AMERICALATINA - UN
MUNDO MARAVILLOSO
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟΥ ΣΤΗ ΒΡΑΖΙΛΙΑ-ΠΕΡΟΥ-ΒΟΛΙΒΙΑ25/9-29/10/2008
Η αρχή του ταξιδιού. Απογειωθήκαμε ώρα 7.05 από «Ελευθέριο Βενιζέλο». Σαντουιτσάκι, καφές στο αεροπλάνο και ψιλή κουβέντα με Θόδωρα και Γιώργο. Ώρα 8.55, ακόμα μία ώρα και δεκαπέντε λεπτά για Παρίσι. Χτες το βράδυ συγκινήθηκα με τα παιδάκια και δάκρυσα. Είχα καιρό να δακρύσω και μου έκανε καλό… Τους αγαπάω όλους πολύ, τόοσο πολύ που λέει και το Ιωαννάκι. Ώρα 9.25: Άλπεις. Η θέα από ψηλά είναι φανταστική καθώς οι κάτασπρες κορυφές τους τρυπάνε τα σύννεφα. Εδώ πάνω έχουμε μια λαμπρή ηλιόλουστη μέρα, κάτω βλέπω ένα λευκό χαλί μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Ώρα 10.15 – τοπική 9.15: Παρίσι.
Ώρα 12.45: Απογειωνόμαστε για Sao Paolo, διάρκεια πτήσης 11 ώρες και10 λεπτά, κουράγιο… λέω να κλείσω τα μάτια μου. Ψάρι με σάλτσα καρύδας και βραστά λαχανικά, τάρτα λαχανικών με τυρί, σουφλέ σοκολάτας άθλιο - κρύο χωρίς κρέμα και λευκό κρασί για χαλάρωση. Κάθομαι δίπλα στο Γιώργο που συνεχώς διαβάζει: Mario Vargas Liosa «Ο πόλεμος της συντέλειας του κόσμου», εξαιρετικό βιβλίο, είπε. Έχει πάει η ώρα 2.05 και λέω, ξανά, να κλείσω τα μάτια μου μετά το κατούρημα. Ώρα 6.20: Λαγοκοιμήθηκα. Έπαιξα πολλές φορές πασίεντζα, σκάκι, πόκερ…. «Κοιμήθηκα κανένα τρίωρο;» με ρώτησε αγουροξυπνημένος ο Θόδωρας και συνέχισε «πήγα και έριξα ένα χεσιματάκι μούρλια». Καφεδάκι κι’ ακόμα μόνο 4 ½ ώρες. Ο Γιώργος δίπλα μου μετά από μισάωρη σιέστα συνεχίζει τι διάβασμα, μ’ έχει πεθάνει στη πολυλογία…
Ώρα 11.10: Προσγειωθήκαμε στο Sao Paolo, δεκαπέντε ώρες στο αεροπλάνο! Τοπική ώρα 5.10 απόγευμα, πέντε ώρες διαφορά από την Ελλάδα. Hotel Joamar – Plaza de Republica στην «Ομόνοια» του Sao Paolo. Μικροπωλητές, πλανόδιοι ρακοσυλλέκτες, άστεγοι, λευκοί, μαύροι, μιγάδες… ένα ανθρώπινο μωσαϊκό. Πρώτη βόλτα στα πέριξ του ξενοδοχείου και στάση σε ένα αντίστοιχο με τα δικά μας «ουζερί» σε μια στοά κάπου στη «Σωκράτους» απ’ όπου ακούγεται ζωντανά μουσική και εκεί που δεν το περιμέναμε μια ευχάριστη έκπληξη: μπύρες, μεζές και γλέντι τρικούβερτο με σάμπα, μπόσα νόβα και χορό, πολύ χορό, η φυσική κατάληξη της διασκέδασης ενός λαού τόσο εξωστρεφή και ερωτικού όπως οι Βραζιλιάνοι. Αισίως έκλεισα ένα 24ωρο στο πόδι, είμαι ξεθεωμένος.
Ώρα 9.00: Περιμένω τον Θόδωρα να βγει από το μπάνιο όπου «δημιουργεί». Μόλις πριν από λίγο μίλησα με τη Μουτσουνίτσα. Πρόκειται να συναντηθούμε με τον Κρίτωνα Ηλιόπουλο, μεταφραστή και σύνδεσμο μας στο Sao Paolo του οποίου η δασκάλα γυναίκα είναι αποσπασμένη εδώ, για μια πρώτη περιήγηση στη πόλη. Βόλτα στο κέντρο, συνάντηση με τον Κρίτωνα, café Paoulistas, βόλτα στη κεντρική αγορά και μεσημεριανό, μουσείο Δημοκρατίας, μουσείο Ιερής Τέχνης – Arte Sacra. Βραδινό στο σπίτι του Κρίτωνα και μακριά συζήτηση με θέμα «αν η Ελληνική Επανάσταση του 1821 ήταν όντως επανάσταση ή όχι»… μετά από μια μέρα συνεχή ποδαρόδρομο, νύσταξα…
Αναχώρηση ώρα 8.30 για περιήγηση της πόλης με τα πόδια, μετρό και λεωφορείο, συνοικία Ιταλών μεταναστών Bella Vista – επίσκεψη στο τοπικό μουσείο, μουσείο Μεταναστών, ραντεβού με τον Κρίτωνα και επίσκεψη στο Memorial la Latina America – έκθεση λαικής τέχνης των ινδιάνων Maputsi και στη συνέχεια επίσκεψη στα γραφεία του MST «Movimento Dos Trabalhadores Rurais Sem Terra - κίνημα εργατών χωρίς γη» με τους οποίους είχαμε ραντεβού και τρίωρη αναλυτική ενημέρωση για την κοινωνική, οικονομική, πολιτική κατάσταση της Βραζιλίας από τον Joakim, εκπρόσωπο διεθνών σχέσεων του κινήματος, αναμφίβολα ενδιαφέρουσα. Όλα αυτά χωρίς διακοπή, ούτε για μεσημεριανό. Έβγαλαν φουσκάλες από το περπάτημα οι πατούσες μου αλλά τριγυρίσαμε ένα μεγάλο μέρος της πόλης - μιας πόλης που απλώνεται σε τεράστια έκταση - τις λαϊκές, μικροαστικές και μεσοαστικές συνοικίες της με τον απλό κόσμο αλλά και το τουριστικό κέντρο, την λεωφόρο Paoulista με τα λαμπερά μαγαζιά, τους ουρανοξύστες - γραφεία εταιριών και τις κατοικίες των πλουσίων.
Το Sao Paolo έχει κυρίως επαγγελματικό τουρισμό σε αντίθεση με το γειτονικό – έξι ώρες οδικώς – Rio που είναι η τουριστική καρδιά της χώρας. Είναι το βιομηχανικό κέντρο της Βραζιλίας και η μεγαλύτερη πόλη της με σχεδόν 20 εκατομμύρια ανθρώπους μαζί με τα περίχωρα, η πλέον αντιπροσωπευτική Βραζιλιάνικη μεγαλούπολη του σήμερα.
Η ιστορία της Βραζιλίας είναι αλληλένδετη με τα προϊόντα που παράγει για εξαγωγή: 16ος – 17ος αιώνας ζαχαροκάλαμο, 18ος – 19ος καφές, κακάο και καουτσούκ 1900 και μετά βιομηχανικά προϊόντα, «η εποχή του Volkswagen» όπως λέγεται χαρακτηριστικά. Η βιομηχανία της, στην οποία συμπεριλαμβάνεται αεροπορική και διαστημική βιομηχανία, είναι συγκεντρωμένη στο νότιο τμήμα της χώρας, στο τρίγωνο Sao Paolo - Rio de Janeiro - Bello Horizontes, το πλέον ανεπτυγμένο οικονομικά κομμάτι της. Πρόκειται για την 5η μεγαλύτερη σε έκταση χώρα και την 5η μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως, με τεράστια, πλην της βιομηχανικής, αγροτική παραγωγή και υπηρεσιών (τουρισμός), με κύρια παραγόμενα αγροτικά προϊόντα σήμερα σόγια, καλαμπόκι, ευκάλυπτο (κυτταρίνη για παραγωγή χαρτιού) και σε πολύ μικρότερες ποσότητες ζαχαροκάλαμο, καφές και κακάο. Τεράστιες και οι κοινωνικές ανισότητες: Το 80% των παραγωγικών εδαφών ανήκει στο 1% του πληθυσμού, το 70% του πληθυσμού διαβιεί κάτω από το όριο της φτώχειας, οι διαφορές στις αμοιβές για την ίδια εργασία μεταξύ λευκών και μαύρων είναι τεράστιες. Η Βραζιλία έχει πλούσιο υπέδαφος σε σιδηρομετάλευμα και φυσικό αέριο, πρόσφατα ανακαλύφθηκαν στον Ατλαντικό τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου, καθώς και τα μεγαλύτερα παγκοσμίως αποθέματα νερού στο βόρειο τμήμα της χώρας, στη περιοχή του Αμαζόνιου που καταλαμβάνει σχεδόν το 50% της συνολικής έκτασής της. Στην περιοχή αυτή διαβιεί το μεγαλύτερο μέρος των αυτοχθόνων κατοίκων της, σήμερα περί τις 400.000 ψυχές από 6 εκατομμύρια που υπολογίζεται ότι ήταν το 1600 και βρίσκεται το μεγαλύτερο και πλουσιότερο οικοσύστημα του πλανήτη, ο σπουδαιότερος πνεύμονας και ρυθμιστής του κλίματός του. Η Βραζιλία είναι ομοσπονδιακή δημοκρατία, διηρημένη σε 26 ομόσπονδα κρατίδια. Πρόκειται για χώρα «χωνευτήρι» που έχει αφομοιώσει με μοναδικό τρόπο τις διαφορετικές κουλτούρες, ιθαγενών – λευκών μεταναστών – Αφρικανών δούλων, δημιουργώντας ένα γοητευτικό χαρμάνι ανθρώπων ιδιαίτερα εξωστρεφών. Το 80% του πληθυσμού είναι συγκεντρωμένο στα βιομηχανικά αστικά κέντρα του νότου, απόρροια του εκβιομηχανισμού της κατά τον 20ο αιώνα και της ζήτησης εργατικών χεριών, δημιουργώντας πόλεις χωροταξικά απλωμένες και άναρχα δομημένες καθώς και πυκνοκατοικημένες παραγκουπόλεις χωρίς τις στοιχειώδεις υποδομές στην περιφέρεια της «παλιάς» πόλης, τις γνωστές «φαβέλες», στις οποίες οι άνθρωποι διαβιούν στην απόλυτη φτώχεια. Με την επέκταση των αστικού ιστού, πολλές φαβέλες βρίσκονται σήμερα σε απόσταση ανάσας από το κέντρο των πόλεων, συχνά πλάι σε γειτονιές πλουσίων. Είναι αξιοσημείωτο πως στις φαβέλες δεν ζουν μόνο άτομα περιθωριοποιημένα με παραβατική συμπεριφορά, αλλά ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της πόλης, όπως μισθοσυντήρητοι και εργάτες, που έχουν μια καθ’ όλα νόμιμη δουλειά αλλά οι πενιχρές απολαβές τους δεν επιτρέπουν να έχουν οι ίδιοι και η οικογένεια τους μία καλύτερη κατοικία σε άλλη περιοχή.
Μετά την συνάντηση με τον Joakim του MST η κοιλιά μας είχε φτάσει στη πλάτη μας και πήγαμε σε μια «τσουρασκερία» για κρεατοφαγία, συνηθίζεται εδώ, όπου φέρνουν στο τραπέζι σε σούβλες διαφορετικών ειδών ψητά κρέατα και κόβουν στο πιάτο σου όσο θέλεις να φας. Ξεπατωθήκαμε.
Πρωί πρωί μας περίμενε το πουλμανάκι για να πάμε σε αγρόκτημα του MST για ενημερωτική επίσκεψη,
Ώρα 4.30 μμ επιστροφή στο Sao Paolo και αναχώρηση με λεωφορείο για Rio. Άφιξη στο Rio ώρα 10.30 Ψιλόβροχο. Οι ταξιτζήδες τρέχουν σαν παλαβοί! Hotel Regina, πρώτος περίπατος στη πόλη λίγα τετράγωνα από το ξενοδοχείο και βραδινό σε μαγαζί πάνω στο δρόμο μας. Η τηλεόραση παίζει bossa nova!
Ήταν η πρώτη νύχτα που κοιμήθηκα βαθειά. Έβλεπα στο όνειρο μου την Ελλάδα και ξύπνησα στο Rio de Janeiro! Μόλις το συνηδειτοποίησα συγκινήθηκα.
Ρίο: Η «ωραιότερη πόλη του κόσμου», η πόλη της Ipanema, του Corcovado, των favelas, μελωδίες που όταν τις πρωτοάκουσα σ’ εκείνο τον καταπληκτικό δίσκο βυνιλίου όπου ο Jobim κεντάει νότα νότα στο πιάνο και από πίσω τα έγχορδα ερωτοτροπούν μαζί του, άλλαξαν για πάντα τον μουσικό χάρτη μέσα μου και που ακόμα σήμερα τις ακούω και δακρύζω, η πόλη του μεγαλύτερου ίσως συνθέτη του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα Antonio Carlos Jobim και της bossa nova… Δεν ονειρεύομαι, είμαι εδώ!
Συνεχίζω την αφήγηση το βράδυ της επόμενης μέρας μέσα στο λεωφορείο για Ouro Preto: Τι να πρωτοπώ για το Rio; Κάθε πόλη είναι οι άνθρωποί της και στο Rio με εντυπωσίασε πρώτα η αύρα των κατοίκων του, των cariocas και έπειτα η μοναδική φυσική ομορφιά του. Άνθρωποι όλο ζωή, εξωστρεφείς, γυναίκες όμορφες, χαμογελαστές, πηγαία ερωτικές, προκλητικές χωρίς να είναι χυδαίες. Προνομιακή θέση πάνω σε ένα εντυπωσιακό φυσικό ανάγλυφο δίπλα στο κύμα και φανταστική θέα, μια πόλη που χρειάζεσαι σίγουρα πολλές μέρες για να την χορτάσεις - αν το καταφέρεις και δεν μείνεις πεινασμένος!
Πρωινό city tour με πουλμανάκι με αρχή το καταπράσινο βουνό Corcovado με το άγαλμα του Χριστού Λυτρωτή που δεσπόζει πάνω από την πόλη και μετά στάδιο Maracana, καθεδρικό ναό, «σαμποδρόμιο», Pao de Acucar – το νησί της ζάχαρης, γιατί όταν τα σύννεφα κάθονται από πάνω του φαίνεται σαν πασπαλισμένο με ζάχαρη, οι παραλίες της Ipanema και της Copacabana… είναι αδύνατο να μεταφέρω στο χαρτί την αίσθηση, το χρώμα, τις εικόνες. Επιστροφή στο ξενοδοχείο και βραδινή έξοδος στη συνοικία Lapa με την έντονη νυχτερινή ζωή και live samba με καϊπιρίνιες και χορό. Μόνο με τη μουσική και τον χορό μπορείς να νοιώσεις το βραζιλιάνικο ερωτικό ταπεραμέντο. Αυτό το βράδυ κοιμήθηκα βαθειά, δεν ονειρεύτηκα…
Ολοήμερος περίπατος στο ιστορικό κέντρο της πόλης και στην αγορά της που σφύζει από ζωή, στο μη τουριστικό μέρος της, ξαναβγάλανε φουσκάλες οι πατούσες μου από το περπάτημα, μεσημεριανό τσίμπημα στο παλαιότερο bistro της πόλης και καπάκι επίσκεψη στο Museu do Indio – προετοιμασία για τον Αμαζόνιο – και στη συνέχεια βόλτα με το τραμ του 50 στη συνοικία Santa Tereza με τα γραφικά πλακόστρωτα και σπιτάκια, την πανοραμική θέα της πόλης το βράδυ και τους πιτσιρικάδες να κρέμονται από το τραμ σαν τσαμπιά και να κάνουν χαβαλέ, όσοι κρέμονται πηγαίνουν δωρεάν… Εικόνες γεμάτες χρώμα της πόλης του σήμερα, σάμπως βγαλμένες από ασπρόμαυρη ταινία του Ιταλικού νεορεαλισμού! Επιστροφή στο ξενοδοχείο και κατευθείαν με τα μπαγάζια μας στον σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων – νυχτερινό λεωφορείο για Ouro Preto, 7 ½ ώρες διαδρομή και ύπνος στο λεωφορείο που πήγαινε με χίλια σε δρόμο όλο στροφές και σαμαράκια αλλά ήμουνα τόσο κουρασμένος που κοιμήθηκα, τολμώ να πω, σαν πουλάκι (σκεβρωμένο).
Ouro Preto 7 το πρωί στη πανσιόν – παραδοσιακό διατηρητέο κτίσμα – όπου έχουν διαμείνει επώνυμοι όπως ο Pablo Neruda, Vinicious de Moraes, Henry Kisinger… όπως φαίνεται από τις φωτογραφίες τους με τις ιδιόχειρες αφιερώσεις στους τοίχους και υπέροχη διακόσμηση, τρίκλινο δωμάτιο με θέα για τους τρεις άντρες του γκρουπ, εξαιρετικό. Παλιά πρωτεύουσα της επαρχίας Minas Gerais, τωρινή είναι το Bello Horizontes, γνωστή από τον χρυσό που ανακαλύφθηκε εκεί τον 18ο αιώνα και η πόλη απέκτησε φήμη και πλούτο. Το Ouro Preto δηλαδή «χρυσός μαύρος» από τους μαύρους δούλους που μαρτύρησαν στην εξόρυξή του, είναι σήμερα μια αποικιακού στυλ διατηρητέα επαρχιακή τουριστική πόλη 60.000 κατοίκων με δεκάδες εκκλησίες η μία πιο όμορφη από την άλλη και πετρόστρωτα καλντερίμια. Η πόλη είναι χτισμένη σε διάφορα επίπεδα πάνω σε λόφους και χρειάζεσαι πόδια και πνεμόνια για να την τριγυρίσεις αλλά αξίζει τον κόπο. Επισκεφθήκαμε μία στοά στα ανενεργά σήμερα μεταλλεία χρυσού και περί τις έξι εκκλησίες μαζί με τον μαύρο ξεναγό μας Jean Batist και περπατήσαμε στις γειτονιές της κάτω από τον καυτό ήλιο περιμένοντας πως και πως την ώρα που θα επιστρέφαμε στη πανσιόν, να κάνω μπάνιο και να ξαπλώσω σαν άνθρωπος στο κρεβάτι να ξεκουράσω το κοκαλάκι μου. Ώρα 8.00 ζεστό μπάνιο, ξάπλα και μονορούφι δεκάωρος ύπνος!
Στη συνέχεια πήγαμε με το αυτοκίνητο του Jean Batist στην πόλη Mariana, πρώτη πρωτεύουσα της επαρχίας Minas Gerais, πριν από το Ouro Preto, μία όμορφη ζωντανή πόλη με πολλή νεολαία και πολλές ωραίες γυναίκες – κοντράρει στα ίσια το Rio τηρουμένων των αναλογιών του. Μουσείο Ιερής Τέχνης και εκκλησία του Άγιου Φραγκίσκου της Ασίζης καθώς και επίσκεψη στα ανενεργά από το 1984 ορυχεία χρυσού της περιοχής, στοά
Επιστροφή στο Ouro Preto και αναχώρηση ώρα 8.00 μμ με νυχτερινό λεωφορείο για Brazilia, προβλεπόμενη διάρκεια διαδρομής 12 ώρες, κουράγιο…
Οι μέχρι τώρα εντυπώσεις μου από την Βραζιλία: Μία γοητευτική χώρα με υπέροχους ανθρώπους που φαίνεται να χαίρονται τη ζωή, ακόμα και μέσα στη φτώχεια τους, με μεγάλες αντιθέσεις. Στα Sao Paolo και Rio de Janeiro βλέπεις πλάι στον πλούτο την ανθρώπινη δυστυχία, ουρανοξύστες, πολυτελείς κατοικίες, λαμπερά μαγαζιά πλάι στη φτώχεια, τη βρωμιά, τους άστεγους που κοιμούνται στο δρόμο και τρώνε αποφάγια από τα σκουπίδια. Οι επαρχιακές πόλεις από τις οποίες περάσαμε σήμερα θυμίζουν αντίστοιχες της Ελλάδας προ τριακονταετίας, άναρχη δόμηση, πρόχειρες κατασκευές και άνθρωποι στη συντριπτική πλειοψηφία φτωχοί - άστεγους όμως δεν είδαμε, γενικά το μέσο βιοτικό επίπεδο δείχνει αισθητά χαμηλότερο από αυτό της πατρίδας μας, αξιοσημείωτη είναι η παντελής απουσία καινούργιων, ακόμα και μικρών, αυτοκινήτων. Οι επαρχιακοί δρόμοι είναι σε μέτρια προς κακή κατάσταση με λακούβες και σαμαράκια, ίδιοι και χειρότεροι από της χώρας μας. Οι τιμές είναι αισθητά πιο κάτω από τις δικές μας, για παράδειγμα με 25-30 ριάϊς το άτομο (1 ευρώ=2,6 ριάϊς, δηλαδή περίπου 10 ευρώ) φάγαμε στην τσουρασκερία με μπουφέ του πουλιού το γάλα μέχρι σκασμού, το δίκλινο στο Sao Paolo αξιοπρεπέστατο ξενοδοχείο με πλούσιο πρωινό μπουφέ είχε 150 ριάϊς, στο τουριστικό Ouro Preto το τρίκλινο170, το εμφιαλωμένο μικρό νερό 1,20, η τυρόπιτα – κοτόπιτα – κρεατόπιτα 1-2 ριάϊς. Το εισιτήριο του μετρό στο Ρίο λίγο πιο ακριβό, 2,6 ριάϊς.
Σταματάω το γράψιμο γιατί κουνάει το λεωφορείο και ζαλίζομαι. Είναι η ώρα 9.20 και λέω να κλείσω τα μάτια μου.
Ώρα 7.00, ξύπνησα σκεβρωμένος πριν από μισή ώρα. Πρέπει να φτάνουμε στη Brazilia, έχει μποτιλιάρισμα. Χαζεύω από το παράθυρο: Απέραντη πεδιάδα, φτωχικά σπίτια, άνθρωποι φτωχοί, βιοπαλαιστές που περιμένουν κατά μπουλούκια στις στάσεις να πάνε υποθέτω στις δουλειές τους, μικρά και παλιά μοντέλα αυτοκινήτων, πολλά φορτηγά και νταλίκες με εμπορεύματα και οδηγοί που δεν πολυνοιάζονται για τον ΚΟΚ με βραζιλιάνικο ταπεραμέντο, θυμήθηκα ο ταξιτζής στο Ρίο δεν σταμάτησε ούτε σε ένα κόκκινο φανάρι! Ο δρόμος ταχείας - μποτιλιαρισμένης κυκλοφορίας, έχει δύο λουρίδες και μία έκτακτης ανάγκης ανά κατεύθυνση και διαχωριστικό διάζωμα φαρδύ όσο τέσσερις λουρίδες μαζί, με γρασίδι, το οδόστρωμα είναι συχνά ανώμαλο με χαμηλά συνεχόμενα σαμαράκια, υποθέτω έχει καιρό να συντηρηθεί. Εντύπωση μου προξένησε το χρώμα του εδάφους, παντού ένα έντονο κεραμιδί κοκκινόχωμα. Στο βάθος βλέπω την πόλη.
Συνεχίζω το γράψιμο μέσα στο αεροπλάνο για Manaos: Άλλη μια μέρα τρέξιμο. Φτάνοντας στο σταθμό μάς περίμενε νοικιασμένο van με ξεναγό για περιήγηση στη πόλη της Brazilia. Πρόκειται για κάτι ξεχωριστό, μια πόλη «διαφορετική» από όσες έχω δει. Άρχισε να χτίζεται από το μηδέν σε μια επίπεδη τοποθεσία σαν στέπα στη μέση του πουθενά, μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα του νότου στο κέντρο χώρας, το1957 και έγινε πρωτεύουσα της Βραζιλίας στις 21 Απριλίου 1960 επί προεδρίας Juscelino Kubitshek. Υπεύθυνος για τον σχεδιασμό της ήταν ο πολεοδόμος Lucio Costa και για τον σχεδιασμό των περισσότερων κτηρίων της ο αρχιτέκτονας Oscar Niemeyer. Η πόλη φέρει την σφραγίδα της μεγαλοφυΐας του Niemeyer και έχει χαρακτηρισθεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της Unesco από το 1987. Είναι σχεδιασμένη σε σχήμα αεροπλάνου όπου στην άτρακτο του βρίσκονται τα κυβερνητικά κτήρια και στα φτερά οι κατοικίες. Παρά τις όποιες αντιρρήσεις όπως του Θόδωρα τις οποίες εν μέρει συμμερίζομαι, για την «τεχνοκρατική», «εγκεφαλική», «ψυχρή» και γι’ αυτό ίσως «αποστασιοποιημένη» από τον άνθρωπο – κάτοικο όψη της, κοινή διαπίστωσή μας είναι ότι πρόκειται αναμφίβολα για μνημείο του σύγχρονου τεχνικού πολιτισμού και θα ήταν μεγάλη παράλειψη αν δεν την επισκεπτόμασταν.
Απογειωθήκαμε (κρατική αεροπορική εταιρία «ΤΑΜ») από την Brazilia στις 8.45 μμ με μισή ώρα καθυστέρηση για Manaos, πτήση τριών ωρών. Ώρα 11.35: Την στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές προσγειωνόμαστε. Είμαστε όλοι ξεθεωμένοι από την κούραση και δεν βλέπουμε την ώρα να φτάσουμε στο ξενοδοχείο για μπάνιο και πέντε ώρες σκάρτες ύπνο γιατί αύριο έχουμε ξανά ξύπνημα στις 6.00 αφού το πλεούμενο αποπλέει για Tefe στις 7.00 και ξεκινάει το πιο περιπετειώδες κομμάτι του οδοιπορικού μας, ο Αμαζόνιος. Προσγειωθήκαμε ουφ…
Manaos: Η μεγαλόπολη του Αμαζονίου των 1,5 εκατομμυρίων κατοίκων, πρωτεύουσα της επαρχίας Amazonas, χτισμένη πάνω στον ποταμό στο μέσο περίπου της διαδρομής του, που γνώρισε μεγάλη ακμή το τέλος του 19ου αιώνα από το μονοπώλιο του καουτσούκ. Μόλις βγήκαμε από τον κλιματιζόμενο χώρο του αεροδρόμιου μας πήρε η ζέστη και η υγρασία από το κεφάλι. Εδώ τα κλιματιστικά δουλεύουν παντού στο φουλ. Μη έχοντας συνειδητοποιήσει ότι άλλαξε το κλίμα, ζητήσαμε στο ξενοδοχείο δωμάτιο με ζεστό νερό και μας κοίταζαν με το δίκιο τους απορημένα, εδώ το «κρύο» νερό της βρύσης είναι χλιαρό! Το air condition έκανε φασαρία αλλά κοιμήθηκα σαν αρνάκι.
Ώρα 6.00 ξύπνημα, 6.15 πρωινό, 6.30 ραντεβού στην είσοδο του ξενοδοχείου, μάς περιμένουν οι ταξιτζήδες να μας πάνε στο λιμάνι για να προλάβουμε το ταχύπλοο που αποπλέει όπως ξαναείπα στις 7.00 αλλά μάς έχουν πει ότι τα ωράρια εδώ δεν είναι πάντα ακριβή και καλύτερα να μην πηγαίνουμε την τελευταία στιγμή. Χτες το βράδυ συναντηθήκαμε στο ξενοδοχείο με τους υπόλοιπους έξι συνταξιδιώτες μας – είμαστε τώρα 14 – που είχανε έρθει αυθημερόν αεροπορικώς από Sao Paolo.
Αμαζόνιος! Η διαδρομή από Manaos για Tefe με το ταχύπλοο, κάτι σαν «δελφίνι», κράτησε 13 ώρες. Η ίδια διαδρομή με το ποταμόπλοιο της γραμμής διαρκεί τουλάχιστον 3 ημέρες… Δεκατρείς ώρες πηγαίναμε σφαίρα μέσα στον ποταμό με μία μόνο στάση στην πόλη Coari στο μέσον περίπου της διαδρομής μας.
Τι να πω για την πρώτη εντύπωση που μου έκανε ο Αμαζόνιος; Είναι επιβλητικός, τεράστιος και πολυδαίδαλος, αναρίθμητοι οι παραπόταμοι παραπλήσιου πλάτους με τον κυρίως ποταμό που ενώνονται με αυτόν στο διάβα του και του εξασφαλίζουν ποσότητες νερού ανεξάρτητα από της εναλλαγές βροχής – ξηρασίας, μία γιγαντιαία υδάτινη μάζα που αργοκυλάει στον ωκεανό απωθώντας τα αλμυρά νερά πάνω από διακόσια χιλιόμετρα στ’ ανοιχτά! Στις όχθες του αραιά και που μικροί οικισμοί, δύο τρία σπιτάκια και δάσος, παντού δάσος, αλλού φαίνονταν πυκνό αλλού λιγότερο. Το νερό έχει χρώμα καφέ ανοιχτό και στο διάβα του παρασέρνει επιπλέοντα κλαδιά και κορμούς δέντρων. Κατά την διαδρομή μας είδα από μικρές βαρκούλες – μονόξυλα μέχρι τάνκερ, πολλά επιβατηγά ποταμόπλοια, καΐκια και φορτηγίδες. Το ηλιοβασίλεμα στα νερά του ήταν ονειρεμένο, δεν νομίζω πως οποιαδήποτε φωτογραφία μπορεί να αποδώσει την μαγεία του.
Φτάσαμε στο Tefe, τον πρώτο σταθμό μας στον Αμαζόνιο, στις 8.00 η ώρα το βράδυ. Το Tefe είναι η δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Αμαζονίας με 150.000 κατοίκους. Η ζέστη σε συνδυασμό με την υγρασία και το δεκατριάωρο ταξίδι μάς έχουν εξουθενώσει. Στην προκυμαία μάς περίμενε η Sirley, μια μιγάδα κοντούλα και νοστιμούλα, υπεύθυνη πελατών του ερευνητικού κέντρου Mamiraua, μαζί με τα ταξί που μας πήγαν στο ξενοδοχείο. Πήραμε δωμάτια και κατεβήκαμε για βόλτα στην πόλη. Τυπική επαρχιακή πόλη, Ελλάδα 30 χρόνια πριν, κόσμος πολύς, κυρίως νέοι, όλος κέφι και ζωντάνια – τυπικοί Βραζιλιάνοι και μηχανάκια, πολλά μηχανάκια και μοτοσικλέτες που στις άλλες πόλεις σπάνιζαν. Το Tefe είναι η πόλη με τα περισσότερα μηχανάκια σε όλη τη Βραζιλία, μάθαμε. Η κεντρική πλατεία όπου βρίσκονταν το ξενοδοχείο μας, ήταν γεμάτη στημένα κιόσκια με κάθε λογής πραμάτεια, όπως στα δικά μας πανυγήρια. Σα να γιόρταζαν κάτι, ίσως τις αυριανές δημοτικές εκλογές, μάλιστα λόγω εκλογών απαγορεύονταν η πώληση αλκοολούχων και μας σέρβιραν αναψυκτικά.
Αυτό που λέγεται «Αμαζόνιος» δεν είναι απλά ένας ποταμός αλλά ένα δαιδαλώδες συγκοινωνούν σύστημα από ποτάμια, φυσικά κανάλια, λίμνες και έλη μέσα στο δάσος, με βάθος νερού που ποικίλει και φτάνει τα
Το πρωί επισκεφθήκαμε μία κοινότητα ιθαγενών, 40 λεπτά με βάρκες από το lodge, γνωρίσαμε την γυναίκα πρόεδρό της και μαζί με άλλους μας ξενάγησαν στο χώρο τους απαντώντας στις ερωτήσεις μας. Άνθρωποι με τα δικά μας μέτρα πολύ φτωχοί, χωρίς τις ανέσεις που εμείς θεωρούμε «στοιχειώδεις», που κάνουν μια ζωή σκληρή κι’ όμως με χαμόγελο και εξωστρεφείς σα Βραζιλιάνοι. Την νύχτα που μας πέρασε έριξε δυνατή μπόρα και το νερό παρέσυρε μακριά από την όχθη - σχεδόν στη μέση του ποταμού - δύο σπίτια ενώ ξήλωσε και τις τσίγκινες στέγες αρκετών άλλων και οι φτωχοί αγωνίζονταν να τα επαναφέρουν στην αρχική τους θέση. Το είδα με τα μάτια μου και θαύμασα το κουράγιο αλλά και την επιδεξιότητά τους, δύο άνθρωποι με ένα μονόξυλο να κουμαντάρουν ολόκληρο πλωτό σπίτι κόντρα στο ρεύμα του ποταμού. Αγοράσαμε χειροτεχνήματά τους, βγάλαμε και φωτογραφίες - κάποιοι από μας ατυχώς το παράκαναν.
Το απόγευμα κάναμε μια καταπληκτική βόλτα με τις βάρκες στη λίμνη του Mamiraua, 1 ½ ώρα από το lodge. Η περιοχή αυτή είναι μαγευτική, ένα ξέφωτο στο δάσος με χαμηλή βλάστηση και την λίμνη στη μέση. Ρεμβάσαμε κανένα τέταρτο το ονειρεμένο ηλιοβασίλεμα και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Στο βάθος του ορίζοντα ο ουρανός άστραφτε και βροντούσε αλλά ευτυχώς σ’ εμάς δεν έβρεξε και ένα χλωμό μέσα από τα σύννεφα φεγγαράκι μάς συνόδεψε όλο τον γυρισμό. Τα ψάρια, «τρελαμένα» από τον προβολέα που έπεφτε στην επιφάνεια του νερού, πήδαγαν μέσα στη βάρκα μας, ενώ τα μάτια των kayman λαμπύριζαν μέσα στο σκοτάδι. Από το δάσος έρχονταν λογής λογής ήχοι με πιο χαρακτηριστικό τον συνεχόμενο ήχο πουλιού που έμοιαζε με ηλεκτρικό τρυπάνι και οι χιλιάδες πυγολαμπίδες λαμπύριζαν μέσα στο μαύρο φόντο των δέντρων. Κάποια στιγμή η βάρκα μας κουτούλησε ένα μεγάλο ψάρι ονόματι «πιραρουκού» και τα χρειαστήκαμε προς στιγμή. Ήταν φανταστικά!
Πρωινό ξύπνημα και βαρκάδα στις 7.00 με διθέσια κανώ και τον ινδιάνο κωπηλάτη στο κανάλι, δίπλα στο δάσος που ξυπνούσε. Ήρθε η στιγμή να σας πω για το «πιραρουκού», το παράξενο ψάρι που ακούμε συνέχεια μέρα – νύχτα να παφλάζει την ουρά του στο νερό δίπλα στα κρεβάτια μας. Στην αρχή νόμισα πως είναι το ροζ δελφίνι του Αμαζονίου – και τέτοια υπάρχουν γύρω από το lodge αλλά σχετικά λίγα σε σύγκριση με άλλα μέρη του καναλιού. Είναι λοιπόν το «πιραρουκού» το μεγαλύτερο ψάρι γλυκού νερού και ζει σε όλη την Αμαζονία, φτάνει σε μήκος τα
Αυτά τα θαυμαστά έγιναν στο Mamiraua που όπως είπα πρόκειται για αυστηρά προστατευόμενο οικοσύστημα όπου απαγορεύονται ψάρεμα και κυνήγι γι’ αυτό και τα είδη αφθονούν, πράγμα που, συμπεραίνω, δεν συμβαίνει σε όλες τις περιοχές της Αμαζονίας. ¨Όταν όμως το κανάλι πλημμυρίζει και καλύπτει τμήμα του δάσους, τα υπό προστασία είδη «περνούν» στα γειτονικά οικοσυστήματα εμπλουτίζοντάς τα.
Αφήσαμε το lodge ώρα 9.30 το πρωί για Tefe όπου άρχισε η μικρή οδύσσεια μας: Η βροχή κρέμονταν από το πρωί στον ουρανό παρόλο που μέχρι το μεσημέρι δεν έβρεξε. Στο πρόγραμμα ήταν να πάρουμε το ταχύπλοο για τον επόμενο σταθμό μας την Tabatinga από το Alvarez στις 7.30 το απόγευμα. Για να φτάσουμε όμως στο Alvarez έπρεπε να περάσουμε προηγουμένως στη Norjeira, έναν οικισμό σε νησί απέναντι από το Tefe. Σημειώτεον ότι το Tefe βρίσκεται στη συμβολή του Αμαζόνιου με παραπόταμο και στο σημείο αυτό ο ποταμός είναι πλατύς και χρειάζεσαι τουλάχιστον μισή ώρα για να περάσεις από την μία όχθη του στην άλλη. Από την Norjeira θα πηγαίναμε στο Alvarez οδικώς με ταξί, 15 λεπτά διαδρομή.
Στις 4.30 το απόγευμα άνοιξαν οι ουρανοί, μάς είπαν πως πρόκειται για πρωτοβρόχι, ενώ ήμαστε ακόμα στο Tefe. Ώρα 5.30 θα περνούσαμε στη Norjeira αλλά οι τοπικοί βαρκάρηδες αρνήθηκαν να κάνουν το δρομολόγιο επειδή λόγω της βροχής τα νερά του ποταμού είχαν φουσκώσει, παρόλο που εκείνη την ώρα η βροχή είχε κοπάσει. Στις 7.30, όπως είπα, έφευγε το ταχύπλοο, απέμεναν σκάρτες δύο ώρες και το επόμενο δρομολόγιό του ήταν σε μία βδομάδα… Ζητήσαμε βοήθεια από την Sirley η οποία ευτυχώς ανταποκρίθηκε και κανόνισε, έναντι επιπλέον αμοιβής φυσικά, να περάσουμε στη Norjeira με τις βάρκες του Mamiraua. Περάσαμε μαζί της έναν φουσκωμένο στ’ αλήθεια ποταμό με βροντές και αστραπές να κάνουν την νύχτα μέρα - ευτυχώς στο σημείο που είμαστε έριχνε μόνο ένα ψιλό - σκηνικό γκραγκινιόλ μαγκωμένοι και αμίλητοι, στη Norjeira και από την λασπουριά της όχθης του ποταμού άνθρωποι και μπαγάζια φορτωθήκαμε κυριολεκτικά σε ότι τροχοφόρο υπήρχε διαθέσιμο και φτάσαμε με τη ψυχή στο στόμα στο Alvarez, μια πλατφόρμα στην άκρη ενός χωματόδρομου που από την βροχή είχε μετατραπεί σε λασπόδρομο και από θαύμα δεν κόλλησε το ταξί μας στη λάσπη, στις 7.40. Η Sirley μας είχε πει ότι το ταχύπλοο μάλλον θα είχε μισή ώρα καθυστέρηση λόγω κακοκαιρίας και ευτυχώς βγήκε αληθινή. Απώλειες: Το σακίδιο του Τάκη που πιθανόν ξεχάστηκε στη καρότσα ενός ημιφορτηγού γιατί, όπως είπε ο ίδιος, φρόντιζε τα μπαγάζια των άλλων… συνεννοηθήκαμε με την Sirley αν το βρει να μας το στείλει σε μια από τις επόμενες στάσεις μας, ευτυχώς δεν είχε μέσα διαβατήριο και λεφτά.
Αισθανθήκαμε υποχρεωμένοι από την βοήθεια της Sirley – ποιος άλλος θα ρίσκαρε να περάσει τον φουσκωμένο ποταμό παρέα με μια παρέα «τρελλών» από την άλλη άκρη της γης που δεν επρόκειτο να ξαναδεί; Μας συνόδεψε και ξεπροβόδισε μέχρι την πλατφόρμα του Alvarez με ανυπόκριτη ζεστασιά και φιλιά, ήταν αλήθεια συγκινητική η στιγμή αυτή.
Εδώ όπου και να πας μέσα στη χώρα, σε ξενοδοχεία, ποταμόπλοια, λεωφορεία αεροπλάνα, ζητάνε διαβατήριο, άμα το χάσεις ή στο κλέψουν την έβαψες, άντε να αποδείξεις στη βραζιλιάνικη αστυνομία – ομοσπονδιακή, τοπική, στρατιωτική, λιμενική – πως δεν είσαι ελέφαντας, να σημειωθεί ότι δεν μιλάει κανείς άλλη γλώσσα πέρα από τα πορτογαλικά. Όσο για τις υποδομές στον Αμαζόνιο καμιά σχέση με αυτά που ξέρουμε στην «καθυστερημένη» Ελλάδα: Στο Tefe, μια πόλη σαν τα Χανιά, το λιμάνι είναι απλώς σχήμα λόγου, οι ταξιδιώτες επιβιβάζονται και αποβιβάζονται στα πλεούμενα από την λασπώδη παραλία κυριολεκτικά ισορροπώντας με τα μπαγάζια τους πάνω σε ξύλινες τάβλες, το ίδιο και στη Norjeira, στο Alvarez μια πλωτή μεταλλική πλατφόρμα, αλλού ξύλινη, παίζει τον ρόλο της αποβάθρας όπως σε όλα τα χωριά κατά μήκος του ποταμού όπου άνθρωποι, μπαγάζια, τρόφιμα, εμπορεύματα συνωστίζονται πατείς με πατώ σε, ούτε τηρείται κάποια σειρά, ούτε είδα κάποιον λιμενικό να υπάρχει. Σε αντίθεση όμως με την «πολιτισμένη» Ελλάδα οι πάντες φαίνονται υπομονετικοί, τολμώ να πω χαμογελαστοί μέσα στη ταλαιπωρία τους και πουθενά – πιάσαμε ουκ’ ολίγα «λιμάνια» – δεν άκουσα φωνές και διαπληκτισμούς. Όσο για τις γυναίκες, ανεξάρτητα από την αισθητική των ενδυματολογικών επιλογών τους που είναι λάθος να κρίνεται με τα δικά μας πρότυπα, παραμένουν πάντα «κοκέτες» και θηλυκά, βέρες Βραζιλιάνες ακόμη και στον παραμικρό οικισμό.
Γράφω τις παραπάνω γραμμές μέσα στο ταχύπλοο για Tabatinga όπου προβλέπεται να φτάσουμε μετά από 20 ώρες, 4 με 5 το απόγευμα. Μετά από την ταλαιπωρία και την ένταση της χτεσινής μέρας κοιμήθηκα «αγκαλιά » με τον Θόδωρα στο κάθισμα που και στενό είναι και η κλίση της πλάτης του δεν ρυθμίζεται. Παραδόξως νοιώθω καλά και όχι σκεβρωμένος, τώρα που έχω πάρει μπρος δεν καταλαβαίνω τίποτα… Εμπνεύστηκα και ένα στίχο για τον φίλο συνταξιδιώτη μας Γιώργο Λιερό: «Άγιος ο Θεός (ή Λιερός) - ΄Αγιος Levi Strauss - Άγιος Αθάνατος - Ελέησον Ημάς»! του άρεσε του Θόδωρα, συμφωνήσαμε να τον ψάλλουμε μαζί σε πρώτη ευκαιρία. Το βιβλίο του Levi Strauss «Θλιβεροί Τροπικοί» είναι το «ευαγγέλιο» της περιοδείας μας στον Αμαζόνιο, όλοι με την προτροπή του Γιώργου αυτό διαβάζουν – εκτός από μένα τον ανάποδο… Πρωινό μάς προσέφεραν τοστ ανάμικτο, καφέ σερμπέτι με γάλα και αλμυρά κρακεράκια που τα έδωσα στον Θόδωρα γιατί χτες είχε το έντερό του και δεν έφαγε τοστ, έφαγα εγώ το δικό του. Την διαδρομή Tefe – Tabatinga αρχικά προβλέπονταν να την κάνουμε αεροπορικώς (δύο ώρες), αλλά στη τοπική εταιρία RICOH αφαιρέθηκε η άδεια λειτουργίας λόγω ελλείψεων σε ζητήματα ασφάλειας… Οι αποστάσεις εδώ είναι τεράστιες, για παράδειγμα η διαδρομή Brazilia- Manaos αεροπορικώς, από το κέντρο δηλαδή της Βραζιλίας μέχρι τη μέση περίπου του Αμαζόνιου, διαρκεί όσο Αθήνα – Λονδίνο, οδικώς δεν το συζητάμε - ίσως βδομάδα, Manaos- Tefe αεροπορικώς με τοπική εταιρία 2 ώρες, με ταχύπλοο 13 ώρες με το ποταμόπλοιο της γραμμής 3 ημέρες και βάλε…
Μέσα στο μεγαλύτερο υδάτινο οικοσύστημα του πλανήτη που τα ρούχα κολλάνε στο σώμα σε χρόνο μηδέν από τη ζέστη και την υγρασία, ο χρόνος μοιάζει κι’ αυτός να κολλάει και να αποκτά υπερφυσικές διαστάσεις ανάλογες με αυτές του ποταμού, σα να είναι αυτός που καθορίζει τους ρυθμούς. Από τη στιγμή που φτάσαμε στο Manaos έχω την αίσθηση πως κάναμε μια βουτιά βαθειά στο ποτάμι και πηγαίνουμε, πηγαίνουμε… όλα κινούνται στο ρυθμό του. Εντύπωση μου έκανε χτες το πρωί που ο ινδιάνος οδηγός μάς ζήτησε να σιωπήσουμε, αυτό κάναμε και εκείνος παρέμεινε τουλάχιστον πέντε λεπτά ακίνητος πάνω στο κανώ βλέποντας το δάσος και προσπαθώντας να εντοπίσει έναν βραδυπόδαρο κρεμασμένο σε κάποιο κλαδί για να μας τον δείξει, το ίδιο συνέβη επανειλημμένα
Η Tabatinga βρίσκεται στα σύνορα, στο τριεθνές Βραζιλίας – Κολομβίας- Περού. Πρόκειται στην ουσία για μία πόλη που το βραζιλιάνικο κομμάτι της ονομάζεται Tabatinga, το Κολομβιανό Leticia και το Περουβιανό Santa Rosa και είναι εμπορικός κόμβος στον Αμαζόνιο, κέντρο διακίνησης εμπορευμάτων νόμιμων και μη - όπως αντιλήφθηκα, μας είχαν πει να προσέχουμε. Αποβιβαστήκαμε στις 4.30 μμ μετά από ταξίδι 20 ωρών στο προηγούμενο από την Tabatinga λιμάνι ονόματι Benjamin Constant, όπου μας περίμενε η Κολομβιανή Lorena, υπεύθυνη του lodge στον φυσικό δρυμό του Palmari που θα μέναμε και επιβιβαστήκαμε σε δύο αυτοκίνητα με προορισμό ένα γειτονικό πορθμείο, δεν θυμάμαι τ’ όνομά του, απ’ όπου θα παίρναμε τη βάρκα για το Palmari. Στη διαδρομή μας σταματήσαμε σε έναν καταυλισμό ινδιάνων όπου κατόπιν αμοιβής ξεναγηθήκαμε στις καλύβες τους, απάντησαν στις ερωτήσεις μας και βγάλαμε, τι άλλο, φωτογραφίες.
Η διαδρομή με τη βάρκα μέσα στον ποταμό Javari από το πορθμείο μέχρι το Palmari διήρκεσε 1 ½ ώρα και από την όχθη του ποταμού μέχρι το lodge, γιατί η στάθμη των νερών ήταν χαμηλά, 10 λεπτά ποδαρόδρομο μέσα στο σκοτάδι πάνω σε ξύλινες τάβλες, ευτυχώς που τα μπαγάζια μας μετέφεραν οι άνθρωποι του lodge. Ο παραπόταμος του Αμαζόνιου Javari είναι το φυσικό σύνορο Βραζιλίας – Περού, στη περιοχή μιλάνε εξ ίσου πορτογαλικά και ισπανικά, το lodge βρίσκεται στη πλευρά της Βραζιλίας στις παρυφές πυκνού δάσους. Ηλεκτρικό ρεύμα παράγεται από γεννήτρια μόνο για τον φωτισμό της τραπεζαρίας και τις ανάγκες του μαγειρείου, όλοι οι άλλοι χώροι του lodge «φωτίζονται» με καντήλια. Φτάσαμε βράδυ και όλο το σκηνικό θυμίζει «Αποκάλυψη τώρα» γουστάρω! Το lodge σφύζει από φωνές και χαχανητά νέων – μιλάνε ισπανικά, φαίνεται κάποιο σχολείο από το Περού - παίξαμε με τον Θόδωρα και ποδοσφαιράκι στη τραπεζαρία. Βραδινό, ψάρι ποταμίσιο αλά σπετσώτα στους μοναστηριακούς πάγκους – υπέροχο! και ντουζ υπό το φως των καντηλιών. Διανυκτέρευση όλοι μαζί και η νοστιμούλα Lorena, σε μια μεγάλη καλύβα.
Πρωινό ξύπνημα σε μια παραδεισένια τοποθεσία όπου οι παπαγάλοι αφθονούν και είναι απόλυτα εξοικειωμένοι με τους ανθρώπους! Είναι σαματατζήδες και φοβεροί κλέφτες τσουπ τσουπ προσγειώνονται δίπλα σου, ποζάρουν και εκεί που έχεις χαλαρώσει αρπάζουν ότι τους γυαλίσει! Φαίνεται πως έχουν ιδιαίτερη αδυναμία στα ρολόγια, εμένα πάντως ένας άρπαξε την τηγανίτα από το πιάτο μου μόλις σηκώθηκα για μια στιγμή από τη θέση μου, όχι για να την φάει, αφού την παράτησε άθικτη λίγο πιο πέρα, αλλά για την χαρά του κλεψίματος! Η μέρα είναι ηλιόλουστη και η θέα στον Javari μοναδική. Το δάσος φαίνεται αρκετά πιο πυκνό σε σχέση με αυτό στο Mamiraua, η ζέστη και η υγρασία είναι το ίδιο παρούσες, τα κουνούπια, μυγάκια και άλλα έντομα, αν και πρωί, πολύ πιο ενοχλητικά. Έχουμε μπει βαθειά στον ποταμό, από το Manaos μέχρι εδώ κάναμε 34 ώρες με το ταχύπλοο κι’ ας απομένουν άλλες 10 τουλάχιστον μέχρι το Iquitos. Αυτό θεωρείται το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του ποταμού, από το Manaos μέχρι τον ωκεανό το ποτάμι σε πολλά σημεία πλαταίνει τόσο πολύ που από τη μία όχθη του δεν φαίνεται η απέναντι.
Μετά το πρωινό φύγαμε από το lodge για «canopy walk way» στο δάσος, τι είναι αυτό ακριβώς δεν είχα καταλάβει, θα ανεβαίναμε στα δέντρα να βλέπαμε το δάσος από ψηλά , μας ρώτησαν ποιος θέλει να συμμετέχει και είπα ναι. Μετά από πορεία ενός τετάρτου από το lodge μέσα στο δάσος παρέα με τρεις οδηγούς και την Lorena, πράγματι είναι πολύ πιο πυκνό και «άγριο» από αυτό του Mamiraua, φτάσαμε σ’ ένα σημείο όπου από ένα μεγάλο και θεόψηλο δέντρο κρέμονταν σχοινιά. Από το έδαφος είδαμε στη κορυφή του, μάς είπαν ότι ήταν
Επιστρέψαμε στο lodge για μεσημεριανό, ντουζ και λίγη ώρα χαλάρωσης, αυτή την ώρα γράφω το ημερολόγιο, γιατί στις 5.30 το απόγευμα θα πάμε πεζοπορία στο δάσος όπου και θα διανυκτερεύσουμε με προγραμματισμένη επιστροφή στο lodge στις 6.00 αύριο το πρωί. Φαίνεται άρχισαν τα δύσκολα…
Ώρα 7.30 έχουμε επιστρέψει στο lodge εδώ και μισή ώρα. Τα δύσκολα λοιπόν ήταν χτες το πρωί που κάναμε τους ταρζάν. Η βραδινή πορεία και η διανυκτέρευση στο δάσος αποδείχτηκαν ευκολότερες, βέβαια η υγρασία, η ζέστη και τα έντομα, όχι ιδιαίτερα ενοχλητικά πιθανόν επειδή είχαμε μπλαστρωθεί με εντομοαπωθητικό, ήταν παρόντα. Όταν μετά από τρία τέταρτα ποδαρόδρομο φτάσαμε στο σημείο που θα διανυκτερεύαμε τα ρούχα μου ήταν τόσο πολύ βρεγμένα σα να είχα πέσει ολόκληρος στο ποτάμι. Ο καταυλισμός ήταν εκ των προτέρων στημένος από τους ανθρώπους του lodge. Στο πρόγραμμα προβλέπονταν να βοηθήσουμε κι’ εμείς στο στήσιμο των τεντών, στο καθάρισμα του χώρου, το άναμμα της φωτιάς… Στις συνεννοήσεις που κάναμε μέσω διαδικτύου από Ελλάδα τους είχαμε πει πως «θέλουμε να βοηθήσουμε αλλά όχι πολύ!» και ο τύπος του lodge απάντησε «I got it…» Κατάλαβαν αμέσως οι άνθρωποι με ποιους είχαν να κάνουν και τα είχανε όλα έτοιμα. Βέβαια ο καταυλισμός δεν πρωτοχρησιμοποιήθηκε από εμάς, απλά κάθε φορά τον προσαρμόζεται στον αριθμό των εκάστοτε επισκεπτών. Μόλις φθάσαμε αράξαμε σε κορμούς δέντρων που σχημάτιζαν Π ενώ οι οδηγοί άναψαν φωτιά. Από εκείνη τη στιγμή μέχρι τα μεσάνυχτα η ώρα πέρασε κατά σειρά με καϊπιρίνια, φαί, ρούμι, χαβαλέ και τραγούδι. Το δάσος μετατράπηκε σε λαϊκό πάλκο και τα τραγούδια μας κάλυψαν τους ήχους του, οι αγριοφωνάρες μας έδιωξαν τους φυσικούς κατοίκους του και οι ινδιάνοι οδηγοί μας έδειχναν να μην έχουν αντιμετωπίσει ξανά κάτι παρόμοιο! Είναι τρελοί αυτοί οι Έλληνες… Περασμένες δώδεκα πήγαμε βραχνιασμένοι για ύπνο στις αιώρες μας που είχαν τριγύρω τούλι για τα έντομα και από πάνω μουσαμά για τη βροχή που δεν ήρθε, μια νύχτα ανέφελη και φεγγαρόφωτη, μια νύχτα μοναδική.
Μετά το πρωινό πήγαμε για ψάρεμα στο ποτάμι με τη βάρκα, είχε γούστο. Ώρα 11.30 αποχαιρετήσαμε το Palmari και επιβιβαστήκαμε στη βάρκα για Tabatinga μια διαδρομή 4 περίπου ωρών στον ποταμό Javari, προκειμένου να σφραγιστούν τα διαβατήριά μας για τη έξοδο από τη Βραζιλία. Μετά θα πάμε στο Περουβιανό κομμάτι της την Santa Rosa στην απέναντι όχθη του ποταμού, για να πάρουμε visa εισόδου στο Περού και μετά ξανά πίσω στο Κολομβιανό κομμάτι της την Leticia δίπλα στη Tabatinga , την πόλη που, όπως μας είπανε, όλα επιτρέπονται, προκειμένου να διανυκτερεύσουμε γιατί αξιοπρεπές ξενοδοχείο στη Tabatinga δεν βρήκαμε. Προβλεπόμενη άφιξη στη Leticia γύρω στις 7.00 το απόγευμα εκτός απροόπτου. Ευτυχώς όλες τις μετακινήσεις μας τις έχουν αναλάβει οι άνθρωποι από το lodge του Palmari και μας συνοδεύει η Lorena που ξέρει τα κατατόπια γιατί σ’ αυτά τα μέρη αν δεν έχεις κάποιον που ξέρει την πάτησες. Όλα δουλεύουν με τους ρυθμούς τους, κανείς δεν μιλάει αγγλικά, μια απλή δουλειά μπορεί να αποδειχθεί χρονοβόρα Οδύσσεια που μπορεί να σε βγάλει έξω από το πρόγραμμά σου κι’ εμείς δεν έχουμε τέτοια πολυτέλεια.
Γράφω μέσα στη βάρκα, σε μία ώρα περίπου θα φτάσουμε Tabatinga και το αεράκι που μας φυσάει καθώς πάει το πλεούμενο είναι ευεργετικά δροσιστικό. Είναι σίγουρα ένα μελαγχολικό απόγευμα, σε λίγες ώρες θα αφήσουμε πίσω μας την Βραζιλία. Μόλις μπήκαμε στη συμβολή του Javari με τον Αμαζόνιο κι’ ο ποταμός ξαναέγινε πλατύς σα θάλασσα.
Ώρα 7.00 Γράφω μέσα στο ταχύπλοο για Iquitos την συνέχεια της χθεσινής μέρας: Φτάσαμε λοιπόν στη Tabatinga. Επανειλημμένα σ’ αυτό το οδοιπορικό έχω νοιώσει ότι οι λέξεις είναι ανεπαρκείς να αποδώσουν αυτά που βλέπω, ακούω, μυρίζω, αισθάνομαι, τον καταιγισμό αλλεπάλληλων εικόνων και ερεθισμάτων ενός κόσμου διαφορετικού από τον δικό μας που μπορεί να έχουμε δει στο σινεμά ή ακούσει γι’ αυτόν, αλλά η επαφή μαζί του είναι κάτι εντελώς διαφορετικό - ακόμα και αυτή η κινηματογραφική επαφή - και συναρπαστικό μαζί. Είμαι λοιπόν στη Tabatinga, στη μέση του πουθενά, σ’ ένα κόσμο πολύχρωμο, θορυβώδη όπου τα πάντα ανακατεύονται και γίνονται ένα - άνθρωποι, εμπορεύματα, φωνές, μουσικές, λασπουριά, ζωντανά, ομιλίες, μηχανάκια, βλέμματα, χρώματα, βρωμιά, πλεούμενα, χαχανητά, αυτοκίνητα, μυρωδιές ερεθιστικές της ζωής και της σήψης, ένας κόσμος που και να θέλεις να πλήξεις μαζί του δεν πρόκειται ποτέ να τα καταφέρεις και στον οποίο τίποτα δεν είναι δεδομένο αλλά όλα τα περιμένεις, όλα μπορεί να γίνουν.
Μας είχανε πει ότι στη Tabatinga όλα επιτρέπονται και πράγματι αυτή την αίσθηση της πλήρους αταξίας αποκομίζεις μόλις πατήσεις το πόδι σου στην αποβάθρα. Εντύπωση μού έκανε το ταξί που μπήκαμε για να πάμε στην αστυνομία όπου θα γινότανε η θεώρηση των διαβατηρίων μας για την έξοδο από τη χώρα: ήταν κυριολεκτικά ξεχαρβαλωμένο, το λάστιχο σχεδόν κλαταρισμένο και το αυτοκίνητο πήγαινε σαν βάρκα, τα καυσαέρια από τη τρύπια εξάτμιση έμπαιναν στη καμπίνα των επιβατών και μύριζε ανυπόφορα, ο οδηγός έβαζε μπροστά και έσβηνε τη μηχανή ενώνοντας τα συρματάκια κάτω από το τιμόνι, δεν υπήρχε κλειδί κι’ όμως κυκλοφορούσε στο δρόμο και πήγαινε σαν τρελό, περιττό να πω ότι κανένας δεν σταματάει στα stop ενώ τα φανάρια είναι διακοσμητικά. Στην αστυνομία ζητήθηκε σε δύο από τους συνταξιδιώτες μας που είχαν χάσει το σφραγισμένο χαρτί εισόδου στη χώρα, να πληρώσουν πρόστιμο, αλλά κανείς δεν γνώριζε που έπρεπε να το πληρώσουν, η ώρα περνούσε και τα χρονικά περιθώρια άρχιζαν να γίνονται ασφυκτικά γιατί είχαμε να προλάβουμε το γραφείο θεώρησης διαβατηρίων του Περού, στην άλλη πλευρά του ποταμού και κανείς δεν ήξερε τι ώρα έκλεινε, άλλος έλεγε στις 4.00 άλλος στις 5.00… Ευτυχώς καθάρισε η Lorena και μετά από αλλεπάλληλες διαβουλεύσεις δόθηκε στους δύο σφραγίδα προσωρινής εξόδου από την χώρα με υποχρέωση να πληρώσουν το πρόστιμο αργότερα και άρχισε ξανά αγώνας δρόμου. Όλη αυτή η καθυστέρηση και ταλαιπωρία μας δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι ήταν σκόπιμη προκειμένου να ζητήσουμε συναλλαγή αφού όλα έχουν μια τιμή και όλα παντού παζαρεύονται, αλλά η Lorena δεν ήταν τέτοιος τύπος και προτίμησε την ευθεία οδό. Ο Περουβιανός αστυνόμος στην Santa Rosa αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς: αθλητικό μπλουζάκι, σορτς, σαγιονάρες, πολυλογάς – έλεγε, έλεγε δεν ξέρω τι, μάλλον δεν του άρεσε γιατί έπεσε απότομα δουλειά, δεκατέσσερα διαβατήρια ήταν αυτά – και στο δίπλα δωμάτιο καναπές με στρωμένο σεντόνι, μαξιλάρι και μια κιθάρα πάνω σ’ αυτόν. Ο χώρος: κτήριο εγκαταλελειμμένο, βρώμικο, σκάλες χωρίς κάγκελα, μάλλον το καλύτερο από αυτά που ήταν τριγύρω… εικόνες μοναδικές. Η Βραζιλιάνικη αστυνομία μπροστά στη Περουβιανή έδειχνε «άλλη κλάση», κτήριο σαν φυλακή με συρματοπλέγματα στους τοίχους, ένστολος οπλισμένος σκοπός στην είσοδο, ένστολοι «σοβαροί» και οι υπόλοιποι.
Επιστρέψαμε λοιπόν ξανά στη Tabatinga και με ταξί περάσαμε από την συνοριακή γραμμή στο Κολομβιανό κομμάτι της την Leticia. Θα ήταν παράλειψη αν δεν έγραφα εδώ για τις μουσικές που ακούγονται στους δρόμους στη διαπασών δημιουργώντας ηχητικό πανδαιμόνιο αλλά και ατμόσφαιρα Διονυσιακή. Φτάσαμε στο ξενοδοχείο και μου φάνηκε «παράδεισος». Μετά από ένα ευεργετικό μπάνιο επήγαμε μαζί με την Lorena και τον ινδιάνο άντρα της σε μπιστρό –μπαρ δίπλα στο ξενοδοχείο μας για να τους κάνουμε το τραπέζι, φαί και ποτό, αισθανόμαστε όλοι υποχρεωμένοι για τη βοήθειά της. Το φαγητό ήταν υπέροχο, το ίδιο και το περιβάλλον, η ατμόσφαιρα και η μουσική ξεσηκωτική, κέφι και χορός – οι λατινοαμερικάνοι χορεύουν παντού, όλη η Leticia είναι γεμάτη μπαρ που παίζεται live μουσική – διάθεση για διασκέδαση υπήρχε, αλλά μετά το φαγητό η κούραση βάραινε το κορμί και η νύστα τα μάτια μας. Κοιμηθήκαμε περασμένες 12.00 για να ξυπνήσουμε στις 3.00 τα ξημερώματα προκειμένου να φύγουμε στις 3.30 από το ξενοδοχείο με ταξί, να περάσουμε στο απέναντι μέρος του ποταμού στη Santa Rosa για να πάρουμε το ταχύπλοο για Iquitos που θα έφευγε στις 5.00 και τα δρομολόγια εδώ, όπως ξαναείπα, δεν είναι τόσο ακριβή, ευτυχώς είμαστε Έλληνες και αυτό δεν μας ξενίζει ιδιαίτερα… ΄Ωρα 4.10 επιβιβαστήκαμε στο ταχύπλοο μετά από παζάρι για το επιπλέον κόμιστρο εξαιτίας των «υπέρβαρων» - χωρίς ζύγισμα, έτσι ισχυρίστηκαν - μπαγαζιών μας και 4.30 αποπλεύσαμε, μισή ώρα νωρίτερα από την προγραμματισμένη!
Έφτασα λοιπόν στο σήμερα, εκεί απ’ όπου ξεκίνησα την διήγησή μου στη αρχή της ημέρας. Η ώρα έχει φτάσει 8.45. Το ταχύπλοο είναι μικρότερο από τα προηγούμενα και στενάχωρο σα κλουβί, μία οθόνη παίζει πάνω από το κεφάλι μου video clips στη διαπασών, όπου όλοι χορεύουν ασταμάτητα και ο διπλανός μου έχει διάθεση για κουβέντα. Μου μιλάει στα ισπανικά, ταξιδεύουμε πλέον στο Περού, αλλά μου είπε ότι ξέρει και πορτογαλικά γιατί είναι από την Βραζιλία – μόνο αυτό κατάλαβα, έδειξε τη μπλούζα του με την βραζιλιάνικη σημαία – εγώ του είπα «no habla espaniol» αλλά δεν πτοείται. Όταν κατάλαβε ότι είμαι griego – Έλληνας χάρηκε ιδιαίτερα, είναι αλήθεια πως μάς συμπαθούν πολύ και άρχισε να λέει για τους Ολυμπιακούς αγώνες, του’ χει κάνει εντύπωση που συνέχεια γράφω στο ημερολόγιο. Πριν από λίγο σταμάτησε η μηχανή και μείναμε καταμεσής του ποταμού 2-3 λεπτά, κάτι πασπατέψανε και ξαναπήρε μπροστά – ευτυχώς ο καιρός είναι υπέροχος. Όλο το ταξίδι μας είναι στο τρέξιμο αλλά αδερφάκι μου, το κομμάτι του Αμαζονίου έχει εκτινάξει την αδρεναλίνη μας στο κόκκινο αφού το απρόοπτο συνέχεια καραδοκεί και πάλι καλά, μέχρι τώρα όλα πήγαν κατ’ ευχή. Η διαδρομή Santa Rosa – Iquitos προβλέπεται 9 ώρες, θα φτάσουμε εκεί μεσημεράκι. Μέχρι το Iquitos ο Αμαζόνιος είναι πλωτός για μεγάλα πλοία.
Ώρα 1.00 μμ Θα έχουμε καθυστέρηση, νέα προβλεπόμενη ώρα άφιξης στο Iquitos 3.00. Μόλις φάγαμε το μεσημεριανό, κρέας με ρύζι και κρύες τηγανητές πατάτες, coca cola που πάει παντού - ακόμα και στην Αμαζονία - και με όλα και καραμελίτσα για γλυκό. Είχε προηγηθεί πρωινό σάντουιτς και καφές σερμπέτι με γάλα και κρακεράκια με χυμό για δεκατιανό. Σε όλα τα ταχύπλοα μας προσέφεραν το ίδιο φαί και ήταν νοστιμότατο: κρέας κοκκινιστό με ρύζι. Στα δύο πρώτα από Manaos - Tefe και Tefe –Tabatinga, το κυρίως πιάτο ήταν αισθητά καλύτερο αφού το φαγητό ετοιμάστηκε επί τόπου σε μία «κουζίνα» που χωρούσε όρθια μόνο την γυναίκα που μαγείρευε και στην οποία έγιναν τα πάντα: προετοιμασία, μαγείρεμα, σερβίρισμα, πλύσιμο των πιάτων… στο σημερινό ήταν από cetering!
Λίγα λόγια για το φαγητό στη Βραζιλία: Όλα τα πιάτα συνοδεύονται από ρύζι, έχουμε ρυζιάσει! το ρύζι έχει τη θέση που έχει σ’ εμάς το ψωμί. Ψωμί δεν σερβίρεται παρά μόνο για πρωινό και είναι εξαιρετικό – οι Πορτογάλοι θεωρούνται εξαίσιοι φουρναραίοι, πολλοί φούρνοι ακόμα και σήμερα βρίσκονται σε χέρια Πορτογάλων. Οι φούρνοι πουλάνε συνήθως και γλυκά, ζαχαροπλαστεία είδα ελάχιστα και αυτά στο κέντρο των δύο μεγάλων αστικών κέντρων. Η Βραζιλία είναι κρεατοπαραγωγός χώρα όπως και η γειτονική Αργεντινή, το κρέας έχει παντού την τιμητική του, το ψήνουν και στο δρόμο σε μικρές φουφούδες συχνά μαριναρισμένο, σουβλάκια και μπριζολάκια, γενικά είναι εξαίρετοι ψήστες. Στην Αμαζονία «παίζει» εξίσου και το ψάρι του γλυκού νερού το οποίο μαγειρεύουν με πολλούς τρόπους και είναι επίσης εξαιρετικό. Ευρύτατα διαδεδομένη είναι η φαρίνα από «μανιόκα», μια τροπική ρίζα – κάτι σα χοντροκομένο σιμιγδάλι – που είναι κριτσανιστή και εύγευστη και την βάζουν πάνω από το ρύζι αλλά την σερβίρουν και μόνη της. Στο μαγείρεμα χρησιμοποιούν λάδι σόγιας- η Βραζιλία είναι η πρώτη παραγωγός μεταλλαγμένης σόγιας παγκοσμίως, βούτυρο φάγαμε μόνο στα πρωινά, το ρύζι ειδικά το κάνουν στεγνό σα νερόβραστο κι όμως είναι εύγευστο. Κρασί βρίσκεις μόνο στα καλά μαγαζιά εισαγόμενο από Χιλή και Αργεντινή και είναι σχετικά ακριβό, συνηθίζεται η μπύρα, δοκίμασα αρκετές κάποιες του γούστου μου. Από τα εμφιαλωμένα αναψυκτικά υπάρχουν όλα τα γνωστά και το δημοφιλές «γκουαρανά» από τοπικό φρούτο. Ο καφές είναι παντού εύγευστος και αρωματικός, χώρα του καφέ είναι αυτή, από αλκοολούχα ότι πεθυμήσει η ψυχή σου και η εθνική καϊπιρίνια, κασάσα - κάτι σα ρακί – λεμόνια, ζάχαρη και πάγο, όπου δοκίμασα ήταν εξαιρετική. Οι τιμές όπως ξανάπα αισθητά πιο κάτω από της Ελλάδας.
Μόλις ανακοινώθηκε ότι θα έχουμε μεγαλύτερη καθυστέρηση… το μόνο καλό είναι ότι έχω μπόλικο χρόνο για γράψιμο. Η ζέστη είναι αποπνικτική. Στα δεξιά μας βρίσκεται ο Rio Napo παραπόταμος του Αμαζόνιου που οδηγεί στο Εκουαντόρ, από αυτόν κατέβηκε το 1540 ο κονκισταδόρ Francisco de Orellana, ο πρώτος που έκανε τον κατάπλου του Αμαζονίου. Εμείς κάνουμε την αντίθετη διαδρομή, από τις εκβολές του προς την ενδοχώρα. «Είναι ένα ταξίδι ανακάλυψης στα βαθύπεδα της Λατινικής Αμερικής σαν τη βύθιση του ταγματάρχη Κουρσκ στη καρδιά της ζούγκλας», σχολιάζει ο Θόδωρας. Εδώ ο ποταμός γίνεται απέραντος και το τοπίο επιβλητικό.
Ώρα 2.40 μμ: Μόλις προσαράξαμε λόγω βλάβης στην όχθη του ποταμού και κάτι πασπατεύουν στην μηχανή, κάποιο πρόβλημα υπάρχει εδώ και ώρα. Ώρα 2.50 ξεκινήσαμε, μάλλον πάμε πιο αργά, το διασκεδάζουμε αφού δεν έχουμε τίποτα καλύτερο.
Ώρα 4.30 μμ φτάσαμε στο Iquitos με καθυστέρηση τριών ωρών, οι αρχικά προβλεπόμενες εννιά έγιναν δώδεκα! Ξενοδοχείο και καπάκι βόλτα στην αγορά δίπλα στο ποτάμι, την επονομαζόμενη «Βενετία του Αμαζονίου». Αυτή την εποχή η στάθμη του ποταμού είναι χαμηλά και τα νερά έχουν υποχωρήσει, όταν ανεβαίνει η στάθμη τα νερά καλύπτουν μία τεράστια πεδινή έκταση και η αγορά γίνεται παραποτάμια. Πολύχρωμη, πολύβουη, θορυβώδης, άναρχη, βρώμικη και με απερίγραπτη δυσωδία σε κάποια σημεία, τυπική τριτοκοσμική αγορά. Λίγα μέτρα από την αγορά, δίπλα στο πιο τουριστικό μέρος της πόλης προς τον ποταμό, μία άλλη εξίσου μεγάλη από τενεκεδόσπιτα. Θελήσαμε να την περπατήσουμε λίγο αλλά κάποιος μας έκανε να καταλάβουμε με νοήματα ότι θα ήταν επικίνδυνο μα πάμε… και χωρίς άλλη σκέψη αλλάξαμε ρότα. Το παραποτάμιο Iquitos των 300.000 ανθρώπων δίνει αίσθηση μεγαλύτερης πόλης από τις αντίστοιχες της Βραζιλίας. Εντύπωση μου προξένησαν τα τρίκυκλα μηχανάκια ταξί που είναι αμέτρητα και πηγαίνουν σαν τρελά στο δρόμο, ενώ απαραίτητο είναι το σκληρό παζάρι: τα 5 σολ (1 ευρώ = 4 σολ) αμέσως πέφτουν στα 2 ή 1 αφού δεν έχουν ταξίμετρο και το κόμιστρο προσυμφωνείται.
Ώρα 10.05: Αφήσαμε το Iquitos και μαζί του τον Αμαζόνιο στις 9.30 Από το παράθυρο το αεροπλάνου ρίχνω τελευταίες ματιές στο ποτάμι που σέρνεται κάτω νωχελικά σαν ένα τεράστιο φίδι σε πράσινο φόντο. Η πτήση με την κρατική LAN θα διαρκέσει 1 ½ ώρα. Μ’ έχουν βάλει στη μέση δύο Αμερικάνες γιαγιάδες, με την μία πιάσαμε κουβέντα, η άλλη συνέχεια κοιμάται. Χτες ξεχάσαμε με τον Θόδωρα να πάρουμε το χάπι για τη μαλάρια, μικρό το κακό.
Ώρα 10.50 πατήσαμε στη Lima, την πρωτεύουσα του Περού των 8 εκατομμύριων κατοίκων, την πόλη που ιδρύθηκε από τον κονκισταδόρ Francisco Pisaro το 1535. Επιτέλους δρόσισε, δύο βδομάδες έχουμε λιώσει από την κουφόβραση! Νοικιάσαμε πουλμανάκι για το Gran Hotel Bolivar στην πλατεία San Martin - ο εθνικός ήρωας και απελευθερωτής του Περού από τους Ισπανούς (1821) - στο κέντρο της πόλης και τρεχάλα στο Εθνικό Μουσείο Ανθρωπολογίας Αρχαιολογίας και Ιστορίας του Περού με τα υπέροχα πράγματι εκθέματα κεραμικής τέχνης των προκολομβιανών πολιτισμών από το 1000 πχ μέχρι το 1500 μχ που αναπτύχθηκαν κατά μήκος της στη Δυτικής ακτής από Εκουαδόρ μέχρι Χιλή. Θαυμάζοντας την υψηλή τέχνη και τεχνική των λαών αυτών απορείς πως είναι δυνατόν μα μην είχαν εφεύρει ένα σύστημα γραπτού λόγου, δεδομένου ότι γραπτά μνημεία των προκολομβιανών πολιτισμών μέχρι σήμερα δεν έχουν ανακαλυφθεί. Στη συνέχεια πήγαμε στο μουσείο Pedro de Osma στη γραφική συνοικία Barranco με εκθέματα της μετακολομβιανής τέχνης, κυρίως ζωγραφικής της σχολής του Cusco, βόλτα στο καλντερίμι με τα μπαράκια μέχρι το μπαλκόνι με θέα στον ωκεανό - συγκινήθηκα, βραδινό σε γραφικό μπιστρό όπου ο ιδιοκτήτης του μάς αφιέρωσε με την κιθάρα του μια γλυκιά μελωδία. Επιστροφή στη σουίτα μας στο ξενοδοχείο, ζεστό μπανάκι και ύπνος χορταστικός 11.00-7.00, τον είχα ανάγκη.
Πρωινό στις 8.00 στο αρχοντικό μπαρ του Gran Hotel Bolivar και περιήγηση στην πόλη plas des Armas, προεδρικό μέγαρο με τους οπλισμένους σαν αστακούς μπάτσους και τη στρατιωτική μπάντα από πίσω να παιανίζει rock n roll και lambada - σκηνή μοναδική, τυπικά λατινοαμερικάνικη, μοναστήρι του Άγιου Φραγκίσκου με τις κατακόμβες – εντυπωσιακό, καθεδρικός ναός, μεσημεριανό με θέα την plas des Armas και καπάκι ταξί για την αριστοκρατική συνοικία Miraflores, βόλτα και πεζοπορία μέχρι την παραλία, μπύρα με θέα τον ωκεανό, τελευταίες ματιές στην απεραντοσύνη του και μελαγχολική διάθεση για το ταξίδι που πάει τόσο γρήγορα και πίσω δεν γυρίζει... Πίσω στο μπαρ του ξενοδοχείου για το καλύτερο pisco sour στη Lima, το εθνικό ποτό του Περού, πραγματικά ήταν σπέσιαλ.
Είναι τρελοί οι Περουβιανοί ταξιτζήδες και όχι μόνο αυτοί, όλοι τρέχουν σαν τρελοί, κορνάρουν συνέχεια και κάνουν ότι τους κατέβει, δεν υπάρχει κώδικας οδικής κυκλοφορίας, δεν σταματούν ποτέ για να παραχωρήσουν προτεραιότητα παρά φρενάρουν την τελευταία στιγμή όταν το τρακάρισμα φαίνεται αναπόφευκτο κι’ όμως αυτοί το αποφεύγουν! Εκείνο όμως που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν ότι σε αυτό το κυκλοφοριακό χάος δεν άκουσα διαπληκτισμούς και βρισιές, οι οδηγοί οδηγούν κατ’ αυτό τον τρόπο σαν να είναι κάτι φυσικό, δεν νευριάζουν ούτε παραφέρονται! Και εδώ οι μεγάλες κοινωνικές ανισότητες είναι φανερές, η διαφορά μεταξύ του κέντρου και των εύπορων περιοχών της πόλης όπως το Miraflores και το Barranco βγάζει μάτι - και στις παραγκουπόλεις δεν πήγα – αλλά όπου πήγα άστεγους και εξαθλιωμένους στο δρόμο δεν είδα , αντίθετα με τα μεγάλα αστικά κέντρα της Βραζιλίας. Ίσως η δεξιά φιλοαμερικάνικη κυβέρνηση του Alan Garcia έχει πάρει μαθήματα από τους φίλους της και εκεί που πηγαίνουν οι τουρίστες έχει «καθαρίσει» την πόλη από τους «απόβλητους» κρύβοντάς τους κάτω από το χαλί, η παρουσία της αστυνομίας είναι παντού έντονη.
Συγκινήθηκα όπως είπα όταν αντίκρισα τον Ειρηνικό, ήταν μια στιγμή που περίμενα από την αρχή του ταξιδιού, στο νου μου έφερα την αφήγηση του Stefan Zweig για τον κονκισταδόρ Vasco Nunez de Balboa, τον πρώτο Ευρωπαίο που αντίκρισε το απέραντο μπλε του ωκεανού. Θα ήθελα να βρέξω τα πόδια μου στο νερό, γατί όχι να κολυμπήσω και στο Miraflores και στην Ipanema αλλά αυτό στάθηκε ανέφικτο, ίσως κάποια άλλη φορά…
Ύπνος μίας ώρας στο Gran Hotel Bolivar και αναχώρηση ώρα 1.50 μετά τα μεσάνυχτα για τον σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων. Ώρα 2.50 αφήσαμε την Lima για Nazca μέσω Ica, μιας πόλης 160.000 κατοίκων στη μέση περίπου της διαδρομής, μια διαδρομή τουλάχιστον 8 ωρών στην Παναμερικάνα, τον δρόμο που πηγαίνει παράλληλα με την Δυτική ακτή από το Εκουαδόρ μέχρι τα σύνορα της Χιλής, τον δρόμο που ακολούθησε ο Τσε με τη μοτοσικλέτα του στα νιάτα του όταν αποφάσισε να γνωρίσει την Λατινική Αμερική. Προβλεπόμενη ώρα άφιξης στη Nazca γύρω στις 11.00 πμ. Είναι 9.10 και γράφω μέσα στο λεωφορείο. Διασχίζουμε την έρημο, τοπίο εντυπωσιακό, άμμος και πέτρες ως εκεί που φτάνει το μάτι. Δίπλα μου ο Θοδωρούκος προσπαθεί να βγάλει φωτογραφίες αλλά το λεωφορείο κουνάει, ο δρόμος - αν και ατέλειωτη ευθεία - δεν είναι ότι καλύτερο.
Είμαι χαρούμενος που, 26 χρόνια μετά την τελευταία εκδρομή μας, είμαστε ξανά μαζί σε αυτό το ονειρεμένο οδοιπορικό και η χαρά μου γίνεται ακόμα μεγαλύτερη όταν διαπιστώνω πως τόσα χρόνια δεν άλλαξε τίποτα στις συνήθειές μας, στο τρόπο που βλέπουμε ανθρώπους και πράγματα, που συμπεριφερόμαστε, σα να μη πέρασε μια μέρα, σα να καταφέραμε να σταματήσουμε τον χρόνο στο τότε κι’ ας γκρίζαραν τα μαλλιά μας. Όλα είναι εδώ: ο Θόδωρος της παρέας, πάντα πρόθυμος, ευχάριστος και αγαπητός, με το «ευερέθιστο» έντερο και τα long play χεσίματά του, με τον διδακτισμό του, αυτός έχει ενταθεί, ίσως λόγω επαγγέλματος, με την σχολαστική μεθοδικότητα και τακτικότητά του και από την άλλη εγώ ο εγωίσταρος με τη σπασαρχίδικη επιλεκτική αδιαφορία κι απροθυμία μου, πάντα πειραχτήρι με περιπαικτικό ύφος και «αγενή» συμπεριφορά που μέχρι σήμερα είναι φορές που τον τσαντίζει … κι’ όμως τόσο ταιριαστοί σαν τα ετερώνυμα που έλκονται…
Ώρα 10.45: φτάνουμε στη Nazca. Μέχρι τώρα μάς έχουν κάνει έλεγχο εισιτηρίων πέντε φορές, κάθε φορά διαφορετικός ελεγκτής…
Η Nazca με τις περίφημες ανάγλυφες παραστάσεις στο έδαφος που φαίνονται μόνο από αέρος και εικάζεται ότι δημιουργήθηκαν μεταξύ 300 πχ και 600 μχ. Επιβιβαστήκαμε στο μονοκινητήριο εξαθέσιο αεροπλανάκι που είναι ωραία να το παρατηρείς από το έδαφος να τραμπαλίζεται στον αέρα, όταν όμως είσαι μέσα κουνάει πολύ… Ο Θόδωρος κάθισε δίπλα στον πιλότο κι εγώ από πίσω μαζί με τη Βάγια και πίσω μας ήταν δύο Ισπανίδες που μίλαγαν συνεχώς. Ο πιλότος προκειμένου να έχουμε καλύτερη οπτική επαφή πλάγιαζε πολύ το αεροπλάνο, βάλε και τα κενά αέρος, καταλήξαμε να κάνουμε ακροβατικά στον αέρα. Βέβαια όλη αυτή η ιστορία έχει τη φάση της, αρκεί να μπορείς να χαλαρώσεις και να μη βάζεις δυσάρεστες σκέψεις στο μυαλό σου… Πράγματι η πτήση αξίζει αφού οι ανάγλυφες παραστάσεις φαίνονται εντυπωσιακά από ψηλά, αν και στις φωτογραφίες ατύχησα αφού μέσα στο ταρακούνημα του αεροπλάνου τις τράβαγα στη τύχη! Ο Θόδωρος μετά την πτήση που κράτησε 40 λεπτά έκανε 1 ½ ώρα για να συνέλθει, το ίδιο και η Βάγια, πιστεύω ότι το παρατράβηξε ο πονηρός για να τύχει της φροντίδας των γυναικών του γκρουπ…
Στη συνέχεια επισκεφθήκαμε την «Νεκρόπολη της Τσαουτσίλα» - Necropolis de Chauchilla,
Αφήσαμε τη Nazca ώρα 9.00 το βράδυ με μία ώρα καθυστέρηση, με το νυχτερινό λεωφορείο για Cusco, διαδρομή 13 ωρών. Δρόμος με συνεχείς φουρκέτες που σκαρφαλώνει στη Κορδιλιέρα σε υψόμετρο
Τετάρτη 15/10/08
Ώρα
9.45 φτάσαμε στο Cusco, μία αποικιοκρατικού στυλ πόλη 400.000
κατοίκων στο Altiplano, το οροπέδιο των Άνδεων, στα Το βράδυ σηκώθηκα για κατούρημα τρεις φορές γιατί πήρα χάπι ακεταζολαμίδης των 250mg για το υψόμετρο που είναι διουρητική και το πρωί τα πόδια μου ήταν εντάξει. Αναχώρηση ώρα 7.30 με τον ξεναγό μας Miguel για τους αρχαιολογικούς χώρους της ιερής κοιλάδας των Ίνκας που την διασχίζει ο ποταμός Urubamba οποίος καταλήγει στον Αμαζόνιο. Πρώτη στάση στο Saqsaywaman,
Ξύπνημα στις 4.15 για να προλάβουμε την ανατολή του ήλιου μαζί με εκατοντάδες άλλους επισκέπτες που είχαν φτάσει στην αφετηρία των λεωφορείων που θα μας ανέβαζαν στο MachuPicchu πριν από εμάς! Οι ορδές των τουριστών που επισκέπτονται έναν από τους πιο τουριστικούς και κατά τα φαινόμενα πολυδιαφημισμένους, αρχαιολογικούς χώρους είναι εντυπωσιακές και γύρω τους έχει στηθεί μία ανθηρή τουριστική βιομηχανία. Η πιο ονομαστή πόλη και πιθανά λατρευτικό κέντρο των Ίνκας, το MachuPicchu, είναι πράγματι εντυπωσιακό σε συνδυασμό με τον πανέμορφο φυσικό περίγυρο. Βρίσκεται στη κορυφή του καταπράσινου βουνού πάνω από το φαράγγι όπου βρίσκεται το Aquas Callientes, σε υψόμετρο
Οι Περουβιανοί των υψιπέδων φαίνονται φτωχοί και σκληροτράχηλοι, με έντονο τοπικό χρώμα στο ντύσιμό τους, εμφανώς λιγότερο εξωστρεφείς από τους Βραζιλιάνους. Όπου σταματήσαμε μας μάς περίμεναν τουλάχιστον δύο –τρεις μικροπωλητές να μας πουλήσουν την πραμάτεια τους. Οι γυναίκες είναι ντυμένες με τοπικά ρούχα, φούστα και πόντσο με έντονα φωτεινά χρώματα και το χαρακτηριστικό ημίψηλο καπέλο που είναι απορίας άξιο πως στέκεται συνέχεια στο κεφάλι τους. Μέχρι σήμερα ιδιαίτερο κρύο, δεδομένου του υψομέτρου, δεν είχαμε, επιφυλάσσομαι όμως για την Τιτιτάκα.
Όσο περνάνε οι μέρες η κούραση κάνει πιο συχνά την εμφάνισή της, πράγμα αναμενόμενο. Η αστείρευτη ζωντάνια της πρώτης εβδομάδας στο Sao Paolo και το Rio - ξελογιάστρα Brazil! - έχει εξανεμισθεί. Τώρα ακόμα και με 7ωρο ύπνο, μετά από σχετικό περπάτημα κα μερικά σκαλοπάτια νοιώθω κουρασμένος, το ίδιο και ο Θόδωρας, σίγουρα ευθύνεται και το υψόμετρο. Μεσολάβησαν όμως ο ιδιαίτερα ζόρικος Αμαζόνιος και το σοκ της πρώτης μέρας του υψόμετρου των Άνδεων, αν ήταν πιο «ομαλά» τα πράγματα… Το οδοιπορικό αυτό μοιάζει με τη βαθειά ανάσα του λαχανιασμένου που θέλει να ρουφήξει όσο περισσότερο αέρα μπορεί, να γεμίσει τα πνεμόνια του. Μοιάζει περισσότερο με εκστρατεία, με αποστολή, παρά με εκδρομή και εγώ δεν αισθάνομαι κονκισταδόρας παρά απλά παρατηρητής, κάποιες φορές και «προσκυνητής», με τις αισθήσεις μου συνέχεια σε εγρήγορση. Μπορώ να διαβεβαιώσω ότι εκτός από εξαντλητικό είναι και συναρπαστικό και είμαι σίγουρος πως σε λίγες μέρες η κούραση και η ταλαιπωρία δεν θα είναι παρά μία γλυκιά ανάμνηση.
Επιστροφή στο Cusco νωρίς το απόγευμα και χαλαρός περίπατος με τον Θόδωρα στην πόλη, ο πρώτος χαλαρός περίπατος από την αρχή της εκδρομής, απ’ όσο θυμάμαι. Το Cusco, πρωτεύουσα του κράτους των Ίνκας, είναι πόλη με μεγάλη ιστορία και λαμπρές ημέρες δόξας. Το1532, χρονιά που καταλύθηκε το κράτος των ΄Ινκας και εκτελέστηκε ο τελευταίος βασιλιάς τους Atahualpa, ήταν τέτοια η λάμψη της πόλης που ο Francisco Pisaro είπε «κρίμα που η πόλη αυτή δεν βρίσκεται στην Ισπανία». Στην ίδια πόλη, σαράντα χρόνια μετά επί αντιβασιλείας Francisco de Toledo, εδραιώθηκε οριστικά η κυριαρχία των Ισπανών στο Περού μετά τη κατάπνιξη της τελευταίας εστίας αντίστασης των Ίνκας στη Κορδιλιέρα Vilcabamba, με την εκτέλεση του Tupac Amaru Α. Σήμερα η πόλη αποπνέει κάτι από τη λάμψη του παρελθόντος, είναι ιδιαίτερα γραφική - ιδίως το βράδυ φωταγωγημένο - και ζωντανό, σφύζει από νεολαία, μάλιστα λόγω τουρισμού διαθέτει ένα κοσμοπολίτικο χρώμα χωρίς όμως να έχει χάσει το τοπικό.
Ζεστό τσάι, κρεατόπιτα, γλυκό και χάζι στα μαγαζιά - θέλω να πάρω κάτι στη Μουτσουνίτσα - επιστροφή στο ξενοδοχείο, μπάνιο και ύπνος από τις 10.00
Ξύπνημα στις 4.15, εγώ που είμαι του πρωινού ξυπνήματος ανυπομονώ πότε θα έρθει η μέρα να ξυπνήσω σαν άνθρωπος και αναχώρηση ώρα 5.00 οδικώς για Puno και λίμνη Tititaka, μία διαδρομή 7-8 ωρών. Έχουμε ξεπεράσει τα
Ώρα 1.00 μεσημέρι μπαίνουμε στο Puno, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και μεγαλύτερο λιμάνι της λίμνης. Αφήσαμε πίσω την επαρχία του Cusco απ’ όπου πηγάζουν ποτάμια που τροφοδοτούν με νερά τον Αμαζόνιο και βρισκόμαστε στη κλειστή λεκάνη της λίμνης Tititaka. Είναι Σάββατο και η αγορά της πόλης σφύζει από ζωή, στο δρόμο μας πέσαμε σε τρεις γάμους. Εδώ συνηθίζουν να παντρεύονται τις χρονιές με ζυγό αριθμό επειδή πιστεύουν ότι τα ζυγά νούμερα φέρνουν τύχη και γονιμότητα. Ώρα 1.30: Βρήκαμε επιτέλους το πρακτορείο όπου αφήσαμε τα μπαγάζια μας και φύγαμε καπάκι για το λιμάνι μ’ ένα σακίδιο ο καθένας και τα απολύτως απαραίτητα. Προορισμός μας το νησί Amantani, 1 ½ ώρα διαδρομή. Επιβιβαστήκαμε στο πλεούμενο μαζί με τον συνοδό ξεναγό μας, ένα τύπο ομιλητικό και ξύπνιο με ελαφρά ειρωνικό χαμόγελο. Ο καιρός είναι συννεφιασμένος και φυσάει ελαφριά, όταν ανοιχτήκαμε ο αέρας δυνάμωσε. Για να μη κακοσυνηθίσουμε η μηχανή της βενζινάκατου σταμάτησε δύο φορές στη μέση της λίμνης…
Τιτιτάκα, άλλο ένα μυθικό όνομα! Στη γλώσσα των ινδιάνων aimara, διάλεκτος που ομιλιέται και σήμερα από τους αυτόχθονες στη Βολιβία και λιγότερο στο Περού, «τιτι» σημαίνει γάτα ή πούμα, ενώ στη γλώσσα των ινδιάνων ketsua, την διάλεκτο των Ίνκας, «κακα» σημαίνει βράχος, πέτρα, αλλά και το γκρίζο χρώμα που έχουν, δηλαδή Τιτιτάκα σημαίνει το «γκρι πούμα». Πράγματι αν παρατηρήσει κανείς τον χάρτη της λίμνης, με λίγη φαντασία θα δει ότι το κάτω μέρος της θυμίζει καθισμένο πούμα. Πρόκειται για την ψηλότερη πλωτή λίμνη στο κόσμο σε υψόμετρο
Στη προκυμαία του νησιού Amantani, όπου τελικά φτάσαμε, μοιραστήκαμε σε «οικογένειες» στα σπίτια των οποίων θα φιλοξενούμασταν. Εμένα, τον Θόδωρα και τη Μαρία μάς πήρε η Sylvia, μια ινδιάνα με παραδοσιακή φορεσιά, όπως όλες άλλωστε. Χρειαστήκαμε εικοσάλεπτο ανηφορικό ποδαρόδρομο μέχρι το σπίτι της, όπου φτάσαμε ξεθεωμένοι. Περιμέναμε τη φάση στο Amantani πιο «πρωτόγονη» αφού θεωρείται από τα λιγότερο τουριστικά νησιά της λίμνης, αλλά διαπιστώσαμε ότι ο τουρισμός έχει φτάσει ακόμα και εδώ. Βέβαια δεν τρελαθήκαμε στις ανέσεις: εκεί όπου διανυκτερεύσαμε φως και ντουζ δεν υπήρχαν παρά μόνο εξωτερική τουαλέτα στο χωράφι, υπήρχαν όμως δωμάτια χτιστά και όχι καλύβες που περιμέναμε, με κρεβάτια και κλινοσκεπάσματα και όχι αχυρένια στρώματα. Η Sylvia ήταν νοστιμούλα , γλυκιά και πάντα χαμογελαστή, δεν ήξερε λέξη από άλλη γλώσσα πλην της δικής της. Μας φίλεψε χορτόσουπα και τσάι από φύλλα κόκας στη «κουζίνα» του σπιτιού, ένα μικρό δωμάτιο με χωμάτινο δάπεδο και μασιά με ξύλα στο πάτωμα, η όλη κατάσταση θύμιζε χωριό της Ελλάδας του 50, υποθέτω. Η σούπα ήταν πεντανόστιμη, πιάσαμε και κουβέντα με τον μπαμπά της Sylvia και με τα «άπταιστα» ινδιανο-ισπανικά μας καταλάβαμε ότι ο άντρας της παράτησε αυτήν και την κορούλα της την Γέση, ένα τετραπέρατο 4χρονο κοριτσάκι και ζει κάπου στη Λίμα. Ώρα 7.30 μας προσέφερε βραδινό υπό το φως των κεριών, πρώτο πιάτο ξανά χορτόσουπα και δεύτερο πατάτες βραστές με τυρί πρόβειο και ρύζι, συνοδεία τσαγιού από φύλλα κόκας και άλλων μυρωδικών. Το Περού είναι η πατρίδα της πατάτας, αυτή είναι το πρώτο αγροτικό προϊόν του και καλλιεργείται σε δεκάδες διαφορετικές ποικιλίες, όσες δοκιμάσαμε νοστιμότατες. Στις 8.00 μαζί με την «μητέρα» μας, την Sylvia και αφού προηγουμένως ντυθήκαμε με τοπικές φορεσιές, επήγαμε σε άλλο σπίτι - ένα μεγάλο άδειο δωμάτιο, για φολκλορικό γλέντι συνοδεία παραδοσιακών μουσικών οργάνων παρέα με τους ντόπιους και άλλους φιλοξενούμενους. Για δεύτερη φορά σε αυτή την εκδρομή είπα ότι αφού δεν έπαθα έμφραγμα μετά από τόση ταλαιπωρία χοροπηδώντας ασταμάτητα με την Sylvia στα
Την νύχτα στο Amantani η παγωνιά έκανε τα δόντια να τρίζουν! Κοιμήθηκα με τα ρούχα, φανέλα, κολεγιακό, fleece, παντελόνι, μάλλινες κάλτσες, μέσα στο sleeping bag, έριξα και μια χοντρή κουβέρτα από πάνω γιατί γύρω στις 2.00 ξύπνησα από το κρύο… έτσι είναι το κλίμα στη λίμνη: πρωί ο ήλιος καίει, βράδυ το θερμόμετρο πέφτει κάτω από το μηδέν.
Ξύπνημα και πρωινό, τηγανίτες και τσάι, στις 7.00. Δεν χόρτασα ύπνο, κάτι η παγωνιά, κάτι το στενάχωρο sleeping bag, κάτι ένα κρύωμα που με ταλαιπωρεί … Αφήσαμε το Amantani για το πλωτά νησιά Ouros, την μεγάλη τουριστική ατραξιόν της λίμνης. Πρόκειται για ολόκληρους οικισμούς ιθαγενών στους οποίους τα πάντα είναι φτιαγμένα από το, αυτοφυές στη λίμνη, υδρόβιο φυτό totora, ένα θέαμα σίγουρα εντυπωσιακό. Η μέρα ηλιόλουστη και ο ήλιος κυριολεκτικά έκαιγε.
Ένα αξιοσημείωτο είναι πως οι ιθαγενείς της επαρχίας Puno, εκτός από τον Χριστό - σαν Καθολικοί που είναι, πιστεύουν στην Patsa Mama, δηλαδή την «Μητέρα Γη»- θεά της γονιμότητας, από την οποία προέρχονται τα πάντα, κατάλοιπο παλιών σαμανιστικών Ινδιάνικων δοξασιών.
Γυρίσαμε στο Puno με καθυστέρηση δύο ωρών γιατί είχε πρόβλημα η μηχανή του πλεούμενου και αμέσως φύγαμε οδικώς για το Desaguadero στα σύνορα Περού- Βολιβίας, όπου φτάσαμε στις 3.00 μμ – ώρα Βολιβίας 4.00 Εδώ αλλάξαμε βαν, μας περίμενε άλλο με την Βολιβιανή ξεναγό μας. Απαραίτητες διατυπώσεις στα συνοριακά γραφεία του Περού και της Βολιβίας, σφραγίδες στα διαβατήριά μας και σφαίρα για τον αρχαιολογικό χώρο του Tiwanako όπου φτάσαμε στις 5.30 και τον βρήκαμε κλειστό – είχε κλείσει στις 5.00 Διαβουλεύσεις της ξεναγού με τον φύλακα, σχετικό «φιλοδώρημα» και οι πόρτα άνοιξε. Μπήκαμε μέσα δεκατρείς ταλαιπωρημένοι άνθρωποι από την άλλη άκρη της γης, πραγματικά σερνάμενοι στα υψίπεδα του Altiplano, του αχανούς οροπεδίου στα
Ώρα 7.45: Τα αμέτρητα φωτάκια της πόλης μέσα στο πνιχτό σκοτάδι καθώς κατεβαίνουμε τον φιδίσιο δρόμο και πλησιάζουμε την La Paz, είναι μια πανέμορφη εικόνα. Ώρα 8.00 το βράδυ μπαίνουμε στη πόλη. Τακτοποίηση στο ξενοδοχείο και στις 10.00 ύπνος σε καθαρά σεντόνια μετά από ένα χαλαρωτικό ζεστό μπάνιο.
Ξύπνημα στις 9.00 μετά από πολλές μέρες και περίπατος στη πόλη στην οποία, όπως είχαμε μάθει, είχε προγραμματιστεί να γίνει μια μεγάλη πορεία.
Την πορεία, που θα κατέληγε στο προεδρικό μέγαρο, είχαν διοργανώσει οι παρατάξεις και τα ανεξάρτητα σχήματα που στηρίζουν τον Evo Morales. Κύρια αιτήματα των διαδηλωτών ήταν η αλλαγή άρθρων του Συντάγματος για κοινωνικοποίηση των πηγών ενέργειας, η θέσπιση πλαφόν στη μέγιστη ιδιωτική ιδιοκτησία και ο περιορισμός της αυτονομίας των επαρχιών - στις πλέον πλούσιες απ’ αυτές ο Morales τις τελευταίες εκλογές μειοψήφισε και οι κυβερνήτες τους τον αντιπολιτεύονται, ενώ με την υποστήριξη των Αμερικάνων ζητούν απόσχιση και πλήρη αυτονομία. Αυτό είναι το βασικό «χαρτί» του Morales και των οπαδών του: Η ενότητα. Αφορμή για την πορεία αποτέλεσε η εν ψυχρώ δολοφονία από πληρωμένους μπράβους μεγαλοκτηματιών δώδεκα ιθαγενών.
Βολιβία χωρίς απεργία, χωρίς πορεία και διαδήλωση δεν γίνεται. Εδώ, στη πιο φτωχή χώρα, στη καρδιά της ηπείρου, φαίνεται ότι χτυπάει ακόμα η επαναστατημένη καρδιά της Λατινικής Αμερικής. Βολιβία! Άλλος ένας μύθος που ζήσαμε, η επανάσταση που δεν έγινε πραγματικότητα μα παραμένει ακόμα ζωντανή στη καρδιά μας, το όνειρο για ένα καλύτερο κόσμο. Βολιβία του απελευθερωτή Simon Bolivar:
Για
τους μεγάλους για τους ελεύθερους, για τους γενναίους τους δυνατούς / Αρμόζουν
τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γενναία, τα δυνατά… /
Για
ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε /
Μ’
ένα σκοπό του ταξειδιού: προς τα’ άστρα… /
Μπολιβάρ,
είσαι ωραίος σαν Έλληνας…
Ένα
«Ελληνικό ποίημα», που πριν 35 χρόνια έκανε την καρδιά μου να σκιρτήσει, για
τον Σίμωνα Μπολιβάρ και «το φριχτό παραμύθι: Libertad…»
Η
Βολιβία ανέκτησε την ελευθερία της από τους Ισπανούς το 1825. Ο απελευθερωτής Bolivar
ήταν λευκός, Ισπανός ευγενής. Ο σημερινός πρόεδρος της χώρας Evo
Morales είναι μιγάς, πρώην «κοκαλέϊρος», δηλαδή
καλλιεργητή κόκας, χαρακτηριστικό δείγμα χαρισματικού λαοπρόβλητου λαϊκού ηγέτη
που κόντρα στα πολιτικά τζάκια κατόρθωσε και αναρριχήθηκε στα ύπατα αξιώματα
της χώρας. Τον Morales εξακολουθεί να στηρίζει η εκλογική του βάση
που είναι οι φτωχοί ινδιάνοι και μιγάδες του altiplano και των δυτικών κυρίως
επαρχιών, εν αντιθέσει με τους λευκούς των πλούσιων πεδινών επαρχιών στα
ανατολικά. «Δεν έκανε όσα έπρεπε ο πρόεδρος μας, αλλά τον στηρίζουμε…» μας
είπαν οι μεταλλωρύχοι στην διαδήλωση, το ίδιο μας είχε πει για τον Βραζιλιάνο
πρόεδρο Lula ο Joakim
του MST.
Αγοράσαμε
σημαιάκια της Βολιβίας και ενωθήκαμε με το σώμα των διαδηλωτών. Η διαδήλωση
ήταν μια πολύχρωμη λαοθάλασσα ινδιάνων και μιγάδων κι’ εμείς λόγω λευκού
χρώματος ξεχωρίζαμε σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Όπου μας έβλεπαν μάς
επευφημούσαν και χειροκρόταγαν σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την συμπαράσταση
στον αγώνα τους, ήταν συγκινητικές στιγμές. Οι άνθρωποι αυτοί διαδηλώνουν με
όλη την οικογένεια μαζί, συνοδεία οργάνων, χορεύοντας, άνθρωποι που είχαν
φτάσει στη La Paz για
την πορεία από όλη τη χώρα, έχοντας κάνει πολύωρο ταξίδι, κάποιοι μέρες πριν.
Πολλοί ήταν καλά οργανωμένοι σε μπλοκ, κάποιοι έτρωγαν καθισμένοι σε πηγαδάκια
στο δρόμο, άλλοι ξαπόσταιναν, άνθρωποι καθημερινοί προπάντων αληθινοί, όλοι
είχαν έρθει να συμπαρασταθούν στον πρόεδρο τους. Οι ώρες που ζήσαμε δεν
περιγράφονται με λόγια. Ο παλμός και η ενέργεια που έβγαζε η συγκέντρωση και
στη συνέχεια η πορεία, μόνο με την πρώτη μεταπολιτευτική πορεία για την επέτειο
του Πολυτεχνείου μπορούν να συγκριθούν. Το χρώμα βέβαια και το ταπεραμέντο των
διαδηλωτών ήταν ασύγκριτα ή απλά Λατινοαμερικάνικα! Δεν υπερβάλλω: Σταθήκαμε
τυχεροί, χαλάλι η κούραση και η ταλαιπωρία του οδοιπορικού για αυτές τις λίγες
ώρες που ζήσαμε στη La Paz. Τον πρόεδρο δεν τον
ακούσαμε γιατί έπρεπε να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο αφού στις 7.30 το απόγευμα
θα φεύγαμε με το νυχτερινό λεωφορείο της γραμμής για Potosi.Λίγα λόγια για την La Paz: Η ψηλότερα χτισμένη πρωτεύουσα στον κόσμο είναι μια σχετικά μικρή σε πληθυσμό πόλη των 3 εκατομμυρίων και απαρτίζεται από δύο μικρότερες πόλεις που ενώνονται η μία με την άλλη, το Alto με 800.000 κατοίκους, σε υψόμετρο που φτάνει τα
Αποχαιρετήσαμε την La Paz με καθυστέρηση, ώρα 8.30 μμ Καθώς το κατάφορτο λεωφορείο ανηφόριζε τον φιδίσιο δρόμο είχα μια τελευταία ευκαιρία να απολαύσω την εικόνα με τα αμέτρητα φωτάκια της πόλης, σαν πυγολαμπίδες μέσα στο πνιχτό σκοτάδι. Δίπλα μου ο Θόδωρας σιγοντάρει με την ανάσα του το αγκομαχητό της μηχανής, στην απέναντι σειρά δύο διαδηλωτές που επιστέφουν στα μέρη τους ήδη κοιμούνται. Προσπαθώ να μαζέψω το μυαλό μου, τις στιγμές που έζησα, τις εικόνες, να ταξινομήσω τα συναισθήματα, βρίσκομαι σε υπερένταση. Όχι για πολύ…
Ξύπνησα στις 2.00 από τους κραδασμούς, σα να πηγαίναμε σε χωματόδρομο. Έξω το γκρίζο έρημο τοπίο και έναστρος ουρανός. Άρχισα να μηρυκάζω τις σκέψεις μου για την μέρα που πέρασε. Υπάρχει λοιπόν ακόμα κάτι που έχει ξεθωριάσει στα μάτια μου, υπάρχουν ακόμα ιδέες και πολιτικοί, υπάρχει ακόμα το όνειρο - όχι αυτό το τελευταίο δεν έχει ακόμα ξεθωριάσει. «’Όλοι αυτοί οι μοναχικοί άνθρωποι από πού έρχονται και σε ποιον ανήκουν;…» κάποτε τραγουδούσαν οι Beatles. Αναλογίστηκα την τρομακτική δύναμη του λαού, της «λαϊκής βούλησης», σαν το σκεπασμένο καζάνι με νερό που κοχλάζει και πόσο εύκολα μπορεί ο λαός να χειραγωγηθεί… Αυτή η πορεία ήταν ό, τι καλύτερο, το πιο ανέλπιστο δώρο για τη γιορτή μου, ευχαριστώ Evo.
Ξύπνησα δεύτερη φορά λίγο πριν τις 5.30 το πρωί, ενώ μπαίναμε στο Potosi. Ακόμα εννέα ώρες ύπνος στο λεωφορείο…
Δυστυχία υπάρχει στους μεταλλωρύχους και σήμερα, λίγα φαίνεται πως έχουν αλλάξει από τότε. Αφού περονιαστήκαμε από το πρωινό αγιάζι, επισκεφθήκαμε τις στοές των ενεργών και σήμερα ορυχείων μαζί με την Brigite, την ξεναγό μας, που μας παρουσίασε σαν αξιοθέατο την ανθρώπινη δυστυχία με τόση ξετσιπωσιά που ευχαρίστως θα την έπιανα στα χαστούκια… Το ασήμι έχει σήμερα εξαντληθεί αλλά εξορύσσονται χαλκός και κασσίτερος. Οι εργάτες δουλεύουν ακόμα σε πρωτόγονες συνθήκες, ο αλκοολισμός θερίζει, το προσδόκιμο ζωής δεν ξεπερνάει τα 55 χρόνια. Στη συνέχεια περιηγηθήκαμε την πόλη και επισκεφθήκαμε το μουσείο νομισμάτων – στο Potosi λειτούργησε το πρώτο νομισματοκοπείο στη Λατινική Αμερική.
Ώρα 5.00 το απόγευμα αναχώρηση οδικώς για Sucre με την πικρή επίγευση της ανθρώπινης δυστυχίας.
Ώρα 8.00 βράδυ φτάσαμε στο Sucre, την πιο «ευρωπαϊκή» από τις πόλεις που μέχρι τώρα γνωρίσαμε. Αφήσαμε πίσω τα πολύ ορεινά, έχουμε αρχίσει να κατεβαίνουμε και μπαίνουμε στις πλούσιες επαρχίες της χώρας. Hostal de su
Αναχώρηση από το Sucre στις 7.30 με το «Jumbo» πουλμανάκι που θα ταξιδέψουμε τις επόμενες τέσσερις ημέρες, για να ακολουθήσουμε τα ίχνη της διαδρομής του Τσε και σταδιακή είσοδός μας στη βαθιά Βολιβία. Χωματόδρομος. Tarabuko, Tomina, VillaSerano ώρα 1.30 μμ και μεσημεριανό, όλα χωριά στις πλαγιές των Άνδεων.
Ώρα 3.00: Μεσημεριανό μπουρίνι, και σφοδρή χαλαζόπτωση. Άνοιξαν οι ουρανοί στη μέση του πουθενά και φοβηθήκαμε μη γίνει κατολίσθηση από τα νερά και κλείσει ο δρόμος. Κράτησε καμιά ώρα, ευτυχώς χωρίς απρόοπτα.
Συνεχής κάθοδος μέχρι τον Rio Grande. Η βλάστηση έχει αρχίσει να πυκνώνει, όσο πλησιάζουμε τον ποταμό μοιάζει με υποτροπική και αρχίζει να θυμίζει Αμαζόνιο. Ώρα 5.30 περνάμε τον ποταμό ενώ αρχίζουμε ξανά να ανεβαίνουμε τον φιδίσιο χωματόδρομο με υπέροχη θέα στον ποταμό και τις γύρω βουνοκορφές.
Ώρα 7.10 το απόγευμα φτάνουμε στη La Higuera –Χιγκέρα, σε υψόμετρο
Από το Sucre μέχρι εδώ κάναμε
Πρωινό στον κήπο και αναχώρηση από τον ξενώνα μαζί με τον Haime τον ξεναγό μας, για να πάμε στο «προσκύνημα», το μέρος όπου δόθηκε η τελευταία μάχη μεταξύ των guerillos του Τσε και του κυβερνητικού στρατού που υποστηρίζονταν από πράκτορες της CIA. Από το σημείο που μας άφησε το «Jumbo» μέχρι εκεί πεζοπορήσαμε σε κατηφορικό μονοπάτι δύο ώρες, στο γυρισμό μάς έφυγε η μαγκιά. Εκεί όπου πιάστηκε αιχμάλωτος ο Τσε έχει χτιστεί στο έδαφος με βότσαλα ένα αστέρι, περιμετρικά περβάζι και πάνω του ρίχνει τη σκιά της μια συκιά. Πλάι ένα μικρό ποταμάκι και ένας λαχανόκηπος, τοποθεσία ειδυλλιακή.
Ώρα 11.30 ξεκινάμε ξανά. Συνέχεια χωματόδρομος, συχνά πολύ κακός. Ώρα 12.15 περνάμε την Pukara και αρχίζουμε να ανηφορίζουμε πάνω από τα
Ώρα 6.25 μμ αφήνουμε το Vallegrante. Ο δρόμος, πατημένος χωματόδρομος, κατηφορίζει πλέον αργά μα σταθερά. Είναι οι τελευταίες ματιές στη Κορδιλιέρα που εξακολουθεί να φαίνεται ατελείωτη. Έχει αρχίσει να σουρουπώνει. Ήταν «η μέρα του Τσε», κάπου αλλού θα ήταν τουριστικό αξιοθέατο και μπίζινα πρώτου μεγέθους, εδώ ευτυχώς παραμένει ακόμα «αναξιοποίητη» - μ’ αρέσει η «αναξιοποίητη» Βολιβία… Όπως και να’ ναι ήταν μια μελαγχολική μέρα. Τι έχει μείνει απ’ τη φωτιά;
Από τη La Higuera μέχρι εδώ κάναμε άλλα
με καλό καιρό, απομένουν άλλα 40 χωματόδρομος και 200 άσφαλτος μέχρι τη Santa Cruz.
Ώρα 9.30 μας σταμάτησε η αστυνομία και έκανε έλεγχο για ναρκωτικά. Ευτυχώς κατάλαβαν γρήγορα ότι είμαστε ακίνδυνοι… Δρόμος άσχημος, άσφαλτος με λακκούβες υπό κατασκευή, σχεδόν όλοι οι δρόμοι στη Βολιβία είναι υπό κατασκευή… Ώρα 12.00 μεσάνυχτα: Ο δρόμος ήταν κλειστός από νταλίκες που δίπλωσαν, στις 12.15 άνοιξε και ξαναξεκινήσαμε. Φτάσαμε στη Santa Cruz στις 2.00 το πρωί! Είμαστε ξεθεωμένοι, νυσταγμένοι και πανβρώμικοι.
Ξύπνημα στις 8.30 και πρωινό. Αποχαιρετήσαμε τέσσερις συνταξιδιώτισσές μας που θα γύριζαν στη πατρίδα, με τις προηγούμενες αποχωρήσεις μείναμε οι έξι τελευταίοι.
Santa Cruz de la Siera: Η πιο πλούσια επαρχία της Βολιβίας, έχει έκταση ίση με της Γερμανίας. Η διαφορά στο εισοδηματικό επίπεδο ήταν εμφανής με το που μπήκαμε στη πόλη. Είναι η πρώτη πόλη της Βολιβίας που κυκλοφορούν και άλλα αυτοκίνητα πέρα από Ιαπωνικά και μάλιστα καινούργια, μέχρι σήμερα βλέπαμε στους δρόμους μόνο παλιά μοντέλα Γιαπωνέζικων σε κακή κατάσταση, ακόμη και σαράβαλα. Η ζέστη έκανε ξανά την εμφάνισή της, το κλίμα θυμίζει Αμαζόνιο.
Την σημερινή και αυριανή μέρα έχουμε προγραμματίσει να επισκεφθούμε τα μέρη όπου εγκαταστάθηκαν και δραστηριοποιήθηκαν οι αποστολές των Ιησουϊτών. Ο ρόλος των Ιησουϊτών μοναχών, στις περιοχές που αυτοί εγκαταστάθηκαν, στην κοινωνική, πνευματική και πολύ αργότερα πολιτική αφύπνιση των ιθαγενών είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Οι Ιησουίτες σε μία μεγάλη έκταση που σήμερα περιλαμβάνει την δυτική Βολιβία, νοτιοανατολική Βραζιλία, βόρειο Αργεντινή και ολόκληρη την Παραγουάη, δεν περιορίστηκαν μόνο στον εκχριστιανισμό των ιθαγενών αλλά οργάνωσαν τις τοπικές κοινωνίες σε κοινότητες με βάση τα τοπικά ήθη και έθιμά τους, εκπολίτισαν, μόρφωσαν και γενικά στάθηκαν στο πλευρό φτωχών και αδύνατων, όλα αυτά στηριζόμενοι σε διάταγμα του Ισπανού Βασιλιά που θέσπιζε για τους εκχριστιανισμένους ιθαγενείς ίδια δικαιώματα με αυτά των Ισπανών. Οι Ιησουίτες εμφανίζονται στη περιοχή της Santa Cruz το 1585 και τον 17ο αιώνα ιδρύουν στην ευρύτερη περιοχή σειρά ιεραποστολικών καταυλισμών. Από τα μέσα του αιώνα αυτού παρατηρείται διείσδυση ευρωπαίων εποίκων στα υψίπεδα του Mato Grosso από τα ανατολικά, κυρίως Πορτογάλων σε αναζήτηση χρυσού και δούλων και έρχονται σε σύγκρουση με τους Ισπανούς Ιησουίτες που οργανώνουν ένοπλη άμυνα των ιθαγενών στους ιεραποστολικούς καταυλισμούς.
Απέναντι στους Ιησουίτες, οι οποίοι με τον καιρό άρχισαν να αποκτούν δύναμη λόγω της επιρροής τους στο λαό – κάτι που θορύβησε τον Πάπα αλλά και τον ίδιο τον Βασιλιά, στάθηκε η τοπική πολιτική και θρησκευτική εξουσία σε συνεργασία με δουλεμπόρους και μεγαλογαιοκτήμονες που εκμεταλλεύονταν την εργατική δύναμη και επιβουλεύονταν τη γη των ιθαγενών. Όσοι από αυτούς δεν εγκατέλειψαν τις αποστολές θεωρήθηκαν εχθροί των συμφερόντων του κράτους και του Στέμματος και περί τα μέσα του 18ου αιώνα υπέστησαν ανηλεή διωγμό, μαζί και οι ιθαγενείς που στάθηκαν στο πλευρό τους. Όσοι δεν εσφάγησαν και δεν εξανδραποδίστηκαν εγκατέλειψαν τις κοινότητες και γύρισαν στα δάση για να γλυτώσουν.
Απόρροια και ιστορική συνέχεια των Ιησουϊτών και του προοδευτικού ρόλου που διαδραμάτισε ένα κομμάτι του Καθολικού κλήρου, από το 1960 μέχρι τις μέρες μας είναι η λεγόμενη «Θεολογία της απελευθέρωσης». Είναι πράγματι αξιοσημείωτος αυτός ο ρόλος μικρού μέρους φωτισμένων κληρικών σε μία ιδιαίτερα συντηρητική Εκκλησία όπως η Καθολική και η σύγκρισή τους με τα δικά μας… Θυμήθηκα, ο Joakim μας το είχε πει και μας είχε κάνει εντύπωση, πως το κτήριο στο Sao Paolo που στεγάζει τα γραφεία του MST – το αριστερών αποχρώσεων κίνημα ακτημόνων, παραχωρείτο δωρεάν από την εκκλησία!
Ώρα 10.00 αναχώρηση από το ξενοδοχείο και μια κινηματογραφική εικόνα της πόλης μέσα από το «Jumbo». Εδώ είναι μια άλλη Βολιβία, διαφορετική από αυτή των υψιπέδων και των Άνδεων. Η πόλη είναι επίπεδη, με αρκετό πράσινο, φαρδείς δρόμους και μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα. Είδα καλοφτιαγμένα «μοντέρνα» σπίτια, κάποια με κήπο και γκαράζ και σε αρκετά σημεία της πόλης αναρτημένα πανώ με συνθήματα υπέρ της αυτονομίας.
Ο δρόμος που πήραμε προς βορά, είναι μια ατέλειωτη ευθεία. Δεξιά και αριστερά του δρόμου αχανή επίπεδα αγροκτήματα με καλλιεργήσιμη γη και αγελάδες, πολλές αγελάδες. Η επαρχία έχει μεγάλη παραγωγή βοδινού κρέατος καθώς και ζάχαρης, σόγιας. Όσο απομακρυνόμαστε από την Santa Cruz ο δρόμος αποκτάει όλο και περισσότερες, μεγαλύτερες λακκούβες - σα να έχει βομβαρδιστεί, ο οδηγός μας συνέχεια μπαίνει συνέχεια στο αντίθετο ρεύμα για να τις αποφύγει. Ο Haime μας είπε ότι αυτός ο δρόμος φτιάχτηκε πριν από τρία χρόνια, ότι έχει πληρωθεί τουλάχιστον τρεις φορές, ο προηγούμενος μάλιστα εργολάβος πήρε τα λεφτά αλλά δεν έκανε απολύτως τίποτα, δικάστηκε, καταδικάστηκε αλλά δεν κάθισε ούτε μια ώρα στη φυλακή… Επιστρέφουμε στις γνώριμες εικόνες: Cotoca, San Julian, San Ramon, οικισμοί με παραπήγματα και υπαίθριες αγορές πάνω στο δρόμο, στον τελευταίο πήραμε το μεσημεριανό μας. Από εδώ το τοπίο αλλάζει, ο δρόμος γίνεται φιδίσιος και λόφοι κάνουν την εμφάνισή τους καλυμμένοι με υποτροπικό δάσος και φοίνικες. Η διαδρομή είναι μαγευτική και η ζέστη αποπνικτική.
Ώρα 4.45 μμ φτάνουμε υπό βροχή στο San Frantcisco Javier, ένα όμορφο χωριό με την ομώνυμη ιεραποστολή (1691) και την πανέμορφη εκκλησία πού αναπαλαιώθηκε προ δεκαετίας και μια ευχάριστη έκπληξη: συναυλία εκκλησιαστικής μουσικής από παιδιά. Ώρα 6.45: Conception. Πόλη των 20.000 κατοίκων, πρέπει να είναι αρκετά ενδιαφέρουσα και η πλέον τουριστική της περιοχής αλλά δυστυχώς δεν είχαμε χρόνο να την δούμε. Είχε ήδη νυχτώσει όταν επισκεφθήκαμε την ομώνυμη ιεραποστολή (1699) με την εκκλησία της και μετά βραδινό σε ένα γραφικό εστιατόριο. Φύγαμε στις 8.55 για το San Ignadio de Velasco,
Εγερτήριο στις 7.30, πρωινό στο συμπαθέστατο Hotel la Mision. Το San Ignadio de Velasco είναι μια γραφική κωμόπολη. Πρωινή σύντομη βόλτα σε μια πιο «γλυκιά» Βολιβία, διαφορετική από εκείνη των υψιπέδων και εξίσου γοητευτική, πανέμορφη και η εκκλησία της ιεραποστολής (1707). Αφήσαμε το San Ignadio, μία πανέμορφη διαδρομή μέσα σε υποτροπικό δάσος, πάντα χωματόδρομος, εδώ άσφαλτο δεν έχω δει, ακόμα και μέσα στους οικισμούς οι δρόμοι είναι χωμάτινοι πράγμα που δίνει ένα ιδιαίτερο χρώμα στο τοπίο. Δεν είναι σπάνια τα τροχοφόρα χωρίς πινακίδες, εντύπωση μου προξένησε το λεωφορείο της γραμμής που αντί για τζάμια στα παράθυρα είχε μαύρες – αντιηλιακές, πλαστικές σακούλες! Το San Ignadio απέχει από τα σύνορα με τη Βραζιλία μόνο
Κύλισε σα νερό ένας μήνας με καταιγισμό εικόνων, σκέψεων, συναισθημάτων που δεν έχω καταφέρει ακόμα να ταξινομήσω στο μυαλό μου. Ξενοδοχεία, πανσιόν, lodges, λεωφορεία, πούλμαν, ταξί, τραμ, ποταμόπλοια, αεροπλάνα, κάθε βράδυ σε διαφορετικό μέρος και κάθε πρωί ν’ ανοίγεις τα μάτια σου για να πας σε άλλο, δεν είναι κι’ άσχημα, σα να συνήθισα. Ακόμα λέω αυτά που έλεγα νεότερος, πως θα μου άρεσε να ζω σε ξενοδοχείο - του γούστου μου ασφαλώς - σε όποιο μέρος του κόσμου, να έχω ότι φαί πεθυμώ και να με περιμένει όποια γυναίκα θέλω, ένα μήνα εδώ, δεκαπέντε μέρες εκεί… τι το καλύτερο. Σήμερα όμως με περιμένουν τα παιδάκια και η γυναικούλα μου κι όταν ακούω τη φωνή τους στο τηλέφωνο με πιάνει νοσταλγία, θέλω να τους σφίξω στην αγκαλιά μου. Κάποιες φορές σκέφτηκα «τι ωραία που θα ήταν να είναι η Αλεξάνδρα ή τα παιδιά εδώ, πόσο θα τους άρεσε..», όμως το ταξίδι είναι μια μοναχική πορεία σα τη ζωή, με τις εκπλήξεις, τα απρόοπτά του, τις χαρές και τις απογοητεύσεις του, τις στάσεις μικρές ή μεγάλες και ξανά μπροστά στην ατέλειωτη ευθεία μέχρι να μείνουμε από βενζίνη… Πάντως στο οδοιπορικό αυτό ουδέποτε έμεινα, στάθηκα παλικάρι, όχι πως περίμενα το αντίθετο – κι’ από ταλαιπωρία να φαν κι’ οι κότες.
Βρίσκομαι στο στενάχωρο δωμάτιο ενός τυπικού επαρχιακού ξενοδοχείου, τώρα έχω την ευκαιρία να το παρατηρήσω καλύτερα γιατί χτες το βράδυ νύσταζα τόσο πολύ… η ζέστη είναι και σήμερα αποπνικτική και το air condition υπολειτουργεί παρότι κάνει αυτόν τον εκνευριστικό θόρυβο, ευτυχώς που υπάρχει κι’ ένας ανεμιστήρας. Από τη στιγμή που μπήκαμε στα πεδινά της Βολιβίας η ζέστη μας έχει τσακίσει. Χτες το βράδυ στο Robore ο ιδρώτας έτρεχε κάτω από το μπλουζάκι μου, σα να βρισκόμουνα σε σάουνα. Η ώρα έχει πάει 7.15, ντύνομαι και πάω για πρωινό.
Ώρα 11.00: Έχουμε ήδη περάσει τα σύνορα και βρισκόμαστε στο πούλμαν από Corumba, την Βραζιλιάνικη συνοριακή πόλη απέναντι από το Puerto Quijaro, για Campo Grande, πρωτεύουσα της επαρχίας Campo Grande do Sul, διαδρομή 6 ½ ωρών, προκειμένου να αλλάξουμε εκεί νυχτερινό λεωφορείο για Fos do Iguacu… Αποχαιρέτα την ωραία Βολιβία που χάνεις και μπορεί να μη την ξαναδείς, μα τι σημασία έχει αφού ο Βραζιλιάνικος αέρας με έχει ήδη συνεπάρει και δε μ’ αφήνει να μελαγχολήσω. Δίπλα μου κάθεται μια νοστιμούλα νεαρά μιγάδα που απορεί βλέποντας με να γράφω και σίγουρα θα αναρωτιέται: «Από πού ξεφύτρωσαν αυτοί; Τι γλώσσα μιλάνε;» Στο τοπίο κυριαρχούν τα δάση, διασχίζουμε ένα από τα μεγαλύτερα οικοσυστήματα παγκοσμίως, το Pantanal, που εκτείνεται στο τριεθνές Βραζιλίας – Βολιβίας – Παραγουάης. Προσπάθησα να βγάλω καμιά φωτογραφία από το παράθυρο αλλά κουνάει και το κούνημα στο λεωφορείο με νανουρίζει, λέω να κλείσω για λίγο τα μάτια μου.
Ώρα 7.10 μμ αφήσαμε το Campo Grande. Βρισκόμαστε στο πούλμαν για Fos do Iguacu με ενδιάμεση στάση στη Cascavel όπου θα αλλάξουμε πούλμαν, διαδρομή 11 ωρών μέχρι την Cascavel. Ευτυχώς οι δρόμοι είναι αισθητά καλύτεροι από αυτούς της Βολιβίας και του Περού…
Ώρα 7.10 το πρωί με την αλλαγή της ώρας. Βρισκόμαστε στο πούλμαν από Cascavel για Fos do Iguacu, διαδρομή 2 ωρών. Όλη η χτεσινή μέρα πέρασε στα πούλμαν, το τι ύπνους έριξα δεν περιγράφεται. Πούλμαν εξαιρετικά, δρόμοι καλοφτιαγμένοι, υποδομές, όλη η νότια Βραζιλία είναι χώρα του λεγόμενου «πρώτου κόσμου», μια «ευρωπαϊκή» χώρα. Το τοπίο εδώ έχει αλλάξει - απέραντες πεδιάδες μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, το ίδιο και οι άνθρωποι - κυριαρχούν οι λευκοί, οι μιγάδες σπανίζουν. Η διαφορά στο βιοτικό επίπεδο σε σχέση με Βολιβία, Περού αλλά και την Βραζιλία που μέχρι τώρα είδαμε (πλην των πλούσιων περιοχών του Sao Paolo και Rio) είναι παραπάνω από εμφανής.
Ώρα 9.10 φτάσαμε στο Fos do Iguacu μια μικρή πόλη στο τριεθνές Βραζιλίας – Αγεντινής – Παραγουάης με τους ονομαστούς καταρράκτες του ποταμού Iguacu που είναι το φυσικό σύνορο της Βραζιλίας με την Αργεντινή. Πρόκειται για περιοχή απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς, ένα τοπίο υποτροπικού δάσους με δεκάδες ποταμούς και καταρράκτες. Επισκεφθήκαμε πρώτα το πάρκο από την πλευρά της Αργεντινής, διαδρομή 2 ½ ωρών στην αρχή με τραινάκι και μετά ποδαρόδρομος, όπου οι καταρράκτες φαίνονται από περισσότερες οπτικές γωνίες και μετά την πλευρά της Βραζιλίας, ποδαρόδρομος 1 ώρας. Πέρα από τη φυσική μεγαλοπρέπεια του τεράστιου όγκου νερού που κατακρημνίζεται στο κενό σηκώνοντας ένα πελώριο σύννεφο υδρατμών, η περιοχή διαθέτει εξαιρετικά πλούσια πανίδα - και στις δύο χώρες είναι προστατευόμενη - kayman, τεράστιες σαύρες, μαϊμούδες και εκατομμύρια πολύχρωμες πεταλούδες που κάθονται θρασύτατα πάνω στους επισκέπτες, είναι μερικά από αυτά που είδα. Μακάρι οι φωτογραφίες που τράβηξα να αποτυπώνουν ένα μέρος μόνο από τη μοναδική ομορφιά του τοπίου. Ήταν μια τονωτική ένεση μετά από το χτεσινό 20ωρο στο πούλμαν.
Ώρα 7.50 μμ απογειωθήκαμε από το Fos do Iguacu για το Sao Paolo, διάρκεια πτήσης 1 ½ ώρα. Χαζεύω από το παράθυρο. Όπως και ο Αμαζόνιος, ο ποταμός Iguacu σέρνεται σα φίδι πάνω στο απέραντο σκουροπράσινο χαλί. Έχει ήδη σουρουπώσει. Πατήσαμε και στην Αργεντινή, μαζί με την Κολομβία βάλαμε πόδι σε πέντε χώρες της Λατινικής Αμερικής, πέντε ξελογιάστρες Λατινοαμερικάνες. Χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα μόνο χωρίζουν το Fos do Iguacu από το Buenos Aires, την πόλη των tangos και από εκεί Παταγονία, Γη του Πυρός και πίσω Χιλή του Salvador Aliente και της Unidad Popular και πόσα δεν είδαμε, πόσα δεν πήραμε μυρωδιά… αλλά κι έτσι αρκεί, έτσι γίνεται πάντα: καθένας βλέπει ότι θέλει να δει, τα μάτια είναι πρώτα στη καρδιά. Επιστρέφω με overdose εικόνων και αρωμάτων και θα πάρει καιρό να καταλαγιάσουν μέσα μου. Ώρα 8.55: Σε λίγο θα προσγειωθούμε στο Sao Paolo, το ανήγγειλαν τα μεγάφωνα. Ίδιο αεροδρόμιο, ίδια διαδρομή με το ταξί – 70 ριάϊς ταρίφα, ίδιο ξενοδοχείο - Hotel Joamar στη Plaza de Republica, λέτε να είναι και το ίδιο δωμάτιο; σα στο σπίτι μου φαίνεται!
«Να ζήσεις Γεράσιμε και χρόνια πολλά…» τοπική ώρα 11.30 Δευτέρας σε μισή ώρα μπαίνουμε στη Τρίτη και γιορτάζουμε τα γενέθλιά μου σε τσουρασκερία του Sao Paolo κοντά στο ξενοδοχείο μας και καπάκι κέρασμα στη παρέα καϊπιρίνιες σε απέναντι μπαρ. Έγινα πενήντα χρονών στο Sao Paolo! σαν ψέμα μου φαίνεται. Βρισκόμαστε σε ευθυμία κι οι θαμώνες του μπαρ μάς κοιτάζουν μ’ απορία για τα χαχανητά μας. Ώρα 2.30 επιστροφή στο ξενοδοχείο και όνειρα γλυκά.
Το πρωί ώρα 10.00 είχαμε ραντεβού με τον Κρίτωνα για να επισκεφθούμε μαζί μία φαβέλα, του το είχαμε ζητήσει πριν ένα μήνα και εκείνος είχε κάνει τις απαραίτητες συνεννοήσεις, αφού θεωρείται πολύ επικίνδυνο να μπεις σε φαβέλα, έστω και πρωί, αν δεν έχεις «διαπιστευτεί» με το κατάλληλο πρόσωπο μαζί σου. Ο Κρίτωνας είχε δώσει ραντεβού με την Paola, δημοσιογράφο το επάγγελμα και κάτοικο της φαβέλας, η οποία μας συνόδεψε μέσα σε αυτή, μας ενημέρωσε για την κατάσταση που επικρατεί και απάντησε στις απορίες μας. Οι άνθρωποι που συνωστίζονται στη φαβέλα αγωνίζονται για τον επιούσιο, είναι μεροκαματιαρήδες, άνθρωποι της ανάγκης και η Paola με την ομάδα της αγωνίζονται μαζί τους, κυρίως για να τους κάνουν να συνειδητοποιήσουν ότι αξίζουν κάτι καλύτερο, ένα διαφορετικό τρόπο ζωής. Δύσκολο στοίχημα σ’ ένα χώρο που μαστίζεται από τη φτώχεια και που το παιδάκι, μικρέμπορας ναρκωτικών, βγάζει σε μία ημέρα όσα ο πατέρας του σ’ ένα μήνα… Στη συνέχεια η Paola μας πήγε στο σπίτι της από τα παράθυρα του οποίου μπορέσαμε και τραβήξαμε κάποιες φωτογραφίες. Η φαβέλα αυτή βρίσκεται στο συγκεκριμένο σημείο της πόλης από το 1960, όταν εκεί υπήρχαν ακόμα φυτείες ζαχαροκάλαμου. Σήμερα συνορεύει με ταχύτατα αναπτυσσομένη περιοχή στην οποία έχουν χτιστεί πολυτελή σπίτια και η γη έχει πάρει μεγάλη αξία, για αυτό οι κατασκευαστικές εταιρίες με τη συνδρομή των αρχών προσπαθούν να διώξουν τους κατοίκους της, παρότι υπάρχουν νόμοι που τους προστατεύουν, προκειμένου να «αξιοποιήσουν» την περιοχή. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει σήμερα σε πολλές φαβέλες σε Sao Paolo και Rio. Κάναμε το τραπέζι σε γειτονικό εξαιρετικό self service στην Paola και την ευχαριστήσαμε, ήταν ενδιαφέρουσα και χρήσιμη εμπειρία.
Στο δρόμο για το αεροδρόμιο συναντήσαμε απίστευτο μποτιλιάρισμα, τέτοιο που αρχίσαμε να ανησυχούμε ότι δεν θα προλαβαίναμε το check in.
Η ώρα είναι 9.20 μμ βρίσκομαι στο αεροπλάνο και ετοιμαζόμαστε να αφήσουμε το Sao Paolo και μαζί του την Βραζιλία, κλείνοντας την τελευταία σελίδα του οδοιπορικού μας.
Ώρα 8.00 το πρωί, σε μισή ώρα φτάνουμε στο Παρίσι. 11 ½ ώρες στο αεροπλάνο. Λαγοκοιμήθηκα καμιά ώρα. Όλη τη διαδρομή πάνω από τον Ατλαντικό κούναγε συνέχεια, ο Θόδωρας δίπλα μου κοιμήθηκε του καλού καιρού.
΄Ωρα 8.45 – τοπική 11.45 προσγειωθήκαμε στο Παρίσι. Ψύχρα και ομίχλη.
Ώρα 2.20 μμ είμαστε μέσα στο αεροπλάνο. Μόλις μας ανακοίνωσαν πως θα έχουμε τουλάχιστον μισή ώρα καθυστέρησης λόγω ομίχλης.
Έφτασε λοιπόν στο τέλος του αυτό το γοητευτικό οδοιπορικό στην Americalatina.
Τριανταπέντε συνολικά μέρες, 34 διανυκτερεύσεις - από αυτές 14 σε ξενοδοχεία, πανσιόν και lodges, 10 σε αεροπλάνα, πούλμαν και ποταμόπλοια -
Ώρα 6.30 πατήσαμε στο «Ελευθέριος Βενιζέλος», επιτέλους! Τρέχω να σφίξω στην αγκαλιά μου τη Μουτσουνίτσα.
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου