Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

11 ΕΡΩΤΙΚΑ (1976-2009)


ΓΥΝΑΙΚΕΣ 


Τι επιθυμεί η γυναίκα;
Την άμμο της θάλασσας;
Τη θάλασσα την ίδια;

 
Κι εμείς πλάι τους
παντοτινοί πλάνητες
ναυαγοί στα μάτια τους

 

Η παρουσία τους 
γλυκιά απουσία

 

Γυναίκες πολλές
στο πλοίο που ξεμακραίνει…

                                        

    (2009)

 

ΛΙΜΑΝΙ

 

Έλα στην αγκαλιά μου
να γαληνέψω τα μάτια σου
να γλυκάνω τα χείλια σου
να ζεστάνω τη καρδιά σου



Έλα, μην αργείς
Όταν πέσει ο αέρας
και σταματήσει η βροχή
όταν κοπάσουν τα κύματα
δε θα με χρειάζεσαι

 

Έλα στην αγκαλιά μου,
λιμάνι δίχως πλοίο
θα σε φιλέψει
την άμμο της θάλασσας

 

                                 (2004)

 

 

ΝΑΥΑΓΟΣ

 

Είσαι βράχος αγέρωχος
στη μέση του πέλαγου
στη μανιασμένη θάλασσα

 

κι’ όταν ναυαγός έρχομαι
πάνω σου να κρατηθώ,
ματώνεις τα χέρια μου

 

Είσαι βράχος αγέρωχος, σκληρός
ξέρεις:
να σ’ αφήσω δε μπορώ

 

        (2004)

 

 

 Σ’ ΑΓΑΠΩ

 

Σ’ αγαπώ· δεν αρκεί;
Θέλεις λόγια; υποσχέσεις;
Θέλεις έργα· κι’ η αγάπη;

 

Δεν ακούς τις σειρήνες;
Έκοψαν την ανάσα σου;
Πάγωσαν τη καρδιά σου;
Έλα· στη παγωνιά δεν χουχουλιάζουν τα ζευγαράκια;

 

Πότε τέλειωσε η βόλτα στα σύννεφα;
Πότε ξεθώριασαν οι γραμμές των οριζόντων;
Πότε πρόλαβε να σκοτεινιάσει;

 

Και το βασίλειο στην έρημη χώρα τι θ’ απογίνει;

Ο διάδοχος τι φταίει;
Πώς θα μάθει τη μοναξιά;
Μοναχοί δε ζούμε;

 

Σ’ αγαπώ· δεν αρκεί;
Η αγάπη μου είναι πιστή
Δεν βολεύεται στον εφησυχασμό

 

 

 

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

 

Θερμός μήνας ο Αύγουστος…
Θερμός σα τζιμινιέρα πλοίου
Που η άγκυρά του ουδέποτ’ εσηκώθη
Για να’ ναι πάντα υπ’ ατμόν

 

Θερμός μήνας ο Αύγουστος…
Κοιμάται στο βαπόρι
Που έχει βάλει πλώρη στη φυγή
Κι ’η πρύμνη καρφωμένη στη στεριά

 

Θερμός μήνας ο Αύγουστος…
Κι’ εγώ καλαφατίζω
Με όνειρα που χτίζω
Μια καρδιά που μπάζει νερά

 

            (1986)

 

 

ΕΠΕΤΕΙΟΣ

 

Τελειώσαν οι λέξεις μου

 

Τελειώσαν τα λεφτά μου
        να τρέξω ν’αγοράσω καμπόσες

 

Χαθήκαν οι φίλοι μου
        να μου δανείσουν μερικές

 

Είμαι γυμνός απέναντι σου

 

Στα τρία χρόνια που περάσανε
        ξέμεινε ατέλειωτη η αγάπη

 

 

ΛΗΘΗ

 

Σαν το παλιό καλό κρασί
ειν’ η αγάπη μας απάτη,
παντρεύτηκες αριστοκράτη
και συ παρέμεινες χαζή

 

Σαν τις ιδέες που ξεφτίσαν
δεν μας απόμειναν πολλά,
εσύ ολίγον τριαλαλά
κι’εμένα μόλις με εφτύσαν

 

Σαν τους μουγγούς που τραγουδούν
σαν τους κουτσούς που προχωράνε,
ας είναι, όπου και να πάμε
δεν θα πληρώσουμ’ εις διπλούν

 

                                     (1985)

 

 

 

ΕΚΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ

 

Κι’ όμως·
Δεν βρέθηκα σ’ αυτά τα μέρη τυχαία
Σ’ έψαξα πολύ μα δε σε βρήκα
Θέλησα να ενώσουν τα χείλη μας
μα η στέγνα τα είχε αναισθητοποιήσει
Ζήτησα το τρεμούλιασμα που μας συνέπαιρνε
στο άγγιγμα σου, στην ανάσα σου
μα είχε χαθεί

 

Τώρα στο ξανασκίρτημα της Άνοιξης
τα όνειρά μας σουλατσέρνουν
μονάχα,
ανεξέλεγκτα 
                           (1980)

 

 

ΤΟΤΕ

 

Όταν το λεφούσι του κι’ο Αλής
       στήσανε τσιμπούσι
Όταν έρποντες οι Σισιλιάνοι κι’ο Ανδεγαβικός
       φυγάδευαν τα χνώτα τους
Όταν χίλιοι λεγιωνάριοι και γω πρώτος μαζί τους
       επιάσανε το Βοναπάρτη
Όταν τα τελευταία άστρα τα’ουρανού
       πέφταν λαβωμένα από τις ντουφεκιές

 

(τότε)

 

σ’ αγαπούσα

 

 


ΓΙΟΡΤΗ

 

Μια πολύ σικ κυρία στην απανεμιά
ζήτησε να πάει τσάρκα στις εννιά,
ντύθηκε σα νύφη για τρελλό χορό
μ’ έναν εραστή κι’ ένα μπολερό

 

Μπότσαρη του Παναή κι’ όλοι οι πασάδες
βάλτε μπρός τη μηχανή για τις Συμπληγάδες,
ρίξτε φώτα στη πομπή, βγάλτε σημαιάκια
Σήμερα γιορτάζει η γιορτή!

 

Ένα ονειρεμένο δείλι του Απρίλη
πέρασα τη νύχτα αυτή με τα δυό της χείλη
βρεγμένα, τα μάγουλα σα ρόδα αναμμένα,
τα στήθη δυό τσαμπιά από μέλι

 

Εϊ ερημοσπίτη μια γλυκειά αστή 
σ’ έχει ξελογιάσει στη Πειραϊκή
άστηνε ακόμα λίγο να χαρεί
Σήμερα γιορτάζει η γιορτή!

 

 

 

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 

Γκαζόζα υπερβατική
άπαρτη λατέρνα,
δύο φύλλα στο αυτί 
φύλλο συκής στο μάτι
Τέτοια ωραία εποχή
πού ήσουνα κλεισμένη;
Γκαζόζα υπερβατική
δικιά μου ευνοουμένη

 

Χάιδευα τη κλίση σου
κάτω στ’ ακρογιάλια,
τα κοράλλια 
ερωτοτροπούσαν αμαχητί

                                          

Γκαζόζα υπερβατική
άπαρτη λατέρνα
είχες μία φόλα 
στο λαιμό κλεισμένη,
μία σακολέβα ιταμή

 

Τα συρτάρια μένουν κεί
και οι μποναμάδες,
είκοσι φυλλάδες
δε με φτάνουν να σου πώ
το πόσο σ’ αγαπώ

  

                       (1976)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου