Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018

2018 ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ






30/12
Το ευχολόγιο του κόσμου είπα να γράψω, ευχές πολλές, ευχές επί ευχών προς ευχέτες κι΄ απευχόμενους, αθεράπευτα αισιόδοξους και ορκισμένους πεσιμιστές επ΄ ευκαιρία τού, προ των θυρών ευρισκόμενου, ελπιδοφόρου νέου έτους, δεν κοστίζουν εξάλλου οι ευχές, τις δίνεις κι΄ ύστερα την κάνεις μ΄ ελαφρά πηδηματάκια αφήνοντας τον άλλο αμανάτι μ΄ ένα σκασμό από δαύτες, στη καλύτερη να χαρεί, συνήθως να τις αγνοήσει και να πάνε εκεί όπου πήγαν κι΄ οι άλλες… το περιεχόμενο δεν θα με απασχολήσει, ουδεμία σημασία έχει -ευχή να ΄ναι κι΄ ό, τι θέλει ας είναι- κάθε ευχή καλοδεχούμενη, το αυτό ισχύει για το τάιμιν και την ανάγκη συνάφειάς τους με το εκάστοτε πρόσωπο τού αποδέκτη -οι ευχές κολλάνε παντού και πάντα- ειδικά χρονιάρες μέρες σαν αυτές, έχουμε ελευθέρας να ευχόμαστε ακατάπαυστα -για να μη πω επιβάλλεται- κάθε ευχή πραγματοποιήσιμη… αφήστε που είναι και το ωραιότερο δώρο -περισσότερο εκτιμάμε αυτό που μάς εύχονται να περιμένουμε, παρά αυτό που έχουμε- δώρο ευφρόσυνο, επί πλέον και οικονομικό, κι΄ αν πιάσει θα ΄χετε να κοκορεύεστε πως είσαστε καλότυχοι, γουρλήδες, περιζήτητοι για ποδαρικό, στην αντίθετη περίπτωση ήδη θα ΄χειτε γίνει μπουχοί και ποιος σάς είδε ποιος σάς άκουσε… να θυμάστε οι ευχέτες -στην άτυπη επετηρίδα των απανταχού συγχρωτιζόμενων- ανέκαθεν βρίσκονταν ένα σκαλί πιο πάνω από τους άλλους, άρα όσοι νοιώθετε ότι το έχετε σπεύσατε! οι γιορτές τελειώνουν γαρ, υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα όπως αυτή που ευχέτης και αποδέκτης εναλλάσσεται σε ένα και το αυτό πρόσωπο   -εδώ υπάρχει σύγχυση ρόλων και καλό είναι να το αποφεύγετε- προτιμάτε να εύχεστε εν ήδη πολυβόλου μην αφήνοντας στον άλλον να πάρει σειρά και αν, παρ΄ ελπίδα, τα καταφέρει και πάρει, κάνετε πως δεν ακούτε σαν οι ευχές να μην αφορούν εσάς μα κάποιον άλλο…
Από πότε έγινες εσύ ειδήμων και επί των ευχών; με πρόλαβε η κορασίδα μου αφήνοντάς τις σκέψεις μου μετέωρες. Δεν το περίμενα και ξαφνιάστηκα -για να μη πω ταράχτηκα. Ένα κοινό ευχολόγιο - σα να γλίστρησε μέσα από τα χέρια μου- απ΄ αυτά τού συρμού που μοστράρουν στις γιορτινές συνευρέσεις είπα κι΄ εγώ να γράψω και χωρίς καλά καλά να το καταλάβω βρέθηκα ακατάσχετα πολυλογών συμβουλάτορας και παντογνώστης! άντε τώρα να μαζέψω τα κομμάτια και θρύψαλα των ευχών μου… ανέβαλα το εγχείρημα μέχρι νεωτέρας.
  

24/12
Λαχταριστές δίπλες! η πιο ιν συνταγή: Παίρνουμε αλεύρι, απ΄ αυτό που κάνουμε το ψωμί αν δεν ξέρετε, νερό τής βρύσης, τα ανακατεύουμε με τα χεράκια μας καλά να γίνουν ζυμάρι, τού ρίχνουμε και μπόλικα αυγά, κατά προτίμηση χωρίς το τσόφλι –με τσόφλι είναι για άλλη χρήση, απλώνουμε το ζυμάρι και το χωρίζουμε σε κομμάτια κατά το γούστο μας. Λέμε να μάς ακούσουν όλοι και το μήνυμα που θα περάσουμε να είναι σαφές και πέραν πάσης αμφιβολίας «ε ρε δίπλες που θα σάς φτιάξω, και γαμώ! θα γλύφετε τα δάχτυλά σας τυχεράκηδες!» ή ό, τι άλλο παρόμοιο τελοσπάντων μάς κατέβει, αυτό είναι το μυστικό της συνταγής -αν δεν μάς βγει ματαιοπονούμε. Σε ένα βαθύ τηγάνι έχουμε εν τω μεταξύ κάψει μπόλικο λάδι από το γνωστό -εδώ χρειάζεται προσοχή αφού καυτό δεν προσφέρεται για άλλη χρήση πέραν του τηγανίσματος- και ρίχνουμε ένα ένα τα κομμάτια της ζύμης να κολυμπήσουν σ΄ αυτό, ενώ με μια κουτάλα τα γυροφέρνουμε μέχρι να ροδίσουν και να πάρουν χρώμα σαν αυτό που βλέπετε να ΄χουν οι δίπλες στα ζαχαροπλαστεία. Αν τα καταφέρετε ως εδώ και δεν σάς αρπάξουν και δεν βρωμίσει καμένο η κουζίνα –είσαστε σαίνια!- μόλις πάρουν το επιθυμητό χρώμα τις βγάζουμε με τη κουτάλα σε μια πιατέλα. Ζεστές όπως είναι τις περιχύνουμε με μπόλικο μέλι αραιωμένο σε ζεστό νερό, και τριμμένο καρύδι. Το σπίτι θα μοσχομυρίζει Χριστούγεννα φτιαγμένα απ΄ τα άξια χεράκια σας! Δέχεστε συγχαρητήρια και φωτογραφίζεστε -με αυτούς που θέλετε να φωτογραφιστείτε- και φόντο «τις ωραιότερες δίπλες έβερ!» το φωνάζετε έτσι όπως σας το γράφω να το περάσετε στους αγαπημένους σας, τώρα εξάλλου έχετε και φωτογραφικά ντοκουμέντα περί τού λόγου σας το αληθές. Η απόλυτη επιτυχία! και καθαρίσαμε με τα βασικά. Στη συνέχεια αφήνουμε τις δίπλες να κρυώσουν για να μη πάθει έγκαυμα γλώσσα και οισοφάγος, και δοκιμάζουμε μία, το πολύ δύο, μη μάς κάτσουν στο στομάχι. Αν παρ΄ ελπίδα δεν τρώγονται τις πασάρουμε στο γείτονα, λέγοντάς του «ένα δωράκι απ΄ τα χεράκια μου να σε γλυκάνω χρονιάρες μέρες που ΄ναι…» και βουρ στο ζαχαροπλαστείο τού κεφιού μας να ψωνίσουμε μερικές και να τις φχαριστηθούμε. Άντε και καλή επιτυχία!      

20/12
So this is Christmas and what have you done με στοιχειώνει κάθε χρόνο τέτοιες μέρες το τραγούδι τού Τζον σημειωματάριο μου, κι΄ εσύ με προγκάρεις από πάνω! Τι να κάνω δηλαδή; Ό ,τι  ήτανε να κάνω το έκανα, άσε με σε παρακαλώ να χαρώ τη μαγεία. Έλα, φόρεσε το τζάκετ σου, βάλε σκούφο, πάρε κασκόλ και γάντια γιατί ξυρίζει, και πάμε μια βόλτα στη θαυματοχώρα. Φτάσαμε! Δες τον Ρούντολφ πως πιλαλεί! σα να θέλει να φύγει μακριά της μα γλιστράει πάνω στο παγωμένο νερό της λίμνης, ρούπι δεν κουνιέται -σα κοκαλωμένος! Άκου τον, τραγουδάει! θα ΄ναι σπίτι του τα Χριστούγεννα, μα μόνο στα όνειρα του - Χριστούγεννα κατάλευκα, αρυτίδωτα στο χρόνο κι΄ εμείς για πάντα νέοι! Και τα παιδιά μας, πάντα παιδιά, γύρω από το δέντρο θα περιμένουνε τα δώρα τού Αη Βασίλη… Είμαι καλά σημειωματάριό μου και το αυτό επιθυμώ δι΄ υμάς -έτσι δε λέγανε κάποτε; είπα να γράψω το βιβλίο της ανησυχίας για να μην ανησυχείς μα με πρόλαβε άλλος. Θα πάρω τηλέφωνο και τη μάδερ να πω πως υγιαίνω -άλλος δε νομίζω να ανησυχεί για με, ποιος ο λόγος άλλωστε;  Σε περιμένουμε στο κονάκι μας να πάμε περ μαντζάρε διότι η κοιλιά μας έχει αρχίσει να διαμαρτύρεται. Εδώ θα τη βγάλουμε επί τριήμερο και τη τέταρτη μέρα κατά τας γραφάς θα αναχωρήσουμε. Καμαρούλα μια σταλιά, σα να μπήκε από το μούλιασμα, βροχούπολη γαρ τα Γιάννενα, και το πρώτο που έκανα βεβαίως ήταν να φροντίσω μια γωνίτσα για να κοιμηθώ -ξάπλα εννοώ -καθότι ακόμη και ένας χαλκέντερος σαν εμέ χρειάζεται κάποια στιγμή την ανάπαυσή του, ενώ το δεύτερο να συνδεθώ με το ίντερνετ καθότι Εργάσιμος τής εποχής μου τυγχάνω -πώς λένε φρούτο εποχής;- τρέντης και δικτυωμένος.
Το έτερον ήμισυ κάνει εργασίες διάφορες, μάλλον από βαρεμάρα παρά γιατί χρειάζονται, και λέγω αυτό διότι δεν κουβαληθήκαμε εδώ πάνω για να κάνουμε εργασίες μα για να χαρούμε την εορταστική νάιτ λάιφ τών παγουράδων και να διασκεδάσουμε ξέφρενα,  καθότι -ως γνωρίζεις- είμαστε ξεσάλωτα πάρτυ άνιμαλς!… Παγουράδες -μια και το ΄φερε η κουβέντα- λένε τους Ιωαννίτες -όχι τους ιππότες, αυτοί είναι από άλλο ανέκδοτο- και ξέρεις γιατί; Γιατί κάποτε  βάλθηκαν οι αθεόφοβοι να αδειάσουν το φεγγαροχτυπημένο νερό της λίμνης τους, που το νόμισαν μαγεμένο, με παγούρια! -τσςςς κακίες ανταγωνιστών…
Τι θα γίνει θα 'ρθεις να πάμε να φάμε; Νυχτώσαμε βρε σημειωματάριό  μου κι΄ όπως το πας θά με βάλεις σε μέγα της ζωής δίλημμα, μεσημεριανό θα ΄ναι  ή βραδινό; Άσε που το έτερον ήμισυ σταμάτησε την εργασιοθεραπεία και ασχολείται μαζί μου, με βλέπει που πληκτρολογώ αρειμανίως και απορεί. Tι γράφεις; σε ποιον;  Στέλνω μήνυμα. Σε ποιον; επιμένει να μάθει. Δεν σού λέω, είναι μυστικό! εγώ… Πώς μ αρέσει να έχω πικάντικα μυστικά και να ψήνονται οι άλλοι για πάρτη μου!… -μοναχά από σένα μυστικά δεν έχω.


Ξύπνα ξύπνα διότι χαράζει, δεν ακούς τη βροχούλα που σιγοπέφτειειει… Εμείς ξυπνήσαμε, έτσι λέμε δηλαδή, και διάγουμε το πρωινό μας στο καφέ Γκάρισον επί της Δωδώνης πλάι στην Εστρέγια  -σ΄ αυτή θα μεταφερθούμε για μεσημεριανό εκτός κι αν υπάρξει εν τω μεταξύ καμία καλύτερη ιδέα. Από καφέ σε φαί κι από πολυθρόνα σε καρέκλα δηλαδή… θα γυρίσουμε στο φτωχικό μας τετράπαχοι σαν τα γριβάδια της λίμνης… Αλήθεια, τι να κάνει ο φίλος μου;
Μα πριν μού απαντήσεις να σού πω, μη το ξεχάσω, για το χτεσινο-απογευματινό κοντοσούβλι στη Μετσοβίτικη φωλιά… γωνιά -κάτι τέτοιο τελοσπάντων- που ΄τανε σπέσιαλ και στο συνιστώ ανεπιφύλακτα, αν ήταν και κομμάτι πιο μαλακό θα μετακόμιζα χωρίς δεύτερη στο Μέτσοβο να τρώω -ορκισμένος αντιβέγκι- ολημερίς κοντοσούβλι. Που είχα μείνει; α ναι. Θυμάσαι ασφαλώς πως έχω πιάσει νταλαβέρι μ΄ ένα γριβάδι και κάθε που 'ρχομαι εδωπά περνάω κατά τα μέρη του για ένα γεια. Λοιπόν λογάριαζα να κατηφορίσω στη λίμνη σήμερα κατά το μεσημεράκι να το δω και το πήρα τηλέφωνο, μα δεν απάντησε. Δε σου κρύβω ανησυχία με σιγοτρώει. Λες να ψάρεψε τον φίλο μου κάνας άθλιος και να τον κλαπάκιασε -τοπική σπεσιαλιτέ- πλακί στο φούρνο; Θεούλη μου! κάνε οι μαύρες σκέψεις να μείνουν πεσκέσι στους άθλιους ανθρώπους, μακριά από τ΄ αθώα ψάρια, και να ΄ναι γερός και δυνατός. Και -δε πειράζει- ας μη σηκώνει το τηλέφωνο.
Μα τώρα που άρχισα να συνηθίζω με την ανησυχία που λέγαμε, σκέφτομαι πως, ακόμα κι αν συνέβη στον φίλο μου το απευκταίο, τουλάχιστον στάθηκε χρήσιμος. Θα βρεις πιθανόν υπερβολικό αυτό που θα πω, μα μπορεί να πήγε ακόμα και ευχαριστημένος! Ίσως να το αποζητούσε! Μαύρη η ζωή του, πιο μαύρη κι απ τα νερά της λίμνης -μεροδούλι μεροφάι μέσα στο βούρκο. Είχε και τα χρονάκια του βλέπεις…  καμιά γριβάδα δεν τον ήθελε και τον έπιανε το παράπονο -αυτόν που κάποτε οι γριβάδες κάνανε ουρά για πάρτη του!…  Άσε που μπορεί να τον ψάρεψε κανένα πεινασμένο φτωχαδάκι, άνθρωπος της ανάγκης. Γιατί ποιος άλλος εξόν από πεινασμένο μπορεί να τρώει ψάρια τού βούρκου; τρώγονται αυτά από έναν χορτάτο; Και να σκεφτείς -τι παράξενο!- από μακριά η λίμνη δείχνει τόσο ωραία, τόσο θελκτική! Ένας επίγειος παράδεισος! Φαίνεται πως οι επί γης παράδεισοι πάντα κάτι τι κρύβουν πίσω από τη βιτρίνα -αυτή θα ΄ναι η μόνη διαφορά τους από τους επουράνιους.
Μουγκαμάρα, σημειωματάριό μου, σα δυο ξένοι ο ένας πλάι στον άλλο ήμαστε. Εγώ σκέφτομαι τον φίλο μου κι΄ εκείνη διαβάζει εφημερίδα. Δεν ανταλλάξαμε  κουβέντα εδώ και ώρα και με το δίκιο της απορεί -ευτυχώς από μέσα της γιατί διαφορετικά θα τα 'βρισκα σκούρα…- «καλά θα ' πρεπε να 'ρθουμε 445 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μας (τόσα ακριβώς είναι, τα μέτρησα!) για να κάνουμε ό,τι κάνουμε σ΄ αυτό κάθε μέρα;…» Γενικώς τα βρίσκω σκούρα -ως γνωρίζεις- με τις απαντήσεις, άλλοτε δίνω μία, άλλοτε άλλη διαφορετική από τη προηγούμενη, άλλοτε μια τρίτη που αναιρεί τις άλλες δύο… Σα να 'χω ένα τσουβάλι με απαντήσεις και κάθε φορά που με ρωτάνε να τραβάω από μέσα μία με κλειστά μάτια -πλάκα έχει! Ενώ οι ερωτήσεις… τι ωραίες που ΄ναι, ξέρεις πόσο τη βρίσκω μαζί τους! Πάντα μένουν επίκαιρες, αγέρωχες, στο ύψος τους! κι ας είναι φορές που τις ευτελίζουν, κι ας κακοπαθαίνουν στα στόματα των μωρών. Ίσως γι αυτό εκείνη δε με ρωτάει μα απορεί βουβά -για να μη με φέρει σε δύσκολη θέση επειδή με αγαπάει-  επειδή ξέρει προκαταβολικά πως απάντηση τής προκοπής δεν πρόκειται να πάρει από μένα…
Έμαθα πως μάς αναζήτησες. Θέλεις κάτι; Μόλις φάγαμε το μεσημεριανό μας: κοτόσουπα από κότα όχι απλώς άγρια, μα θεριό ανήμερο!, μπιντόκ αλά ρους, παραδοσιακό πιάτο των παγουράδων, και σνίτσελ βιενουά -άλλο παραδοσιακό… το πιο τραντίσιοναλ μεσημεριανό που έχουμε κάνει έβερ. Α ξέχασα το ζελέ κέρασμα -είχε και κρεμ καραμελέ το κατάστημα, για τους γαλοτραφείς.  Από τα μικρά μου τραβούσα ζόρι να κάνω το αντίθετο απ΄ αυτό που συνηθίζουν οι άλλοι: στα Γιάννενα βρίσκομαι; Βιεννέζικο εγώ, στη Βιέννη; Γιαννιώτικο!… Πώς το εξηγείς σημειωματάριο μου; μήπως θέλω να αποδείξω στους άλλους κάτι που εγώ ο ίδιος δεν έχω καταλάβει; Θα μού πεις, και με το δίκιο σου: «είναι πασιφανές, χρειάζεται απόδειξη;» Έτσι είναι… Κι΄ αν σού γράφω είναι μπας και συ με βοηθήσεις.
Διάγουμε όπως σου είπα απίθανα από καρέκλα σε καρέκλα, σηκωνόμαστε, γύρα υπό βροχήν για διάλειμμα, και ξανακαθόμαστε κουρασμένοι. Η ατμόσφαιρα γιορτινή και ψύχρα. Στο Μπίτνικ πάντως -μισό μπαράκι όλντ φάσιον, μισό οργανοποιείο- επί της Ανεξαρτησίας, ψύχρα δεν είχε. Κι΄η μουσική σπέσιαλ, και το κονιάκ βάλσαμο. Επ΄ ευκαιρία, σε ποιαν ανεξαρτησία άραγε αναφέρεται το όνομα τού δρόμου; μπορείς να με διαφωτίσεις; Αυτήν από τους Τουρκαλάδες; μήπως πιο πίσω, από τους Ρωμαίους; ή μήπως τους Ρωμιούς και τον κακό εαυτό μας; Εντάξει, ξέρω θα με επαναφέρεις στη τάξη: «Τού Έλληνος ο τράχηλος Εργάσιμε ζυγό δεν υπομένει!»
Σάμπως μπαίνει η ανεξαρτησία σε καλούπια; δε θα τα χαλάσουμε σημειωματάριό μου, να τα βρούμε είναι το ζητούμενο -κι΄ εμείς τα ΄χουμε βρει- ένας λόγος παραπάνω χρονιάρες μέρες που ΄ναι. Και συμπάθα με, είμαι σε μουντ μελαγχολικό -Χριστούγεννα γαρ! υπάρχει γιορτή πιο μελαγχολική από δαύτη; Το φωταγωγημένο σάλτο μορτάλε τού χρόνου που πνέει τα λοίσθια μέσα σε ανταύγειες ματαίωσης κι΄ ελπίδας. Όσο για το σάουντρακ των ημερών, το σάουντρακ της καρδιάς μου, τα είπαμε ήδη -πασπαλισμένο με όνειρα!
Πιασμένοι αλαμπρατσέτο περιδιαβαίνουμε τους δρόμους της πόλης κι΄ εγώ λέω ως συνήθως τα δικά μου ενώ το έτερον ήμισυ ακούει αγόγγυστα… Οι καλύτεροι άνθρωποι του κόσμου σημειωματάριό μου, αυτή κι΄ εσύ. Τι θ΄ απογινόμουν χωρίς εσάς;


Ξημέρωσε και οι χειρότεροι φόβοι μου βγήκαν αληθινοί. Τον τηγανίσανε! κομμένο σε φέτες! Πέντε μεγάλες τηγανιές -κοτζάμ  ψάρουκλας ήταν! Μα γριβάδι στο τηγάνι; Κάνανε που κάνανε το ανοσιούργημα οι παγουράδες… χάθηκαν τα κάρβουνα; ο φούρνος;… 
Αποχαιρέτησα τον φίλο μου και τη λίμνη με τη τηγανίλα νωπή ακόμα στη μύτη και ανηφόρησα προς το ρολόι. Το ρολόι είναι το κέντρο του κόσμου για τους Ιωαννίτες, μήτινγκ πόιντ και σημείο αναφοράς για τη πόλη. Εδώ έδινε τα ραντεβουδάκια του και ο φίλος μου όταν ήταν νέος. Εδώ καθότανε περιμένοντας το αμόρε του και χάζευε ώρες ατέλειωτες τους δείκτες να γυρίζουν αργά, βασανιστικά, πέφτοντας πάνω στις ίδιες, απαράλλαχτες ώρες σα το μαρτύριο της σταγόνας. Μα στα χρόνια της ανεμελιάς όλα τού φαίνονταν παιχνίδι  κι΄ ο έρωτας κρατούσε τις μαύρες σκέψεις μακριά, πουλιά διαβατάρικα, φευγάτα… «Να ιδείς που σα να μη φτάνει που θα πεθάνω θα με τσουρουφλήσουν από πάνω…» μού είχε πει τελευταία -κάτι ήξερε.
Απέναντι από το ρολόι το Σελέκτ. Η καλύτερη μπουγάτσα της πόλης –σερβίρεται με αρτίδιο έναντι τριών ευρώ η μερίδα- κι΄ είπα να γλυκαθώ. Εδώ όλα μυρίζουν μπουγάτσα από πάππου προς πάππο, πιο παραδοσιακό μαγαζί δεν γίνεται - εκτός κι'  αν είχαν βαλσαμώσει εντός του τους αποθαμένους μπουγατσάδες προγόνους χάριν ντεκόρ.
Βαρετά ξέρω αυτά που σού γράφω σημειωματάριό μου -για τηγανιτά ψάρια και μπουγάτσες…- μα τα εξάιτινγκ μού τελείωσαν, τα βαρετά εξάλλου είναι των καιρών -δε νομίζεις; Κι΄ οι βαρετοί σαν εμένα. Μπούχτησε ο κοσμάκης από σοφία -λέξη βαριά κι΄ ασήκωτη, μυρίζει κάτι από θεό- και θέλει τα βαρετά να ξαλεγράρει. Μα και κανείς να μη διαβάσει τα γραφόμενά μου, μού φτάνει που τα διαβάζεις εσύ. Αν βαρεθείς πες το μου να σού γράψω -μέρες που ΄ναι- καμία συνταγή για κουραμπιέδες και μελομακάρονα…
Τα Γιάννενα που λες είναι ονομαστά -εκτός από τα παγούρια τους- και για το τσάινιζ φουντ. Χαμός γινόταν! Μπονζάι και ξερό ψωμί! πού λένε, -εν προκειμένω αντί ψωμί, ρύζι. Βλέπεις Κυριακή μεσημέρι και είχε μπουφέ. Ποιος ο λόγος να πάει κάποιος σε μπουφέ αν όχι για να ξεκοιλιαστεί; εγώ αυτά τα περί δοκιμής ποικιλίας πιάτων που μόνος δεν θα είχε τη δυνατότητα να παραγγείλει και γευσιγνωστικής εμπειρίας… τ΄ ακούω βερεσέ, και, κατά τα φαινόμενα, την άποψή μου συμμερίζονταν η συντριπτική πλειοψηφία της λαοθάλασσας. Πεινάει ο κόσμος σού λέω! Πιάτα ξέχειλα να τρέχουν τα γλυκόξινα και τα νουντλς, κυρίες ξαναμμένες από τα σετσουάν και τα τεριάκι, εραστές τής τσίκνας, αντί παϊδακίων υπέρ πίστεως πεσόντες στα σπέαρ ρίμπς… οι Κινέζοι  -παρ΄ το χαμπάρι σημειωματάριό μου- κάνουν σήμερα παιχνίδι! Αφού, να φανταστείς, η βραδινή σουπίτσα στο Φύσα-Ρούφα μού φάνηκε φαγητό για αναρρωνύοντες πελάτες νοσοκομείου…


Τι άλλο να σου γράψω; μ΄ αυτά και μ΄ αυτά έφτασε αισίως η ώρα της επιστροφής. Υπάρχει ωραιότερο πράμα από το να εγκαταλείπεις Θερμοπύλες ξαλαφρωμένος; Όχι επειδή οι Μήδοι δεν πέρασαν, πέρασαν και παραπέρασαν, μα γιατί αν είχες παραμείνει στις επάλξεις -αν… λέω- η μάχη θα ήταν κερδισμένη! Ποιος γενναίος είναι έτοιμος να διαχειριστεί τη νίκη; Χαμένος έχεις να πεις πώς προσπάθησες μα δε σού βγήκε, ο καιρός, η συγκυρία, η ατυχία, τα λάθη… κάτι απ΄ όλα έφταιγε, κι΄ αν δεν προσπάθησες -έχει ο θεός- καλά να ΄σαι θα ξαναπροσπαθήσεις, μια ευκαιρία άλλη θα δοθεί καλύτερη απ΄ αυτή. Ενώ νικητής… τι τραγωδία! δικαιολογίες δεν χωρούν, η ευθύνη όλη δική σου και -κυρίως- τι θα ΄χεις να περιμένεις την επόμενη μέρα;…
Πώς τα κατέβασε αυτά η γκλάβα μου; δεν ξέρω! Ίσως επειδή αποχαιρέτησα τα Γιάννενα και το κονάκι μας αλλά δεν ήθελα να φύγω. Να μείνω εδώ κάποτε σκέφτομαι, να το παίξω παγουράς, να μεταφέρω και τα εκλογικά μου δικαιώματα για να ψηφίζω τα γριβάδια της λίμνης και -ποιος ξέρει;- σ΄ ένα παγούρι ίσως να ΄βρω και τ΄ αθάνατο νερό. Ωραία πέρασα μα μού έλειψες σημειωματάριό μου -καλά υπόλοιπα Χριστούγεννα να ΄χουμε…  
    





6/12
Μια ιστορία θα σάς πω που ίσως τη βρείτε αλλόκοτη, μπορεί και αστεία, μα είναι αληθινή και κυρίως, παρότι θλιβερή, παραδόξως είχε αίσιο τέλος. Ήταν που λέτε ένας δύστυχος που, αν και ένοιωθε επιτακτική ανάγκη να ξαλαφρώσει και πήγαινε κάθε τρεις και λίγο στον απόπατο και σφίγγονταν και μπλάβιαζε σα παντζάρι, ουδέποτε κατάφερνε να φτάσει στο ποθούμενο. Πήρε σβάρνα γιατρούς, ψυχολόγους, ψυχαναλυτές, μέντιουμ και χαρτορίχτρες να μάθει τι έφταιγε μα μάταια, καθένας έλεγε το κοντό και το μακρύ του, κόντευε να τρελαθεί ο άνθρωπος. Κάποτε απογοητευμένος και με τη κοιλιά τούμπανο από την ανικανοποίητη καταπιεσμένη ανάγκη, αποφάσισε να δώσει τέλος στο βάσανό του, πού αλλού; στο δωμάτιο όπου είχε περάσει ώρες ατέλειωτες από τη ζωή του, και να κρεμαστεί από ένα γάντζο που χρόνια έβλεπε να κρέμεται με μια αλυσίδα από το ταβάνι και δε καταλάβαινε σε τι χρησιμεύει. "Να χρησιμέψει και αυτός σε κάτι" σκέφτηκε και προετοίμασε τα πάντα στην εντέλεια για το απονενοημένο διάβημα, δεν ήθελε να αφήσει το παραμικρό στη τύχη, ''τούτη τη φορά, ακόμα κι΄ ο διάολος να σπάσει το ποδάρι του, εγώ θα τα καταφέρω!''  Μα αλίμονο! δεν ξέρω για το ποδάρι τού εξαπωδώ αλλά -θα΄ χετε ακούσει- άλλες οι βουλές των ανθρώπων κι΄ άλλες αυτές του θεού. Στο γάντζο που βρέθηκε κρεμασμένος υποψήφιος αυτόχειρας, με τα πόδια να αιωρούνται στο κενό -μια μόλις στιγμή πριν από την αιώνια λύτρωση- ακούστηκε το καζανάκι. Καλά καταλάβατε, το είχε τραβήξει άθελά του! Ο περιβόητος γάντζος απ΄ όπου πέρασε το σκοινί δεν ήταν τίποτ΄ άλλο παρά το τελείωμα της αλυσίδας - είχε κοπεί η χειρολαβή- που κατέληγε στο καζανάκι! Το καζανάκι που ήταν κρυμμένο στο πατάρι πάνω από τον απόπατο! Πού να το φαντάζονταν ο άνθρωπος; αφού ουδέποτε το είχε χρησιμοποιήσει Η πλάκα είναι πως νόμισε ότι είχε φτάσει ντουγρού στο κάτω κόσμο και άκουσε το νερό που κοχλάζει για τους αμαρτωλούς -αυτόχειρ γαρ- στα φοβερά και τρομερά καζάνια τής κόλασης η τρομάρα που πήρε δεν περιγράφεται. Κυριολεκτικά χέστηκε από το φόβο του!



4/12
Έλλην ιμιτασιόν- κατ΄ άλλους ακραιφνής, καθότι μάγκες και καταφερτζήδες ημών τών ιθαγενών έχουνε τη χάρη- ο Ταρκύνιος Λεύκιος Πρίσκος γεννήθηκε πού αλλού; στη Ταρκυνία εξ ου και Ταρκύνιος, μα παιδί ήταν ακόμα όταν μετακόμισαν οικογενειακώς στη Ρώμη. Από πατέρα έμπορα παραλή, εκ Κορίνθου ορμώμενο παρακαλώ, ονόματι Δημάρατο, και μητέρα -λέγεται- κωλοπετσωμένη, βέρα Ιταλιάνα αυτή, ονόματι Τανακύλλα, που είχε για το γιόκα και καμάρι της μεγάλη ιδέα, ο νεαρός Ταρκύνιος –πέρα από τη συμβουλάτορα μαμά και το πλούσιο μπαμπά - είχε και αυτό που λέμε άστρο. Ωραίος ως Άδωνις, δανδής και εστέτ, ξερόλας και με το απαστράπτον λούστρο του γραμματιζούμενου, με χοντρό –ένεκα φάδερ- πορτοφόλι και λαρζ, δεν άργησε να γοητέψει τους μίζερους συμπατριώτες του και να κάψει καρδιές ενώ μοίρασε αφειδώς και παραδάκι. Έτσι, εξαγοράζοντας την ανυστερόβουλη αγάπη των εξαθλιωμένων πληβείων, κατάφερε μία μέρα να εκλεγεί βασιλιάς, ο πρώτος έμπορος βασιλιάς της Ρώμης -μέχρι τότε βασιλιάδες έβγαιναν αγρότες που ζέχνανε χωριατίλα. Αν αυτός ο λαμπρός νέος στις μέρες μας δεν γινόντανε βασιλιάς -καθότι σήμερα οι θέσεις εργασίας γαλαζοαίματων εκ των πραγμάτων περιορισμένες- θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει βουλευτής, υπουργός, πρωθυπουργός, πρόεδρος δημοκρατίας, ακόμα και πλανητάρχης ή ό, τι άλλο τραβούσε η όρεξή του, το «δικαίωμα στο όνειρο» γαρ για κάποιους δεν είναι δικαίωμα μα κεκτημένο και το ΄χουν αγκαζέ από γεννησιμιού τους –τόσο απλά. Με το που έπιασε λοιπόν το γκουβέρνο ο Ταρκύνιος πρώτα βόλεψε ουκ ολίγους δικούς του και μετά το ΄ριξε, με το έτσι θέλω, στο ξύλο και πλάκωσε τους κακούς, αφενός για να τονώσει το φρόνημα των νοικοκυραίων υπηκόων του και αφετέρου να κονομήσει ο ίδιος και το σινάφι του -το τερπνόν μετά τού ωφελίμου δηλαδή- αφού σε καιρό πολέμου ως γνωστό παίρνουν την ανιούσα οι τιμές. Γάτα ο βασιλεύς! Όταν νικούσε χέζονταν οι του σιναφιού του στο τάλιρο μοσχοπουλώντας -πάλι με το έτσι θέλω- τα καλούδια τους σε νέες και παρθένες αγορές, αυτές των νικημένων δηλαδή, που ειρήσθω εν παρόδω μόνο τη «παρθενιά» τους δεν είχαν χάσει-, ενώ στην απευκταία αντίθετη περίπτωση, λαδώνοντας, μετέφεραν ομαδικώς τα φράγκα που είχαν κονομήσει από τον πόλεμο σε άλλη πόλη… Έμποροι αγαθών, ιδεών, ελπίδων… νικητές παντός καιρού -ουαί οι κακομοίρηδες φτωχοί που μοναχά η φτώχια τούς μένει να πουλήσουνε… μα, με τόση φτώχια για πούληση στην αγορά τού κόσμου, πάντα μένει στ΄ αζήτητα- ουδεμία πρωτοτυπία, ίδιο και απαράλλακτο το τότε με το σήμερα. Mε τόσα προσόντα βαρβάτα ο περί ου ο λόγος κύριος -ως ήταν φυσικό- μακροημέρευσε στον θρόνο διάγων ζωή χαρισάμενη, μέχρι που δυο ταλαίπωροι απελπισμένοι -ή μήπως εποφθαλμιούντες την δόξα του;– σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κλείσουν μια ιστορία που παραμένει εσαεί ανοιχτή τού κατάφεραν με τσεκούρι μία στο κεφάλι και τον άφησαν στο τόπο.
 


30/11
Πετάριζε η καρδούλα μου για αυτή τη συνάντηση, κάτι από ραντεβουδάκι είχε. Και να πεις πως δε την είχα στην εντέλεια προετοιμασμένη; Τίποτα δεν της έλειπε. Δε μιλάω για τα τετριμμένα - ατμόσφαιρα, φαγητό, ποτό, μουσική και τα ρέστα. Μιλάω για εκείνη, εκείνη που ολοένα ξεμακραίνει και μ΄ αφήνει μονάχο να βολοδέρνω μεσ΄ στην ανέραστη συνάφεια του κόσμου. Ως εδώ όλα άψογα. Τι έφταιξε τότε; - αναλογίζομαι εκ των υστέρων. Η καλή διάθεση; Η αισιοδοξία; Μήπως κάτι περισσότερο -η πίστη από τα παλιά; Ή απλώς η ευτυχής συγκυρία που θα φούντωνε ξανά τον έρωτά μας; Πάλι καλά που υπήρχε το φαΐ. Με τη μπουκιά στο στόμα είναι άκομψο να μιλάς. Και στο φινάλε ουδείς καλοπροαίρετος -και σίγουρα πρώτη εκείνη- θα ισχυρίζονταν πως ήμουν υποχρεωμένος να το κάνω. Το φαγητό ανέκαθεν ήταν μια κάποια λύση… Πόσα αστεία να χαρείς πριν το γέλιο παγώσει στα χείλια; Πόσες λέξεις να προλάβεις προτού στεγνώσει το λαρύγγι; Και πόσες ν΄ ακούσεις χωρίς να ιδρώσουν τ΄ αυτιά; Ο χρόνος κύλησε αμείλικτος. Κι΄ όσο ζύγωνε η ανάσα του τόσο γλιστρούσε η γης κάτω απ΄ τα πόδια. Καιάδας απύθμενος ανάμεσα στις λέξεις. Κι΄ οι παύσεις αιώνες ολάκεροι. Και τα βλέμματα κλεφτά στο ρολόι να εκλιπαρούν απεγνωσμένα σανίδα σωτηρίας στο καληνύχτα με δυο πεταχτά φιλιά…
 



17/11
Ποια είναι η καλύτερη θέση στο λεω-φορείο; Ξαπλωτή; Αν είναι άδειο γιατί όχι; Πιάνεις στασίδι τέρμα στη γαλαρία, εκεί όπου τα καθίσματα στη σειρά κάνουν κρεβάτι, ξαπλαρώνεις, παίρνεις –αν νυστάζεις- και κανένα υπνάκο! Και το σημαντικότερο, είσαι σε απόσταση ασφαλείας από τον οδηγό και δεν κινδυνεύει να τον κολλήσεις –το χασμουρητό και ο ύπνος είναι κολλητικά -και να σε αδειάσει πουθενά… Κάποτε βέβαια που ακολούθησα αυτή τη τακτική έφτασα στο προορισμό μου και δε το πήρα χαμπάρι. Η πλάκα είναι ότι και ο οδηγός δε με πήρε χαμπάρι που κοιμόμουνα εκεί πίσω τού καλού καιρού και με γύρισε πίσω στην αφετηρία!  Όταν ξύπνησα και κατάλαβα τι είχε γίνει ήταν αργά. Άλλο δρομολόγιο δεν υπήρχε και έβγαλα τη νύχτα ο καψερός στο σταθμό…  Έτσι είναι τα λεωφορεία, δε σηκώνουν εφησυχασμό, ούτε  μπορείς να τα έχεις όλα –και ταξιδάκι και ύπνο.
Ίσως καλύτερη θέση είναι αυτή μπροστά, εκ δεξιών του οδηγού –πως λένε εκ δεξιών του πατρός και όχι τυχαία -ο οδηγός στο λεωφορείο είναι ο γενικός κουμανταδόρος. Προσοχή όμως! υπό την προϋπόθεση ότι δε νυστάζεις. Το μάτι γαρίδα -είσαι ο συνοδηγός στο όχημα. Αν –ο μη γένοιτο- πάθει κάτι ο οδηγός, εσύ θα πιάσεις το τιμόνι. Αυτή η θέση τα έχει όλα, πρεστίζ, αυτοεκτίμηση, άπλετη θέα στο δρόμο, γνωριμίες -κάθε φορά και με διαφορετικό οδηγό, και ευθύνες πολλές, προπάντων ευθύνες. Όσοι θέλουν να τη βγάζουν στη λούφα μακριά! Κι΄ αν κάνεις φιλαράκι τον κουμανταδόρο μια μοναχά από δω και πέρα θα΄ ναι η έγνοια σου, να τα ΄χεις καλά μαζί του και η διαδρομή ζάχαρη!
Στα μεσιακά καθίσματα ούτε κερδίζεις, ούτε χάνεις. Νοιώθεις μετρίως μέτριος μα -μέσα στο μπούγιο- ασφαλής. Αυτά προτιμάνε οι περισσότεροι, Κολωνάκι ή λαουτζίκος. Σ΄ αυτά βλέπεις καλοβαλμένους ηλικιωμένους με την εφημερίδα τους ανά χείρας, μεροκαματιάρηδες του μόχθου, οικιακές βοηθούς από χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, γιάπηδες, λεχάρια, φοιτητόκοσμο… Όλες οι φυλές των επιβατών εδώ κατοικοεδρεύουν. Και σα φτάνουν στο προορισμό τους σηκώνονται αθόρυβα, πατάνε το κουμπί της στάσης, και, όταν ο οδηγός σταματήσει και ανοίξει τη πόρτα, κατεβαίνουν σαν κύριοι.  Σίγουρη επιλογή.
Υπάρχουν βέβαια και οι θέσεις των ορθίων. Οι συνήθως περιφρονημένες, μα αγαπημένες μου! Σ΄ αυτές έχεις την αίσθηση ότι στην επόμενη στάση θα κατέβεις κι΄ ας προγραμματίζεις να φτάσεις στο τέρμα. Μα αν στη βιδώσει τσουπ! σαλτάρεις στη πρώτη στάση που σού γυάλισε, παίρνεις τον αέρα σου και, όποτε θες, ξανανεβαίνεις και συνεχίζεις. Συνήθως πατείς με πατώ σε, μα τι πειράζει; Στο ίδιο λεωφορείο όλοι έχετε ανέβει, πρέπει να φανείς δυνατός. Εδώ «ευγένειες» και «ανέσεις» δε χωράνε, σπρώχνει ο ένας τον άλλο, ξενυχιάζει ο ένας τον άλλο, μυρίζει τα χνώτα ο ένας του άλλου. Ο διπλανός -ομοιοπαθής με σένα- σε κάθε στάση σε κοιτάζει, παραμερίζει και με ύφος δολοφονικό σε ρωτάει: «Θα κατέβεις;» Όχι βέβαια επειδή τον έκοψε το ενδιαφέρον για πάρτη σου, μα γιατί καλοβλέπει τις λίγες σπιθαμές χώρο που πιάνεις για ν΄ ανασάνει. «Στην επόμενη…» απαντάω πάντα εγώ. Και γελάω -το πειραχτήρι- κάτω από τα μουστάκια μου αφού αυτός κατά πάσα πιθανότητα θα κατεβεί πριν από μένα και θα μού αδειάσει τη γωνιά! Μα κι΄ αν ακόμα δε μού κάτσει –εξάλλου ποιος μπορεί να ξέρει;- γουστάρω αυτό το εποχούμενο παιχνίδι τής μαντεψιάς στα λεωφορεία -περνάει πιο ευχάριστα κι΄ η ώρα.
Τέλος αν νοιώθετε πως, παρ΄ όλα αυτά, απάντηση στο αρχικό ερώτημα δε δόθηκε, υπάρχει και η εναλλακτική τού γιωταχί. Κάποιοι ισχυρίζονται πως καλύτερη θέση στο λεωφορείο δεν υπάρχει, προτιμότερο να είσαι στο αυτοκινητάκι σου βασιλιάς… 
                


10/11
«Επιτέλους γύρισες!…» με υποδέχονταν στερεότυπα σα να είχα καθυστερήσει στο ραντεβού μας ή να με περίμενε σπουδαία υποχρέωση ή, έστω, κάποια υπόσχεση να είχα δώσει, ήταν μεγάλη η αδημονία τους και το ενδιαφέρον τους επίσης, κατ΄ αρχή για την υγεία μου -μιας κάποιας ηλικίας γαρ με νιονιό μικρού παιδιού κατά τα λεγόμενά τους τυγχάνω- κι΄ έπειτα για το πώς πέρασα, τι θαυμαστά κι΄ απαίσια συνάντησα στη πάνω γειτονιά μας, πώς είναι οι άνθρωποι εκεί -τα βγάζουν πέρα; αγαπάνε; μισούνε; ονειρεύονται; ερωτεύονται σαν εμάς; πώς διάολε ο κόμης κατάφερε τον απέθαντο κι΄ εμείς ακόμα δε μπορούμε;… - κι΄ εγώ κούναγα το ξερό πάνω κάτω φτυστή  μοσχαροκεφαλή, έκανα πως άκουγα, πώς ήξερα, μα χίλια δυο τερτίπια σκαρφιζόμουνα για να αποφύγω απαντήσεις (αφού, ως γνωρίζεις, μόνο με τις ερωτήσεις τα πάω καλά κι΄ αυτές των άλλων -οι δικές μου φωλιάζουν εντός μου και σκάνε μύτη όποτε τους καπνίσει, σα τον κούκο που βγαίνει απ΄ το πορτάκι μα ώρες άσχετες, στη τύχη, σάμπως για να με ξυπνήσει στιγμιαία από τον βαθύ ύπνο). Γιατί είχα πέσει με τα μούτρα να τελειώσω επιτέλους το ρημαδοταξιδιωτικό μου -ο Θεός να το κάνει τέτοιο- και μ΄ όλα αυτά το πήγαινα μετ΄ εμποδίων, πού μυαλό… λίγο έλειψε να τη ψουνίσω ανεπανόρθωτα, μια τρίχα κατσαρή μόλις με χώριζε από το να πιστέψω πως ήμουνα κανένας αναντικατάστατος… οι άλλοι φταίγανε κι όχι εγώ μα -δε στο κρύβω- μού άρεσε! αν έτσι νομίζουν έτσι θα είναι, ζαχαρένιες δε χαλάω, πώς να ΄βαζα μυαλό στους μυαλωμένους; ακόμα και να μπορούσα και να ήθελα το εγχείρημα εκ προοιμίου αλυσιτελές… «Μη τρελαίνεστε… εκκρεμότητες γιοκ! μοναχά κάτι ψιλά που γιατρεύει ο καιρός…» αντί απάντησης τούς είπα και καθάρισα, και να ΄μαι πάλι κοντά σου αγαπημένο σημειωματάριό μου, ξέρω πόσο σού έλειψα -αλίμονο κι΄ εσύ αναντικατάστατο με νομίζεις…
Πάει κι ΄η θεία… η καλή μου η θεία στο Αμέρικα -πριν καλά καλά προκάμω να ξεσκονίσω τα ταξιδιωτικά μποτάκια μου κατέφθασαν τα κακά μαντάτα. Κι΄ ήτανε νέα γαμώτο… Μα όσοι πεθαίνουν νέοι είναι -κι΄ αυτά τα «πλήρης ημερών» τ΄ ακούω βερεσέ- η ζωή είναι γλυκιά. Θα βαρέθηκε τα βάσανα κι΄ είπε ν΄ αποσυρθεί στα ενδότερα. Μα τι γίνεται; Φυλλοξήρα έχει πέσει στο Νέο Κόσμο! φαίνεται πάλιωσε κι΄ αυτός. Πού τότε που με σφρίγος και πείσμα περισσό κίναγε ο θείος να ΄βρει τη δική του γη της επαγγελίας… Και τη βρήκε! Τι έχει μείνει νέο είναι ν΄ απορεί κανείς, όλα παλιά γινήκανε και χιλιοειπωμένα. Μοναχά η πλήξη δεν έχει παλιώσει- κι ΄η αγάπη σημειωματάριό μου. Λίγο έλλειψε που λες και θα καβαλούσα τ΄ αερόπλανο για Νιου Γιορκ να παρευρεθώ στη κηδεία μα κιότεψα, κι΄ άλλη κούραση καπάκι -πίστεψε με- δεν άντεχα. Πες πως πήγα… είπα, πρώτη φορά σε τέσσαρων τον ώμο ήταν εξάλλου; κι΄ ο θείος τον περασμένο Δεκέμβρη που πήγα τι κατάλαβε; ακίνητος με παγωμένο χαμόγελο με θωρούσε, αφού είπα «νερό κι΄ αλάτι -όλα εντάξει μαν!» και γραμμή πίσω για τη πατρίδα. Να σκεφτείς πήραν χαμπάρι τη πιλάλα μου κάτι καψεροί μαυρούκοι, μπάτσοι στο αεροπόρτο, και παρεξηγήθηκαν… πρόστιμο θελήσαν να μού βάλουνε διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις τού ελέγχου… να ελέγξετε τι βρε παιδιά; μια καρδιά πληγωμένη και ένα δισάκι αδειανό η πραμάτεια μου όλη… κατάλαβαν και μού το χαρίσανε τελικά. Στο λακριντί το ΄ριξα ξανά σημειωματάριό μου… άλλο σε θέλω, για τη θεία μια χάρη μόνο, από σένα που τα καταφέρνεις σ΄ αυτά: Τύλιξε στη σελίδα σου δυο δάκρυα, ένα μπουκέτο φιλιά και μια ζεστή αγκαλιά και  στειλ΄τα από μέρους μου στα ξαδέρφια να ΄χουνε να τη θυμούνται. 



19/9
Μετρούσα τις μέρες απ΄ την ανάποδη με το πονόμετρο υπό μάλης. Το διάστρεμμα  έπαιζε με τον πόνο μου παιχνίδια: μια πήγαινε καλύτερα, μια λίγο καλύτερα -χειρότερα δηλαδή, μια μού έκλεινε το μάτι αφήνοντας να εννοηθεί πως την ημέρα τής αναχώρησης θα ήμουνα περδίκι. Το ίδιο ισχυρίζονταν κι΄ η επιστήμη - ένα ολόκληρο τημ εκλεκτών, καλοσπουδαγμένων και χειροπρακτών, είχε πέσει πάνωθέ μου. Με τα καλά τους λόγια αναθάρρησα, προχτές μάλιστα που γιόρταζε η ελπίδα -μεγάλή η χάρη της- πήγα στην εκκλησία κι΄ άναψα ένα κεράκι. Όταν όλα πάνε στραβά οφείλεις να ΄βρεις τον κατάλληλο να τα ισιώσει -εξυπακούεται με το αζημίωτο, χρωστούμενα και υποχρεώσεις δε θέλω με κανένα. ''Όλα είναι πιθανά, μα οι πιθανότητες είναι εναντίον μας''… μού μήνυσε το Ελπιδάκι. Αφήστε που όλα θέλουν το καιρό τους και να τα βιάσεις μάταιο - ο καιρός μοναχά γιατρεύει. Μ΄ αυτά και μ΄ αυτά η μεγάλη μέρα έφτασε! Προορισμός; Δυο βήματα από το σπίτι, η βόρεια γειτονιά μας. Τι έχει εκεί; Κάτι καψερούς Βαλκάνιους, σαν εμάς υποθέτω -συγχωρέστε με: ουδείς ωραίος σαν Έλληνας! Και είμαι πανέτοιμος: επιστραγαλίδες, λάστιχα για ασκήσεις, παγοκύστες, αντιφλεγμονώδη, αναλγητικά… τίποτα δε μού λείπει! Θυμάστε τους γενναίους τού Μπρανκαλεόνε; Η αφεντιά μου και οι γενναίοι συνταξιδιώτες μου! έλα μεμψιμοιρίες και σαχλά υπονοούμενα δε θέλω… Θα ξανα-γράψουμε την ιστορία με χρυσά γράμματα! λέω. Από τους Βούλγαρους -όχι τα Καρντάσια- μέχρι τα Καρπάθια και το φιλαράκι μου, τον κόμη Δράκουλα. Και από τη Μαύρη Θάλασσα ίσαμε το Αντριάτικα, να μυρίσουμε -επιτέλους- λίγο πολιτισμό. Γιατί αυτοί οι Βαλκάνιοι -απομόναχοί τους- δε παίζονται! Οι μπαρουτοαποθηκάριοι τής Ευρώπης…
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ - 20 ΜΕΡΕΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ 20/9-10/10/2018  https://ergasimos.blogspot.com/2018/11/20-209-10102018.html )



16/9
Στις 3 Σεπτεμβρίου μια φλόγα θέριεψε στα σωθικά τού Πάσου ντζι Σάου Κριστόβαου, στο Ρίο ντι Ζανέιρου. Έγιναν όλα στάχτη! Έκλαψαν με μαύρο δάκρυ οι σαπουνόπερες στη τιβί, ο ξενυχτισμένος καρναβαλιστής Αποσπερίτης, ο ευγενής Καριόκα -εξαίσιος κύριος- Αντόνιο Ζομπίμ, η αυγούλα στο Κορκοβάντο, ένα καρβέλι ψωμί από ζάχαρη για τους απόκληρους στις φαβέλες και -λίγο πιο πέρα- ο καλός Χριστούλης με τους δώδεκα προφήτες -παρέα του κι΄ ο ανήμπορος Αλεζατζίνιο, ένα ερωτευμένο ζευγαράκι πιρακουκού κάπου στον Αμαζόνιο.
Στις 15 του ίδιου μήνα στο Χαλάνδρι, ο μικρός Δημοσθένης βαφτίστηκε, μυρώθηκε, φόρεσε τα καλά του, το καπελίνο του στραβά και -δίχως να πει κιχ σε κανένα- άνοιξε φτερά για κείνα τα μέρη. Όλα φτιάξαν μονομιάς! Γέλασαν με τη καρδιά τους τα ανείπωτα στο στόμα, τα άγραφα στο χαρτί, τα όνειρα που γενήκανε καρυδότσουφλα στον ανταριασμένο ωκεανό, ένα κορίτσι ξυπόλητο στην άμμο που το φωνάζουνε Μελένια, και -λίγο πιο πέρα-  ο παπαγάλος  στη σιωπή, ο ποιητής στη ρίμα του.  


10/9
Είναι φορές που συμβαίνουν ακατανόητα. Λες και κάποιος ενοχλητικός έχει βαλθεί να χαλάσει τη ζαχαρένια σου. Από ζήλεια; από περιπαικτική διάθεση; από πραγματική κακοήθεια; τι σημασία έχει; Το γεγονός είναι ένα: πως θα τα καταφέρει! Κι΄ εσύ, από τη καλή χαρά βρίσκεσαι πιασμένος χεράκι με το αναπόδραστο. Με το παράπονο να φωλιάζει μέσα σου και το μυστήριο να σε τρώει σα το σαράκι. Καλύτερα δεν φανταζόμουνα πως θα μπορούσα να είμαι –κυριολεκτώ. Ο ήλιος τού Σεπτέμβρη χουχουλιάρικος δίχως να σε τσουρουφλάει, η θάλασσα λάδι. Και –κυρίως-  μόνος, μακριά από το αγριεμένο πλήθος και τις τσιρίδες. Είχα φτιαχτεί. Θα απολάμβανα το μπάνιο μου. Βούτηξα. Το υγρό στοιχείο με αγκάλιασε πατόκορφα. Τι ηδονή! Πώς γίνεται η ζωή -όταν θέλει- σε κάποιους να ΄ναι τόσο απλόχερη με ψέματα, και σ΄ άλλους τόσο τσιγκούνα και φορτική;…  Ένα χέρι με τράβηξε κάτω με δύναμη αφήνοντας τις σκέψεις μου στη μέση. Έκανα μια βουτιά και ξαναβγήκα στην επιφάνεια. Μα τι χέρι ήταν αυτό; Πώς βρέθηκε εκεί; Γιατί το έκανε; Το έκανε ηθελημένα; Κι΄ αν ναι, ποιος απεργάζονταν τη δυστυχία μου; Ποιος και με τι δικαίωμα αποφάσισε για πάρτη μου; Ή μήπως με είχε πάρει για κάποιον άλλο;  Ερωτήματα που έμειναν αναπάντητα όπως το περίμενα. Εξάλλου το άγνωστο χέρι τη δουλειά του έκανε κι΄ εγώ –κολυμβητής δεινός- τη δικιά μου: να απολαύσω το κολύμπι. Αν συναντηθήκαν οι δρόμοι μας στο πουθενά, μοναχά σε σύμπτωση ή καπρίτσιο τής τύχης μπορούσε να αποδοθεί. Και επειδή τα απρόσμενα σκιάζουν μέχρι να ξεχαστούν κι΄ η μνήμη ανέκαθεν ασθενής –ευτυχώς, αδιαφόρησα και συνέχισα τις απλωτές σα να μη συνέβαινε το παραμικρό. Έι ωπ! μία το δεξί και το κεφάλι έξω. Βαθειά κρατημένη ανάσα. Έι ωπ! μία τ΄ αριστερό με το κεφάλι μέσα να μη καλομάθει. Και το ίδιο φτου απ΄ την αρχή… Έπειτα το μάτι γαρίδα, μια να βλέπει τις εντυπωσιακές φυσαλίδες που σχηματίζονταν από το πλατάγισμα των χεριών στο νερό για να σβήσουν άδοξα, και μια την ίσαλο γραμμή που έσμιγε με τον ορίζοντα. Και τ΄ αυτιά ορθάνοιχτα να αφουγκράζονται την ανάσα, εξωπραγματικά μεγεθυσμένη, παρέα με το χτύπο της καρδιάς. Και τα πόδια να τινάζονται ίδια πέταλα αφηνιασμένου αλόγου - σα σε ηλεκτροσόκ- στην απέλπιδα προσπάθειά τους να υπερνικήσουν τη κούραση. Πόση ώρα πήγαινα δε θυμάμαι. Λογάριαζα να ξαποστάσω όταν το χέρι –το ίδιο χέρι ήτανε άραγε ;- με τράβηξε πάλι κάτω με δύναμη. Σαν τανάλια απ΄ το δεξί, τον πληγωμένο αστράγαλό μου. Τούτη τη φορά επέμεινε. Αν ήθελε το κακό μου ο πνιγμός δεν τού έφτανε; γιατί να με πονέσει; σκέφτηκα και –υπέθεσα- πως τους λόγους του θα είχε. Μα αν επρόκειτο περί τραγικής παρεξήγησης; Αν το μένος του είχε αποδέκτη κάποιον άλλον -πιθανώς πιο απαίσιο από μένα; δεν ήταν κρίμα κι΄ άδικο; Γιατί σε μένα; Γιατί; το παράπονο -που σάς έλεγα- αίφνης φώλιασε εντός μου. Μα και το πείσμα: εκεί κάτω στ΄ ανάερα κι΄ ανήλιαγα που θα με πήγαινε θα βάσταγα την αναπνοή μου όσο περισσότερο μπορούσα -μπας και κατάφερνα να ξεδιαλύνω το μυστήριο.


6/9
Τώρα που τ΄ Αυγουστιάτικο φεγγάρι κίνησε γι΄ άλλα μέρη και ο Σεπτέμβρης τού αναστοχασμού και της ευγενούς άμιλλας πήρε σκυτάλη από τη ραστώνη, τώρα που τα σχέδια φαντάζουν ελπιδοφόρα κι΄ η τύχη τρέχει απ΄ τα μπατζάκια μας, τώρα που όλα μοιάζουν πιο εύκολα, καιρός να μιλήσουμε σοβαρά. Μα βλέπω μίαν επιφυλακτικότητα, σιωπάτε. Μη χάσατε τη λαλιά σας; στεγνώσαν τα χείλια σας απ΄ τη κάψα; η γλώσσα σας απ΄ την αρμύρα; Μη στο λαιμό σας απέμεινε ένας κόμπος; μη στη καρδιά αγκάθι; Ελάτε τώρα! μεγάλα παιδιά… είμαστε όλοι. Η μηχανή τού κόσμου ξαναπήρε μπροστά, κάθε κατεργάρης στο πάγκο του. Καιρός να μιλήσουμε σοβαρά, να πούμε ό, τι πιο σοβαρό έτυχε στο διάβα μας -και πώς το αντιμετωπίσαμε για να δώσουμε ιδέες στους υπόλοιπους- ή ό, τι πιο σοβαρό έχουμε κάνει. Τελευταίος λέω να μιλήσω εγώ να μού δώσετε ιδέες, αφού ουδέποτε μού συνέβη κάτι σοβαρό, όλα τα σοβαρά μου ατέλειωτη φάρσα! άντε κάποια υπόσχεση αιώνιας αγάπης τής νιότης μου ή μια βραδινή βόλτα χωρίς σκοπό κοιτώντας το φεγγάρι. Γι΄ αυτό -σάς λέω- αρχίστε πρώτοι, ξέρω, κάθε αρχή δύσκολη. Κι΄ αν ξεμείναμε να πιάσουμε τ΄ αστεία, το ίδιο κάνει -τα αστεία είναι σοβαρά που αλλάξανε κουστούμι- κι΄ αν ούτε αστεία θυμηθούμε ας πούμε  ό, τι φανταζόμαστε. Χαλαρά, φερ΄ ειπείν αυτά -τα σοβαρά- που φανταζόμαστε πως κάναμε, ή –έστω- θα θέλαμε να φανταζόμαστε, ή που θα θέλαμε να φαντάζονται οι άλλοι για εμάς…



23/8
Που να το φανταζόμουνα; Δεν είναι το στραμπούλιγμα - αυτό πάει, πέρασε, με τρία ποδάρια περδίκι είμαι. Είναι η μασονία όλων αυτών που έχουν βαλθεί τελευταία να ρίξουν το ηθικό μου όσο γίνεται πιο χαμηλά! Πού ήτανε κρυμμένοι; Τι σόι μάσκα πρόβατου φορούσαν τόσο καιρό και δεν τούς είχα πάρει μυρουδιά; Η μασονία τους εν χορώ: μη σκοντάψεις, μη γλιστρήσεις, μη κουραστείς, μη το κάνεις, μη πηδήξεις, να προσέχεις, να βάλεις μυαλό, να συνέλθεις, να σοβαρευτείς… παραινέσεις και συμβουλές το τσουβάλι. Τα έχω πάρει στο κρανίο. Με ξέρετε εσείς για κανένα απρόσεκτο, επιπόλαιο, άμυαλο, μη σοβαρό βρε αδερφέ; Άρα προς τι όλα αυτά; Σε τι αποσκοπούν; Είναι ηλίου φαεινότερο: Απεργάζονται την αχρήστευση μου. Με θέλουν συνέχεια αραχτό, στην απόλυτη αφασία, να μη κάνω τίποτα και να φροντίζουν άλλοι τα πάντα για μένα. Και ει δυνατόν πριν από μένα. Να διαβάζουν τη σκέψη μου, επιθυμίες και θέλω να υλοποιούνται πριν ακόμα ειπωθούν -ο μπιγκ μπράδερ τού καλοπερασάκια! Ε λοιπόν όχι, δεν τσιμπάω. Δεν ειμ΄ εγώ κάνας τρυφηλός μπουρζουάς να θέλει υπηρέτες και παρατρεχάμενους. Κι΄ αυτά τα δήθεν από ενδιαφέρον να τ΄ αφήσουνε κατά μέρος. Και τα καρφάκια, τα δήθεν αθώα. Τι σημαίνει δηλαδή «στην ηλικία μας πρέπει να προσέχουμε…»; Ίσα κι΄ όμοια όλοι είμαστε; Εδώ μικρά παιδιά, τινέιτζερς στα ντουζένια τους, τσακίζουν τα ποδάρια τους. Για ένα ψιλοστραμπούλιγμα να μού μπήξετε καρφί στη καρδιά; Ε λοιπόν με γεια μας και χαρά μας τα χρόνια μας. Και στη καμπούρα μας η αθανασία!     




18/8                                                                    

Με τους γιατρούς ουδέποτε τα πήγαινα καλά. Χρήσιμοι είναι, δε λέω, μα νοιώθω πως δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα.   

Σ' αυτόν που πήγα μου 'πε να ξεκουραστώ.

Μα γιατρέ ξεκούραστος είμαι, πιο πολύ ούτε πεθαμένος! αντέτεινα.

Χαμογέλασε.

Το πόδι σας κύριε Εργάσιμε, το πόδι σας πρέπει να ξεκουράσετε. Γι΄ αυτό να κρατάτε πάντα πατερίτσα.

Άκουσα πατερίτσα και συννέφιασα.

Πάντα;

Πάντα! Μέχρι να σταματήσει να πονάει όταν περπατάτε.

Κι΄ άμα θέλω να δώσω μια κλωτσιά σε κάποιον αχώνευτο να μη δώσω; άμα θέλω να πάρω των ομματιών μου να μη το κάνω; Αυτό που μού ζητάς γιατρέ είναι χειρότερο από πεθαμένος.

Θα έχετε την πατερίτσα! Αν την χρησιμοποιήσετε σωστά, πιστέψτε με, θα σάς φανεί τόσο χρήσιμη, τόσο βολική που ούτε καν΄ μπορείτε να φανταστείτε.

Νομίζω γιατρέ πως καταλαβαίνω τι εννοείτε

Εσείς αγαπητέ πλέον θα έχετε τρία πόδια. Θα μεσολαβήσει περίοδος προσαρμογής στη νέα σας κατάσταση, μα γρήγορα θα συνηθίσετε. Κι΄ όταν συνηθίσετε δεν θα θέλετε να την αποχωριστείτε. Και προς θεού, μη νοιώθετε άσκημα. Άλλοι έχουν τέσσερα!

Και πέντε, και έξι… ουκ εστί αριθμός, συμπλήρωσα, μα σα να μη με άκουσε.

Το πληγωμένο προς το παρόν ξεχάστε το, σάς είναι άχρηστο. Είδατε πόσο εύκολα χαλάει; Η πατερίτσα όμως είναι α-θά-να-τη! Να σκεφτείτε βρέθηκαν πεθαμένοι από χιλιάδες χρόνια με τη πατερίτσα τους ανά χείρας!

Χα ωραία τα λέτε γιατρέ! Δηλαδή θα την χρειάζομαι και στον άλλο κόσμο;

Ο γιατρός σιώπησε. Είχα φαίνεται υπερβεί τα εσκαμμένα τής επιστήμης. Το χαμόγελό του είχε παγώσει.

Δεν είναι δουλειά μου να σάς πω τι θα κάνετε σ΄ αυτόν ή στον άλλο κόσμο. Δουλειά μου είναι να σάς πω -και το επαναλαμβάνω τελευταία φορά- πως το πόδι χρειάζεται ξεκούραση.

Σοβαρός σηκώθηκε από το γραφείο του και έστρεψε το βλέμμα στην εξώπορτα.

Τού είπα ευχαριστώ, πλήρωσα κι΄ έφυγα.

  


15/8
Ποια είναι η καλύτερη εποχή για δίαιτα; Οι γνώμες διίστανται. Άλλοι λένε τον Χειμώνα, άλλοι το Καλοκαίρι. Άλλοι ισχυρίζονται πως καλύτερη δεν υπάρχει και όλες είναι ίδιες. Άλλοι όποτε το πάρεις απόφαση, αρκεί βεβαίως να τη τηρήσεις. Μα και να μη τη τηρήσεις, ίσως η καλή πρόθεση ν΄ αρκεί. Κάποιοι πιστεύουν ότι τέτοιο ερώτημα δεν τίθεται καν΄ μα γίνεται εκ του πονηρού προκειμένου, έως ότου απαντηθεί, οι ερωτώντες να κερδίσουν χρόνο αχαλίνωτης μάσας. Κάποιοι άλλοι εμφανίζονται βέβαιοι πως δίαιτα γίνεται μόνο εξ ανάγκης, ειδεμή κάθε προσπάθεια επί ματαίω. Δεν λείπουν οι αγνωστικιστές μα και αυτοί που απλώς τρώνε και δεν ασχολούνται με ερωτήματα και απαντήσεις. Μάλιστα μια φορά κι΄ ένα καιρό αγωνιούντες για τα κιλά τους τροφαντοί απεύθυναν το ερώτημα σε διαπρεπή διαιτολόγο και εκείνος αγρόν ηγόρασε… Το ερώτημα έχει απασχολήσει γενεές επί γενεών και την απάντησή του καλύπτει αχλή μυστηρίου. Συνήθειες αιώνων, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ευγενείς σκοποί και αγαθές προθέσεις, ευσεβείς πόθοι, ανομολόγητα πάθη και μύχια της ύπαρξης περιπλέκονται σε γόρδιο δεσμό. Και αυτομάτως προκύπτει το άλλο ερώτημα: Ποιος ο Αλέξανδρος για να τον κόψει; Εδώ ακόμα και οι ειδήμονες σιωπούν. Κι΄ ας είναι ουκ ολίγοι οι μουστερήδες της περικλεούς κληρονομιάς του στρατηλάτη, στα δύσκολα πάντες σφυρίζουν τάχατες αδιάφοροι. Είναι και το φαγητό μία απόλαυση… λένε.


Αυτά σκεφτόμουνα στο πλεούμενο καθ΄ οδό για το νησί των ανέμων ενώ παρατηρούσα τον απέναντι συνταξιδιώτη μου. Τον ξέρετε, δεν χρειάζονται συστάσεις. Φτιαγμένος από χαρμάνι σπουδαίου με το ασήμαντο και ευτελές και απόλυτη βεβαιότητα πως τα γνωρίζει όλα. Τσιμπολογούσε κι΄ αγόρευε. Στην αρχή νόμιζα πως αδιαφόρησα για πάρτη του. Σιγά σιγά συνήθισα την τσιριχτή, σα καραμούζα, χροιά της φωνής του. Μετά πρόσεξα τα λεγόμενά του και μού φάνηκαν διασκεδαστικά. Στο τέλος πιάσαμε κουβέντα να περάσει η ώρα. Έμπλεος  αυτοπεποίθησης. Τόση που η καρέκλα αγκομαχούσε να σηκώσει. Η συζήτηση γύρω από το φαγητό. Έχουμε καταντήσει λαός παχύσαρκων! απεφάνθη με στόμφο. Χρειάζεται επειγόντως κράτει στο φαγητό… σκέφτηκα και άνοιξα το στόμα μου, μα πριν προλάβω να αρθρώσω λέξη, σα να διάβασε τη σκέψη μου, πολυβόλο κανονικό πέρασε στην αντεπίθεση: Θέλεις; έτεινε προς το μέρος μου τη σακούλα που κρατούσε με λαχταριστά καλούδια.  Φευ –εραστής τής ολιγοφαγίας- σήκωσα το γάντι. Διασταυρώσαμε τα ξίφη μας. Απόλαυση υπεράνω όλων! αναφώνησα.


Το μπάρμπεκιου ήταν βασιλικό. Τεσσάρων ειδών κρέατα στη σχάρα, άλλα τόσα σούβλες, κοκορέτσι, φρυγαδέλι, μπιφτέκια, κεμπάπ, σεφταλιές, σουτζούκια, λουκάνικα διάφορα για κάθε γούστο. Οι σαλάτες φρεσκοκομμένες, πλουσιοπάροχες και δροσιστικές, οι πίττες, πέντε τον αριθμό, χειροποίητες, φτιαγμένες της ώρας με μεράκι. Πατάτες τηγανητές κομμένες στο χέρι τραγανοτηγανισμένες, όλο γλύκα, και συνοδευτικά καλούδια ουκ εστί αριθμός, ποικιλία εκλεκτών κρασιών από ονομαστούς αμπελώνες, μπύρες, αναψυκτικά… Ύστερα ήρθαν τα γλυκά και παγωτά… και, για τους φροντίζοντες τη σιλουέτα τους, με χαμηλά λιπαρά παρακαλώ και δίχως ζάχαρη. Φάγαμε τού σκασμού. Ήπιαμε τον αγλέουρα. Κι΄ όταν η γλώσσα και τα πόδια λύθηκαν το ρίξαμε στο τραγούδι και το χορό. Τις μικρές ώρες, λίγο πριν τα αποχαιρετιστήρια, με τη κοιλιά τουρλωμένη, αναπολήσαμε τα περασμένα. Τότε που όλα ήταν διαφορετικά, πώς ακριβώς δεν στάθηκε κατορθωτό να θυμηθούμε -η ευωχία γαρ είχε δώσει σκυτάλη στην Μορφέα. Ένας εξ΄ ημών ισχυρίστηκε πως ήτανε καλύτερα…


Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος; με ρώτησε η σάλπα που σπαρταρούσε. Τι να τής έλεγα; Μήπως ήξερα; εγώ για ψάρεμα είχα πάει με τον φίλο μου. Και η ψαριά καλή: σαργοί, μελανούρια, σκαθάρια, σπάροι, γόπες, πέρκες, γύλοι… Και σάλπες μπόλικες. Τις κολλητές της φαίνεται είδε που΄χανε παραδώσει το πνεύμα και σκέφτηκε να παίξει το τελευταίο της χαρτί. Μα εγώ είχα ακούσει για μια γοργόνα ανθρωπόμορφη που έχει πιει το αθάνατο νερό, τριγυρίζει στις θάλασσες και ρωτάει τους ταξιδευτές ναυτικούς και όχι για σάλπα. Σώμα ψαριού βέβαια η λεγάμενη είχε - δε κρατάς καλύτερα πισινή… είπα στον εαυτό μου. Κι΄ έκανα πως δεν άκουσα. Θα μού πεις; ζει; με ξαναρώτησε. Κι΄ ευθύς μόλις τέλειωσε τη φράση ανεμοστρόβιλος σηκώθηκε κι΄η θάλασσα αντάριασε. Σιάχτηκα λιγάκι. Είδα την τιγκαρισμένη από ψάρια σακούλα, αναλογίστηκα και τις ολέθριες συνέπειες μιας απερισκεψίας (κι΄ ας πίστευα πως η πονηρή μπλόφαρε) και την έριξα πίσω στη θάλασσα. Και σαν χάθηκε στο νερό αμέσως ο αέρας κόπασε και η θάλασσα έγινε λάδι! - μέγας φόβος με κατέλαβε.


Καλό μου σημειωματάριο, συγχώρα με, να μιλήσω σοβαρά δε μπορώ. Και να γράψω το ίδιο. Πάντα μού συνέβαινε. Άσε που εδώ που φτάσαμε τα σοβαρά γίνονται φτερό στον άνεμο. Μα εσχάτως εμφανίζω μία ροπή προς τη γελοιότητα. Κάτι με τραβάει κοντά της. Είναι από αντίδραση στους τόσους σοβαρούς τριγύρω μου; Ή μήπως δεν αντέχω τον ανταγωνισμό των ομοίων μου και άθελά μου πασχίζω να φανώ γελοιότερος των γελοίων; Όπως και να΄ χει το πράμα αυτός είμαι και ν΄ αλλάξω τώρα δεν προλαβαίνω  -ποσώς μ΄ ενδιαφέρει. Άλλο με απασχολεί: Σαν αποθάνω τι θα γίνεις; Γυναίκα και παιδιά θα βρουν το δρόμο τους. Αυτά –ξέρω- δεν με χρειάζονται, ό, τι είχα να τούς δώσω το πήρανε. Εύχομαι να ΄τανε φτερά παρά βαρίδια, παρέα τους θα συνεχίσουν στο υπέροχο άγνωστο. Εσύ όμως; Έτσι αχώνευτο που σ΄ έκανα ποιος θα σ΄ αγκαλιάσει; Πες μου ποιος; Ορφανό θα μείνεις για να χαθείς στα δάκρυα της λησμονιάς; Υποσχέσου μου πως όχι, πως θα βρεις κάποιον άλλο καλύτερο από με για να γράφεις ό, τι σού κατέβει.


Προς τι η αγωνία για το μέλλον; Αν γνωρίζατε τι μού συνέβη δεν θα ρωτούσατε -εύχομαι ουδέποτε σ΄ εσάς να συμβεί. Μία σειρά ατυχών συμπτώσεων με έστειλαν αδιάβαστο στο «κέντρο υγείας» τού νησιού: Ένα ραντεβού που πρώτη φορά -κυριολεκτώ!- δεν ήτανε στην ώρα του λίγα λεπτά, ένα σακίδιο που βρέθηκε στιγμές αφημένο στη πεζούλα, μια ριπή ανέμου που το πήρε, ένα χέρι που δε πρόλαβε να το συγκρατήσει, μια βιασύνη για το τίποτα και χωρίς κανένα απολύτως λόγο να το μαζέψει, μια ξερολιθιά, ένα σάλτο, κι΄  έχασα το κόσμο! Σιγά τα λάχανα δηλαδή. Μα γυναίκα και φίλοι ανησύχησαν, τους έφαγε η αγωνία: εγκεφαλικό; καρδιακό; στομαχικό;… Ουδείς αναρωτήθηκε κάτι πιο ενδιαφέρον. Γιατί όχι ερωτικό; αισθηματικό; ιδεολογικό έστω; Τι τραγωδία! φαίνεται πλέον οι βεβαιότητες στη ζωή μου γίνηκαν κάστρα απόρθητα. Μόνο νουθεσίες βρήκαν για πάρτη μου: μεγάλωσες Εργασιμάκο… δεν είσαι πια τινέιτζερ…, κι΄ ακούγοντάς τους έπεφτα ολοένα πιο χαμηλά. Και, να μη μακρηγορώ, φτάνοντας καταγής γύρισε ανάποδα το πόδι μου -ενός κακού γαρ μύρια ασήμαντα έπονται… Ευκαιρία τώρα που΄ μεινα κουτσός, καθηλωμένος σε μια καρέκλα σημειωματάριό μου, να σε διακονώ με ζέση και ευλάβεια νεοφώτιστου. Κι΄ έχω τόσα να σού γράψω… Γιατί εσύ μονάχα με καταλαβαίνεις.


 Ολημερίς λυσσομανάει ο άνεμος δίχως σταματημό  σα να θέλει να μάς ξεριζώσει. Μα εμείς εδώ, επιμένουμε. Δεν καταλαβαίνω γιατί. Ίσως να ΄τανε καλύτερα λαντζέρηδες στο Αμέρικα, ή γκασταρμπάιτερ στη Γερμανία. Σους εκεί αέρηδες αντέχουμε, ζόρια μα αντέχουμε. Οι εδώ γίνηκαν ανυπόφοροι. Χτες μια ριπή με πήρε παραμάζωμα –πονεμένο άνθρωπο- και παραλίγο να με τσακίσει στου Φραγκομοναστηριού τα ριζά πλάι στη Παναγιά Θαλασσινή. Αυτή μ΄ έσωσε, το ψυχανεμίζομαι, καίτοι διατηρώ τις αμφιβολίες μου -είναι να μη τρυπώσει το σαράκι- δυο θεοί, επίγειοι ή επουράνιοι δεν έχει σημασία, στο ίδιο σπίτι δε χωρούν. Μεγάλη η χάρη της, την εκτιμώ, μα ανέκαθεν ανταγωνισμός υπόβοσκε μεταξύ μας. Είναι και θηλυκό  βλέπετε. Από τη μια το ποθώ, από την άλλη φοβάμαι μη χάσω τα θεϊκά μου προνόμια… Αφήστε που πέφτοντας άκουσα τον φίλο μου Σαν Μπεναρδή να προσεύχεται για πάρτη μου.


 Πάντως ουδεμία έχω αμφιβολία ότι η γυναίκα μου με αγαπάει. Το δείχνει κάθε στιγμή, κάθε λεπτό, με αέρηδες και μπουνάτσες. Αγάπη άχρονη, παντός καιρού. Κι΄ οι φίλοι το ίδιο, δεν έχω παράπονο. Αν δεν ήταν αυτοί πώς θα τα ΄βγαζα πέρα εδώ που βρέθηκα; Είναι φορές που σκέφτομαι να τους προτείνω να φύγουμε όλοι παρέα για άλλα μέρη. Στη Βολιβία, για παράδειγμα, στο δρόμο των μισιονάριος, όπου, τουρίστας για λίγες μέρες, μαγεύτηκα και θα΄ μενα ευχαρίστως μια ζωή -εντάξει μισή, δε θα τα χαλάσουμε στο μέτρημα. Γιατί όχι; Καλό θα τού κάνουμε - μην έχετε αμφιβολία- θα ξανανιώσει ο τόπος δίχως εμάς. Τα βουνά θα πρασινίσουν, οι παραλίες θα ανασάνουν, τα πειστήρια της κακογουστιάς μας θα εξαφανιστούν, οι λέξεις θα ξανάβρουν το χαμένο νόημά τους, τα παιδιά θα ΄ναι περήφανα για τα γράμματα που έμαθαν από τους γονείς τους…


 Φύγανε κι΄ οι φίλοι. Πάνε πίσω στα ίδια. Στη σιγουριά τού οικείου, τής επανάληψης. Τι άλλο να κάνανε; Να πηγαίνανε –άκουσον άκουσον- στις Βολιβίες και πράσιν΄ άλογα που τους έλεγα εγώ; Αυτό ξέρει, αυτό εμπιστεύεται ο άνθρωπος, στη σιγουριά ανθίζει, στην αβεβαιότητα μαραίνεται –μήπως δεν είναι έτσι; Μού άφησαν και το καλάμι τους για να ψαρέψω, με την υπόσχεση να το επιστρέψω σαν γυρίσω. Θα το επιστρέψω μαζί με ρεγάλο τα ψάρια που θα πιάσω. Για να μού το ξαναδώσουν - το δικό μου το ΄χω, μού είπανε, καβαλημένο. Μα για ψάρεμα δεν πήγα. Προτίμησα το κολύμπι. Στα βαθιά. Το φχαριστήθηκα. Από βράχο σε βράχο, από σημαδούρα σε σημαδούρα, από βαρκούλα σε βαρκούλα… Σα ποστάλι λιμάνι με λιμάνι, να με προϋπαντούν και ξεπροβοδίζουν τα θαλασσοπούλια, τα καβουράκια, οι πεταλίδες, οι αχινοί, και τα ψαράκια να στήνουν τριγύρω μου τρελό χορό. Σε απόσταση ασφαλείας από τους λουόμενους της εποχής. Τι φασαρία είναι αυτή που κάνουν! Αλήθεια γιατί; Αμ εκείνο το ντάπα ντούπα από τα μπιτσόμπαρα; Υπάρχει ωραιότερη μουσική από το πάφλασμα του νερού στη σιωπή με τον άνεμο σεκόντο;  


Αγναντεύω τα προβατάκια στο γαλάζιο και ταξιδεύω. Η βουκαμβίλια χαμογελάει, ο Ηρακλής Πουαρώ ψάχνει για απαντήσεις και σκαρφαλώνει πάνω της, η ναζιάρα Αύρα κουνάει την ουρά της και η συνονόματή της κολλάει ηδονικά την αλμύρα στα χείλη να νοστιμίσει τη Καλοκαιρινή μοναξιά μου -κι΄ ας βουλιάζει το νησί από κόσμο. Το πήρα απόφαση: θα ξεριζωθώ μόνος. Μα πριν το κάνω γονατίζω και φιλώ το χώμα -σαν πολύ με ανέχτηκε. Το καράβι –είπανε- θα΄χει ξανά καθυστέρηση. Ευτυχώς! Να ΄ναι όσο πάει μακρύ το ταξίδι… 
              


1/8
Φυσούσε δαιμονισμένα. Με δυσκολία κρατιόμουνα στο κλαδί. Κι΄ όσο πιο πολύ φυσούσε τόσο εγώ έξω φωνή. Τραγουδούσα για το γλυκό καλοκαιράκι που δε θα ξανάρθει. Για εμάς η ζωή όλη ένα καλοκαίρι. Όχι θα καθόμουνα να σκάσω. Κάποια στιγμή μοναχά μ΄ έπιασε το παράπονο: Για μένα το φύλαγε ο καιρός; Κι΄ έτσι όπως μ΄ έπιασε εξαφανίστηκε. Σα να το πήρε παραμάζωμα ο διαολεμένος αέρας. Χάζευα από ψηλά τούς αταίριαστους φίλους μου. Οργασμός εργασίας!  Άλλοι κουβαλούσαν χώμα, άλλοι πέτρες, άλλοι έφτιαχναν λάσπη. Τέλειωσαν και η φωλιά τους κανονικό φρούριο. Ένας ένας μπήκαν μέσα. Έκλεισαν και τη πόρτα. Μια ριπή με σήκωσε φτερό στον άνεμο. Πόσο μακριά δε μπορώ να υπολογίσω. Έπεσα στα μαλακά πάνω σε μια μαργαρίτα. Κατάλαβα πως ήτανε σε κήπο ανθρώπων. Τρέχανε, κάνανε σα τρελοί. Γιατί δεν ήξερα. Υπέθεσα πως ήταν κάτι σοβαρό. Δεν είχα ακόμα καλά καλά συνέλθει και κάποιος μ΄ έκανε μούσκεμα. Παραλίγο να πνιγώ. Βαρίδια τα φτερά μου. Τι έτρεχε; Πρώτα ο αέρας, ύστερα νεροποντή. Άσκημος καιρός για τζιτζίκια. Σάμπως ήτανε μια φορά καλός; Ξέρει κανείς σας να μου πει; Όχι πως με πολυνοιάζει. Έτσι για να μη με πιάνει το παράπονο. Μη με ρωτάτε τι έγινε μετά. Τίποτα. Εγώ δεν είδα τίποτα. Ρωτήστε τους ανθρώπους. Αυτοί ξέρουν. Θυμάμαι μόνο έκανα να πετάξω. Καυτός αέρας με διαπέρασε σύγκορμα. Έμεινα αγκαλιασμένος με τη μαργαρίτα… 





27/7
Ευτυχώς όλα πέρασαν. Ησυχάστε. Ένας εφιάλτης ήταν. Παιχνίδι άρρωστου μυαλού. Πέρασαν σάς λέω. Πέ-ρα-σαν! Δε με πιστεύετε; Βγείτε απ΄ το λαγούμι να δείτε. Άπνοια, γαλανός ουρανός, άνθρωποι στους δρόμους, πουλάκια τιτιβίζουν, τζιτζίκια τραγουδούν. Λίγη ζέστη κάνει μόνο. Μα αναμενόμενο, στο κατακαλόκαιρο είμαστε. Τα δύσκολα είναι πίσω μας. Για να ακριβολογήσω, ουδέποτε ήρθαν. Απλά, κάθε χρόνο τέτοιο καιρό βλέπουμε εφιάλτες. Εφιάλτες εποχής. Αφού τούς αντέχουμε ουδέν μεμπτό. Και ουδείς λόγος ανησυχίας βέβαια. Δικοί μας είναι, με γεια και χαρά μας. Εξακολουθείτε να μη με πιστεύετε; Κακώς. Εγώ μιλάω με γεγονότα. Ξεχάσατε πέρυσι; Πρόπερσι; Πριν πέντε χρόνια; Πριν δέκα; … Όσο καιρό θυμάμαι οι ίδιοι εφιάλτες. Ε λοιπόν τι έγινε; Να σάς πω και κάτι άλλο; Ζορίζομαι πια να αναμασάω τα παλιά. Δεν θυμάμαι πλέον. Δεν θέλω να θυμάμαι. Δεν μού χρειάζεται. Μια ζαριά η ζωή. Σκέτη τύχη. Γι΄ αυτό πάμε γι΄ άλλα σάς λέω. Με τη πρώτη ψύχρα οι εφιάλτες θα ξεχαστούν. Πιασμένοι χέρι χέρι θα τους ξεχάσουμε. Κι΄ όλοι θα χωθούμε ξανά στη χουχουλιάρικη βολή μας. Εδώ μόνο οι πεθαμένοι θυμούνται. 



19/7
Τι λοιμοί, σεισμοί, καταποντισμοί και λοιπά δεινά… άλλες είναι η αληθινές τραγωδίες της ζωής και μ΄ αυτές ουδείς μπορεί να τα βγάλει πέρα. Μπροστά τους τα στοιχειά της φύσης ωχριούν και υποκλίνονται στο διάβα τους. Και παρακαλώ, συμπαθάτε με, μη παρεξηγήσετε τα γραφόμενα μου. Σε κάποιον έπρεπε κι΄ εγώ να μιλήσω. Να ξαλαφρώσω. Αλλά ας πάρουμε τα πράματα από την αρχή.
Αυτό που μού έτυχε δεν το περίμενα. Θα μού πείτε γιατί; όλα να τα περιμένεις στη ζωή… Ε όχι κι΄ όλα! Υπάρχουν κάποια που, ακόμα κι΄ αν γίνονται, δεν θα  ΄πρεπε γαμώτο. Όπως, για παράδειγμα, να δέχεσαι τηλεφώνημα στη ψύχρα το καταμεσήμερο: «Πάμε για ψάρεμα;» Και εσύ να έχεις ραντεβού με το κρεβάτι σου για τη πολυπόθητη καθιερωμένη σιέστα. Τι να πεις στο καλό το κρεβατάκι σου; Πως να τού δικαιολογηθείς; Και πες πως με το κρεβάτι σου τα φέρνεις βόλτα. Πώς να πείσεις τον ίδιο τον εαυτό σου να μη κάνει αυτό που έχει προγραμματίσει; Για το οποίο έχεις φτιαχτεί; Και να μη το κάνεις για κάτι άσχετο. Άκαιρο. Αγγαρεία κανονική. Μόνο και μόνο επειδή στα καλά καθούμενα έτσι κάβλωσε τού άλλου!  Και αν εσύ –ευγενής άνθρωπος- δεν θέλεις να τον κακοκαρδίσεις, τι να τού πεις; Δεν γουστάρω; Έτσι στη ψύχρα; Κι΄ αν παρεξηγηθεί; Μισή ντροπή δική μου, μισή δική του… σκέφτηκα. Μα, δεν ξέρω γιατί,  έκανα πίσω. «Κλείσε και θα σε πάρω…» του είπα. Κάτι άλλο έπρεπε να βρω. Επειγόντως. Μια δικαιολογία ίσως. Μα εδώ δεν μπορούσα να δικαιολογηθώ σε μένα, ο άλλος με μάρανε; Τέτοιες στιγμές αρχίζεις να μπλοκάρεσαι άσχημα. Το μυαλό σου θολώνει. Ζητάς σανίδα σωτηρίας από κάποιον που νομίζεις τού χεριού σου να σού πει αυτό που θέλεις ν΄ ακούσεις. Γιατί σε αντίθετη περίπτωση ούτε που τολμάς να το σκεφτείς… Εγώ ζήτησα βοήθεια από τη γυναίκα μου. Απάντησε αμφίσημα σα τη Πυθία. «Εσύ δηλαδή με ποιον είσαι, με κείνον ή με μένα;…» πήρα ανάποδες. «…Και σε τελευταία ανάλυση τα ψάρια τα ρώτησε αν θέλουν να ψαρευτούν;» Δεν ήξερα τι έλεγα… Τρικυμία στο κρανίο μου! Μετά τη τρικυμία έρχεται η μπουνάτσα. Βάλθηκα να βάλω το μυαλό μου σε τάξη. Ευτυχώς που κάποτε επικρατεί η λογική και δεν αποκλείεις το ενδεχόμενο που -εσύ ο ίδιος- πριν από λίγο απέκλειες. Έτσι κι΄ εγώ όσο περνούσε η ώρα φλέρταρα όλο και πιο πολύ με την ιδέα να πάω για ψάρεμα. Σήκωσα -με κάποιο δισταγμό είναι αλήθεια- το ακουστικό. Νόμιζα πως μ΄ ένα «ναι» τα δύσκολα θα είχαν τελειώσει. Αμ δε… Ο γολγοθάς μου μόλις άρχιζε! Και πες ότι είπες το «ναι» - πώς θα ανταποδώσεις το κάλεσμα; αναρωτήθηκα. Γιατί όσο άφηνα την υποχρέωση σε εκκρεμότητα -το ΄ξερα- δε θα μπορούσα να κοιμάμαι ήσυχος τα βράδια. Και πες πως αποφασίζεις να βγάλεις την υποχρέωση - πότε; Οι δουλειές σου τρέχουν, χρόνο για χάσιμο δεν έχεις.  Αγχώνεσαι. Ιδρώνεις. Ό,τι είναι να κάνεις πρέπει να το κάνεις τώρα. Ο άλλος περιμένει κι΄ ο χρόνος περνάει. Νοιώθεις ένα κόμπο στο λαιμό να σε πνίγει. Είσαι αδύναμος να πάρεις τη παραμικρή απόφαση. Και μόνος. Τσακωμένος με τη γυναίκα σου. Με τον εαυτό σου. Δεν θέλεις να πεις  «ναι», δεν μπορείς να πεις «όχι». Κυριολεκτικά σε αδιέξοδο. Ψυχανεμίζεσαι, μα αρνείσαι να παραδεχτείς, πώς –αλίμονο- τα χειρότερα έρχονται. Αναπολείς τα παλιά. Τότε που έκανες ότι σού κάπνιζε και δεν έδινες λογαριασμό σε κανένα. Ή καλύτερα, δεν ένοιωθες την ανάγκη να δώσεις λογαριασμό. Παρηγοριέσαι πως και τότε δεν ήταν τα πράματα ακριβώς έτσι. Μα θυμάσαι -δεν έχεις ξεκουτιάνει ακόμα- πως όπως και να 'ταν, καλύτερα ήταν από το αβίωτο σήμερα. «Πώς τα κατάφερα έτσι;…» σιχτιρίζεις τον εαυτό σου απελπισμένος. Ξαπλώνεις στο κρεβάτι σου. Αυτή τη φορά όχι για τη μεσημεριανή σιέστα -όνειρο ήταν και πέταξε- μα για να πεθάνεις. Κλείνεις τα μάτια. Μια δίνη μέσα στη παραζάλη τής πιο οδυνηρής αυτοκριτικής σε ρουφάει ολοένα πιο βαθιά. Και συνειδητοποιείς πως η πραγματική τραγωδία τής ζωής είναι τα τερτίπια τής αμείλικτης καθημερινότητας. Προς δόξαν τού ασήμαντου! Για το καπρίτσιο τού άλλου.
«Άμα πάρει τηλέφωνο ξανά αυτός για ψάρεμα πες του πως αρρώστησα και πεθαίνω…» είπα στη γυναίκα μου. Κι΄ όμως αυτό ήταν! Ένα γαμημένο ψέμα. Τόσο εύκολο. Πώς δε το΄ χα σκεφτεί; Ένα ψέμα πάντα σε βγάζει ασπροπρόσωπο. Όλοι το ξέρουν. Μεταξύ μας, και σ΄ όλους αρέσει. Κι΄ εγώ πέρασα τών παθών μου τον τάραχο -ακόμα και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές αδυνατώ να το πιστέψω- για ένα ψέμα! Ευτυχώς στάθηκα τυχερός και ξεμπέρδεψα. Μόνο που μετά μού είχε φύγει ο ύπνος…



14/7

Μια σπηλιά ολοδική μου βαθιά κι΄ ανήλιαγη είχα μυστικά φυλαγμένη ζηλότυπα, κέρβεροι ακοίμητοι εκ δεξιών και εξ αριστερών τού εμπατή κρατούσαν σε απόσταση ασφαλείας καινά δαιμόνια εξασφαλίζοντας αδιάλειπτο παραμονή μου εντός της, ουρί του παραδείσου φροντίζαν ανελλιπώς στο κόκκινο τις ηδονές τού καλώς στώμεν. Βαρυγκώμιες και μεμψιμοιρίες -το ξεύρετε- δεν είναι τού χαρακτήρα μου, δική μου η σπηλιά, με γεια μου και χαρά μου στο ακέραιο και τα αργύρια της επιλογής μου, μα να ΄μαι τώρα παρέα με μια ντουζίνα πανικόβλητους να διαγκωνίζονται ποιος θα πρωτοβγεί από δαύτη, κι΄ εγώ ενώπιος ενωπίω με το σκληρό πρόσωπο της μοίρας των ανθρώπων που  ΄θελα να ξεχάσω, αυτών που τα όνειρά τους ξεκίνησαν να καταφέρουν, και σα κατάφεραν έκαναν πίσω να τα δουν γκρεμισμένα εκλιπαρώντας. Κι΄ ο κόσμος όλος κρατάει την ανάσα του ακούω -σιγά μη σκάσει και χάσει η Βενετιά βελόνι!- βλέπω και τους απέξω να μοιράζουν αφειδώς υποσχέσεις για «αίσια έκβαση», «ευτυχή κατάληξη» κι΄ άλλα ίδια τής πλήξης λόγια. Αίσια και ευτυχής θα είναι έτσι ή αλλιώς… και στο Χόλυγουντ -καλομελέτα- θα σάς βάλουν… μάλλιασε η γλώσσα μου να τούς λέω μα δε με άκουαν, και -καλά δεν άκουαν-  μα ούτε έβλεπαν; στα σκοτάδια βλέπεις τα πράματα πεντακάθαρα, έτσι όπως είναι. Τελικά βγήκαν ή τους έβγαλαν δεν κατάλαβα, στην άλλη σπηλιά -τη φωτεινή- είπανε πως θα τους πάνε σε καραντίνα, σ΄ αυτή  που τρώει τα παιδιά της κάθε μέρα σα στραγάλια κι΄ έχει ντουζίνες δαύτους για ορεκτικό μα όλα καλά καμωμένα… Αλαλαγμοί χαράς ζορίσανε τα ξέμαθα από τέτοια αυτιά μου - εδώ κάτω πιάνουν σα του λύκου, κι΄ η ματιά μου –σας είπα- αετίσια, κι΄ η καρδιά μου ξουράφι, κάποτε απρόσεχτη κόβεται και ματώνει όπως μάτωσ΄ όταν φύγανε και μ΄ άφησαν στη μοναξιά μου, μα έχω συνηθίσει, αφήστε που μια γλυκιά χαιρεκακία τέτοιες στιγμές με συνεπαίρνει όταν σκέφτομαι πως πιο μόνοι από μένα θα΄ ναι αυτοί εκεί πάνω.        






7/7
Είπε να τα βάλει σε μια σειρά. Το πρώτο που προγραμμάτισε ήταν το δόντι του, έναν παλιό καλό γομφίο στο πάνω σαγόνι που τον είχε αφήσει χρόνους. Το άψυχο κουφάρι που κουβαλούσε μέσα στο στόμα του είχε ανοίξει σα καρπούζι και έπρεπε να δώσει τη θέση του σε νέο,  μα κουφάρι θα ΄ναι κι΄ αυτό γιατρέ! αντέτεινε. Κουφάρι μα γερό… σήμερα στη πιάτσα κυκλοφορούν δόντια που δε μασάνε με τίποτα! και μάλιστα με εγγύηση καλής λειτουργίας εφ΄ όρου ζωής!… τού είπε η γιατρός. Φάνηκε πως πείστηκε. Δεύτερο ήταν τα γυαλιά του. Η αντικατάστασή τους κρίθηκε επιβεβλημένη καθότι, καιρό τώρα, έβλεπε τα πράματα θολά. Βέβαια, εκμυστηρεύτηκε στον οφθαλμίατρο, το γεγονός διόλου τον ενοχλούσε –απεναντίας- ήταν φορές που τον διευκόλυνε αφάνταστα. Καθαρά κουράζονται τα μάτια μου άστα καλύτερα έτσι ως έχουν γιατρέ… τον προέτρεψε μα εκείνος ανένδοτος. Τελικά οι επιφυλάξεις του κάμφθηκαν. Τρίτο ήταν ένα ξεγυρισμένο ξύρισμα. Είχε μπει για καλά το Καλοκαιράκι και οι αγαπημένές του τρίχες τον ζέσταιναν ανυπόφορα, αφήστε που τού δημιουργούσαν –βοηθούντος του ιδρώτα- έντονη διάθεση για κνησμό, ήταν και οι επιδοκιμασίες του ωραίου φύλου, κούκλος είσαι ξυρισμένος… δέκα χρόνια μεγαλύτερο σε κάνουν οι τρίχες… και άλλα παρεμφερή που διακαώς αποζητούσε. Για τέλος άφησε κάτι ψιλο εκκρεμότητες -μικροκέρδη, μικροζημιές, απολογισμοί, συμψηφισμοί και τα τοιαύτα- που, καίτοι οικονομοσπουδαγμένος, από αμέλεια ανέβαλε συνεχώς τη διευθέτησή τους και καιρός πια ήταν…  Άλλο τι δεν είχε.   



29/6
Ρε Μαράκι πόσα χρόνια!… κι΄ αν ασπρίσαμε τί μ΄ αυτό; οι σπαστοί βόστρυχοί σου ξεχύνονται ασυγκράτητοι απ΄ τη κεφαλή στη γης κι΄ απ' αυτή ως τα σύγνεφα σκαλοπάτια φτιάνουν ν΄ ανεβώ· τι κι΄ αν ξεθώριασε η ματιά; τα μαύρα μάτια σου φαναράκια ηλεκτρισμένα, πυγολαμπίδες στο σκοτάδι θα μού δείχνουν το δρόμο· τι κι΄ αν τα πόδια βαρύνανε; κρατάω ακόμα, άσε με να ξεκλειδώσω τής μελαγχολίας το μάγκωμα από τα χείλια σου που φώλιασε πια· κι΄ έπειτα, εθελοντής αιμοδότης για σένα, παραδομένος στα χεράκια σου, με σβέλτες, σίγουρες κινήσεις ρούφηξε το αίμα μου, ρούφηξε το ως το μεδούλι, και τη τελευταία σταγόνα, αχ βαμπίρ τών ονείρων μου! Εικοσιοκτώ!… αποκρίθηκε, κι΄ έβγαλε μια βελόνα χοντρή ίδιο μπουρί, μου ΄πε και κράτησα βαθύ αναστεναγμό, δαγκωνιά παθιασμένη σημάδεψε στο μπράτσο μου, κι΄ άρχισε να ρουφάει, να ρουφάει…· έβλεπα το πλαστικό σωληνάκι παλλόμενο και το αίμα να ρέει κόκκινο εντός του, καυτό, ποτάμι από τα σωθικά χωρίς επιστροφή, κι΄ ένοιωσα το χτύπο της καρδιάς που ξύπνησε σα να τής χάλασα τη ζαχαρένια -γιατί αυτή παίρνει το αίμα μου; διαμαρτυρήθηκε· κάποτε, θυμάμαι, το χάριζες απλόχερα, τώρα -τσιγκούνα καρδιά- μη τυχόν και σού πάρουν μια σταλιά αιματάκι, γαντζωμένη σ΄ αυτό! Με πόσο αίμα εξακολουθεί να χτυπάει η καρδιά; ρώτησα το Μαράκι, μα δε θυμάμαι αν απάντησε γιατί τα μάτια κλείσανε, δεν έβλεπα, δεν άκουγα, δεν ένοιωθα, δεν ήξερα, δεν ήθελα να ξέρω, κι΄ ό, τι ακόμα θυμόμουνα το είχε αγκαλιάσει η λήθη, μόνο θυμάμαι πώς ξύπνησα στεγνός από αίμα σ΄ ένα άδειο δωμάτιο, μόνος με τη καρδιά μου, καρδιά μουτρωμένη - είδα κι΄ έπαθα να φιλιώσουμε.





28/6
Τι να ΄κανα; Πέθανε ο άνθρωπος. Μήπως το ήθελε κι΄ εκείνος; Μου ΄ρθε σα κεραμίδα το μήνυμα στο κινητό: Στις τάδε γίνεται η κηδεία. Πατέρας φίλου ήτανε, ξεβολεύτηκα μα μπορούσα να μη πάω; Κι΄ έπειτα, όπως ξέρετε, έχω πάρει στις κηδείες το κολάι. Φροντίζω προκαταβολικά από το σπίτι να φορέσω κάτι σκουρόχρωμο, βάζω και τα ηλίου μου και τσουπ να ΄μαι μαϊντανός εν μέσω τεθλιμμένων. Νοιώθω πλέον οικεία, δίνω παρόν με άλλον αέρα. Με το ύφός μου δεν ξέρω πως τα πάω. Όχι πως δεν το παλεύω, μα άλλο να ΄σαι πραγματικά τεθλιμμένος, κι΄ άλλο εξ΄ ανάγκης. Είναι φορές που εκείνη την ώρα θα ήθελα να ΄βλεπα σ΄ ένα καθρεφτάκι τη φάτσα μου. Άλλες λέω «άστο καλύτερα…», ιδίως σα βλέπω κάποιους κοντινούς τού μακαρίτη «βαρυπενθούντες». Θυμάμαι, πριν χρόνια, μια κηδεία υπερπαραγωγή: Τι μητροπολίτες, τι στολισμοί, τι χορωδίες, τι σέξι τουαλέτες –κατάμαυρες βεβαίως- οι κυρίες, τι κουβεντολόι, τι γελάκια, τι συγκινητικοί μέχρις δακρύων επικήδειοι!  Γιατί μόνο γέλια μέχρις δακρύων σού πρέπουν όταν ζεις με τον άνθρωπό σου μαύρη ζωή και σα πεθάνει δίνεις σόου πόσο υπέροχα έζησες μαζί του… Μα και πάλι, ποιος είμαι που θα μετρήσω τον πόνο του άλλου; Ξέρετε να υπάρχει τέτοια μεζούρα; Εγώ μια φορά το χρέος μου επιτελώ έναντι των ζωντανών - τα ρέστα φροντίζει μόνο ο θεός. Η περί ου ο λόγος κηδεία που λέτε ήταν πετυχημένη.  Πώς ταιριάζει το «πετυχημένη» σε κηδεία; Γιατί παρακαλώ; κοινωνική εκδήλωση είναι και αυτή – το πιστέψατε; αφού ως συνήθως υπερβάλλω. Τίποτα δε μού φάνηκε ψεύτικο. Μάλλον έφταιγε το σκηνικό: Εκκλησάκι μια σταλιά, λιτό και απέριττο, παπάδες, μακαρίτης, συγγενείς, ψάλτες και παρευρισκόμενοι ο ένας δίπλα στον άλλο, όλοι μία παρέα. Κι΄ απέξω μπουμπουνητά για σεκόντο στη γλυκιά ψαλμωδία, βροχή που κρέμονταν μα δεν έλεγε να ΄ρθει, σάμπως για να μη χαλούσε τους ζωντανούς, και ξεκίνησε όταν πια η τελετή είχε τελειώσει. «Η κηδεία τού λογιστή… είναι αυτή;» με ρώτησε φουριόζος και αγχωμένος ένας καθυστερημένος. «Γενικός διευθυντής στο λογιστήριο του κράτους παρακαλώ!… Χαλαρώστε τώρα αγαπητέ. Είναι ωραία!» τού απάντησα.




22/6 
Τον έβλεπα και έτσι και αλλιώς. Είναι βλέπετε αυτές οι μικροσυμπάθειες -μικροαδυναμίες καλύτερα- που δε σ΄ αφήνουν να δεις τα πράματα καθαρά. Κι΄ έπειτα -το ΄χετε καταλάβει- μ΄ αρέσει να τα βλέπω θολά, συγκεχυμένα, ντυμένα στο πούσι και με παλ, γήινα χρώματα, ακόμα κι΄ ο ουρανός θέλω να παίρνει τη χλομάδα τών γήινων, προφυλαγμένα από τον ήλιο τον σκληρό και άκαρδο. Κι΄ έπειτα σού λένε όλα στο φως… τι αστείο! σα τους ακούω βάζω τα σκούρα γυαλάκια μου και πειράζω την εικόνα. Τα καθαρά –τελεία και παύλα- δε μ΄ αρέσουν. Μοναχά αν είναι ψέματα, καθαρά ψέματα. Να μην έχω καμία αμφιβολία πως η αλήθεια -αν υπάρχει τέτοια- έχει φάει οριστικά πόρτα. Έτσι όχι απλά μ΄ αρέσουν, γουστάρω τρελά! Ζωή με ψέματα ίσον ευτυχία! Ξεχάστε το, δεν παίζει. Διορθώνω: Με λιγότερα ψέματα. Πόσο λιγότερα; Ας πούμε τόσα όσα να αισθανόσαστε καλά. Γιατί εγώ το είχα παρακάνει. Ζούσα μέσα στην ανοστιά: Αλήθεια και ξανά αλήθεια, μπούχτισα, μού βγηκ΄ απ΄ τη μύτη! Ας είναι… Περασμένα ξεχασμένα. Όχι πως έβαλα μυαλό, βάζουνε μωρέ μυαλό οι άνθρωποι; - άμα με πιάσει η πολυλογία χάνω τη μπάλα… πού είχα μείνει; Α, που λέτε, τον έβλεπα κάποτε και με τα καλά του και με τα κακά του. Απ ΄όλα να΄ χει ο μπαξές. Να μη τον αδικήσω… Πάλι τα ίδιααα, πάλι οι γνωστές γαμημένες ευγένειές μου! Ε λοιπόν ένας τιποτένιος ήτανε. Με λούστρο δήθεν. Τσίπικη η πραμάτεια του: Φαντασμένος, εμπαθής, μικρόψυχος, εξυπνάκιας… Να πω κι΄ άλλα για δαύτον; Γιατί αν θες να τα δεις καθαρά τα βλέπεις. Ποιος μπορεί να στα κρύψει; Ο ίδιος σου ο εαυτός; Ε τότε μάζεψέ τον! Θα  ΄χεις μετά και κάτι να λες. Να χαίρεσαι. Να ελπίζεις. Ακόμα και να πιστεύεις… Να ξεκινάς ξανά απ΄ την αρχή την αυγούλα του κόσμου και να σβήνεις γλυκά γλυκά -σα το μικρό παιδάκι με τη γομολάστιχά σου- το βαθύ σκοτάδι τού μέλλοντός μας.


18/6
Ο πρωινός καφές εξελίχτηκε σε τραγωδία. Όχι μία ούτε δύο μα τρεις κοτζάμ μύγες, οι δύο ακόμη ζωντανές, η τρίτη πεθαμένη, σχεδόν λιώμα, ήτανε μέσα στο φλιτζάνι! Τραγωδία όχι μόνο για εμάς, αφού ανέσυραν στο προσκήνιο μίαν αίσθηση αηδίας που πασχίζαμε να κρατήσουμε στη λησμονιά, μα και για τα δύσμοιρα σιχαμερά έντομα, αφού δεν τους έπρεπε τέτοιος μαρτυρικός θάνατος –πλάσματα του ίδιου θεού σαν εμάς δεν ήταν και αυτά; Βέβαια η ομήγυρη είχε διαφορετική άποψη. Ισχυρίστηκε πως οι μύγες -πλασμένες για το αηδέστερο τής ύπαρξης- καλώς έπαθαν ό, τι έπαθαν, εκούσιοι θύτες, και θύματα μαζί, τών ανέκαθεν αηδών επιλογών τους, και πως ο καταστηματάρχης όφειλε να είχε πάρει όλα τα αναγκαία μέτρα για την αποφυγή τού συμβάντος. Τι μέτρα βρε παιδιά; αν θέλει κάποιος να αποθάνει ή ήρθε η ώρα του, τι να σού κάνει ο όποιος καταστηματάρχης; Αφεντικό στους -ακόμη- εν ζωή το πολύ να είναι. Οι υπόλοιποι -οι μύγες εν προκειμένω- δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του. Τυγχάνουν παντελώς εκτός ελέγχου, μύστες τού απρόοπτου, τού τυχαίου…  τούς είπα. Εξάλλου ο καφές ήταν και αυτή τη φορά -κατά κοινή ομολογία- εξαιρετικός. Οι μύγες καίτοι βρέθηκαν στο τελείωμά του, στο πάτο τού φλιτζανιού, ουδόλως επηρέασαν αρνητικά τη γεύση του -το αντίθετο ενδεχομένως να συνέβη. Εξαιρετικός καφές και πάμφθηνος, επαναλαμβάνω μετά λόγου γνώσεως καθότι μόνιμοι θαμώνες τού καταστήματος. Να μη μακρηγορώ, αποφασίσαμε κατά πλειοψηφία να διαμαρτυρηθούμε στη μικρή σερβιτόρα για το πρωτοφανές, ανεπίτρεπτο και απαράδεκτο τού συμβάντος –με τι τρομερά επίθετα το χαρακτηρίσαμε!- απαιτώντας ταυτόχρονα την επιστροφή τού αντίτιμου τού καφέ ως αποζημίωση για ψυχική οδύνη, πράγμα που έγινε αποδεκτό. Ένας μάλιστα εξ ημών είχε την άποψη πως η περί ου ο λόγος αποζημίωση δεν ήταν αρκετή και θα έπρεπε να διεκδικήσουμε κάτι τι παραπάνω, ένα ελευθέρας για καφέ στο κατάστημα επί τρίμηνο -έναν μήνα για κάθε μύγα- επί παραδείγματι, πλην όμως η πρότασή του δεν έγινε αποδεκτή από τους άλλους. Επ΄ ευκαιρία να διευκρινίσω πως όλες οι αποφάσεις στην ομήγυρη λαμβάνονται δημοκρατικά και κατόπιν ψηφοφορίας. Πάντως το –συνοδευτικό του καφέ- κρουασάν βουτύρου ήταν φρεσκότατο.




12/6

Κουφόβραση και μετά τη πρώτη βουτιά μια δεύτερη στο τιμόνι. Ακόμα και ο θεός έσταζε απ΄ τον ιδρώτα! Τον έβλεπε να κρέμεται κουνάμενος απ΄ το καθρέφτη και να κοιτάζει βλοσυρός -ποιον άλλο;- μοναχός γυρνούσε σπίτι. Σκέφτηκε πως είχε ανακατευτεί από τα στροφιλίκια, μπορεί και να ΄χε πεινάσει.

 — Πάμε να τσιμπήσουμε,

υποσχέθηκε να τον καλοπιάσει.

Σταμάτησε στο κοντινό μαγαζί που συνηθίζει για να είναι -μετά το φαΐ- σε απόσταση βολής από το κρεβάτι του. Στη βεράντα με τη πέργκολα και τα απλωμένα τραπέζια το αδιαχώρητο.

— Κοίτα να δεις που όλοι είχαν την ίδια ιδέα μ΄ εμένα!

μονολόγησε.

Ο γνωστός του σερβιτόρος, συνήθως λαλίστατος και φιλικός, τούτη τη φορά αγχωμένος δεν αποκρίθηκε στη καλησπέρα του.

— Θα φάτε κύριε;

— Ε τι άλλο γιατί ήρθαμε;

— Τέτοια μέρα βρήκατε να έρθετε;

— Γιατί, τι έχει η μέρα;

— Δε βλέπετε; Χαμός!

— Όλοι οι καλοί χωράνε…

είπε για να σπάσει το πάγο, μα χωρίς αποτέλεσμα.

Βρήκε στ΄ απόμερα ένα ξεχασμένο τραπέζι να καθίσει.

Δεν ήταν πρώτη φορά που -Σαββατιάτικα - εύρισκε το μαγαζί γεμάτο. Προς τι ο πανικός και –προπάντων- η αφόρητη τυπικότητα τού σερβιτόρου; αναρωτήθηκε. Αμ η αμφίεση του; Άσπρο πουκάμισο, άσπρα γάντια, μαντήλι ριγμένο στον ώμο, μανίκια ανεβασμένα ίσαμε τους αγκώνες σα να ετοιμάζονταν να σηκώσει τον πεθαμένο, μαύρο παντελόνι, μαύρα παπούτσια στραβοπατημένα, μαύρο βαμμένο μαλλί γλιστερό, χτενισμένο πίσω ν΄ αφήνει δύο εσοχές αντικριστά προέκταση του ευμεγέθους κούτελού του. Και ιδρώτας ποτάμι, πουκάμισο κολλημένο κατάσαρκα σα να τον είχαν μπουγελώσει, πρόσωπο ανέκφραστο, σχεδόν απόκοσμο, χρώμα πελιδνό.

Περίμενε υπομονετικά παρατηρώντας τον περίγυρο. Τραπέζια ενωμένα των δέκα, βουτήματα, καφές και κονιάκ σε γυάλινα καραφάκια. Οι συνδαιτυμόνες, μαυροντυμένοι οι περισσότεροι, συζητούσαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα. Κάπου κάπου ακούγονταν πνιχτά γελάκια, σταγόνες ευφημίας στη πνιγηρή, ασάλευτη θάλασσα.

Μια γνωστή του τον πλησίασε και σηκώθηκε να τη χαιρετήσει.

— Κι΄ εσύ εδώ;

— Κι΄ εγώ…

— Τον ήξερες;

— Όχι.

— Ζωή σε λόγου μας…

— Ευχαριστώ.

— Κάτι τέτοιες στιγμές σκέφτομαι πως όπου να ΄ναι έρχεται και η σειρά μας…

Κούνησε το κεφάλι του συγκαταβατικά σιωπώντας. Μεσολάβησε παύση αμηχανίας και αντάλλαξαν χαιρετούρες ανανεώνοντας τη συνάντησή τους κάποτε στο μέλλον.

Πήγε να τη κάνει μα θυμήθηκε την υπόσχεσή του και ξανακάθισε. Άνοιξε τον κατάλογο προσποιούμενος –τακτικός πελάτης του μαγαζιού τον ήξερε απ΄ έξω κι΄ ανακατωτά-  πως κοιτάει το μενού ενώ έστηνε αυτί στο κοντινό τραπέζι.

— Εξήντα τριών ήτανε.

— Και καλός άνθρωπος…

— Καρκίνος;

— Τι άλλο;

— Κρίμα, τόσο νέος…

— Ποιος ξέρει πόσο λάδι απομένει στο καντήλι τού καθενός μας;

— Αυτός εκεί ψηλά, μόνο Αυτός!

— Τι θα πάρετε κύριε;

διέκοψε απότομα το αυτί ο σερβιτόρος.

Σα τον χάροντα πάνω από το κεφάλι του, αθόρυβα, μουλωχτά δίχως να τον καταλάβει, ξαφνιάστηκε.

— Ό, τι Αυτός θέλει…  

απάντησε.




6/6
Λίγο να το γλυκάνω ήθελα μα δε μού έβγαινε. Είναι αυτός ο εγωισμός που κατσικώνεται στο σβέρκο μου και δε λέει να κάνει βήμα πίσω, είναι και το στραβό μου το κεφάλι… Φίλοι ήμασταν και λογοφέρναμε. Κόντευα να πιστέψω ότι αυτό ήταν το πιο ενδιαφέρον που είχαμε να κάνουμε. Ή, για να το πω καλύτερα, το κοινό ενδιαφέρον μας. Σε όλα τα υπόλοιπα ένα χάος μάς χώριζε. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, ίσως αυτό το χάος να μην ήταν τελικά τόσο μεγάλο. Για ένα είμαι σίγουρος: και οι δυο ψάχναμε μια αφορμή να διαφωνήσουμε. Να κακοκαρδιστούμε. Μια θέση ή άρνηση, ένα δήθεν υπονοούμενο, ένας υπαινιγμός της στιγμής, ακόμα το αθώο χαμόγελο μπορούσε να εκληφθεί στραβά. Ήταν φανερό πως ήμασταν διαφορετικοί. Και καλά κάναμε - έτσι νόμιζα εγώ. Τι νόμιζε ο άλλος για το αταίριαστό μας -γιατί αταίριαστο διάολε υπήρχε- δεν ξέρω. Ουδέποτε το συζητήσαμε, και πώς να το συζητήσουμε αφού δεν συζητούσαμε. Απευθείας εννοώ, πρόσωπο με πρόσωπο. Και λέω απευθείας γιατί διαφορετικά η συζήτησή μας καλά κρατούσε. Σιωπηλοί συζητητές να μαζεύουμε πυρομαχικά. Για τη μητέρα των μαχών! «Κρύβε λόγια κανάγια γιατί ό,τι πεις θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σου» σα να λέγαμε. Και περιμέναμε ο ένας τον άλλο στη γωνία.
Ευτυχώς που υπήρχε και ο άλλος μου εαυτός. Με έβγαζε από τη δύσκολη θέση ν΄ ανταλλάξουμε μια κουβέντα. Για να γεμίσουμε το κενό. Αυτό που παρεμβάλλεται στο ενδιάμεσο των λέξεων. Λέξεις που λέγονται και δεν λέγονται. Ήταν, θυμάμαι, ένα βράδυ που το κενό κόντευε να μάς καταπιεί. Κρεμάμενοι στο χείλος του, εξουθενωμένοι. Μέχρι που ήρθε -από μηχανής θεός- και μάς τράβηξε. Φιλί ζωής! Τι το ΄θελε ο χριστιανός; Δεν έβλεπε πως δεν υπήρχε σωτηρία; Βέβαια ό,τι έκανε το έκανε –είπε- καλοπροαίρετα. Μάς άνοιξε τη καρδιά του: να ΄χει κι΄ αυτός κάποιο φίλο να μιλάει. Απαίσιον έστω, αλλά να  ΄χει.
Τον νοιώθω. Μεγαλώνοντας φαντάζει όλο και πιο δύσκολο να κάνεις καινούργιους φίλους. Ξεχνάς –αν το ήξερες ποτέ- πώς γίνονταν. Τους βλέπεις ωσάν εξωτικό φρούτο, μοναδικό όπως εσύ, είδωλο του εαυτού σου. Φτάνεις να νομίζεις πως οι εναπομείναντες είναι εξ ορισμού πολύτιμοι και οφείλεις να τους διαφυλάξεις ως κόρη οφθαλμού. Έτσι γαντζώνεσαι πάνω τους. Κι΄ όλο βάζεις νερό στο κρασί σου. Μέχρι να καταλάβεις πως σε χάλασε μα τότε είναι αργά. Τι άλλο σού απομένει; Συνεχίζεις, επιμένεις αταίριαστα, ακατανόητα ως το τέλος.
Αυτά που λέτε… και ανήκουν στο παρελθόν. Σήμερα όλα καλά καμωμένα. Μοναχά το στραβό το κεφάλι μου παραμένει στη θέση του -αν δεν ήταν κι΄ αυτό τι καλά που θα ΄τανεΑκούς εκεί να πιστεύει πως καλύτερη φιλία είναι αυτή που δεν έχει σωτηρία; Άντε, αν όχι η καλύτερη σίγουρα η πιο ειλικρινής. Γιατί η ειλικρίνεια φαίνεται πως δεν είναι το προνομιακό της πεδίο. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε… Με τι καρδιά να στεναχωρήσεις τον φίλο σου;    



23/5
Εδώ όλοι βλέπουν αυτό που θέλουν, τη στιγμή που το θέλουν! λέει μια διαφήμιση. Τι πετυχημένο! Υπάρχει κάτι καλύτερο από το να βλέπεις ό, τι γουστάρεις όποτε γουστάρεις; Αν δεν είναι αυτή συνταγή ευτυχίας τότε ποια είναι; Εγώ μόνο να βλέπω θέλω. Να βλέπω πράμα και να μη χορταίνω για να βλέπω κι΄ άλλο. Ει  δυνατόν συνέχεια και παντού, στο σπίτι, στη δουλειά, στο αυτοκίνητο, στο δρόμο… ακόμα και στον ύπνό μου αν γινόταν. Όλα τ΄ άλλα τα βαριέμαι, μου φέρνουν νύστα. Με αφήνουν πλέον παγερά αδιάφορο. Κι΄ όταν μιλάω -αναγκαστικά, γιατί είναι φορές που κάτι πρέπει να πω- πάλι η γλώσσα μου, οι φωνητικές χορδές μου, συγκοινωνούν κατευθείαν με τα μάτια, ουδέποτε με τον εγκέφαλο. Σα να ναι αυτά τα δύο, εγκέφαλος και μάτια, δύο ξένοι μέσα στο ίδιο κεφάλι -μη γελάτε- ξέρετε πόσο βολεύει; Εγώ πάντως βρήκα την υγειά μου. Ησύχασα! Μεταξύ μας, ησύχασα τρόπος του λέγειν. Γιατί ενώ θα μπορούσα να είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος τού κόσμου –τι τα έχει πιάσει;- τα μάτια μου βλέπουν μόνο τη δυστυχία! Δεν το θέλω μα συμβαίνει. Και εντάξει τα κατά γενική παραδοχή δυστυχή. Αυτά πες πως αν τα δεις διαφορετικά, κινδυνεύεις να χαρακτηριστείς εκτός πραγματικότητας.  Μα τα ευχάριστα; Ό, τι ευχάριστο, ό, τι αισιόδοξο και χαρούμενο φοράει πέπλο δυστυχίας. Ως άλλος Ηρακλής Πουαρό πιάνω τον εαυτό μου να ψάχνει -άθελά του- εναγωνίως για καλά κρυμμένες ψηφίδες δυστυχίας πίσω από τη γυαλιστερή μόστρα, να τις βρίσκει και να επικεντρώνει τη ματιά μου μόνο σ΄ αυτές. Και στο τέλος, για κάθε ένα τόσο δούλι καθημερινό κι΄ ένα ζοφερό αφήγημα, μια υπερπαραγωγή δυστυχίας! Είναι φορές που σκέφτομαι ότι για το βάσανό μου φταίνε οι διαφημίσεις που -τόσο αγαπάω μα- μάς τρέφουν φρούδες ελπίδες. Γιατί –για παράδειγμα- τι νόημα έχει να σού λένε βλέπεις αυτό που θέλεις τη στιγμή που θέλεις; Σάμπως αυτό δε κάνουμε εσαεί;             




11/5
Πολλά ψέματα είπαμε τόσο καιρό… τραγουδάω έξω φωνή με την υπόλοιπη γαλαρία στο λεωφορείο για Γιάννενα - ξανάγινα βλέπετε φοιτητής και έχω ξανανιώσει! - …ας πούμε και μια αλήθεια… στ΄ άκουσμά της πετιέμαι σαν ελατήριο «ε συνάδελφοι! προτείνω ν΄ αλλάξουμε αυτό το τραγουδάκι, κομμένες οι αλήθειες - μπουχτίσαμε από δαύτες…» αγορεύω, κι΄ οι συνεπιβάτες μου με κοιτούν έκπληκτοι «τι λέει τούτος; πούθε κρατάει η σκούφια του; παραείναι μεστωμένος για φοιτητής…» βλέπω την απορία στα μάτια τους και το σούσουρο σταδιακά μεγαλώνει (τι το ΄θελα κι΄ εγώ;) ουουου αποδοκιμασίας έχουν ήδη αρχίσει και πασχίζω να τα μπαλώσω «συνάδελφοι αφήστε με να δευτερολογήσω: -κι΄ αν δεν το αλλάξουμε- μπορούμε έστω να παραλείψουμε ένα στιχάκι, στο χέρι μας είναι» το χαβά μου ο ξεροκέφαλος, «και ποιος είσαστε εσείς κύριε που θα μάς πείτε πώς να τραγουδάμε;…» αυτοί, «…να κατέβει κάτω, να κατέβει κάτω!…» κάποιοι πιο θερμόαιμοι φωνάζουν -και –σάμπως μπορώ να κάνω διαφορετικά; λαθρεπιβάτης τής καρδιάς τους είμαι– βρίσκομαι στο δρόμο ενώ ο …στραβός βελόνα γύρευε… εν χορώ –τους βλέπω- κολλημένους στο πίσω τζάμι να με χαιρετάνε καθώς απομακρύνονται.
Φτάνω στη πόλη με το λεωφορείο της γραμμής και αναζητώ τους φίλους μου. Κανείς! Πού χάθηκαν, δεν είχαμε πει να ανταμώσουμε; (μάλλον εγώ δε θα κατάλαβα). Κατηφορίζω προς τη λίμνη στη μακριά περατζάδα τού κόσμου. Μα να, εδώ είναι! –κι΄ είχα αρχίσει να απογοητεύομαι- αγκαλιές, φιλιά… η καρδιά πάλι ζεσταίνεται, πάμε με τη βροχή να κρέμεται μα δε πέφτει, μια αγκαλιά σύννεφα η συντροφιά μας κι΄ ο ήλιος στα ενδιάμεσά τους να χαμογελάει… Κάποτε γυρίζω σπίτι όπου με περιμένει η μικρή αγάπη μου μπουμπουκάκι ολάνθιστο. «Πού πήγατε μπαμπά; πώς περάσατε;…» μόνο ερωτήσεις έχει. Τι κατέχω εγώ να τής απαντήσω; (ίσως θα ΄πρεπε, μα τέτοιες ώρες τέτοια λόγια…) Πήγαμε –της λέω- όπου μάς έβγαλε ο δρόμος, φιδίσιος, στενός, ένα με το γκρεμό, άλλοτε ανηφόρα ίσαμε τα σύννεφα κι΄ άλλοτε κατηφόρα στα τάρταρα, μέσα από δάση και φαράγγια, πάνω από γιοφύρια πέτρινα των καλύτερων μαστόρων κι΄ είδαμε… τι δεν είδαμε! αρκούδες θεόρατες και λύκους αιμοβόρους και χελώνες να σέρνονται καταγής και θεούς, πολλούς θεούς, και ανθρώπους μετρημένους στα δάχτυλα, μα πιότερο απ΄ όλα κάναμε, τα δύσκολα εύκολα, κι΄ αυτά που μας ενώνουν βρήκαμε και τ΄ άλλα μπορέσαμε και ρίξαμε πίσω -σα να μην υπήρξαν ποτέ- έτσι πορευτήκαμε μέρες πολλές, πόσες δε θυμάμαι και γιατί μη με ρωτάς, δεν ξέρω, δεν ξέρω καν΄ αν θα τα καταφέρουμε ξανά και δεν ανοίξουν οι ουρανοί να μας πάρουν παραμάζωμα, ξέρω μοναχά πώς τυχεροί σταθήκαμε - αυτά τής λέω. Κι΄ εκείνη με σφίγγει στην αγκαλιά της σα να θέλει να μού περάσει λίγη από την αστείρευτη ενέργειά της γιατί με τόσα θαυμαστά δείχνω κουρασμένος και χλωμός και –σκέφτηκε πως- σα κάτι να με απασχολεί, ίσως αυτή η δύσμοιρη βροχή που φοβόμασταν μα ουδέποτε ήρθε…    


     
 8/5

Ξεχνάμε το 80% από αυτά που μαθαίνουμε κάθε μέρα -διαβάζω. Ένα 20% το ταμείο μας στη γνώση λοιπόν, δεν είναι κι΄ άσκημα. Μάλιστα φαντάζομαι πως κάποιοι θα τα καταφέρνουν και καλύτερα. Ένας φίλος μου -για παράδειγμα- που έχει μνημονικό ελέφαντα, σίγουρα θα χτυπάει σαραντάρι! Όσο για μένα; Πάτος! Ένα παράξενο πράμα: Δε μαθαίνω! Και αυτό δεν είναι φαινόμενο των τελευταίων χρόνων -για να θεωρηθεί φυσιολογικό λόγω ηλικίας. Από τα μικρά μου δε μάθαινα. Θυμάμαι στοίβες βιβλία, διάβασμα, δάσκαλοι με το τσουβάλι κι΄ όμως… Το αποτέλεσμα δεν ήταν απλώς κατώτερο του αναμενόμενου –πράμα εξάλλου συνηθισμένο. Στη περίπτωσή μου η γνώση έμπαινε από το ένα αυτί και έβγαινε –έτσι όπως έμπαινε- από το άλλο! Οι γέροι μου τα χρειάστηκαν και -άρον άρον- με πήγανε στον καλύτερο. Ο κύριος καθηγητής αφού με εξέτασε –θυμάμαι- χαμογέλασε με νόημα και μού είπε: Μεταξύ κατεργαρέων  ειλικρίνεια… Δεν θέλεις να μάθεις; με γεια σου με χαρά σου! όμως μη λες παραμύθι στους γονείς σου ότι δε μαθαίνεις, τους έχεις τρελάνει τους ανθρώπους! Φύγαμε από το γιατρό και ένοιωθα θιγμένος που με είχε βγάλει ψεύτη. Άντε τώρα –και με τη βούλα της επιστήμης- να έπειθα τους γέρους μου για την αλήθεια, αφού δε μάθαινα! Να μη μακρηγορώ, κάποιος φίλος μού είπε και άρχισα να κάνω πως μαθαίνω. Να προσποιούμαι δηλαδή. Κι΄ οι γέροι μου το ΄χαψαν. Τι γρήγορα που τα παίρνει!… -άρχισαν να λένε- …τι πανέξυπνο παιδί!  Μέχρι σήμερα το ίδιο πιστεύουν… Γρήγορα κατάλαβα πως εγώ που δε μάθαινα δεν ήμουνα μοναδική περίπτωση – απεναντίας- μοναδικές περιπτώσεις ήσαν αυτοί, οι ελάχιστοι, που μάθαιναν (αν και εγώ ουδέποτε συνάντησα κάποιον τέτοιο) και όλοι οι υπόλοιποι -σα και μένα- φορούσαν τη μάσκα αυτού που –δήθεν- μαθαίνει και το έπαιζαν σαΐνια! αφήστε που έκαναν και τον δάσκαλο στους άλλους…  Εσείς πώς πάτε; μάθατε να φοράτε τη μάσκα σας; Ή μήπως και αυτό βρίσκεται στο 80% που έχετε ήδη ξεχάσει;…


3/5
Στη Κομνηνών, εδώ όπου ανεμίζει η κουρελιασμένη τέντα, ζουν άνθρωποι. Φλάμπουρο ξεχαρβαλωμένου σπιτικού; Απόδειξη αναμφισβήτητη τής ανέχειάς τους; Αδιαφορία ενασχόλησης με τα του οίκου τους; Ένδειξη παραίτησης; Αισθητικής απαξίας; Χαζεύω το μπαλκόνι από το απέναντι πεζοδρόμιο περιμένοντας τη κόρη μου. Το ρολό ανεβαίνει δειλά, δυο μάτια ανάμεσα στις γρίλιες, κατεβαίνει και σφαλίζει ξανά. Απερίσπαστος συνεχίζω. Ένα μηχανάκι με τρύπια εξάτμιση παίρνει ανάποδα τη κατηφόρα. Μαύρος ο εποχούμενος πάει σα σε βάρκα. Θα τη βγάλει; Παρατηρώ τον παραδομένο στο καυσαέριο τοίχο. Η τελευταία φορά που έλαμψε χάνεται –φαντάζομαι- στα χρόνια της αντιπαροχής. Στα τωρινά «στα μπαρ τσαμπουκάς και στη δουλειά χαλβάς» διαβάζω λίγο πιο πέρα. Και τι φταίει παρακαλώ ο ωραιότατος χαλβάς που τον βγάλανε στη σέντρα σε κοινή θέα πάνω στο ντουβάρι; Στο παράθυρο έχουν βάλει κάγκελα για τους κλέφτες. Ποιο άραγε το -επίφοβο κλοπής- αντικείμενο τού πόθου τους; Ίσως κάποια νέα δροσερή σα τα κρύα νερά. Ή η νεραντζιά που ολάνθιστη επιμένει να μοσχοβολάει. Ναι, μπήκε ως τα μπούνια η Άνοιξη! Νιαααρρρ μια γάτα σαλτάρει από το κάδο των σκουπιδιών στην άσφαλτο. Δε το περίμενα. Με τρόμαξε! Τι σόι παιδί αυτής τής πόλης καυχιέμαι πως είμαι όταν τρομάζω με μια γάτα που ψάχνει φαί στα σκουπίδια; Και πώς συνδέονται διάολε όλα αυτά που συμβαίνουν σ΄ αυτό το δρόμο με τον περιφανή Βυζαντινό οίκο; Το μηχανάκι χάνεται στη γωνία. Μόνο το παφ παφ της εξάτμισης στ΄ αυτιά μου κι΄ αυτό ολοένα ξεμακραίνει. Μοναξιά και αναπόδραστη χαρμολύπη μου στη Κομνηνών –το ξέρω- ζουν άνθρωποι, μα πού πήγαν; Πάρεξ εμού άλλος κανείς -ούτε μαύρος, ούτε λευκός. Ούτε γάτα. Ούτε ζημιά…



30/4
Πονάει το κομμένο πόδι. Όχι αυτό που απέμεινε. Αυτό που κόπηκε. Αυτό που δεν υπάρχει! Το άκουγα και δεν πίστευα  στ΄ αυτιά μου. Δε μπορεί… θα νομίζει πως πονάει… ή άντε να πονάει που τού το ΄κοψαν… μα με το καιρό θα συνηθίσει… εγώ αντιρρησίας. Το ΄χα αποφασίσει. Κι΄ όμως πονάει. Θεέ μου θα τρελαθώ! Δεν ήξερα πως πονάνε αυτά που λείπουν. Αργότερα έμαθα πως είχε πάει στο γιατρό απελπισμένος. Μαχαίρι… να το κόψεις! τού είχε πει. Ο δύστυχος νόμιζε πως έτσι θα ησύχαζε. Απ΄ το χασάπικο πάντως βγήκε ευδιάθετος. Γρήγορα συνήθισε με ένα πόδι. Πάτημα στο άλλο, σταθερά στη πατερίτσα, ωπ ωπ και τούμπαλιν. Πετούσε! Κύλησαν ανέφελα οι πρώτες μέρες. Τι το ΄πιασε μετά κι΄ άρχισε να πονάει; Χάπια, ενέσεις, αλοιφές…  Αποτέλεσμα μηδέν. Και πώς θα μπορούσε να έχει; Αφού αυτό που είχε μείνει στη θέση του ήταν μια χαρά. Όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις άρχισε να αμφιβάλει για την ορθότητα της απόφασής του. Στέγνωσε το λαρύγγι μου, δώσε μου ένα ποτήρι νερό. Τον συμβούλεψαν και βρέθηκε στο ιατρείο πόνου. Στο μυαλό είναι ο πόνος… και δε γλυκαίνει… τού είπαν εκεί. Οι γνωστές παρλαπίπες αυτών που δε ξέρουν και προσπαθούν να ξεγλιστρήσουν, σκέφτηκε. Τους ήξερε άλλωστε καλά. Οι ίδιοι τού ΄χαν πει να το κόψει… Την άλλη συναντηθήκαμε και μού εξιστόρησε τα καθέκαστα. Εγώ αν είχα αποφασίσει μια φορά μ΄ αυτά που άκουσα το αποφάσισα δέκα. Ωχ, τώρα μού δίνει κάτι σουβλιές… κάτσε να το βάλω αλλιώτικα. Πού είχα μείνει; Α ναι. Να μη πολυλογώ, ο πόνος στο πόδι πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Ένα βάσανο η ζωή του. Γιατροί και κόντρα γιατροί, εναλλακτικοί, παπάδες, τάματα…  Δε το ΄βαλε κάτω. Ως και στις χωματερές τραβιότανε μπας κι΄ εύρισκε πεταμένο το κομμένο πόδι του. Κι΄ αν το βρισκε θα το ΄κανε τι; Θα το ξανακολλούσε μήπως; Για να το κάνει καλά; Κι΄ ύστερα θα το ξανάκοβε;… Τι έγινε τελικά δε ξέρω. Ούτε νοιάζομαι να μάθω. Τώρα πια είναι αργά. Και να μην ήταν το ίδιο κάνει. Σάμπως μαθαίνουν οι άνθρωποι; Αγάπη μου πιάστηκα, θέλω να σηκωθώ. Δώσε μου τις πατερίτσες.     



27/4
Πάμε καλά. Είμαι απολύτως βέβαιος. Δεν περνάει μέρα χωρίς κηδεία. Συγγενείς, γνωστοί και άγνωστοι διαγκωνίζονται ποιος θ΄ αποθάνει πρώτος! Σα να βαρέθηκαν τον κόσμο τούτο και βάλθηκαν να πάνε στον άλλο. Κι΄ εγώ –πως τα ΄χω καταφέρει δε ξέρω- σ΄ όλες προσκεκλημένος. Έχω, φαίνεται, πάρει το κολάι. Κι΄ ας έχω εκ γενετής δυσανεξία στο λιβάνι. Με τέτοιο θανατικό πώς να μη πάμε καλά;  Δρόμοι θ΄ ανασάνουν, σπίτια θα ελευθερωθούν, νοσοκομεία θ΄ αδειάσουν, δουλειές θ΄ ανοίξουν,  ταμεία θα ορθοποδήσουν… Θέλετε κι΄ άλλα; Έπειτα οι καινούργιοι δε γεννοβολάνε σα τους παλιούς. Έχουν πιάσει το νόημα. Λίγοι και καλοπέραση σού λένε – όχι παίζουμε. Τυχεροί!
Αυτά σκεφτόμουνα εν μέσω κυρ΄ ελέησον για τον κεκοιμημένο δούλο που αναπαύθηκε σε τόπο χλοερό. Ενίσταμαι παπά μου! Κάπου τα ΄χεις μπλέξει. Αυτά που λες είναι για τους ζωντανούς, κεκοιμημένους ή μη. Οι ζωντανοί θ΄ αναπαυθούν. Σταυροπόδι! Το καταλάβατε, στο τσακ ήμουνα να παρέμβω. Μα είδα τις γιαγιάδες και τους παπούδες πρώτο στασίδι θεωρείο κι΄ έκανα πίσω. Αλήθεια, πού βρέθηκαν τόσοι πολλοί μαζεμένοι; Αργότερα κατάλαβα. Έκανα πίσω λοιπόν. Ποιος είμαι εγώ να τους απογοήτευα; Αφού το έβλεπα, άκουγαν αιώνιο ζωή και γλύκαινε το χειλάκι τους…
Τελικά στις κηδείες μια χαρά περνάμε. Στην επόμενη όμως θα βάλω τα πράματα στη θέση τους. Τέρμα τα τετριμμένα λόγια, οι κούφιες υποσχέσεις. Τέρμα η κατήφεια και τα κλάματα. Είπαμε, πάμε καλά!


24/4
Ντερλικωμένοι με τη κοιλιά τούρλα, μεταξύ τυρού και αχλαδιού, υπό το κράτος τής μεσημβρινής μουργέλας και με τον ήλιο στο δόξα πατρί προβληματιζόμασταν στα σοβαρά: Είναι το ποτήρι μισογεμάτο ή μισοάδειο; τα πράματα κάπως καλά ή σχεδόν χάλια; τα καλύτερα μπροστά ή τα χειρότερα έρχονται; κι΄ ο αισιόδοξος τού παραμυθιού αν ήξερε θα γίνονταν ορκισμένος απαισιόδοξος; ή μήπως αισιοδοξεί επειδή ακριβώς ξέρει;…  Παραδίπλα οι άλλοι περί άλλα, ευτελή, τυρβάζανε. Είχε έρθει όμως η ώρα του γλυκού και ο προβληματισμός μας περιορίστηκε στο ποιο, από τα μπόλικα στο τραπέζι, ήταν καλύτερο να διαλέξουμε. Ο φίλος μου παρεμπιπτόντως τίμησε τη σοκολατόπιτα κι΄ εγώ το άσπρο με τις φράουλες, αμφότερα –συμφωνήσαμε από κοινού- σπέσιαλ. Καπάκι κατέφθασε και ο καφές μπας και ξυπνούσαμε. Ή μήπως ήταν τής παρηγοριάς; (δεν ξέρω γιατί στιγμές γιορτινές μού έρχονται άσχετα στο μυαλό- το απέδωσα στη προηγούμενη συζήτησή μας). Ύστερα ένοιωσα ελαφριά δυσφορία. Ο φίλος μου, υπό τον φόβο προεόρτιων κακών, ισχυρίστηκε πως είχα παραφάει. Σα πουλάκι τσίμπησα… διασκέδασα την απαισιοδοξία του. …Κι΄ οι πιθανότητες; Τι παιχνίδι παίζουν οι πιθανότητες; αναρωτήθηκε. Αυτό ήταν! η συζήτηση ξανάρπαξε για τα καλά. Συνεχίσαμε στα σοβαρά κάμποση ώρα. Μέχρι που κόπηκαν μαχαίρι σαν ένοιωσε κι΄ εκείνος δυσφορία. Την απέδωσα στον καφέ: Βαρύς ήταν… Να ιδείς που κάποιος μάς έχει ματιάσει… μού είπε. 
  


20/4
Ήρθαν τ΄ άδικα να διώξουν τα δίκαια! και τα ΄χω πάρει στο κρανίο… Όταν έχεις δίκιο δε μπορεί να μην έχεις, λίγο πολύ αυτοί αυτό μού είπαν! Γιατί δίκιο έχω – δε το συζητάω. Και μέχρι σήμερα ήξερα πως δίκιο είχαν μόνο, εκτός από μένα, ο πελάτης, ο συγγενής, ο κολλητός, το φιλαράκι, ο κοντοχωριανός, ο συνάδελφος, ο δικός μας βρε αδερφέ. Τώρα μού τα γυρνάνε. Οι δικοί μου, όχι οι ξένοι… Οι δικοί μου! καλά διαβάσατε και δε το χωράει το κεφάλι μου. Όχι, σού λένε, μπορεί να ΄χει δίκιο κι΄ ο γείτονας, ο ξένος, ο άγνωστος! Κάποιοι εξυπνάκηδες, χτεσινοί στα μέρη μας, σπέρνουν αμφιβολία για να θερίσουν θύελλες. Βρε ουστ! Εδώ υπάρχει συνέχεια αιώνων. Εμείς έτσι μάθαμε, έτσι συνεχίζουμε –ας το χωνέψουν. Βέβαια, να πω τού στραβού το δίκιο, πολλά τα άδικα κι΄ εδώ. Και πολλοί δικοί μου ζημιώθηκαν. Όμως εγώ τι φταίω; Τη σήμερον ημέρα το δίκιο έχει ονοματεπώνυμο. Γεννήκαμε και πολλοί βλέπετε - για μάς τους χωριατοαστούς μιλάω - πώς να βολευτούμε όλοι σε μια σπιθαμή γης; Όποιος το δίκιο προλάβει πρόλαβε! - να δείτε που σε λίγο αρχίσει να βγάζει ο ένας το μάτι του άλλου! σιγά το πρωτότυπο… θα μού πείτε. Να σας πω όμως κι΄ εγώ κάτι; Γιατί όχι; Γιατί δηλαδή να πάρει ο πρώτος τυχόντας το δίκιο μου; Τζάμπα; Με ποιο δικαίωμα; Αν έχει κάτι τι καλό να δώσει να το συζητήσουμε…     


16/4
Πέρασε άλλη μια μέρα σα τη προηγούμενη, σα τόσες άλλες, τις ξέρω όλες, τις θυμάμαι απέξω κι΄ ανακατωτά, μα πιο πολύ ξέρω αυτές που θα΄ ρθουν – πιστέψτέ με, τίποτα δεν αφήνω στη τύχη, τίποτα - ξέρω να περιμένω τις μέρες που θα ΄ρθουν, ήδη τις βλέπω στο διάβα μου, ίδιες καλλίγραμμες, δροσερές υπάρξεις να τις πιεις στο ποτήρι, από μακριά με χαιρετούν, να μού χαρίσουν φιλιά ηδονικά θένε, πώς να τους τ΄ αρνηθώ; σε λίγο θα ΄ναι σε απόσταση αναπνοής, στολίζομαι, παρφουμάρομαι, ρουφάω τα γεροντόπαχα και να΄ μαι καμαρωτός στην εξώπορτα, ανοίγω την αγκαλιά μου, καλώς τες! μα απόκριση καμία, ούτε ελαφρύ έστω μειδίαμα ως ελάχιστη ένδειξη ότι αντιλήφθηκαν τη παρουσία μου - χάνετ΄ η γης κάτω απ΄ τα πόδια μου - τι τρέχει; δε με ακούνε; μπας φυσάει ο άνεμος ανάποδα και παίρνει τη λαλιά παραμάζωμα στο διάβα του ή εγώ την έχασα; μα κι΄ αυτές - τις βλέπω! - σφαλισμένο το στόμα τους, μπας και τα γλυκόλογα που λογάριαζαν για πάρτη μου φάγανε πόρτα απ΄ την ανθρωποδιώχτρα πόζα μου; τι τρέχει τέλος πάντων; μήπως - μου ΄ρχεται φλασιά - φταίνε οι μέρες που πέρασαν κι΄ οι νέες σιαχτήκανε με τα καμώματά τους; αυτό να δείς συμβαίνει! μα, αν είναι έτσι, τότε τι έρχονται; τι θέλουν από μένα; περασμένα ξεχασμένα να τους πω, θα με πιστέψουν;  η αμηχανία στο κόκκινο το ίδιο κι΄ η ταραχή μου, για το μόνο που λέω πως είμαι βέβαιος είναι ότι αλλάξαν οι καιροί - και πάλι βέβαιος δεν είμαι - ναι αλλάξαν! πιο ώριμος εγώ πιο όμορφες εκείνες – νοιώθω χαμένος από χέρι - τουλάχιστον να ΄βρισκα κάτι πρωτότυπο να πω, κάτι σαν οι μέρες που πέρασαν φταίνε… εγώ έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα - εντάξει δεν ήτανε και για μπράβο μα όλοι ό,τι μπορούνε κάνουνε - γιατί για μένα τής αδιαφορίας το πικρό ποτήρι λοιπόν;… μα για βάστα, τι τσαμπουνώ τόση ώρα τώρα; - αμάν αυτές οι ανασφάλειες μου - αφού τα ΄χω κανονίσει, αφού ξέρω πως οι κακές σκέψεις δεν είναι παρά ο αντικατοπτρισμός της δυστυχίας των άλλων, σάς διαβεβαιώ δεν είναι δικές μου ούτε με αφορούν, τίποτ΄ απ΄ τα μαύρα που έρχονται στο μυαλό δε μού συμβαίνει, εδώ επιμένω, καμαρωτός, τις περιμένω, κάθε στιγμή που περνά σιμώνουν ολοένα πιο κοντά, νοιώθω τη καυτή ανάσα τους, τα χείλια μας σχεδόν σμίξανε - θεέ κάνε αυτή η ώρα να μην έχει τελειωμό, αυτή είναι η μόνη πραγματικότητα - κι΄ αν χασομερούν λιγάκι δε πειράζει, θα βρήκανε στο μεταξύ κανένα νέο όμορφο να γλυκάνουν - ουδεμία αδημονία, εγώ ξέρω να περιμένω, δε με πήραν δα και τα χρόνια - αφού όλα είναι κανονισμένα στην εντέλεια, όλα!     


9/4
Ανάστασης αγώνας άγονος κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Πάντως ο λεβέντης παππάς το πάλεψε όσο μπορούσε. Χριστός Ανέστη επανέλαβε απανωτά, με τσιριχτή αλλοιωμένη στη μικροφωνική εγκατάσταση, φωνή, ίσαμε δέκα φορές και λίγες λέω (γιατί λένε τόσες φορές το Χριστός Ανέστη σ΄ αυτή την εκκλησία; με ρώτησε η κόρη μου κι΄ έκανα τον ανήξερο). Για να το ακούσει, υποθέτω, το χριστεπώνυμο πλήθος –και πειστούν οι τελευταίοι δύσπιστοι- απ΄ άκρη σ΄ άκρη στην εκκλησία, στο περίβολό της, στους τριγύρω δρόμους μέχρι το γειτονικό πάρκο, ακόμα και οι περαστικοί μέσα στ΄ αυτοκίνητά τους και στην απέναντι πλευρά τής παραλιακής θα το άκουσαν. Κάθε χαρμόσυνη αναγγελία τού παππά ακολουθούσε το Αληθώς Ανέστη τού πλήθους εν χορώ, και συγχρονισμένη ανάταση τών χεριών. Μαζί τους και τα κεριά, κι΄ οι λαμπάδες που κρατούσαν οι μικρότεροι στην ηλικία αφού και παιδάκια μια σταλιά πάσχιζαν να σηκώσουν ψηλά τα χεράκια τους ακολουθώντας το παράδειγμα των μεγαλύτερων. Αν έκλεινα τα μάτια θα έλεγα πως βρισκόμουνα σε γήπεδο εν μέσω θρησκευόμενων, επευφημούντων σε κατάσταση έκστασης, οπαδών όπου ο ένας πήγαινε να παραβγεί τον άλλο στη τσιρίδα, παρά σε εκκλησία (τουλάχιστον όπως την είχα κατά νου). Ήταν αλήθεια η στιγμή μοναδική -τόσοι πολλοί άνθρωποι μαζεμένοι μ΄ ένα κοινό μήνυμα, μία καρδιά και ουδεμία αμφιβολία- από τις στιγμές που θαρρείς πως μπορούν ν΄ αλλάξουν το κόσμο. Φως ανέσπερο έδινε σάρκα και οστά στην ελπίδα των καλοζωισμένων (να ΄βρουν κάπου να συνεχίσουν τη ζωούλα τους σα θα πεθάνουν -γιατί όχι και τις εγκόσμιες συνήθειές τους), μα και των καταφρονεμένων, κατατρεγμένων, φτωχών και αδικημένων του κόσμου τούτου (να ζήσουν κάποτε την Ανάσταση), ακόμα και των πεθαμένων (να έχουν κι΄ αυτοί μια δεύτερη ευκαιρία –ήδη τους φανταζόμουνα να διαγκωνίζονται με αναπτερωμένο το ηθικό στην ώρα της κρίσης). Σα παραιτήθηκε ο παππάς από τη προσπάθεια και το χαρμόσυνο γεγονός έλαβε τέλος αρχίσαμε να αποχωρούμε. Θνητοί αιώνιοι, υπό τον παιάνα των κροτίδων ωσεί θριαμβευτές, με τα κεριά και τις λαμπάδες -άρματα στο δίκαιο αγώνα μας - υπό μάλης, τα καλά μας μπαρουτοκαπνισμένα, τα φυσεκλίκια τής ελπίδας ζωσμένοι σταυρωτά στα στήθια μας… ανανεώσαμε το ραντεβού για τού χρόνου.



5/4
Μια τρύπα έχει κάνει την εμφάνισή της σαν αυτή στο οδόστρωμα λίγα μέτρα από το σπίτι μου. Καθημερινά την παρατηρώ να μεγαλώνει αργά μα σταθερά και -δε σάς κρύβω- την έχω συμπαθήσει, πάντα χαμογελαστή. Με τις βροχές γέμιζε νερό και πλατς! αγουροξυπνημένος τα πρωινά έπεφτα μέσα, βέβαια ήταν ακόμα μικρή, ικανή μοναχά για ένα παιχνιδιάρικο τράνταγμα του αυτοκίνητου ίσα για να με ξυπνήσει. Με τα χιόνια σα να εξαφανίστηκε και για λίγο τη ξέχασα (θα ήθελα να την είχα ξεχάσει μα ουδέποτε χιόνισε). Μια μέρα εμφανίστηκαν εργάτες του δήμου και τη στούμπωσαν πρόχειρα άσφαλτο - εξαφανίστηκε. Όταν ήρθε η Άνοιξη ανακάλυψα πως όχι μόνο ήταν στη θέση της, μα είχε διευρυνθεί επικίνδυνα (όσο επικίνδυνη μπορεί να αποβεί για τον άνθρωπο η διεύρυνση μιας κοινής, ασήμαντης τρύπας). Φοβήθηκα. Όχι τόσο μη πέσω μέσα (εξάλλου –σκέφτηκα- το πιθανότερο  να σφηνώσω στο άνοιγμά της να παραμείνω εκεί ασφαλής) μα –τόσο καιρό που τη παρατηρώ- σα να ΄χει η τρύπα αυτή μετακομίσει από το οδόστρωμα στο μυαλό μου! έχει ανοίξει μια δεύτερη τρύπα, μεγαλύτερη από τη πρώτη, που χάσκει σκοτεινή, ανεξερεύνητη, με τρομάζει… (λένε τέτοιες  τρύπες δεν υπάρχουν, δεν είναι παρά αντικατοπτρισμός, παιχνίδι τής άρρωστης φαντασίας ή το άλλο πρόσωπο τής κακής μου διάθεσης και τίποτα περισσότερο). Τηλεφώνησα στον -επιφορτισμένο με τις τρύπες των δρόμων- αντιδήμαρχο (δεν θα μπορούσα βέβαια να αφήσω να περάσει το συμβάν απαρατήρητο) προκειμένου να διαμαρτυρηθώ και –κυρίως- να ζητήσω την αποκατάσταση τής κακοτεχνίας, όχι αυτής στο οδόστρωμα (η κακόμοιρη τρυπούλα -δεν μού φταίει τίποτα- θέλω να παραμείνει στη θέση της συντροφιά μου) μα στο μυαλό. Γέλασε (νόμιζε πως αστειεύομαι) «…δεν γίνονται κύριέ μου αυτά που ζητάτε!» Μάταιο να επέμενα κατέβασα το ακουστικό. Κολλημένοι γραφειοκράτες ουδέποτε θα καταλάβουν…          


3/4
Νόμιζα πως οι πλούσιοι δεν πεθαίνουν. Ή τουλάχιστον δεν πεθαίνουν ανάξια λόγου (από μια κοινή γρίπη φερ΄ ειπείν). Πώς μου΄ χε καρφωθεί αυτή η ανοησία στο μυαλό δεν ξέρω. Μόνο για το πότε είμαι σε θέση να κάνω εικασίες: θυμάμαι όταν ένοιωσα τη τσέπη μου για πρώτη φορά να έχει δυο δεκάρες παραπάνω, το εισιτήριό μου για την αθανασία… (τι ευτυχία!) Αθανασία τουλάχιστον έναντι των φτωχών. Ήξερα πως αυτοί πεθαίνουν για ψύλλου πήδημα και ουδείς ασχολείται. Αργότερα έμαθα πως στο θάνατο όλοι είμαστε ίσοι… (μα -στο θεό σας- εσείς το πιστεύετε; ποιος πεθαμένος νοιάζεται; αυτά τα λένε οι ζωντανοί, κάποιοι που είναι λίγο πιο ίσοι από τους άλλους για να τους ρίξουνε στάχτη στα μάτια…) Εγώ -να ξέρετε- ουδέποτε έγινα παπαγαλάκι των πλουσίων, απλώς διάλεξα το μέρος τους. Μια γλυκιά αυταπάτη –είναι αλήθεια- με είχε συνεπάρει. Δεν είναι μικρό πράμα να παίζεις τις πιθανότητες στα δάχτυλα σα θεός. Όλα τα ανάξια λόγου –και δεν είναι λίγα- είχαν αποκλειστεί ως δυνητική αιτία θανάτου μου! Τι έμεναν; Τα γνωστά τρισκατάρατα σοβαρά στα οποία, σαν έρθει η ώρα, άπαντες ανεξαιρέτως υποκλινόμαστε.
Όλα αυτά μέχρι χτες. Άλλαξα γνώμη (με όσα ακούω τελευταία στις ειδήσεις πώς να μην αλλάξω;) και λέω να το παίξω δίπορτο. Γιατί –φευ- οι πιθανότητες είναι εναντίον μας… Κοινή η μοίρα φτωχών και πλούσιων στο θανατικό, αφήστε που οι φτωχοί σα να το φχαριστιούνται περισσότερο! (φαίνεται πως η ευχαρίστηση πάει αντιστρόφως ανάλογα με την ανωνυμία)…  
Πάντως το εισιτήριό μου για την αθανασία το κράτησα. Ποιος ξέρει; αν αλλάξουν τα πράματα ίσως μού χρειαστεί.
 




31/3
Πού πήγαν τόσες ντάνες βιβλία, τόσα γραμμένα πού χάθηκαν; Βρήκαν στασίδι να ξαποστάσουν; Πηγή να δροσίσουν τα ξεραμένα χείλια τους; Μια καρδιά να δέσουν; Αμφιβάλλω. Από βιβλιοθήκη σε βιβλιοθήκη θα πάνε περιμένοντας - μάταια - το πριγκιπόπουλο του παραμυθιού. Μα κι΄ έτσι καλά είναι. Τουλάχιστον ελευθερώθηκε το τραπέζι. Το παρατηρώ άδειο.
Λυπήθηκα που έφυγαν. Κι΄ ας ήτανε ξένα, σχεδόν φορτικά. Κι΄ ας ξεβόλεψαν την άψογα τακτοποιημένη καθημερινότητά μου. Κι΄ ας γιόμισαν το σπίτι σύννεφο σκόνη και στιγμιότυπα μιας ζωής φευγάτης. Μα πιο πολύ λυπήθηκα που, ίδια κακομαθημένα ορφανά, δεν είπανε ένα τόσο δα ευχαριστώ για τις ανάδοχες οικογένειες που τους βρήκαμε. Χώρια που μάς έπεσε η μέση απ΄ το κουβάλημα… Έτσι είναι τα γραμμένα - σκέφτομαι - έχουν μιαν έμφυτη υπεροψία, και καλά κάνουν, απέναντι στα λόγια. Νομίζουν πως θα μείνουν εδώ εσαεί (ας γελάσω!)
Μα γιατί τρώγομαι; Αφού πήγαν σε φίλους αγαπητούς, σε καλά χέρια. Κι΄ αν ατυχήσουν στη καινούργια ζωή τους τι έγινε; Σάμπως θα ΄ναι τα πρώτα για τα τελευταία; (ε όχι να λυπηθώ και γι΄ αυτό!) Ακόμα κι'  αν ουδέποτε διαβαστούν, σε μια βιβλιοθήκη θα ΄χουν να ελπίζουν. Κι΄ οι νέοι κάτοχοί τους θα ΄χουν επίσης να ελπίζουν πώς κάποτε θα τα διαβάσουν. Ένα βροχερό χειμωνιάτικο βράδυ -φερ΄ ειπείν- πριν τον ύπνο όταν στο σπίτι επικρατεί απόλυτη ησυχία, σαν προσευχή. Ή σε στιγμές έντασης και θυμού -τότε που τ΄ ανείπωτα παίρνουν το πάνω χέρι- σαν εξομολόγηση. Ή με το πρώτο φως της αυγής -για να πάει καλά η μέρα που ξεκινάει- σα φυλαχτό. Ή απλώς από περιέργεια. Ίσως να μη γίνει τίποτα από αυτά και να παραμείνουν σκονισμένα στη βιβλιοθήκη εν είδη διακοσμητικού μπιμπελό, πειστήρια καλών προθέσεων, ευγενών στόχων που δεν καρποφόρησαν (σιγά το πρωτάκουστο… εξάλλου μοναχά αυτά θα το ξέρουν).
Όπως και να ΄χει ο στόχος επετεύχθη. Τελικά η έγνοια μου για τα βιβλία ήταν πώς θα τα ξεφορτωθώ! Ευκολάκι: τα φόρτωσα στους φίλους. Ό,τι πάρετε δωρεάν και στο ένα ακόμα ένα δώρο! Νόμισαν πως ήταν ευκαιρία… (που να φανταστούν τι βάρος ασήκωτο έχουν τα γραμμένα). Και σάμπως να μη μπορούμε χωρίς αυτά; Μπορούμε και παραμπορούμε! Αυτά δεν μπορούν χωρίς εμάς! Αχ και να το 'χαμε καταλάβει, όλα θα μοιάζανε αλλιώτικα…     


27/3
Καθένας πώς τη βρίσκει, εγώ ξεκίνησα συμβουλευτική επί παντός επιστητού από ένα καπρίτσιο της στιγμής να κάνω το κομμάτι μου, να δείξω επιτέλους πως είμαι κάποιος γιατί περνιόμουνα χρυσή μετριότητα απ' αυτές που βρωμάει ο τόπος και - θεέ μου - δεν το άντεχα! Bρήκα το λοιπόν ευκαιρία με κάποιον τής ανάγκης κι΄ άρχισα να συμβουλεύω, στην αρχή με ρέγουλα και μία κάποια συστολή - ξέρετε, συμβουλές σε χαζά τού τύπου «λάθος ή σωστό;» - στη συνέχεια όμως ξεσάλωσα, μπήκα για τα καλά στο τριπάκι, απόκτησα ύφος, τουπέ, και τώρα - ποιος με πιάνει - δίνω συμβουλές καθημερινά στους πάντες, εξυπακούεται αφιλοκερδώς και πάντα χάριν αγαθής πρόθεσης «από αγάπη» κι΄ «ενδιαφέρον» για τον συνάνθρωπο,  ούτε λίγο ούτε πολύ επιτελώ κοινωνικό λειτούργημα! Το κλου της υπόθεσης είναι πως όλοι αυτοί που συμβουλεύω όχι μόνο ακούνε μα με παίρνουν στα σοβαρά, επιζητούν τη συμβουλή μου διακαώς να την ακολουθήσουν κατά γράμμα – λένε - αδιάφορο ποια είναι αυτή (κι΄ αν δεν το κάνουν κακό τού κεφαλιού τους, σε μένα ξανάρχονται κι΄ έχω έναν σοβαρό λόγο να τούς προγκάρω και να συνεχίσω τη συμβουλευτική)) παλιά κολακευόμουνα μα τελευταία – δεν ξέρω τι μ΄ έχει πιάσει - νοιώθω εγκλωβισμένος σε μια εικόνα πέρα από το ανθρώπινο, σα να ΄μαι φρικιό, θυμάμαι και αναπολώ την άγνοια μέσα στην ανωνυμία της ασημαντότητάς μου, τότε που ουδείς κόφτονταν για μένα κι΄ εγώ μοναχά για το σαρκίο μου - τι ωραία που ήτανε!… Τι κάνει άραγε τον άνθρωπο συμβουλάτορα; συχνά αναρωτιέμαι, ποια είναι η κινητοποιός δύναμη που τον μετατρέπει από κάποιον που δεν ξέρει που παν τα τέσσερα (και δεν το λέω με τη παραμικρή διάθεση υποτίμησης) σε παντογνώστη; πού βρίσκεται κρυμμένο το ψυχικό απόθεμα να ορθώνει το ανάστημά του για να αναμετρηθεί με επιθυμίες ξένες, όνειρα δανεικά, ακόμα και φαντάσματα, όταν αγωνίζεται να κάνει ζάφτι τα δικά του; και πώς μπορεί να έχει λόγο - και δη επαΐοντα - για καταστάσεις που ήταν απών, συναισθήματα που δεν τον άγγιξαν καν, χολή που δεν έβγαλε; Ξέρει κανείς σας να μού πει; Μήπως τελικά χρειάζομαι κι΄ εγώ έναν τού ιδίου φυράματος γι΄ αυτά που από καιρό ψυχανεμίζομαι μα δε με βολεύουν; γιατί, καλά τα χαζά, στα δύσκολα οι συμβουλές περιττεύουν - μόνο ο θεός! - έχουν άρωμα υποκρισίας και φτηνιάρικης ικανοποίησης πως τάχατες είμαι καλύτερος από αυτόν που συμβουλεύω (και παρακαλώ το τελευταίο να μείνει μεταξύ μας…)


19/3
Το χτεσινοβραδινό καθιερωμένο προσκλητήριο τών φίλων έμοιαζε αναγγελία προαναγγελθείσης απουσίας. Σαν έφτασαν τα κακά μαντάτα φορέσαμε τα σοβαρά μας, σμίξαμε τις καρδιές μας, ανοίξαμε το σφραγισμένο σεντούκι με τα «πώς» και «γιατί» μόνο και μόνο για να βουλώσουμε μ΄ αυτά τις σιωπές στη κουβέντα - βλέπετε κάποτε η σιωπή προκαλεί αμηχανία που τρυπάει τ΄ αυτιά σα κομπρεσέρ. Έπειτα καθένας μας πήρε από ένα καθρέφτη κι΄ άρχισε να κοιτάζεται μέσα του, ακαθόριστος φόβος γαρ είχε αρχίσει να μάς σιγοτρώει σα σαράκι - αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες… (κι΄ εγώ σκέφτομαι πως αν δεν θέλουμε αλλιώτικα, μπορεί έτσι να ΄ναι καλύτερα).
Τι έφταιξε; Δεν πιστεύω σε φταίχτες και αθώους, καλούς και κακούς, θύτες και θύματα. Όλοι στο ζουμί μας, στο ίδιο καζάνι σιγοβράζουμε και επιλέγουμε ή αποδεχόμαστε ρόλους κατά περίσταση. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως είμαστε ίδιοι, άλλος βράζει και βασανίζεται, άλλος το απολαμβάνει, άλλος δεν πολυσκοτίζεται - απλώς βρέθηκε στο καζάνι… Και έρχεται κάποτε η στιγμή που ζεματισμένοι βγάζουμε το ένα πόδι έξω και προσπαθούμε να ορθώσουμε ανάστημα στη γλυκιά θαλπωρή της συνήθειας, να ανοίξουμε – θέλουμε - τα φτερά στο άγνωστο (μέχρι να ξαναβουτήξουμε μέσα…) Φταίχτης ουδείς!


14/3
Τι μ΄ έχει πιάσει με το σανίδι τελευταία; τα ΄χω πάρει όλα σβάρνα! Σα τον Έντι Καρμπόνε αισθάνομαι, τον φορτοεκφορτωτή στο Μπρούκλιν τού 50, να κουβαλάω στη πλάτη του τις παραστάσεις της θεατρικής Αθήνας τού 2018! Και είναι ουκ ολίγες… Εγώ που κάποτε δεν περνούσα ούτε απ΄ έξω, κατάντησα θαμώνας των αιθουσών του ακαταλαβίστικου! Γιατί - μη με ρωτήσετε, ακόμα το ψάχνω. Ίσως να φταίει η φωνή του πατέρα μου που απόμεινε στοιχειωμένη στ΄ αυτιά μου: πήγαινε κανα θέατρο να ξεστραβωθείς… ντουβάρι θα μείνεις! Αφήστε που με τα καμώματά μου κινδυνεύει να χαρακτηριστεί το σημειωματάριό μου «άντρο κουλτούρας» χάνοντας το, χτισμένο με τόσο κόπο, πολυθεματικό και φιλολαϊκό προφίλ του, και δεν θα το ΄θελα με τίποτα. Και να σκεφτείτε πως αυτοί οι «κουλτσουριάρηδες» (όπως τους αποκαλούσε ο αμερικανοτραφής θείος μου) με τρελαίνουν! Όταν τούς κόβω καταλαβαίνω αμέσως: σα να μην έχουν κάτι καλύτερο να κάνουν… Και μόνιμα βαθυστόχαστοι! Και - καλά κι΄ έτσι - ολιγομίλητοι, σχεδόν μουγγοί! Ακόμα και σήμερα, που μ΄ έχει πιάσει αυτό το ανεξήγητο, όσο μπορώ τούς αποφεύγω όπως ο διάολος το λιβάνι. Το ίδιο προσπάθησα να κάνω και στο Εθνικό όπου βρέθηκα πριν λίγες μέρες. Καλή η παράσταση, δε λέω, μα το καλύτερο ήταν μετά, ο «Τούρκος» στη Μοσχονησίων. Κεμπάπ λαχταριστό, ζουμερό, κρεάτινο, ατζεμ πιλάφ να γλύφεις τα δάχτυλά σου, πίττες ζεστές πασπαλισμένες με γλυκιά πάπρικα, και αλοιφές παρασκευής του η μία καλύτερη από την άλλη. Στο «Τούρκο» ήταν σα να ξύπνησα από ένα βαθύ λήθαργο, συνήλθα, βρήκα την υγειά μου πατέρα! Τι θέατρο και τρίχες κατσαρές…  


11/3
Ποιος ήταν ο «αδαής» και ποιος ο «παράφρων» δεν κατάλαβα. Η ομώνυμη παράσταση είναι κέντημα δουλεμένο ψιλοβελονιά και - σκέφτεσαι πως - ο σκηνοθέτής της Γιάννος Περλέγκας ούτε αδαής, ούτε παράφρων μοιάζει, κάθε άλλο. Έπειτα παρατηρείς τους ποιούντες ήθος, τού ιδίου προεξάρχοντος, ηθοποιούς και αποκλείεις κατηγορηματικά τα περί ου ο λόγος επίθετα να αναφέρονται σε εκείνους. Και υποθέτεις πως μάλλον σε σένα αναφέρονται αδαή θεατή μα και πάλι, αδαής ίσως, παράφρων ούτε κατά διάνοια αισθάνεσαι. Τελικά καταλήγεις πως δεν έχει και μεγάλη σημασία να καταλάβεις ποιος είναι ποιος.  Γιατί αν και δεν κατάλαβες, κάτι λέει μέσα σου πως έχεις καταλάβει πολύ περισσότερα απ΄ όσα νομίζεις. Ο Περλέγκας λειτούργησε υπηρετώντας και αναδεικνύοντας το κείμενο, και όχι ερήμην του όπως - φευ - συχνά συμβαίνει. Ο Μπένχαρτ, μεθοδικός ψυχρός ανατόμος, επί σχεδόν τρίωρο κάνει φύλλο και φτερό τα πέριξ για να φτάσει στην άρρωστη καρδιά. Κι΄ όταν φτάνει δεν τη θεραπεύει - ποιος αδαής ισχυρίστηκε πως θεραπεύεται; - υπομονή, στον παράφρονα, προτείνει κι΄ ένα μπουκάλι κρασί παρέα για λησμονιά. Μη σάς τρομάζει το τρίωρο, ο χρόνος κυλάει αβίαστα και η κούραση – με αίσθηση πληρότητας και ικανοποίησης - εμφανίζεται αφού έχει πέσει η αυλαία. Κατά τ΄ άλλα τίποτα δυσνόητο, τίποτα καινοφανές: Η πατρική κληρονομιά ως ευχή και κατάρα, λύτρωση και φυλακή μαζί.



6/3
Σκρατά κι΄ απόσκρατα… Ωραιότερο έργο στο κόσμο δεν υπάρχει! μην έχετε ουδεμία αμφιβολία. Αθάνατα, δεν παλιώνουν ούτε απαξιώνονται, δεν είναι - και ουδέποτε θα είναι - εκτός μόδας, ευθύνονται για την πλέον ευγενή - και συνάμα απροσποίητη - των πράξεων, την μέγιστη ίσως των ηδονών και μίαν ανακούφιση ξαλαφρώματος μοναδική, επιπλέον είναι άκρως φιλικά προς το περιβάλλον και το σημαντικότερο – αν μη τι άλλο ως λίπασμα - χρήσιμα, σ΄ αυτά φυτρώνουν και ανθίζουν τα πιο ευωδιαστά λουλούδια. Αλήθεια πέστε μου υπάρχει κάτι πιο βαθιά ανθρώπινο απ΄ τα σκρατά; Υπάρχει Άλφρεντ; ρωτάω τον αξιότιμο κύριο  Άλφρεντ Ζαρρύ που έχει πεθάνει πάνω από έναν αιώνα τώρα, μα το γεγονός ουδόλως εμποδίζει να βρισκόμαστε και να τα λέμε που και που. Με συγχωρείς αγαπητέ αλλά πάω για την ανάγκη μου θα σε σκέφτομαι! μού απαντάει βιαστικός. Τον αφήνω παρέα με τα σκουλήκια και πρώτος απ΄ όλους πιλαλώ - λες για να προλάβω μη μού φύγουν - από το υπόγειο τής «πειραματικής σκηνής» μέχρι το πλατύσκαλο, στο καθαρό αεράκι τής Πανεπιστημίου. Στο κατόπι μου ο κυρ Υμπύ τύραννος, ο θρασύδειλος, αιμοσταγής, αδίστακτος και άπληστος σφετεριστής που, φαίνεται, κρυφάκουσε τη στιχομυθία μας (μια χαρά κρατιέται για τα χρονάκια του!) Καλά τα λες, δεν υπάρχει… τον ακούω. Στρέφω το κεφάλι προς το μέρος του: Ευχαριστώ μεγαλειότατε, συγχαρητήρια και για αυτή τη παράσταση - πάντα είσαστε καταπληκτικός! Μα το πράσινο καβλί μου δεν κατάλαβες, ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΣ ΑΠΟ ΣΕΝΑ δεν υπάρχει! αναφωνεί ο μπαγάσας και μού παίρνει το κεφάλι.



4/3
Αγάπη μου, αυτές τις δυό λέξεις σού έγραψα και πάλι πολλές μού φαίνονται. Αν είχαμε την ίδια μεζούρα τού χρόνου τι καλά που θα ΄τανε! ούτε εγώ θα σε ζάλιζα ούτε εσύ θα με διάβαζες σα να παίρνεις το χάπι σου. Θέλησα, βλέπεις, να αναμετρηθώ με το μπόι του στη σκιά τής αδυσώπητης ακρίβειας τής γραμματοσειράς και τής ασφάλειας των προκαθορισμένων περιθώριων τού κειμενογράφου μου και τα βρήκα ζόρικα! Τρέχουνε οι σκέψεις μου σα τρελές και δεν τις προλαβαίνω, λαχανιάζω, κόβω ρυθμό, γράφω και ξεγράφω, μένουν ολοένα και λιγότερα, ενώ το ταχύμετρο ξεντρέλιαστο πηγαίνει κατά τα κέφια του. Σκοτούρα και βάσανο η αγάπη, πού να χωρέσει στο χαρτί… επιθυμίες, φαντάσματα κι΄ απωθημένα στριμώχνω. Να ΄τανε τουλάχιστον δέκα, είκοσι, τριάντα… χρόνια πριν, αστειεύομαι! - και τότε τα ίδια έλεγα, και τότες απαράλλαχτα έκανα! Ας είναι έτσι, εσύ να ΄σαι καλά - και το σημειωματάριο που μού δίνει βήμα. Κι΄ αν σάς αφήσω κάποτε, μη στεναχωρηθείτε, κάποιος ζαβός θα βρεθεί – να θυμάστε για όλους υπάρχει ένα ταίρι κάπου στον κόσμο. Όμως, φοβάμαι, πως ούτε αυτό το «κακό» θα σού δώσω χαρά γιατί σα να μη συμβαίνει τίποτα στη ζωή μου παρά μοναχά να τη τσουλάω. Μέχρι να με βρει το αλέγρο και φορέσω ευφρόσυνη διάθεση είπα να «ξεχαστώ» με δύο επιστολές, μία για τον χαμένο χρόνο, αυτόν που κάνουμε κέφι να σκοτώνουμε λες και πρόκειται να ξανάρθει, και μία για τον άλλο χαμένο, τον άκαρδο που μας δείχνει τη πόρτα, και διψάμε να κουτουπώσουμε από τα μαλλιά αλλά…  Τώρα που στα είπα όλα τι μού απόμεινε τάχατες να σού γράψω;




19/2   
Η ταινία περιείχε ένα καρκίνο, μία αυτοκτονία, ολόκληρο το ποινικό κώδικα - δολοφονία, βιασμό, εμπρησμό, απόπειρα φόνου, πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης από πρόθεση, βιαιοπραγία, αυτοδικία, κατάχρηση εξουσίας - αυτά με φόντο τσαμπουκάδες, συνεχή λεκτική βία και άσβεστα πάθη, όσο για λύτρωση ούτε κατά διάνοια, και - το κερασάκι στη τούρτα - φινάλε ανοιχτό για παρόμοια συνέχεια… Καλή!  Αν μάς μπέρδεψε κάτι ήταν το ότι δεν ξεχώριζες τον καλό απ΄ τον κακό - όλοι καλόκακοι μάς φάνηκαν, καλύτερος απ΄ όλους μάλλον ο ετοιμοθάνατος καρκινοπαθής αυτόχειρας. Γυρίσαμε κατευθείαν σπίτι, ευδιάθετοι που ξεσκάσαμε λιγάκι - άλλο δε θέλαμε, με μία στάση για τις μακαρούνες μας, χειροποίητες τσιγαρισμένες σε φρέσκο κατσικίσιο βούτυρο και με μπόλικη μυζήθρα είναι μούρλια!  Κάθε χρόνο «τής Τυροφάγου» τις τιμάμε ιδιαιτέρως, μύστες τής παράδοσης γαρ - πιστέψτε με - ακόμα και η ταινία που επιλέξαμε να δούμε είχε το άρωμα τής μακριάς παράδοσης που καλά κρατεί. Μία παρασπονδία μοναχά για φέτος, το μελανό σημείο της βραδιάς, που δεν πλακώσαμε το ίδιο βράδυ μετά το σινεμά τις μακαρούνες, κι΄ αυτό γιατί - αν έχετε το θεό σας - φόβος εμφράγματος μάς κατέλαβε!, απίστευτο μα έτσι είναι. Γιατί τόσα και τόσα άντεξε το στομάχι μας και βγήκαμε από την αίθουσα αλώβητοι, πραγματικά παλικάρια, οι «βαριές μακαρούνες βραδιάτικα» θα μάς βάζανε κάτω;     


16/2
«Σαν πεθάνω θα μού λείψει η συνήθειά σου! Κι' εσένα η δικιά μου! ούτε τα λεφτά, ούτε η βολή, ούτε η θύμηση τής νιότης σου, μόνο η συνήθεια!», είχε επαναλάβει τις τρεις τελευταίες λέξεις αργά, εμφατικά, σάμπως για να ΄χα καιρό να τις σκεφτώ και τις χωνέψω, και δεν ήταν παρά ένα ακόμα ευφυολόγημα από αυτά που συνήθιζε να λέει - πώς γίνεται να συνηθίσεις τη μιζέρια; κι΄ όταν τη χάσεις να σού λείπει από πάνω; - ακαταλαβίστικα πράματα, μικροκακίες ζηλιάρας γριάς, μα - θυμήθηκα - κάθισα στη πολυθρόνα παίζοντας στα δάχτυλα, αμήχανα, μπορεί νευρικά, τα κανάλια με το τηλεκοντρόλ κάνοντας πως έβλεπα στο γιαλί αλλά στ΄ αλήθεια κρυφόβλεπα εκείνο το γελάκι της, αινιγματικό και σατανικό παρέα, και - σα φιλότιμη επαγγελματίας – έκανα πως δεν είχα ακούσει αλλά, όταν συνήλθα από την έκπληξη, σηκώθηκα και συνέχισα τις δουλειές που συνήθιζα κάθε μέρα. Έξι χρόνια πέρασαν από τότε, έξι χρόνια - μιά σκηνή καρφωμένη στο μυαλό μου, τώρα μιλούσαμε με τα μάτια, έτσι πίστευα, αφού  μια εσώτερη ανάγκη με έσπρωχνε να τη ρωτάω ξανά και ξανά τι νόημα είχε εκείνη η αλλόκοτη κουβέντα που στοίχειωσε τη καθημερινότητά μου, αν μπορούσε να με ακούσει θα τής έλεγα πόσο άδικο ή δίκιο είχε, δεν ήξερα, πρόκρινα το άδικο μα και πάλι βέβαιη δεν ήμουνα. Αυτό το πρωινό ντύθηκα, στολίστηκα, κι΄ ετοιμάστηκα να βγω - όταν με έπαιρνε από κάτω έβγαινα, να ξεσκάσω, με τις δουλειές, ιδίως τις εξωτερικές, ξεχνιόμουνα κι΄ ένοιωθα καλύτερα - είχα διαβεί το κατώφλι τής, ανοιχτής ακόμα, εξώπορτας όταν μού φάνηκε πως την άκουσα να γελάει – το παλιό γνώριμο γελάκι ανάμικτο με λέξεις μπερδεμένες, ακαταλαβίστικες, να τις ξεχωρίσω δεν μπορούσα - και δεν πίστευα στ΄ αυτιά μου αφού μοναχά η συνήθεια απρόσκλητος επισκέπτης, όπως η πρωινή πάχνη, είχε εγκατασταθεί καλύπτοντας τα πάντα μέσα στο σπίτι, άφωνη, λες ήταν εκεί εσαεί, ασάλευτος συνδετικός ιστός τής σχέσης μας και, είναι αλήθεια πως, ταράχτηκα, όπως τότε, και φοβήθηκα λίγο, χωρίς να θέλω αφού δεν πιστεύω στα φαντάσματα, αν και είναι φορές που μού φαίνονται τόσο πολύ ανθρώπινα!, «ιδέα μου είναι…» σκέφτηκα, τράβηξα κλείνοντας τη πόρτα στο κατόπι μου και δροσερό αεράκι με επήρε στο πρόσωπο, το χρειαζόμουνα, αναστέναξα ανακουφισμένη και θυμήθηκα, τελευταία φορά, εκείνη την ακαταλαβίστικη κουβέντα μα - παράξενο! - δεν ένοιωθα πια την ανάγκη να ρωτάω, ποσώς με απασχολούσε αν είχε δίκιο ή άδικο - είχα αρχίσει να συνηθίζω.



14/2
Η γκουρμεδιά του φτωχού έχει όνομα και λέγεται Lucas. Τρεις ζουμερές σφιχταγκαλιασμένες Πορτογαλιδούλες, σε ηλιέλαιο που έχει πάρει την αψάδα και το κόκκινο της καυτής πιπεριάς με κάτι από την αύρα των ξεπεσμένων αποικιοκρατών καλοφαγάδων και τη πατίνα τού χρόνου στο κουτί τους, περιμένουν στα ράφια των σουπερμάρκετ τούς μυημένους. Με όσπρια και ψωμί - ξινούτσικο προζυμένιο εξυπακούεται - είναι άπαιχτες, ξαναμμένο τρίο που ερωτοτροπεί ασύστολα στο στόμα, ό ,τι  άλλο  μ΄ αυτές τις ξελογιάστρες απλώς περιττό. Μα και κατά μόνας στέκονται επάξια στο ρουστίκ ύψος τους, χαμηλοβλεπούσες λαϊκές με μυρωδιά πρόστυχη που βάζουν φωτιά στις αισθήσεις, μακριά από δηθενιές και κομιλφό καθωσπρεπισμούς. Οι ανέραστοι χαρτογιακάδες, και οι συνοδοιπόροι τους – διαβάζω - εγκάλεσαν στη τάξη μια παρτίδα επικίνδυνες για τα χρηστά ήθη σαρδέλες Lucas. Ντροπή κορίτσια, ντροπή!…



2/2
Έμαθα και το carrot fit! Βολεύει - έτσι νόμιζα δηλαδή. Στενό κάτω, φαρδύ πάνω - όπως το καρότο - ότι πρέπει για τους έχοντες κοιλίτσα. Αμ δε. Γιατί πες ότι τραβώντάς το τό έβαλες: Πέρασες το ένα πόδι από το ένα μπατζάκι, βγήκε και η πατούσα, πέρασες και το άλλο, να ΄τη έξω και η άλλη πατούσα, η μέση είναι ό, τι πρέπει όπως το περίμενες. Μα κάποτε έρχονται τα δύσκολα - εδώ σε θέλω. Αποφασίζεις να το βγάλεις. Πώς; Μόλις έχεις συνειδητοποιήσει πως το κάτω μέρος των μπατζακιών είναι ένα με τη σάρκα σου! Αντιλαμβάνεσαι πως απαιτείται ειδική κίνηση – παλμό carrot fit θα τον ονόμαζα: Πατούσα κατακόρυφη προς το πάτωμα (κάτι σα θέση πουέντ στον αέρα) με ταυτόχρονη ελαφριά ανύψωση του ποδιού που θα απελευθερώσεις από το μπατζάκι, άριστη ισορροπία τού σώματος στο άλλο πόδι, βαθιά επίκυψη, γερό πιάσιμο του μπατζακιού και με τα δύο χέρια, και νευρικό τράβηγμα για να βγει μια κι΄ έξω – και όλο αυτό σε επανάληψη για το άλλο πόδι. Όρθιος κομμάτι ζόρικο! Ψάχνεις να καθίσεις κάπου, μα το δοκιμαστήριο θαρρείς κι΄ είναι φτιαγμένο για αίλουρους και πάντως για δαύτους με άριστη φυσική κατάσταση που δεν έχουν ανάγκη τέτοιες πολυτέλειες. Στηρίζεσαι στο τοίχο, κάνεις το λελέκι, παραπατάς, στραμπουλίζεσαι, ιδρώνεις και με τα πολλά τα καταφέρνεις. Μένεις - επιτέλους - με το σώβρακο. Και σκέφτεσαι πως διψάς να ΄σαι fit και τρέντης, μέσα στη μόδα, παιδί (μεστωμένο) της εποχής σου μα γαμώτο δε σ΄ αφήνουν! Φοράς το παλιό άνετο παντελονάκι σου, αυτό που είχες βαρεθεί, και αποχαιρετάς το καρότο που ζαχάρωνες… 



31/1
Λίγο έλειψε να πνιγώ όταν χτύπησε το κινητό και στη βιασύνη μου να απαντήσω το καλώδιο τών ακουστικών τυλίχτηκε μπλεγμένο στο λαιμό μου και φρενάροντας έσφιξε επικίνδυνα, όσο προσπαθούσα να το ξεμπλέξω τόσο περισσότερο έσφιγγε, μού ήρθε σκοτοδίνη, άφησα τιμόνι και αυτοκίνητο στη καλή μου τη τύχη και με τα δύο χέρια μαζί κατάφερα να το λασκάρω, πάλι καλά που δεν πήγα από τροχαίο να έπαιρνα στο λαιμό μου κανένα ανυποψίαστο να το ΄χω και κρίμα - αυτό το τελευταίο πέρασε στιγμιαία απ΄ το σκοτοδινιασμένο μυαλό μου εκείνη τη δύσκολη ώρα - άξιζε η ζωούλα μου περισσότερο από τη ζωή τού ανυποψίαστου; αν και - τώρα που το ξανασκέφτομαι νηφάλιος στην ασφάλεια τού γραφείου μου - ποιος μπορεί να παριστάνει την σήμερον ημέρα, ακόμα τον ανυποψίαστο; (αλλά αυτό είναι άλλου παππά ευαγγέλιο), τότε μέσα στο πανικό μου δεν κατέληξα κάπου, φαίνεται πως το ορμέφυτο της επιβίωσης πήρε το πάνω χέρι, όλα γίνανε αστραπιαία, δίχως θεατές, δίχως συμπαραστάτες ή αυτόπτες μάρτυρες – αν θέλετε με πιστεύετε - πάντως το είχα ξαναπάθει, στο τιμόνι πάντα νοιώθω μοναξιά και μια κάποια ανησυχία: πού θα πάω, πώς, τι θα συναντήσω εκεί - αν φτάσω - και άλλα τέτοια τής ηλικίας μου… κάθε φορά ψάχνω να αγγαρέψω κάποιον για να μιλάω, να  μού κάνει συντροφιά, να γίνει η διαδρομή πιο ευχάριστη, υποφερτή, ξέρω – μη μού το πείτε παρακαλώ και εσείς – δεν πρέπει να μιλάμε στο κινητό όταν οδηγούμε, κινδυνεύουμε!… εγώ κινδυνεύω μοναχά από τη μοναξιά μου, βρέθηκα σταματημένος στην άκρη τού δρόμου, τέλος καλό - όλα καλά (έτσι λένε) μα διάολε τι ζόρι τραβάνε οι τηλεφωνάδες και κάνουν τα καλώδια των ακουστικών στα κινητά τόσο γερά σα να πρόκειται να κρεμαστούμε με δαύτα; δεν καταλαβαίνω τον λόγο, - γιατί, και για να κρεμαστείς άβολα είναι - την ίδια απορία με μένα είχε και η οδηγός που με προσπέρασε και σταμάτησε λίγο παρακάτω να δει με ανυπόκριτο ενδιαφέρον αν είμαι καλά, «Δόξα τω θεώ καλά είμαι» τής είπα, «Να μη μιλάτε στο κινητό όταν οδηγείτε κύριε…» με συμβούλεψε και αυτή ευγενικά, «Έχετε δίκιο» αποκρίθηκα σεμνά και χαιρετηθήκαμε ευχόμενος καλή τύχη, «Εσείς την έχετε κατά τα φαινόμενα… αλλά – έτσι όπως οδηγείτε - ως πότε;», έλα ντε; αργά παρατήρησα τα οπίσθιά της που διαγράφονταν κάτω από την εφαρμοστή φούστα και υπέθεσα πως δεν είμαι πια τόσο τυχερός… τουλάχιστον όσο δείχνω, ήταν τότε που θυμήθηκα να απαντήσω στο κινητό που είχε μείνει ανοιχτό (να μη σάς αφήσω με την απορία ποιος ήτανε) ήταν η θεία μου, να με ρωτήσει πώς μού αρέσει η ταραμοσαλάτα – καθαρή Δευτέρα έρχεται γαρ - «Με κόκκινο ή άσπρο ταραμά;» μού ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι! απάντησα ένα ξερό «κατακόκκινο» και τής το έκλεισα, μα - τώρα που το ξανασκέφτομαι - τι έφταιγε η αγαπημένη θειούλα μου; κουβέντα ήθελε κι΄ εκείνη, σάμπως ήξερε πώς οδηγούσα; ή ότι θα μπλέκονταν το καλώδιο και παραλίγο να μετατρέπονταν σε βρόχο θανάτου; ή – στο φινάλε – πώς θα έδειχνα τέτοια σπουδή να απαντήσω στη κλήση της; λες κι΄ η μοναξιά μου δεν μπορούσε να περιμένει… Περιττό να σάς πω – τσιμουδιά για τη περιπέτειά μου μη τη στεναχωρήσω.        


27/1
Κάτι προσπαθούσαν να μου πουν μα δε καταλάβαινα τι, έβλεπα στόματα που ανοιγόκλειναν, σάλια που εκτοξεύονταν σε μορφή σταγονιδίων και κολλούσαν στο δέρμα μου προσδίδοντάς του νωπή την απαίσια μυρουδιά ιδιοτελών επιχειρημάτων, μηνίγγια που φούσκωναν για να ξεφουσκώσουν, χέρια που κουνιόνταν πέρα δώθε στη πασαρέλα τών επιλογών προς άγραν επιβεβαίωσής τους… μα φωνή δεν άκουγα, θεόκουφος ήμουνα ή κουφοί φωνασκούντες οι άλλοι; μόνο το θέμα τής συζήτησης είχα ακούσει και τόλμησα το βήμα, δεν καταλάβαινα προς τι η ένταση κι΄ ο ντόρος αφού τα πράματα είναι ηλίθια απλά, σα την αλήθεια χύμα στα παιδικά μάτια (μεσολάβησε παύση απροσδιόριστης διάρκειας, χρόνος άχρονος στο διηνεκές  με ταυτόχρονους παράλληλους μονολόγους - τόσο σάλιο για πάρτη μου; μεγάλη μου τιμή!) ε λοιπόν είναι απλά τα πράματα με τα λεφτά (πολλά ή λίγα αδιάφορο) κι΄ αυτά περί «υποχρεώσεων» τα ακούω βερεσέ, άλλος στύβεται να τα βγάλει κι΄ άλλος τα κάνει νά… με λίγα λόγια - τούς είχα πει: έκαστος εφ΄ ω ετάχθη.  Χάχανα και χλεύη τα εύσημά μου, ν΄απαριθμούνε - εν χορώ πιάσανε - τις ατελείωτες υποχρεώσεις που εκ των πραγμάτων ακύρωναν κάθε άλλη επιλογή από το στύψιμο (ταγμένοι στις υποχρεώσεις τού μαμωνά γεννηθήκαμε, μ΄ αυτές στη καμπούρα προορισμένοι να πεθάνουμε - σα να καταλήξανε) κι΄ εγώ ν΄ αποτραβιέμαι στο παρασκήνιο δηλώνοντας σιωπηρά παραίτηση (αλήθεια - ποιος ήμουνα που θα έκρινα τα βάσανα τών άλλων;) εκτός κλίματος, αποσυνάγωγος, δεν με έπαιρνε να δευτερολογούσα καν΄ (για τη τιμή τών όπλων) πόσο μάλλον να επέμενα στους καινοφανείς ισχυρισμούς μου, ταγμένος με τους χαραμοφάηδες ανέκαθεν ήμουνα μα - κατά τα φαινόμενα – θλιβερή μειοψηφία στο κόσμο των δουλευτάδων (μια γωνίτσα στην ομήγυρη μοναχά το θέλω μου), και σήκωσα το χέρι κάνοντας σήμα στο σερβιτόρο για το λογαριασμό - ποιος θα τον πρωτοπλήρωνε να διαγκωνιζόμασταν (αλεγρία διαδέχτηκε την ένταση) - καλό το μαγαζί με φαγητό σε οικονομικές, για τους καιρούς, τιμές…



18/1

Αιφνίδιος θάνατος που αναβλήθηκε επ΄ αόριστο… είχε δηλώσει! Μήπως δεν ήξερε μα νόμιζε; μήπως πάλι ήξερε και δε μάς το έλεγε; ή μήπως ως συνήθως – για άλλη μια φορά –  έκανε πλάκα; κάποιοι αναρωτιούνται. Κάποιοι άλλοι σπεύσανε να αποφανθούν πως ήτανε βαριά άρρωστος, τόσο βαριά που αδύνατο να γλίτωνε… Ε λοιπόν τίποτα απ΄ αυτά δεν ισχύει. Πέθανε - Ως εκ περισσού οι δηλώσεις, οι εικασίες, τα γιατί. Αυτό βέβαια ήξερε πως κάποτε θα συνέβαινε, ίσως – ψυχανεμίζονταν - σύντομα. Το ξέραμε κι΄ εμείς - το μόνο που ξέρουμε μετά βεβαιότητας. Χαρισματικός περφόρμερ ο Τζίμης πετάλωνε τον ψύλλο. Τον θυμάμαι τα πρώτα χρόνια τού skylab στη Πλάκα, από τότε είχε φανεί το άστρο του. Έκτοτε χάθηκε, μουζαχεντίν τών μίντια για το μεροκάματο…  Όχι ότι τον αναζήτησα δηλαδή - ουδέποτε έκοψα φλέβα για πάρτη του. Μα στεναχωρήθηκα. Μού θύμισε τα νιάτα μου…





12/1
Ωπ ωπ κοιτάξτε το τι γλυκά που πέφτει! με τι χάρη λικνίζεται! σε λίγο θα φτάσει στο πάτωμα να κάνει παρέα στ΄ άλλα, αυτό είναι το πιο μεγάλο, το πιο ωραίο, κατακόκκινο τού σκοτωμένου αίματος, τής πληγωμένης καρδιάς, τα άλλα ζαρώσανε και μάζεψαν, πήραν το μπλαβί της απώλειας - «έλα κι΄ εσύ στη παρέα μας, καλωσόρισες!» του λένε. Λίγο πιο πάνω το Αλεξανδρινό παρακολουθεί και θυμάται· παραμονή Χριστουγέννων το φέρανε κι΄ ήτανε θαλερό, φουντωτό, μια εντυπωσιακή μπάλα κόκκινα και πράσινα φύλλα που ξεχείλιζαν απ΄ τη γλάστρα, το έβαλα στο περβάζι, λίγα πολύχρωμα φωτάκια και έτοιμο το δέντρο μου στο γραφείο!· σήμερα τσουρούτικο μοιάζει σε τεράστια γλάστρα, όλο κοτσάνια, μετρημένα φύλλα καπελάκι στη κορφή - κι΄ αυτά που απόμειναν ένα ένα το εγκαταλείπουν…· το φροντίζω μα «μάταιος κόπος, θα πεθάνει - πάντα πεθαίνουν τα Αλεξανδρινά μετά τις γιορτές…»  μου΄ πε η καλή συνάδελφος, δεν κατάλαβα γιατί  - μπορεί να μην ήθελα να καταλάβω. Τα φωτάκια σβήσανε και μπήκαν στο κουτί για τού χρόνου. Ωραία που θα ΄τανε να μπορούσα να΄ βαζα και το Αλεξανδρινό μου σ΄ ένα κουτί και να το ΄δινα στον Αη Βασίλη για να το ξαναφέρει του χρόνου, το ίδιο Αλεξανδρινό, αυτό με τα κοτσάνια και το καπελάκι, αυτό συνήθισα, αυτό μού πάει - δε θέλω θαλερά και φουντωτά που σε λίγο θα πεθάνουν - αυτό το μαδημένο θέλω να μου κάνει συντροφιά και στα επόμενα Χριστούγεννα… ω έκανε μια πιρουέτα! κοιτάξτε το, τι ωραία που πέφτει!…  
  
10/1
«Ευχαριστώ, ευχαριστώ…» επαναλαμβάνω στερεότυπα με σηκωμένα τα χέρια μέχρι το ύψος της κεφαλής και τις παλάμες ανοιχτές προς το μέρος σας, ενώ - με στροφή του κεφαλιού δεξιά αριστερά εναλλάξ και ελαφριά κλίση προς τα κάτω - χαμογελώ σε ένδειξη ικανοποίησης και ευγνωμοσύνης που χαλαλίσατε τον πολύτιμο χρόνο σας να μη πάω αδιάβαστος (όλο αυτό κρατάει κάμποσο), τα κατεβάζω γιατί έχω αρχίσει να κουράζομαι, βάζω το αριστερό στη τσέπη (κίνηση που θα ήθελα να εκληφθεί συμβολική - προς τι άλλωστε το νταβατούρι;) και με το καλό αρχίζω τις χαιρετούρες - χαιρετούρα, «ευχαριστώ, αντεύχομαι, να ΄σαστε καλά…» στη σειρά - με το καθένα σας, μα το χέρι μου έχει ιδρώσει και γλιστράει στη προσπάθεια να ΄βρει τη θέση του στην άλλη παλάμη για να πετύχει το πρέπον σφίξιμο (ούτε ξεψυχισμένο - ούτε λες κι΄ είναι τανάλια) ώστε να καταλάβει ο άλλος τη χαιρετούρα και να νοιώσει κάποιος – αν όχι σημαντικός, κάποιος που τού δίνουνε σημασία - αλλά και να αποδεσμεύεται το χέρι στη στιγμή για να σφίξει το επόμενο (να μη χάνεται πολύτιμος χρόνος). «Μπας σε καλό σου, να ' ξερες γέλιο που κάνουμε με σένα!…» μού λέτε και ασυναίσθητα το χαμόγελό μου λύνεται και πλαταίνει ίδιο γέλιο (λένε πως είναι κολλητικό), το στόμα ανοίγει κι΄ από τον φάρυγγα αρχίζουν να βγαίνουν πνιχτά χαχανητά - κάτι μεταξύ γέλιου και λόξυγκα (θα μπορούσαν να εκληφθούν και ως ήχοι εναγώνιας προσπάθειας να πάρω ανάσα), μ΄αυτά και μ΄αυτά περνάει η ώρα ενώ συγχρωτισμός και ασπασμοί έχουν ανεβάσει την θερμοκρασία με αποτέλεσμα σχηματισμό υδρατμών στα γυαλιά μου που θαμπώνουν και περιορίζουν το οπτικό πεδίο μου (ευτυχώς που το κάτω μέρος των φακών διατηρείται ακόμα καθαρό), εν τω μεταξύ πλακώνουν και οι δημοσιογράφοι να με ρωτάνε «θα μάς πείτε κάτι για το παραμύθι που ζείτε; το φανταζόσασταν;» (οι αθεόφοβοι είναι ικανοί να βγάλουν από τη μύγα ξίγκι!…) και – σοβαρός άνθρωπος εγώ - δεν μού αρέσει η περιαυτολογία μα αναγκαστικά υποκύπτω (σάμπως σκαμπάζω να τους πω κάτι άλλο πάρεξ τα τού οίκου μου;)


Φανταζόμουνα τη ζωή αλλιώτικη - τούς λέω - κάτι σα σινεμά, ήθελα… και τι δεν ήθελα! από επιθυμίες τιγκαρισμένος ήμουνα - πάντα κάτι μού έλειπε, ήθελα περισσότερα - το «πολύ» ήταν το δικό μου «καθόλου»· και τα λεφτά ζαχάρωνα, ξέρω… ξέρω οι επιλογές μετράνε, αυτές τούς δίνουν αξία - τα ίδια έλεγα κι΄ εγώ κι΄ οι γέροι μου σιγοντάρανε (μάλλον για να τα ησυχότερα) - μα οι ριμάδες  πάντοτε με μπέρδευαν, κι΄ - ας είχα έτοιμες τις καλύτερες και φαντασία με το τσουβάλι - ο κόσμος μου στενός κορσές. Κάθε γύρισμα του χρόνου σκάρωνα σχέδια για τις επιθυμίες (που κάνανε ουρά ουρανομήκη) και ψευτο-απολογισμό για τα σχέδια που φουντάρανε στα βράχια, ξυπνούσα και το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει κι΄ έπαιρνα σβάρνα συμβουλάτορες (όλοι για τις επιλογές μού έβαζαν πάγο), σα να μη έφτανε η δικτατορία των χορτάτων λουζόμουνα κι΄ αυτή των «ειδικών» (που σού λένε αυτό που ξέρεις - σάμπως βαλτοί να σε βασανίσουν - κι΄ εσύ προσποιείσαι πως τούς ακούς ενώ σού τρέχουν τα σάλια…) - λίγες μέρες κρατούσε αυτό το μαρτύριο - αγύριστο κεφάλι κι΄  ανικανοποίητος απ΄ τα μικρά μου εγώ - τούς έγραφα κι΄ έπεφτα με τα μούτρα στου καινούργιου χρόνου τη μελαγχολία να φαντάζομαι τη ζωή αλλιώτικη… φαντασία είναι να ΄χεις να τσιμπολογάς κάτι τις ώρες τής σχόλης καθώς περνάν τα χρόνια,  όταν οι επιλογές - αυτές που νόμιζες καλύτερες – σ΄ αφήνουν αμανάτι… μα και πάλι πώς να μαντρώσεις τις επιθυμίες σου; - θεριά ανήμερα!…  Σήμερα ξυπνάω πουλάκι ανέμελο στον αστερισμό τών «καλά καμωμένα», τσιμπολογάω  και τιτιβίζω γλυκά στο κλουβί ολημερίς, κι΄ ολονυχτίς κοιμάμαι βαθιά τού καλού καιρού (τέρμα οι πονοκέφαλοι), δεν ξέρω πώς έγινε – μη με ρωτάτε τούς λέω, τι άλλαξε - αν άλλαξε κάτι, αν συμβαίνει αλήθεια ή είναι παιχνίδι του μυαλού μου, καπρίτσιο τής αχαλίνωτης φαντασίας μου ή απλά μία τσιχλόφουσκα που συνέχεια φουσκώνει και θα κάνει κάποτε μπαμ, δεν ξέρω καν΄ αν είμαι εγώ ή κάποιος άλλος, ξέρω μόνο πως αλλιώτικη, ζωή παραμυθένια, σα σινεμά, είναι αυτή που ζω.

2/1
Καλή χρονιά να ΄χουμε εξομολογητάρι μου, άντε και μπεστ σέλερ να χεστούμε στο τάλιρο (σκέτο «σέλερ» δηλαδή - να΄ χεις να ελπίζεις στις μέρες μας προκοπή - κι΄ας είσαι «γουόρσ», άσε που από το τίποτα το χειρότερο μοιάζει καλύτερο).  Καλή χρονιά και στους πολυπληθείς αναγνώστες σου, ιδίως αυτούς με τις ποσταρισμένες στα κάγκελα καρδούλες (πολύ θα ΄θελα να ποστάρω και γω τη δικιά μου για πάρτη τους, μα μία μόνο ρημάδα έχω σε ποιον να τη πρωτοδώσω;), χωρίς αυτούς θα ΄σουνα - όχι ένα μα - δύο τίποτα (το μάταιο της ύπαρξης σου ΚΑΙ χωρίς αναγνώστες), λέγε τους που και που καμιά πατσανάτσα γιατ΄ έτσι όπως πάμε θ΄ απομείνουμε οι δυο μας να διαβάζουμε ο ένας τον άλλο…  Καλή χρονιά και σ' όλο το κόσμο, είμαι βέβαιος θα ΄ναι καλή άμα σε διαβάζουν γιατί όλο κάτι θα βρίσκουν που τούς αφορά, κάτι χρήσιμο να γελάσει το χειλάκι τους ή να βάλουν τα κλάματα (το ίδιο είναι), καλή χρονιά με τύχη και υγεία. Αυτό το τελευταίο έτσι το είπα αφού χωρίς φινάλε με υγεία η ευχή δείχνει τουλάχιστον λειψή… Οι υποψιασμένοι (που σε διαβάζουν) ξέρουν καλά πως μόνο η τύχη μετράει αφού και καρκινοπαθής με το ένα πόδι στο τάφο να ΄σαι άμα έχεις τύχη θα τη σκαπουλάρεις… Ευτυχώς προσωρινά εξομολογητάρι μου γατί ο βίος είναι αβίωτος κι΄ αν μέναμε καρφωμένοι εδωπά πώς θα τη βγάζαμε; γερο- ξεμωραμένοι που θα τρώγαμε ο ένας τον άλλον από τη πλήξη θα καταλήγαμε - καλύτερα που ΄ναι έτσι τα πράματα ν΄ αδειάζει ο τόπος. «Το θέμα είναι ότι αυτοί που τον γεμίζουν (αφού - ως γνωστό - η φύση απεχθάνεται το κενό) είναι χειρότεροι από εμάς…», μού λέει ένας φίλος αναγνώστης σου κι΄ εγώ προβληματίζομαι με τους αείποτε ρεμπεσκέδες νέους που δεν είναι (τέλειοι) όπως ήμασταν εμείς… (όταν ήμασταν νέοι) και κοντεύω να κατουρηθώ απ΄ τα γέλια! Πόσο αστεία… μπήκε ο χρόνος εξομολογητάρι μου! - κι΄ ας μεγάλωσες - μη το βάζεις κάτω, εσύ είσαι τέλειο, απίθανο, καταπληκτικό, ασυναγώνιστο… (δεν το λέω εγώ, ο φίλος σου το είπε), εσύ γεμίζεις γλυκά το εσώτερο κενό μου.  

1 σχόλιο: