Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

11 ΕΡΩΤΙΚΑ (1976-2009)


ΓΥΝΑΙΚΕΣ 


Τι επιθυμεί η γυναίκα;
Την άμμο της θάλασσας;
Τη θάλασσα την ίδια;

 
Κι εμείς πλάι τους
παντοτινοί πλάνητες
ναυαγοί στα μάτια τους

 

Η παρουσία τους 
γλυκιά απουσία

 

Γυναίκες πολλές
στο πλοίο που ξεμακραίνει…

                                        

    (2009)

 

ΛΙΜΑΝΙ

 

Έλα στην αγκαλιά μου
να γαληνέψω τα μάτια σου
να γλυκάνω τα χείλια σου
να ζεστάνω τη καρδιά σου



Έλα, μην αργείς
Όταν πέσει ο αέρας
και σταματήσει η βροχή
όταν κοπάσουν τα κύματα
δε θα με χρειάζεσαι

 

Έλα στην αγκαλιά μου,
λιμάνι δίχως πλοίο
θα σε φιλέψει
την άμμο της θάλασσας

 

                                 (2004)

 

 

ΝΑΥΑΓΟΣ

 

Είσαι βράχος αγέρωχος
στη μέση του πέλαγου
στη μανιασμένη θάλασσα

 

κι’ όταν ναυαγός έρχομαι
πάνω σου να κρατηθώ,
ματώνεις τα χέρια μου

 

Είσαι βράχος αγέρωχος, σκληρός
ξέρεις:
να σ’ αφήσω δε μπορώ

 

        (2004)

 

 

 Σ’ ΑΓΑΠΩ

 

Σ’ αγαπώ· δεν αρκεί;
Θέλεις λόγια; υποσχέσεις;
Θέλεις έργα· κι’ η αγάπη;

 

Δεν ακούς τις σειρήνες;
Έκοψαν την ανάσα σου;
Πάγωσαν τη καρδιά σου;
Έλα· στη παγωνιά δεν χουχουλιάζουν τα ζευγαράκια;

 

Πότε τέλειωσε η βόλτα στα σύννεφα;
Πότε ξεθώριασαν οι γραμμές των οριζόντων;
Πότε πρόλαβε να σκοτεινιάσει;

 

Και το βασίλειο στην έρημη χώρα τι θ’ απογίνει;

Ο διάδοχος τι φταίει;
Πώς θα μάθει τη μοναξιά;
Μοναχοί δε ζούμε;

 

Σ’ αγαπώ· δεν αρκεί;
Η αγάπη μου είναι πιστή
Δεν βολεύεται στον εφησυχασμό

 

 

 

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

 

Θερμός μήνας ο Αύγουστος…
Θερμός σα τζιμινιέρα πλοίου
Που η άγκυρά του ουδέποτ’ εσηκώθη
Για να’ ναι πάντα υπ’ ατμόν

 

Θερμός μήνας ο Αύγουστος…
Κοιμάται στο βαπόρι
Που έχει βάλει πλώρη στη φυγή
Κι ’η πρύμνη καρφωμένη στη στεριά

 

Θερμός μήνας ο Αύγουστος…
Κι’ εγώ καλαφατίζω
Με όνειρα που χτίζω
Μια καρδιά που μπάζει νερά

 

            (1986)

 

 

ΕΠΕΤΕΙΟΣ

 

Τελειώσαν οι λέξεις μου

 

Τελειώσαν τα λεφτά μου
        να τρέξω ν’αγοράσω καμπόσες

 

Χαθήκαν οι φίλοι μου
        να μου δανείσουν μερικές

 

Είμαι γυμνός απέναντι σου

 

Στα τρία χρόνια που περάσανε
        ξέμεινε ατέλειωτη η αγάπη

 

 

ΛΗΘΗ

 

Σαν το παλιό καλό κρασί
ειν’ η αγάπη μας απάτη,
παντρεύτηκες αριστοκράτη
και συ παρέμεινες χαζή

 

Σαν τις ιδέες που ξεφτίσαν
δεν μας απόμειναν πολλά,
εσύ ολίγον τριαλαλά
κι’εμένα μόλις με εφτύσαν

 

Σαν τους μουγγούς που τραγουδούν
σαν τους κουτσούς που προχωράνε,
ας είναι, όπου και να πάμε
δεν θα πληρώσουμ’ εις διπλούν

 

                                     (1985)

 

 

 

ΕΚΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ

 

Κι’ όμως·
Δεν βρέθηκα σ’ αυτά τα μέρη τυχαία
Σ’ έψαξα πολύ μα δε σε βρήκα
Θέλησα να ενώσουν τα χείλη μας
μα η στέγνα τα είχε αναισθητοποιήσει
Ζήτησα το τρεμούλιασμα που μας συνέπαιρνε
στο άγγιγμα σου, στην ανάσα σου
μα είχε χαθεί

 

Τώρα στο ξανασκίρτημα της Άνοιξης
τα όνειρά μας σουλατσέρνουν
μονάχα,
ανεξέλεγκτα 
                           (1980)

 

 

ΤΟΤΕ

 

Όταν το λεφούσι του κι’ο Αλής
       στήσανε τσιμπούσι
Όταν έρποντες οι Σισιλιάνοι κι’ο Ανδεγαβικός
       φυγάδευαν τα χνώτα τους
Όταν χίλιοι λεγιωνάριοι και γω πρώτος μαζί τους
       επιάσανε το Βοναπάρτη
Όταν τα τελευταία άστρα τα’ουρανού
       πέφταν λαβωμένα από τις ντουφεκιές

 

(τότε)

 

σ’ αγαπούσα

 

 


ΓΙΟΡΤΗ

 

Μια πολύ σικ κυρία στην απανεμιά
ζήτησε να πάει τσάρκα στις εννιά,
ντύθηκε σα νύφη για τρελλό χορό
μ’ έναν εραστή κι’ ένα μπολερό

 

Μπότσαρη του Παναή κι’ όλοι οι πασάδες
βάλτε μπρός τη μηχανή για τις Συμπληγάδες,
ρίξτε φώτα στη πομπή, βγάλτε σημαιάκια
Σήμερα γιορτάζει η γιορτή!

 

Ένα ονειρεμένο δείλι του Απρίλη
πέρασα τη νύχτα αυτή με τα δυό της χείλη
βρεγμένα, τα μάγουλα σα ρόδα αναμμένα,
τα στήθη δυό τσαμπιά από μέλι

 

Εϊ ερημοσπίτη μια γλυκειά αστή 
σ’ έχει ξελογιάσει στη Πειραϊκή
άστηνε ακόμα λίγο να χαρεί
Σήμερα γιορτάζει η γιορτή!

 

 

 

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 

Γκαζόζα υπερβατική
άπαρτη λατέρνα,
δύο φύλλα στο αυτί 
φύλλο συκής στο μάτι
Τέτοια ωραία εποχή
πού ήσουνα κλεισμένη;
Γκαζόζα υπερβατική
δικιά μου ευνοουμένη

 

Χάιδευα τη κλίση σου
κάτω στ’ ακρογιάλια,
τα κοράλλια 
ερωτοτροπούσαν αμαχητί

                                          

Γκαζόζα υπερβατική
άπαρτη λατέρνα
είχες μία φόλα 
στο λαιμό κλεισμένη,
μία σακολέβα ιταμή

 

Τα συρτάρια μένουν κεί
και οι μποναμάδες,
είκοσι φυλλάδες
δε με φτάνουν να σου πώ
το πόσο σ’ αγαπώ

  

                       (1976)

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019

2019 ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ



30/12
 
ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΣΤΟΝ ΟΡΛΙΑΚΑ

 Ο Όρλιακας είναι βουνό. Το βουνό των αετών. Άλλοι τον λένε βουνό των λύκων. Εμείς ούτε αετούς, ούτε λύκους είδαμε. Άλλα βουνά είναι ψηλότερα απ΄ αυτόν. 'Έχει πολλές αρκούδες, μεγάλες αρκούδες. Μεγαλύτερες έχει στη Βασιλίτσα. Στη Βασιλίτσα έχει και χιονοδρομικό κέντρο. Στον Όρλιακα δεν έχει. Η μαμά Πίνδος αγαπάει περισσότερο τη Βασιλίτσα. Έχει χαρίσει σε αυτή ένα απίθανο κατάλευκο σκουφί. Τής πάει πολύ. Είναι φορές που το σκουφί της ακουμπάει στα σύννεφα. Ο Όρλιακας που δεν έχει είναι παραπονεμένος.

 Το αετοβούνι θωρεί την αδερφούλα του που στο καταχείμωνο σφύζει από κόσμο. Αθηναίους. Άντε και Θεσσαλονικιούς. Ανεβαίνουν στα χιονισμένα να κάνουνε σκι. Για αυτό την αγαπάνε. Στον Όρλιακα είναι ζήτημα τέτοια εποχή αν δεις τρεις τέσσερις νοματαίους. Συνήθως παίρνουν τα μονοπάτιά του μέσα στα γυμνά δέντρα. Περπατούν αργά. Σκυφτοί και κουκουλωμένοι. "Στο αγριεμένο πλήθος η καρδιά είναι πιο μόνη" μονολογούν. Ο Όρλιακας που τούς ακούει παρηγοριέται.

 Το φαράγγι της Πορτίτσας και το ομώνυμο πέτρινο γεφύρι στο ποταμό Βενέτικο είναι ένα από τα αξιοθέατα τού Όρλιακα. Ο Βενέτικος μαζεύει τα δάκρυα τού βουνού και τα πηγαίνει στον Αλιάκμονα. Από εκεί ενώνονται με τη μεγάλη θάλασσα και χάνονται. Το λιθόκτιστο μονοπάτι από τον ουρανό μέχρι το γεφύρι διαρκεί όσο ένα βαθύ λαχανητό. Ο Όρλιακας τότε αναστενάζει. Ο αναστεναγμός του κάνει σεκόντο στο λαχανητό των περιπατητών. Εν τω μεταξύ ο ήλιος χαμογελά.

 Το χαμόγελο του ηλιάτορα χαϊδεύει τα Κουπατσαρέικα, μια ντουζίνα χωριά περιμετρικά τού Όρλιακα. Κουπάτσου στα βλάχικα είναι η βελανιδιά. Κουπατσαρέοι οι ελληνόφωνοι Βλάχοι που πιάσαν στασίδι στα μέρη αυτά διακόσια και βάλε χρόνια πριν. Σ΄ ένα από δαύτα, το Περιβολάκι, δυο σπίτια όλα κι όλα, το χάνι τής κυρ Αθηνάς. Εκεί ξαποστάσαμε. Τής κυρ Αθηνάς η σκούφια κρατάει από Τρίκαλα μεριά, μ΄ αγάπησε το αετοβούνι κι΄ έγινε Περιβολάρισσα. 

 Ο Όρλιακας λέγεται και μανιταροβούνι. Τα μανιτάρια είναι σαρξ εκ τής σαρκός τού Όρλιακα. Μυρίζουν βουνό. Έπειτα έχουν κοινά με τα ανθρώπινα: Άλλοτε τρώγονται, άλλοτε δεν τρώγονται με τίποτα, άλλοτε είναι επικίνδυνα, ακόμα και θανατηφόρα. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι που δεν καταλαβαίνουν διαφορά. Τα μανιτάρια γεννιόνται από το τίποτα μετά τη βροχή. Ζουν στη σκιά περιμένοντας ένα χέρι να τα κόψει. Εκεί ακριβώς που ζήσανε τα προηγούμενα γεννιόνται τα επόμενα, έτσι πάει λέγοντας.  Αν δεν κοπούν εξαφανίζονται όπως ήρθαν εν μία νυκτί. Έχουν τη γλύκα τού γήινου. Μαζί το απόμακρο. Και το μυστήριο τού εφήμερου. Μ΄ αρέσουν.

 Στα βήματα τής αρκούδας. Η αρκούδα τον Χειμώνα κοιμάται. Όταν πάει για ύπνο μπαίνει σε σπηλιές μέσα σε ρουμάνια, μακριά από περίεργων βλέμματα.  Κι΄ αν δεν κοιμάται; Βασανίζομαι τι είναι προτιμότερο: Να την συναντήσουμε ή όχι; Πίσω από τις συστάδες των δέντρων μπορεί να παραφυλάει. Μα κι΄ αν παραφυλάει θα ΄ναι γιατί μάς φοβήθηκε -αυτό είχα διαβάσει. Φέρνω στο μυαλό τις οδηγίες "τι πρέπει να κάνεις αν συναντήσεις αρκούδα". Τι πρέπει να κάνεις αν δεν συναντήσεις, κανείς δεν ξέρει. Ευτυχώς που το μονοπάτι συνεχώς στενεύει. Σε λίγο γίνεται αδιάβατο. Γυρίζουμε καλύτερα. Κάνει και ψόφο. Η μύτη παντζάρι στάζει σα παγωμένο βρυσάκι. Πάνω σε κίτρινα νεκρά φύλλα.   

 Αρκούδα δεν είδαμε. Είδαμε όμως τον Μαύρο, τον Τσαχπίνη, και την Γκομενίτσα. Μάς ακολούθησαν κατά πόδα μέχρι το γεφύρι της Πορτίτσας και τούμπαλιν πίσω στο χωριό. Τα σκυλιά δεν ντρέπονται να δείξουν πως διψάνε για συντροφιά. Έκαναν το μπανάκι τους στον Βενέτικο και ξεδίψασαν στα γάργαρα νερά του. Στη μακριά ανηφόρα τού γυρισμού, όπου μετά κόπου και βάσανου κουβαλούσαμε το σαρκίο μας, ακούσαμε επίμονα γαυγίσματα και τι να δούμε: Μια κατσίκα αγέρωχη στη μέση του μονοπατιού έκλεινε το δρόμο! Πλάι το νεογέννητο μικρό της!  "Μαύρε, Τσαχπίνη, Γκομενίτσα κάντε στη μπάντα! Δώστε τόπο στους νέους, αφήστε την ζωή ν΄ ανθίσει!" σα να τούς έλεγε. Συγκινήθηκα: Αυτά που οι άνθρωποι κωλώνουν τα λένε τα ζώα.

 Η Σαμαρίνα είναι βλαχοχώρι σκαρφαλωμένο στη μαμά Πίνδο αντίκρυ στον Όρλιακα, κοντά στη Βασιλίτσα. Έχει κάμποσα σπίτια, μια πλατεία, μια εκκλησία, ένα "Δημοτικόν Σχολείον Σαμαρίνης" χωρίς παιδιά, τρεις χασαποταβέρνες με τα σφαχτά μόστρα στα τσιγκέλια, ένα περίπτερο, και δύο μαγαζιά με παραδοσιακά καλούδια όπως χυλοπίτες, τραχανά και γκλίτσες. Το καλοκαιράκι -μάς είπανε- τιγκάρει από επισκέπτες. Τον Χειμώνα περιμένει χαΐρι από τίποτα πεινασμένους χιονοδρόμους. Μάταια: Καίτοι καταχείμωνο ακόμα δε το ΄στρωσε και στο χιονοδρομικό βαράνε μύγες.

 Χιόνι γιοκ μα από κρύο να φαν κι΄ οι κότες. Το θερμόμετρο υπό λιακάδα δε λέει να καβατζάρει το μηδέν. Έτσι είναι στα βουνά, ο καιρός δεν χαρίζεται. Και ο άνθρωπος σ΄ αυτά φαίνεται στις πραγματικές του διαστάσεις όπως είναι: Μικρός και αδύναμος. Ευτυχώς που υπάρχουν οι δρόμοι. Καβαλάει το αυτοκινητάκι του και τραβάει κατά "πολιτισμό" μεριά να ξεγελαστεί. Να νοιώσει κάποιος μέσα στο συγχρωτισμό των ομοίων του κι΄ έπειτα ξανά πίσω τα κεφάλια μέσα. Ο πλησιέστερος στον Όρλιακα πολιτισμός ακούει στο όνομα Γρεβενά. Η πόλη των μανιταριών! Κατά τ΄ άλλα μετρίως μέτρια και κακομοιριασμένη.

 Γεφυροποιός ο Αζιζ Αγάς! Έδωσε το όνομά του σ΄ ένα πετρόχτιστο γεφύρι. Άλλο καλύτερο να κάνει -υποθέτω- δεν είχε. Και πάλι καλά να λέτε: Άλλων η υστεροφημία γιατί χώρισαν, αυτός τουλάχιστον ένωσε… Τις όχθες τού Βενέτικου. Δύο βήματα από το χωριό Τρίκωμο στη ποδιά τού Όρλιακα. Δε λέω, έξυπνη η ιδέα τού Αγά. Αν μη τι άλλο, όλοι τον μνημονεύουν γι΄ αυτό το γεφύρι. Και δικαίως, αφού ο άνθρωπος έκανε επιμελημένη δουλειά. Με μεράκι. Όχι σα τις σημερινές τού ποδαριού. Το γεφύρι αντέχει στη θέση του κοτζάμ τρακόσια χρόνια! Και έπεται συνέχεια…

 Λίγα μέτρα από το χάνι μας, πάνω στη δημοσιά, βρίσκεται μια κρήνη. Τ΄ όνομά της "Η πηγή τής μακροζωίας". Το χάνι είναι μεσοτοιχία με το νεκροταφείο τού χωριού. Το νεκροταφείο έχει καμιά εικοσαριά ξεχασμένους. Δείχνουν ευτυχισμένοι. Σκέφτομαι: Γιατί ξεδιψάνε από το νερό τής πηγής. Το μέρος είναι ειδυλλιακό. Ο Όρλιακας είναι ειδυλλιακός. Όταν ο ήλιος βασιλεύει αποπνέει μιαν απόκοσμη ησυχία.












24/12
Τίποτα το καινούργιο. Τίποτα το παράξενο. Τίποτα που να προξενεί, την παραμικρή έστω, απορία. Όλα αναμενόμενα, το λέω και το εννοώ. Ταχτοποιημένα στην εντέλεια. Ζευγαράκια αχώριστα στο νου και τη καρδιά. Όπως ο ζωγράφος με το καβαλέτο του. Ο ποιητής με τη ρίμα του. Ο παραμυθάς με τη γραφίδα του. Ο ηθοποιός με τη μάσκα του. Ο τζάνκυ με τη ντρόγκα του. Ο φονιάς με το μαχαίρι του… Και όλα υπό έλεγχο. Κι΄ όμως… Χρονιάρες μέρες χαρμολύπη έχει φωλιάσει στα σωθικά μου! Να ΄ναι η μελαγχολία των γιορτών; Δεν ξέρω. Ό,τι και να ΄ναι, τα πράματα -ήξερα- θ΄ ακολουθούσαν τον δρόμο τους. Αρχίσαμε τα γνωστά και χιλιοειπωμένα. Κάποτε τελειώσαμε με δαύτα. Μεσολάβησε ο εκκωφαντικός ήχος της σιωπής. Έπειτα ανοίξαν οι ουρανοί. Κι΄ οι άγγελοι βάλθηκαν να ψάλλουν το δόξα εν υψίστοις!…  Να ΄ναι  στ΄ αλήθεια χαρμόσυνο το τραγούδι του αποχωρισμού; εγώ πάντως έκλεισα τ΄ αυτιά μου. Με κοίταξε για τελευταία φορά στα μάτια. Τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής (ξωτικό της ψυχής μου τι αμαρτίες ανείπωτες πληρώνω;) Έπειτα πήγα σπίτι. Μέτρησα τον χρόνο με φιλιά. Είδα πως δε μού έβγαινε… Την θυμάμαι να χορεύει στη βροχή. Σαν από ταινία του Αλμοδοβάρ βγαλμένη. Το πρόσωπό της είχε πάρει κάτι από τα σύννεφα. Το βλέμμα της το χλωμό του φεγγαριού. Γελούσε. Μού είπε πως δεν καταλάβαινε. Κι΄ εγώ τής απάντησα πως μια ριμάδα απόφαση ήτανε που έπρεπε να παρθεί και τίποτα παραπάνω.








10/12
Όταν τόνοι υετού κάποτε συσσωρεύονται στους οφθαλμούς και ο επερχόμενος κατακλυσμός αδύνατον να αποσοβηθεί (η μετεωρολογική βεβαίως ως συνήθως δηλώνει άγνοια) η αγάπη βάζει στραβά το καπελάκι της και απέρχεται. Στο δρόμο της απαντά άστρο λαβωμένο με χαίνουσα την πληγή, πνιγμένο σε μια κουταλιά φιλιά: όλα ήταν υπό έλεγχο και τίποτα, μα τίποτα απολύτως, δεν προμήνυε πόλεμο! Η αγάπη ξέρει πως είναι αληθινή, πως σα το χιόνι, σα τη φωτιά δεν ξεγελιέται με όρκους πίστης παντοτινής που ουδέποτε δόθηκαν, πόσο μάλλον με λόγια, προμηνύματα και συναφή, και ο πόλεμος -φευ! πανταχού παρών: και πάλι καλά να λες, αν γκρεμοτσακισμένο πεφταστέρι μου δεν είχες μάθει πώς να πατήσεις στη γης ο θάνατος θα ήταν ακαριαίος… Το παίρνει στην αγκαλιά της και το άλικο αχνιστό της πληγής γίνεται ένα με τη καρδιά, το κορμί της αστροφέγγει, όπως ουρανός με γης ενώνονται χάνεται σε πανδαισία λαμπυρισμών. Τα σύγνεφα μπουμπουνίζουν να ξεθυμάνουν κι΄ η αγάπη αναλογίζεται πότε είναι άραγε προτιμότερο να επέλθει το μοιραίο: στη βράση της νιότης; (αφήνοντας την αψάδα της δίψας στα χείλια) ή στη δύση του βίου; πιθανότατα από πλήξη (μα και τότε κάτι τι απομένει ως ανάμνηση γλυκιά). Σε κάθε περίπτωση βεβαίως –σκέφτεται- επιβάλλεται έμπειρος ιατροδικαστής να επιβεβαιώσει το οριστικό και αμετάκλητο τού συμβάντος διότι ενέχει μεγάλη η πιθανότητα νεκροφάνειας· και αναθαρρεί…






2/12 
Μα γιατί δεν κάθονται καλά; Καρφιά έχουν στο κώλο τους; Υπάρχουν καναπέδες, πολυθρόνες, καρέκλες… και σκαμπό βρε αδερφέ! ένα σκαμπουδάκι της πλάκας παντού θα βρεθεί, αν δεν βολεύονται σε δαύτα υπάρχουν και τα ανάκλιντρα!… (να το διασκεδάσουμε λιγάκι -τι να πω με δαύτους δε ξέρω…) Έχω μείνει εμβρόντητος με τα καμώματά τους! Ειλικρινά σας λέω δεν τους καταλαβαίνω: Πήρανε σβάρνα δρόμους και πλατείες, πιλαλούν, ξελαρυγγιάζονται, τρώνε το ξύλο της αρκούδας, καταβρεξίματα, δακρυγόνα… μ΄ αυτοί το βιολί τους! Και ξέρετε κάτι; Τούτη η ανακατωσούρα είναι γαμώτο μεταδοτική –αυτό με φοβίζει. Σα τη γρίπη· κολλάει και τρέχει με χίλια! Να δείτε που οσονούπω θα σκάσει μύτη και στα μέρη μας… Αμ το άλλο πού το πάτε: Σα να αυγαταίνουν συνεχώς! βρίσκονται παντού! Γι΄ αυτό κάνω έκκληση δημοσίως κάποιος –μυαλωμένος- χριστιανός να βάλει στο ξερό τους αυτό που δεν έχουν· όσο είναι ακόμα καιρός. Διαφορετικά ας τους μαζέψουν να ησυχάσουμε! Υπάρχουν ακόμα –ευτυχώς- και οι νοικοκύρηδες που δε φταίνε σε τίποτα να τους χαλάνε τη ζαχαρένια κάποιοι επειδή έτσι γουστάρουν. Κάθονται οι άνθρωποι στη τιβί να ξαλεγράρουν από το ζόρι τής μέρας και τους παίρνουν τα πλάνα από τα μούτρα· "θέατρο γίναμε!…" αναφωνούν απηυδισμένοι και με το δίκιο τους. Μαζί σας! Η παράσταση έχει ήδη αρχίσει! Πωρωμένος θεατρομάνιακ τρίβω τα χέρια μου από χαρά και πιάνω χουχουλιάρικο στασίδι στο καναπέ για τις κρύες νύχτες τού Χειμώνα που έρχεται…



26/11
Ζούμε σ΄ ένα κόσμο υποψήφιων πλούσιων! Για τους ήδη πλούσιους προφανώς ουδέν επιπλέον χρειάζεται περί του λόγου το αληθές. Για τους μισο-πλούσιους -ή μισο-φτωχούς αν προτιμάτε- σαν εμένα που ανέκαθεν το όνειρό μας ήτανε να γίνουμε πλούσιοι, με λίγη προσπάθεια ακόμα θα τα καταφέρουμε. Όσο για τους φτωχούς -με τη βοήθεια τού θεού- ο δρόμος είναι ορθάνοιχτος ν΄ ανέβουν κι΄ αυτοί κατηγορία στη πλουτο-πυραμίδα. Ήταν ανέκαθεν η φτώχεια το σκουπιδαριό τού πλούτου -κοντολογίς δίχως πλούτο, φτώχια πάπαλα. Και θα ΄χαμε καθαρίσει προ πολλού από δαύτη αν δεν λιγουρευόμαστε απαξάπαντες τη μονέδα -μην αμφιβάλλετε περί αυτού- μα έτσι είναι ο άνθρωπος, θέλει πάντοτε το καλύτερο. Την σήμερον ημέρα είσαι ελεύθερος να επιλέξεις πόσο πλούσιος λιγουρεύεσαι να είσαι. Φάτε μάτια ψάρια! Έναντι αντίτιμου βεβαίως, όπως στο θέατρο -ίδιο πράμα. Πρώτη θέση θεωρείο -βάζεις βαθιά το χέρι στη τσέπη μα βλέπεις θαύμα, δεύτερη -το μισοβάζεις μα βλέπεις χειρότερα, τρίτη –η πιο οικονομική και βλέπεις, μα δεν ακούς καλά, καλύτερα πάντως από τις θέσεις περιορισμένης ορατότητας που ούτε βλέπεις ούτε ακούς. Εγώ –να σας πω την παραξενιά μου- προτιμάω τις τελευταίες αφού ούτε να βλέπω θέλω, ούτε ν΄ ακούω. Κατ΄ αρχάς είναι σχεδόν τσάμπα. Έπειτα δεν γουστάρω το θέατρο, ουδέποτε θα πάω σ΄ αυτό από μόνος μα αν τύχει και με πάνε. Τέλος -ίσως το σημαντικότερο- πάντα νοιώθω πως το έργο το ΄χω ξαναδεί. Αν βρεθώ σε δαύτο παρατηρώ τους άλλους θεατές, τις αντιδράσεις τους, τους μορφασμούς και τις συσπάσεις στο πρόσωπό τους κατά την εναλλαγή των συναισθημάτων στο ρου της υπόθεσης, τη ζεστασιά ή την παγωμάρα στο χειροκρότημά τους σα πέφτει η αυλαία, τις παθιασμένες και ατέρμονες συζητήσεις τους για το ποιον τής παράστασης… αυτά κάνω χάζι. Και -τι παράξενο!- μού φαίνονται όλοι ίδιοι, όλοι σάμπως "μισό" πλούσιοι, όλοι στο ίδιο καζάνι! Ξέρω ότι πολλοί θα διαφωνήσουν, κάποιος ήδη με κατσαδιάζει: Καλά, όλους στο ίδιο καζάνι "υποψήφιους" τους έβαλες; αυτό είναι ύβρις για τους φτωχούς…  Την άλλη φορά τού υποσχέθηκα να δω το θέμα διαφορετικά και να επανορθώσω -οι θεατές να ΄ναι ζεστοί, αυτό προέχει.



20/11
Ο Μιθριδάτης, βασιλιάς του Πόντου, ένα και μοναδικό φόβο είχε στα νιάτα του: Μη τυχόν τον δηλητηριάσει η μαμά του. Ακατανόητος βλέπετε ο άνθρωπος… για τη μαμά του μιλάω: Εννιά μήνες κοιλοπονούσε για το βλαστάρι της και να θέλει μετά να το δηλητηριάσει! Βέβαια -μη την σταυρώσω άδικα τη γυναίκα- αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί ιστορικά, πώς θα μπορούσε άλλωστε αφού τελικά πέθανε χωρίς να τα καταφέρει. Το θέμα είναι πως έμεινε το κουσούρι στον γενναίο βασιλιά ότι κάποιοι επιβουλευόταν τη ζωούλα του. Λέω "γενναίο" γιατί ο αθεόφοβος είχε τα κότσια να τα βάλει με όλους, συμπεριλαμβανομένων των δικών του βλασταριών που κατά τα φαινόμενα ήταν τάλε κουάλε ο μπαμπάς τους, προεξαρχόντων των -πλανηταρχών τής εποχής εκείνης- Ρωμαίων. Σού λέει ο πονηρός: Αν προκάμω και τους ξεπαστρέψω όλους -άντε στη χειρότερη τους μπαγλαρώσω στη ψειρού- ποιος θ΄ απομείνει να με δηλητηριάσει; Σωστός ο βασιλιάς μα –ατυχώς για εκείνον- δε τού βγήκε, αφήστε που συνήθισε τον πόλεμο και νόμιζε πως κάπως έτσι ήταν η ειρήνη, (σιγά το πρωτότυπο θα πείτε). Δεν του βγήκε γιατί οι πλανητάρχες, που ανέκαθεν δεν αστειεύονταν, τον στρίμωξαν για τα καλά και δεν τού άφησαν παρά μοναχά μία απάνθρωπη επιλογή: Να ξεσυνηθίσει! "Ξέχασε όσα φριχτά συνήθιζες, δολοπλοκίες, πολέμους και τα ρέστα, και άλλαξε ρότα" του 'στειλαν τελεσίγραφο. Όχι πως το εννοούσαν δηλαδή –τρισχειρότεροι από δαύτον ήτανε- για να τον βασανίσουν το ΄καναν. Γιατί ήξεραν πως είτε βασιλιάς είσαι μέσα στα μεγαλεία και τα πλούτη, είτε εξαθλιωμένος, βουτηγμένος ως τα μπούνια στη μιζέρια, καλύτερα να σού πάρουνε το ξεροκέφαλο παρά ν΄ αλλάξεις συνήθεια. Ο  Μιθριδάτης, ως ήταν αναμενόμενο, δεν υπάκουσε παρά διέταξε έναν παρατρεχάμενο να δώσει τέλος στα βάσανά του -τι σόι βασιλιάς θα ΄τανε άλλωστε αν το έδινε μόνος του- πράμα που έγινε. Για την ηρωική αυτή πράξη, γνωστή ως "μιθριδατισμός", έμεινε το όνομά του γραμμένο στην ιστορία με ανεξίτηλα γράμματα. Μετά τον Μιθριδάτη -λέγεται- ρίζωσε η συνήθεια στο κόσμο. Κι’ έζησε αυτός καλά, κι΄ εμείς καλύτερα…



16/11
Περί ζώων σήμερα το ανάγνωσμα. Αγριογούρουνο. Ό,τι λέει τ΄ όνομά του: άγριο γουρούνι. Πιο συγκεκριμένα: μοχθηρό, επιβουλεύεται τους πάντες, κάνει μπούλινγκ στ΄ άλλα ζώα, είναι επιθετικό, άξεστο, αχόρταγο, τρώει τα πάντα, λερώνει τα πάντα και όλα αυτά με τουπέ εκατό καρδιναλίων σφυρίζοντας αδιάφορα αφού δεν καταλαβαίνει χριστό, τη δουλίτσα και το κέφι του να κάνει και δε πάνε οι άλλοι να γαμηθούν!… δεν διανοείται καν΄ ότι θα μπορούσε να ΄ναι κάτι άλλο, άνθρωπος για παράδειγμα. Σάς άρπαξα από τα μούτρα για να καταλάβετε -αλίμονο!- τι μάς περιμένει καθότι τα "νέα" φοβερά και τρομερά: αγριογούρουνα εμφανίστηκαν στα βόρεια προάστια τού μεγάλου χωριού! Το μοστράρουν βέβαια σα κάτι νέο μα είναι παλιό, παγκοίνως γνωστό και χιλιοδιαπιστωμένο. Και στα νότια έχουν εμφανισθεί προ πολλού, και στην υπόλοιπη επαρχία -τιγκάραμε αγριογούρουνα! Γι΄ αυτό οι καλοί κυνηγοί ζαλώθηκαν κουμπούρια και φυσεκλίκια και βγήκαν στο κατόπι τους, τρώγονται μάλιστα -λένε, μα εγώ είμαι πεπεισμένος πως δε τρώγονται με τίποτα -εν πάση περιπτώσει θεάρεστο έργο επιτελούν οι άνθρωποι. Κι ας ισχυρίζονται κάποιοι πως γίνεσαι όμοιος μ'  ό,τι βάζεις στη κοιλιά σου (και στο μυαλό -αυτό προπάντων), εδώ που φτάσαμε μονόδρομος είναι πλέον, και το σύνθημα ένα: "κάθε μέρα ένα αγριογούρουνο λιγότερο!"  Να απομείνουμε τουλάχιστον με τα γουρούνια που ΄ναι νόστιμα, τα κάνουμε και μπριζολάκια… 




13/11
"Κατεδαφίσεις παντός είδους, εργασία ταχεία και επιμελημένη, πλήρης αποκομιδή και απομάκρυνση μπάζων άπαξ και δια παντός" ήταν το μότο της δουλειάς μου που πήγαινε δόξα τω θεώ μια χαρά. Όλος ο κόσμος τότε έχτιζε, άλλος για να ΄χει ένα κεραμίδι πάνω απ΄ το κεφάλι του, άλλος για να ΄χει ν΄ αφήσει κάτι τι στα παιδιά, άλλος για εξασφάλιση στα δύσκολα χρόνια που περίμενε να ΄ρθουν… Και, για να χτίσει, όλο κάτι έπρεπε προηγουμένως να γκρεμίσει. Μπάζα να δουν τα μάτια σας! Κι΄ εγώ, ο ειδικός, τα μάζευα στο πι και φι και τα εξαφάνιζα από προσώπου γης. Πού τα πήγαινα δε θυμάμαι, σα να ΄χω πάθει αμνησία ή να ΄τανε επτασφράγιστο μυστικό. Το μόνο που θυμάμαι ήταν πως το ξεφόρτωμα των μπάζων γίνονταν πάντα αργά το βράδυ μακριά από αδιάκριτα βλέμματα, όταν οι δρόμοι είχαν ερημώσει και ο κόσμος κούρνιαζε στα σπίτια του. Ήταν η ώρα που η "νεκροφόρα" μου, έτσι έλεγα το φορτηγό, έβγαινε παγανιά. Και δεν έχω πρόβλημα να ομολογήσω πως -παρότι επιλογή μου- αυτή η μυστικότητα με στεναχωρούσε. Μια φορά εκεί που ξεφόρτωνα μαζί με τον απαίσιο ήχο που κάνουν τα μπάζα όταν σύρονται στο μέταλλο της καρότσας άκουσα κάτι σαν αναστεναγμό. "Εσύ αναστενάζεις;" ρώτησα τον εαυτό μου στη ψύχρα, αδιαφορώντας αν γινόμουν αδιάκριτος. "Δεν είναι τίποτα… κάτι γάτες που τρόμαξαν… συμβαίνουν αυτά…"  Έκανα τον άνετο μα ένα απροσδιόριστο συναίσθημα φόβου μαζί με ενοχές με βασάνιζε σάμπως να ήμουνα άθελά μου συνεργός σε κάτι άτιμο, τολμώ να πω γκραν γκινιόλ (σ΄ αυτό ασφαλώς βοηθούσε το σκοτάδι), ήταν βλέπετε κι΄ οι αναμνήσεις ολάκερων βίων ανεπιστρεπτί φευγάτων που κουβαλούσανε αυτά τα κωλομπάζα…  Όταν μια μέρα πήρα τη "μεγάλη δουλειά" -χαράς ευαγγέλια!- νόμιζα θα ΄πιανα τη καλή. Ο τοίχος που μου ΄λαχε να γκρεμίσω ήταν ψηλός και μακρύς, σα φίδι, σα πελώριο ανακόντα που ΄χε αφήσει τη ζούγκλα για να φωλιάσει στα σπλάχνα της πόλης -φοβήθηκα μη με τυλίξει… κοντολογίς τα χρειάστηκα. Όπως πάντα έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Η κακόμοιρη η "νεκροφόρα" είχε ανάψει. Τρία δρομολόγια καθημερινά, για να ακριβολογήσω: τρία νυχτερινά, έβγαζε. Τον αναστεναγμό που είχα ακούσει και ουδέποτε σβήστηκε από τ΄ αυτιά μου τώρα κάλυπταν μανιασμένοι αέρηδες που παρέσερναν στο διάβα τους ό, τι μπορούσε να σταθεί όρθιο. Μα κι΄ έτσι υπολόγιζα πως μέσα σε ένα μήνα θα ΄χα νετάρει –άντε με τις καθυστερήσεις το πολύ σε σαράντα μέρες. Όπως αποδείχτηκε υπολόγιζα χωρίς τον ξενοδόχο αφού συνέβη κάτι όχι απλώς απρόσμενο, κάτι που δεν είχα ξαναδεί: Εκεί που γκρέμιζα το ένα ντουβάρι, εκεί, στο ίδιο ακριβώς σημείο, ξεφύτρωνε καινούργιο πιο ψηλό από το παλιό! αλλού μάλιστα ξεφύτρωναν δύο και τρία μαζί! Και τα τρία γίνονταν έξι, τα έξι δώδεκα… ολόκληρη η πόλη γέμισε τοίχους κι΄ ύστερα ξεχείλισαν έξω απ΄ αυτή, τοίχοι θεόρατοι να κρύβουν τον ήλιο! Κι΄ εγώ "ο ειδικός", ο επιφορτισμένος με το γκρέμισμα τραβούσα τα μαλλιά μου - ποιος είχε βαλθεί να με τρελάνει; Γιατί ήξερα πως τέτοια πράματα στ΄ αλήθεια δε γίνονται, πως οι τοίχοι δεν ξεφυτρώνουν σα τα μανιτάρια από μόνοι τους και -το σαλεμένο μυαλό μου έλεγε πως- όλο αυτό δεν ήτανε παρά μια φάρσα, μια φριχτή φάρσα… 




7/11
Ένα πουλάκι τιτιβίζει γλυκά και λυπημένα στο τζάκι. Άλλοτε το χάραμα, άλλοτε με το πρώτο σκοτάδι. Καθημερινά ανοίγω τα μάτια και πάω για ύπνο με το τιτίβισμά του. Και στο ενδιάμεσο η μέρα ξεδιπλώνεται γλυκά. Είναι αυτό το γλυκό τιτίβισμά του που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον μου (από τα μικρά μου βαρυνόμουνα εύκολα). Κι΄ ας είναι λυπημένο, δε με πειράζει. Τη νύχτα το πουλάκι σταματάει. Αναμενόμενο -τα όνειρα έχουν δικό τους σάουντρακ.
Πώς βρέθηκε εκεί; Από περιέργεια; Πήγε να χτίσει τη φωλιά του; (δε βρήκε το βλογημένο κάπου αλλού;) Όπως να ΄χει το τζάκι είναι επικίνδυνο μέρος να ζει κανείς. Όταν το ανάψω θα προλάβει να φύγει ή θα πνιγεί απ΄ τον καπνό και η φωλιά του θα γίνει παρανάλωμα;  Θεέ μου ούτε που θέλω να το σκέφτομαι!…
Κοιτάζω ξανά και ξανά στο εσωτερικό τής καμινάδας μα δε βλέπω παρά μαύρο. Πού στο καλό είναι; Λέτε να πήγε εκεί για να κρυφτεί στο σκοτάδι; Μα τι λόγο μπορεί να έχει μια ψυχούλα να κάνει κάτι τέτοιο; Ποιος να θέλει το κακό του; Μήπως ο γάτος μου ο Νταγιάν που ζηλεύει τη γλυκιά του φωνή; Γι΄ αυτό το τιτίβισμα του είναι λυπημένο;
Τζάκι φέτος δεν θ΄ ανάψω (τελεία και παύλα).





3/11 
ΠΕΖΟΠΟΡΙΚΟ ΓΟΥΙΚΕΝΤ ΣΤΗ ΝΗΣΟ ΤΩΝ ΑΝΔΡΕΙΩΝ

"Φάστ (μόνο κατ' όνομα) Φέρι Άνδρος", ίσα που προκάμαμε δύο μόνο αγωνίες (1), αποτέλεσμα ισόπαλο -προμηνύεται σκληρός αγώνας. 

Αααχ ευωδιάζει η αρμύρα, άλλος αέρας- Ανδριώτικος! επιτέλους κάτι διαφορετικό  Μα όχι, μόλις με έπιασε το στερητικό μου: Και τώρα τι θα κάνω χωρίς τσίκνα; (2) μπουουου

"Ευτυχία" (3) και ξερό ψωμί! Χάμπουργκερ μετρίως μέτριο και κρέπα εξ ημισείας για να γλυκαθούμε από τα καμώματα των φίλων. Είναι αλήθεια τόσο δύσκολο ένα "όχι" γιατί δεν μπορώ, δεν γουστάρω βρε αδερφέ!; Αφού όλα τα ξέρανε, όλα γνωστά και προγραμματισμένα (τι δράμα κι αυτό)... Ούτε για τα κάτεργα να σπάνε ολημερίς πέτρες να τους είχαμε προτείνει! 

Και να ξεκαθαρίσω: Όλο το ανάθεμα για τα γραφόμενα  πάνω μου. Ο Τζωρτζ αμέτοχος, έχει ατράνταχτο άλλουθι- κουρεύει το γρασίδι. Τι σου 'ναι η ρουφιάνα ζωή, άλλοι δουλεύουν κι άλλοι σταυροπόδι

Πρωινό σπέσιαλ, ονομαστό εξάλλου το "Τζώρτζ΄ις Χοσπιτάλιτι Μπρέκφαστ (4) ", όποιος το χει δοκιμάσει δεν το αλλάζει με τίποτα.

Καιρός ανέφελος, ήδη ο ηλιάτορας μάς χαμογελάει. Και μπουνάτσα!

Το πρόγραμμα σήμερον: Σηματοδοτημένο μονοπάτι "Στραπουριές- ξωκλήσι Ταξιάρχη- Ευρουσές" διαδρομή "καταπράσινη στη πανέμορφη ρεμματιά των Ευρουσιών", 2,7 χιλιομέτρων 1 ώρα και 15 λεπτά σύμφωνα με τον ένα οδηγό, 4,7 χιλιόμετρα και 2,5 ώρες σύμφωνα με τον άλλο. Μάς έχουνε μπερδέψει αυτοί οι οδηγοί, φαίνεται πως έχουν βαλθεί να ρίξουν το περιπατητικό φρόνημά μας μα εμείς οι συνειδητοί περιπατητές και φυσιολάτρες δεν το βάζουμε κάτω

Πρότεινα στο φίλο μου ν' αφήσουμε κατά μέρος τα κακοτράχαλα τής Άνδρου κι' αντί να βολοδέρνουμε σα τις άδικες κατάρες να πάμε κατευθείαν στη "Λιθοδομή" (5) για φρέσκο ψαράκι μα εκείνος ανένδοτος! "Πρόγραμμα ούμπερ άλες" μού είπε.

Φέρτε μου ανηφόρες, ανηφόρες πολλές, μόνο ανηφόρες θέλω τώρα που πήρα το κολάι, οι ανηφόρες μόνο με φτιάχνουν, ισώματα και κατηφόρες με ξενερώνουν! Να σκεφτείτε μετά τον γολγοθά ο λαιμός μου σκεβρωμένος, το κεφάλι συνέχεια ψηλά και το βλέμμα στη κορφή, τίποτα λιγότερο δεν με ικανοποιούσε, κι αν κορφοβούνι δεν φαίνονταν στον ορίζοντα κι η ανηφόρα άπιαστο όνειρο με έπιανε κατάθλιψη Τώρα που σάς γράφω βέβαια συνήθισα στη μετριότητα των πολλών, παρέα με τη δική μου, και το σαρκίο μου περιφέρω απ' το υπνοδωμάτιο τού Γιαννάκη στη τραπεζαρία κι από καρέκλα σε καρέκλα τι σου 'ναι ο άνθρωπος, πώς αλλάζει! 

Μιάμιση ώρα τελικά η πεζοπορική διαδρομή που κάναμε και κοντά 2,5 χιλιόμετρα, αυτά το πήγαινε, βάλτε άλλα τόσα το έλα, βάλτε και κάνα μισάωρο τουλάχιστον κουβέντα με τον Βαγγέλη (6) και την Ειρήνη (7) να κάνετε τη σούμα.

Σταματάω καθότι αναχωρούμε επειγόντως για την έτερη διαδρομή ουάου! και επανέρχομαι δριμύτερος

Καλά, όλα τα μονοπάτια σ  αυτό το νησί είναι ανηφορικά τού κερατά; αυτοί που τα 'φτιαξαν πρέπει να 'χανε κάποιο θεματάκι με τα ίσια, τα κανονικά, τα νορμάλ βρε αδερφέ...  Μήπως θέλανε να αποθαρρύνουν κάτι κουρασμένα (από γεννησιμιού τους) παλικάρια, σα τού λόγου μου;

Το σημερινό μάς έβγαλε το λάδι -όχι πως το χτεσινό ήτανε καλύτερο Μα τα καλά τα παλικάρια ξέρουν κι άλλο μονοπάτι χα! : Τρία σκαλοπάτια, στάση, μια βαθιά ανάσα, κάθε δέκα τέτοιες ελαφριά εντριβή σε γαμπο-γόνατα και καπάκι επάλειψη με βαλσαμέλαιο για το κοψομέσιασμα, το κόλπο, και το βγάλαμε παλικάρι! Α μη ξεχάσω το σπουδαιότερο: Μπανανίτσα (8)  μία ολόκληρη έκαστος να τη φχαριστηθεί,  και μηλαράκι (9) εξ ημισείας στα μισά τής διαδρομής. Αυτά τα φαινομενικά απλά, κοινά και  ταπεινά, αυτά που δε σού γεμίζουν το μάτι είναι που δίνουν λύση στα δύσκολα!

"Κυκλική διαδρομή αρχαιολογικού χώρου Παλαιόπολης" το σημερινό, απ τον δημόσιο δρόμο στη παραλία και τούμπαλιν.

Το μονοπάτι όπου το Ανδριώτικο πράσινο σμίγει αρμονικά με το γαλάζιο και την αρμύρα της θάλασσας! Πέντε χιλιομετράκια μόνο και υψομετρική διαφορά 300 μέτρων, αν δεν κάνω λάθος και είναι 400 -ο πλοηγός Τζωρτζ παρκάρει την Λαμποργκίνι γαρ, κι εγώ το βιολί μου στο σαλόνι τού φαστ πλεούμενου. Το μεσημεράκι προσκυνήσαμε στον Άη  "Κιόση" (10)  της Ανδριώτικης άγριας δύσης. 

Οι εντυπώσεις; Καταπληκτικές! και τούτο δίχως πλάκα. Κρίμα που οι υπόλοιποι του τημ έκαναν πίσω αυτοί έχασαν κι εμείς τους αγαπάμε. Οι διαδρομές πανέμορφες, ο καιρός τύφλα να χει το Καλοκαιράκι, το νησί γαλήνιο, ωραιότερο παρά ποτέ, η παρέα σταθερή αξία καρατσεκαρισμένη, φαί, ύπνος τι άλλο να πεθυμήσει κανείς στη ζωή του;

Νήσο των ανδρείων σε χαιρετώ  και οσονούπω στο επανιδείν!


1    Χαρτοπαίγνιο
2    "Γιώργος" ψητοπωλείο-σουβλατζίδικο--ταβέρνα-καφενείο (Ροδόπολη)
3    Κρέπα-καφεδάκι-ρακάκι-μεζεδάκι (Γαύριο)
4    Περιλαμβάνει δημητριακά Clusters με ξηροκάρπια ανάλατα (φυστίκι Αιγίνης-κάσιους-φουντούκι-  καρύδι) και δαμάσκηνα σε μυστική αναλογία, φυσικό χυμό πορτοκάλι με λεμόνι, φρούτο εποχής
5    Εστιατόριο, παραλιακή οδός Αλίκης Ψάλτη (Όρμος Κορθίου)
6    Ανδρείος εξ Αποικίων
7    Ίδια με πάνω
8    Dole
9    Gala
10  Κρεατοφαγείο (Σίδοντας Μακροτάνταλου -Γαύριο)





26/10
Παρέα με τα μοβόρικα και τον Νταγιάν σταθερή αξία στη γειτονιά είναι ο Λέλος και ο Στεναχωρημένος. Αχτύπητο ντουέτο! Ο πρώτος πάντα πρώτος σ΄ όλα. Ο δεύτερος πάντα δεύτερος και καταϊδρωμένος. Έτσι είναι τα αχτύπητα ντουετάκια -αλληλοσυμπληρώνονται. Έκαστος εφ ω ετάχθη σού λένε -ούτε βαρυγκώμιες, ούτε κονξάκια. Ο Στεναχωρημένος ξέρει πως η πρωτιά τον χαλάει. Την παραχωρεί ευγενικά στο Λέλο. Ο Λέλος άλλο που δε θέλει… πέφτει με τα μούτρα. Ο άλλος τον κοιτάζει. Ίσως με κάποιο παράπονο για τον μοναχοφάη φίλο του -λέω εγώ. "Λέλο, άφησε κάνα μεζέ και στο Στεναχωρημένο!..." Χαμπάρι ο Λέλος. Τελευταία τους ταΐζω σε διαφορετικά πιάτα και σε απόσταση ασφαλείας το ένα από το άλλο. Ο Λέλος καταβροχθίζει το δικό του με το βλέμμα στο πιάτο του φίλου του. Τελειώνει και τρέχει σ΄ εκείνο -ο άλλος έχει ήδη κάνει δυο βήματα πίσω.  "Ντροπή σου Λέλο… ντροπή σου!"… Ο Στεναχωρημένος είναι ο σκύλος της καρδιάς μου. Τι άραγε τον στεναχωρεί; κάποιο λόγο θα ΄χει. Εδώ που τα λέμε, δύσκολο είναι να ΄βρεις τέτοιο λόγο; "Βρε Στεναχωρημένε υπάρχουν και ευχάριστα στη ζωή… " Είναι φορές που νοιώθω πως αυτός ο σκύλος κουβαλάει στη πλάτη του τις στεναχώριες όλου του κόσμου. Αλήθεια, παθαίνουν τα σκυλιά κατάθλιψη; Ο Λέλος απ΄ την άλλη ασυγκίνητος και αγέρωχος. Τελικά χορτασμένος νοιώθεις αγέρωχος. Ο κόσμος όλος κομμένος και ραμμένος στα μέτρα σου κι η στεναχώρια υπόθεση των άλλων. Γίνεσαι λαρζ, ευχάριστος, χιουμορίστας, λες τραγούδια πολλά, γράφεις μπλογκ…




24/10
Βάφτισα τη γάτα μου Νταγιάν κι ας είναι θηλυκή –ελπίζω να μη της δημιούργησα ψυχολογικό τραύμα. Κι΄ αυτό για τη μαύρη πιτσιλιά που έχει στο ένα μάτι που μού έφερε στο νου τον Μοσέ Νταγιάν, τον μονόφθαλμο  Ισραηλινό στρατηγό των σίξτις στον πόλεμο που έμεινε γνωστός στην ιστορία ως "πόλεμος των έξι ημερών". Την εποχή των παιδιών των λουλουδιών δηλαδή, τότε που τραγουδούσανε για την ειρήνη, στη Παλαιστίνη σκοτώνονταν άλλη μια φορά για λίγες σπιθαμές γης. Ο δικός μου Νταγιάν βέβαια δεν έχει τίποτα φιλοπόλεμο σα τον συνονόματό του στρατηγό. Είναι γλυκός, ναζιάρης, χαδιάρης και συνέχεια ορεξάτος. Μέσα σ  ένα μήνα έχει γίνει διπλός απ το φαί! Σε αυτό συνδράμει και ο μπατζανάκης μου που όποτε τον βλέπω μ ένα σακούλι στα χέρια είναι με φαγητό για τον Νταγιάν. Ο μπατζανάκης μου -κατά τα φαινόμενα- αγαπάει τις γάτες. Εγώ αγαπάω όλα τα ζώα. "Οι φίλοι μου τα ζώα" λέω, και το εννοώ. Όλα τα ζώα είναι φίλοι μου, ακόμα και τα πιο μοβόρικα όπως τα δίποδα σα τις κότες και τα πιτσούνια. Τα τελευταία όμως μ΄ έχουν εσχάτως στεναχωρήσει γιατί τα κάνουν ευκοίλια -μπλιάχ σιχαμένα είναι!- στο μπαλκόνι της κορασίδας μου. Έχω κηρύξει ανένδοτο αγώνα στις σκατούλες τους! Λέω να βάλω μεταλλικά καρφιά στη κουπαστή να τσιμπούν τον πισινό τους για να μην ευχαριστιούνται το χέσιμο και να πηγαίνουν να τα κάνουν στού γείτονα. Δοκιμασμένο και άκρως αποτελεσματικό –θα ιδείτε- το σχέδιό μου, ταυτόχρονα όμως φιλικό στο περιβάλλον και με σεβασμό στη διαφορετικότητα του άλλου. Κύριοι πιτσούνια σάς αρέσει να τα κάνετε στη κουπαστή; Με γεια σας και χαρά σας -πηγαίνετε στού γείτονα! Και το λέω αυτό γιατί αν ήταν ο Νταγιάν -όχι ο δικός μου, ο κουμπουροφόρος- μέσα σε έξι ημέρες θα τα είχε καθαρίσει και στο μπαλκόνι της κορασίδας μου τώρα θα κατοικοέδρευαν παραδείσια πουλιά που οι σκατούλες τους ευωδιάζουν άρωμα άγριας λεβάντας… Ο δικός μου Νταγιάν, ως αντιλαμβάνεστε, δεν πολυνοιάζεται για δαύτα. Η έγνοια του συγκεκριμένη: Το πρωί με υποδέχεται με το που ανοίγω τη πόρτα φεύγοντας για τη δουλειά και μπερδεύεται στα πόδια μου σάμπως θέλει να με τρικλοποδιάσει, το μεσημέρι, στο γυρισμό, με προυπαντεί, μπερδεύεται πάλι στα πόδια μου, αυτή τη φορά όμως κουνάει πέρα δώθε την ουρά του και ξαπλώνει ανάσκελα να χαιδέψω τη κοιλίτσα του, και το βράδυ, ντερλικωμένος, απαξιεί για την παρουσία μου. Το ίδιο κι εγώ, αφού στο τέλος μιας δύσκολης μέρας δε βλέπω μπροστά μου τίποτ'  άλλο πέρα από όνειρα γλυκά…

Και σα να μην έφτανε ο Νταγιάν να ΄σου δύο μοβόρικα αδερφάκια του καινούργιοι συγκάτοικοί μας! Τα ανακάλυψα χτες παρέα του. Κάποιος τα έφερε… λέει η κορασίδα μου -ο καλός θεούλης  στο πρόσωπο κάποιου γείτονα ίσως. Αν και  φοβισμένα δείχνουν να χαίρουν άκρας υγείας. Αυτό βέβαια είναι σχετικό και –κυρίως- προσωρινό, αύριο τα πατάει ένας ραλίστας και πάπαλα… Θα σκεφτείτε -και με το δίκιο σας- τι δεν είναι σχετικό στη ζωή των ζώων; Κι όμως… υπάρχουν δύο! Το πρώτο είναι η μάσα. Διαχρονική αξία πάν-κοινής αποδοχής! Για τη μάσα γίνονται όλα: πόλεμοι, ειρήνες, φονικά, αγάπες και λουλούδια, μπίζνες, τσακωμοί, καλοπιάσματα, κακοκαρδίσματα, γιορτές και πανηγύρια… Το δεύτερο είναι ο έρωτας, το σεξ εννοώ, όχι πλατωνικός και τέτοια κουλτουριάρικα… Αυτός έχει να κάνει με την διαιώνιση τού είδους. Να μασουλάμε για να διαιωνιζόμαστε  και να διαιωνιζόμαστε για να μασουλάμε… δηλαδή. Μη χάσει η Βενετιά βελόνι κι έπειτα τι θ΄ απογίνουμε; Θα ΄ρθει κάνας Νταγιάν -ή όπως θέλετε εσείς πείτε τον- να τα κάνει όλα λαμπόγιαλο!… Ενώ απ΄ τη μάσα καρδαμωμένοι ο δικός σου θα τα βρει μπαστούνια.  Ο δικός μου, ο Νταγιάν, όλα αυτά τα έχει καταλάβει με το παραπάνω. Όπως ήδη σάς έχω πει στη μάσα διαπρέπει! Όσο για το σεξ φαντάζομαι πως έχει παρόμοια επίδοση. Αν ήμουν γάτος (που είμαι δηλαδή) θα τον εύρισκα ωραία γκόμενα. Είναι και ανεκτικός με τα μοβόρικα. Τουλάχιστον ανέχεται τη παρουσία τους και, μέχρι σήμερα, μοιράζεται μαζί τους την αυλή. Πόσο ανεκτικός είναι και αν μοιράζεται την ώρα της μάσας, τι να σάς πω, δεν ξέρω…





20/10
Πήγα το κάρο μου στο συνεργείο και μού 'δωσαν κάρο εξυπηρέτησης πελατών, έτσι το λένε, ευτυχώς που τσουλάει προσώρας γιατί αν δεν το ΄κανε κι΄ αυτό τι σόι εξυπηρέτηση μού κάνανε δεν θα καταλάβαινα. Ας μη γκρινιάζω όμως χρονιάρα μέρα σήμερα γαρ, τού άγιου Εργάσιμου Κεφαλλονίτη, θα φυλάει -ξέρω- τον συνονόματό του από τις κακοτοπιές και το κάρο του θα κάνει πύραυλο… Μέχρι να ΄ρθει αυτή η ευλογημένη ώρα βολεύομαι με το "εξυπηρετικό". Έχει μηχανή μόνιμα γουργουριστή σάμπως σε επιθανάτιο ρόγχο, ενώ από τριγμούς και θορύβους -κάθε είδους και προέλευσης- άλλο τίποτα, σα να πασχίζει το βασανισμένο να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη μα ένα αόρατο χέρι το κρατάει με το ζόρι κάρο. Σκέφτομαι πως στη ζωή του θα ΄θελε να είχε γίνει κάτι άλλο - μπορεί κρουαζιερόπλοιο, μπορεί τραίνο, πάντως κάρο όχι, μπορεί πάλι να ΄χει βαρεθεί τη γαμημένη "εξυπηρέτηση" τού πάσα ένα και να θέλει -μια φορά έστω- καθισμένο σταυροπόδι να το εξυπηρετήσουν οι άλλοι, ή να ονειρεύεται παλιοσίδερα σε κάποια μάντρα για να ξεκουραστεί επιτέλους… σα να ΄χω αρχίσει να συμπαθώ αυτό το κάρο επειδή έχει κάτι τι ανθρώπινο. Όμως τίποτα απ΄ όλα αυτά δε θα μ΄ ένοιαζε, κι΄ ούτε τώρα θα σάς ζάλιζα με τη πάρλα μου, αν δούλευε το ραδιοφωνάκι -το πλέον χρήσιμο καλούδι όλων στα κάρα- για να μαθαίνω τι τρέχει στον έξω κόσμο τον μποτιλιαρισμένο. Γιατί εμένα η τιβί φέρνει νύστα και στη τεχνολογία λειψός, απ΄ το ραδιοφωνάκι μαθαίνω τα νέα και δίχως αυτό με τρώει η μοναξιά στο τιμόνι, ραδιοφωνάκι να έχει κι΄ ας είναι σαραβαλάκι το κάρο μου δεν πειράζει. Τώρα πηγαίνω ίδιο στρατιωτάκι στητό, μοναχό, αμίλητο σα σε βουβή ταινία, και το τιμόνι κρατάω σφιχτά με τα δυό μου χέρια γερά, μη με καταπιεί η σιωπή. Τότε είναι που οι τριγμοί κι΄ οι θόρυβοι που σας είπα -σα να ξεθαρρεύουν- μεγεθύνονται και αποκτούν κάτι το απόκοσμο και μυστηριακό, που και που βέβαια κάποιο κορνάρισμα με επαναφέρει στο τώρα μα καπάκι ξαναχάνομαι, ταξιδεύω… Χτες, σε μία έκρηξη εξωστρέφειας και ανεξήγητης αισιοδοξίας, είπα να κάνω εγώ το ραδιοφωνάκι κι΄ άρχισα να τραγουδάω –καλά τα πήγα. Μα τις ειδήσεις; Τι να έκανα; εγώ να τις έλεγα; τόσο πολύ μίκρυνε ο κόσμος πια; Κι΄ έτσι κάποτε φτάνω σπίτι δίχως να θυμάμαι τίποτα από τη διαδρομή -μοναχά μια δαιμονισμένη σειρήνα για κάποιον που ήθελε να πεθάνει ή να γεννηθεί- σα να έχω βάλει τον αυτόματο…



12/10
“Χομ ις γουέρ δε χερτ ιζ” λένε και -αν είναι έτσι- τότε το σπίτι μου θα βρίσκεται κάπου στο Νέο Κόσμο, ακόμα και στο Δουργούτι παίζει, καθότι το “νέο” ανέκαθεν με συγκινούσε σφόδρα και κατά κει συνέχεια τραβιέμαι σα μαγνήτης, κι΄ ας μην είναι –ξέρω- παρά φενάκη τού νου κι΄ όνειρο πιο παλιό κι΄ απ΄ τον Μαθουσάλα, με τον Παλιό Κόσμο πλήττω και τους παλιούς -εμού συμπεριλαμβανομένου- δεν υποφέρω, κάπου μεταξύ Βολιβίας και Βραζιλίας θα βρίσκεται, εκεί όπου το φρέσκο τού Αλτιπλάνο σμίγει ηδονικά με την υγρασία τού δάσους της βροχής και το κοκκινόχωμα της μάνα γης με το κόκκινο της καρδιάς, εκεί όπου το μεγάλο ποτάμι απλώνει και γίνεται ένα με τις ανοιχτές φλέβες των βασανισμένων –βάσανο ο έρωτας γαρ, ίσως γι΄ αυτό συγκινήθηκα με τη ντοκιμαντεράρα της Δήμητρας Ζήρου “SUDAME'RICA τα χίλια χρώματα τής ζωής” ένα οδοιπορικό στη Λατινική Αμερική σ΄ ένα κόσμο που τρέχει με χίλια μα σάμπως καρφωμένος στο ίδιο σημείο μένει, το σπίτι μου φαίνεται θυμήθηκα, τε ρεκουέρντο Αμάντα, εσένα και την ακινησία του χρόνου στα μάτια σου, κι΄ εμάς στο κατόπι του ασθμαίνοντες να στρακώνουμε ήλιο και φεγγάρι με τον άνεμο να μάς κάνει πλάτες, έντεκα χρόνια κύλησαν σα δάκρυ  κι΄ είναι σα να μη πέρασε μια μέρα! μόνο τα παιδιά μεγάλωσαν και πήραν το δρόμο τους· το μισό κομμάτι τού οδοιπορικού ήταν αυτό πού κάναμε τότε μαζί Αμάντα (   AMERICALATINA             -UN MUNDO    MARAVILLOSO  https://ergasimos.blogspot.com/2016/02/americalatina-unmundo-maravilloso-259.html ) και το άλλο μισό αυτό που θα κάνω να σε ξαναβρώ…



8/10
“Ενήλικοι στο δωμάτιο”. Διαπραγμάτευση μέχρις εσχάτων στα μαρμαρένια αλώνια των Βρυξελλών. Οι κακοί σκληρά καρύδια. Μα κι΄ οι καλοί δεν πάνε πίσω. Αυτή τη φορά έχουνε αρχηγό γαμάτο. Νο πασαράν! βροντοφωνάζει κι΄ αρχίζει το πατιρντί. Μπαμ και μπουμ οι κουμπουριές. Κάτι σαν καλοί αστυνόμοι και κακοί κλέφτες δηλαδή. Και ολίγη από κόμικ καθότι οι χαρακτήρες καρικατούρες. Αγωνία στο κόκκινο. Η νίκη είναι με το μέρος των καλών. Αμ δε… Λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο. Καλοί πάπαλα!  Ο γαμάτος κάτι ήξερε… Δικαιωμένος βάζει το καπελάκι του στραβά και αποχωρεί. Αυλαία. Θυμός και αγανάκτηση στο φιλοθεάμον κοινό. Πλήξη οι υπόλοιποι. Οι κουμπουριές συνεχίζονται κι΄ έξω απ΄ την αίθουσα. Ποιανού το δίκιο; Σκέφτομαι πως πάντα οι καλοί ήταν ταγμένοι στη καλοσύνη ενώ οι κακοί στο το πυρ το εξώτερο. Και απομακρύνομαι γρήγορα μη με πάρει καμιά αδέσποτη…


3/10
Εργασία και χαρά, χαρά και εργασία… κι΄ ας έχω μιαν εκ γενετής δυσανεξία στην εργασία, για να το λένε έτσι θα είναι, οφείλω δε να ομολογήσω πως στον χαρούμενο ανθρωποβιότοπο του μυαλού μου ένα επάγγελμα ενδημεί σε περίοπτο θέση επιβεβαιώνοντας τη λαϊκή ρήση. Μαντεύετε ποιο; Για να σάς βοηθήσω –να μη κουράζεστε με βασιλιάδες, πρωθυπουργούς, τραπεζίτες, γαλονάδες, προφεσόρους, ή …αστροναύτες- σχετίζεται με την υγεία. Αυτή που σα τη χάσεις σε πιάνει το παράπονο γιατί να την έχουν οι άλλοι και όχι εσύ, και –καπάκι- το γινάτι να τη βρεις (ή τουλάχιστον να την χάσουν κι΄ εκείνοι για να ΄χεις κάποιον ομοιοπαθή να λέτε τον πόνο σας) και τρέχεις στο γιατρό. Το επάγγελμα του γιατρού λοιπόν; Ελάτε τώρα!… χρειάζεται να κρεμαστείς σε δαύτους για να βρεις την υγειά σου; Κι΄ από τα κλαδιά ενός δέντρου να κρεμαστείς ανάποδα, σα τη μαϊμού, άμα έχεις τύχη θα τη βρεις!… Όλοι τους το ξέρουν –αν και ουδείς το ομολογεί για ευνόητους λόγους: Αυτό που χρειάζεται είναι η καλή τύχη! Οι γιατροί απλώς έχουν την υψηλή εποπτεία σε κάτι που δεν ορίζουν –και, για να μη τους αδικώ, δεν είναι οι μόνοι… Πώς λένε «αυτός απλώς προεδρεύει»; το ίδιο πράμα. Από κει και πέρα μόνιμα φευγάτοι· βηματισμός πολυάσχολου, άσπρη ρόμπα, στηθοσκόπιο κρεμασμένο στον λαιμό και ύφος ατσαλάκωτο εκατό καρδιναλίων… αρκούν για να ενταχθεί κάποιος στο περί ου ο λόγος σινάφι. Αφήστε και το άλλο με δαύτους: Εννιά στις δέκα επαναλαμβάνουν στερεότυπα «καλά πήγαμε»! -εσείς τούς έχετε ακούσει να λένε κάτι διαφορετικό; Αν πήγαιναν καλά, τότε πώς τόσοι και τόσοι τα κακαρώνουν στα νοσοκομεία; Δεν κόβουν λέω εγώ επιτέλους αυτή τη πλάκα; Ε λοιπόν δώστε βάση: «Καλά πήγαμε» δεν σημαίνει απολύτως τίποτα! Έχει την έννοια τού «εντάξει…» έτσι για ξεκαλούπωμα από τούς φορτικούς -στη καλύτερη τού «βλέποντας και κάνοντας…» Αν παρ΄ ελπίδα τούς ακούσετε να λένε κάτι διαφορετικό, να κάνετε το σταυρό σας -όπου να ΄ναι επέρχεται το μοιραίο…  Καλά, τι ζόρι τραβάω με τους γιατρούς; αφού ούνα φάτσα ούνα ράτσα -ορκισμένος παραμυθάς είμαι κι΄ εγώ, από αλλού ξεκίνησα κι΄ αλλού βρέθηκα… Τι λέγαμε λοιπόν; Α για το τοπ επάγγελμα… Έξω λοιπόν οι γιατροί. Τι απομένει; Ακόμα το βασανίζετε; τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια! Η καλή τύχη -που λέγαμε- με μια νοσοκόμα των ονείρων σου στο προσκέφαλό σου, στο κρεβάτι τού πόνου! Ναι το επάγγελμα τής νοσοκόμας, αυτό είναι! Νοσοκόμα η περιούσια εργαζόμενη, ο επί γης φύλακας άγγελος. Όλα τα καλά σε ένα: Ποια άλλη –ξέρετε- πιο χρήσιμη; Πιο περιποιητική και πρόθυμη; Παντός καιρού και απίκο επί εικοσιτετραώρου βάσεως; Περιποιημένη και ναζιάρα; Με τον καλό λόγο και το χαμόγελο στα χείλια; Που δε σε φλομώνει με παραμύθια; Και τέλος, γιατί όχι, ποια άλλη ποιο ποθητή; Κυρίες μου των λοιπών επαγγελματικών χώρων συμπαθάτε με αν σας κάνω να ζηλεύετε, μα, αν ήμουν γλύπτης, βωμό «στην άγνωστη νοσοκόμα» θα σμίλευα να προσεύχονται σ΄ αυτόν οι απανταχού πονεμένοι. Με εφαρμοστή και αποκαλυπτική -χάριν ατυχούς συγκυρίας τής στιγμής κατά την εκτέλεση του καθήκοντος- ποδιά, και ολόχρυσο στέμμα επί κεφαλής, θα την απίθωνα βασίλισσα αληθινή στο κρεβάτι του έρωτα, αφού για πάρτη της πόνος και στεναχώρια δε λένε παρά μονάχα η χαρά της ζωής! 
  


30/9
Εγγυημένη ποιότητα ύπνου! (το θαυμαστικό δικό μου) Το είδα με μεγάλα φωτεινά γράμματα σε περίοπτο θέση πολυκαταστήματος και –δίχως να θέλω- συγκινήθηκα. Από κάτω του, στη μόστρα, τα σύνεργα τού Μορφέα: Κρεβάτια, στρώματα, μαξιλάρια… για κάθε γούστο και βαλάντιο. Περί διαβεβαίωσης τού καταστήματος στους πελάτες του πρόκειται; Ερωτώ γιατί το να εγγυηθείς την ποιότητα στρωματομαξίλαρων μπορώ να το καταλάβω. Μα τον ύπνο, το υπέρτερο των αγαθών, το πιο γλυκό αποκούμπι; Στη πούληση κι΄ αυτός; Ο ύπνος είναι ιερό πράμα! Και πού ξέρουν οι κύριοι του πολυκαταστήματος πώς τον θέλει ο καθείς; Με όνειρα ή άνευ; ανάσκελα ή μπρούμυτα; μήπως στο πλάι ; αγκαλίτσα ή κατά μόνας; βαθύ ή ανάλαφρο;… ύπνοι δόξα τω θεώ ουκ ολίγοι. Για όλους δίνουν εγγύηση; Αν πράγματι ισχύει, μπράβο τους!  Μα μήπως πρόκειται απλώς για ευχή; Ευχή -θέλω να πιστεύω- αγνή και ανυστερόβουλη, πέρα από μαρκετινίστικα τερτίπια. Γιατί ο ποιοτικός ύπνος –διαβάζω- είναι φευ! αγαθό σε ανεπάρκεια σήμερα, καίτοι το άλφα και το ωμέγα για εξίσου ποιοτικό ξύπνιο. Να ξέρετε περί αυτού πρόκειται! – μάλλον γι΄ αυτό συγκινήθηκα. Υπάρχει ωραιότερη ευχή; Ακόμα κι΄ αν έχει να κάνει με ευσεβή πόθο… Ευχαριστούμε καλό πολυκατάστημα. Τα βασικά βλέπετε ήταν ανέκαθεν το ζητούμενο. Αυτά που όταν τα έχουμε δεν τους δίνουμε σημασία, λες και θα ΄ναι εξασφαλισμένα εσαεί, και μοναχά σαν τα χάσουμε καταλαβαίνουμε το ανεκτίμητο τής αξίας τους. Αντεύχομαι και υπερθεματίζω: Γραμμή στο κρεβάτι και όνειρα γλυκά!…





26/9
Μα να μη μπορώ να εστιάσω; τι βάσανο κι΄ αυτό. Όλα θολά και συγκεχυμένα τα βλέπω. Σα σε ταινία παλιακή που παίζει ερήμην μου μόνιμα ανετάριστη… Και να πεις πως το θέλω; Ούτε κατά διάνοια. Χασάπη γράμματα! για σινεμά διψασμένος είμαι κι΄ εγώ -ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Κι΄ όμως… Κάτι τι –φαίνεται- θόλωνε το μάτι αργά μα σταθερά δίχως να το καταλάβω (για να ΄μαι ειλικρινής ακόμα και σήμερα δεν βάζω το χέρι μου στο ευαγγέλιο ότι το κατάλαβα). Και το χειρότερο συνήθισα! Εντάξει… -έλεγα- πού θα πάει θα καθαρίσει… Μέχρι που ένα ωραίο πρωί ξύπνησα σχεδόν αόμματος. Τι να ΄κανα; Το γκούγκλαρα: γιούσερς μάνιουαλ “Περί Οράσεως” -εδάφιο "Σε Περίπτωση Ανάγκης". Έψαξα… και πού δεν έψαξα… αλλά μάταιος κόπος. Το πρόβλημα προφανώς δεν είχε να κάνει με τα μάτια.  Με τι είχε όμως; Να μη μακρηγορώ, ακόμα δεν ξέρω. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι φαινόμενα σαν αυτό εντάσσονται στη φυσιολογική φθορά του χρόνου. Ακολουθούν κατά πόδας τη χιονισμένη κόμη, τα παχάκια, τα προγούλια… Και -μαζί τους- μια εγγενή προδιάθεση να εστιάζει το βλέμμα ολοένα και πιο κοντά, ζήτημα είναι αν φτάνει λίγο πιο πέρα από τη μύτη… (ο οφθαλμίατρος πάντως με διαβεβαίωσε πως βλέπω σα γεράκι). Ίσως να μην είναι καν πρόβλημα.

Εσύ σημειωματάριό μου τι λες; Πρόκειται περί προβλήματος ή εγώ είμαι ο προβληματικός; Όχι δε θέλω να με στεναχωρήσεις… αρκεί που σε έχω να λέω τον πόνο μου, μονάχα εσύ με καταλαβαίνεις. Άντε και δυο τρεις νοματαίοι στη κουτσομπόλα… Για τους ρέστους ούτε λόγος να γίνεται: Ή με βαρέθηκαν -και με το δίκιο τους οι άνθρωποι- ή έχουν σοβαρότερα ν΄ ασχοληθούν. Δεν πειράζει. Εγώ κι΄ εσύ μού φτάνει. Το κρατούσα μυστικό, να σού κάνω έκπληξη, μα θα στο πω: Τώρα που Φθινοπώριασε και θα μαζευτούν τα μελτέμια, θα σε πάρω να πάμε τα δυο μας κατά παραλία μεριά. Η καλύτερη εποχή τούτη σημειωματάριο μου: Θάλασσα λάδι, ουρανός σκιάδι, αμμουδιά ανοιχτή αγκαλιά. Και ολομόναχοι! Θα περάσουμε ζάχαρη! Θα τα πούμε με την ησυχία μας, θα κάνουμε βουτιές –δε πιστεύω να φοβάσαι τις βουτιές στα βαθιά;- θα κολυμπήσουμε μέχρι να μουλιάσουμε ως το κόκαλο, από βραχάκι σε βραχάκι, από κάβο σε κάβο, από όνειρο σε όνειρο… Να ζαρώσει το παλιό δέρμα μπας και ξεκολλήσει να ΄βγει νέο (κι΄ η αρμύρα θα γιάνει τις πληγές), να νοτίσει το χαρτί μπας και σβηστούν οι λέξεις κι΄ απομείνεις άγραφο να σε γράψω απ΄ την αρχή. Έτσι μόνο θα καθαρίσει η ματιά…  
 




17/9
Μικραίνει οι μέρα, μεγαλώνει η νύχτα. Ώρα εφτά, ηλιόλουστο απόγευμα χτες, κι΄ έχει ήδη σουρουπώσει. Τρέχω να προλάβω το σκοτάδι. Τρέχω τρόπος τού λέγειν -εκκρεμότητες μηδέν.
Το ηλιοβασίλεμα ζεσταίνει τη καρδούλα μου. Θα με συντροφεύει τις κρύες νύχτες τού Χειμώνα. Άλλο τι δεν χρειάζομαι. Ούτε νόημα ψάχνω. Δυο τρεις λέξεις να περιμαζέψω από την ασωτία του Θέρους μη τις πάρουν παραμάζωμα οι μανιασμένοι αέρηδες κι΄ αυτό είναι όλο. Α μη ξεχάσω τα όνειρα! Θα τα βολέψω κι΄ αυτά κάπου απάνεμα.
Παλιά κάθε χρόνο τέτοια εποχή έκανα σχέδια. Και τώρα κάνω δηλαδή. Τα Σεπτεμβριάτικα εξακολουθούν να ΄ναι μακράν τα καλύτερα. Έχεις όλο το καιρό μπροστά σου να τα παρατήσεις. Μελαγχολικό τραγούδι ο Σεπτέμβρης. Αφήστε που κάποιοι μιλάνε για καιρούς δοξασμένους και πάλι…
Σα να ψύχρανε. Χτες βράδυ ψιλοκρύωνα. Να βγάλω τη κουβέρτα από  τ΄ αζήτητα. Κι΄ όση ζεστασιά έχει απομείνει να την κλείσω ερμητικά εκεί μέσα.
Καλώς ήρθες νύχτα! Πάντα έβρισκες έναν καλό λόγο για μένα. 



12/9
Αριστεία. Να τη. Να τη, πετιέται! Και μαζί της οι παρίες στη κορυφή. Σε ένα κόσμο δίκαιο. Ίσων ευκαιριών. Όπου καθένας παίρνει αυτό που τού αξίζει. Αγγελικά πλασμένο. Σ΄ ένα κόσμο ανθρώπων πέρα από τα ανθρώπινα -γιατί όχι;  Άλλαξαν βλέπετε τα πράματα. Τώρα μαζί, χέρι χέρι πιασμένοι, στην αφετηρία. Ίδια καλοζωισμένοι. Ίδια χορτάτοι. Ίδια προετοιμασμένοι. Ίδια λαμπεροί. Με το ίδιο χαμόγελο στα χείλια. Ίδια όλα σάς λέω! Ποιος θα το πίστευε; Να πάνε και μη γυρίσουν τα πέτρινα χρόνια. Θα τρέχει απ΄ τα μπατζάκια μας η αριστεία! Και σ΄ όσους δεν αρέσει, ξύδι Θα μπει κι΄ ελάχιστη βάση εισαγωγής στα πανεπιστήμια. Επιτέλους! Αυτό το κακό με τους πρωτοετείς στουρνάρια είχε παραγίνει. Χάθηκαν οι φωστήρες που βγάζει με το τσουβάλι το σχολείο; Άνοιξε η γης και τους κατάπιε; Ελάχιστη βάση το είκοσι κυρία υπουργέ, εδώ και τώρα! Το είκοσι. Τίποτα λιγότερο! Καλό θα τους κάνει. Τι να πουν κι΄ αυτοί οι έρμοι οι γονείς; Που ΄χουνε πιάσει στασίδι για την αριστεία σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα; Και τρέμει από πάνω το φυλλοκάρδι τους μη τυχόν δε τρουπώσει το βλαστάρι τους σε μια κωλοσχολή; Καιρός κάποιος αρμόδιος να τους ζητήσει συγνώμη… 
        


4/9 
Κάποτε ξεροστάλιαζες μπροστά σ΄ ένα γκισέ να μετράς τη χαρτούρα, σήμερα ιμπανκινγκ-οεξαρτημένος και γουστάρεις τρελά, κλικάρεις πανευτυχής να πληρώσεις τον ψωρολογαριασμό για το αξεπέραστο δίκτυο, μα, για βάστα, από πού ως πού αυτή με τις υπαρξιακές ανησυχίες -πού πάει ο κόσμος; και τα τοιαύτα- σε χρεώνει για κάθε συναλλαγή μισό ευρώ και μάλιστα οσονούπω θα το φτάσει στο μηδέν εξήντα; δυο λογαριασμοί ένα ευρώ δηλαδή, τρεις ενάμιση, και πάει λέγοντας… είναι το ευχαριστώ που τής κάνεις οικονομία να μη πληρώνει ταμίες; τα παίρνεις στη κράνα λες άι σιχτίρ και να σου στη γύρα ψάχνοντας την καλύτερη και μπράβο σου -πάλι καλά που δεν ξεποδαριάζεσαι μέσα στη ντάλα- φτάνεις στο δίπλα μαγαζί, το λαρζ με τα μπόνους, και ανακαλύπτεις πως αυτή σε χρεώνει μηδέν τριάντα -γιατ΄ είναι λαρζ, καπάκι πας παραδίπλα στη “μεγάλη μας φίλη” και μια απ΄τα ίδια, όλες μιλημένες, σαΐνια στο νταβατζηλίκι· τί άλλο να κάνεις; -να πιάσεις τις χριστοπαναγίες; να στηθείς με τις ώρες στα γκισέ που καταργήθηκαν; να ξαναγυρίσεις πίσω στη χαρτούρα;- αρχίζεις να βλέπεις το πράμα με άλλο μάτι και δίνεις μόνος σου την απάντηση στο “τι ρόλο βαράνε οι τράπεζες;” αντιστρέφοντας το ερώτημα “τι ρόλο βαράω εγώ στις τράπεζες;” ναι αυτές που -τότε με τις παχιές αγελάδες- φορτώσανε και τη κουτσή Μαρία με δανεικά και θαλασσοδάνεια, αυτές που έσωσες και  ξαναέσωσες και ματαξαναέσωσες και θα ξανασώσεις… και εν μια νυκτί γίνανε τα χρέη τους από ιδιωτικά δημόσια για να τα πληρώνεις -έχεις δεν έχεις- τρεις γενιές και βλέπουμε…, αυτές που μόνο “πιστωτικά ιδρύματα” δεν είναι κι ας τα λένε έτσι, αφού για δανεικά -διαβάζεις- ούτε σάλιο, μόνο καρα-χρεωστικά τού κερατά, γι΄ αυτές ρωτάς· γιατί οι ρόλοι –καταλαβαίνεις- έχουν αντιστραφεί κι΄ από φουκαράς καταθέτης άθελά σου έχεις γίνει πιστωτής μιας φάμπρικας που σε ξεπερνάει κι΄ ας ψυχανεμίζεσαι πως -για σένα- δεν έχει λόγο ύπαρξης… 
  




30/8
Μέρα φωτιάς. Έτσι την βαφτίσαμε. Φωτιά πελώρια, ουρανομήκη. Πύρινο φωτοστέφανο και καπνοί έχουν αγκαλιάσει τον μικρό Χριστούλη του Ματοζίνιο και δακρύζει. Χριστούλη σχώρα μας. Κι΄ εμένα πονάει η καρδιά μου, αλήθεια σού λέω. Καίγεται λένε ο "πνεύμονας του πλανήτη" βδομάδες τώρα -χρόνια τώρα… λέω εγώ. Ένας απ΄ αυτούς που έχουν απομείνει δηλαδή. Γιατί κι΄ οι υπόλοιποι δεν πάνε καλύτερα, μα τσιμουδιά για δαύτους. Βλέπετε αυτός που ψηφίσαμε στο γκουβέρνο για να κάνει τα στραβά μάτια πουλάει. Κι΄ έπειτα είναι πολλά τα λεφτά εκεί. Για τις φωτιές στους άλλους πνεύμονες φαίνεται πως οι ευαίσθητοι ηγέτες περί τα οικολογικά τα ΄χουνε βρει… Η μαυρίλα –διαβάζω- έπνιξε το Σάου Πάολου δυο χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά! Σιγά τ΄ αυγά…  Άμα πεινάς δεν σε νοιάζει το δάσος. Κι΄ άμα σού τάζουν φαί τού βάζεις και φωτιά. Στο μυαλό σου έχει καρφωθεί πως τα δέντρα φταίνε για τη μιζέρια σου. Πως ο πνεύμονας των χορτάτων είναι θηλιά στο λαιμό για σένα. Κι΄ ας μη πιάνει αυτό το γαμημένο εύκολα φωτιά -αν έπιανε σάς διαβεβαιώνω δε θα ΄χε μείνει πράσινο φύλλο ούτε για δείγμα- μια, δυο, τρεις… πού θα πάει θα τα καταφέρεις. Τώρα με τον δικό μας είναι όλα πιο εύκολα -επιτέλους! Σάμπως τα λεφτά τους στις τσέπες μας θα καταλήξουν; Και μην ακούω για πολυεθνικές και μεγαλοσυμφέροντα -τα διαβάζω και γελάω. Ξαναζεσταμένο πιάτο… καιρός να σταματήσει αυτή η πλάκα. Εμείς οι ίδιοι βάζουμε τη φωτιά. Όχι τώρα. Πάντα. Και ο Χριστούλής μας που καταλαβαίνει πάντα δακρυσμένος θα ΄ναι.  



26/8
Άνθρακες ο θησαυρός μα δεν είχαν έρθει γι αυτόν. Θυμός και πίκρα η πραμάτεια τους και μια ανακατωσούρα άνευ προηγούμενου. Βάλτε λίγα δάκρια βουβά, από αυτά που εμφανίζονται στιγμιαία όταν σε πιάνει το παράπονο, και την αίσθηση παραβίασης τού, ζηλότυπα φυλαγμένου ως κόριν οφθαλμού, αυστηρώς προσωπικού. Οι δράστες, τρεις ή τέσσερις, μπήκαν από μια μικρότατη χαραμάδα του νου, το μόνο αφύλακτο σημείο κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ήταν επίτηδες ξεχασμένη προκειμένου να εξέρχονται τα όνειρα απρόσκοπτα για το νυχτερινό σουλάτσο τους και ο ύπνος να είναι ευχάριστος κι΄ ελαφρύς. Τώρα –αλλοίμονο- θα σφραγιστεί ερμητικά και αυτή. Μα τόση απανθρωπιά υπάρχει στο κόσμο; Δεν σκέφτηκαν οι επαγγελματίες της πυρκαγιάς τις ολέθριες, συνακόλουθες συνέπειες της πράξης τους; “Ερασιτέχνες είναι…” έσπευσε να αποφανθεί ο επικεφαλής αστυνομικού κλιμακίου που επιλήφθηκε της διερεύνησης τού συμβάντος εκτιμώντας πως η σύλληψη των δραστών είναι απλώς θέμα χρόνου. Θέμα χρόνου!… ουδείς εξέλαβε σοβαρά τις εκτιμήσεις του. Και τούτο γιατί –ατυχώς- δακτυλικά αποτυπώματα δεν βρέθηκαν, παρά μόνο πλήθος σφόδρα καταπιεσμένων συναισθημάτων εν είδει απωθημένων, και ενοχές, πανομοιότυπα με των πολλών, στοιχεία από μόνα τους ανεπαρκή. Η έρευνα βεβαίως συνεχίζεται.


16/8
Αυτός ήταν! Φτυστός! Τον είδα, ψάρευε Ολύμπιος στο βράχο. Στην αρχή αμφέβαλα: δεν μπορεί… Καπάκι σκέφτηκα λογικά: γιατί όχι; Παρότι κολυμπούσα ήδη αρκετή ώρα και η κούραση βαριά -η περιέργειά μου να΄ ναι καλά- τινάζοντας τα πόδια σα τον βάτραχο σε συνδυασμό με αποκλίνουσες αγκαλιές των χεριών αθόρυβα για να μη τρομάξω τα ψάρια του (είχα και άλλον ένα λόγο: δεν ήθελα να με καταλάβει προτού σιγουρευτώ), πλησίασα και κρύφτηκα πίσω από μια προεξοχή τού βράχου. Από τη θέση αυτή θα μπορούσα εύκολα να εξαλείψω και το τελευταίο ψήγμα αμφιβολίας. Εκεί έμεινα κρυμμένος μέσα στο νερό κάμποση ώρα άπραγος. Είχα αρχίσει να κρυώνω. Και μετά; Και μετά; Και μετά;… μία ερώτηση τριβέλιζε καρφωμένη το μυαλό μου -κι΄ εγώ με τις απαντήσεις δεν τα πάω καλά. Μετά τί θα έκανα;  Έπειτα ροδαλός ροδαλός ήταν, έχαιρε άκρας υγείας -το έβλεπα καθαρά- κάθε αμφιβολία περιττή. Τελικά κεφάλι έξω -τάχατες για να σιγουρευτώ- δεν έβγαλα παρά προτίμησα τη σιγουριά της κρυψώνας μου και κράτησα τα μάτια πεισματικά κλειστά συντροφιά με τις αναμνήσεις που αίφνης σηκώθηκαν σεγόντο στο μελτέμι. Και σε πρώτη ευκαιρία, με προσοχή μη με καταλάβει, έκανα αναστροφή και αθόρυβα όπως είχα πλησιάσει απομακρύνθηκα. Όταν ένοιωσα πως βρισκόμουνα σε απόσταση ασφαλείας από το οπτικό του πεδίο –τι μ΄ έπιασε;- άρχισα να κολυμπώ σαν τρελός χτυπώντας το νερό με μανία, λες κι΄ ήθελα να κάνω όσο περισσότερο σαματά μπορούσα για να τραβήξω τη προσοχή του. Και βάλε το αλάτι που έμπαινε στα μάτια μου, βάλε την κούραση που ξανάκανε την εμφάνιση της άρχισα να βλέπω πάλι αμφίβολα και θολά, σαν γαλαξία στα σκοτεινά τού νου κι΄ αυτός μακρινό αστέρι.



11/8
Τσιμπούσε. Η γαρίδα έκανε καλά τη δουλειά της, το ίδιο και το ψιλό παπαγαλάκι. Ήξερε πως τα μεγάλα ψάρια πιάνονται και σε μικρό αγκίστρι -αυτά τα μεγάλα αναζητούσε στα ψαρέματά του. Προς το παρόν η σακούλα είχε μόνο μικρά. “Έ συ ψάρουκλα! δεν τα λυπάσαι τα κακόμοιρα;…” τού ΄πε με σαρκασμό η καλογριά που ΄χε σκάσει μύτη πλάι στη προβλήτα, εκεί όπου οι πατούσες του ακουμπούσαν το νερό. Την είχε πάρει πρέφα από τη πρώτη κιόλας ριξιά: Παντελώς αδιάφορη για τη σφαγή που εξελίσσονταν λίγα μέτρα πιο πέρα, κορδωτή και καμαρωτή, σουλάτσερνε μισό μέτρο κάτω από την επιφάνεια περιμένοντας τον μεζέ στο στόμα, τίποτα γαριδοκεφαλές (με μπόλικο ψαχνό), ή υπολείμματα σάρκας γαρίδας που δεν έκαναν για τ΄ αγκίστρι, ή  ακόμα και ολόκληρα κομμάτια που κατέληγαν στο νερό είτε από λάθος, είτε γιατί  παρέσυρε το δυνατό μελτέμι. “Σα δε ντρέπεσαι λέω εγώ άχρηστο κορμί… τολμάς και μιλάς;” αποκρίθηκε εκείνος κοιτάζοντάς την περιφρονητικά, τόσο όσο άξιζε σε μια καλογριά όλο κόκαλα και κρέας στυφό που δεν τρώγεται με τίποτα. Ήταν στη θέση του από το μαύρο ξημέρωμα με το καλάμι, τις αρματωσιές, την απόχη και τα δολώματά του και, κυρίως, την θέληση να πιάσει το μεγάλο ψάρι, ένα σαργό του κιλού (και μεγαλύτερος γιατί όχι;), μια τσιπούρα, ένα μελανούρι… ένα έστω μα καλό, για τη θράκα, να ΄χει να το λέει. “Άχρηστο κορμί πού δεν κάνω για τ΄ αγκίστρι σου;… Ας γελάσω xα xα xα!” απάντησε εκείνη, και με στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών τσουπ! βούτηξε κι΄ εξαφανίστηκε στο βαθύ γαλάζιο.
Έμεινε αποσβολωμένος να κοιτάζει το νερό. Τα έπαιρνε στο κρανίο με τους εξυπνάκηδες που τα περιμένουνε όλα έτοιμα και κάθονται σταυροπόδι, αν μη τι άλλο δεν είναι τίμιο απέναντι σ΄ αυτούς που ιδρώνουν για να βγάλουν το ψωμί τους -βέβαια τα ψάρια δεν μπορεί να ιδρώνουν μέσα στο νερό… σκέφτηκε, και εξέλαβε το παράδοξο ως χιούμορ εξ΄ ουρανού προκειμένου να φτιάξει η διάθεσή του. Γιατί το μαριδαριό που ΄χε πάλι πιάσει (μάσα- φτύσε θα ήταν) τον είχε χαλάσει, και το μεγάλο ψάρι (το έβλεπε- εκεί κάτω ήτανε και τον περίμενε) σα να διασκέδαζε με την ατυχία του…          





6/8
Πολύβουο, πολύχρωμο ανθρωπομελίσσι για μια γλυκιά σταγόνα αρμύρας. Στ΄ αυτιά μου γέλια και σκόρπιες λέξεις που το αεράκι εδέησε να φέρει. Το παγκάκι, στο τέλος του λιθόστρωτου, το παρατηρητήριό μου. Το αλμυρίκι του η ακριβή σκιά. Η θάλασσα, σε ασορτί διχρωμία γαλάζιου με μπλε ελαφρά ρυτιδιασμένη, αντανακλούσε τις ακτίνες του ήλιου κατευθείαν στα μάτια. Φόρεσα τα κόκκινα γυαλιά. Τι καλά! (στα κόκκινα). Μέχρι που το ροχαλητό τράβηξε τη προσοχή μου. Όταν οι υποψίες μου επιβεβαιώθηκαν (πράγματι ροχαλητό ήτανε) ανησύχησα. Γιατί ο ύπνος είναι κολλητικός. Κι΄ εγώ δεν είχα κάτσει στο παγκάκι για να κοιμηθώ. Εξάλλου το σημείο δεν προσφέρεται για ύπνο (δεν προσφέρεται για ύπνο με ροχαλητό, για  αθόρυβο δεν θα ήμουν το ίδιο κατηγορηματικός). Χωρίς δεύτερη σκέψη, και ενδεχομένως με κάποια ενόχληση, σηκώθηκα. Τράβηξα κατά τη παραλία. Μαύρα βόλια αναμμένα ζεματούσανε τις πατούσες μου. Τα χρειάστηκα. Είχα ήδη κάνει κάμποσα μέτρα (λίγα μέχρι τη θάλασσα, πολλά για να γύριζα πίσω -κι΄ έπειτα να γύριζα να πήγαινα πού;) Αποφάσισα να επιταχύνω τον βηματισμό μου. Σανίδα σωτηρίας τα βόλια που έγλυφε το τελευταίο κύμα. Κάμποσες (καυτές) δρασκελιές, κάμποσες πατημασιές επί των άλλων και -τελικά- τα κατάφερα.
Μ΄ αυτά σάμπως να είχα ξεχάσει τι γύρευα εδώ. Αν θυμάμαι καλά ξεκίνησα από το ξενοδοχείο με το μπανιερό παραμάσχαλα, πήρα τον ανηφορικό δρόμο προς την παραλία (στο τέλος κατηφόριζε), περπάτησα κάνα μισάωρο (στα μισά του δρόμου ήταν η πρώτη φορά που πέρασε από το μυαλό μου να γυρίσω πίσω πιστεύοντας πως ήμουν ο μοναδικός τρελός στην υφήλιο που ΄χε αφήσει το ωραίο κλιματιζόμενο δωματιάκι του για να βολοδέρνει μέσα στη ντάλα, μα δεν το έκανα γιατί -στη κατηφόρα- είδα κι΄ άλλους πολλούς σαν εμένα και αναθάρρησα), και όλα αυτά για μια βουτιά. Πριν βουτήξω κάθισα να ξαποστάσω στο παγκάκι, δεν ήταν η πρώτη φορά (ένα βήμα αλλά και αρκούντως μακριά από τον κόσμο -ιδανικός συνδυασμός για απρόσκοπτη παρατήρηση- αυτό το παγκάκι) σε κάθε ευκαιρία στρογγυλοκαθόμουνα.  Αρκεί βέβαια να το ΄βρισκα αδειανό (αυτό ήταν το καλύτερο σενάριο -το χειρότερο το ήθελε διαρκώς κατειλημμένο από λογής αργόσχολους, συνήθως μιας κάποιας ηλικίας). Από μακριά πάντα είναι καλύτερα. Το κάδρο γίνεται χορταστικό και όλα φαίνονται ωραία. Όταν καίγομαι από περιέργεια (συμβαίνει συχνά) για τη λεπτομέρεια, πλησιάζω. Για ν΄ ανακαλύπτω –ευτυχώς!- πως άλλα έβλεπα κι΄ άλλα ήταν.
Εν τω μεταξύ η θάλασσα είχε γίνει λάδι. Δεξιά μικρομάνα χάιδευε με αντηλιακό το παιδάκι της, ο πατέρας παρακολουθούσε στοργικά κι΄ έριχνε βοτσαλάκια στο νερό σχηματίζοντας στην επιφάνειά του επάλληλους κύκλους που έσβηναν στη σειρά ο ένας μετά τον άλλο, παραδίπλα ζευγάρι ηλικιωμένων παρατηρούσε μία τον πατέρα, μία το παιδάκι και σα κάτι να σχολίαζαν (έστησα αυτί ν΄ ακούσω μα δεν τα κατάφερα), μπροστά, στα δέκα μέτρα (εκεί όπου οι κύκλοι είχαν πια ολότελα σβήσει κι΄ η θάλασσα αντάριαζε) παρέα εφήβων καβάλα στο θαλάσσιο ποδήλατο έκανε βουτιές, για την ακρίβεια αλληλοσπρώχνονταν χαχανίζοντας σε μια ατέρμονη προσπάθεια ποιος θα έπεφτε στο νερό ή μήπως κατάφερνε να κρατηθεί όρθιος στο πλεούμενο; (δεν είχα καταλάβει τι από τα δύο), λίγο πιο μέσα ασπρομαλλούσα κυρία με το καπελίνο της, αδιάφορη για τον σαματά, κατάφερνε μια χαρά να επιπλέει κι΄ έδειχνε να απολαμβάνει τους ηλιοκαμένους που μάταια ίδρωναν να κουμαντάρουν το κίτρινο  μπαλάκι με τις ρακέτες τους (τής τύχης για τής μοίρας ήτανε;), στ΄  αριστερά, κολλητά μ΄ εμένα, η Αφροδίτη μπρούμυτα, λαδωμένη κι΄ ασάλευτη, μόνο το ροχαλητό τής έλειπε -τελικά πας κάπου για καλύτερα και πέφτεις στα ίδια…  πάλι καλά που το κάψιμο στις πατούσες μου είχε αρχίσει να υποχωρεί (ή εγώ να μη τού έδινα πλέον σημασία απορροφημένος από τη παρατήρηση) γιατί είχε έρθει η ώρα. Φόρεσα το μπανιερό, έβαλα υψηλό δείκτη προστασίας, και πανέτοιμος!
Η δροσιά χάιδεψε τ΄ ακροδάχτυλά μου…






27/7
Είχα μια βαλίτσα κάπου καταχωνιασμένη, στο πατάρι; στην αποθήκη; σε κάποια κρυψώνα; κάπου την είχα μα δε θυμόμουνα πού, βαλίτσα δερμάτινη, αρχοντική, βγαλμένη σαν από ταινία εποχής με φερέλπιδες αριστοκράτες που μοναχά η υπόσχεση τού μεγαλείου τούς έχει απομείνει, βαλίτσα χειροποίητη, με προστατευτικά ελάσματα στις γωνίες, διπλοφοδραρισμένη εσωτερικά από φίνο βελούδο και ασορτί καπελιέρα, ξεχωριστή, που διέφερε από αυτές τού σωρού και η πατίνα του χρόνου τής έδινε κάτι απόμακρο και μυστηριώδες. Μα ίσως να μην υπήρξε ποτέ δική μου παρά μόνο παιχνίδι του μυαλού, ευσεβής πόθος ή -ακόμα χειρότερα- ένα απωθημένο σαν αυτά που με κατατρέχουν συχνά, καθότι στα μέρη που συνήθιζα, μια τέτοια βαλίτσα θα έδειχνε πολύ "ακριβή" και προδήλως "αταίριαστη" με εμέ, αφήστε που θα τραβούσε όπως ο μαγνήτης τα αδιάκριτα βλέμματα του κόσμου… Σε κάθε περίπτωση, η εικόνα της θόλωσε με τον καιρό ακροβατώντας στο μεταίχμιο θύμησης και λησμονιάς, πασπαλισμένη -ως συνηθίζω- με μπόλικη φαντασία,  και μια μικρή δόση νοσταλγίας για τα περασμένα  -σάμπως να ήθελα να τα ΄κλεινα εντός της για να τα  έχω συνεχώς κοντά μου, και, σιγά σιγά, να τη βλέπω άρχισα με άλλο μάτι -είναι αστείο μα- τολμώ να πω με επιείκεια, σα να ΄μουνα εγώ αυτός ο περιούσιος που θα αποφάσιζε την απελευθέρωσή της από το ανήλιαγο άγνωστο κάπου όπου την είχα καταχωνιασμένη. Και να που μόλις εχτές, σα κάτι να με τσίμπησε και πήρα τη μεγάλη απόφαση, κι΄ άρχισα να τη ψάχνω εναγωνίως για να την έπαιρνα μαζί μου στο νησί όπου θα πήγαινα, και μ΄ έπιασε ένα πείσμα μα τι πείσμα… να τη βρω, κι΄ έκανα το σπίτι φύλλο και φτερό, ας την εύρισκα και θα τη κουβαλούσα άδεια, ναι άδεια! μαζί με τα υπόλοιπα μπαγάζια, ως έμπρακτη συγνώμη σε μια βαλίτσα καλοτάξιδη που υπό διαφορετικές συνθήκες θα πήγαινε μακριά, και -μη γελάσετε- με κρυφή ελπίδα πως, αν την έβρισκα, θα τής έκλεβα έστω μια σταλιά για πάρτη μου απ΄ τη χαμένη αρχοντιά της.




22/7
Πήρε φωτιά πάλι η συζήτηση και καθείς κατά τα γνωστά έδινε βάση σε αυτό που τον βόλευε, και άκουγε αυτά που τού άρεσαν -τα ρέστα, είτε λέγονταν είτε όχι, ένα και το αυτό, σάμπως να ΄χαμε κάτι να χωρίσουμε -το δικό σου δικό μου και το δικό μου δικό μου… υποθέτω, ή κάποια να μάς βασάνιζαν πως δεν κάναμε σωστά κι΄ ένα μοναχά μάς έκοφτε: να αποδείξουμε πως τα δικά μας καλά καμωμένα… Τίποτα από όλα αυτά βεβαίως δεν συνέβαινε, απλώς στην αδικία –όπως την αντιλαμβάνονταν καθείς εξ ημών- είχαμε κηρύξει ανένδοτο αγώνα, και αυτό που δεν έκαναν όλοι οι προηγούμενοι, συμφωνήσαμε να κάνουμε εμείς -επιτέλους!- δίχως εκπτώσεις και πισωγυρίσματα, κοντολογίς να την κατατροπώσουμε και καταχωνιάσουμε άπαξ και δια παντός στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Αέρα! βροντοφωνάξαμε –καθείς από το μετερίζι του- με στήθια προτεταμένα, μηνίγγια φουσκωμένα, πρόσωπα κατακόκκινα, στόματα ορθάνοιχτα ίδια μπούκες τρομερές κανονιών, να ξερνούν ακατάπαυστα, δίχως σταματημό, λέξεις καυτές… ποιος είδε το δίκιο και δεν το φοβήθηκε! πλειοδοσία ευγενών αισθημάτων, καλών προθέσεων, οργής και παράπονου, παρέσυραν στο ορμητικό διάβα τους τα ανθρώπινα, αφήνοντας στο τραπέζι αυτά των αγίων, τα όμορφα κι΄ αγγελικά πλασμένα ή –έστω- τα πλασμένα από τα υλικά των ονείρων. Και η ρουφιάνα η αδικία ομολογουμένως σα να σκιάχτηκε και αποτραβήχτηκε με την ουρά μαζεμένη κάτω απ΄ τα σκέλια και κούρνιασε στα πόδια μας, έτοιμη –ψυχανεμίζομαι- να ξαναδείξει τα νύχια της σε πρώτη ευκαιρία…



19/7
"Χάρηκα που σε είδα" τής είπε και έκανε λίγα βήματα στην αντίθετη κατεύθυνση από τη δική της, σταδιακά ελάττωσε τον βηματισμό του, κοντοστάθηκε, και, όταν ένοιωσε σχεδόν σίγουρος πως εκείνη είχε απομακρυνθεί σε απόσταση ασφαλείας, έστρεψε το κεφάλι του εκατόν ογδόντα μοίρες με κάποια δυσκολία –ένας αυχενόπονος γαρ δεν έλεγε να τον αφήσει. Είχε πράγματι απομακρυνθεί αρκετά μεν, τόσο ώστε το διευρυμένο οπτικό πεδίο να τού προσφέρει απλόχερα απρόσκοπτη στοχαστική ενατένιση, επικίνδυνα δε, αφού η ματιά θόλωνε ολοένα πιο πολύ καθώς εκείνη απομακρύνονταν -εξόν τους περαστικούς που παρεμβάλλονταν στο θεσπέσιο κάδρο. Γι΄ αυτό, σα να μετάνιωσε, άλλαξε ρότα κι΄ αυθόρμητα έκανε να τρέξει στο κατόπι της για να καλύψει το τράτο ανάμεσά τους, μέχρι τού σημείου βεβαίως που δεν θα γινόμουν αντιληπτός από εκείνη. Μάγκωμα στιγμιαίο στα πόδια, στη καρδιά, στο μυαλό… δεν κατάλαβε, κι΄ έφυγε σαν εικοσάρης, ίδιος σίφουνας, κάλυψε με ευκολία τα πρώτα μέτρα, συνέχισε άλλο τόσο, και, επιβραδύνοντας -είχε λαχανιάσει λιγάκι- σταμάτησε στο πολυπόθητο σημείο μηδέν πέρα από το οποίο όποια κίνηση προς εκείνη έδειχνε εξαιρετικά επισφαλής. Το οπτικό πεδίο είχε επανέλθει στη ζητούμενη ισορροπία, σμικρυμένο μεν, ευκρινέστερο δε, διατηρώντας την ελπίδα ζωντανή, ελπίδα για κάτι ασαφές αδύνατο να προσδιορίσει -την ασάφεια επέτεινε η βοή τού δρόμου, όμως –ένοιωσε πως- αυτή ήταν η κινητήρια δύναμη να μετατοπίζεται μεσ΄ στη ντάλα από τη μια θέση στην άλλη σα πιόνι στη σκακιέρα πριν το ματ, επαναλαμβάνοντας την ίδια αδέξια -κι΄ εν τέλει αχρείαστη- κίνηση ξανά και ξανά… αναζητώντας εναγωνίως την πολυπόθητη ισορροπία στο οπτικό πεδίο ανάμεσά τους. Την τελευταία φορά -θυμάται- παρέμεινε βιδωμένος στη θέση του, σα στήλη άλατος -είχε πια εξουθενωθεί από τις συνεχείς μετακινήσεις- ακόμα κι΄ αν κατάφερνε να ξεβιδωθεί ήξερε πως η απόσταση ασφαλείας μεταξύ τους θα είναι πάντα παρούσα εκεί να τους ενώνει, απαράλλαχτη, ακαταμάχητη, όπως παλιά.



15/7
Αμηχανία, κενό, έλλειψη, αβεβαιότητα, μπορεί ανησυχία, και ανασφάλεια, όλα μαζί ή κάτι άλλο ακαθόριστο, σίγουρα όμως ένα δυσάρεστο συναίσθημα, απ΄ αυτά που έρχονται απρόσκλητα όταν όλα πάνε καλά  -ή έτσι νομίζουμε- σάμπως βαλτά να μάς χαλάσουν, έτσι ένοιωθε, και λόγος σοβαρός δεν υπήρχε. Γιατί, πράγματι αστείο, αφορμή ήταν μια ρητορική ερώτηση, απ΄ αυτές που γίνονται για να εξοβελίσουν τις παύσεις στις συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων των κοινωνικών συναναστροφών, ιδίως όταν οι παύσεις αυτές υπερβαίνουν τον ατύπως επιτρεπτό χρόνο –για μια ανάσα, μια τζούρα, μια μπουκιά, έναν στιγμιαίο επανακαθορισμό του ειρμού τής σκέψης, ένα βηχαλάκι αναγκαίο για να φρεσκάρει τις φωνητικές χορδές ή, αν στεγνώσανε, κατάποση σάλιου για να τις λιπάνει , έστω ένα χασμουρητό- και χαρακτηρίζονται σιωπές. Έτσι για καλό θέλησε να στουμπώσει τη σιωπή με λέξεις, και ρώτησε, ή μάλλον αναρωτήθηκε ο χριστιανός, τι νόημα έχει μια ερώτηση ορφανή, εκφράζοντας την άποψη πως –δε μπορεί- κάθε ριμάδα ερώτηση μια κάποια απάντηση θα έχει, πιθανώς απρόβλεπτη, πιθανώς δυσδιάκριτη, ή επιμελώς κρυμμένη, πιθανώς ενοχλητική, ακόμα δυσάρεστη μα θα έχει, άλλως γιατί να γίνεται; Και τότε –τι ήθελε να το πει;- όχι μόνο η σιωπή δεν λύθηκε, μα η ρουφιάνα σα να θύμωσε και κράτησε ώρες… μήνες… χρόνια κι΄ από καπρίτσιο τού χρόνου πήρε σάρκα και οστά, και όψη οικεία, ή μάλλον όψεις, αυτές των συνομιλητών του, που, καίτοι συνέχιζαν να αγορεύουν, εκείνος πλέον δεν τους άκουγε, μα και -για λόγους ευγένειας- δίσταζε να ρωτήσει αν τα λεγόμενα τους ήταν απάντηση στις  ερωτήσεις που μαζεμένες ένα σωρό περίμεναν στη σειρά, ή άλλο τι, ανάξιο ν΄ ακούσει -μόνο βέβαιο πως ουδείς από την ομήγυρη κατάλαβε το ζόρι που περνούσε. 
            

11/7
Μπουρίνι μπουρινάκι μου να ΄ξερες πώς σε περίμενα! να ΄σαι καλά, μάς ξέπλυνες κι΄ έφυγες όπως ήρθες, σα στερνή ανάσα δροσερή, σα γλυκός σφάχτης, με το ουράνιο τόξο φωτοστέφανο στο νοτισμένο χώμα. Και μη θαρρείς πως με τρόμαξες αστείο μολυβένιο στρατιωτάκι με τις κουμπουριές και τις τρακατρούκες σου, ο βρεγμένος τη βροχή δε φοβάται ουτ΄ ο κουφός τα μπουμπουνητά, απεναντίας καταχάρηκα, άνοιξα διάπλατα το φυλλοκάρδι μου να σε κάνω χάζι και, σα ξεθύμανες κι΄ έβαλες μπροστά τη μηχανή, "να με πάρεις μαζί!" σού φώναξα, στα μέρη όπου θα πηγαίναμε, μπουρίνι να μην είχανε ματαδεί, εσύ θ΄ άνοιγες τους ουρανούς κι΄ εγώ θα έλεγα στους αλλόφρονες πηλαλώντας να προφυλαχτούν –από σένα κι΄ όχι απ΄ τον εαυτό τους… τι ειρωνεία!- ιστορίες για δυνατούς, ευγενείς και ωραίους που ζουν μακριά από δω, και που κανείς μα κανείς δε κατόρθωσε ποτέ να συναντήσει, γιατί λαιστρυγόνες και κύκλωπες, και μπουρίνια με κύματα ψηλά σα βουνά και σώμα ανθρώπινο και κορφάδες κεφάλια φιδιών με κάτι στόματα να που βγάζουν φλόγες και δόντια μυτερά σα σουβλιά και κοφτερά σα ξουράφια, μάς χωρίζουν, κρατώντάς τους μακριά από τ΄ ανθρώπινα. Κι΄ αν τα λόγια αποδείχνονταν ακόμα μια φορά πιο μάταια κι΄ απ΄ τα έργα, ας θύμωνες κι΄ αντάριαζες, εγώ με μια ομπρέλα θα αγκάλιαζα το Καλοκαιράκι μη κουραστούν οι φτωχοί να ελπίζουν, μη το χαμόγελο σβήσει απ΄ τα χείλια τους, κι΄ έπειτα τι λόγο ύπαρξης θα 'χεις εσύ μοναχό και σκούντουφλο; Μα δε με άκουσες, πάτησες γκάζι, κι΄ έμεινα εδωπά να βολοδέρνω -ευτυχώς σα να δρόσισε- χωρίς ελπίδα διαφυγής με τ΄ όνειρο αποκούμπι ή δεκανίκι; δε ξέρω, σε χιλιοπαρακαλώ σα ξανάρθεις μη με ξεχάσεις…




8/7
Την έχασα! Απίστευτο κι΄ όμως αληθινό: Χτες απόγεμα ψήφισα, σήμερα πρωί την έχασα! Και να πείτε πως ξέχασα πού την έριξα και ψάχνω αλλαντάλλα; Όχι βέβαια! Για ποιον με περάσατε; ανέκαθεν ήμουνα συνειδητός ψηφοφόρος. Μήπως κάπου λοξοδρόμησε από τη κάλπη και έχασε το δρόμο; γύρευε τώρα που μπορεί να βολοδέρνει… Αχ αιώνια θηλυκά…  Κι΄ ήτανε γκόμενα η δικιά μου! όχι παίζουμε… Μα μήπως με βαρέθηκε; Μήπως τα καμώματά μου; Κι΄ αν τής γυάλισε κανείς άλλος; Αν τσιλημπουρδίζει με κάνα από δαύτους τους πολιτικάντηδες που με ανακατεύουν; Να την έχει ήδη σπιτωμένη; Θεός φυλάξει! ούτε θέλω να το σκέφτομαι…  "Τσίλαρε…  Αφού ξέρεις πως σού είναι πιστή"  λέω συνέχεια στον εαυτό μου. Κάπου θα βρίσκεται, μάλλον σε καμία βιτρίνα κολλημένη, -βλέπετε ξεκίνησαν οι εκπτώσεις- και θα με περιμένει. Πιστή στις αρχές μας! Χα! ας γελάσω… τελευταία σα να μού ΄κανε νερά… Χτες μόλις, στο εκλογικό κέντρο όπου ήμασταν, μού ξεφούρνισε στη ψύχρα: "Κάποτε την έριχνες μονοκούκι!… Τώρα με το ζόρι…"  Έκανα πως δεν άκουσα και δεν απάντησα. Ίσως γιατί κατά βάθος να 'χε κάπου δίκιο. Βέβαια -κι΄ έπρεπε να τής το πω- άλλο το τότε, άλλο το τώρα… -αν ούτε και γι΄ αυτό είμαι σίγουρος. Μα τώρα που την έχασα, και συνδυάζω -εκ των υστέρων- τα γεγονότα, σα κάτι τι να ΄χει κλονίσει την εμπιστοσύνη μου. Λέτε να μη την άξιζε; Λέτε να ήταν εξαρχής μία χαμένη ψήφος;    




4/7
Ένα φορτηγό κομμένα κούτσουρα από το καθάρισμα τού γειτονικού οικόπεδου περίμενα να μαζέψει, για να μη γίνουμε μπουρλότο τώρα που ξυπνήσανε τα μελτέμια, και το ΄χε κάνει δυσκολότερο απ΄ το Κυπριακό! Μια δεν προλάβαινε, μια του ΄σκασε το λάστιχο, μια χάλασε η αρπάγη του φορτηγού –ξέρετε, αυτό το μεταλλικό χέρι που όταν σηκώνεται μοιάζει να επικρέμαται των κεφαλών μας για να μάς πάρει και να μάς σηκώσει. Περίμεναν βέβαια πολλά κούτσουρα τη σειρά τους, αφού όλοι οι γείτονες το ίδιο μ΄ εμένα είχαν σκεφτεί, γι΄ αυτό κατά την αποκομιδή τους τηρούνταν αυστηρά σειρά προτεραιότητας –καταπώς με διαβεβαίωσε με ύφος εξίσου αυστηρό, μη επιδεχόμενο αμφισβήτησης, ο αρμόδιος υπάλληλος του δήμου. Περνούσαν όμως οι μέρες και τα κούτσουρα από καταπράσινα, φρεσκοκομμένα μεσ΄ στους χυμούς τους σα να κουράστηκαν κι΄ αυτά μαζί με μένα, τα φύλλα τους χλόμιασαν και ξεράθηκαν. Μονάχα η αδημόνια μου παρέμεινε στην όψη αναλλοίωτη σάμπως ανεπηρέαστη από το φευγιό του χρόνου. Κι΄ όπως έβλεπα καθημερινά κάθε που έβγαινα απ΄ το σπίτι τη σταδιακή αλλαγή, με ζώσανε φίδια πιο μαύρα κι΄ απ΄ τα κομμένα κούτσουρα -χωρίς εμφανή λόγο είναι αλήθεια αφού τίποτα πρωτότυπο ή διαφορετικό από το αναμενόμενο συνέβαινε. Ήταν κατά βάθος ο ίδιος φόβος για το κακό που έβλεπα να έρχεται, κι΄ ας είχα κάνει ό, τι καλύτερο περνούσε από το χέρι μου να το αποτρέψω –έτσι νόμιζα- τώρα η επιλογή μου σα να γυρνούσε μπούμεραγκ να με τιμωρήσει. Αν ήξερα πως τα πράματα θα έπαιρναν τη τροπή που είχανε πάρει θα άφηνα το οικόπεδο όπως το βρήκα, με τα ξερά -που τρέμανε το φυλλοκάρδι μου- χλωρά και θαλερά πάνω στα δέντρα, και κατέληξα πως όλα χρειάζονται… μόνη περιττή η αδημόνια μου. Βλέπετε κάθε χρόνο τέτοια εποχή, στους οικείους φόβους ξυπνάει από χειμέρια νάρκη και προστίθεται αυτός των πυρκαγιών -είναι μια συνήθεια, μια ακόμα σταθερά στη ζωή μου. Κι΄ εγώ ενδύομαι νοητά την στολή τού πυροσβέστη, ζαλώνομαι μάνικες και τα λοιπά σύνεργα της δουλειάς, και τρέχω να προλάβω τις φωτιές που θ΄ ανάψουν γιατί –το ξέρω- κάπου θ΄ ανάψουν. Άλλοτε πάλι δεν καταλαβαίνω τι με πιάνει και κάθομαι άπραγος να τις κοιτάζω από απόσταση ασφάλειας, με την ελπίδα πως κάτι νέο μπορεί να ξεπεταχτεί από τα αποκαΐδια. Μα πάντα, και αυτό είναι το πιο σημαντικό, κάνω σχέδια διαφυγής από τη στραβή που θα ΄ρθει (σε αυτά εντάσσεται και ο καθαρισμός του οικόπεδου) παράξενο πράμα! τής αφεντομουτσουνάρας μου μόνο, σα να μην υπάρχουν άλλοι σ΄ αυτή τη γειτονιά, κι΄ αν υπάρχουν σα να μη μ΄ έχουν ανάγκη. Και μπορεί έτσι να ΄ναι αφού πάντα έρχεται το πλήρωμα τού χρόνου κι΄ όλα λύνονται, ακόμα κοτζάμ Κυπριακό λύθηκε σήμερα με είκοσι ευρώ! 




30/6
Γιορτή αποφοίτησης. Χώρος το προαύλιο τού σχολείου. Ροτόντες των δέκα στημένες με λευκά τραπεζομάντηλα, ανθοδέσμες στο κέντρο και σινιάλα με ευμεγέθη γράμματα «γονείς» - «μαθητές» - «δάσκαλοι», προτζέκτορας με γιγαντοοθόνη -θα προβάλλονταν επιλεγμένες στιγμές ζωής των αποφοίτων, δίπλα υπερυψωμένο και ευδιάκριτο το βήμα των ομιλητών. Εδέσματα, έτοιμα, παράμερα διατηρημένα ζεστά σε μεταλλικά σκεύη. Μουσική διακριτική και ευχάριστη. Ατμόσφαιρα γιορτινή.
Τον λόγο πήρε πρώτος ο πρόεδρος του συλλόγου. Εμφανώς συγκινημένος, ευχαρίστησε κατά σειρά δασκάλους, για την ανιδιοτελή και πολύτιμη προσφορά τους, γονείς, για τον διαρκή ζήλο τους για μάθηση, και, τελευταίους, μαθητές και μέλη του συλλόγου, για την έμπρακτη συμπαράστασή τους στη προσπάθεια των προηγούμενων. Στη συνέχεια, αφού έκανε μια νοσταλγική αναδρομή στο «ελπιδοφόρο» -όπως χαρακτήρισε- ξεκίνημα, μίλησε για «το τέλος ενός κύκλου και ταυτόχρονα την αρχή ενός άλλου» που σηματοδοτούσε η γιορτή, για τα σχολικά χρόνια, «τα καλύτερα, που πέρασαν ανεπιστρεπτί και θα τα θυμόσαστε πάντα με νοσταλγία» -είπε, για τη ζωή που «είναι πίσω σας και χρειάζεται να είσαστε δυνατοί για ν΄ αντιμετωπίσετε τις φουρτούνες που θα έρθουν… Τώρα ξέρετε: τύχη, μόνο τύχη χρειάζεστε, και όρεξη για ζωή. Μ΄ αυτά τα δύο είμαι σίγουρος πως θα καταφέρετε να βγείτε νικητές!» κατέληξε καταχειροκροτούμενος.
Με την έναρξη της προβολής το χαρμόσυνο κλίμα σα να άλλαξε. Ελαφριά μελαγχολία κατέλαβε τους παρευρισκομένους όταν κάποιοι από τους απόφοιτους έκαναν μπροστά στη κάμερα τον απολογισμό τους. Σα να μην είχανε πάει όλα κατ΄ ευχή, σαν ένας κόμπος στο λαιμό, μια πικρή επίγευση από κάτι απροσδιόριστο -«τα όνειρα ξεθώριασαν…»  
Με την άνοδο των ομιλητών στο βήμα το κλίμα ξανάγινε χαρμόσυνο και χαλαρό -ήταν κάτι που όλοι ένοιωσαν πως είχαν ανάγκη. Απόφοιτοι, μαθητές και δάσκαλοι αντάλλαξαν αναμνήσεις, προσωπικές εκμυστηρεύσεις, πικάντικα στιγμιότυπα και χωρατά, ακολούθησε η απονομή των διπλωμάτων αποφοίτησης «μετά από ακριβή επιτυχή δοκιμασία…» έγραφαν, και, όταν αυτή ολοκληρώθηκε, φαγητό -τα εδέσματα τιμήθηκαν δεόντως- και γλέντι τρικούβερτο. Μ’ αυτά και μ΄ αυτά ο καιρός κύλισε σα νεράκι δίχως να το καταλάβουν…






20/6
Κάποιο αόρατο χέρι σα να είχε βαλθεί να ορίζει τη ζωή μου με τ΄ ασήμαντα. Ποιανού δεν ήξερα -δεν αποκλείεται το δικό μου. Ούτε ήξερα αν δεν ήταν τίποτα παραπάνω ή λιγότερο παρά αυτά που πραγματικά μού άξιζαν, τούτο κατά βάθος φοβόμουνα και με στεναχωρούσε πιο πολύ απ΄ όλα. Όπως και να  ΄χε, κάτι έπρεπε να κάνω. Αρχικά έστειλα επιστολή αγωνίας, κάτι σαν εξομολόγηση εκ βαθέων, σε μια καλή φίλη που με νοιώθει. Με παρότρυνε να απευθυνθώ στην "αρχή προστασίας…" μπας κι΄ εύρισκα μια κάποια άκρη. Ίδρωσαν οι χριστιανοί της "αρχής" να μού εξηγήσουν πως είχα μπερδέψει τα προσωπικά δεδομένα -για τα οποία δήλωναν ειδικοί- με τα άλλα, τα προσωπικώς ασήμαντα ή σημαντικά ανάλογα με το κατά πως το βλέπει καθείς. Κατά σύμπτωση, καπάκι προέκυψε και ένα σεμινάριο διαφωτιστικό για το θέμα που, κατά τα λεγόμενά τους, θα  βοηθούσε μπερδεμένους σαν εμέ να ξεμπερδευτούν -πήγα και σε δαύτο… Στη συνέχεια, στων παγουράδων τα λημέρια όπου ανηφόρησα, επεδίωξα να συναντήσω τον παλιόφιλό μου που περνάει το χρόνο του βολοδέρνοντας στα λασπόνερα της λίμνης -σάς έχω μιλήσει γι΄ αυτόν- για να τού εκμυστηρευτώ τον πόνο μου, μπας κι΄ είχε να μου συστήσει κάνα μαντζούνι. Ματαίως… τον βρήκα ως συνήθως τετράπαχο από άρτο και θεάματα να περιμένει στρογγυλοκαθισμένος στο καναπέ… τι μοναχά εκείνος ξέρει –δε νομίζω να χάρηκε που χάλασα τη ζαχαρένια του… Τι άλλο να ΄κανα; Είχα απελπιστεί! Μέχρι που μια γλυκιά φωνή στο ραδιόφωνο χάιδεψε αυτί μου: "Μοναδική προσφορά! Απαλλαγείτε οριστικά από τα ασήμαντα που σάς βαραίνουν. Νέα υπερσύγχρονη μέθοδος δοκιμασμένη σε ανθρώπους εγγυάται άριστα αποτελέσματα…" Ο θεός να τους έχει καλά- αυτό ήταν, είχα βρει το φως το αληθινό. Ασήμαντα τέλος! Θα με θυμηθείτε, πάρτε το απόφαση κι΄ εσείς όπως εγώ και θα νοιώσετε ανάλαφροι σαν πουλάκια! Μπήκα στο πρόγραμμα και, αφού απαλλάχτηκα από το περιττό μυαλό, προχώρησα ακάθεκτος στη καρδιά -με προσεκτικά σχεδιασμένα βήματα βεβαίως καθότι χωρίς μυαλό έχασε η Βενετιά βελόνι… χωρίς καρδιά όμως σοβαρεύουν τα πράματα…  Κάποιοι από εσάς -ξέρω- διαβάζοντας την ιστορία μου θα νομίσετε ότι κάνω καλαμπούρι… Αυτό μονάχα θα σας πω και κλείνω: Στα δύσκολα επιβάλλεται να μη σκέφτεσαι -αν δε νοιώθεις κιόλας ε τότε είσαι ανίκητος!…





16/6
Για καμώματα ανθρώπων πιάσαμε ψιλή κουβεντούλα και καταλήξαμε πως -σκορδοκαΐλα μας- όλα καλά καμωμένα. Και πώς να μην ήταν άλλωστε; Ποιος ο γενναίος που θα σκότωνε αυτό που γεννήθηκε να είναι για να γίνει αυτό που θα ΄θελε; Το στόρυ παγκοίνως γνωστό και χιλιοειπωμένο. Άπαντες αυτουργοί -εκούσιοι ή ακούσιοι, αυτόκλητοι ή ετερόκλητοι- στη δειλία. Πρώτοι και καλύτεροι μαμαδομπαμπάδες και λοιποί του ζεστού κουκουλιού στην εστία, που, αντί να εκκολάπτουν το νέο, το βυθίζουνε γλυκά στη μουργέλα, έπονται δασκάλοι και λοιποί γνωστοί και μη εξαιρετέοι. Μουργέλα, μουργελίτσα μου, το πιο όμορφο κομμάτι της ζωής και συνήθεια γλυκιά! Νομίζετε πως υπερβάλλω; Ρίξτε μια ματιά τριγύρω σας. Ο κόσμος ένα απέραντο υπνωτήριο! Όσο για τις προθέσεις, αυτές ανέκαθεν αρέσκονταν σε υγιεινούς περιπάτους και σφύριζαν αδιάφορα. Προθέσεις και καμώματα σε συσκευασία δύο σε ένα ή με άλλα λόγια "δυο ξένοι στο ίδιο κορμί"! Και να ΄τανε μόνο αυτές; Αμ εκείνα τα "ελαφρυντικά"; Αμέτρητα! Μα για βάστα -θα πείτε- ποια "ελαφρυντικά" μάς τσαμπουνάς; Ποιος ο "κατηγορούμενος"; Και ποιος ο "δικαστής";…  Μην αρπάζεστε! Ας όψεται το ξέφρενο αγέρι των καιρών… Ο ανθρωπάκος -σα καλαμιά στο κάμπο- τι να σου κάνει; Σάς λέω όλα καλά καμωμένα!






12/6
Ένας ελέφαντας στέκονταν ακίνητος κι΄ εγώ, που μέχρι να περάσω το κατώφλι τής αίθουσας νόμιζα πως θα αυτοχειριαζόμουν, με το πρώτο καρέ αναθάρρησα. Ερωτήσεις, μόνο ερωτήσεις, που έμεναν μετέωρες σαν σε κόψη ξυραφιού! Αυτός είναι δικός μου! είπα. Η ταινία του Χου Μπο γάργαρο νεράκι για τους απανταχού διψασμένους. Νεράκι πικρό, πολύ πικρό, σα κώνειο, μα -δε πειράζει- ακόμα κι΄ έτσι προτιμότερο από τη ξεραΐλα. Και τι παράξενο, καίτοι "αργή" με καθήλωσε σα να ΄τρεχε με χίλια! Τελικά κατάλαβα: Δεν ήταν η ταινία που έτρεχε να προλάβει μα η ζωή τού Μπο που ΄κατσε τσιφούτα…
Και ζήσανε αυτοί καλά κι΄ εμείς καλύτερα… Έτσι, σα τελειωμένο παραμύθι, θα σ΄ αρχίζω και θα τελειώνω εφεξής σημειωματάριό μου (τα ρέστα θα τα φαντάζονται οι πολυπληθείς αναγνώστες σου -ό,τι  γουστάρει ο καθείς- να μη ψυχοπλακώνονται οι άνθρωποι τώρα που σφίξανε κι΄ οι ζέστες…)


3/6
«Όταν ήμουν μικρός η μάνα μου συνήθιζε να λέει πως το κλειδί στη ζωή είναι η ευτυχία. Σαν πήγα σχολείο ο δάσκαλος με ρώτησε τι θα ΄θελα να γίνω όταν μεγαλώσω. Απάντησα ''ευτυχισμένος". Τότε εκείνος μου είπε ότι δεν είχα καταλάβει την ουσία της ερώτησης…» Τα λόγια αυτά αποδίδονται στον Τζον Λένον. Τα διαβάζω κι΄ αναρωτιέμαι: Ποιος από τους δύο είχε καταλάβει την ουσία της ερώτησης; ο Τζον ή ο δάσκαλός του; Ήταν η απάντηση εκτός θέματος; Και τι εννοούσε άραγε η μάνα τού μακαρίτη ως ''ευτυχία"; μήπως, εκτός των άλλων και, μία καλή δουλειά που θα εξασφάλιζε στον γιόκα της αξιοπρεπώς τα προς το ζην; και, αν ναι, φαντάζονταν ως μια τέτοια αυτή τού -κατά πολλούς- "ψωμόλυσσα τραγουδιάρη"; Εν τέλει ορίζεται η ευτυχία; Ερωτήσεις… ερωτήσεις πολλές ζητούν μιαν απάντηση μα πολύ φοβάμαι πως δεν θα προκάμω διότι -φωνάζει η συμβία μου πως- οι κουτσομούρες είναι έτοιμες. Ζωντανές με μουστάκια! που μόλις βγήκανε από το τηγάνι και ήδη μού τρέχουνε τα σάλια! σάς αφήνω και τρέχω… Ένα μόνο, εν τάχει, μιά που περί ''ευτυχίας'' η κουβέντα, και συμπαθάτέ με αν δεν έχω καταλάβει: Δεν ξέρω για μένα, μα δεν είναι οι κουτσομούρες ευτυχισμένες που θα γεννούν να από κάποιον που ποθεί διακαώς να τού χαρίσουν απλόχερα την απόλαυση της πεντανόστιμης σάρκας τους;
«Εξυπνάδες!…» Ποιος ήταν βαλτός να ταγκίσει την επίγευση της απόλαυσης; Δέκα χαμογελαστές κουτσομουρίσιες κεφαλές και ισάριθμα ψαροκόκαλα κείτονταν ως λάφυρα στο πιάτο μπροστά μου! Υπήρχε καλύτερη απόδειξη περί του λόγου μου το αληθές; «Ζηλεύετε κύριε… ζηλεύετε!» οι άνθρωποι δεν αντέχουν την ευτυχία των άλλων… σκέφτηκα, όταν μια ιδέα σα σύγκρυο διαπέρασε το κορμί μου: Κι΄ αν ήταν ο μακαρίτης; Τους πάντες θα μπορούσα να κάνω καλά –έτσι πίστευα- μα εκείνον;… τα λεγόμενά του ευαγγέλιο για μένα! «Τζον ένα αστειάκι είπα για να διασκεδάσω την υπόθεση… Η ευτυχία είναι κάτι πολύ σοβαρό για να την παίρνουμε κατάκαρδα!… Κι΄ η μαμάκα σου –ξέρω σοβαρή γυναίκα- κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο εννοούσε παρά μια καλή δουλίτσα…» Νόμιζα πως θα με κατσάδιαζε -κι΄ όμως! «Φιλαράκο μη τρελαίνεσαι…» αποκρίθηκε. «…Απλά δεν μ΄ αρέσουν οι κουτσομούρες!»   




28/5
"Memento mori" είπε η ξεναγός μας (που της το είχε πει ο δάσκαλός της και αυτός το είχε διαβάσει όταν ήταν νέος σ΄ ένα βιβλίο που τού είχε συστήσει ο δικός του δάσκαλος και  αυτού με τη σειρά ο δικός του που του΄ χε πει ακριβώς το ίδιο με διαφορετικά λόγια…) σχολιάζοντας τα ταφικές επιγραφές στην ευδαίμονα Αραβία και όπου γης των ευδαιμόνων θνητών, και -δε σάς κρύβω- μελαγχόλησα που τόσος ιδρώτας, αίμα και δάκρυ ξοδεύτηκε, ξοδεύεται, και θα ξοδεύεται εις τον αιώνα τον άπαντα προς δόξαν τού επέκεινα. "Μα τίποτα δεν έχει αλλάξει;… " έκανα να ρωτήσω την ξεναγό -υπονοώντας βέβαια την χαρά του εφήμερου που κρύβεται πίσω απ΄ όλα αυτά- με τη ματιά μου καρφωμένη στα ασφυκτιούντα, δίκην κιβουριού στηθόδεσμο, βυζόμπαλά της, όταν  ένα περιστέρι διαβατάρικο -ή μήπως ήτανε κοράκι απ΄ αυτά της δυστυχίας;- που κατάλαβε το υπονοούμενο με περιποιήθηκε δεόντως… ακυρώνοντας το μεγαλεπήβολο σχέδιο -που ένα θεός μοναχά γνώριζε σε ποιον επίγειο παράδεισο ή κόλαση μπορούσε να με βγάλει- κάμνοντάς με ρεζίλι μπροστά στα μάτια της. Δεν θυμόμουνα -ο ξεχασιάρης- πως τα περιστεροκούραδα είναι αρκούντως χορταστικά και ευκοίλια, και πως -αν το ΄χει η μοίρα γραμμένο- σε κάνουν χάλια εν ριπή οφθαλμού! κι΄ ύστερα άντε να καθαρίσεις, σα να παντρεύεσαι άθελά σου την αποφορά που ούτε κατά διάνοια λίγην ώρα πριν -ανυποψίαστος στο φρεσκοπλυμένο και ατσαλάκωτο πουκαμισάκί σου-  μπορούσες να φανταστείς… Κι΄ ας μου το είχαν πει ο γέρος μου κι΄ ύστερα -στο σχολειό- ο δάσκαλός μου, και εκείνου κάποιος άλλος δάσκαλος που δίδασκε, κι΄ εκείνου με τη σειρά κάποιος άλλος… (έτσι πάει σχοινί κορδόνι και χάνονται τα μεγάλα λόγια στο πέρασμα τού χρόνου) πως γίνανε κάποτε χάλια για το memento mori μιας ζουμερής ξεναγού…




26/5
Τι κάζο κι΄ αυτό! Εγώ αν ήμουνα στη θέση του θα ΄λεγα: «Τέτοιοι (αχάριστοι) που είσαστε δώστε τα τώρα όλα πίσω!» Και την επόμενη το πρωί θα  ΄βγαζα φιρμάνι: «Μπαξίσια, φιλοδωρήματα, επιδόματα, συντάξεις, ΦΠΑδες… ως μηδέποτε γεννώμενα επανέρχονται άμεσα στην προ των εξαγγελιών κατάσταση…» Έτσι, ορθά κοφτά! Να ΄βλεπαν τι εστί βύσσινο… Και θα συνέχιζα: «…μέχρι νεωτέρας. Θα επανεξεταστούν από την κυβέρνηση στο πλαίσιο της πολιτικής της και υπό το πρίσμα των δεδομένων που θα προκύψουν ΜΕΤΑ τις εκλογές». Για κορόιδο τον πήρανε; Αλλού τρώτε και πίνετε κι΄ αλλού πάτε και το δίνετε κύριοι; το καλό το παλληκάρι ξέρει κι΄ άλλο μονοπάτι… Μόνο τις υποσχέσεις θα άφηνα απείραχτες. Τα ΄χουμε πει, αυτές είναι παντός καιρού… Τώρα θα αναρωτηθείτε: Τι τον έπιασε κι΄ αυτόν τον κοσμάκη; κάλιο πέντε και στο χέρι, κι΄ ύστερα έχει ο θεός… Δεν ξέρω, άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου… Και -με ήσυχη πλέον τη συνείδησή μου- θα γύριζα στο σπιτάκι μου και -με απλωμένη την αρίδα στο καναπέ μπροστά στη τι βι- θα χάζευα καμιά σειρά στο χαλαρό να ξεχαστώ. Γιατί το έργο που είδαμε ε δεν βλέπονταν… Αφήστε που όλοι -άλλος λίγο, άλλος πολύ, άλλος κατά λάθος, άλλος ξώφαλτσα- μόστραραν σα τα κοκόρια νικητές! Ή, έστω, παρ΄ ολίγον νικητές με μια καλή δικαιολογία για την ήττα… Κουτσοί, στραβοί στον άγιο Παντελεήμονα των εκλογών!… Όλοι ΕΚΤΟΣ από εκείνον! αμ εδώ είναι τα πραγματικά δύσκολα: Τέτοιο ζόρι πώς να το διαχειριστεί;…


22/5
Έχω ριζώσει πια! τριάντα χρόνια στην έρημη χώρα -παιδί πρωτόρθα και άσπρισα… Εδώ μέσα γεννηθήκαν τα παιδιά μου, εδώ μεγάλωσαν, εδώ με τους γείτονες σα τη μύγα μες΄το γάλα… τελικά μάς συνήθισαν… Καλά μου το ΄χανε σφυρίξει… Μα άλλο να περιμένεις τα κακά μαντάτα που ελπίζεις πως δεν θα ΄ρθουν κι΄ άλλο να τα βλέπεις γραμμένα μπροστά στα μάτια σου. Μού ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι! Άλλο ξεριζωμό πώς ν΄ αντέξω; Είπα να κάνω το χαρτί χίλια κομμάτια. Κι΄ εκείνον τον αχώνευτο, τον βλαχοδήμαρχο με ύφος εκατό καρδιναλίων, τον δικαστικό… πώς τον λέγανε… χίλια κομμάτια θα τον είχα κάνει… Τώρα πρέπει να σκεφτώ καθαρά. Μα σα καθαρίζει το θολωμένο μυαλό φωλιάζει μέσα μου το παράπονο -τούτο είναι χειρότερο κι΄ απ΄ τον πόνο. Δυό κάμαρες όλο κι΄ όλο. Κι΄ όμως το ΄χω αγαπήσει γαμώτο!… Με τα χεράκια μου το ΄κανα ανθρώπινο, το νόμιζα πια δικό μου. Κι΄ εκείνος "Το πούλησα…" μού μήνυσε! Ήξερα τι εννοούσε… κοψοχρονιά στους μεγαλοκαρχαρίες που αγοράζουνε τα πάντα όλα. Γιατί ποιος νοικοκύρης θα αγόραζε αυτό το ερείπιο; μονάχα εγώ! Γιατί αυτό το ερείπιο εγώ το αγάπησα! Κανείς άλλος! Κανείς! Και σ΄ εκείνον βάρος ήτανε. Πρώην τσοπαναραίος, μαντρί για τα πρόβατα το είχε… δεκάρα τσακιστή δεν έχει δώσει. Σ΄ ένα αυθαίρετο απ΄ αυτά που νομιμοποίησαν οι πολιτικοί για ψηφαλάκια… έχτισα τα όνειρά μου… μπορούσα διαφορετικά; Σάμπως τα όνειρα αυθαίρετα δεν είναι; Μου ΄δωσε και παράτα ίσαμε το Σεπτέμβρη για "να ψάξω σπίτι με το πάσο μου…" ας γελάσω… Λέω να πάω να βρω τον καινούργιο ιδιοκτήτη μα κάτι με βαστάει. Σιγά μη ρίξει τη μούρη του για ν΄ ακούσει τον κακομοίρη… Και πες πως τον βρίσκω -τι θα τού πω; για το κεραμίδι του φτωχού κι΄ άλλα τέτοια δακρύβρεχτα μπας και τον συγκινήσω; Αφού ο άνθρωπος αγόρασε ολόκληρο το τετράγωνο! μαζεμένα τρεις κοτζάμ πολυκατοικίες! Βιράνι θα γενούν μπας και βολέψω τις αναμνήσεις…




10/5
Στις εννέα Μάη του τρεχατζή και ώρα τέσσερις μετά το καταμεσήμερο, φοβερός γδούπος ακούστηκε. Σκιάχτηκα καίτοι χορτάτος. Μόλις είχα γευματίσει και, μέσα στη μουργέλα, ετοιμαζόμουν να απολαύσω τον ύπνο του δικαίου. Το κεφάλι όξω και διαπίστωσα πως κατέπεσε ο στύλος της εταιρίας ηλεκτρισμού στο πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι μου. Είχε σπάσει στα δύο ωσάν τραγανό αγγούρι! Το ένα μέρος παρέμενε σφηνωμένο γερά στης γης τα σωθικά και το άλλο μετέωρο ατενίζοντας τον ουρανό. Αντένες ξεχαρβαλωμένες  έχασκαν τα ηλεκτροφόρα καλώδια… Πώς έγινε αυτό; αναρωτήθηκα -περιττό να σας πω ότι ο ύπνος είχε πετάξει σα πουλί δίνοντας σκυτάλη στη αχαλίνωτη περιέργειά μου. Δεν θα το πιστέψετε αλλά κοτζάμ νταλίκα είχε μουρντάρει πάνωθέ του! Μαύρα φίδια με ζώσανε. Ζήση στο μαύρο σκοτάδι για λίγες μέρες θα την αντέχαμε, υπάρχουν άλλωστε και τα κλεφτοφάναρα να ρίξεις φως στα χρειώδη. Μα αν ο απρόσεκτος νταλικιέρης είχε σκοπεύσει το σπίτι; Ή, ακόμα χειρότερα, την αφεντιά μου; ήδη σφάχτης στον δεξί ώμο με ταλάνιζε -σάμπως με είχε πάρει ξώφαλτσα και δεν το είχα καταλάβει; Ο θεός να μάς φυλάει απ΄ τις νταλίκες… Δε με φτιάχνουν τα δυσάρεστα και με τις μαύρες σκέψεις έχω ένα θεματάκι. Έτσι σήκωσα το τηλέφωνο να ξομολογηθώ τα καθέκαστα στο φίλο μου και γείτονα μήπως ξαλεγράρει το τσερβέλο. Κατέφθασε ίδιος σίφουνας! Ο ερχομός του αναπτέρωσε την κατακρημνισμένη στα τάρταρα διάθεσή μου. Είχε έλθει η ώρα για δράση. Ψηλά τα μανίκια και ε ωπ! ε ωπ! παρέα ένα χεράκι ανασηκώσαμε, επαναφέροντας στη θέση του, τον τσακισμένο στύλο. Με ταινία ισχυρής συγκολλητικής δράσης -ανέκαθεν είχα σπίτι τα απαραίτητα- τον σιάξαμε ωραίο, ένα με το ταίρι του. Γκουντ τζομπ! Τα ρέστα αναμενόμενα -το ηλεκτρικό ρεύμα επανήλθε, μαζί του και ο ύπνος σαν το χελιδόνι την Άνοιξη. Λίγο αργότερα το παραμικρό δεν θύμιζε τι είχε συμβεί. Αλληλοκοιταχτήκαμε περιχαρείς και υποψιασμένοι.






7/5
Ευρωεκλογές έφτασαν μα η Ευρώπη δεν φαίνεται ούτε με κιάλι στον ορίζοντα. Αντ΄ αυτής κουβέντα να γίνεται… τα δικά μας, τα γνωστά. Κι΄ οι γνωστοί -μη εξαιρετέοι- γραφικοί συγχωριανοί. Ωραία που περνάμε! Προφανώς και η Ευρώπη είναι κάτι που δεν μάς αφορά. Υπάρχει βέβαια κάπου στο χάρτη, την έχουμε ακουστά, την ψιλοσυμπαθούμε κατά το δοκούν. Αλλά ως εδώ. Η θέση μας δεν είναι στους κουτόφραγκους. Ούτε στη δίπλα γειτονιά. Ούτε σε τίποτα σταυροδρόμια δύσης και ανατολής και τρέχα γύρευε… Είναι στη σπιταρόνα μας! Ρούπι παραπέρα. Και σαν νοικοκύρηδες που είμαστε φροντίζουμε τα τού οίκου μας. Τα τής τσέπης μας με άλλα λόγια. Άπαντες. Όλων των τάξεων. Παραλήδες, μισοπλούσιοι, μισοφτωχοί και μπατιράκια. Το θέμα δεν είναι ταξικό. Δεν έχει να κάνει με το πόσο γεμάτη ή άδεια είναι η τσέπη. Εξάλλου είναι παγκοίνως γνωστό ότι η μονέδα ουδέποτε είναι αρκετή. Είναι το χούι που λένε. Για την τσεπούλα μας εργάζονται άοκνα και οι εθνικοί ταγοί (και για τη δική τους ασφαλώς). Σαρξ εκ της σαρκός μας αυτοί. Ταγμένοι τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι. Τώρα μάλιστα που ακολουθούν και οι άλλες εκλογές -οι "καλές"- ποιος τους πιάνει! Παίζουν τα ρέστα τους! Να είμαστε όλοι με γεμάτες τις τσέπες. Και ευχαριστημένοι. Όλοι; μα είναι δυνατόν; Ε όσοι, λίγοι, δεν πάρουν το κατιτίς τους, εξυπακούεται θα ΄χουνε λαμβάνειν μετά τις εκλογές. Οι υποσχέσεις, καθότι και τζάμπα, ήσαν ανέκαθεν προτιμότερες…


5/5
Τρελοκομείο γίναμε κύριε πόλισμαν! Να τους μπουζουριάσετε όλους. Όλους! Και μένα μαζί! Και εσάς! Και δεν πειράζει, ένεκα αρμοδιότητας κρατείστε τα κλειδιά. Κάποιος πρέπει να τα κρατάει. Μη τα πάρουν και ξεμπουκάρουν οι αγριεμένοι. Δεν βλέπετε ότι ο κλειδοκράτορας κοιμάται τον ύπνο του δικαίου;… Μπουζουριάστέ τον κι΄ αυτόν κύριε πόλισμαν! Να μη μείνει ούτε κουνούπι έξω. Ούτε κουνούπι! Μπας και κάποτε δούμε άσπρη μέρα. Τι με κοιτάτε σα χαζός; Παράγινε το κακό. Παλιά δεν ήταν έτσι. Ή μπορεί και να ΄τανε. Κι’ εγώ να μη θυμάμαι. Μα να χοροπηδάει πάνω από το κεφάλι μου; Και μέσα στο καταμεσήμερο; Πιστέψτέ με- πρώτη φορά μού συνέβη. Σβούριξαν τα μηνίγγια μου. Τι κοινή ησυχία και τρίχες κατσαρές μάς τσαμπουνάτε… Στην ανησυχία ζούμε! Σ΄ αυτή μάθαμε. Όλοι χοροπηδάμε! Ίδια νευρόσπαστα! Σα και δαύτον κύριε πόλισμαν. Ανέβηκα που λέτε στο διαμέρισμά του έξαλλη. Τού χτύπησα τη πόρτα. "Ήμαρτον! Μάς έχετε τρελάνει!"  Εμφανίστηκε κάποιος τσίτσιδος και ξέρετε τι μου είπε; "Καλά, ένα χοροπηδητούλι σάς μάρανε κυρία; Αόμματη είσαστε και δε βλέπετε τι γίνεται τριγύρω σας; Υπάρχει και η τηλεόραση αν θέλετε να κοιμηθείτε!…" Ακούσατε θράσος κύριε πόλισμαν; Άκουσα να πείτε. Μα θαρρείς πως δεν είχε δίκιο ο άνθρωπος; Σαλεμένος κι΄ αυτός… Τι να ΄κανα η κακομοίρα; Στην απόγνωσή μου είπα να δοκιμάσω και το άνοιξα. Το χαζοκούτι. Το τελευταίο αποκούμπι μου -από κομπιούτερ και τα τοιαύτα εγώ δε σκαμπάζω. Μα τι το ΄θελα; Τι φονικά, δυστυχήματα, πνιγμούς, ληστείες, σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς έφαγα στη μάπα δεν λέγεται! Όχι για να κλείσω μάτι, μα ν΄ αυτοκτονήσω καλύτερα!… Χριστέ και Παναγία! -που λέει ο λόγος. Καλά αυτοί εκεί πάνω δεν βλέπουνε; Ξηλώστε τους τα γαλόνια κύριε πόλισμαν! Γελάτε ε; Νομίζετε πως είμαι τρελή; Ε ναι λοιπόν, είμαι! Εσείς που γελάτε νομίζετε πως είστε ο καλούμενος; Ας γελάσω κι΄ εγώ… Πάμε μαζί πιο δυνατά. Χα χα χα! Πιο δυνατά! Να μάς ακούσουν όλοι. Το γέλιο είναι κολλητικό. Πιο δυνατά! Πιο δυνατά κύριε πόλισμαν! Να κολλήσει γέλιο όλος ο κόσμος. Ένα γέλιο βροντερό ουρανόμηκες ο ντουνιάς. Μπας και σιαχτεί και φύγει το κακό…

1/5
Τής πήρανε το κεφάλι -μπορεί να το έκανε ανθρώπου καρδιά αυτό; Και τι κεφάλι! ροδαλό ροδαλό, μαλλιά στη μπογιά του ήλιου, μάτια της φωτιάς, τσίνορα και φρύδια από ζωγραφιά, χειλάκια πετροκέρασο. Ήταν πεταμένο καταμεσής στο δρόμο που πήγαινα και το κλώτσησα χωρίς να θέλω. Ύστερα έσκυψα, το πήρα στο χέρι μου -με προσοχή μη ταράξω την ουράνια γαλήνη του- και το απίθωσα στο πεζοδρόμιο. Ένας περαστικός κοντοστάθηκε απορημένος από τις ευαισθησίες μου. Το κοίταξε, με κόιταξε, "καλά τής κάνανε!" είπε και προχώρησε. Το ίδιο ετοιμάστηκα και του λόγου μου να ξεμπέρδευα. Να ήταν αυτό το αινιγματικό, σα της Μόνα Λίζα, χαμόγελό της που με σταμάτησε; Άραγε χαμογελούσε και προτού συμβεί το μοιραίο και -αν ναι- γιατί; Δεν είχε συναίσθηση της τραγικής κατάληξης; Ή μήπως ήταν κάτι άλλο που δεν είχε να κάμει με το ακαταλόγιστο; Ένα λάθος ίσως; Και πόσα δάκρυα χύθηκαν για πάρτη της;… Ερωτήματα που -ευτυχώς- θα ΄μεναν αναπάντητα, "ευτυχώς" γιατί ενδεχόμενη απάντηση θα φούντωνε την περιέργεια που με είχε ήδη καταλάβει. Αν η απάντηση ήτανε διαφορετική από αυτή που ήθελα να ακούσω θα έφερνε νέα ερώτηση, δύσκολη, κι΄ αυτή με τη σειρά της νέα απάντηση, πιθανότατα επώδυνη για τον ερωτώντα. Κι΄ ένας Θεός μοναχά ξέρει που θα μπορούσε να με οδηγήσει το γαϊτανάκι τής αλήθειας τέτοιων απρόβλεπτων συμβάντων της καθημερινότητας… για τέτοια είμαστε;… Εραστής της πεπατημένης των ανθρώπων εγώ, "Μωρέ καλά της κάνανε…" είπα.    


25/4
Ο Νίκος είναι παλιόφιλος. Είναι και μουσικός. Παλιά παίζαμε μουσική μαζί. Σήμερα παίζει ο καθένας μονάχος του. Ο Νίκος ζει από τη μουσική. Γράφει. Ενίοτε εμφανίζεται στο σανίδι. Σήμερα μόνο στο σανίδι μπορείς να ζήσεις από τη μουσική. Αν τα καταφέρεις. Ο δίσκος έχει πεθάνει. Μπορείς να βγάλεις τη πραμάτεια σου και στο διαδίκτυο. Πολλοί μουσικοί, άκουσα, γίνανε γνωστοί από το διαδίκτυο. Άλλοι όχι. Γενικά σήμερα είναι πανεύκολο να προβάλεις τη μουσική σου. Παλιά ήταν διαφορετικά. Έπρεπε να ΄χεις και φράγκα. Σήμερα το κάνεις με τα ψέματα. Αυτό βέβαια δεν είναι απαραίτητα καλό. Κινδυνεύεις να συνηθίσεις στα ψέματα. Και να μη μπορείς να αναγνωρίσεις τα αληθινά. Αν και το τι είναι ψεύτικο και τι αληθινό είναι άλλου παππά ευαγγέλιο.  Ένα είναι βέβαιο: Σήμερα όλα δείχνουν εύκολα. Γι΄ αυτό και βγαίνει μουσική με τη σέσουλα. Κι΄ εσύ άντε να βρεις αυτή που σού αρέσει… Θέλει υπομονή και επιμονή. Περισσότερη από παλιά. Εκτός κι΄ αν δεν μπεις στο κόπο να τη βρεις. Αλλά ν΄ αφήσεις τη μουσική να βρει εσένα –εγώ το προτιμώ. Ο Νίκος είναι ευαίσθητος άνθρωπος. Φαίνεται από τη πρώτη ματιά. Μα προπάντων στη μουσική του. Ευαίσθητος και ευγενής. Έχει και ένα στούντιο. Είναι η δικιά του φωλιά. Το καταφύγιο της ευαισθησίας του. Σ΄ αυτό βρίσκεται με φιλαράκια του μουσικούς. Τωρινούς και παλιότερους. Ζωντανούς και φευγάτους. Αυτοί που έφυγαν είναι μόνιμα παρόντες. Ακολουθούν οι εξαφανισμένοι από χρόνια. Παρέα τζαμάρουν ασταμάτητα. Όπως παλιά. Πίνουν και καμιά ρακή στην υγειά τους.    


20/4
Γαμώ την ατυχία μου! Φρέναρα μα δε πρόλαβα. Ήταν σκοτάδι βλέπετε. Και πετάχτηκε μπρος στις ρόδες μου. Σα να ΄θελε να αυτοκτονήσει! Ίσως να τον κυνήγαγε κάποιο μεγαλύτερο ζώο. Μια αλεπού ας πούμε. Ή ένας άνθρωπος. Είναι σιχαμένοι αυτοί. Να έβλεπα έναν τέτοιο μέσα στο σπίτι Παναγίτσα μου! σίγουρα θα γινόμουνα δολοφόνος. Βέβαια τούτη τη φορά δεν είδα. Υπέθεσα. Πως θα μπορούσα εξάλλου να προλάβω να δω; Αφού πήγαινα σα τρελός! Πίσω μου είχε κολλήσει ένας βλάκας. Αναβόσβηνε συνέχεια τους προβολείς. Και κόρναρε. Σα να κουβάλαγε άρρωστο στο νοσοκομείο. Είναι αλήθεια ότι αυτό δεν το είχα σκεφτεί ειδάλλως θα έκανα στη πάντα να περάσει. Μα εκείνη τη στιγμή είχα πεισμώσει. Το μάτι μου καρφωμένο πάνω του. Από τον καθρέφτη. ''Δεν θα τον αφήσω τον παλιομαλάκα'' έλεγα. Και δεν τον άφησα. Όσο κράτησα δηλαδή. Το αυτοκινητάκι μου κόντεψε να τα φτύσει από το ζόρισμα. ''Να γίνεις λιώμα στη πρώτη στροφή!'' τον ξεπροβόδισα καθώς με προσπερνούσε -τότε έγινε. Αν, λέω αν τον είχα αφήσει ούτε γάτα ούτε ζημιά. Λέτε να ήτανε γάτα; ούτε που θέλω να το σκέφτομαι. Η γάτα είναι το αγαπημένο μου ζώο. Δείχνει τα νύχια της εκεί που δεν το περιμένεις. Τους σκύλους δεν τους λογαριάζω. Και πάλι τόσο μικρόσωμος, για σκύλος το αποκλείω. Ένας απ΄ αυτούς τους σιχαμένους ήταν -τελεία και παύλα. Σαν τα μηνίγγια ξεφούσκωσαν έπεσα σε μελαγχολία. Αλλόκοτες οι σκέψεις. Με τις ενοχές μαζί ένα κουβάρι καρφώθηκαν στο μυαλό. Ό,τι και να ΄τανε μια ψυχή ήτανε. Νόμιζα πως τα ζώα σκαμπάζουν από ανθρώπινα. Δε θα ΄πρεπε να προσέξει προτού διασχίσει τον δρόμο; Δεν άκουσε το στρίγκλισμα της μηχανής; Δεν μύρισε το καμένο στην άσφαλτο λάστιχο; Δεν είδε τους προβολείς μαχαίρια στο σκοτάδι; Ακόμα δυσκολεύομαι να πιστέψω πως δεν είχε άλλη επιλογή -ποιος δεν έχει; Πως το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ήταν να γίνει χαλκομανία στις ρόδες μου. Κι΄ όλα αυτά για ένα γινάτι γαμώτο! Γιατί αν πήγαινα σαν άνθρωπος -τρόπος του λέγειν- όλα θα ΄τανε διαφορετικά. Αυτό ήταν που με βασάνιζε. Αντί για σπίτι βρέθηκα στο τμήμα. Μπούκαρα αλαφιασμένος. Ο μοναδικός  αστυνόμος της βάρδιας τον είχε πάρει στη καρέκλα. Πετάχτηκε ξαφνιασμένος. "Είμαι φονιάς και ήρθα να παραδοθώ" τού είπα. Χωρίς δεύτερη λέξη μού πέρασε τα βραχιόλια…  Την άλλη μέρα θυμάμαι ξύπνησα με το πρώτο φως του ήλιου. Πάνω από το κεφάλι μου δύο. Πάνοπλοι σαν αστακοί. Αμέσως θυμήθηκα. Κατέφθασε κι΄ ο χτεσινός. Δίχως καλημέρα μπήκε κατευθείαν στο ψητό. "Αναίσθητε κοιμόσουνα σα βόδι… Ξέρασέ τα όλα!"  Έδειχνε σαστισμένος. Μάλλον δυσκολεύονταν να πιστέψει αυτά που έλεγα. Να πέρασε από το νου του πως η περίπτωσή μου δεν ήταν τίποτ΄ άλλο παρά μια φάρσα; Μπορεί και να ήτανε. Τώρα που το καλοσκέφτομαι μπορεί όλα αυτά να μην γίνανε -τουλάχιστον έτσι όπως τα νόμισα. Και ο σιχαμένος να ζει και βασιλεύει. Οι "αστακοί" πάντως άρχισαν να γελάνε. Φαίνεται με τα καμώματά μου. Άρχισα να γελάω παρέα τους. Μόνο που δεν ήξερα γιατί - κολλητικό θα ΄τανε. Ποιος θα με πίστευε; Το πιθανότερο να με θεωρούσαν ανισόρροπο. Στη καλύτερη ιδιόρρυθμο. Είναι αλήθεια πως κι΄ εγώ ο ίδιος έβλεπα τα χτεσινοβραδινά αλλιώτικα -μάλλον πιο καθαρά- και την αντίδρασή μου κομμάτι υπερβολική. Συνέχιζαν να χασκογελάνε. Να δω πως θα ξεμπλέξω τώρα με δαύτους… σκέφτηκα. Ευτυχώς καινούργια μέρα καινούργια τύχη…  





16/4
Ιστορίες για φτωχοδιάβολους πιάσαμε. Για πορτοφολάδες, για παπατζήδες και αβανταδόρους, για κλαψιάρες ψευτομάνες που με παραμύθι λυγάνε καρδιές από πέτρα και τσιγγάνες αλαφροχέρες που μοναχά τη μοίρα μας δε νοιάζονται να πουν… τι να μάς πουν δηλαδή αφού τη ξέρουμε: στο φόβο και την ανασφάλεια θα ζούμε στον αιώνα τον άπαντα. Δουλειές είναι κι΄ αυτές σα τις άλλες τις «κανονικές» και χειρότερες, δουλειές του ποδαριού στο δρόμο, δίχως ωράρια κι΄ ασφάλιση. Μεροκαματιάρηδες τής ανάγκης οι καψεροί και γνήσια τέκνα των καιρών, μα –όλα κι΄ όλα- ας πρόσεχαν, κορόιδα είμαστε εμείς που πηγαίνουμε με το σταυρό στο χέρι; Κι΄ οι περιβόητοι καιροί πάντα ζόρικοι δεν ήταν; Μήπως –τάχατες- τώρα στραβώσανε, κι'  εμείς από τον ύπνο το γλυκό ξυπνήσαμε στην αντάρα και το βουητό; Ίδιοι και απαράλλαχτοι παραμένουν από τότε που ο άνθρωπος πρωτάνοιξε τα μάτια του. Κι΄ οι φτωχοδιάβολοι, όπου γης εσαεί κομπάρσοι στην υπερπαραγωγή των καιρών -δίχως αυτούς έργο γιοκ. Αλήθεια ποιος ζηλεύει την αφεντιά τους; όλοι πρωταγωνιστές λαμπεροί θέλουμε να ΄μαστε. Και ποιος τα παιδιά του θα ΄θελε να τα δει σαν εκείνους; θεός φυλάξει! παράδειγμα προς αποφυγή οι άθλιοι· κι΄ όλο το ανάθεμα για πάρτη τους… Τι καλά που θα ΄τανε να ΄χε ο κόσμος μονάχα καλούς και χορτασμένους! Άντε και κάνα όργανο της τάξης    -αφού αλλιώτικα φως δε φαίνεται στον ορίζοντα- μπας κι΄ ο φόβος ξεφωλιάσει απ΄ τη καρδιά μας… Όσο για τους άλλους, όχι στο δρόμο μα στα πολυτελή γραφεία, τους διαβόλους με τα λευκά κολάρα και τα παχιά πορτοφόλια, συμφωνήσαμε να καταπιαστούμε σε επόμενες ιστορίες.



14/4
Ένα παλιόφιλο συνάντησα στη κουτσομπόλα και είναι σα να τον έφερα μπροστά μου με σάρκα και οστά, μάλιστα νέο και θαλερό! Τον ακούω να αραδιάζει απνευστί τις κατακτήσεις του και ευφραίνεται η καρδιά μου -σαν εμένα και καλύτερος ο μπαγάσας! Στη πρώτη ανάσά του ευκαιρία βρίσκω και αρπάζω τη σκυτάλη, «τίποτα πια δε μας σταματά…» τού λέω. Βαθιαναστενάζει και τα μάτια του νοτίζουν. «Όμορφα μα δύσκολα περνάνε τα χρόνια…» σιγοντάρει την αμηχανία με νόημα, και -παρότι οι δυσκολίες δεν είναι το δυνατό σημείο μου-  δεν έχω παρά να συμφωνήσω. Εξάλλου μπορεί τα δύσκολα να είναι πιο όμορφα από τ΄ άλλα και, τουλάχιστον, δεν είναι πληκτικά σα τη κουτσομπόλα… συλλογίζομαι. Έτσι με τα ψέματα το τραβάμε και -πριν το καληνύχτα- αφήνουμε στην ατζέντα πόρτα ορθάνοιχτη μπας κι΄ έμπει δροσερό αεράκι να ξεδιπλώσει τα σκονισμένα φύλλα της: «Θα τα πούμε από κοντά…», ραντεβουδάκι κάποτε στο πουθενά δηλαδή. Θαρρείς πως δε θυμόμουνα τι αρχιψεύταρος είναι… -σαν εμένα και καλύτερος ο μπαγάσας- μα αν πρόκειται για όμορφα ψέματα νισάφι, ποιος θα καταλάβει; μοναχά το σαΐνι η κουτσομπόλα καταλαβαίνει στις μέρες μας. Και πράγματι, τι αστείο! το μονοπώλιο της μοναξιάς μας η ρουφιάνα -νομίζει πως- θέλουμε να τής πάρουμε μέσα απ΄ τα χέρια και πικαρισμένη σφόδρα δε λέει να τον εξαφανίσει από το γυαλί παρά τον αφήνει να κάθεται εκεί παγωμένος, στήλη άλατος με το στόμα ανοιχτό και τα χέρια προτεταμένα· σάμπως θέλει να κρατήσει την εικόνα του αναμνηστικό νιότης εντός μου και τα χρόνια που πέρασαν ποτάμι που γυρίζει πίσω… 
  

8/4 
Γιορτή γενεθλίων. Στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία. Γιατί όσο να ΄ναι υπήρχε μια κάποια αγωνία -αυτή που πάντα υπάρχει- για το αν όλα θα είναι καλά. Τραπέζι κρατημένο. Καλεσμένοι φίλοι αγαπητοί. Το μαγαζί ετών, δοκιμασμένο. Από αυτά που αγωνίζονται ν΄ αντέξουν στο χρόνο και προσώρας αντέχουν. Ορθογώνια ευχάριστη σάλα, σε παλ χρωματικούς τόνους, λιτά διακοσμημένη με κόκκινες της φωτιάς πινελιές. Θαμώνες μεσήλικοι ευωχούντες -οι νεολαίοι απουσίαζαν. Τραπεζομάντιλο λευκό κολάρο. Πιατικά και διπλά μαχαιροπήρουνα, τοποθετημένα με επιμέλεια στη σειρά το ένα πλάι στο άλλο. Γυαλικά, ζευγαράκια απαστράπτοντα. Πετσέτες με τσάκιση, ασορτί με το τραπεζομάντιλο. Καθίσματα βολικά και απέριττα στο ύφος του μαγαζιού. Ακολούθησαν καλωσορίσματα και ασπασμοί. Πρώτο γλυκόπιοτο κρασί, λευκό ή κόκκινο κατά προτίμηση. Κατάλογος κατατοπιστικός με ποικιλία επιλογών. Ήρθε η ώρα της παραγγελίας. Σερβιτόρος συμπαθής και εξυπηρετικός. Διάλεξα κρέας -ψημένο μέτρια. Έφτασαν σαλάτες και ορεκτικά. Οι πρώτες φρεσκοκομμένες και δροσιστικές. Τα δεύτερα τής ώρας –από λαιμαργία έκαψα τον ουρανίσκο μου. Συζήτηση περί ανέμων και υδάτων. Τα παιδιά –καίτοι απόντα- είχαν τη τιμητική τους. Ακολούθησαν γέροι, γιατροί, επικαιρότητα, δουλειά… Σιγά σιγά το κορμί άρχισε να χαλαρώνει. Η διάθεση να παίρνει την ανιούσα. Η γλώσσα λύθηκε και το βλέμμα ζεστάθηκε. Τσούγκρισμα τα ποτήρια. Ο ήχος τους καμπάνες που ηχούσαν χαρμόσυνα. Εις υγεία! Να τα εκατοστίσεις!… πολλές οι ευχές και από καρδιάς. Μέσα στην ώρα ήρθαν και τα κυρίως. Εφάμιλλα των προσδοκιών και της ιστορίας του μαγαζιού. Ο μαγαζάτορας γενειοφόρος και ευτραφής. Μ΄ ένα κυπαρισσί μπουφάν σαν αυτά που φοράνε στο Αμέρικα οι κολεγιόπαιδες.  Κάθονταν αμίλητος -ηχηρή παραφωνία σε συμφωνία ευωχίας- σ΄ ένα τραπέζι πλάι στην εμπατή. Κάποια στιγμή σηκώθηκε. Περπατούσε με δυσκολία. Παρατήρησα ότι κρατούσε πατερίτσα. Έδειχνε άνθρωπος βασανισμένος… Περασμένα μεσάνυχτα κι΄ οι θαμώνες είχαν πια αραιώσει. Εμείς μ΄ άλλες δυο παρέες οι τελευταίοι των Μοϊκανών. Τα φώτα άρχιζαν να τρεμοπαίζουν σα φλόγα που πνέει τα λοίσθια. Το εκλάβαμε σημάδι για αποχώρηση. Βγαίνοντας με πήρε η ψύχρα.    

4/4
''Αστό φίλτρο κασετίνα'' ζήτησα κι΄ ο περιπτεράς  με κοίταξε απορημένος· χωριάτης του κερατά φαίνονταν –δεν περίμενα να καταλάβει. Αυτόν ''με το χαρμάνι τού παλιού αστού'' συμπλήρωσα μήπως… παρ΄ ελπίδα… καταλάβαινε -για να ΄μαι ειλικρινής όχι πως με πολυένοιαζε, εγώ τον "αστό" μου ήθελα γιατί ήμουνα χαρμάνης. Μού απάντησε ένα ξερό "δεν έχω". Εξυπακούεται πως είχε αλλά διαφορετικά τον ήξερε· αυτοί οι τύποι έτσι είναι -μοναχά ό, τι  εκείνοι ξέρουν και όλα τ΄ άλλα θαρρείς στ΄ αζήτητα… Στο παρακάτω περίπτερο πάλι τα ίδια· εκεί με διαβεβαίωσαν πως ο ''αστός φίλτρο κασετίνα'' βρίσκεται σε έλλειψη γιατί "δεν τραβιέται". Ω καιροί ω ήθη! Θεέ τών χαρμάνηδων -ήμαρτον- τι ακούω; το πιο φίνο τσιγάρο της αγοράς και «δεν τραβιέται»!Αυτή η πόλη πλέον δεν υποφέρεται… έχει γεμίσει άκαπνους χωριάτες -ζέχνει χωριατίλα! απορώ που δεν ενοχλείται κανείς και οι πάντες το αντιμετωπίζουν σα να είναι κάτι τι φυσικό σφυρίζοντας αδιάφορα τον ίδιο φάλτσο σκοπό… Έδωσα τόπο στην οργή· ευκαιρία να κόψω το ρημάδι, σκέφτηκα, και σταμάτησα να ψάχνω. Μπαίνοντας σπίτι το μάτι μου έπεσε στο τραπέζι τού χωλ και στον ξεχασμένο πάνω του, έναν και μοναδικό, αγαπημένο μου "αστό". Δεν κρατήθηκα και -για τελευταία φορά- ενέδωσα στο πειρασμό. Μια βαθιά ρουφηξιά και ο καπνός από τα πλεμόνια ταξίδεψε όλο μου το σώμα ως τ΄ ακροδάχτυλα φτάνοντας στο απώτατο σημείο της ύπαρξης, την αυγούλα που πρωτόειδα φως. Ήτανε σα να εξαϋλώθηκα, να μην υπήρξα ποτέ! 
  

2/4
Αυτό το καζανάκι, τι παράξενο, συμπεριφέρονταν σαν άνθρωπος! Πήγαινες, έκανες την ανάγκη σου, το τράβαγες και τίποτα -νερό γιοκ! Καζανάκια του παλιού καιρού… έλεγες υπονοώντας πως έχουν φάει τα ψωμιά τους και έφτασε το πλήρωμα του χρόνου να αποσυρθούν οικειοθελώς. Έκανε και έναν αστείο θόρυβο σα να βαρούσαν κατσαρόλια, κύμβαλα αλαλάζοντα από το υπερπέραν, νόμιζες -για άλλη μια φορά- πως τούτο θα ήταν το κύκνειο άσμα του. Η μυρουδιά σε έπνιγε, έπρεπε κάτι να κάνεις επειγόντως -η μία ρημάδα ανάγκη φέρνει την άλλη…- και το ξανατραβούσες εμφανώς αγχωμένος. Πάλι τίποτα! Ο ίδιος αστείος θόρυβος κι ένα γουργουρητό μαζί, μάλλον κάτι σα βαθύ μεταλλικό ρέψιμο ή, χειρότερα, σαρδόνιο γέλιο -ποιος χαίρονταν με τα βάσανά σου; Το άγχος έδινε σκυτάλη στον εκνευρισμό. Έπαιρνες όρκο πως τούτη θα ΄τανε τελευταία μέρα του στον απόπατο, λογάριαζες ήδη σε ποιον υδραυλικό θ΄ ανέθετες τη βρώμικη δουλειά και πόσο θα σού κόστιζε. Η μυρουδιά είχε γίνει ανυπόφορη μα, λες και την είχες συνηθίσει, χαλύβδωνε την υπομονή σου (που ούτε κατά διάνοια υπό διαφορετικές συνθήκες θα πίστευες πως είχες) η απόφαση, οριστική και αμετάκλητη, να το ξεφορτωθείς. Έκλεινες το καπάκι της λεκάνης - μύριζες που μύριζες το αποτέλεσμα των κόπων σου, τουλάχιστον να μη βλέπεις- και βρακωνόσουν για να ΄βρεις τον κοντινότερο μάστορα και σωτήρα σου. Ένα τελευταίο τράβηγμα σαν αποχαιρετισμός για τα χρόνια που συντρόφευε τις πιο ιδιαίτερες και, γιατί όχι, ηδονικές στιγμές σου, μοναχά για τη τιμή των όπλων -μπορεί και από άχτι για τα καμώματά του. Τότε το γέρικο σκαρί σα να ξυπνούσε από βαθύ λήθαργο, γουργούριζε, έβηχε, ρεύονταν… κι΄ άρχιζε να τρέχει κρουνηδόν, τύφλα να χει ο Νιαγάρας! Κι άρχιζες εσύ να γελάς μη πιστεύοντας στ΄ αυτιά και στα μάτια σου, μη έχοντας ιδέα τι είχε συμβεί και -το χειρότερο- τι στα κομμάτια έπρεπε να κάνεις· ίσως και να το λυπόσουνα κατά βάθος γιατί όλο αυτό το ξέπλυμα σού θύμιζε γοερά δάκρυα για την απώλεια αγαπημένου… 

  

1/4
Τη Κυριακή στις τρεις τα ξημερώματα έπρεπε, λέει, να ρυθμίσουμε τους δείκτες των ρολογιών μας μια ώρα μπροστά ώστε να δείχνουν τέσσερις -σε δουλειά να βρισκόμαστε δηλαδή… Κι΄ όμως, μέγα άγχος με είχε καταλάβει! Έβαλα ξυπνητήρι τρεις παρά και με τη τσίμπλα στο μάτι ρύθμισα τον ένα δείκτη. Μα ό άλλος, σα σκουριασμένος από χρόνια, αδύνατον να μετακινηθεί. Αρχικά σκέφτηκα να αλλάξω τον δείκτη μα στη συνέχεια -ποιος ο κάβουρας ποιο το ζουμί του… πιο φτηνά θα μού ερχότανε- ν΄ αλλάξω ρολόι. Στο μαγαζί απόρησαν (τελευταία ολοένα και περισσότεροι απορούν μαζί μου): Κύριε ποιος αγοράζει σήμερα ρολόγια; Είχαν δίκιο! Να ΄τανε κανένα μουράτο, συλλεκτικό κομμάτι το καταλαβαίνω. Μα εγώ ένα ρολογάκι της σειράς -δε θα με χάλαγε από το πανέρι- ήθελα, να βλέπω το χρόνο που απομένει. Έτσι, δίχως κάποιον ιδιαίτερο λόγο, από παραξενιά αν προτιμάτε. Από τα μικρά μου θυμάμαι την έβρισκα να χαζεύω την ώρα. Το άπιαστό της με γοήτευε. Πίστευα, από ένστικτο τότε, πως είχε κάτι τι μαγεμένο που ανήκει στη σφαίρα του μύθου. Το συνειδητοποίησα στην εφηβεία μου όταν κοιτούσα το ρολόι μου και σκάρωνα φανταστικές ιστορίες για να δικαιολογηθώ που πήγαινα μόνιμα καθυστερημένος στα ραντεβού. Ωριμάζοντας έγινα συνεπής και εξ΄ ανάγκης κατέληξα στο συμπέρασμα πως αφού φοράμε που φοράμε ένα ρολόι –όσοι δεν φοράνε δεν τους αφορά ο συλλογισμός- καλό είναι να δικαιώνουμε την ύπαρξή του. Σήμερα όταν ξεχνάω να το φορέσω –τι αστείο!- σα να μού λείπει ένα κομμάτι του εαυτού μου!…  Να μη πολυλογώ, αγόρασα ένα φτηνιάρικο, ξεχασμένο στη βιτρίνα, μόνο και μόνο να μη νοιώθω αυτή την έλλειψη. Τώρα θα τού βάλω τη σωστή ώρα. Τι ώρα είναι; 



23/3
Ευτυχώς που όλα πήγαν κατ΄ ευχή. Επειδή ενεργοποιήθηκε το ένστικτό μου να αποφεύγω τα χειρότερα. Ειδάλλως ποιος ξέρει τι μπορεί τώρα να είχα πάθει… Πάντως απόρησα όταν η νεαρή οδηγός με ρώτησε αν είμαι καλά. Ξαπλωμένος στο οδόστρωμα, αιμόφυρτος, με σπασμένο κεφάλι, χέρια, πόδια… δεν φαινόμουνα. Ούτε τίποτα καρούμπαλα, μελανιές ή γδαρσίματα. Απεναντίας, σιδερόφραχτος και, επιπλέον, δεμένος με τη ζώνη ασφαλείας που πάντα φοράω. Μάλλον θα έδειχνα χλωμός και νοιάζονταν για την υγεία μου. Και μάλιστα -τολμώ να ισχυριστώ- με ζέση που έβαζε μπουρλότο στη φαντασία μου: Πεταχτούλα με καπούλια τουρλωτά να τσιτώνουνε το εφαρμοστό φόρεμα, στέρνο στητό σα σε παρέλαση, μαλλιά πιασμένα πίσω κότσο, αινιγματικό χαμόγελο. Δεν ανταλλάξαμε κουβέντα κι΄ εγώ, κρεμασμένος απ΄ τα χειλάκια της, την άκουγα να κελαηδάει σιροπιάζοντας το μέσα μου. Μέχρι που ζήτησε προκαταβολικά -ήμαρτον- να την συγχωρέσω! Γιατί; Ισχυρίστηκε πως με είχε τρακάρει, ότι το φταίξιμο ήταν όλο δικό της και με διαβεβαίωσε ότι θα έκανε θετική δήλωση… Ακαταλαβίστικα πράματα! Εγώ το μόνο που είχα ακούσει ήταν το τραγουδάκι που έπαιζε στο ραδιόφωνο Κατερίνα Κατερινάκι είσαι της ζωής τ΄ αεράκι, πες μου πως με θέλεις λιγάκι γιατί θα τρελαθώ… Κι΄ έπειτα, αφού δεν άκουσα,  ό, τι κι΄ αν έκανα -ακόμα και συχώρεση να ΄δινα- ψεύτικη θα ΄τανε. Διάθεση να καταλάβω δεν είχα, ούτε χρόνο για χάσιμο. Να πήγαινα σπίτι μια ώρα αρχύτερα ήθελα, να έτρωγα και να ξάπλωνα για τη μεσημεριανή σιέστα. Αχ τι ένστικτο κι΄ αυτό -ο φύλακας άγγελός μου! Γιατί η μαύρη μοίρα σε μένα τον περιούσιο το φύλαγε -από τότε που θυμάμαι- ν΄ ασχολούμαι με το σαρκίο μου… Αν δεν είναι ένδειξη άκρατης φιλαυτίας, τότε τι είναι;



15/3
Μια τρύπα φοβερή και τρομερή εξακολουθεί να χάσκει καταμεσής στο δρόμο, λίγα μέτρα από το σπίτι μου, και από κει στο μυαλό μου. Σάς είχα μιλήσει γι΄ αυτή πέρυσι τέτοιο καιρό. ( https://ergasimos.blogspot.com/2018/01/2018.html  5/4) Είναι η καθημερινή συντροφιά μου. Την χαιρετάω, με χαιρετάει, την αποφεύγω, με αποφεύγει… χώρια δεν κάνουμε και μαζί δεν μπορούμε! Όμως, τελευταία, τι μ΄ έχει πιάσει; Ξενοκοιτάω! Τις όμοιές της στους δρόμους. Είναι πολλές, πάρα πολλές. Και συνέχεια  ξεφυτρώνουν νέες, σαν τα αυτοφυή μανιτάρια! Εάν προστεθούν και τα «καλλιεργημένα», αυτές δηλαδή που ανοίγουν οι λογής εργολάβοι -για το καλό μας- και απομένουν εσαεί ανοιχτές, τότε μιλάμε κυριολεκτικά για δρόμους ίδια σουρωτήρια! Μη νομίσετε πως θέλω να μεγαλοποιήσω το ζήτημα. Πού θα πάει; είναι θέμα χρόνου να συνηθίσω και αυτές όπως συνήθισα τη δικιά μου -ακόμα και αν μετακομίσουν στο μυαλό μου μπορώ να κάνω διαφορετικά; το έχω πάρει απόφαση. Το θέτω γιατί άκουσα πως -ενόψει εκλογών- υποψήφιοι δημαρχαίοι και παρατρεχάμενοί τους εκπονούν πλάνα άμεσης δράσης άμα τη αναλήψει των καθηκόντων τους. Ένα από αυτά -ακούγεται- περιλαμβάνει και τον ανένδοτο υπέρ πάντων αγώνα κατά των τρυπών… αν είναι δυνατόν! Τόσα χρόνια τις αφήνουνε να μας συντροφεύουν -τώρα τους έπιασε η πρεμούρα; Ξέρω, προεκλογικές εξαγγελίες είναι αυτές… μα αν -αν λέω- κάποιοι ανεγκέφαλοι εννοούν όσα λένε, τι γίνεται; Το λοιπόν -με κάθε σεβασμό στις αγαθές προθέσεις σας κύριοι- ούτε για αστείο δεν λέγονται τέτοια…  Αφού ζήτημα -το ξέρετε- δεν υφίσταται. Κι΄ έπειτα δίχως συντροφιά τι θα κάνουμε; 




13/3
Ένα παραμύθι είχε. Κρυφό καμάρι (οι άλλοι το ΄χαν τούμπανο). Μια μέρα το ξεφούρνισε. Κάποιοι έκαναν πως παραξενεύτηκαν. Κάποιοι χασμουρήθηκαν. Ύστερα τού ζητήσανε ν΄ αλλάξει παραμύθι. Είχανε βαρεθεί το ίδιο και το ίδιο. Τα παραμύθια -του είπαν- έχουν ημερομηνία λήξης. Δεν το πίστεψε. Ήξερε διαφορετικά. Αφού είχε δίκιο. Δεν έλεγε ψέματα -μάρτυράς του ο θεός. Τους εξήγησε. Εκείνοι επέμεναν. Τι κακό! μα να το 'βρει από τους δικούς του; Άλλαξε παραμύθι. Τάχατες. Το ίδιο έλεγε σε παραλλαγή. Άλλο δεν ήξερε. Κι΄ ήταν αργά να μάθει. Εκείνοι με το δίκιο τους: Τούτο δεν είναι τής εποχής… Γιατί τι έχει η εποχή; έκανε τον ανήξερο. Το παραμύθι σου έχει!… Κατάλαβε: Τζάμπα προσπαθούσε. Να το ράψει το ριμαδο-στόμα έπρεπε. Όχι να τ΄ ανοίξει! Αφού ήξεραν. Σάμπως το δικό του παραμύθι περίμεναν; σάμπως το δικό του ήταν καλύτερο; Θα το κρατούσε εντός του σα κόρη οφθαλμού. Ζηλότυπα φυλαγμένο. Κανείς δε θα μπορούσε να τού το πάρει. Και συμφώνησαν από κοινού να μη ξαναπούνε παραμύθια. Ποτέ πια! Τα χρόνια πέρασαν, γεράσανε παρέα. Τίποτα δεν θύμιζε τα παλιά. Κι΄ η συζήτηση εκείνη είχε ξεχαστεί. Μόνο το παραμύθι του ίδιο. Ασάλευτο. Ανέγγιχτο από το χρόνο…  




12/3
Ένα μυστικό είχε. Ζηλότυπα φυλαγμένο. Όταν αποφάσισε να το αποκαλύψει ουδείς έδωσε σημασία. Τα μυστικά -τού είπαν- έχουν ημερομηνία λήξης. Και αυτή φευ! είχε περάσει προ πολλού. Πήγε να πεθάνει. Τι το κρατούσε κλειδαμπαρωμένο και τού μαύριζε τη καρδιά; Μοναχά να καταλάβει και τι στο κόσμο! Αν καταλάβαινε θα μιλούσε. Πήγε… και πού δε πήγε για να καταλάβει. Μύγα δεν σήκωσε στο σπαθί του. Αφού είχε δίκιο. Πάντα είχε δίκιο. Δεν έλεγε ψέματα -μάρτυράς του ο θεός. Κι΄ όμως όλοι τα ίδια. Το ίδιο τροπάριο. Για να ΄βρουν φταίξιμο στο δίκιο του κόφτονταν… Σάμπως όλοι του σιναφιού τους ίδιοι δεν είναι; σκέφτηκε. Λύκοι ντυμένοι πρόβατα… Τουλάχιστον ας χάιδευαν τ΄ αυτιά του. Σε ποιον δεν αρέσει; Κι΄ αν είναι για καλό γιατί όχι; Αι σιχτίρ! τα πήρε με δαύτους. Είχε καταλάβει: Τζάμπα προσπαθούσε. Να το ράψει το ριμαδο-στόμα έπρεπε. Όχι να τ΄ ανοίξει! μα αφελής ήταν; Ο χρόνος μόνο μιλάει. Μια και καλή. Και ημερομηνία λήξης δεν έχει. Θα συνέχιζε να κρατάει το μυστικό εντός του σα κόρη οφθαλμού. Κι΄ ας το είχε πληρώσει χρυσό. Οτιδήποτε άλλο μόνο πίκρα θα τον πότιζε. Περίεργα ανθρωπάκια τον κυκλώσανε. Ποιος είδε τον Θεό και δεν φοβήθηκε; Τώρα το μυστικό του διαφεντεύει ο κεραυνός…

10/3
Στη γη της επαγγελίας. Όπου υπόσχονται τα πάντα. Και τίποτα μονιμότερο τού προσωρινού. Κολλητοί. Παιδιά σα τα κρύα νερά. Προσωρινά ντελιβεράδες. Ονειρεύονται. Κι΄ ο ψεύτης ήλιος ακόμα λάμπει. Όσα δε φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή. Χτυπάνε κάποιον με το σαράβαλο. Πανικός. Ευτυχώς δεν τους είδε κανείς. Τον παρατάνε. Να όμως που πλακώνουν οι τύψεις. Σε κάποιον να μιλήσουν. Nα ξαλαφρώσουν. Σάμπως έχουν πολλούς; Ο πατέρας συμβουλεύει: Τυχεράκηδες! ευκαιρία να πιάσουμε τη καλή…
Σκοτάδι. Προσδεθείτε για ταξίδι στη κόλαση. Ο σκοτωμένος ήταν καρφί των μπάτσων. Επικηρυγμένος! Από τον γείτονα Δον Κορλεόνε. Τσεπώνουν την επικήρυξη. Τέλος οι πίτσες και τα ντελίβερι. Τώρα -προσωρινά- οι μικροί για τα θελήματα τού Δον. Το πρώτο αίμα διψάει γι΄ άλλο. Διαπιστευτήρια μ΄ έναν ψιλοφόνο. Τής πλάκας. Κάποιου κακομοίρη. Τα αργύρια; Ένα ξέχειλο καλούδια καρότσι του σουπερμάρκετ. Η μάνα κάτι αρχίζει να ψυλλιάζεται… Για μετά αυτό που ήδη ξέρουν να κάνουν: Ντελίβερι προφυλακτικά. Σε δεκαπεντάχρονες πουτάνες εισαγωγής. Διαπρέπουν! Καιρός ν΄ ανέβουν. Φόνος πάλι στα σκαριά. Τώρα όμως επαγγελματία. Δυσκολεύουν τα πράματα. Αν κάτι πάει στραβά, αυτοσχεδιάστε… λένε οι οδηγίες. Και -διάολε- πάει! Σκοτώνεται ο ένας. Ο άλλος μένει ορφανός. Ξανά ο πανικός. Κι΄ οι τύψεις -τούτη τη φορά- αγιάτρευτες. Όπως ο πόνος. Θα πάει στους μπάτσους να τα ξεράσει όλα. Θέλει ν΄ αλλάξει ζωή… Δεν προλαβαίνει. Έξω από το κατώφλι τού μπατσικού τού κλείνουν το στόμα. 0ι «δικοί του». Αυτό ήταν όλο. Ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Η χαροκαμένη μάνα συναντάει τον πατέρα. Τα βλέμματα σωπαίνουν. Ανταλλάσσουν δυο τυπικές κουβέντες. Στη γη της επαγγελίας ο ψεύτης ξαναβγαίνει. Η ζωή συνεχίζεται… 





2/3 
Πάει, χάλασε ο κόσμος! Για τον ήδη χαλασμένο μιλάω που το παράκανε. Και μαζί του χάλασε κι΄ η ζωή μας, και βαλθήκαμε να τα φτιάξουμε. Ανασκουμπωθείτε μουστερήδες -ευκαιρία- οι εκλογές έφτασαν!
Κάποτε -μη μού πείτε ότι- ο χαλασμένος δεν ήταν καλύτερος; Ήμασταν βλέπετε εμείς που κρατούσαμε τα μπόσικα… Σήμερα ποιος να τα κρατήσει; Οι πολιτικάντηδες; ούτε για πλάκα! Οι γαλονάδες; άστο καλύτερα… Οι παπάδες; αυτοί ανέκαθεν μπέρδευαν το σταυρό με τη κουτάλα… Οι διανοούμενοι; αυτοί που στα δύσκολα την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια; Οι καλλιτέχνες; από πότε η τέχνη φτιάχνει τον κόσμο;… Ποιος λοιπόν; Αφήστε που στις μέρες μας, το βράδυ κοιμάσαι υποψήφιος τενεκές και το πρωί ξυπνάς κοτζάμ πλανητάρχης -σκεφτείτε τι γίνεται με τις ορντινάντσες…
Σπαζοκεφαλιά αυτές οι εκλογές! Αν δεν είχαμε αλλεργία στην ειλικρίνεια δεν θα ψηφίζαμε μα θ΄ αφήναμε τα πράματα να πάνε όπως έρθουν. Σάμπως αυτό δεν γίνεται και τώρα;… Εγώ πάντως αποφάσισα: Θα ψηφίσω φίλους. Ευτυχώς που υπάρχουν κι΄ αυτοί. Η έγνοια τους, η ζεστασιά των λόγων τους, το χαμόγελό τους… Ακόμα και τα ψεύτικα λόγια, στο στόμα τους είναι γλυκά. Οι άνθρωποι που αγαπάμε μάς δίνουν ένα καλό λόγο να υπάρχουμε. Και να συνεχίζουμε να καβατζάρουμε τις φουρτούνες. Διαφορετικά, μπακούρια σ΄ ένα χαλασμένο κόσμο προς τι να προσπαθήσουμε; για το τομάρι μας; Η αγάπη δίνει στη ζωή νόημα. Και μοναχά αυτή μένει. Αν μένει κάτι.


1/3
Ένας γιατρός τη μέρα τον γιατρό τον κάνει πέρα! -για να φέρω στα δικά μου την γνωστή περί μήλου παροιμία- κι΄ αν είναι οι γιατροί της μέρας περισσότεροι ακόμα καλύτερα. Κοντολογίς την υγειά μας να ΄χουμε να βλέπουμε γιατρούς για την υγειά μας. Γιατί όχι; προσωπικά, από τις άλλες συμπαθείς συντεχνίες, τούς προτιμώ. Έχω και φίλους γιατρούς, δράττομαι μάλιστα τής ευκαιρίας να τους στείλω από το βήμα αυτό χαιρετισμούς από καρδιάς. Όμως ξέρετε τι με ταλανίζει; Πάντοτε, σε κάθε συνεύρεση μαζί τους, έχω την εντύπωση πως κάτι τι μού κρύβουν. Κάτι που πιθανώς ούτε οι ίδιοι γνωρίζουν. Θα αναρωτηθείτε πώς μπορεί να κρύβουν κάτι που δεν γνωρίζουν; Έλα ντε! είναι να μη καρφωθεί στο μυαλό…  Αμ το άλλο καρφωμένο -το έτερον ήμισυ των γιατρών -οι νοσοκόμες; αυτές οι τρυφερές υπάρξεις, οι ταγμένες να γλυκαίνουν τα ντέρτια των λογής πονεμένων; Γι΄ αυτές η πραγματικότητα και η φαντασίωση σε ένα διαρκές παιχνίδι εναλλαγής ρόλων, προθέσεων, φευγαλέων στιγμών, συναισθημάτων. Κοριτσάκια σα τα κρύα νερά ή μεγαλύτερες, τροφαντές ή μοντέλα, στοργικές μαμάδες ή τσαούσες, εξωστρεφείς ή αινιγματικές, ξανθοί άγγελοι ή σπαρταριστά μελανουράκια οι νοσοκόμες θα είναι εσαεί βασίλισσες τού μυαλού μου.







27/2
Να ΄τανε κι΄ αυτή η Κυριακή σαν όλες τις άλλες!  Στην ίδια γνωστή, απαράλλαχτη ρότα: Εγερτήριο πουρνό πουρνό -υγιεινός περίπατος στα πέριξ -καμιά ψιλοδουλειά -φαΐ -μεσημεριανή σιέστα -συνάντηση με τους φίλους -καφές -ψιλή κουβεντούλα -τσιμπολόγημα μέχρι σκασμού -ευχές εκατέρωθεν να ΄ναι καλή η βδομάδα που έρχεται -επιστροφή στο σπίτι -όνειρα γλυκά. Και τη Δευτέρα, σαν όλες τις Δευτέρες, χαρά και εργασία. Τι έλλειπε δηλαδή σ΄ εκείνες τις Κυριακές και τούτη θέλησε να πρωτοτυπήσει;
Σήμερα κατάλαβα πως δεν μπορώ τις πρωτοτυπίες. Προτιμώ τα ίδια και τα ίδια. Τα τετριμμένα. Κι΄ ας είναι φορές που κρύβουν δυσάρεστες εκπλήξεις. Μού αρκεί που δεν τις ξέρω. Δεν θέλω να ξέρω, το καταλάβατε; δεν θέλω να ξέρω τι θα ξημερώσει αύριο! Μού αρκεί πλέον να λούζομαι τη καθημερινότητά μου. Σκέτη απόλαυση στο μπάνιο με εκχυλίσματα λεβάντας και ολίγης μία από τα ίδια. Κι΄ αν, ο μη γένοιτο, τη Δευτέρα χαλάσει ο κόσμος, η Κυριακή μου -θα 'χω να το λέω- στάθηκε παλικάρι...




21/2
Τους εβδομήντα τέσσερις καβάτζαραν -χαζεύω στο γυαλί- τα θύματα τής τρομολαγνείας πέρα από τους συνήθεις γριπιασμένους  λόγω Χειμώνα. Και μαυρίζει η καρδιά μου -ο θεός να βάλει το χεράκι του. Όμως υπάρχουν και καλά νέα: Εκπληκτική απαλότητα και αξεπέραστη προστασία από χίλια -ναι καλά διαβάσατε, χίλια!- απορροφητικά μαξιλαράκια υπόσχονται οι νέες σερβιέτες τής αγοράς. Έχω μείνει άφωνος. Ουδέποτε φανταζόμουνα ότι μια ταπεινή σερβιέτα θα μπορούσε να προσφέρει τόσα πολλά. Λέτε να λεν αλήθεια; Αν ναι, τότε μία σερβιέτα χρειαζόμαστε όλοι. Γριπιασμένοι ή μη. Γυναίκες και άντρες. Απορώ πως δεν το έχει σκεφτεί ακόμα κάποιο σαίνι τής αγοράς να λανσάρει σερβιέτες και για τα δύο φύλα. Και εντάξει, η απαλότητα πέστε ότι δεν συγκινεί τους νταβραντισμένους. Αλλά η προστασία; Στους δύσκολους καιρούς ποιος γενναίος θα την αρνηθεί; Ποιος θα γυρίσει τη πλάτη στο προστάτη φύλακα άγγελό του; Σκεφτείτε κύριέ μου να έχετε ούτε ένα, ούτε δύο, ούτε τρία, χίλια μαξιλαράκια. Ερμπάγκ επί χίλια! Κάθε μέρα, κάθε στιγμή! Δεν θα σάς πιάνει τίποτα. Όχι η γρίπη, ούτε καν το κακό μάτι! Άτρωτος θα τη βγάζετε καθαρή ενώ δίπλα σας οι δήθεν δυνατοί θα σωριάζονται σα τις ψεκασμένες μύγες… Και με το χαμόγελο! -αν δε με πιστεύετε δείτε τη διαφήμιση. Τελικά, μού φαίνεται πως, τα πράματα είναι πολύ απλά. Άμα κάνεις τη σωστή κίνηση δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα. Αρκεί να τη κάνεις. Γιατί οι περισσότεροι εννοούν να σαπίζουν στο καναπέ ή δειλιάζουν. Τα θέλουν όλα έτοιμα απ΄ τους άλλους. Αφήστε αυτές τις προκαταλήψεις… Άντρας και θα φορέσω σερβιέτα; σού λέει ο άλλος. Ε ας πρόσεχες…



17/2
Η Λίζα, νηπιαγωγός το επάγγελμα, σύζυγος και μητέρα, διψάει να βάλει λίγη ποίηση στη τακτοποιημένη ζωή της. Τακτοποιημένη ποίηση. Σαν καταλαβαίνει πως ματαιοπονεί αλλάζει ρότα. Τι κι΄ αν δεν έχει η ίδια το νερό να ξεδιψάσει; Έχει ο Τζίμι. Ο πεντάχρονος μαθητής της. Εδώ προκύπτει το πρώτο ερώτημα: Ποιητής ένας πεντάχρονος; Ένα τέτοιο ταλέντο δε πρέπει να χαθεί, απαντάει η Λίζα. Σιγά! χαμένα τόσα και τόσα… μοιάζει να λέει ο περίγυρος. Η Λίζα πεισμώνει. Η ανάδειξη τού ταλέντου τού Τζίμι τής γίνεται εμμονή. Αυτό θα είναι το δικό της ποίημα. Το αριστούργημα μιας ατάλαντης. Έχει ιερό σκοπό. Εδώ προκύπτει το δεύτερο ερώτημα: Πόσο ιερός μπορεί να είναι όταν αντικατοπτρίζει τις επιθυμίες και απωθημένα ενός ενήλικα; Κι΄ όμως τίποτα δε φαίνεται ικανό να τη σταματήσει. Σφιχταγκαλιάζει το υποκείμενο του πόθου της. Δεν θ΄ αντέξει αν το χάσει. Φτάνει ακόμα στο σημείο να προβάλει τα πονήματά του γραμμένα από την ίδια. Η σχέση της μαζί του σχεδόν ερωτική. Μοναχά η σαρκική επαφή λείπει. Μα ο Τζίμι κλωτσάει. Έκαστος εφ ω ετάχθη. Οι ποιητές με τους ποιητές… σα να τής  λέει. Η Λίζα καταρρέει. Ο κόσμος αυτός δεν νοιώθει από ποίηση, συνθλίβει τους ποιητές! δεν το καταλαβαίνεις; αναφωνεί μέσα σε αναφιλητά σε μια ύστατη προσπάθεια να τον μεταπείσει. Μάταια… Το φινάλε, όπως πάντα, τακτοποιημένο. Με τον Τζίμι να προαναγγέλλει το νέο του ποίημα. Ίσως το ωραιότερο… Δεν θα το μάθουμε. Πέφτουν οι τίτλοι τού τέλους.




14/2
Σήμερα τού άγιου Βαλεντίνου, προστάτη τού έρωτα, γιορτάζουν οι ερωτευμένοι. Και αυτοί που ερωτεύτηκαν κάποτε. Και όσοι θέλουν να ερωτευτούν. Οι τελευταίοι γιορτάζουν δυό φορές. Γιατί ο έρωτας ανέκαθεν φλέρταρε το απραγματοποίητο. Γιορτάζουν κι΄ άλλοι πολλοί. Τρυφερά βλασταράκια και σιτεμένοι. Ο έρως, ως γνωστό, χρόνια δεν κοιτά. Μάλιστα λέγεται ότι οι σιτεμένοι δαγκώνουν άγαρμπα τη λαμαρίνα. Αν βέβαια το επιτρέπει η οδοντοστοιχία τους. Ούτε επάγγελμα κοιτά. Ζαχαροπλάστες, ανθοπώλες, κοσμηματοπώλες, εστιάτορες και λοιποί τού εμπορίου έχουν σήμερα τη τιμητική τους. Επίσης δεν ζητά πιστοποιητικά ειλικρίνειας ή νομιμοφροσύνης. Απεναντίας τα απεχθάνεται. Το ψέμα τον ανάβει. Σα το λάδι τη φωτιά. Μέχρι η φούντωση να καταλαγιάσει. Οπότε έρως και ψέμα έσονται εις σάρκα μία. Αδιαίρετα. Τόσο που αμφιβάλεις αν κάποτε ήσαν πράγματι χωριστά. Σήμερα κι΄ εγώ θα το γιορτάσω. Με τη Βαλεντίνα μου. Nα τη ποτίσω, λογαριάζω, το κρασί της θύμησης. Γιατί όχι; στους αθεράπευτα αισιόδοξους ανήκω. Και τη πίστη μου στον άγιο προστάτη ουδέποτε χάνω. Θα έρθουν καλύτερες μέρες 



12/2
“Κελάηδησεεε
ωραίο μου πουλάκι
κελάηδησεεε…”
Τον είχα βαφτίσει Κίτσο. Κάθε πρωί, πριν πάω στο σχολείο, αντί καλημέρας τού τραγουδούσα έξω φωνή. Όχι για να τον παρακινώ μα να τον τσιγκλάω. Μού άρεσε να τον τσιγκλάω. Να τον κάνω Τούρκο από θυμό. Και το λέω γιατί, αν ήταν άνθρωπος, Τούρκος θα  γίνονταν. Θα ΄βγαζε το γιαταγάνι και χραπ θα μου ΄παιρνε το κεφάλι. Κι΄ αν δεν ήταν άκακος, με το ράμφος του θα μού  ΄βγαζε το μάτι. Μπορεί βέβαια να τού άρεσε και εκείνου το τσίγκλισμα. Δεν το αποκλείω.
Πεσκέσι ήταν στο πατέρα μου. ''Κελαηδάει γλυκά'' τον είχανε διαβεβαιώσει. Εκείνος περιχαρής μετέφερε την διαβεβαίωση σε μένα και στη μάνα μου. Οι προσδοκίες τής οικογένειας χτύπησαν κόκκινο. Το αγγελικό τιτίβισμά του θα γλύκαινε τις ενδοοικογενειακές παραφωνίες. Όχι πως είχαμε πολλές, μα κι΄ αυτές τις λίγες που είχαμε θα τις γλύκαινε. Είναι αλήθεια πως από τη πρώτη στιγμή που τον είδα κάτι τι μού πήγαινε στραβά. Εσείς έχετε ξαναδεί καναρίνι κατάλευκο σα πιτσούνι; Εγώ τα κελαηδιστά καναρίνια τα ΄ξερα ανέκαθεν καναρινί.
Οι φόβοι μου επιβεβαιώθηκαν. Ή άλαλος ήταν ή δεν ήθελε να κελαηδήσει. Αν όντως ίσχυε το δεύτερο, δικαίωμά του. Πάντως η ελπίδα ουδέποτε ξεπόρτισε από το σπιτικό μας. Κι΄ αυτό ήταν πρόβλημα. Να αφήναμε τον έρημο τουλάχιστον ελεύθερο, να διώχναμε και το κλουβί που μάς έπιανε χώρο στο τραπέζι. Ίσως εκεί έξω έβρισκε κάτι τι τού γούστου του. Ίσως πάλι να τον έκανε μια χαψιά καμιά γάτα και να λυτρωνότανε από τα βάσανα της βιοπάλης. Γιατί εκεί έξω θα ΄πρεπε να ιδρώνει για τα προς το ζην. Ενώ στο σπίτι μας τα ΄βρισκε όλα έτοιμα. Και το κλουβί του ακόμα, τεράστιο ήταν -το δωμάτιό μου μικρότερο απ΄ αυτό. Να έχει άπλα. Ιδανικές συνθήκες για να ξεδιπλώσει, κάποτε, το τραγουδιστικό του τάλαντο… Ξέρετε πως είναι να περιμένουν οι άλλοι από σένα κάτι που ΄χεις χαμένο από χέρι; Στο τέλος το παίρνεις απόφαση. Παραιτείσαι κι΄ ύστερα φαντάζεσαι πως είσαι μπιούτιφουλ λούζερ. Θέλεις –επιτέλους- να χάνεις με το σπαθί σου, δεν έχεις ανάγκη τη βοήθεια κανενός. Έτσι εξηγείται γιατί ο Κίτσος έδειχνε μόνιμα απόμακρος και μελαγχολικός. Ένοιωθε λούζερ. Για μπιούτιφουλ δε ξέρω.
Ένα πρωί τσουπ πήδηξε έξω απ΄ το κλουβί. ''Ο Κίτσος! Θα τον χάσουμε!'' η μάνα μου. Στο άκουσμα τής χαρμόσυνης είδησης άνοιξα διάπλατα τη μπαλκονόπορτα. Σιγά τ΄ αυγά! Έτσι κι΄ αλλιώς και που ήτανε σπίτι χαμένο τον είχαμε. Ο Κίτσος είχε κοκαλώσει αντίκρυ στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Έδειχνε αναποφάσιστος. ''Φύγε Κίτσο, άνοιξε τα φτερά σου να πετάξεις! Κοπάνησέ τη ντε, ευκαιρία είναι!'' εγώ ειρωνικά. Το σκεφτότανε. Τον έπιασα και απίθωσα στη χούφτα μου. Η καρδούλα του πήγαινε να σπάσει. Περίμενα λίγο μήπως έπαιρνε τη μεγάλη απόφαση. Τελικά τον έβαλα ξανά στο κλουβί. Έμεινε αδιαμαρτύρητα. Άφησα τη πόρτα μόνιμα ανοιχτή. Δεν είχε πλέον τη παραμικρή χρησιμότητα.
Οι μέρες μας περνούσαν ίδιες και απαράλλαχτες. Εκείνος μαμ, κακά και νάνι. Εγώ το βιολί μου. ''Κίτσο ούτε μιλάς, ούτε λαλάς, ούτε να τη κοπανήσεις θέλεις. Έτσι μούχλας θα τη βγάλεις στην υπόλοιπη ζωή σου;'' Η αφασία του μ΄ εκνεύριζε. Κι΄ η μουγγαμάρά του ακόμα πιο πολύ. Κατάλαβα πως έπρεπε να πάω ένα βήμα παραπέρα από το τσίγκλισμα. Με κάτι να τον πονούσα. Δε μπορεί, στο πόνο θα αντιδράσει… σκέφτηκα. 
Πώς αλήθεια να πονέσεις ένα πουλάκι; Δεν δυσκολεύτηκα. Ξεκίνησα να τού πετάω σαΐτες. Ο αγουροξυπνημένος σαδιστής έδινε επάξια τα διαπιστευτήρια του. Κι΄ ο πόνος κουβάρι μπερδεμένο με την αγάπη. Κατατρομαγμένο χοροπηδούσε σα τρελό από τη μια κούνια στην άλλη στην απέλπιδα προσπάθεια να τις αποφύγει. Τι χαρά!  Μα κρατάει η χαρά πολύ; Ήταν θέμα χρόνου μια σαίτα να το ΄βρει στο μάτι. Τού άλλαξα, θυμάμαι, το όνομα σε Μοσέ Νταγιάν. Μετά τα δεύτερα βαφτίσια έκοψα το απαίσιο παιχνίδι. Μονόφθαλμος… Θυμάμαι τη ματιά του -θεέ μου- σαίτα κατευθείαν στη καρδιά μου. Πληγή ανοιχτή. Έβγαλε τσίμπλες, κακοφόρμισε. 
Μετά από λίγες μέρες ο Κίτσος ψόφησε. Ο πατέράς μου είπε "οι άντρες δεν κλαίνε''. Τον θάψαμε οικογενειακά κάπου στην εξοχή. Σταυρό δε βάλαμε. Πετάξαμε και το κλουβί στα σκουπίδια. Το τραπέζι έδειξε τεράστιο, γήπεδο κανονικό. Και καθαρό. Δίχως σκόρπια καναβούρια και μαδημένα φτερά.


7/2
Τύχη, μόνο τύχη χρειάζεται! Όχι στις συνταγές τής μάσας για να πετύχουν, αυτή και χωρίς τύχη μια χαρά τρώγεται. Μα για τ΄ άλλα, τα υψηλά κατά πως λέγεται. Τύχη να ΄χετε και η επιτυχία είναι εξασφαλισμένη. Κι΄ εσείς σταυροπόδι! κυριολεκτώ. Προσθέστε στη τύχη -ως εκ περισσού μα κάτι τι να κάνετε - μια κουταλιά άγνοιας, τής πάει πολύ. Και αισιοδοξία με τη σέσουλα -αχ αυτή η αισιοδοξία! πάντα χρειάζεται- όσο περισσότερη τόσο καλύτερο. Όλα τ΄ άλλα απλώς περιττά. Σάς μιλάει ο ειδικός -ο κατά γενικήν ομολογία «Γκαστόνε»! Τελευταία μάλιστα διεύρυνα το αναγνωστικό κοινό μου στο απόλυτο μηδέν να ΄χω ήσυχη τη συνείδησή μου πως δε χρωστάω ψέμα σε κανένα παρά μοναχά στην αφεντομουτσουνάρα μου. Και στον αγαπητό παλιόφιλο Μισέλ Λεγκράν. Στο μηδέν η ουσία κι΄ οι απαντήσεις… εσύ με νοιώθεις Μισέλ. Μα για ποια ουσία και ψύλλους στ΄ άχυρα μιλάω στους ιλουστρασιόν καιρούς… μοναχά ο κουρνιαχτός από τη σκόνη τού χρόνου που γλυκαίνει την απώλεια, άντε και μια σταλιά νοσταλγίας ονείρων -και ονειρώξεων- εφηβικών. «Καλήν αντάμωση…» τού λέω «…και μη λησμόνει το μπλογκοσημειωματάριό μου να μαθαίνεις τα αμάθευτα αυτού του κόσμου.» Αντί άλλου με κοιτάζει στα μάτια και ρωτάει σπασμένα εγγλέζικα: «What are you doing the rest of your life?» ενώ οι πρώτες νότες σα πρωινές δροσοσταλίδες σκιρτούν στα πλήκτρα τού πιάνου.  Ανασηκώνω τους ώμους ανήξερος. «Νάθινγκ σπέσιαλ Μισέλ… Τυχερός και κατεργάρης, αυτό που έκανα πάντα δηλαδή… έχεις καμία καλύτερη ιδέα; Στραβά μπήκε αυτός ο χρόνος γαμώτο…»


31/1
Το ΄χω πει, θα το ξαναπώ: Αναγνωσταρά και Γρυπάρη γωνία, στη Καλλιθέα, βρίσκεται το καλύτερο σουβλατζίδικο πρωτευούσης και περιχώρων! Οι μυημένοι το ξέρουν ως «οι Ρωσίδες» και πρέπει να βρεθείς εκεί συστημένος. Μια ξεχασμένη ταμπέλα «ΣΟΥΒΛΑΚΙΑ – ΠΙΡΟΣΚΙ» στη πρόσοψη επί της Γρυπάρη κρυμμένη στο ημίφως το μοναδικό διακριτικό. Κατά τα λοιπά μόνιμα κατεβασμένα ρολά εξόν αυτών της εξώπορτας, αναιμικός φωτισμός και εν γένει εικόνα εγκατάλειψης που πλησιάζοντάς το, έχω πάντα την εντύπωση πως έχει κλείσει. Μα ευτυχώς είναι ακόμα ανοιχτό προς τέρψιν και αγαλλίαση των απανταχού εραστών του γκρικ στριτ φουντ. Μενού χαντμέιντ –όχι κατ΄ όνομα ως συνήθως στα αυτοαποκαλούμενα «χαντμέιντ» είναι- με δύο μοναχά επιλογές: Καλαμάκι πίτα και πιροσκί (πατάτα –κιμάς –τυρί). Φτιαγμένα και τα δύο από τα χεράκια της ευτραφούς γλυκύτατης και πάντα χαμογελαστής κυρίας από το Καζακστάν με τη μπαντάνα επί κεφαλής –πιο καλτ φυσιογνωμία από αυτή δύσκολα βρίσκεις. Πριν χρόνια ήταν παρέα με την αδερφή της –εξ ου και το «Ρωσίδες»- μα πάει καιρός που τη βλέπω μόνη. Υλικά τα γνωστά μα πρώτης ποιότητας: Πίτα αλάδωτη και πάντα της ώρας, κρέας, μαριναρισμένο, καθαρό δίχως ίχνος λίπους, ντομάτα, ψιλοκομμένο κρεμμύδι με μαϊντανό και τέλος -το κλου της συνταγής- μια κουταλιά ελαφρώς πικάντικη κόκκινη σάλτσα. Το γευστικό αποτέλεσμα εντυπωσιάζει με την θαυμαστή ισορροπία των επιμέρους γεύσεων των υλικών που δένουν μαγκιόρικα δίχως η μία να επισκιάζει την άλλη. Αν σάς βγάλει ο δρόμος σας στης Καλλιθέας τα μέρη τρεχάτε «στις Ρωσίδες» και γυρίστε τη πλάτη στις συνηθισμένες λιπαρές μπολικαδούρες για «πεινασμένους» σαβουροφάγους τής φτήνιας. Εδώ με δύο ευρώ το σουβλάκι και ενάμιση το πιροσκί ντερλικώνεις γκουρμέ! Όσο για το τελευταίο που έχω καιρό να τιμήσω -θυμάμαι- κι΄ αυτό  άπαιχτο. 
    






25/1
Πώς θα μπορούσε ένα έργο που βάζει συνεχώς ερωτήσεις και αδιαφορεί παντελώς για απαντήσεις να με αφήσει ασυγκίνητο; Στους «Παλιούς καιρούς» του Πίντερ σε σκηνοθεσία  Χουβαρδά στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης –παραστασάρα με τα όλα της- αυτό συμβαίνει. Οι ερωτήσεις στο τραπέζι ανοιχτά τραπουλόχαρτα και καθένας  τσιμπολογάει την απάντηση κατά βούληση. Ελεύθερα, αβίαστα, σχεδόν νωχελικά, ανάσες όσες θέλετε και κάθε μία παύση όσο χίλιες λέξεις. Η Κέιτ -Μαρία Σκουλά και ο Ντίλι -Χρίστος Λούλης είναι αντρόγυνο. Στο παιχνίδι μπαίνει από τη πρώτη κιόλας σκηνή η αινιγματική Άννα –Μαρία Κεχαγιόγλου, «φίλη της Κέιτ από τα παλιά» με την οποία είχανε να ειδωθούν χρόνια και ζαμάνια -και η «υπόθεση» τελειώνει εδώ. Τα ρέστα αναμνήσεις θρυμματισμένες -αλήθεια, ποιος θυμάται καλά;- διαφορετικές εκδοχές του ίδιου συμβάντος, υπονοούμενα για ανεκπλήρωτο -ή μήπως χαμένο;- έρωτα, ένας φόνος στο φινάλε… Στους «παλιούς» –όπως στους νέους- καιρούς όλα παίζουν, όλα μένουν ανοιχτά, επιβεβαίωση ή διάψευση δε χωρεί. Aν ψήνεστε να «καταλάβετε», μακριά! Διαφορετικά μη τους χάσετε.


18/1
«Αν δεν κουνηθείς δεν θα καταλάβεις τις αλυσίδες…» Εγώ πάντως κουνήθηκα και δεν κατάλαβα. Τίποτα σας λέω. Ούτε αλυσίδες, ούτε χαλκάδες, ούτε βραχιόλια… τίποτα απολύτως. Ελεύθερος κι΄ ωραίος! Κι΄ οι διπλανός μου, κι΄ ο παραπέρα τα ίδια. Και να πεις πως δεν κουνιούνται; σαν το Βέγγο τρέχουν ολημερίς. Μη τρελαθούμε τώρα –υπάρχει άνθρωπος που δεν κουνιέται; Ακόμα και ο πιο αραχτός -σάς μιλάω εκ πείρας- γυρίζει από το ένα πλευρό στο άλλο. Αχ κόκκινη Ρόζα δε μάς τα ΄λεγες καλά…  Στ΄ αζήτητα οι αλυσίδες Ρόζα μου, στ΄ αζήτητα! Τελικά καθένας λέει ό, τι τού καπνίσει… Το λοιπόν ποιο το ζόρι μου; Παράξενο, μα αυτό με τις αλυσίδες μ΄ αρέσει! Ίσως γιατί ανέκαθεν μ΄ άρεσαν αυτά που δεν καταλαβαίνω. Και το αστείο είναι πως κατά καιρούς μού καρφώνεται να τα καταλάβω ντε και καλά! Έτσι είναι ο άνθρωπος: Πρώτα ψυχανεμίζεται πως κάτι τρέχει, μετά αυτό το κάτι τού καρφώνεται στο μυαλό και τον βασανίζει, στο τέλος θέλει να ξεχάσει! Και βγαίνει για να ξεσκάσει, να χαζέψει κάτι τι ευχάριστο, να γελάσει το χειλάκι του, να πει δυο κουβέντες με φίλους… Έτσι τα φέρνει βόλτα. Μέχρι να τού ξανακαρφωθεί…  Γιατί παιχνίδια τού μυαλού είναι όλα, παιχνίδια ασπρόμαυρα. Μοναχά η καρδιά είναι κόκκινη.




13/1
Η «κωμωδία των παρεξηγήσεων» του βάρδου, στοχαστική, σκαμπρόζικη, σκωπτική, ιδωμένη με την ευρηματική σκηνοθετική ματιά τής Κατερίνας Ευαγγελάτου είναι χάρμα οφθαλμών και ευφραίνει τη καρδιά. Στο εξαίρετο αποτέλεσμα συμβάλλουν όλοι οι συντελεστές της παράστασης που λειτουργούν ως κουρδισμένος στην εντέλεια μηχανισμός ακριβείας. Από μια παρεξήγηση βλέπετε ξεκίνησαν όλα -παρεξηγήθηκε ο όφις και πρόσφερε το μήλο στην Εύα, παρεξηγήθηκε με την Εύα ο Αδάμ και το δάγκωσε κι΄ αυτός…- γύρω από μια παρεξήγηση γυρνάει ο κόσμος όλος! κάτι ήξερε ο βάρδος. Τον φαντάζομαι εκεί ψηλά να χαζεύει τα τερτίπια μας και να ΄χει πέσει σε κατάθλιψη. Βλέπετε η δικιά του κωμωδία των παρεξηγήσεων -λυπάμαι που θα το πω- ωχριά μπροστά στις σημερινές. Στη καθ΄ ημάς κωμωδία -για παράδειγμα- οι παρεξηγήσεις πέφτουν στη ψύχρα, ακατανόητα, άνευ λόγου και αιτίας. Ή καλύτερα γιατί έσταξε η ουρά τ΄ αλόγου ή γιατί δεν έσταξε, γιατί οι άλλοι είναι αυτοί που είναι και όχι –γαμώτο- ίδιοι μ΄ εμάς που θα θέλαμε να είναι… σχιζοφρένεια σας λέω!- Παρεξηγήσεις που εναλλάσσονται με διαστήματα απατηλής ηλιοφάνειας, για να ξαναρχίσουν ανανεωμένες και φρέσκες πιο δυνατά προς δόξα των παιχνιδιών του μυαλού! Και στο φινάλε πάντα έρχεται ως από μηχανής θεός το γέλιο, γέλιο λυτρωτικό, παντός καιρού και διάθεσης να σώσει τη παρτίδα και να βάλει το έρμο τα πράματα στη θέση τους. Να μην άφηνε κι΄ εκείνη τη ριμάδα στυφή επίγευση στα χείλια τι καλά που θα ΄τανε…        



7/1
Τι ωραία που πέφτουν! Με τι χάρη, τι φινέτσα! Ένα ένα λικνίζονται κάνοντας απανωτές πιρουέτες και καταλήγουν στο πάτο του καλαθιού. Γκολ! αναφωνώ κάθε φορά -να δώσω κουράγιο σ'  αυτά που απομένουν για το σάλτο μορτάλε.
Να κι΄ άλλο! κι΄ άλλο!… Σιωπηλές πιρουέτες χάρμα οφθαλμών προς δόξα τού ωραίου κι΄ εφήμερου. Ήσυχα ήρθε η ώρα τους. Δίχως αγέρηδες και καταιγίδες που ξεριζώνουνε κοτζάμ δέντρα, λυγερόκορμα, ή έστω κάποιο στιγμιαίο ρεύμα αέρα από ξεχασμένη ανοιχτή πόρτα. Δίχως πόνο.
Είναι βέβαια κάποια που δεν τα καταφέρνουν. Ξαπλωμένα στο πάτωμα τριγύρω από το καλάθι είναι ακόμα κόκκινα, ποθητά. Κι΄ αν δεν τα κατάφεραν τι έγινε; -στο καλάθι θα καταλήξουν κι΄ αυτά μαζί με τ΄ άλλα- το σάλτο μορτάλε  ήταν καλό! αυτό απομένει. Και η ικανοποίηση -έστω- πως για λίγες μέρες χάρισαν χρώμα γιορτινό και το άλικο της καρδιάς τους ζέσταινε το γραφείο μου.
Στο πάτο του καλαθιού χώμα που ΄χε ξεμείνει από τη τελευταία μεταφύτευση ανάκατο με ξερά και χαλίκι, που και που καμιά πέτρα. Και φύλλα, φύλλα πολλά που δε θυμίζουν τέτοια, μα ζαρωμένα απολειφάδια τού παλιού λαμπερού εαυτού τους, ένα με το μαυρόχωμα.
Το απόγευμα η καθαρίστρια θα αδειάσει το καλάθι. Θα την παρακαλέσω να κάνει επιμελημένη δουλειά, με φροντίδα. Να τα μαζέψει και απιθώσει στη μεγάλη μαύρη σακούλα απαλά, μη ταράξει την απόκοσμη γαλήνη τους.



3/1
Καλή χρονιά να έχουμε σημειωματάριό μου, τέτοιες μέρες πάντα το ίδιο σού εύχομαι και τ΄ αποτέλεσμα να πηγαίνουμε από το κακό στο χειρότερο, τέρμα δεν έχει ο κατήφορός μας. Ας αλλάξω λοιπόν προσώρας το τροπάριο, κακίστρα και στριμμένη να ΄χουμε  μπας κι΄ έτσι δούμε άσπρη μέρα -μεταξύ μας αυτό. Στους άλλους που δεν χαμπαριάζουν από πρωχό μαγγανείες να ευχηθούμε ό, τι θέλουν ν΄ ακούσουν: «Καλή χρονιά και ευτυχές το νέο έτος με υγεία, αγάπη και ειρήνη σ΄ όλο το κόσμο»… Τι το τσαμπουνάνε συνέχεια; δεν έχουν βαρεθεί; πασέ κατάντησαν οι ευχές τους… μα έτσι είναι οι ευχές σημειωματάριό μου -λέγονται για να λέγονται και να κρατάνε ζεστό τον κοσμάκη. Τι φταίει που, παρά τις ευχές, δεν ορθοποδίζουμε; Οι κακοί άλλοι; το κακό το ριζικό μας; ο θεός που μάς μισεί; Κανένα, μα κανένα στόμα δε το ΄βρε και δε το ΄πε ακόμα -όταν με το καλό κάποτε το βρω θα το ανακοινώσω πρώτα σ΄ εσένα. Σήμερα είδα και τα λαχεία που ΄χαμε πάρει από τους παγουράδες -θυμάσαι;- και γι΄ άλλη μια φορά διαπίστωσα το μάταιο της προσπάθειας: Αγωνίζεσαι, ιδρώνεις, τρέχεις σαν το παλιάλογο, πηγαίνεις τη χαρά καροτσάκι από αναβολή σε αναβολή, κάποτε -σιτεμένος πια- τα καταφέρνεις και φτιάχνεις ένα ψωροκομπόδεμα, ξοδεύεις τα ωραία σου λεφτουδάκια να σού πέσει το λαχείο, και τα αργύρια της τύχης: μια τρύπα στο νερό, πάντα τα λάθος νούμερα βγαίνουν! -μασονία η ζωή γαμώτο, μασονία κανονική… Ας είναι… εμείς να ΄μαστε μαζί και μέσα στην έρημη φτώχια ν΄ αποθάνω δε με νοιάζει -λίγο παντεσπάνι μοναχά να βάζω στο στόμα μου να συντηρούμαι για να σού ψυθιρίζω λόγια ανείπωτα γλυκά στ΄ αυτί, να τ΄ ακούνε οι αγριεμένοι κι΄ οι ανέραστοι και να ζηλεύουνε τον έρωτά μας…