μου, να με σπρώχνει μπροστά με δύναμη, μόνο μπροστά. Σταμάτησα στη πλατεία να πάρω τσιγάρα. "Καιρό έχω να σε δω! τη γυναίκα σου τη βλέπω συχνά, έρχεται και ψωνίζει αντικουνουπικά… Τι κάνεις;" κάνει ο περιπτεράς. "Όταν την ξαναδείς πες της πως την αγαπάω· τα υπόλοιπα θα σού τα πει η ίδια γιατί βιάζομαι…" είπα, πλήρωσα κι΄ έφυγα. Μόνο αυτό τού είπα, ούτε τι κάνω, ούτε τι θα κάνω, γιατί το κάνω, τι θα κάνω αν δεν το κάνω, τι θα κάνω αν κάνω πίσω… τίποτα.




20/2           ΜΗΔΕΙΑ ΙΙ

Νόμιζα πως είχε φύγει. Και το κομμένο ρεύμα είχε έρθει. Και το τηλέφωνο. Και το νερό. Και οι ντελιβεράδες. Και ο δρόμος ανοιχτός ήτανε. Μέσα από ρημαδιό μα ανοιχτός. Όλα πέρασαν, το είπανε και στο γυαλί. Εσύ, αλήθεια, ονειρεύεσαι; Γιατί με ρωτάς; Για να δώσουμε ραντεβού στα όνειρά μας, τής λέω. Ψέματα, αλήθεια ψέματα. Τίποτα από αυτά δεν ειπώθηκε. Απλώς με πλησίασε –και γι΄ αυτό δεν είμαι βέβαιος. "Έχεις φωτιά;" μού λέει. Έδειχνε ανήσυχη, νευρική. Την έβλεπα να βηματίζει σημειωτόν, να σηκώνει το ένα πόδι της και να χτυπάει τακουνάκι το άλλο. Αυτό συνέχεια έκανε. Πίστευα πως ήταν έτοιμη να φύγει.Από στιγμή σε στιγμή. Μα δίσταζε. Το χέρι της στο κινητό. Σα να περίμενε κάτι. Κάτι ή κάποιον, το ίδιο κάνει. Είχε αργήσει, σκέφτηκα, ίσως είχε ξεχάσει το ραντεβού. Ή δεν το είχε ξεχάσει αλλά δεν μπόρεσε να πάει. Ή δε θέλησε να πάει, μετάνιωσε. Ίσως το ραντεβού που περίμενε να μη δόθηκε ποτέ. Ίσως… "Όλα μπορεί να συμβούν… Όλα τύχη…" τής λέω. Έκανε πως δεν άκουσε. Αλλάξαμε κουβέντα. "Γλύκανε ο καιρός…" είπα. Είχε γλυκάνει ο καιρός και σκέφτηκα να βγω μια βόλτα. Μα, για στάσου, εγώ βόλτα βγήκα. Τι γύρευα μαζί της; Γιατί δεν κράτησα το βήμα μου σταθερό; Γιατί δεν απολάμβανα το τοπίο, τους χιονάνθρωπους, το ηλιοβασίλεμα; Γιατί δεν έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω παρά κρυφοκοίταζα; Καταλήξαμε στο παγκάκι. Έβγαλα από τη τσέπη μου το κινητό. Μια σταγόνα λιωμένο χιόνι έπεσε στο μάγουλό της. "Κλαις;" τής γράφω. "Έπρεπε… Έπρεπε να έχω φύγει…" μού λέει. "…Μα σε έβλεπα, δίσταζες…" τής λέω. "…Αν άνοιγε η γη και με κατάπινε;…" με ρωτάει. "…Ίσως έτσι να ήτανε  καλύτερα…" λέω. Ένας σπουργίτης τσουπ έρχεται και προσγειώνεται στο χιόνι. Κάνει δυο πηδηματάκια, κάτι τσιμπάει και πετάει. "…Πέταξε το πουλί…" μού λέει. "…Μπορεί να σε αγαπάει ακόμα… Με τον τρόπο του… Μπορεί να μη μπορεί αλλιώς…"  τής λέω. Σα να σκέφτεται τα λεγόμενά μου. Μού λέει: "…Εκείνο το βράδυ τού μπλακάουτ ήρθε με το κερί στο χέρι και με αγκάλιασε. Το πρόσωπό του είχε κάτι απ΄ τη φωτιά. Τον αγκάλιασα κι΄ εγώ. Το λιωμένο κερί έσταξε και μ΄ έκαψε. Το περίμενα, λες και ήξερα πως θα καώ. Μού είπε: Να ξέρεις σ΄ αγαπάω με τον τρόπο μου. Τον δικό μου ιδιαίτερο τρόπο. Υπάρχει κάτι παράξενο σ΄ αυτό; Αν υπάρχει θέλω να μού το πεις. Τού απάντησα όχι. Αλλά…" Διστάζει να συνεχίσει. "…Αλλά τί;…" τής λέω. "…Να, κάτι τέτοιες στιγμές νοιώθω πως γίνομαι κακιά μάγισσα. Νοιώθω σα να θέλω το κακό του…"  "…Κι΄ εγώ… Κι΄ εγώ το ίδιο…" κάνω  "…Κι΄ εγώ μάντης κακών γίνομαι. Μα, πίστεψε με, δεν το θέλω…"  Ακουμπάει το κεφάλι της στον ώμο μου. Ένα αυτοκίνητο περνάει πλατσουρίζοντας. Ένας ντελιβεράς βιάζεται στο κατόπι του. Σηκώνεται από το παγκάκι. στέκεται όρθια και με κοιτάζει. "…Μάντης κακών…" επαναλαμβάνει.  Στρέφει το βλέμμα της  στο δρόμο. "…Ό,τι ζήσαμε μια χιονόμπαλα που έσκασε κι΄ έγινε λασπόνερα…" μονολογεί. Μετά γυρίζει προς το μέρος μου. "… Ξέρεις να προβλέπεις το μέλλον; Κι΄ αν όπως λένε έχει φύγει, άραγε ποια έχει τώρα σειρά;… " με ρωτάει. Το δάκρυ στο μάγουλό της είχε κοκαλώσει. Το ζέστανα με τα χνώτα μου κι΄ έγινε χιονολούλουδο. Μετά τής είπα: "… Μην τούς ακούς…  Δεν έφυγε…"  Ήξερα πως ήταν εκεί απαρηγόρητη, αυτή μόνο αληθινή. 





14/2           ΜΗΔΕΙΑ

Χτες βγήκαμε. Μπανιαριστήκαμε, παρφουμαριστήκαμε και βγήκαμε. Ντυθήκαμε καλά. Έκανε παγωνιά. Είχανε πει πως θα χιονίσει. Μετά χιόνισε. Βγήκαμε και πήγαμε σινεμά. Είδαμε το ίδιο έργο. Δεύτερη φορά, τρίτη…  δε θυμάμαι. Έχω χάσει το λογαριασμό. Μετά είπαμε να τσιμπήσουμε κάτι. Ήπιαμε δυό ποτήρια κρασί. Από ένα ο καθένας. Κόκκινο κρασί. " Αύριο είναι του αγίου Βαλεντίνου…" είπε. "Άκουσα πως τα ανθοπωλεία θα είναι αύριο ανοιχτά…"  απάντησα. Γυρίσαμε περασμένες δώδεκα. Θυμάμαι είχε φεγγαρόφωτο. Φεγγαρόφωτο με ξαστεριά. Παγωμένη ξαστεριά. Τουρτούριζε. " Μπες μέσα εσύ. Θα κλειδώσω εγώ" είπα. Τα σκυλιά τού γείτονα αλυχτούσαν. Είπε: "Είναι η ώρα που σουλατσάρουν οι λυκάνθρωποι… ". Συμπλήρωσα: "… Και τα όνειρά μας… Ανεξέλεγκτα…"  Έκλεισα γρήγορα την αυλόπορτα. Η Στέλλα με πλησίασε και άρχισε να τρίβεται στα πόδια μου. Ήθελε χάδια. Έσκυψα και τη χάιδεψα. "Στελλίτσα γιατί δε κοιμάσαι;…" τη ρώτησα. Άναψε το φως της κουζίνας. Το φεγγάρι το είδε και φοβήθηκε. Κρύφτηκε πίσω από το περαστικό συννεφάκι. Τα σκυλιά ησύχασαν. Η Στέλλα έκανε μεταβολή και μπήκε στο σπιτάκι της. Εγώ διπλοκλείδωσα. Δεν κοιμόταν. "Γιατί άργησες; " με ρώτησε. Θυμάμαι πως ετοιμαζόμουνα να απαντήσω μα με πρόλαβε: "…Τρέχει κάτι; "  "Τίποτα… " είπα. "…Όλα καλά. Μιλούσα με τη Στέλλα…"  Πήγα κατευθείαν στο γραφείο και έκλεισα την πόρτα. Κάθισα στο γυαλί. Μπήκα στη μηχανή αναζήτησης. "Τρέχει κάτι;"  πληκτρολόγησα, στο τέλος με ερωτηματικό. Ένα ένα με προσοχή όλα τα γράμματα να βγάλει τη σωστή απάντηση. Χίλιες δυο απαντήσεις βγήκανε εκτός από αυτή που ζητούσα. Διάλεξα μία στη τύχη. Μετά σκέφτηκα να αγοράσω λουλούδια. Ήθελα τριαντάφυλλα. Κόκκινα. Το κόκκινο της φωτιάς. "Μόνο το κόκκινο της φωτιάς ταιριάζει στη μέρα σήμερα" έγραψα στον ανθοπώλη. "Τελείωσε" μού είπε. Διάλεξα κάποιο άλλο χρώμα. Εδώ που τα λέμε κι΄ αυτό μια χαρά ήταν. Τα παιδιά στείλανε δυο καρδιές. Δύο και η δικιά μου τρεις. "Δε μού είπες, σού άρεσε το έργο;" με ρώτησε. Είχε μπει σα τη γάτα στο γραφείο. "Τι σημασία έχει;  Ο Παζολίνι πέθανε… Η θαλασσινή αύρα εκείνη τη νύχτα μύριζε σπέρμα με καμένη σάρκα…" απάντησα. Είχε βάλει το χέρι της στον ώμο μου. Σταμάτησα να πληκτρολογώ. Γύρισα το κεφάλι μου προς το μέρος της. Έφερα το χέρι μου στον ώμο και χάιδεψα το δικό της. Τής λέω: "Μού άρεσε…  Μα πες μου αλήθεια: Με πιστεύεις;"  Απαντάει: "Ναι…"  και χαμογελάει "…Γιατί χαζούλη, αμφιβάλλεις;"  Τής λέω:  "Όχι για σένα. Για μένα. Εγώ ό, τι λέω δε το πιστεύω. Κι΄ αν το κάνω είναι για να κρατάω τις λέξεις ζωντανές…  Μήπως μείνει κάτι…"  "Τουλάχιστον εσύ έχεις κάποιον να αγαπάς…"  μού λέει. "Ναι… " λέω. "…Ναι… Έχω…"  Επανέλαβα αυτές τις λέξεις κάμποσες φορές σαν υπνωτισμένος. Μετά κατάλαβα ότι ήμουνα ευτυχισμένος. Ότι εκείνη τη στιγμή ζούσα κάτι μοναδικό και ανεπανάληπτο που είχα σκοτώσει.




8/2            Ο ΤΡΕΛΟΣ ΠΟΔΗΛΑΤΗΣ

Ποτέ δεν είσαι ασφαλής. Φυλάγεσαι από τον κορωνοϊό και την παθαίνεις από ποδήλατο! Τα ποδήλατα τρέχουν πολύ στις μέρες μας. Εκεί που κάνεις αμέριμνος τον υγιεινό σου περίπατο ακούς: "Πρόσεχε!"  Αιφνιδιάζεσαι. Δεν καταλαβαίνεις τι πρέπει να προσέξεις. Και πες πως καταλαβαίνεις. Πώς να αντιδράσεις; Αν το βάλεις στα πόδια είσαι χαμένος από χέρι. Θα σε προλάβει. Κάνεις λοιπόν ένα βήμα αριστερά ή δεξιά, ανάλογα πως θα σε φωτίσει ο θεός. Παραμερίζεις να περάσει. Συνήθως έτσι κάνεις. Συνήθως περνάει. Άλλοι κάνουν περισσότερα από ένα βήματα. Λένε πως αυτό είναι το σωστό. Άλλοι δεν κάνουν απολύτως τίποτα. Ή κάνουν το σταυρό τους. Παραμένουν στη θέση τους στήλη άλατος περιμένοντας. Γι΄  αυτούς ανέκαθεν ατέρμονες συζητήσεις. "Δεν είναι ό, τι καλύτερο να περιμένεις άπραγος το μοιραίο…" ισχυρίζονται κάποιοι. Όλοι με τα επιχειρήματά τους. Μα ενώ εσύ επιχειρηματολογείς συμβαίνει. Το ποδήλατο πέφτει πάνω σου με φόρα. Προσπαθείς να σταθείς στα πόδια σου μα δεν μπορείς. Σε παρασέρνει. Βρίσκεσαι σε ελεύθερή πτώση. Καταλαβαίνεις ότι θα προσγειωθείς άσχημα. Βάζεις ασυναίσθητα τα χέρια σου να αποφύγεις τα χειρότερα. Αν είσαι τυχερός τη γλυτώνεις με λίγα γδαρσίματα. Άντε και δυό τρία δάχτυλα στραμπουλιγμένα. Καταφέρνεις να σηκωθείς. Κοιτάς τον ποδηλάτη. Τα μάτια σου πετάνε σπίθες. Πνίγεσαι. Από δίκιο. Άλλοτε και παράπονο. Θέλεις να τού σούρεις τα εξ αμάξης. Αν είναι δυνατό να τον κάνεις να πονέσει περισσότερο. Πολύ περισσότερο από όσο πόνεσες εσύ. Τότε σού λέει "συγνώμη". Κάνεις πως δεν άκουσες. Δείχνει και αυτός να πονάει. Μπορεί περισσότερο από σένα μα ποσώς σε νοιάζει. "Ας πρόσεχε…" λες. Σού ζητάει ξανά  συγνώμη. Λέει: "Συγνώμη… Βρέθηκες στο δρόμο μου…" Και συνεχίζει: "Θα ΄τανε καλύτερα και για τους δυό να μη συναντιόμαστε…"  Τον κοιτάς απορημένος. "Τι λέει; Είναι τρελός; Σάλεψε από το πέσιμο;… " ρωτάς μέσα σου. Προτιμάς να μη δώσεις συνέχεια. Ούτε να πεις κάτι. Νοιώθεις πως ό, τι και να πεις τελικά θα είναι μάταιο…  Αρχίζεις να απομακρύνεσαι. Το χέρι σου πονάει. Πονάς πολύ. Τώρα πια, ξέρεις, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι΄ αυτό. Τα δάκρυα κάνουν όλη τη δουλειά.



4/2           ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ ΝΑ ΠΑΜΕ ΠΟΥ;

Γιατί να βράζω στο ζουμί μου; Και πες ότι ήξερα… τι θα έκανα; Έστυβα το μυαλό μου, και πού δεν έψαξα! Πίσω από τη μάσκα, τη κλειδωμένη πόρτα, μέσα στη ντουλάπα, σε συρτάρια, κάτω από το χαλί…  Όπου σκοτεινά και απόμερα. Όπου θα μπορούσε να έχει κρυφτεί. "Στο σκοτάδι ζουν οι απελπισμένοι… Ψάξε! Ψάξε!… " έλεγα και ξανάλεγα στον εαυτό μου  "…Μοναδική εξαίρεση είσαι εσύ που ζεις στο φως… Ούτε το σκοτάδι δε στάθηκε ικανό να γλυκάνει την απελπισία σου…"  έτσι τού έλεγα. "Κι΄ αν κινδυνεύει;"  μετά τον ρωτούσα.  Είχα βαλθεί να πιστέψω πως κινδυνεύει. Μακριά μου… Χα!  Μετά γύρισα πίσω στη κουζίνα. Ύστερα πάλι στο μπάνιο. Και  από το μπάνιο πήγα στο μπαλκόνι μήπως είχε βγει να καπνίσει. Ήτανε εκεί. Εκεί πριν από λίγο. Το αποτσίγαρο στο τασάκι. Η καύτρα ακόμα αναμμένη. Ήτανε ήδη απόβραδο. Ακούμπησα στη κουπαστή κοιτάζοντας το λυκόφως κι αναλογίστηκα τι άλλο απόμενε να κάνω. Από το μπαλκόνι βρέθηκα στο ένα υπνοδωμάτιο. Το κρεβάτι ήτανε στρωμένο στην εντέλεια. Τίποτα δε μαρτυρούσε ότι δύο κορμιά ξαναμμένα… Θεέ μου, ούτε να το σκέφτομαι δε θέλω. Μετά στο άλλο υπνοδωμάτιο. Τίποτα και εκεί. Έπειτα στη μικρή αποθήκη… Και πάλι πίσω ξανά. Ξανά από την αρχή. Ξανά και ξανά… Είχα αρχίσει να απελπίζομαι. Σκέφτηκα ότι, αν κινδύνευε, μπορεί να μην ήθελε να σωθεί. Με τη σκέψη αυτή παραδόξως σα να ησύχασα. Την είδα να σηκώνεται από τη καρέκλα. Έρχεται και στέκεται όρθια μπροστά μου. Με κοιτάζει. Σιωπή…  "Φεύγουμε;…" μού λέει."…Κουράστηκα". "Να φύγουμε να πάμε πού; Από τώρα;… Δεν μπορείς να περιμένεις λίγο;…" τής λέω.  "Να περιμένω τί;…" μού λέει.  Ήθελα να της πω "…Όπως εγώ περιμένω". Ότι την έψαχνα. Ότι ήμουνα αλήθεια αναστατωμένος. Ότι το μυαλό μου όλη αυτή την ώρα ξεσάλωνε με το κακό. Και η καρδιά μου χτυπούσε σα τρελή. Ήθελα να τής πω την αλήθεια, όλη την αλήθεια. Μα η αλήθεια ήτανε σκέτη καταστροφή.  Κι΄ έπειτα τέλος καλό όλα καλά –έτσι δε λένε; Τι φταίγανε οι άλλοι να τούς χαλάσω; Τι φταίνε οι ανυποψίαστοι;… Θυμήθηκα εκείνη τη πρόσκληση. "Θα πάμε;" τη ρώτησα. "Δεν το βρίσκω απαραίτητο… Εκτός αν θέλεις πολύ εσύ…" μού απάντησε. "Γιατί;… Φίλοι είναι…" λέω. "…Να τους πάμε σοκολατάκια από το SlimBite… χωρίς ζάχαρη… να τους γλυκάνουμε". "Δεν είμαι καλά τελευταία… αυτό είναι όλο…" μού απάντησε. Αυτά είπαμε και πήγαμε. Όλα έδειχναν υπό έλεγχο. Μάσκες, αποστάσεις… Χωριστήκαμε σε ζευγάρια και ρίξαμε κλήρο. "Μόνο ένα ζευγάρι ανά καναπέ… Αυστηρά ένα…" πρόσταξε ο οικοδεσπότης. Όταν τέλειωσαν οι καναπέδες βολευτήκαμε στις καρέκλες. Έτσι αναγκαστικά τα ζευγάρια χώρισαν. Κληρώθηκα σε καρέκλα. Κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν. Είπανε ότι τα ζευγάρια δεν είναι καλό να χωρίζουν. Μετά αλλάξαμε κουβέντα. Είπαμε για τα παλιά. Όταν αλλάζουμε κουβέντα συνήθως λέμε για τα παλιά. Όλα κυλούσανε ανέφελα μέχρι εκείνη τη στιγμή… "Θα πάρεις κάτι;" με ρώτησε. Θυμάμαι πως άπλωσα ασυναίσθητα το χέρι μου. Κάποιος με πρόλαβε. "Θα πάρω εγώ" είπε και πήρε. Είναι τρελό… ακόμα ζηλεύω. Επανέφερα το χέρι μου πάνω στα γόνατα. Εκεί όπου είχα και το άλλο.Τα χέρια ζευγάρωσαν. Τα δάχτυλα σφιχταγκαλιάστηκαν. Μόνο οι αντίχειρες διέγραφαν νευρικά κύκλους. Κύκλους σε αντίθετη φορά μεταξύ τους. Κύκλους που ο ένας μετά τον άλλο έκλειναν. Θα προλάβαινα; Εξυπακούεται προσπάθησα να δείχνω ευδιάθετος. Μάλιστα μετακόμισα στη θέση της και είπα: "Α από εδώ είναι τέλεια!"  Ισχυρίστηκα τάχατες πως από εδώ άκουγα τους συνομιλητές  καλύτερα. Υπονοώντας  πως πλέον θα συμμετείχα στη κουβέντα. Τουλάχιστον κατάφερα να κλέψω λίγη από τη ζεστασιά τού καναπέ…  Η ματιά μου περισκόπιο να σαρώνει τον χώρο. Με τρόπο. Να μη με καταλάβει κανείς.  Η προσοχή μου αρχικά επικεντρώνεται στο μπάνιο. Κάποιος ήτανε μέσα. Μπορεί να είναι εκείνη σκέφτηκα. Τι έκανε μόνη της στο μπάνιο τόση ώρα; Άκουσα τον ήχο από το καζανάκι με ανακούφιση. Περίμενα να ανοίξει η πόρτα και να εμφανιστεί. Αποδείχτηκε πως περίμενα μάταια.  Μετά η προσοχή μου στράφηκε στη κουζίνα. Άκουγα συζητήσεις στη κουζίνα. Αναγνώρισα τη φωνή της, νόμιζα πως αναγνωρίζω τη φωνή της. Στο μεταξύ η κουβέντα είχε ανάψει. "Εσύ τι λες;…" με ρώτησε κάποιος. "Τι να λέω; Αυτά που λέω δεν ενδιαφέρουν κανένα… Κανένα εκτός από μένα! Ούτε και θα τα πω ποτέ σε κανένα…" τού απάντησα. Θυμάμαι ο άνθρωπος είχε καταπιεί τη γλώσσα του.  "…Μόνο σ΄ εκείνη φίλε μου να ξέρεις θα τα πω. Μόνο σ΄ εκείνη!" τού είπα και έκλεισα τον διάλογο. Μετά μετάνιωσα γιατί φάνηκα τόσο απόλυτος. Από εκείνη τη στιγμή δεν αντάλλαξα κουβέντα με κανένα. Ούτε μίλησα, ούτε μού μίλησε κανείς. Είχα γίνει ο πιο βαρετός, ο μονόχνοτος τού σουαρέ. Ήξερα ότι ήτανε προτιμότερο να έβρισκα μια καλή δικαιολογία και να την έκανα. Αλλά παρέμεινα.  …"Καλύτερα να μη μας πάρουνε χαμπάρι…" της είπα. "…Να κατεβούμε αργά ένα ένα τα σκαλοπάτια πατώντας στα ακροδάχτυλα, να κλείσουμε αθόρυβα τη πόρτα πίσω μας και να εξαφανιστούμε. Να μη καταλάβει κανείς! Όλα να τα κάνουμε αθόρυβα. Όπως κάνουνε οι γάτες. Είναι σκληρά ζώα οι γάτες μα κάτι ξέρουν…"  Αυτά τής είπα και σηκώθηκα. Έψαξα το παλτό μου. Το βρήκα και το φόρεσα. Το ίδιο έκανε κι΄ εκείνη. Κατευθυνθήκαμε στην εξώπορτα. Κοίταξα το ρολόι μου. "Είναι αργά…" λέω. Στη κουζίνα ακούγονταν συζητήσεις. Συζητήσεις μαζί με χαχανητά… Να γελάει ακόμα μαζί μου; 



20/1           ΧΙΟΝΙΖΕΙ, ΔΕ ΧΙΟΝΙΖΕΙ;

Αν δεν ήμουνα εδώ ίσως να ΄μουνα κάπου αλλού. Ίσως εκεί που θα ήμουνα να μην είχε λιακάδα, να χιόνιζε και να ΄φτιαχνα χιονάνθρωπο ή να έπαιζα χιονοπόλεμο μαζί της…  Ίσως… Σε έναν άλλο τόπο, σε άλλο χρόνο, σε άλλη καρδιά, σε έναν κόσμο χαμένο…  Μα είμαι εδώ, στο σπίτι, μαζί της, αγκαλιά με το γυαλί και μιλάμε, μιλάμε… μιλάμε για τον Λέανδρο, "Ας πούμε πως χιονίζει λοιπόν…" τής λέω. "Κοίτα από το παράθυρο… Όλα κατάλευκα ντυμένα… Δεν είναι ωραία;" μού λέει και λάμπει από ευτυχία. Κι΄ εγώ λάμπω μαζί της. Περίμενα αυτή τη στιγμή πως και πως, η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Την ξεριζώνω και, έτσι όπως σπαρταράει και το αίμα αναβλύζει βάφοντας το χιόνι άλικο, τής την προσφέρω. "Είναι δική σου…" τής λέω "…δε χρειάζομαι καρδιά, έχω… έχουμε το χιόνι".  Έπειτα τρέχω στο παράθυρο, κοιτάζω έξω και τι να δω: Χιόνι ούτε για δείγμα. Μήπως δε βλέπω καλά; Μήπως δε βρίσκομαι τελικά εδώ αλλά κάπου αλλού; Μα είμαι βέβαιος πως εδώ βρίσκομαι, προηγουμένως εδώ ήμουνα, στο γραφείο και έγραφα και πριν από το γραφείο τσίμπησα κάτι τι στη κουζίνα, μετά άνοιξα την τιβί και άκουσα για τον χιονιά που έρχεται, και χτες και προχτές και αύριο τα ίδια έκανα, είμαι ακόμα εδώ και δε χιονίζει, το βλέπω. Μα γιατί όμως φωλιάζει στο μυαλό σα σαράκι η αμφιβολία; Γιατί να θέλω ν΄ αφήσω το γνωστό πετυχημένο στόρι μου για ένα άγνωστο με αβέβαιη έκβαση και να λύσω τάχατες το ανύπαρκτο μυστήριο; "Πού βλέπεις το χιόνι;…" τής λέω, "Εσύ δεν το βλέπεις;" μού λέει εκείνη. "Μπα σε καλό σου, θα με τρελάνεις…  Κοίταξε από το παράθυρο…" τής λέω (κοιτάζει)  "Καλά βλέπεις…" μού λέει "…χιονίζει…".  Κι΄ εγώ δε θέλω να τη στεναχωρήσω, να λύσω το μυστήριο θέλω (εξακολουθεί να κοιτάζει από το παράθυρο)  "…Πες μου σε παρακαλώ… Πού βρίσκομαι εγώ τώρα;" την ρωτάω. Στρέφει το κεφάλι και κοιτάζει εμένα. Με κοιτάζει διερευνητικά προσπαθώντας να καταλάβει. "Στον Άρη! Αγκαλιά με μια εξωγήινη!…" μού λέει. Καταλαβαίνω ότι είναι πειραγμένη. Το γυαλί αρχίζει να τρεμοπαίζει, μια τρεμουλιάζει μια κάνει χιόνι (το μόνο χιόνι που βλέπω) ξανά και ξανά, έπειτα μαυρίζει και την χάνω (σκέφτομαι πως δε θα καταφέρω ποτέ να λύσω το μυστήριο), κάποτε ησυχάζει, η εικόνα επανέρχεται και σταθεροποιείται. Την αγκαλιάζω."Δε θέλω να σε χάσω… πίστεψέ με…" (κοιτάζει ξανά το παράθυρο) "…Μπορεί να έπεσα από τον Άρη και να γκρεμοτσακίστηκα εδώ, μα εδώ, σ΄ αυτόν τον γαμημένο πλανήτη, πίστεψέ με, θέλω να είμαστε μαζί…" τής λέω. Και ακουμπάω τη παλάμη μου στο γυαλί να ζευγαρώσει με τη δική της και ζευγαρώνουν οι παλάμες μας γίνονται ένα. "Χιονίζει, δε χιονίζει;…" με ρωτάει "…Πες μου ότι χιονίζει… σε παρακαλώ…  Ό, τι άλλο βγει από τα χείλια σου θα είναι ψέμα… Φριχτό ψέμα…  και άλλα ψέματα δε θ΄ αντέξω…".  "Ναι… χιονίζει αγάπη μου…" αποκρίνομαι  "…Το βλέπω… Βλέπω το χιόνι να πέφτει πυκνό…  Είναι τόσο ωραία…". Και τη σφίγγω ξανά στην αγκαλιά μου, αυτή τη φορά όσο πιο δυνατά μπορώ, θέλω να την ζεστάνω από την παγωνιά, δυο χιονόμπαλες πού λιώνουνε αγκαλιασμένες γιατί βαρέθηκαν το χιόνι και αποφάσισαν να γίνουνε νερό. Αρκεί που είμαστε ευτυχισμένοι –σκέφτομαι- κι΄ έπειτα μπορεί να μη χιονίζει εδώ όπου βρίσκομαι εγώ μα χιονίζει εδώ κάπου αλλού, σίγουρα εκεί όπου βρίσκεται αυτή -τούτο το μυστήριο ήτανε τόσο εύκολο!  "…Όλα είναι τόσο εύκολα μαζί σου!"  τής λέω. "Χαζούλη… Καιρός για δύο… Έλα να χουχουλιάσουμε κάτω από το πάπλωμα… " μού λέει εκείνη. Πηγαίνω. 
Το χιόνι πέφτει… πέφτει… Το πάπλωμα μάς κουκουλώνει…



8/1           ΤΟ ΤΗΛΕΚΟΝΤΡΟΛ

Πήρα καινούργιο τηλεκοντρόλ. Τώρα δουλεύει ρολόι. Εκείνη κάνει ζάπινγκ. "Πάμε για σκληρό λοκ ντάουν…"  λέει. "Το ΄ξερα!…"  τής απαντάω. Τι ήθελα να το πω; "Εσύ Πουαρώ ξέρεις τα πάντα!…" μού πετάει. Σωπαίνω για τα ησυχότερα. Παίρνω το τηλεκοντρόλ. Κλείνω την τιβί. Το αφήνω στο τραπέζι. Μετά κάνω πως διαβάζω τούς Άγριους Ντεντέκτιβς. "Είναι καλό;"  με ρωτάει. Σηκώνεται. Έρχεται και κάθεται δίπλα μου. "Εντάξει… Συγνώμη…"  μού λέει. "…Έχω κουραστεί…"  "Κι΄ εγώ…" απαντάω. Τώρα θέλω να την αγκαλιάσω. "Αστυνομικό είναι…" τής λέω. Είμαι ακόμα στη πρώτη σελίδα και δεν έχω ιδέα τι είναι. Παίρνει το τηλεκοντρόλ. Ανοίγει τη τιβί. "Στις δέκα έχει τη Ρένα Μόρφη…" μού λέει. "…Σού αρέσει αυτή… Δε σού αρέσει;"  "Με τον Πορτοκάλογλου έχουμε μιά ηλικία". λέω. "Εκείνη δε σού αρέσει;" επιμένει. "Αύριο θα ξυριστώ…" αλλάζω κουβέντα. "…Τους ξυρισμένους, έχω ακούσει, δε τους σταματάνε για έλεγχο ο μπάτσοι."  "Γιατί, πού πρόκειται να πάς;" με ρωτάει. "Δε ξέρω… Όπου να ΄ναι. Θέλω να βγω. Να βγω και…"  Αφήνω τη πρόταση στη μέση. Η τιβί λέει τώρα για τον ανασχηματισμό. Παίρνω το τηλεκοντρόλ από το χέρι της. Την κλείνω."Δεν μπορώ άλλο…" κάνει. Και αρπάζει το τηλεκοντρόλ από το χέρι μου. Ανοίγει τη τιβί. Έχει διαφημίσεις. Κάποιος βρίσκει την αλήθεια πίσω από τις λέξεις και δίνει τον καλύτερό του εαυτό. Λέει κι΄ άλλα μα δεν τον προσέχω. Εκείνη κοιτάζει. Το τηλεκοντρόλ είναι ακόμα στο χέρι της. Πάω να το πάρω . Αντιλαμβάνεται τη πρόθεσή μου. Το σφίγγει. Βάζω δύναμη. Το σφίγγει ακόμα περισσότερο. Καταφέρνω και ανοίγω τα δάχτυλά της ένα προς ένα. Ένα κάθε φορά, μα όχι όλα μαζί. Το κρατάει ακόμα γερά. Τα δάχτυλά της έχουν ιδρώσει. Το ίδιο και τα δικά μου. Νοιώθω πως είναι θέμα χρόνου να το αφήσει. Είναι θέμα χρόνου να πάρω το τηλεκοντρόλ. Κι΄ όμως… αντί να το αφήσει το σφίγγει πιο πολύ. Θέλει να το κρατήσει δικό της. Είμαι βέβαιος πως θα προτιμούσε να γίνει χίλια κομμάτια παρά να το πάρω εγώ. "Δεν πρέπει να τής περάσει…" λέω στον εαυτό μου. Βάζω όλη μου τη δύναμη. Τα δάχτυλά μου γλιστράνε. Μα νομίζω πως αυτή τη φορά θα τα καταφέρω. Έχω ήδη στη κατοχή μου τα τρία τέταρτα του τηλεκοντρόλ. Απομένει το υπόλοιπο. Το υπόλοιπο εξακολουθεί να βρίσκεται στη κατοχή της. Έχω πεισμώσει. Από αυτό το ιδιότυπο μπραντεφέρ θέλω να βγω νικητής. Θέλω το τηλεκοντρόλ να γίνει δικό μου –τελεία και παύλα. "Γιατί το κάνεις αυτό;" μού λέει και το παρατάει. Αιφνιδιάζομαι. Το καινούργιο τηλεκοντρόλ γλιστράει από το χέρι μου. Βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Κι΄ όπως πέφτει λέω "Αυτό ήταν, πάει… Έγινε σμπαράλια…"  Στο χέρι μου μένει αμανάτι σφιγμένο το δικό της. Προσπαθεί να το τραβήξει. Δεν την αφήνω. Δε ξέρω γιατί δε την αφήνω. Μπορεί από κεκτημένη δύναμη. Μάλλον όμως από εγωισμό -αυτό το σκέφτομαι τώρα. Γιατί δεν πήρα εγώ το τηλεκοντρόλ. Εκείνη το άφησε. Παρ όλα αυτά την κοιτάζω σχεδόν θριαμβευτής. Είναι αναψοκοκκινισμένη. Τα μαλλιά της κολλάνε στο ιδρωμένο πρόσωπό της. "Ισοπαλία…" λέω. Δεν απαντάει. Σταδιακά χαλαρώνω τα δάχτυλά μου. Μέχρι που αφήνω το χέρι της ελεύθερο. Εντελώς ελεύθερο να το πάρει. Μπορεί να πάρει το χέρι της όποτε θέλει. Και να φύγει. Ή να σηκώσει το τηλεκοντρόλ από το χαλί. Στο χαλί είναι. Δικό της. Την περιμένει. Δεν το κάνει. Ούτε φεύγει. Το χέρι της παραμένει στο δικό μου. Το σφίγγω ξανά. Αυτή τη φορά διαφορετικά (αν και δεν είμαι απόλυτα σίγουρος γι΄ αυτό). Αφουγκράζομαι το σφυγμό της. Η καρδιά της χτυπάει σα ταμπούρλο. Τώρα μπορώ και μετράω τους χτύπους τής καρδιάς της καθαρά. Πεντακάθαρα. Έναν προς ένα. Κι΄ αυτή –σκέφτομαι- μετράει τους δικούς μου. Μοιάζει να έχουμε και οι δύο κάπως ηρεμήσει. "Πάρε το…" τής λέω. "…Είναι δικό σου…"  Παραμένει ακίνητη. Σα να σκέφτεται. Σα να μην έχει αποφασίσει. Το χέρι της ακόμα στο δικό μου. Το τηλεκοντρόλ στο χαλί. "…Το μόνο δικό μου που θέλω να έχω είσαι εσύ"  τής λέω. Με κοιτάζει. "Γιατί το κάνεις αυτό; " με ρωτάει ξανά. "Δε ξέρω… Αλήθεια δε ξέρω…" απαντάω. "…Τελευταία πιστεύω σ΄ ανόητες προλήψεις"…



4/1           ΟΠΩΣ ΕΡΘΕΙ

Είμαι ξαπλωμένος ακόμα  με τις παλάμες σταυρωμένες πάνω στο στήθος μου και κάνω σχέδια. Τέτοιες μέρες κάθε χρόνο κάνω σχέδια. Δίπλα η γυναίκα μου κοιμάται. Αμυδρό φως τρυπώνει από τη χαραμάδα της πόρτας. Αντανακλάται στο πάτωμα και τσακίζεται στο μαύρο τοίχο. Στο κομοδίνο το ποτήρι μου άδειο πάνω σε μια στοίβα βιβλία. Ξημερώθηκα διαβάζοντας. Τώρα κάνω σχέδια περιμένοντας να χτυπήσει το ξυπνητήρι. Σε λίγο θα πρέπει να σηκωθώ για να πάω στη δουλειά. Σκέφτομαι πως αφού είμαι ξύπνιος το ξυπνητήρι δε μού χρειάζεται. Ανασηκώνομαι και το κλείνω. Γυρίζω πλευρό. Την αγκαλιάζω. Στη πρώτη επαφή τινάζεται στιγμιαία. Ύστερα  μετακινεί το κορμί της λίγα εκατοστά και το κολλάει στο δικό μου. Ξέρω πως έχει ξυπνήσει. Η ζεστασιά του κορμιού της με αποδιοργανώνει. Τα σχέδιά μου βυθίζονται αργά στη γλυκιά θαλπωρή. Θέλω να με πάρει ο ύπνος και να μη ξυπνήσω ποτέ. Δε με παίρνει. Παραμένω σ΄ αυτή τη στάση κάμποση ώρα. Θέλω κι΄ άλλο. Όμως σηκώνομαι. Μένω καθιστός στο κρεβάτι. Το σπίτι ακόμα κοιμάται. Οι τοίχοι, τα πράματα, το φως στη χαραμάδα που τώρα δε βλέπω… όλα κοιμούνται. Μόνο εγώ είμαι ξύπνιος. Εγώ και εκείνη. Θα τής τηλεφωνήσω, σκέφτομαι. Από τη δουλειά. Θα της πω να μη με αγαπάει πια τόσο πολύ. "Θέλω η δική σου να είναι η μεγαλύτερη μικρή αγάπη στο κόσμο" έτσι θα τής πω. Το έχω αποφασίσει. Μ΄ αυτές ακριβώς τις λέξεις. Είναι ήδη αργά. Πηγαίνω στο μπάνιο. Ανοίγω τη βρύση και αφήνω το νερό να τρέξει καυτό. Βγαίνω. Ντύνομαι στα γρήγορα. Το μήνυμα στο κινητό με βρίσκει στην εξώπορτα. Τελικά δε θα φύγω. Δε θα πάω στη δουλειά. Θα δουλέψω λέει από το σπίτι. "Εξ αποστάσεως" μού γράφουνε. Θα κάνω τα σχέδιά μου από το σπίτι. Ακόμα καλύτερα. Με την ησυχία μου. Ανοίγω τα παντζούρια. Πίσω από το μαύρο περίγραμμα τής Πάρνηθας μόλις αχνοφαίνεται η μέρα που ξεπροβάλει. Πηγαίνω στη κουζίνα και φτιάχνω καφέ. Έρχεται κι΄ εκείνη. "Καλημέρα" μού λέει. "Κοιμήθηκες καλά; " με ρωτάει. Δεν απαντάω. Λέξεις… Λέξεις που δε βρίσκω…  Λέξεις χαμένες…  γράφω στο γυαλί …Λέξεις συνέχεια… Λέξεις για μένα… Λέξεις για σένα… Έπειτα τις σβήνω… Το ίδιο κάνω κάθε βράδυ… Ξανά και ξανά… Ξανά και ξανά… Καμιά τους δε χωράει τα σχέδιά μου…  Ξανά στη κουζίνα. Κάθεται στο τραπέζι και πίνει καφέ. Είναι ακόμα σκοτάδι μα έχει σβήσει το φως. Πίνει καφέ στο σκοτάδι. Κοιτάζει έξω. Κοιτάζει από το παράθυρο τα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια που αναβοσβήνουν. Το πρόσωπό της φωτίζεται και σβήνει, φωτίζεται και σβήνει… "Πάνε κι΄ αυτές οι γιορτές… Όπου να ΄ναι θα τα μαζέψω…" λέω. "Τι έγραφες;" με ρωτάει. "Τίποτα…" κάνω. "Ήταν για μένα;"  "Τίποτα… Μια ιδέα ήτανε που πέταξε… Πέταξε σα το πουλί… Πέταξε έτσι όπως ήρθε"  τής λέω. "Τι θα κάνουμε τελικά;" με ρωτάει. Απογεμίζω το φλιτζάνι μου καφέ. Κάνω να πιώ. Ακουμπάει τα χείλια της στο δικό της φλιτζάνι και πίνει μια γουλιά. Κατεβάζω κι΄ εγώ μια γουλιά. "Δε ξέρω… Άστο…" τής λέω  "…Άστο αγάπη μου… όπως έρθει…" 



1/1           ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΛΛΙΩΣ

Μπήκε ωραία. Ένα βάρος που ΄χα την παραμονή ξεχάστηκε. " Το πήρε ενθύμιο μαζί του ο φευγάτος"  είπα. Μπα… Τυχαίο θα ΄τανε. Παίξαμε λίγο. Για το καλό. Παλιά μού άρεσε η χαρτοπαιξία. Πλέον δεν ασχολούμαι με το άθλημα. Ούτε πολύ έφαγα. Ούτε ήπια. Λίγο γρατζούνισα τη κιθάρα. Όλα από λίγο. Να μη μού πέσει βαριά. Το βάρος –ήξερα- καραδοκούσε κρυμμένο. Επίσημο ένδυμα δε φόρεσα. " Άστο για το ρεβεγιόν τού χρόνου"  είπα. Του χρόνου –λένε- θα είναι όπως παλιά. Τού χρόνου θα γιορτάσω τα παλιά. Δεν θυμάμαι πως ήτανε παλιά. Μόνο φέτος θυμάμαι. Και, αν θυμάμαι καλά, μπήκε ωραία. Είχε γυρίσει ο χρόνος. Έτσι είπανε δηλαδή. Αντί σαμπάνια άνοιξα ρακόμελο. Το ρακόμελο αρέσει στη χαρά μου. Μετά έκοψα τη πίτα. Φλουρί δεν είχε. Ξέχασε να το βάλει ο φούρναρης. Τον πήρα τηλέφωνο. " Χωρίς φλουρί; Τι σόι βασιλόπιτα είναι δαύτη χωρίς φλουρί;…" κατσάδιασα χρονιάρα μέρα. Άκουγα. Είχε καταπιεί τη γλώσσα του. "…Και τώρα πώς θα ξέρουμε τη τύχη μας; " Αυτό ήτανε. Μόλις το είπα κατάρρευσε: "Παίξτε τη στα ζάρια. Καμιά τράπουλα… Σβουράκι δεν έχετε;"… Ευχήθηκα καλή χρονιά και το ΄κλεισα. Τελικά το φλουρί βρέθηκε. Και έβαλα τα γέλια. "Και τού χρόνου"  είπε κάποιος. Δε πρόσεξα ποιος. Είναι δυνατόν; Να πεις πως είμαστε πολλοί; Πέντε ψυχές όλες κι΄ όλες. Κάναμε τις μοναξιές μας ένα. "Και τού χρόνου" είπα μηχανικά. Άλλες ευχές δε θυμάμαι ν΄ ακούστηκαν. Καλύτερα. Η μπολικαδούρα με ξενερώνει. Αλήθεια, ποιος πιστεύει τις ευχές; Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε. Μετά –να ΄τανε σύμπτωση;- άρχισα να μην αισθάνομαι καλά. Κάτι κρυάδες, λίγα δέκατα, γκουχ γκουχ… Ευτυχώς πέρασαν -σκέφτηκα. Αμ δε…  Μα γιατί θεέ μου δεν μπορεί μια φορά να είναι όλα τέλεια; Και γιατί πάντα κάτι πρέπει να μού το υπενθυμίζει; Το βάρος που λέγαμε έκανε ξανά την εμφάνισή του. Θυμήθηκα τότε πως κάθε χρόνο τέτοια μέρα εμφανίζεται. Τι θέλει γαμώτο; Τι ζητάει από μένα; Να ΄ναι ο φευγάτος; Ας λένε ότι θέλουνε οι άλλοι για δαύτον. Εγώ τον αγάπησα. Σα την αγάπη όταν συνηθίζεις. Και κάποια στιγμή καταλαβαίνεις πως θέλεις να ζήσεις μαζί της για πάντα. Τής το λες. "Για πάντα!…" σού λέει εκείνη και γελάει. Γελάει σαρκαστικά. Νοιώθεις προδομένος. Η καρδιά σου παγώνει. Θέλεις να ξεσπάσεις. Να τη σπάσεις στο ξύλο. Κι΄ έπειτα να κάνεις έρωτα μαζί της. Για τελευταία φορά. Έρωτα! Δίχως συναίσθημα. Δίχως ίχνος αγάπης. Η αγάπη σου  –τώρα ξέρεις- δεν τής αξίζει. Μα δεν μπορείς. Και αρχίζεις να γελάς κι΄ εσύ μαζί της. Γελάς ασυγκράτητα. Νευρικά. Γελάτε μαζί. Δε σε πειράζει. Γιατί –το ΄χεις πάρει απόφαση- ότι εκείνη θα φύγει κι΄ εσύ θα βρεις άλλη. Δε γίνεται αλλιώς. "Παρά από συνήθεια καλύτερα… Καλύτερα να φύγει" λες. Μα σαν έρθει η στιγμή σε πιάνει αυτό το γαμημένο βάρος…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου