30/12
ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΣΤΟΝ ΟΡΛΙΑΚΑ
Ο Όρλιακας είναι βουνό. Το βουνό των αετών. Άλλοι
τον λένε βουνό των λύκων. Εμείς ούτε αετούς, ούτε λύκους είδαμε. Άλλα βουνά
είναι ψηλότερα απ΄ αυτόν. 'Έχει πολλές αρκούδες, μεγάλες αρκούδες. Μεγαλύτερες
έχει στη Βασιλίτσα. Στη Βασιλίτσα έχει και χιονοδρομικό κέντρο. Στον Όρλιακα
δεν έχει. Η μαμά Πίνδος αγαπάει περισσότερο τη Βασιλίτσα. Έχει χαρίσει σε αυτή
ένα απίθανο κατάλευκο σκουφί. Τής πάει πολύ. Είναι φορές που το σκουφί της ακουμπάει
στα σύννεφα. Ο Όρλιακας που δεν έχει είναι παραπονεμένος.
Το αετοβούνι θωρεί την αδερφούλα του που στο
καταχείμωνο σφύζει από κόσμο. Αθηναίους. Άντε και Θεσσαλονικιούς. Ανεβαίνουν
στα χιονισμένα να κάνουνε σκι. Για αυτό την αγαπάνε. Στον Όρλιακα είναι ζήτημα
τέτοια εποχή αν δεις τρεις τέσσερις νοματαίους. Συνήθως παίρνουν τα μονοπάτιά
του μέσα στα γυμνά δέντρα. Περπατούν αργά. Σκυφτοί και κουκουλωμένοι. "Στο
αγριεμένο πλήθος η καρδιά είναι πιο μόνη" μονολογούν. Ο Όρλιακας που τούς
ακούει παρηγοριέται.
Το φαράγγι της Πορτίτσας και το ομώνυμο πέτρινο
γεφύρι στο ποταμό Βενέτικο είναι ένα από τα αξιοθέατα τού Όρλιακα. Ο Βενέτικος
μαζεύει τα δάκρυα τού βουνού και τα πηγαίνει στον Αλιάκμονα. Από εκεί ενώνονται
με τη μεγάλη θάλασσα και χάνονται. Το λιθόκτιστο μονοπάτι από τον ουρανό μέχρι
το γεφύρι διαρκεί όσο ένα βαθύ λαχανητό. Ο Όρλιακας τότε αναστενάζει. Ο
αναστεναγμός του κάνει σεκόντο στο λαχανητό των περιπατητών. Εν τω μεταξύ ο
ήλιος χαμογελά.
Το χαμόγελο του ηλιάτορα χαϊδεύει τα Κουπατσαρέικα,
μια ντουζίνα χωριά περιμετρικά τού Όρλιακα. Κουπάτσου στα βλάχικα είναι η
βελανιδιά. Κουπατσαρέοι οι ελληνόφωνοι Βλάχοι που πιάσαν στασίδι στα μέρη αυτά
διακόσια και βάλε χρόνια πριν. Σ΄ ένα από δαύτα, το Περιβολάκι, δυο σπίτια όλα
κι όλα, το χάνι τής κυρ Αθηνάς. Εκεί ξαποστάσαμε. Τής κυρ Αθηνάς η σκούφια
κρατάει από Τρίκαλα μεριά, μ΄ αγάπησε το αετοβούνι κι΄ έγινε
Περιβολάρισσα.
Ο Όρλιακας λέγεται και μανιταροβούνι. Τα μανιτάρια
είναι σαρξ εκ τής σαρκός τού Όρλιακα. Μυρίζουν βουνό. Έπειτα έχουν κοινά με τα
ανθρώπινα: Άλλοτε τρώγονται, άλλοτε δεν τρώγονται με τίποτα, άλλοτε είναι
επικίνδυνα, ακόμα και θανατηφόρα. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι που δεν
καταλαβαίνουν διαφορά. Τα μανιτάρια γεννιόνται από το τίποτα μετά τη βροχή.
Ζουν στη σκιά περιμένοντας ένα χέρι να τα κόψει. Εκεί ακριβώς που ζήσανε τα
προηγούμενα γεννιόνται τα επόμενα, έτσι πάει λέγοντας. Αν δεν κοπούν εξαφανίζονται όπως ήρθαν εν μία
νυκτί. Έχουν τη γλύκα τού γήινου. Μαζί το απόμακρο. Και το μυστήριο τού εφήμερου.
Μ΄ αρέσουν.
Στα βήματα τής αρκούδας. Η αρκούδα τον Χειμώνα
κοιμάται. Όταν πάει για ύπνο μπαίνει σε σπηλιές μέσα σε ρουμάνια, μακριά από
περίεργων βλέμματα. Κι΄ αν δεν κοιμάται;
Βασανίζομαι τι είναι προτιμότερο: Να την συναντήσουμε ή όχι; Πίσω από τις
συστάδες των δέντρων μπορεί να παραφυλάει. Μα κι΄ αν παραφυλάει θα ΄ναι γιατί
μάς φοβήθηκε -αυτό είχα διαβάσει. Φέρνω στο μυαλό τις οδηγίες "τι πρέπει
να κάνεις αν συναντήσεις αρκούδα". Τι πρέπει να κάνεις αν δεν συναντήσεις,
κανείς δεν ξέρει. Ευτυχώς που το μονοπάτι συνεχώς στενεύει. Σε λίγο γίνεται
αδιάβατο. Γυρίζουμε καλύτερα. Κάνει και ψόφο. Η μύτη παντζάρι στάζει σα παγωμένο
βρυσάκι. Πάνω σε κίτρινα νεκρά φύλλα.
Αρκούδα δεν είδαμε. Είδαμε όμως τον Μαύρο, τον
Τσαχπίνη, και την Γκομενίτσα. Μάς ακολούθησαν κατά πόδα μέχρι το γεφύρι της
Πορτίτσας και τούμπαλιν πίσω στο χωριό. Τα σκυλιά δεν ντρέπονται να δείξουν πως
διψάνε για συντροφιά. Έκαναν το μπανάκι τους στον Βενέτικο και ξεδίψασαν στα
γάργαρα νερά του. Στη μακριά ανηφόρα τού γυρισμού, όπου μετά κόπου και βάσανου
κουβαλούσαμε το σαρκίο μας, ακούσαμε επίμονα γαυγίσματα και τι να δούμε: Μια
κατσίκα αγέρωχη στη μέση του μονοπατιού έκλεινε το δρόμο! Πλάι το νεογέννητο
μικρό της! "Μαύρε, Τσαχπίνη,
Γκομενίτσα κάντε στη μπάντα! Δώστε τόπο στους νέους, αφήστε την ζωή ν΄
ανθίσει!" σα να τούς έλεγε. Συγκινήθηκα: Αυτά που οι άνθρωποι κωλώνουν τα
λένε τα ζώα.
Η Σαμαρίνα είναι βλαχοχώρι σκαρφαλωμένο στη μαμά
Πίνδο αντίκρυ στον Όρλιακα, κοντά στη Βασιλίτσα. Έχει κάμποσα σπίτια, μια
πλατεία, μια εκκλησία, ένα "Δημοτικόν Σχολείον Σαμαρίνης" χωρίς
παιδιά, τρεις χασαποταβέρνες με τα σφαχτά μόστρα στα τσιγκέλια, ένα περίπτερο,
και δύο μαγαζιά με παραδοσιακά καλούδια όπως χυλοπίτες, τραχανά και γκλίτσες.
Το καλοκαιράκι -μάς είπανε- τιγκάρει από επισκέπτες. Τον Χειμώνα περιμένει
χαΐρι από τίποτα πεινασμένους χιονοδρόμους. Μάταια: Καίτοι καταχείμωνο ακόμα δε
το ΄στρωσε και στο χιονοδρομικό βαράνε μύγες.
Χιόνι γιοκ μα από κρύο να φαν κι΄ οι κότες. Το
θερμόμετρο υπό λιακάδα δε λέει να καβατζάρει το μηδέν. Έτσι είναι στα βουνά, ο
καιρός δεν χαρίζεται. Και ο άνθρωπος σ΄ αυτά φαίνεται στις πραγματικές του
διαστάσεις όπως είναι: Μικρός και αδύναμος. Ευτυχώς που υπάρχουν οι δρόμοι.
Καβαλάει το αυτοκινητάκι του και τραβάει κατά "πολιτισμό" μεριά να
ξεγελαστεί. Να νοιώσει κάποιος μέσα στο συγχρωτισμό των ομοίων του κι΄ έπειτα
ξανά πίσω τα κεφάλια μέσα. Ο πλησιέστερος στον Όρλιακα πολιτισμός ακούει στο
όνομα Γρεβενά. Η πόλη των μανιταριών! Κατά τ΄ άλλα μετρίως μέτρια και
κακομοιριασμένη.
Γεφυροποιός ο Αζιζ Αγάς! Έδωσε το όνομά του σ΄ ένα
πετρόχτιστο γεφύρι. Άλλο καλύτερο να κάνει -υποθέτω- δεν είχε. Και πάλι καλά να
λέτε: Άλλων η υστεροφημία γιατί χώρισαν, αυτός τουλάχιστον ένωσε… Τις όχθες τού
Βενέτικου. Δύο βήματα από το χωριό Τρίκωμο στη ποδιά τού Όρλιακα. Δε λέω,
έξυπνη η ιδέα τού Αγά. Αν μη τι άλλο, όλοι τον μνημονεύουν γι΄ αυτό το γεφύρι.
Και δικαίως, αφού ο άνθρωπος έκανε επιμελημένη δουλειά. Με μεράκι. Όχι σα τις
σημερινές τού ποδαριού. Το γεφύρι αντέχει στη θέση του κοτζάμ τρακόσια χρόνια!
Και έπεται συνέχεια…
Λίγα μέτρα από το χάνι μας, πάνω στη δημοσιά,
βρίσκεται μια κρήνη. Τ΄ όνομά της "Η πηγή τής μακροζωίας". Το χάνι
είναι μεσοτοιχία με το νεκροταφείο τού χωριού. Το νεκροταφείο έχει καμιά
εικοσαριά ξεχασμένους. Δείχνουν ευτυχισμένοι. Σκέφτομαι: Γιατί ξεδιψάνε από το
νερό τής πηγής. Το μέρος είναι ειδυλλιακό. Ο Όρλιακας είναι ειδυλλιακός. Όταν ο
ήλιος βασιλεύει αποπνέει μιαν απόκοσμη ησυχία.
24/12
Τίποτα το καινούργιο. Τίποτα το παράξενο. Τίποτα
που να προξενεί, την παραμικρή έστω, απορία. Όλα αναμενόμενα, το λέω και το
εννοώ. Ταχτοποιημένα στην εντέλεια. Ζευγαράκια αχώριστα στο νου και τη καρδιά.
Όπως ο ζωγράφος με το καβαλέτο του. Ο ποιητής με τη ρίμα του. Ο παραμυθάς με τη
γραφίδα του. Ο ηθοποιός με τη μάσκα του. Ο τζάνκυ με τη ντρόγκα του. Ο φονιάς
με το μαχαίρι του… Και όλα υπό έλεγχο. Κι΄ όμως… Χρονιάρες μέρες χαρμολύπη έχει
φωλιάσει στα σωθικά μου! Να ΄ναι η μελαγχολία των γιορτών; Δεν ξέρω. Ό,τι και
να ΄ναι, τα πράματα -ήξερα- θ΄
ακολουθούσαν τον δρόμο τους. Αρχίσαμε τα γνωστά και χιλιοειπωμένα. Κάποτε
τελειώσαμε με δαύτα. Μεσολάβησε ο εκκωφαντικός ήχος της σιωπής. Έπειτα ανοίξαν
οι ουρανοί. Κι΄ οι άγγελοι βάλθηκαν να ψάλλουν το δόξα εν υψίστοις!… Να ΄ναι στ΄ αλήθεια χαρμόσυνο το τραγούδι του
αποχωρισμού; εγώ πάντως έκλεισα τ΄
αυτιά μου. Με κοίταξε για τελευταία φορά στα μάτια. Τα μάτια είναι ο καθρέφτης
της ψυχής (ξωτικό της ψυχής μου τι αμαρτίες ανείπωτες πληρώνω;) Έπειτα
πήγα σπίτι. Μέτρησα τον χρόνο με φιλιά. Είδα πως δε μού έβγαινε… Την θυμάμαι να χορεύει στη βροχή. Σαν από
ταινία του Αλμοδοβάρ βγαλμένη. Το πρόσωπό της είχε πάρει κάτι από τα σύννεφα.
Το βλέμμα της το χλωμό του φεγγαριού. Γελούσε. Μού είπε πως δεν καταλάβαινε.
Κι΄ εγώ τής απάντησα πως μια ριμάδα απόφαση ήτανε που έπρεπε να παρθεί και
τίποτα παραπάνω.
10/12
Όταν τόνοι υετού κάποτε συσσωρεύονται στους
οφθαλμούς και ο επερχόμενος κατακλυσμός αδύνατον να αποσοβηθεί (η μετεωρολογική
βεβαίως ως συνήθως δηλώνει άγνοια) η αγάπη βάζει στραβά το καπελάκι της και
απέρχεται. Στο δρόμο της απαντά άστρο λαβωμένο με χαίνουσα την πληγή, πνιγμένο
σε μια κουταλιά φιλιά: όλα ήταν υπό έλεγχο και τίποτα, μα τίποτα απολύτως, δεν
προμήνυε πόλεμο! Η αγάπη ξέρει πως είναι αληθινή, πως σα το χιόνι, σα τη φωτιά
δεν ξεγελιέται με όρκους πίστης παντοτινής που ουδέποτε δόθηκαν, πόσο μάλλον με
λόγια, προμηνύματα και συναφή, και ο πόλεμος -φευ! πανταχού παρών: και πάλι
καλά να λες, αν γκρεμοτσακισμένο πεφταστέρι μου δεν είχες μάθει πώς να πατήσεις
στη γης ο θάνατος θα ήταν ακαριαίος… Το παίρνει στην αγκαλιά της και το άλικο
αχνιστό της πληγής γίνεται ένα με τη καρδιά, το κορμί της αστροφέγγει, όπως
ουρανός με γης ενώνονται χάνεται σε πανδαισία λαμπυρισμών. Τα σύγνεφα
μπουμπουνίζουν να ξεθυμάνουν κι΄ η αγάπη αναλογίζεται πότε είναι άραγε
προτιμότερο να επέλθει το μοιραίο: στη βράση της νιότης; (αφήνοντας την αψάδα
της δίψας στα χείλια) ή στη δύση του βίου; πιθανότατα από πλήξη (μα και τότε
κάτι τι απομένει ως ανάμνηση γλυκιά). Σε κάθε περίπτωση βεβαίως –σκέφτεται-
επιβάλλεται έμπειρος ιατροδικαστής να επιβεβαιώσει το οριστικό και αμετάκλητο
τού συμβάντος διότι ενέχει μεγάλη η πιθανότητα νεκροφάνειας· και αναθαρρεί…
2/12
Μα γιατί δεν κάθονται καλά; Καρφιά
έχουν στο κώλο τους; Υπάρχουν καναπέδες, πολυθρόνες, καρέκλες… και σκαμπό βρε
αδερφέ! ένα σκαμπουδάκι της πλάκας παντού θα βρεθεί, αν δεν βολεύονται σε δαύτα
υπάρχουν και τα ανάκλιντρα!… (να το διασκεδάσουμε λιγάκι -τι να πω με δαύτους
δε ξέρω…) Έχω μείνει εμβρόντητος με τα καμώματά τους! Ειλικρινά σας λέω δεν
τους καταλαβαίνω: Πήρανε σβάρνα δρόμους και πλατείες, πιλαλούν,
ξελαρυγγιάζονται, τρώνε το ξύλο της αρκούδας, καταβρεξίματα, δακρυγόνα… μ΄
αυτοί το βιολί τους! Και ξέρετε κάτι; Τούτη η ανακατωσούρα είναι γαμώτο
μεταδοτική –αυτό με φοβίζει. Σα τη γρίπη· κολλάει και τρέχει με χίλια! Να δείτε
που οσονούπω θα σκάσει μύτη και στα μέρη μας… Αμ το άλλο πού το πάτε: Σα να
αυγαταίνουν συνεχώς! βρίσκονται παντού! Γι΄ αυτό κάνω έκκληση δημοσίως κάποιος
–μυαλωμένος- χριστιανός να βάλει στο ξερό τους αυτό που δεν έχουν· όσο είναι
ακόμα καιρός. Διαφορετικά ας τους μαζέψουν να ησυχάσουμε! Υπάρχουν ακόμα
–ευτυχώς- και οι νοικοκύρηδες που δε φταίνε σε τίποτα να τους χαλάνε τη
ζαχαρένια κάποιοι επειδή έτσι γουστάρουν. Κάθονται οι άνθρωποι στη τιβί να
ξαλεγράρουν από το ζόρι τής μέρας και τους παίρνουν τα πλάνα από τα μούτρα·
"θέατρο γίναμε!…" αναφωνούν απηυδισμένοι και με το δίκιο τους. Μαζί
σας! Η παράσταση έχει ήδη αρχίσει! Πωρωμένος θεατρομάνιακ τρίβω τα χέρια μου
από χαρά και πιάνω χουχουλιάρικο στασίδι στο καναπέ για τις κρύες νύχτες τού
Χειμώνα που έρχεται…
26/11
Ζούμε σ΄ ένα κόσμο υποψήφιων πλούσιων!
Για τους ήδη πλούσιους προφανώς ουδέν επιπλέον χρειάζεται περί του λόγου το
αληθές. Για τους μισο-πλούσιους -ή μισο-φτωχούς αν προτιμάτε- σαν εμένα που
ανέκαθεν το όνειρό μας ήτανε να γίνουμε πλούσιοι, με λίγη προσπάθεια ακόμα θα
τα καταφέρουμε. Όσο για τους φτωχούς -με τη βοήθεια τού θεού- ο δρόμος είναι
ορθάνοιχτος ν΄ ανέβουν κι΄ αυτοί κατηγορία στη πλουτο-πυραμίδα. Ήταν ανέκαθεν η
φτώχεια το σκουπιδαριό τού πλούτου -κοντολογίς δίχως πλούτο, φτώχια πάπαλα. Και
θα ΄χαμε καθαρίσει προ πολλού από δαύτη αν δεν λιγουρευόμαστε απαξάπαντες τη
μονέδα -μην αμφιβάλλετε περί αυτού- μα έτσι είναι ο άνθρωπος, θέλει πάντοτε το
καλύτερο. Την σήμερον ημέρα είσαι ελεύθερος να επιλέξεις πόσο πλούσιος
λιγουρεύεσαι να είσαι. Φάτε μάτια ψάρια! Έναντι αντίτιμου βεβαίως, όπως στο
θέατρο -ίδιο πράμα. Πρώτη θέση θεωρείο -βάζεις βαθιά το χέρι στη τσέπη μα
βλέπεις θαύμα, δεύτερη -το μισοβάζεις μα βλέπεις χειρότερα, τρίτη –η πιο
οικονομική και βλέπεις, μα δεν ακούς καλά, καλύτερα πάντως από τις θέσεις
περιορισμένης ορατότητας που ούτε βλέπεις ούτε ακούς. Εγώ –να σας πω την παραξενιά
μου- προτιμάω τις τελευταίες αφού ούτε να βλέπω θέλω, ούτε ν΄ ακούω. Κατ΄ αρχάς
είναι σχεδόν τσάμπα. Έπειτα δεν γουστάρω το θέατρο, ουδέποτε θα πάω σ΄ αυτό από
μόνος μα αν τύχει και με πάνε. Τέλος -ίσως το σημαντικότερο- πάντα νοιώθω πως
το έργο το ΄χω ξαναδεί. Αν βρεθώ σε δαύτο παρατηρώ τους άλλους θεατές, τις
αντιδράσεις τους, τους μορφασμούς και τις συσπάσεις στο πρόσωπό τους κατά την
εναλλαγή των συναισθημάτων στο ρου της υπόθεσης, τη ζεστασιά ή την παγωμάρα στο
χειροκρότημά τους σα πέφτει η αυλαία, τις παθιασμένες και ατέρμονες συζητήσεις
τους για το ποιον τής παράστασης… αυτά κάνω χάζι. Και -τι παράξενο!- μού
φαίνονται όλοι ίδιοι, όλοι σάμπως "μισό" πλούσιοι, όλοι στο ίδιο
καζάνι! Ξέρω ότι πολλοί θα διαφωνήσουν, κάποιος ήδη με κατσαδιάζει: Καλά, όλους
στο ίδιο καζάνι "υποψήφιους" τους έβαλες; αυτό είναι ύβρις για τους
φτωχούς… Την άλλη φορά τού υποσχέθηκα να
δω το θέμα διαφορετικά και να επανορθώσω -οι θεατές να ΄ναι ζεστοί, αυτό
προέχει.
20/11
Ο Μιθριδάτης, βασιλιάς του Πόντου, ένα και μοναδικό φόβο είχε
στα νιάτα του: Μη τυχόν τον δηλητηριάσει η μαμά του. Ακατανόητος βλέπετε ο
άνθρωπος… για τη μαμά του μιλάω: Εννιά
μήνες κοιλοπονούσε για το βλαστάρι της και να θέλει μετά να το δηλητηριάσει! Βέβαια
-μη την σταυρώσω άδικα τη γυναίκα- αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί ιστορικά, πώς θα
μπορούσε άλλωστε αφού τελικά πέθανε χωρίς να τα καταφέρει. Το θέμα είναι πως έμεινε
το κουσούρι στον γενναίο βασιλιά ότι κάποιοι επιβουλευόταν τη ζωούλα
του. Λέω "γενναίο" γιατί ο
αθεόφοβος είχε τα κότσια να τα βάλει με όλους, συμπεριλαμβανομένων των δικών
του βλασταριών που κατά τα φαινόμενα ήταν τάλε κουάλε ο μπαμπάς τους, προεξαρχόντων
των -πλανηταρχών τής εποχής εκείνης- Ρωμαίων. Σού λέει ο πονηρός: Αν προκάμω
και τους ξεπαστρέψω όλους -άντε στη χειρότερη τους μπαγλαρώσω στη ψειρού- ποιος
θ΄ απομείνει να με δηλητηριάσει; Σωστός ο βασιλιάς μα –ατυχώς για εκείνον- δε
τού βγήκε, αφήστε που συνήθισε τον πόλεμο και νόμιζε πως κάπως έτσι ήταν η
ειρήνη, (σιγά το πρωτότυπο θα πείτε). Δεν του βγήκε γιατί οι πλανητάρχες, που
ανέκαθεν δεν αστειεύονταν, τον στρίμωξαν για τα καλά και δεν τού άφησαν παρά
μοναχά μία απάνθρωπη επιλογή: Να ξεσυνηθίσει! "Ξέχασε όσα φριχτά συνήθιζες, δολοπλοκίες, πολέμους και τα ρέστα,
και άλλαξε ρότα" του 'στειλαν τελεσίγραφο.
Όχι πως το εννοούσαν δηλαδή –τρισχειρότεροι από δαύτον ήτανε- για να τον
βασανίσουν το ΄καναν. Γιατί ήξεραν πως είτε βασιλιάς είσαι μέσα στα μεγαλεία
και τα πλούτη, είτε εξαθλιωμένος, βουτηγμένος ως τα μπούνια στη μιζέρια, καλύτερα
να σού πάρουνε το ξεροκέφαλο παρά ν΄ αλλάξεις συνήθεια. Ο Μιθριδάτης, ως ήταν αναμενόμενο, δεν υπάκουσε
παρά διέταξε έναν παρατρεχάμενο να δώσει τέλος στα βάσανά του -τι σόι βασιλιάς
θα ΄τανε άλλωστε αν το έδινε μόνος του- πράμα που έγινε. Για την ηρωική αυτή
πράξη, γνωστή ως "μιθριδατισμός", έμεινε
το όνομά του γραμμένο στην ιστορία με ανεξίτηλα γράμματα. Μετά τον Μιθριδάτη -λέγεται-
ρίζωσε η συνήθεια στο κόσμο. Κι’ έζησε αυτός καλά, κι΄ εμείς καλύτερα…
16/11
Περί ζώων σήμερα το ανάγνωσμα. Αγριογούρουνο. Ό,τι λέει τ΄ όνομά του:
άγριο γουρούνι. Πιο συγκεκριμένα: μοχθηρό, επιβουλεύεται τους πάντες, κάνει
μπούλινγκ στ΄ άλλα ζώα, είναι επιθετικό, άξεστο, αχόρταγο, τρώει τα πάντα,
λερώνει τα πάντα…
και όλα αυτά με τουπέ εκατό καρδιναλίων σφυρίζοντας
αδιάφορα αφού δεν καταλαβαίνει χριστό, τη δουλίτσα και το κέφι του να κάνει και
δε πάνε οι άλλοι να γαμηθούν!… δεν διανοείται καν΄ ότι θα μπορούσε να ΄ναι κάτι άλλο,
άνθρωπος για παράδειγμα. Σάς άρπαξα από τα μούτρα για να καταλάβετε -αλίμονο!- τι
μάς περιμένει καθότι τα "νέα" φοβερά και τρομερά: αγριογούρουνα
εμφανίστηκαν στα βόρεια προάστια τού μεγάλου χωριού! Το μοστράρουν βέβαια σα
κάτι νέο μα είναι παλιό, παγκοίνως γνωστό και χιλιοδιαπιστωμένο. Και στα νότια
έχουν εμφανισθεί προ πολλού, και στην υπόλοιπη επαρχία -τιγκάραμε αγριογούρουνα!
Γι΄ αυτό οι καλοί κυνηγοί ζαλώθηκαν κουμπούρια και φυσεκλίκια και βγήκαν στο
κατόπι τους, τρώγονται μάλιστα -λένε, μα εγώ είμαι πεπεισμένος πως δε τρώγονται
με τίποτα -εν πάση περιπτώσει θεάρεστο έργο επιτελούν οι άνθρωποι. Κι ας ισχυρίζονται
κάποιοι πως γίνεσαι όμοιος μ' ό,τι βάζεις
στη κοιλιά σου (και στο μυαλό -αυτό προπάντων), εδώ που φτάσαμε μονόδρομος είναι
πλέον, και το σύνθημα ένα: "κάθε μέρα ένα αγριογούρουνο λιγότερο!" Να απομείνουμε τουλάχιστον με τα γουρούνια που
΄ναι νόστιμα, τα κάνουμε και μπριζολάκια…
13/11
"Κατεδαφίσεις
παντός είδους, εργασία ταχεία και επιμελημένη, πλήρης αποκομιδή και απομάκρυνση
μπάζων άπαξ και δια παντός" ήταν το μότο της δουλειάς μου που πήγαινε δόξα
τω θεώ μια χαρά. Όλος ο κόσμος τότε έχτιζε, άλλος για να ΄χει ένα κεραμίδι πάνω
απ΄ το κεφάλι του, άλλος για να ΄χει ν΄ αφήσει κάτι τι στα παιδιά, άλλος για εξασφάλιση
στα δύσκολα χρόνια που περίμενε να ΄ρθουν… Και, για να χτίσει, όλο κάτι έπρεπε
προηγουμένως να γκρεμίσει. Μπάζα να δουν τα μάτια σας! Κι΄ εγώ, ο ειδικός, τα
μάζευα στο πι και φι και τα εξαφάνιζα από προσώπου γης. Πού τα πήγαινα δε
θυμάμαι, σα να ΄χω πάθει αμνησία ή να ΄τανε επτασφράγιστο μυστικό. Το μόνο που
θυμάμαι ήταν πως το ξεφόρτωμα των μπάζων γίνονταν πάντα αργά το βράδυ μακριά
από αδιάκριτα βλέμματα, όταν οι δρόμοι είχαν ερημώσει και ο κόσμος κούρνιαζε
στα σπίτια του. Ήταν η ώρα που η "νεκροφόρα" μου, έτσι έλεγα το
φορτηγό, έβγαινε παγανιά. Και δεν έχω πρόβλημα να ομολογήσω πως -παρότι επιλογή
μου- αυτή η μυστικότητα με στεναχωρούσε. Μια φορά εκεί που ξεφόρτωνα μαζί με
τον απαίσιο ήχο που κάνουν τα μπάζα όταν σύρονται στο μέταλλο της καρότσας
άκουσα κάτι σαν αναστεναγμό. "Εσύ αναστενάζεις;" ρώτησα τον εαυτό μου
στη ψύχρα, αδιαφορώντας αν γινόμουν αδιάκριτος. "Δεν είναι τίποτα… κάτι
γάτες που τρόμαξαν… συμβαίνουν αυτά…" Έκανα τον άνετο μα ένα απροσδιόριστο
συναίσθημα φόβου μαζί με ενοχές με βασάνιζε σάμπως να ήμουνα άθελά μου συνεργός
σε κάτι άτιμο, τολμώ να πω γκραν γκινιόλ (σ΄ αυτό ασφαλώς βοηθούσε το σκοτάδι),
ήταν βλέπετε κι΄ οι αναμνήσεις ολάκερων βίων ανεπιστρεπτί φευγάτων που
κουβαλούσανε αυτά τα κωλομπάζα… Όταν μια
μέρα πήρα τη "μεγάλη δουλειά" -χαράς ευαγγέλια!- νόμιζα θα ΄πιανα τη
καλή. Ο τοίχος που μου ΄λαχε να γκρεμίσω ήταν ψηλός και μακρύς, σα φίδι, σα
πελώριο ανακόντα που ΄χε αφήσει τη ζούγκλα για να φωλιάσει στα σπλάχνα της πόλης
-φοβήθηκα μη με τυλίξει… κοντολογίς τα χρειάστηκα. Όπως πάντα έπεσα με τα
μούτρα στη δουλειά. Η κακόμοιρη η "νεκροφόρα" είχε ανάψει. Τρία
δρομολόγια καθημερινά, για να ακριβολογήσω: τρία νυχτερινά, έβγαζε. Τον
αναστεναγμό που είχα ακούσει και ουδέποτε σβήστηκε από τ΄ αυτιά μου τώρα
κάλυπταν μανιασμένοι αέρηδες που παρέσερναν στο διάβα τους ό, τι μπορούσε να
σταθεί όρθιο. Μα κι΄ έτσι υπολόγιζα πως μέσα σε ένα μήνα θα ΄χα νετάρει –άντε με
τις καθυστερήσεις το πολύ σε σαράντα μέρες. Όπως αποδείχτηκε υπολόγιζα χωρίς
τον ξενοδόχο αφού συνέβη κάτι όχι απλώς απρόσμενο, κάτι που δεν είχα ξαναδεί:
Εκεί που γκρέμιζα το ένα ντουβάρι, εκεί, στο ίδιο ακριβώς σημείο, ξεφύτρωνε
καινούργιο πιο ψηλό από το παλιό! αλλού μάλιστα ξεφύτρωναν δύο και τρία μαζί!
Και τα τρία γίνονταν έξι, τα έξι δώδεκα… ολόκληρη η πόλη γέμισε τοίχους κι΄
ύστερα ξεχείλισαν έξω απ΄ αυτή, τοίχοι θεόρατοι να κρύβουν τον ήλιο! Κι΄ εγώ
"ο ειδικός", ο επιφορτισμένος με το γκρέμισμα τραβούσα τα μαλλιά μου
- ποιος είχε βαλθεί να με τρελάνει; Γιατί ήξερα πως τέτοια πράματα στ΄ αλήθεια
δε γίνονται, πως οι τοίχοι δεν ξεφυτρώνουν σα τα μανιτάρια από μόνοι τους και -το
σαλεμένο μυαλό μου έλεγε πως- όλο αυτό δεν ήτανε παρά μια φάρσα, μια φριχτή
φάρσα…
7/11
Ένα
πουλάκι τιτιβίζει γλυκά και λυπημένα στο τζάκι. Άλλοτε το χάραμα, άλλοτε με
το πρώτο σκοτάδι. Καθημερινά ανοίγω τα μάτια και πάω για ύπνο με το τιτίβισμά
του. Και στο ενδιάμεσο η μέρα ξεδιπλώνεται γλυκά. Είναι αυτό το γλυκό τιτίβισμά
του που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον μου (από τα μικρά μου βαρυνόμουνα
εύκολα). Κι΄ ας είναι λυπημένο, δε με πειράζει. Τη νύχτα το πουλάκι σταματάει.
Αναμενόμενο -τα όνειρα έχουν δικό τους σάουντρακ.
Πώς
βρέθηκε εκεί; Από περιέργεια; Πήγε να χτίσει τη φωλιά του; (δε βρήκε το
βλογημένο κάπου αλλού;) Όπως να ΄χει το τζάκι είναι επικίνδυνο μέρος να ζει
κανείς. Όταν το ανάψω θα προλάβει να φύγει ή θα πνιγεί απ΄ τον καπνό και η
φωλιά του θα γίνει παρανάλωμα; Θεέ μου
ούτε που θέλω να το σκέφτομαι!…
Κοιτάζω
ξανά και ξανά στο εσωτερικό τής καμινάδας μα δε βλέπω παρά μαύρο. Πού
στο καλό είναι; Λέτε να πήγε εκεί για να κρυφτεί στο σκοτάδι; Μα τι λόγο μπορεί
να έχει μια ψυχούλα να κάνει κάτι τέτοιο; Ποιος να θέλει το κακό του; Μήπως ο
γάτος μου ο Νταγιάν που ζηλεύει τη γλυκιά του φωνή; Γι΄ αυτό το τιτίβισμα του
είναι λυπημένο;
Τζάκι
φέτος δεν θ΄ ανάψω (τελεία και παύλα).
3/11
ΠΕΖΟΠΟΡΙΚΟ
ΓΟΥΙΚΕΝΤ ΣΤΗ ΝΗΣΟ ΤΩΝ ΑΝΔΡΕΙΩΝ
"Φάστ
(μόνο κατ' όνομα) Φέρι Άνδρος", ίσα που προκάμαμε δύο μόνο αγωνίες (1), αποτέλεσμα ισόπαλο -προμηνύεται
σκληρός αγώνας.
Αααχ
ευωδιάζει η αρμύρα, άλλος αέρας- Ανδριώτικος! επιτέλους κάτι διαφορετικό… Μα όχι, μόλις με έπιασε το
στερητικό μου: Και τώρα τι θα κάνω χωρίς τσίκνα; (2) μπουουου
"Ευτυχία"
(3) και ξερό ψωμί! Χάμπουργκερ μετρίως μέτριο και κρέπα εξ ημισείας για να
γλυκαθούμε από τα καμώματα των φίλων. Είναι αλήθεια τόσο δύσκολο ένα
"όχι" γιατί δεν μπορώ, δεν γουστάρω βρε αδερφέ!; Αφού όλα τα ξέρανε,
όλα γνωστά και προγραμματισμένα (τι δράμα κι αυτό)... Ούτε για τα κάτεργα να
σπάνε ολημερίς πέτρες να τους είχαμε προτείνει!…
Και να
ξεκαθαρίσω: Όλο το ανάθεμα για τα γραφόμενα πάνω μου. Ο Τζωρτζ αμέτοχος,
έχει ατράνταχτο άλλουθι- κουρεύει το γρασίδι. Τι σου 'ναι η ρουφιάνα ζωή, άλλοι
δουλεύουν κι άλλοι σταυροπόδι…
Πρωινό
σπέσιαλ, ονομαστό εξάλλου το "Τζώρτζ΄ις Χοσπιτάλιτι Μπρέκφαστ (4) ", όποιος το χει δοκιμάσει δεν το
αλλάζει με τίποτα.
Καιρός
ανέφελος, ήδη ο ηλιάτορας μάς χαμογελάει. Και μπουνάτσα!
Το πρόγραμμα
σήμερον: Σηματοδοτημένο μονοπάτι "Στραπουριές- ξωκλήσι Ταξιάρχη-
Ευρουσές" διαδρομή "καταπράσινη στη πανέμορφη ρεμματιά των
Ευρουσιών", 2,7 χιλιομέτρων 1 ώρα και 15 λεπτά σύμφωνα με τον ένα οδηγό,
4,7 χιλιόμετρα και 2,5 ώρες σύμφωνα με τον άλλο. Μάς έχουνε μπερδέψει αυτοί οι
οδηγοί, φαίνεται πως έχουν βαλθεί να ρίξουν το περιπατητικό φρόνημά μας μα
εμείς οι συνειδητοί περιπατητές και φυσιολάτρες δεν το βάζουμε κάτω…
Πρότεινα στο
φίλο μου ν' αφήσουμε κατά μέρος τα κακοτράχαλα τής Άνδρου κι' αντί να
βολοδέρνουμε σα τις άδικες κατάρες να πάμε κατευθείαν στη "Λιθοδομή" (5) για φρέσκο ψαράκι μα εκείνος
ανένδοτος! "Πρόγραμμα ούμπερ άλες" μού είπε.
Φέρτε μου
ανηφόρες, ανηφόρες πολλές, μόνο ανηφόρες θέλω τώρα που πήρα το κολάι, οι
ανηφόρες μόνο με φτιάχνουν, ισώματα και κατηφόρες με ξενερώνουν! Να σκεφτείτε
μετά τον γολγοθά ο λαιμός μου σκεβρωμένος, το κεφάλι συνέχεια ψηλά και το
βλέμμα στη κορφή, τίποτα λιγότερο δεν με ικανοποιούσε, κι αν κορφοβούνι δεν
φαίνονταν στον ορίζοντα κι η ανηφόρα άπιαστο όνειρο με έπιανε κατάθλιψη… Τώρα που σάς γράφω βέβαια
συνήθισα στη μετριότητα των πολλών, παρέα με τη δική μου, και το σαρκίο μου
περιφέρω απ' το υπνοδωμάτιο τού Γιαννάκη στη τραπεζαρία κι από καρέκλα σε
καρέκλα… τι σου 'ναι ο άνθρωπος, πώς αλλάζει!
Μιάμιση ώρα
τελικά η πεζοπορική διαδρομή που κάναμε και κοντά 2,5 χιλιόμετρα, αυτά το
πήγαινε, βάλτε άλλα τόσα το έλα, βάλτε και κάνα μισάωρο τουλάχιστον κουβέντα με
τον Βαγγέλη (6) και την Ειρήνη (7) να κάνετε τη σούμα.
Σταματάω
καθότι αναχωρούμε επειγόντως για την έτερη διαδρομή ουάου! και επανέρχομαι
δριμύτερος…
Καλά, όλα τα
μονοπάτια σ αυτό το νησί είναι ανηφορικά τού κερατά; αυτοί που τα
'φτιαξαν πρέπει να 'χανε κάποιο θεματάκι με τα ίσια, τα κανονικά, τα νορμάλ βρε
αδερφέ... Μήπως θέλανε να αποθαρρύνουν κάτι κουρασμένα (από γεννησιμιού
τους) παλικάρια, σα τού λόγου μου;
Το σημερινό
μάς έβγαλε το λάδι -όχι πως το χτεσινό ήτανε καλύτερο… Μα τα καλά τα παλικάρια ξέρουν κι
άλλο μονοπάτι χα! : Τρία σκαλοπάτια, στάση, μια βαθιά ανάσα, κάθε δέκα τέτοιες
ελαφριά εντριβή σε γαμπο-γόνατα και καπάκι επάλειψη με βαλσαμέλαιο για το
κοψομέσιασμα, το κόλπο, και το βγάλαμε παλικάρι! Α μη ξεχάσω το σπουδαιότερο:
Μπανανίτσα (8) μία ολόκληρη έκαστος να τη
φχαριστηθεί, και μηλαράκι (9) εξ ημισείας στα μισά τής διαδρομής. Αυτά τα φαινομενικά απλά, κοινά
και ταπεινά, αυτά που δε σού γεμίζουν το μάτι είναι που δίνουν λύση στα
δύσκολα!
"Κυκλική
διαδρομή αρχαιολογικού χώρου Παλαιόπολης" το σημερινό, απ τον δημόσιο
δρόμο στη παραλία και τούμπαλιν.
Το μονοπάτι
όπου το Ανδριώτικο πράσινο σμίγει αρμονικά με το γαλάζιο και την αρμύρα της
θάλασσας! Πέντε χιλιομετράκια μόνο και υψομετρική διαφορά 300 μέτρων, αν δεν
κάνω λάθος και είναι 400 -ο πλοηγός Τζωρτζ παρκάρει την Λαμποργκίνι γαρ, κι εγώ
το βιολί μου στο σαλόνι τού φαστ πλεούμενου. Το μεσημεράκι προσκυνήσαμε στον
Άη "Κιόση" (10) της Ανδριώτικης άγριας δύσης.
Οι
εντυπώσεις; Καταπληκτικές! και τούτο δίχως πλάκα. Κρίμα που οι υπόλοιποι του τημ
έκαναν πίσω… αυτοί έχασαν κι εμείς τους αγαπάμε. Οι διαδρομές πανέμορφες, ο καιρός
τύφλα να χει το Καλοκαιράκι, το νησί γαλήνιο, ωραιότερο παρά ποτέ, η παρέα
σταθερή αξία καρατσεκαρισμένη, φαί, ύπνος… τι άλλο να πεθυμήσει κανείς στη ζωή
του;
Νήσο των
ανδρείων σε χαιρετώ και οσονούπω στο επανιδείν!
1 Χαρτοπαίγνιο
2 "Γιώργος"
ψητοπωλείο-σουβλατζίδικο--ταβέρνα-καφενείο (Ροδόπολη)
3 Κρέπα-καφεδάκι-ρακάκι-μεζεδάκι (Γαύριο)
4 Περιλαμβάνει δημητριακά Clusters με
ξηροκάρπια ανάλατα (φυστίκι Αιγίνης-κάσιους-φουντούκι- καρύδι) και δαμάσκηνα σε
μυστική αναλογία, φυσικό χυμό πορτοκάλι με λεμόνι, φρούτο εποχής
5 Εστιατόριο, παραλιακή οδός Αλίκης Ψάλτη
(Όρμος Κορθίου)
6 Ανδρείος εξ Αποικίων
7 Ίδια με πάνω
8 Dole
9 Gala
10 Κρεατοφαγείο (Σίδοντας Μακροτάνταλου -Γαύριο)
26/10